Πρωτ. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος (+)
Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας
Οι ναοί στην Καινή Διαθήκη
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός επεδοκίμασε την ανοικοδόμηση του ναού (Α/Γ’ Βασιλ. θ’ 3) σαν «οίκο προσευχής» και «δόξης». Όμως σ’ αυτόν τον ναό υπήρχε και το «θυσιαστήριον του Κυρίου», στο οποίο υπηρετούσαν ιερείς· δεν ήταν μόνο «οίκος προσευχής» (Α/Γ’ Βασιλ. στ’ 20. η’ 22. νστ’ 7). Ο ναός αυτός, που ο ίδιος ο Θεός αγίασε, τελικά θα απορριπτόταν, λόγω της αποστασίας του λαού, αφού, φυσικά, θα είχε εκπληρώσει την αποστολή του (Α/Γ’ Βασιλ. θ’ 7).
Ο Χριστός στη διάρκεια της δημοσίας δράσεώς του δεν απέρριψε τον ναό. Μάλιστα τον ονόμαζε «οίκο του Πατρός» του και «οίκο προσευχής» (Ματθ. κα’ 13. Μάρκ. ια’ 17. Λουκ. λ 6′ 49. ιθ’ 46. Ιω. 6′ 16. Ιερεμ. ζ’ 11). Οι μαθητές του Χριστού δεν αποσπάσθηκαν βίαια από το ναό, αλλά απομακρύνθηκαν βαθμιαία από αυτόν. Στην αρχή πήγαιναν εκεί για προσευχή, αλλά ταυτόχρονα είχαν και τις δικές τους ξεχωριστές λατρευτικές συνάξεις, γύρω από ένα άλλο θυσιαστήριο, το χριστιανικό. Οι συνάξεις αυτές δεν γίνονταν στην αρχή σε ξεχωριστά οικοδομήματα, αλλά «κατ’ οίκον» (Πράξ. 6′ 46).
Μερικοί επικαλούνται την προς Εβραίους επιστολή, για να δηλώσουν πως στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν ναοί με την έννοια της προσφοράς θυσίας. Όμως εκεί γίνεται λόγος για την «αληθινή σκηνή» και για τα «άγια των αγίων» ή το «εσώτερον του καταπετάσματος», με την έννοια του παραδείσου, τον οποίον άνοιξε ο Χριστός, γκρεμίζοντας το μεσότοιχο που μας χώριζε από Αυτόν. Συνεπώς αυτή η «αληθινή σκηνή» δεν καταργεί το επίγειο θυσιαστήριο των χριστιανών (Εβρ. στ’ 20. η’ 2. θ’ 11-12, πρβλ. και Αποκ. κα’ 3. Εφεσ. θ’ 13-22).
Το «υπερώον» στο οποίο ο Χριστός τέλεσε τον μυστικό Δείπνο, ήταν ασφαλώς η πρώτη «κατ’ οίκον εκκλησία», όπου γίνονταν οι συνάξεις των μαθητών, η εκκλησία των αποστόλων (Μάρκ. ιδ’ 15. Λουκά κβ’ 12). Η άποψη αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων μπορούσε να δείξει στους κατηχουμένους του αυτή την εκκλησία και να τους βεβαιώσει: «ενταύθα εν τη Ιερουσαλήμ, εν τη ανωτέρα των αποστόλων εκκλησία» κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους αποστόλους «εν είδει πύρινων γλωσσών» (Κύριλ. Ιεροσ., Κατηχ. ιστ’ Δ’, ΒΕΠ 39, σ. 202).
Σ’ αυτή την εκκλησία εμφανίσθηκε στους αποστόλους ο Χριστός μετά την ανάστασή του (Λουκ. κδ’ 36. Ιω. κ’ 19, 26), εκεί κατήλθε σ’ αυτούς το Άγιο Πνεύμα (Πράξ. β’ 1) και εκεί πραγματοποιήθηκε η αποστολική σύνοδος (Πράξ. ιε’ 6).
Ασφαλώς η εκκλησία αυτή δεν ήταν η μοναδική στην αποστολική εποχή. «Κατ’ οίκον εκκλησίες» υπήρχαν και αλλού, παντού οπού καρποφορούσε το κήρυγμα και ιδρύονταν χριστιανικές κοινότητες, υπήρχαν «κατ’ οίκον εκκλησίες» κατά το πρότυπο του «υπερώου» των Ιεροσολύμων (Ρωμ. ιστ’ 5. Α’ Κορ. ιστ’ 19. Φιλημ. 2. Πράξ. κ’ 7-8). Μια τέτοια εκκλησία μνημονεύεται και στο μαρτύριο του αγίου Ιουστίνου (ΒΕΠ 4, σ. 333). Όμως ήδη από τον Γ’ αιώνα, πριν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί άρχισαν να οικοδομούν ανεξάρτητους ναούς. Γι’ αυτό το ζήτημα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στον ιστορικό Ευσέβιο:
Ο επίσκοπος Καισαρείας Παλαιστίνης Θεότεκνος οδηγεί τον χριστιανό αξιωματικό του ρωμαϊκού στρατού Μαρίνο «επί την εκκλησίαν… έσω τε προς αυτώ στήσας τω αγιάσματι…» (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. Ζ’ 15, 4, ΕΠΕ 3, σ. 44). Μιλώντας για την εποχή του Διοκλητιανού ο Ευσέβιος μας πληροφορεί πως εξεδόθηκαν Βασιλικά Διατάγματα «τας μεν εκκλησίας εις έδαφος φέρειν, τας δε γραφάς αφανείς πυρί γενέσθαι προστάττοντα» (Ευσ. Εκκλ. Ιστ. Η’ 2, 4, ΕΠΕ 3, σ. 120).
Στις χριστιανικές εκκλησίες υπήρχε φυσικά το χριστιανικό θυσιαστήριο, το οποίο μεταβάλλει μία αίθουσα κηρύγματος ή και προσευχής σε ναό. Σ’ αυτό το θυσιαστήριο προσφερόταν «θυσία» (Μαλαχ. α’ 11. Εβρ. ιγ’ 10). Πρόκειται για την «τράπεζα του Κυρίου» (Α’ Κορ. ι’ 16-21), που αντιπαραβάλλεται με τις θυσίες των Εβραίων και των ειδωλολατρών, που ονομάζονται τράπεζα δαιμόνιων. Αυτό το θυσιαστήριο στην αρχή ήταν κινητό, όμως με την οικοδομή των ναών έγινε ακίνητο και διακοσμήθηκε αντάξια της αποστολής του (Ευσέβ. Εκκλ. Ιστ. Γ 4, 4, ΕΠΕ 3, σ. 269).
Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ορθοδοξία (Τόμος Γ’)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ