Tου Γιώργου Σαρρή
Εκατοντάδες επιφανείς προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού οδηγήθηκαν τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου του 1921 στην κρεμάλα από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, καταδικασμένοι από το κατ’ επίφασιν δικαστήριο που είχε στηθεί στην πόλη της Αμάσειας. Κάποιοι εξ αυτών, όμως, κλεισμένοι μέσα στη φυλακή, έγραψαν λίγο πριν πεθάνουν επιστολές προς τα αγαπημένα τους πρόσωπα, μερικές εκ των οποίων έχουν διασωθεί και αποτυπώνουν ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Ν. Καπετανίδης: «Θαρσείτε και καρτερείτε»
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας, Νικόλαος Καπετανίδης, έστελνε μέχρι την τελευταία στιγμή γράμματα στο σπίτι του, παρηγορώντας τους δικούς του ανθρώπους. Οπως έγραφε, «θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν, ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή… Εντούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα… Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος… Γι’ αυτό μη λυπηθήτε… Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου… Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει…». Ο Καπετανίδης υπήρξε συνεπής με τα γραφόμενά του μέχρι την έσχατη ώρα. Οταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου τού ανέγνωσε το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, εκείνος τον διόρθωσε: «Οχι, κύριε πρόεδρε, εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα». Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, σε ηλικία μόλις 32 χρόνων. Η τελευταία του κραυγή πάνω στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς!».
Αλ. Ακριτίδης: «Γλυκυτάτη μου, την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή»
Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης ήταν ένας από τους προύχοντες του Πόντου. Κοινοτικός άρχοντας της Τραπεζούντας, εργοστασιάρχης, ευεργέτης της κοινότητας. Οδηγήθηκε από το κεμαλικό καθεστώς στο ικρίωμα τον Σεπτέμβριο του 1921, ωστόσο την παραμονή του θανάτου του έγραψε στη γυναίκα του: «Γλυκυτάτη μου Κλειώ, σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Εχει αποφασισθεί ο δια κρεμάλας θάνατος. Αύριο θα πηγαίνουν οι 30, μεταξύ αυτών και 5 Τραπεζούντιοι, και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογία και υπομονή και άλλο κακό να μη δοκιμάσετε.
Οταν θα μάθετε το λυπηρό να μην χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδία ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσεις όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά. Τον Γιώργο να τελειώσει το Σχολείο και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννη ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνη να την μάθεις ραπτική. Την Φωφώ να μην χωρίζεσαι εν όσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις, που θα του αναθέσητε. Ο παπά-Συμεών ας με μνημονεύσει εν όσω ζει. Να δώσεις 5 πέντε λίρες στην Φιλόπτωχο, 5 πέντε λίρες στην Μέριμνα, 5 πέντε λίρες στου Λυκαστή στο Σχολείο. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο, βαίνω προς τον Πατέρα και συγχωρήσατέ μου. Ο υμέτερος, Αλ. Γ. Ακριτίδης».
Αντ. Τζινόγλου: «Ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας»
Λίγο πριν μαρτυρήσει, ο διευθυντής του Γραφείου Προσφύγων της παραθαλάσσιας Αμισού (Σαμψούντας), Αντώνιος Τζινόγλου, έστειλε γράμμα προς τους οικείους του, με το οποίο τους ζητούσε «να μην κλαύσητε πολύ». Στενοχωριόταν γιατί δεν θα κατάφερνε να γηροκομήσει τους γονείς του, ενώ χαρακτηρίζει την καταδίκη του από το καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ ως «θέλημα Θεού», το οποίο έπρεπε να υπομείνει. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι. Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, δια τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθείτεֹ, έχω πίστιν ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν.
Σας στέλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μουֹ εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε. Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνον εις σε. Δια σε και δια τα τέκνα μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού. Εάν επιζήσετε της καταιγίδας αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράφεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή. Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ. Ο Θεός μαζί σας. Σας φιλώ όλους εκ ψυχής, ο ιδικός σας».
Μ. Κωφίδης: «Καμία ελπίδα δεν έχω πλέον. Σας γλυκοφιλώ όλους»
Με την κατηγορία της συμμετοχής σε κίνημα για την ανεξαρτησία του Πόντου εκτελέστηκε ο Ματθαίος Κωφίδης, πρώην εκλεγμένος βουλευτής στην οθωμανική Βουλή από το βιλαέτι της Τραπεζούντας. Είχε προβάλει σιδερένια πυγμή βλέποντας τις γενοκτονικές αγριότητες. Απαίτησε μάλιστα όχι μόνο την παύση των ωμοτήτων αλλά και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους υπαίτιους. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1921, λίγες ώρες μετά τη δίκη-παρωδία που θα τον οδηγούσε μετά βεβαιότητας στον θάνατο, θα γράψει από το μπουντρούμι των φυλακών Τιμαρχανέ της Αμάσειας στη σύζυγό του: «Φιλτάτη Ουρανία, χθες, ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμία ελπίδα δεν έχω πλέον.
Σήμερον θα δοθή η απόφασις, η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφήνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου. Περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου. Σας γλυκοφιλώ όλους, ο Ματθαίος σου. Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν, όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται. Ο ίδιος». Αξίζει να τονιστεί ότι η εκτέλεση του Ματθαίου Κωφίδη έφτασε στο σημείο να εξοργίσει ακόμη και τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Τραπεζούντας, καθώς ο ίδιος είχε αναπτύξει πολύ καλή συνεργασία και σχέσεις αλληλεγγύης με τους μουσουλμάνους της περιοχής. Μάλιστα οι τελευταίοι, αντιδρώντας, αρνήθηκαν να υποδείξουν και άλλους Ελληνες ως «ύποπτους» στους άνδρες του Μουσταφά Κεμάλ.
Οι ανελέητοι διωγμοί των Ποντίων
«Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια» αναφέρει ο πρόξενος του Ράιχ στη Σαμψούντα σε έγγραφό του προς το Βερολίνο.
Η επιχείρηση εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Μουσταφά Κεμάλ την περίοδο 1914-1923 κατά του Ποντιακού Ελληνισμού (όπως επίσης και κατά των Αρμενίων, των Ασσυρίων και άλλων χριστιανικών πληθυσμών) δύσκολα θα διαπράττονταν εάν δεν υπήρχε η ανοχή της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της τότε Γερμανικής αλλά και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Εναν χρόνο πριν από τις σφαγές, το Ράιχ είχε φροντίσει να αναδιοργανώσει τον οθωμανικό στρατό, προσφέροντας τεχνογνωσία, οπλισμό, καθώς επίσης και πλήρη οικονομική κάλυψη. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι υπήρχαν και ορισμένοι διπλωμάτες των δύο συγκεκριμένων ισχυρών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι είχαν σταλεί στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου και όχι απλώς δεν συμφωνούσαν με την τακτική των εθνοκαθάρσεων, αλλά φρόντιζαν να το γνωστοποιούν στην ηγεσία τους.
«Οποιος δεν δολοφονείται, πεθαίνει από αρρώστιες και πείνα»
Από έγγραφα που έχουν διασωθεί προκύπτει, για παράδειγμα, ότι ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού (Σαμψούντας), Kuckhoff, ανέφερε προς το υπουργείο Εξωτερικών του Βερολίνου, στις 16 Ιουλίου 1916, ότι βάσει αξιόπιστων πηγών «ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα».
«Οι εξοριζόμενοι θα πεθάνουν κατά χιλιάδες»
Από την πλευρά του ο πρόξενος Σαμψούντας της Γερμανίας, Bergfeld, επισημαίνει ότι η εξελισσόμενη γενοκτονία θα επηρέαζε την ηθική εικόνα όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και της χώρας του που ήταν σύμμαχος. Με επιστολή προς το υπουργείο Εξωτερικών της αυτοκρατορίας του, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1916, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι επιθέσεις κατά της ζωής και της περιουσίας που παρατηρήθηκαν στη μεταφορά των Αρμενίων θα επαναληφθούν. Οι εξοριζόμενοι θα πεθάνουν κατά χιλιάδες από τις αρρώστιες, την πείνα και τις κακουχίες. Αυτό θα σήμαινε ότι η ηθική εικόνα της Τουρκίας και των συμμάχων της θα έπεφτε πολύ μπροστά στα μάτια των ουδετέρων. Οι επιζήσαντες θα φτώχαιναν και έτσι το εμπόριο θα κατέληγε στα χέρια εκείνων που θα ήταν χειρότεροι για τους μωαμεθανούς από ό,τι οι ντόπιοι. Για όλους αυτούς τους λόγους θα πρέπει να θεωρηθεί η γενική εκτόπιση των Ελλήνων επικίνδυνη σε υψηλό βαθμό».
«Εστειλα τάγματα να σκοτώσουν κάθε Ελληνα που συναντούν»
Τα απεχθή συμβάντα είχαν θορυβήσει επίσης και τον Kwiatkowski, Αυστριακό υποπρόξενο στην ίδια περιοχή. Σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας, Stephan Burian von Rajecz, του γνωστοποιεί τις αποφάσεις που έλαβε ο Ραφέτ μπέης, ο οποίος έφερε το αξίωμα του μουτεσαρίφη (διοικητής) της Αμισού. Γράφει χαρακτηριστικά: «Στις 26 Νοεμβρίου 1916 μου είπε ο Ραφέτ μπέης: Τελικά με τους Ελληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμενίους». Λίγο πιο κάτω προσθέτει πως δύο μέρες αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου 1916, του ξανάπε ο Ραφέτ: «Πρέπει να τελειώνουμε με τους Ελληνες. Εστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Ελληνα που συναντούν στο δρόμο. Φοβάμαι την απέλαση ή την εξορία του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των περσινών παραδειγμάτων».
Πυρπολήσεις χωριών και βιασμοί
Στα μέσα του επόμενου μήνα, ο Αυστριακός πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης, Pallavicini, περιέγραφε με σημείωμά του προς τη Βιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αφορούσαν τη μαρτυρική Αμισό (Σαμψούντα), καταθέτοντας και μια σειρά από αριθμητικά στοιχεία:
- – 11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν πέντε ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν.
- – 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά.
- – 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες.
- – 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην Περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται.
- – 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 ελληνικά χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλατήθησαν ακόμη και εκκλησίες.
- Οι αναφορές αυτές, όμως, δεν ευαισθητοποίησαν ούτε τη Γερμανική Αυτοκρατορία ούτε την Αυστροουγγρική, που προφανώς γνώριζε τι θα επακολουθούσε, όμως δεν έπραξε οτιδήποτε απτό προκειμένου να το σταματήσει.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση του ΕΘΝΟΥΣ της Κυριακής (17/5) με τίτλο «Πόντος, ματωμένη γη»
Οι σπαρακτικές επιστολές των μελλοθάνατων του Πόντου λίγο πριν εκτελεστούν