του Σπυρίδωνος Πλακούδα
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΝΑΖΙ ΤΗΣ WEHRMACHT
Μια Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία
Ο Χίμλερ, ο αρχηγός των Waffen SS, θεωρούσε ότι η μιλιταριστική θρησκεία του Ισλάμ προσιδίαζε καλύτερα από τον «μαλθακό και νωθρό» χριστιανισμό στα ιδεώδη της λειτουργίας του κομματικού μηχανισμού του Γ’ Ράιχ. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Με θέλγει ο μυστικισμός αλλά και η αρρενωπότητα της θρησκεία αυτής που βασίζεται στις αρχές των SS της τυφλής υπακοής και υποταγής στις οδηγίες των ηγετών, της προθυμίας για αυτοθυσία αλλά και απαλλαγμένης από τη βδελυρή συμπόνια για τους αντιπάλους…».
Ο Χίμλερ αμφισβήτησε το αξίωμα του Φύρερ περί αμιγούς Αρείας Φυλής ως αποκλειστικών γενετικών διαπιστευτηρίων για την έγκριση της υποβληθείσας αίτησης για κατάταξη στα Waffen SS. Επίσης, λόγοι πολεμικής πρακτικής υπαγόρευαν στον Χίμλερ την υπαγωγή άλλων λαών στις διαταγές των Γερμανών διοικητών. Η οδοποιία και η ζεύξη γεφυρών ανήκαν στις αρμοδιότητες του Μηχανικού της Wehrmacht, το οποίο όμως υποχρεούνταν να παρίσταται και στην πρώτη γραμμή του μετώπου υπηρετώντας τις ανάγκες της δημιουργίας χαρακωμάτων ή διόρθωσης των ζημιών άλλων οχυρώσεων. Το επαρχιακό σιδηροδρομικό δίκτυο, υποτυπώδες και αποδιοργανωμένο λόγω των άπειρων προσβολών του από Ρώσους ένοπλους αντάρτες πρόβαλλε την ανάγκη δημιουργίας νέων συγκοινωνιακών κόμβων. Ο τομέας των Εξωτερικών Υποθέσεων των Ανατολικών Στρατιών του τμήματος Κατασκοπείας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με την προσωνυμία «Fremde Heere Ost», αποτελούσε τον μυστικό πάτρωνα του σχηματισμού εθελοντικών σωμάτων στην Ανατολή από αιχμάλωτους εχθρούς που συλλαμβάνονταν στο μέτωπο.
Η ιδέα τύγχανε της πλήρους επιδοκιμασίας από το Τμήμα Προπαγάνδας της Ανώτατης Διοίκησης, το Wehrmacht, Propaganda IV (WPrIV), του οποίου η αρμοδιότητα ήταν η προπαγάνδα στο Ανατολικό Μέτωπο και περιλάμβανε υπό τον έλεγχό του ειδικά στρατόπεδα για αιχμαλώτους πολέμου οι οποίοι εκπαιδεύονταν για τη διενέργεια ενεργούς προπαγάνδας στα πλαίσια της διεκπεραίωσης του ψυχολογικού πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Το φθινόπωρο του 1941, λαμβάνοντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία, οι Γερμανοί στρατηγοί οργάνωσαν βοηθητικά σώματα διαφόρων υπηρεσιών, απαρτιζόμενα από Σοβιετικούς αυτομόλους, αιχμαλώτους πολέμου αλλά και αυτόβουλους εθελοντές από τους όμορους του μετώπου πληθυσμούς, βραχυκυκλώνοντας την προπαγάνδα των Σοβιετικών περί «έσχατης μάχης υπέρ πίστεως και πατρίδος». Τα τμήματα αυτά ονομάζονταν Hilfswillige ή Hiwi, τελούσαν υπό γερμανική διοίκηση και οι άνδρες τους προσλήφθηκαν ως οδηγοί οχημάτων, φύλακες αποθηκών όπλων και πυρομαχικών, φρουροί σε αμυντικούς θύλακες καθώς και διοικητές μικρών οχυρώσεων. Το πείραμα απέδωσε καρπούς· μάλιστα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία! Την άνοιξη του 1942 είχαν τεθεί σε υπηρεσία 200.000 ένοπλοι ή άοπλοι άνδρες σε διάφορα τμήματα στα μετόπισθεν του Γερμανικού Στρατού και υποβάλλονταν σε έργα διάνοιξης δρόμων, επιδιόρθωσης των ζημιών του σιδηροδρομικού δικτύου στις ζώνες του πολέμου αλλά και εφοδιασμού των μονάδων της Wehrmacht.

Οι Σοβιετικοί τουρκικής καταγωγής κατατάχθηκαν κατά χιλιάδες στις τάξεις του Γερμανικού Στρατού για να πολεμήσουν ως εθελοντές.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1941, ένα απολύτως απόρρητο υπόμνημα προέβλεπε ότι η Ανώτατη Διοίκηση ήταν υποχρεωμένη στα πλαίσια ενός απαιτητικού χρονοδιαγράμματος, να δημιουργήσει δύο μουσουλμανικές μονάδες: την Tourkestanisch Legion (Λεγεώνα του Τουρκεστάν), που θα συγκροτείτο από μουσουλμάνους εθελοντές από την Κεντρική Ασία, όπως Τουρκομάνους, Ουζμπέκους, Κοζάκους, Κιργίσιους, Καραλπάκους και Τζατζίκους και Ουιγούρων εθελοντών, και την Kaukasisch-Mohammedan Legion (Λεγεώνα των Καυκάσιων μουσουλμάνων) από μουσουλμάνους Καυκάσιους εθελοντές όπως Αζέρους, Νταγκεστάνους, Ινγκουσέτιους, Τσετσένους και Λαζούς. (Ακόμα προ βλεπόταν η ίδρυση μιας Αρμενιακής και Γεωργιανής Λεγεώνας).
Τέλος, μια ξεχωριστή μονάδα περιλάμβανε μουσουλμάνους Τατάρους, η Wolgatatarische Legion (Λεγεώνα των Τατάρων του Βόλγα), ιδρύθηκε στην Πολωνία τον Ιανουάριο του 1942. Οι λόγοι που οδήγησαν τους λαούς της Σοβιετικής Ρωσίας που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ στη μεταστροφή τους προς την αγκαλιά των Ναζί πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορία και την ιδιοσυγκρασία των πληθυσμών αυτών που, αν και μακριά από το θέατρο του πολέμου, προσέτρεξαν στο κάλεσμα του Γ’ Ράιχ και υπάκουσαν πρόθυμα τα κελεύσματα των Γερμανών.
Οι Μουσουλμάνοι είχαν θρέψει απέχθεια για τον τσαρισμό, του οποίου η μεταχείριση απέναντι στις μειονότητες συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «Ορθοδοξία, Δεσποτισμός, Πανσλαβισμός» κι επομένως ήταν λογικό να θίγονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των λαών αυτών.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μουσουλμανικοί λαοί της τσαρικής Ρωσίας επωφελήθηκαν από την αποδυνάμωση της τσαρικής εξουσίας για να αποτινάξουν τον ρωσικό ζυγό που τους είχε επιβληθεί μόλις πρόσφατα. Στον Καύκασο, μια πανισλαμιστική στρατιά, αποτελούμενη από Αζέρους, Τούρκους και άλλους Καυκάσιους μουσουλμάνους, λειτούργησαν ως επικουρία του προελαύνοντος στο μέτωπο του Καυκάσου Τουρκικού Στρατού, του οποίου ηγούνταν ο Νούρι Πάσα, γνωστός από τις ιδέες του για τον παντουρανισμό. Πολλές χριστιανικές πόλεις αλώθηκαν και αποδόθηκαν σε μουσουλμάνους ηγεμόνες ή αποκλείσθηκαν μέχρι να παραδοθούν από λιμοκτονία.
Αναλόγως, στην Κεντρική Ρωσία η διάβρωση της τσαρικής Ρωσίας ευνόησε τη δημιουργία ισλαμικών εμιράτων. Στην Κόκχαντ ανακυρήχθηκε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση του Τουρκεστάν, ενώ παράλληλα οι εμίρηδες της Μπουχάρας και της Κχίβα επιβεβαίωσαν την ανεξαρτησία τους, το Καζακστάν αποκήρυξε τους δεσμούς του με τη Ρωσία και αναγόρευσε δική του προσωρινή διοίκηση, με το πρόσχημα της διασφάλισης της τάξης μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.

ΟΠΛΙΤΗΣ ΤΗΣ «ΛΕΓΕΩ¬ΝΑΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΕΣΤΑΝ»
(1943): Για τους Γερμανούς οριενταλιστές και τις διοικη¬τικές υπηρεσίες της Wermacht οι μογγολοειδείς πληθυ¬σμοί της ευρασιατικής στέπας αποτελούσαν στο σύνολό τους τουρκική ομοεθνία (οι γνήσιοι Τούρκοι των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων είχαν μογγολικά χαρακτηριστι¬κά ) απόγονοι λοιπόν των τουρκομογγολικών πληθυ¬σμών -που έπνιγαν κάποτε δύο ηπείρους στη φωτιά και στο αίμα- ήταν πλέον ουραγοί των υπερδυνάμεων του 20ού αιώνα. Ο εικονιζόμενος επικουρικός μαχητής φέρει περήφανα το έμβλημα της «λεγεώνας του Τουρκεστάν» στον δεξιό βραχίονα, ένα χαρακτηριστικό κάλυμμα κεφα¬λής που παραπέμπει στο νο¬μαδικό παρελθόν του λαού του, και την κλασικό εξοπλι¬σμό εκστρατείας της Wermacht που περιλαμβάνει μεταλλικό κράνος, δερμάτινα άρβυλα, πολυκαιρινή Feldgrau στολή, τυφέκιο Karabiner 98k του 1941 από το οποίο κρέμονται αντισυμβατικά το υδροδοχείο και το ραβδωτό κάνιστρο αντιασφυξιογόνου μάσκας Μ 1930, πτυοσκάπανο, ξιφολόγχη και δερμάτινες φυσιγγιοθήκες. Η έντονη χρωματική αλλοίωση της στολής του φαίνεται να εξυ¬πηρετεί τον μάχιμο ως υπο¬κατάστατο καμουφλάζ στην ευρασιατική ύπαιθρο, ενώ έ¬ να δεύτερο πτυοσκάπανο αναρτημένο στη ζώνη του χρη¬σιμεύει ως εφεδρικό όπλο για μάχη εκ του συστάδην. (Ενδυματολογική έρευνα – σχόλιο – εικονογράφηση: Χρηστός Γιαννόπουλος)
Η άνοδος των Μπολσεβίκων αναπτέρωσε τις ελπίδες των λαών αυτών για οριστική χειραφέτηση από τη Ρωσία όμως, οι Μπολσεβίκοι, μετά τον επονείδιστο ακρωτηριασμό της Ρωσίας στα δυτικά της σύνορα με την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, ήταν αποφασισμένοι να χειραγωγήσουν όλους τους απελεύθερους μουσουλμανικούς λαούς. Μετά τις πρώτες φιλελεύθερες διακηρύξεις για ισοπολιτεία και ανεξιθρησκία, διαπραγματευτικό εργαλείο για την αίσια έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου, οι Μπολσεβίκοι προχώρησαν στην ανάκτηση των χαμένων εδαφών και την ανατροπή των θυλάκων αντίστασης, μη σεβόμενοι τις υποσχέσεις τους για θρησκευτική ανοχή ή πολιτική αυτονομία. Οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν τους Μπολσεβίκους «κομμουνιστές με τσαρικό προσωπείο» λόγω της μισαλλοδοξίας τους.
Οι Μουσουλμάνοι, εξαιτίας της καταπάτησης των πολιτικών και θρησκευτικών τους δικαιωμάτων και ελευθεριών που απέρρεε από τις αθεϊστικές αντιλήψεις τους, και του φάσματος της λιμοκτονίας από την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, επαναστάτησαν για να διεκδικήσουν την αναγνώριση ενός καθεστώτος αυτονομίας. Η έμφαση στη βαριά βιομηχανία περιθωριοποίησε τις παραδοσιακές αγροτικές ή κτηνοτροφικές τους ασχολίες, απειλώντας με εξαφάνιση τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους.
Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σε όλη την επικράτεια της μπολσεβίκικης Ρωσίας, ειδικότερα όμως στο Καζακστάν, το Κιργιστάν και στον Καύκασο. Το εγχείρημά τους απέβη άκαρπο και η προσπάθεια για την ολοκλήρωση του αλυτρωτικού οράματος τους επέστρεψε στην ύφεση και στο τέλμα, που οι υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης φρόντισαν να τηρήσουν. Οι εκτοπίσεις, η κολεκτιβοποίηση και ο εποικισμός αποτέλεσαν μέτρα αργού θανάτου για τους μουσουλμανικούς λαούς του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας που μετατρέπονταν σε μειονότητα στην ίδια τους τη πατρίδα. Εξέχον παράδειγμα αποτελεί το Καζακστάν, όπου μέχρι το 1970 οι Ρώσοι υπερέβαιναν τους Καζάκους! Η ναζιστική πατρωνία των αλυτρωτικών οραμάτων των Μουσουλμάνων αποτελούσε μέρος των πλάνων του Χίτλερ να παρασύρει την Τουρκία στην πολεμική σύρραξη, και ειδικότερα στο μέτωπο του Καυκάσου, στο πλευρό της Γερμανίας – άλλωστε, η Τουρκία είχε κτίσει τον μεγαλοϊδεατισμό της πάνω στα θεμέλια που ίδρυσαν οι παντουρανικές και πανισλαμικές ιδεοληψίες της ελίτ των Νεοτούρκων. Εξάλλου, οι μουσουλμάνοι Ναζί υποτίθετο ότι θα προσέδεναν όλη τη Μέση Ανατολή στο πολεμικό άρμα της Γερμανίας, μιας και η σύμπραξή τους ήταν αναγκαία για να καταβληθεί το «Σοβιετικό τερατούργημα που είχε καταλύσει τις ηγεμονίες των πιστών του προφήτη Μωάμεθ». Άλλωστε, ο Χίτλερ εκμυστηρεύτηκε κάποτε στον στρατηγό Φον Μποκ την άποψή του πως μόνον οι Μουσουλμάνοι είναι δυνατόν να θεωρηθούν αξιόπιστοι σύμμαχοι, λόγω της φυσικής δουλοπρέπειας που αποπνέουν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ προσκάλεσε στο Ράιχσταγκ τον πνευματικό ηγέτη των σουνιτών μουσουλμάνων και πρωτομάστορα του πανισλαμιστικού ρεύματος, μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν αλ Χουσεϊνί. Ο πνευματικός αυτός ποιμένας του Ισλάμ (γνωστός για το αντιβρετανικό του μένος), σε ομιλία του στο Ράιχσταγκ υπογράμμισε πως «…μόλις ο Χίτλερ ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης στη Γερμανία, μια νέα ανατολή λούζει με το φως την Ανατολή, σηματοδοτώντας την ανάδυση μιας νέας Ιερουσαλήμ, ένα μείγμα των αδελφών θρησκειών του Ισλάμ και του Ναζισμού».
Μάλιστα, ένας θρύλος πλάστηκε γύρω από την προέλευση των Γερμανών και των μουσουλμανικών λαών της Κεντρικής Ασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι μυθικοί γενάρχες τους ήταν αδέλφια που ζούσαν στα Ουράλια και αργότερα οι απόγονοί τους αποφάσισαν να μοιράσουν την υφήλιο μεταξύ τους: οι Άρειες φυλές μετανάστευσαν προς την Ευρώπη και οι Αλταϊκές φυλές μετακινήθηκαν στην Κεντρική Ασία. Η Επανάσταση στο Ιράκ, η οποία κατεστάλη με βάναυσο τρόπο από τους Βρετανούς, αποτέλεσε προανάκρουσμα των σεισμικών δονήσεων της ρητορικής περί εκδίωξης των Γαλλο-Βρετανών που κήρυτταν με ζέση από άμβωνος οι μουσουλμάνοι ιερωμένοι.
Η Μέση Ανατολή, με νωπές τις μνήμες από το αποικιακό παρελθόν, ήταν πιθανόν να συμπλεύσει με τον Χίτλερ στην πολεμική σύρραξη εναντίων των Σοβιετικών και των Βρετανών, που άλλωστε δεν μοιράζονταν τον ίδιο σεβασμό για το μιλιταριστικό Ισλάμ. Επομένως, ο Χίτλερ θα αποκτούσε πρόσβαση στα πετρελαϊκά αποθέματα για να ισοσκελίσει τον αποκλεισμό των Αγγλο-Αμερικανών, ο οποίος είχε τυλίξει απειλητικά το βρόχο γύρω από την οικονομία της Γερμανίας.
Άλλωστε, η Συρία, υπό γαλλική κηδεμονία της δωσίλογης στους Γερμανούς κατακτητές κυβέρνησης του Βι- σύ, ασκούσε ως μαγνητικός πόλος μια θέλξη στις φράξιες του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή. Οι ουλεμάδες και οι ιμάμηδες συνεχώς οιστρηλατούσαν λόγω των πολεμικών θριάμβων των Γερμανών «για τον επερχόμενο όλεθρο των Σιωνιστών» και παρότρυναν την ανάληψη αγώνα από τους Μουσουλμάνους. Η Μέση Ανατολή αποτελούσε δυνητική γεωστρατηγική ζώνη για την προμήθεια του Γ’ Ράιχ σε πετρέλαιο και άλλα ορυκτά μεταλλεύματα που αποτελούσαν τις πρώτες ύλες της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας. Επίσης, οι σιδηρόδρομοι της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ανήκαν στους υπό γαλλο-βρετανική κηδεμονία Άραβες, αποτελούσαν μια τεχνολογική και συγκοινωνιακή παρακαταθήκη των Γερμανών στη Μέση Ανατολή που οι πρώην ιδιοκτήτες τους ήθελαν να οικειοποιηθούν.

H διάσημη φωτογραφία του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν Αλ Χουσεϊνί να συνομιλεί με μουσουλμάνους της Wehrmacht
Ο Φύρερ ακολουθούσε μια πολιτική εξόντωσης των Εβραίων, των φυσικών εχθρών των Μουσουλμάνων, υλοποιώντας τις επιδιώξεις των Αράβων για κατοχύρωση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στην Παλαιστίνη, όπου η βρετανική εντολή -που ευνοούσε τους Ισραηλίτες στο πλαίσιο της Διακήρυξης του Μπάλφουρ το 1917- προκαλούσε δυσφορία στους θρησκευτικούς ηγέτες τους. Μάλιστα, ο ίδιος ο μουφτής της Ιερουσαλήμ περιόδευσε στο μέτωπο για να ενισχύσει το μαχητικό φρόνημα των ομόθρησκών του και να εξάρει τον θρησκευτικό τους φανατισμό, χαιρετώντας μάλιστα με ναζιστική χειρονομία τις οργανωμένες μονάδες Μουσουλμάνων.
Ο Σοβιετικός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, σε μια διορατική δήλωσή του πριν από την έναρξη της «Επιχείρησης Βαρβαρόσσα» υπογράμμιζε πως «…οι Τάταροι της Κριμαίας, όπως συνεργάστηκαν με τους Αγγλο-Γάλλους στον Κριμαϊκό πόλεμο, έτσι και τώρα θα υποδεχθούν πρόθυμα τους Ναζί. Όσο για τους λαούς του Καυ- κάσου, υπενθυμίζω ότι η κατάκτησή τους έχει λήξει πρόσφατα, μόλις το 1863, μετά από δεκαετίες πολέμων».
Επίσης, οι σοβιετικές αρχές ανησυχούσαν για τους Ουζμπέκους και Τατζίκους, οι οποίοι διατηρούσαν τη θρησκοληψία τους παρά τον μαχητικό αθεϊσμό που εξαπέλυσε το Κρεμλίνο. Οι Γερμανοί απέναντι στους ορεσιβίους μουσουλμανικούς λαούς του Καυκάσου ακολούθησαν μετριοπαθή «απελευθερωτική» πολιτική για την οργάνωσή τους στα πλαίσια του Γ’ Ράιχ. Υποσχέθηκαν να απεμπολήσουν την κολεκτιβοποίηση των γαιών και να προχωρήσουν σε αναδασμό της δημόσιας κτηματικής περιουσίας, να επιτρέψουν την απρόσκοπτη επαναλειτουργία των ισλαμικών τεμένων, να επιστρέφουν στις θρησκευτικές σχολές τα απολεσθέντα προνόμια. Ακόμα, όσα αγαθά επιτάσσονταν για να καλυφθούν οι επισιτιστικές ανάγκες του Γερμανικού Στρατού θα πληρώνονταν μέχρι κεραίας, ένα πρότυπο ηθικοκανονιστικής αγωγής των μαχητών του Γερμανικού Στρατού, με ιδιαίτερο σεβασμό απέναντι στις γυναίκες, θα υιοθετούνταν, ενώ προ βλεπόταν απαλλαγή του τραχήλου των λαών από το ζυγό των φορολογικών δαπανών για τη χρηματοδότηση του πολέμου.
Ακόμα, η πολιτειακή οργάνωση στηρίχτηκε σε θρησκευτικά και φυλετικά κριτήρια που είχαν αποδομηθεί από τη σοβιετική ηγεσία. Ένα συμβούλιο δημογεροντίας -όπου η ψήφος του μουφτή και καδή (μουσουλμάνος ιεροκήρυκας και δικαστής) αποκτούσαν ιδιαίτερη βαρύτητα- θέσπιζε κανονισμούς και εξέλεγε την ηγεσία, η οποία θα λογοδοτούσε στον Γερμανικό Στρατό. Ο ισλαμικός νόμος αναγορεύτηκε σε ύψιστο θεσμικό και νομικό κήνσορα για την απονομή της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα οι φυλετικοί εθιμοτυπικοί κώδικες θα διαφύλασσαν την τάξη στον κοινωνικό ιστό. Όσον αφορά την οικονομική διαχείριση, συστάθηκαν ειδικές οικονομικές και επιτροπές με αμιγή μουσουλμανική στελέχωση, οι οποίες συνέτασσαν καταλόγους για τις ανάγκες των κατοίκων και τους παρέδιδαν στον Γερμανικό Στρατό. Μια μεικτής σύνθεσης πολιτοφυλακή από Γερμανούς και Καυκάσιους θα αναλάμβανε καθήκοντα αστυνόμευσης, όπως λόγου χάρη την εξάρθρωση των υπόγειων δικτύων των Ρώσων Παρτιζάνων. Στην αυτόνομη περιοχή των Καρατσάι ιδρύθηκε το Εθνικό Κομιτάτο του Καρατσάι υπό την ηγεσία ενός Ρώσου, ονόματι Κάκι Μπαγιεραμούκοφ, που διέκειτο εχθρικά προς τη Μόσχα.
Οι Γερμανοί τίμησαν με τη φυσική παρουσία τους το Μπαϊράμ, μια θρησκευτική εορτή των Μουσουλμάνων της οποίας η τέλεση είχε απαγορευτεί από τους Σοβιετικούς, τον Οκτώβριο του 1942 στο Κισλοβόντσκ. Οι Γερμανοί προσέφεραν δώρα από κυριευμένα λάφυρα των Σοβιετικών στους κατοίκους και ηλέκτρισαν θετικά την ατμόσφαιρα με ευχές για το θρίαμβο του Iσλάμ και του Ναζισμού. Επίσης, οι
Γερμανοί δεν δίστασαν να λάβουν μέρος στην εκστατική ιεροτελεστία και οι διεγερμένοι Μουσουλμάνοι ορκίστηκαν να πολεμήσουν «..με ορμή υπό τα λάβαρα του προφήτη Μωάμεθ κατά των Σοβιετικών». Τότε, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την ίδρυση πέντε ιλών ιππικού των Καρατσάι, που θα προστάτευαν τις πολύτιμες οδούς ανεφοδιασμού της Wehrmacht. Στην αυτόνομη περιοχή Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια, οι μουσουλμάνοι Μπαλκάριοι ζήτησαν να λάβουν ευνοϊκή μεταχείριση εις βάρος των αριθμητικά υπέρτερων χριστιανών Καμπαρντίνων. Οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να χαρίσουν εκτεταμένη αυτονομία στους Μπαλκάριοιυς, προκαλώντας την ένοπλη δυσαρέσκεια των Καμπαρντινίων.
Τελικά, το ζήτημα διευθετήθηκε με παρέμβαση του Χίμλερ αυτοπροσώπως, που διέταξε να γίνει σεβαστή η αυτονομία των χριστιανών κατοίκων με γερμανικές εγγυήσεις. Ο Χίτλερ οφθαλμοσκοπούσε την απόκτηση του ελέγχου των πετρελαιοπηγών του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, οπότε την οργάνωση της ημιαυτόνομης μουσουλμανικής περιφέρειας ανέλαβε ο Χίμλερ, ο εμπνευστής της αποδοτικής συνεννόησης μουσουλμάνων Ναζί. Στην αυτόνομη περιοχή Αντίγκεα, ορίστηκε αυτονομία για τους μουσουλμάνους κατοίκους, με αντάλλαγμα την παροχή οδηγών και τον ανεφοδιασμό με επιτήδεια του Γερμανικού Στρατού.
Ο Σελίμ Σάντομ διορίστηκε υπεύθυνος για την οργάνωση της οικονομίας, τη θρησκευτική μέριμνα αλλά και την πολιτισμική διαπαιδαγώγηση των πληθυσμών με βάση τις ιδεολογικές αρχές των Γερμανών Ναζί. Στις 18 Δεκεμβρίου, οι θρησκευτικές τελετές του Κουρμάν που διοργανώθηκαν στο Ναλχίκ, πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια, αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της προσέγγισης αυτής. Ένας αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών ονόματι Μπρόιντιγκαμ, σε ομιλία του στις τελετές αυτές υπερτόνισε τη σύγκλιση των εθνικών συμφερόντων τους και υπογράμμισε τους δεσμούς αδελφοσύνης που συνέδεαν τους Γερμανούς με τους λαούς του Καυκάσου.
Οι Γερμανοί προσέφεραν ισλαμικά θρησκευτικά συγγράμματα και ναζιστικές ηθικοκανονιστικές μελέτες για το Ισλάμ, των οποίων η διδασκαλία ήταν απαγορευμένη, αλλά και κατένειμαν λάφυρα από δηωθείσες σοβιετικές αποθήκες τροφίμων και μηχανημάτων, ενώ οι Μουσουλμάνοι υποσχέθηκαν τη συνδρομή τους με εθελοντικά σώματα στην εκκαθάριση των Σοβιετικών ανταρτών στην περιοχή του Βλαντικαφκάζ.
Το Υπουργείο Εξωτερικών προσκάλεσε Τούρκους αξιωματούχους να συμβάλουν στην οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών ως σύμβουλοι σε ζητήματα διακανονισμού διαφορών θρησκευτικής φύσης. Ο Γερμανός πρεσβευτής στην Άγκυρα φον Πάπεν πρότεινε στο υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας την εκχώρηση του δικαιώματος της οργάνωσης των απελευθερωμένων εδαφών των τουρκοταταρικών φυλών σε μια χαλαρή ομοσπονδία, διατηρώντας η Άγκυρα την κηδεμονία τους.
Ως αντάλλαγμα, η Τουρκία θα όφειλε να συνδράμει τον Χίτλερ στην κατάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και να φυλάττει τις υπώρειες του Καυκάσου. Όντως, θιασώτες του πολιτικού ρεύματος του παντουρανισμού και πανισλαμισμού υποστήριξαν με θέρμη τη διπλωματική αυτή χειρονομία της Γερμανίας, με εξέχουσα φυσιογνωμία τον στρατηγό Καλμάκ. Όμως η ψυχρή και κυνική θεώρηση των γεωπολιτκών επιδιώξεων της Τουρκίας όριζε την ταύτιση με τους Συμμάχους, όχι με τους υπερεξαπλωμένους και εξουθενωμένους Γερμανούς. Η πανωλεθρία προ των πυλών του Στάλινγκραντ επιβεβαίωσε τον συμμαχικό προσανατολισμό της Άγκυρας.
Η εθνολογική σύσταση του Καυκάσου, όπου οι Χριστιανοί αποτελούσαν μονάχα μια μειοψηφία που κατε- λάμβανε όμως τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών και πολιτικών αξιωμάτων, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Γερμανών για τη συγκρότηση ενός ισλαμικού προμαχώνα, πιστού στις επιταγές του Γ’ Ράιχ ακόμα και ύστερα από μια πιθανή τελμάτωση του νότιου πολεμικού μετώπου στο βάλτο του Στάλινγκραντ.
Μάλιστα, στους Μουσουλμάνους απευθυνόταν και το Μανιφέστο του Σμολένσκ -μαζί με όλους τους άλλους υπόδουλους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης- το οποίο συντάχθηκε τον Δεκέμβριο του 1942 από το Ρωσικό Εθνικό Κομιτάτο. Τα 13 σημεία του διαγγέλματος αυτού υπογράμμιζαν πως η Γερμανία «… σκόπευε να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, όπου θα αποκλειόταν ο τεμαχισμός των κεκτη- μένων εδαφών από επαίσχυντους καπιταλιστές και Μπολσεβίκους».
Εξάλλου, διακηρυσσόταν η αρχή της αυτοδιάθεσης των υπόδουλων λαών, οι οποίοι δεν θα υποτάσσονταν πάλι σε μια δύναμη, απλά «θα χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στους Γερμανούς ελευθερωτές που τους εξασφάλισαν την αυτονομία». Όσο για τους μάχιμους άνδρες που υπηρετούσαν στον Ερυθρό Στρατό, καλούνταν να λιπο- τακτήσουν και να καταταγούν σε σώματα εθελοντών που οργανώνονταν από Γερμανούς, οι οποίοι τους παρείχαν υποτυπώδη εκπαίδευση και οπλισμό. Το Μανιφέστο του Σμολένσκ όμως δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα οφέλη, αφού οι Γερμανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να υλοποιήσουν τα αλυτρωτικά οράματα των λαών αυτών και συνεπώς δεν το αναγνώρισαν. Αλλά και η απήχησή του στους Μουσουλμάνους, λόγω της ακύρωσης της θεσμικής του νομιμοποίησης αλλά και της απουσίας ρητής αναγνώρισης του ισλαμικού θρησκευτικού δόγματος, ήταν περιορισμένη.
Ο Χίτλερ υποσχέθηκε να χαρίσει αυτονομία και σε άλλες μουσουλμανικές φυλές του Καυκάσου, που παρέμεναν πιστές στους Σοβιετικούς από το φόβο μιας εκστρατείας αντιποίνων μάλλον παρά από την ταύτιση συμφερόντων, σε περίπτωση που αποσκιρτούσαν προς το στρατόπεδο του Άξονα, χρίζοντας μάλιστα και τους αρχηγούς τους ηγεμόνες των πιθανών νεότευκτων πολιτικών μορφωμάτων. Ο Φύρερ όμως δεν επέτρεψε να υλοποιήσουν οι Τσετσένοι και οι Καλμίκοι εκτοπίσεις των Ρώσων εποίκων με την αιτιολογία της χρήσης τους ως δουλοπάροικων για την αγροτική παραγωγή και τον χειρισμό τους ως ομήρων σε τυχόν διαπραγματεύσεις.
Ακόμα, ο Γερμανοί απέστειλαν Μεχσέτιους Τούρκους μυστικούς πράκτορες να κατασκοπεύσουν τη σοβιετική διοίκηση στην πατρίδα τους ώστε να υποδαυλίσουν τη μισαλλοδοξία των θρησκευτικών ηγετών για τους Μπολσεβίκους. Όμως, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να διατρήσουν την αμυντική περίμετρο των Σοβιετικών φρουρών στον ποταμό Τέρεκ της Τσετσενίας και οι όποιες διακηρύξεις για απελευθέρωση των Μουσουλμάνων και χορήγηση αυτονομίας παρέμειναν στο απλό επίπεδο των επιθυμιών. Μάλιστα, οι Γερμανοί υποδαύλιζαν εξεγέρσεις στις ανατολικές επαρχίες της Σοβιετικής Ένωσης, υπονομεύοντας την κατίσχυση της σοβιετικής εξουσίας στις ζώνες εξόρυξης μεταλλεύματος του Ταρταστάν και του Μπασκορκοστάν, όπου διαβιούσαν τουρκικοί και μογγολο-τονγλουζικοί λαοί, προκαλώντας κωλύματα στην ανάπτυξη και εμπέδωση της νεοπαγούς βιομηχανικής συγκρότησης, εφόσον οι μονάδες της βαριάς μεταλλουργικής και μεταποιητικής βιομηχανίας είχαν αποσυναρμολογηθεί και επανασυγκολληθεί από τη Δυτική Ρωσία στα Ουράλια για προστασία από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι μουσουλμάνοι κυβερνήτες που είχαν αναλάβει καθήκοντα διοίκησης των μουσουλμανικών χωρών της Κεντρικής Ασίας -που ανήκαν είτε στη Σοβιετική Ένωση είτε στην Κίνα- δωροδοκούνταν με υψηλές αμοιβές ώστε να είναι δυνατή η παρείσφρηση των Γερμανών μυστικών πρακτόρων για κατασκοπεία και η αθρόα στρατολόγηση μουσουλμάνων εθελοντών, που αργότερα θα συντάσσονταν μαζί με τους Γερμανούς. Η εκτέλεση τριών Καζάκων και δύο Ουιγούρων προυχόντων τον Ιούνιο του 1943, με την κατηγορία της συνέργειας με τη Γερμανία, αποδεικνύει το βάθος της παρείσφρησης της ναζιστικής κατασκοπείας.
Οι πρώτοι Τουρκομάνοι εθελοντές ενσωματώθηκαν πρώιμα σε τάγμα της 444 Μεραρχίας Υποστήριξης τον Νοέμβριο του 1941 και τελούσαν υπό τις διαταγές ενός Τουρκομάνου διοικητή και αποδείχθηκε χρήσιμο στον χειρισμό του προβλήματος των Ρώσων παρτιζάνων. Σύμφωνα με τη μυστική διαταγή του Φύρερ τον Δεκέμβριο του 1941, ένας σχηματισμός ονόματι Turkestanisch Legion (Λεγεώνα του Τουρκεστάν) δημιουργήθηκε, όμως η οργάνωση σε λεγεώνες δεν αντιστοιχούσε στη δημιουργία ανάλογης αριθμητικής δύναμης μονάδων.
Στην ουσία, αποτελούσαν στρατόπεδα όπου οι Μουσουλμάνοι οργανώνονταν σε μονάδες, έχοντας λάβει και τον ανάλογο οπλισμό πριν αποσταλούν στο μέτωπο. Στη διάρκεια του πολέμου, περίπου 70.000 Τουρκομάνοι υπηρετούσαν στον Γερμανικό Στρατό στο Ανατολικό Μέτωπο: 40.000 στρατιώτες και 30.000 εργάτες που μίσθωναν την εκδούλευσή τους.

Ταυτότητα εθελοντή της Λεγεώνας του Τουρκεστάν στην οποία διακρίνεται καθαρά η τουρκική γραφή.
Το 1943, οι Τουρκομάνοι συγκροτούσαν 15 τάγματα και 26 το 1944· τα αυτά λειτουργούσαν ως αυτόνομες μονάδες στο πλαίσιο της Wehrmacht. Ιδρύθηκε όμως στις 13 Ιανουάριου του 1942 μια πλήρους σύνθεσης μεραρχία για Τουρκομάνους, ονόματι 162 Turkestanisch- Kaukasisch-Mohammedanische Legion κατ’ εντολήν της διοίκησης Abwehr-Unternehmen Tiger Β. Απαρτιζόταν από οπλίτες Μεχσέτιους Τούρκους, Αζέρους, Τσετσένους και Γερμανούς αξιωματικούς. Της στρατιωτικής μονάδας ηγείτο ο στρατηγός Όσκαρ φον Νίντερνάγερ, ένας Γερμανός ιδεαλιστής, μιμητής του Λόρενς της Αραβίας και πρώην στρατιωτικός ακόλουθος στην Περσία. Η μεραρχία εκπαιδεύτηκε στην Κρούστσινα στην Πολωνία, από όπου διεκομίσθη στη Γιουγκοσλαβία για να πολεμήσει τους παρτιζάνους του Τίτου και να διασφαλίσει την ένοπλη υποστήριξη των Μουσουλμάνων της Γιουγκοσλαβίας. Ύστερα, μεταφέρθηκαν στην Ιταλία όπου αντιμετώπισαν ένα σύνταγμα Αμερικανών-Ιαπώνων το 1943 και η σταδιοδρομία της θα λήξει άδοξα έπειτα από διαδοχικές ήττες και τη διάτρηση του αμυντικού μετώπου στην Κεντρική Ιταλία.
Οι Τάταροι της Κριμαίας συνεργάστηκαν πρόθυμα με τον Γερμανικό Στρατό, συνεπικουρώντας τον με 20.000 στρατιώτες. Οι απόγονοι των Χανάτου της Χρυσής Ορδής ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στην αντιμετώπιση των αντιστασιακών οργανώσεων. Την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 1943, ο δήμαρχος της Γιάλτας Β.Ι. Μαλτέζ συγκρότησε τάγμα εθελοντών με Τατάρους της Κριμαίας που τελούσε εκδικητικές αποστολές στην Γιεβπατόρια με το προσωνύμιο Khimi. Η μονάδα αυτή κατεδίωξε τους παρτιζάνους στα βουνά Γιαϊλά, όπου πυρπόλησε τα συμπαθή προς τους αντάρτες ουκρανικά χωριά.
Οι Γερμανοί τούς μετέφεραν στη Γαλλία, όπου οι ένοπλοι αντάρτες προβλημάτιζαν τους Γερμανούς ιθύνοντες. Η μετάθεσή τους αποτέλεσε μια λύση στο ζήτημα των ανταρτών, όμως οι απώλειες των αμάχων πολιτών ήταν ιδιαίτερα υψηλές.
Παράδειγμα της βαναυσότητας που μεταχειρίζονταν οι Τάρταροι αποτελεί η τραγική μοίρα του χωριού Dortain dans Ain στις 21 Αυγούστου του 1944 όπου αιτιολογία για τις ωμότητες υπήρξε η φιλοξενία ανταρτών που είχαν δολοφονήσει Γερμανούς φύλακες. Οι άνδρες βασανίστηκαν πριν θαφτούν ζωντανοί σε λάκκους που είχαν σκάψει με τα ίδια τους τα χέρια, οι γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας υπέστησαν ατιμώσεις και τα αρσενικά μέλη του οικισμού μέχρι την ηλικία των 14 χρόνων περιλούστηκαν με βενζίνη και έγκλειστα στο σχολικό κτήριο πυρπολήθηκαν ζωντανά.
Ο Χίμλερ υπογράμμιζε πως «πρέπει να μεταδώσουμε στους Μουσουλμάνους την πειθαρχία που τους λείπει (…) και να τους μεταλαμπαδεύσουμε τη λάμψη του γερμανικού θαύματος, την πολεμική τεχνολογία!». Πράγματι, οι Γερμανοί υιοθέτησαν ρηξικέλευθες μεθόδους για την προσαρμογή των μουσουλμανικών ενόπλων δυνάμεων στην κατάσταση του μετώπου. Στις 24 Μαρτίου του 1942 συγκροτήθηκε υπό τη αιγίδα της γενικής διοίκησης (Generalgouvernement) από σχηματισμούς της Turkestanisch-Kaukasisch-Mohammedanische Legion η αμιγώς Turkestanische Legion. Παρόλο που ο Γερμανός διοικητής είχε μάθει τη γλώσσα του Τουρκεστάν και αποπειράτο να μάθει τα ήθη και έθιμα των τουρκικών λαών, η σημειωθείσα πρόοδος ήταν απογοητευτική. Οι Τουρκμένοι δεν είχαν αφομοιώσει τη γερμανική στρατιωτική και πολιτική διδασκαλία και διαπνέονταν από αισθήματα εκδίκησης. Δεν θα πολεμούσαν για χάρη της Γερμανίας παρά μόνον εφόσον ταυτίζονταν τα συμφέροντά τους. Αποστολή τους ήταν σαν αρπακτικά όρνεα να σκυλέψουν το πτώμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι Γερμανοί δημοσίευσαν φυλλάδια που διακινούσαν ναζιστικές ιδέες, όπως λόγου χάρη τα Gazavat (Ιερός πόλεμος), Svoboda, Ezenedel’naja gazeta legionerov (Ελευθερία, εβδομαδιαία εφημερίδα για τους λεγεωνάριους), Milli Türkistan (Εθνικό Τουρκεστάν), Yeni Tourkestan (Νέο Τουρκεστάν), Milli Adabijat (Εθνική Λογοτεχνία), Idel-Volga (Βόλγας-Ουράλια), Tatar Adabijat (Ταταρική Λογοτεχνία) και Azerbican (Αζερμπαϊτζάν). Όλα τα φυλλάδια εκδίδονταν από μουσουλμάνους διανοούμενους και ελέγχονταν από το Υπουργείο Ανατολικών και το Τμήμα Προπαγάνδας της Wehrmacht. Ιδρύθηκε η Kaukasisch- Mohammedanische Legion στις 24 Μαρτίου του 1942 στην Jedlynia στα πλαίσια του προγράμματος της Generalgouvernement από αποσχισθείσες μονάδες της Turkestanisch Kaukasisch Mohammedanische Legion. Μετονομάστηκε στην Aserbeidschanische Legion (Λεγεώνα του Αερμπαϊτζάν) στις 22 Ιουλίου του 1942 ώστε να υπηρετήσουν μονάδες αμιγώς Αζέρων πολεμιστών· μετατράπηκε αργότερα (1 Ιουνίου 1943) στο Σύνταγμα Πεζικού 314 της 162 Μεραρχίας Πεζικού.
Στις 5 Μαΐου του 1943 υπηρετούσαν στον Γερμανικό Στρατό στο Ανατολικό Μέτωπο 10 συντάγματα, 170 τάγματα, 221 λόχοι και 11 πυροβολαρχίες όπου οι εθελοντές από τον Καύκασο εικάζεται ότι υπερέβησαν τους 102.300 μαχίμους. Στην Ανατολή υπηρετούσαν περί τους 421.000 πρώην Σοβιετικούς στρατιώτες, δίχως να υπολογίζεται ο αριθμός των 100.000 εθελοντών Hiwi που δεν αναγνωρίζονταν ως μάχιμοι στρατιώτες. Σύμφωνα με τους μετριοπαθείς υπολογισμούς, περίπου τα 2/5 των σχηματισμών αυτών αποτελούνταν από Μουσουλμάνους, δηλαδή γύρω στους 206.000 πολεμιστές.
Ο Χίτλερ αποφάσισε να μεταφέρει τα στρατεύματα των Μουσουλμάνων σε άλλα θέατρα του μετώπου, όπως στη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, τη Γαλλία, απομακρύνοντάς τους από τον εχθρό που ήθελαν να αντιμετωπίσουν: τους Σοβιετικούς. Οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν τους Δυτικούς Συμμάχους με το ίδιο πνεύμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης παρά τις ρητές διαταγές των Γερμανών διοικητών τους. Είχαν απολέσει τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο σήκωσαν τα όπλα. Ο Χίμλερ θεωρούσε πως μόνον οι Εβραίοι και οι Σλάβοι ήταν υπάνθρωποι, ενώ οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν «τους απογόνους του Αττίλα, του Τζένκινς Χαν, του Ταμερλάνου, λαμπρύνοντας το παρελθόν τους με πολεμικούς άθλους εναντίον των αδύναμων λαών». Τον Νοέμβριο του 1943, ένας κατοχικής δύναμης δήμαρχος ονόματι Αντρέα Μέγε-Μάντερ συνάντησε προσωπικά τον Χίμλερ όπου εξέφρασε την πρόταση της δημιουργίας μιας τουρκικής μονάδας SS και προσέφερε την υλική και ηθική συνδρομή του. Ο Χίμλερ αποδέχθηκε την πρότασή του, διορίζοντάς τον σε μια υψηλά ιστάμενη θέση στην ιεραρχία των Waffen SS, αυτή του αντισυνταγματάρχη (SS-Obersturmbannführer). Στις 14 Δεκεμβρίου, σε ένα μυστικό συνέδριο που διοργανώθηκε στο Βερολίνο, ο μουφτής της Ιερουσαλήμ συμφώνησε με τον Χίμλερ για τη δημιουργία μιας μουσουλμανικής-τούρκικης SS Μεραρχίας. Η Osttürkischen Waffen-Verbände der SS συγκροτήθηκε τον Ιανουάριο του 1944 με την επονομοσία Ostmuslemanische SS (επιπέδου συντάγματος). Ο Χίμλερ υπολόγιζε να προωθήσει τον σχηματισμό σε μια Μεραρχία SS καθαρώς Μουσουλμάνων, τη Μεραρχία Muselmanische SS Neu-Turkestan, αλλά τα πλάνα του δεν υλοποιήθηκαν. Η μονάδα αυτή συγκέντρωσε τα τουρκομανικά Συντάγματα SS 450, 480, VI/94, όπου βέβαια προστέθηκαν και άλλοι Τουρκμένοι αιχμάλωτοι πολέμου. Εν συνεχεία προστέθηκαν και Αζέροι, Κιργίσιοι, Ουζμπέκοι και Τζατζίκοι αιχμάλωτοι πολέμου. Η μονάδα συγκροτήθηκε στο Τραβνίκι της Πολωνίας προτού μεταφερθούν στη Λευκορωσία, κοντά στο μέτωπο του πολέμου. Ως πρώτος της διοικητής ορίστηκε ο Obersturmbannführer Μάντερ.
Η μονάδα υπέφερε από χαμηλό ηθικό, που οδηγούσε σε λιποταξίες ή λιποψυχίες την ώρα της μάχης, ειδικά μετά τον θάνατο του διοικητή της σε μια επιδρομή σε οχυρό των Παρτιζάνων στο Γιουρατίνσκι, δίπλα στο Μινσκ, στις 28 Μαρτίου του 1944. Ο επόμενος διοικητής (Hauptsturmführer) Μπίλιχ κατήγγειλε 78 άνδρες για απειθαρχία στις ρητές διαταγές και τους καταδίκασε σε θάνατο με βασανιστήρια. Το συμβάν προκάλεσε έκρυθμη αναστάτωση στη μονάδα και συνετέλεσε στην καθαίρεση του διοικητή.
Τον Ιούλιο του 1944, η μονάδα διεκομίσθη στην υπό σοβιετική εισβολή Πολωνία, όπου χρεώθηκε την καταστολή της Εξέγερσης της Βαρσοβίας με την αρωγή των διαβόητων για τις θηριωδίες Ταξιαρχιών SS Dirlewanger Brigade και Kaminski.
Οι μονάδες αυτές κατέπνιξαν βάναυσα την εξέγερση στο αίμα περίπου 196.000 Εβραίων και Πολωνών πολιτών, ενώ οι αγριότητες στις οποίες επιδόθηκαν προκάλεσαν τον αποτροπιασμό των Γερμανών στρατηγών. Ο βιασμός αναπήρων ή διανοητικά καθυστερημένων γυναικών ωχριούσε μπροστά στον ομαδικό βιασμό γυναικών σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου!
Στις 14 Νοεμβρίου του 1944 διακοινώθηκε το Μανιφέστο της Πράγας, όπου δηλωνόταν ρητώς η θέληση για την «ανατροπή του Σοβιετικού δικτάτορα, την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία και τη δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος που θα απέκλειε τους Μπολσεβίκους και εκμεταλλευτές».
Δηλαδή, προβαλλόταν ουσιαστικά και πάλι το Μανιφέστο του Σμολένσκ με λίγες όμως μεταρρυθμίσεις· αναγνωριζόταν η ανάγκη μεταρρυθμίσεων που θα αφορούσαν όλους τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων και των Μουσουλμάνων) αφού διακηρυσσόταν η αρχή της αυτοδιάθεσης και το δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Επομένως, καλούσε όλους τους Σοβιετικούς να «αψηφήσουν τα κελεύσματα των Μπολσεβίκων σφετεριστών και να επιδιώξουν την ειρήνη».
Μολαταύτα, το μέλλον του Γ’ Ράιχ διαγραφόταν ζοφερό αφού η Γερμανία είχε ουσιαστικά «γονατίσει» από τη διμέτωπη επίθεση των Συμμάχων και των Σοβιετικών. Άλλωστε, οι Γερμανοί παρεμπόδιζαν τη λειτουργία της Επιτροπής για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας, που είχε εκδώσει το Μανιφέστο της Πράγας. Ο φιλόδοξος θεσμικός και νομοθετικός οργανισμός ήταν εξαρχής μεροληπτικός, αφού η πλειονότητα των μελών της οργάνωσης ήταν ρωσικής καταγωγής και η ακύρωση των εξαγγελθεισών μεταρρυθμίσεων για τους Μουσουλμάνους ήταν δεδομένη.
Ακόμα και ο στρατός ως εκτελεστικό όργανο διεπόταν από τη ρωσική επιρροή χάρη στην κραταιά ρωσική πλειοψηφία των οπλιτών και αξιωματικών. Οι Μουσουλμάνοι της Σοβιετικής Ένωσης απέρριψαν το Μανιφέστο της Πράγας ύστερα από προτροπή του μουφτή της Ιερουσαλήμ κατά την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας. Ο Χίμλερ διόρισε διοικητή της μωαμεθανικής μονάδας των Waffen SS τον Χαρούν Ελ Ρασίνι Μπέι, έναν Αυστριακό εξωμότη. Το ηθικό της μονάδας παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα λόγω των συνεχόμενων αποτυχιών στα πεδία των μαχών τόσο στην Πολωνία όσο και στη Γιουγκοσλαβία. Την Πρωτοχρονιά του 1944, έπειτα από ένοπλη ανταρσία, 450 μέλη του 1ου Τάγματος, οδηγημένοι από τους μουσουλμάνους υποδιοικητές Γκούλαμ Αλίμοβ και Ασατπαλβάν, οι οπλίτες δολοφόνησαν τους Γερμανούς.
Ο Χίμλερ απέλυσε τον διοικητή Χαρίμ Χαρούν Ελ Ρασίντ Μπέι και αναδιοργάνωσε τον σχηματισμό, μεταφέροντας τα τμήματα των Αζέρων στη στρατιωτική μονάδα Kaukasicher Waffen-Verbande der SS. Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του 1944 όλα τα τάγματα των Crimean Tatarische Schuma συναποτέλεσαν την Ορεινή Ταξιαρχία Waffen-Gebirgs der SS (Tarische Nrl).
Επειδή διαπιστώθηκε έλλειψη πολεμοφοδίων και οπλισμού, τον Δεκέμβριο του 1944 το σώμα διαλύθηκε και οι στρατιώτες διατάχθηκαν να ενταχθούν στο Osttürkischen Waffen-Verbände der SS. Στα τελευταία στάδια του πολέμου, το σώμα αυτό συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την εκκαθάριση των παρτιζάνων στη Σλοβενία. Τους μήνες Απρίλιο-Μάιο στάθμευσε στη Λομβαρδία της Ιταλίας, όπου και παραδόθηκε στους Συμμάχους.
Οι Σύμμαχοι είχαν παρερμηνεύσει το νόημα του Μανιφέστου της Πράγας, με αποτέλεσμα να ρίχνουν αεροπορικώς φυλλάδια στους μουσουλμάνους Ναζί με τα οποία προβάλλονταν οι Σύμμαχοι ως θεματοφύλακες της ηθικής και θρησκευτικής τους παράδοσης και υπόσχονταν να τους μεταφέρουν με ασφάλεια στην πατρίδα τους, μόλις απαλλάσσονταν από τις υπηρεσίες τους στον Γερμανικό Στρατό!
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Μουσουλμάνοι πολεμούσαν ως τον τελευταίο άνδρα για να γλιτώσουν από την τραγική μοίρα που τους περίμενε στα χέρια των Σοβιετικών διωκτών τους. Στην πολιορκία της Πράγας, όλοι οι Ουζμπέκοι πολεμιστές πολέμησαν με αυτοθυσία μέχρις εσχάτων. Στο Καλίνινγκραντ οι Τατζίκοι προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν στους Σοβιετικούς. Μάλιστα, σε όλους τους μουσουλμάνους Ναζί δόθηκαν το Κοράνι και ο Αγών μου, παροτρύνοντάς τους να θυσιαστούν για τα ιδεώδη και τις αξίες τους.

Υπαξιωματικός (λοχίας) της Λεγεώνας του Τουρκε¬στάν. Τα διακριτικά του λοχία διέφεραν από αυτά του Γερμανικού Στρατού.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΝΑΖΙ
Όταν πλησίαζε η πτώση του Γ’ Ράιχ, ο Χίμλερ προσπάθησε να προσεταιριστεί τον στρατηγό Βλασόφ, ηγέτη της Επιτροπής της Απελευθέρωσης των Λαών της Ρωσίας. Όμως, οι Μουσουλμάνοι και όλοι οι μη-Ρώσοι στρατιώτες που υπηρετούσαν στον Γερμανικό Στρατό αρνήθηκαν να υπαχθούν στις διαταγές ενός Ρώσου διοικητή. Αντιπολίτευση στο πρόγραμμα του Χίμλερ άσκησε η Εθνική Επιτροπή του Τουρκεστάν, η οποία αποζητούσε την ανεξαρτησία του Τουρκεστάν.
Ο Βελί Καγιούμ Κάαν, προκαθήμενος της Εθνικής Επιτροπής του Τουρκεστάν, είχε αναλάβει τη διαχείριση όλων των πολιτικών ζητημάτων και τη διοίκηση των σωμάτων που απαρτίζονταν από Τουρκμένους. Έχοντας ανυψώσει το ηθικό των Τουρκμένων υποσχόμενος εθνική ανεξαρτησία, προχώρησε στην υλοποίηση του αλυ- τρωτικού οράματος ιδρύοντας αντιπροσωπευτικούς πολιτικούς θεσμούς και οργανώνοντας την παιδεία στο μοντέλο του Ισλάμ που του είχε υποδείξει ο μουφτής της Ιερουσαλήμ.
Ακολούθως, άνοιξαν σχολεία στη Δρέσδη και το Γκέτινγκεν και θρησκευτικές σχολές στο Βερολίνο όπου οι ιμάμηδες διδάσκονταν το λόγο του Μωάμεθ για να τον διαδώσουν εν συνεχεία στους Μουσουλμάνους που υπηρετούσαν στα Waffen SS και την Wehrmacht, εγείροντας τον θρησκευτικό φανατισμό και εμπνέοντας το αίσθημα της αυτοθυσίας.
Αρκετοί ιμάμηδες διέφυγαν στη Γερμανία μπροστά στην προέλαση του Ερυθρού Στρατού, και υποστήριξαν τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Χίμλερ ενόψει της υπεράσπισης της Γερμανίας. Οι ιμάμηδες Κέντια, Μίσα, Καντιμέρ, Αλιμπέγκο, Τσαμάγια αποτέλεσαν τους πνευματικούς ηγέτες των Μουσουλμάνων που υπηρετούσαν στις τάξεις των πολυεθνικών Waffen SS.
Όμως, η ήττα της Γερμανίας ήταν αναπόφευκτη· οι μουσουλμάνοι Ναζί προτίμησαν να παραδοθούν στους Δυτικούς Συμμάχους παρά στους Σοβιετικούς. Η μεταχείρισή τους από τους Δυτικούς Συμμάχους δεν θύμιζε τις φρικαλεότητες που διέπρατταν οι Σοβιετικοί σε όσους μουσουλμάνους στρατιώτες συνελάμβαναν στις μάχες της Πολωνίας, της Τσεχίας ή της Ουγγαρίας. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι, σε μια χειρονομία καλής θέλησης προς τον Στάλιν, παρέδωσαν τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους πολέμου στον Ερυθρό Στρατό. Υπήρξε πάγιο αίτημα της Μόσχας η επιστροφή όλων των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, και οι Σύμμαχοι ήθελαν να κολακεύσουν τον Στάλιν ούτως ώστε να μην υπάρξει σοβιετική ανάμειξη στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Πολωνίας. Ένας Βρετανός λοχαγός περιγράφει την παράδοση μιας μεραρχίας Καυκάσιων μουσουλμάνων στους Σοβιετικούς: «Οι Σοβιετικοί μεταχειρίζονταν τους Μουσουλμάνους ως προδότες, έχοντας παραδώσει τα όπλα και το ρουχισμό τους, οι Μουσουλμάνοι υπόκεινται στο μαρτύριο της πείνας και της δίψας, ενώ δεν τους παρέχεται φαρμακευτική περίθαλψη. Μια διπλή απειλή παραμονεύει: ο λοιμός και ο λιμός. Οι αναίτιες δολοφονίες είναι συχνό φαινόμενο. Οι θρήνοι τους μοιάζουν με τους υμέναιους μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στ’ αλήθεια…».
Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι πολέμου οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης απέβησαν μοιραίες γι’ αυτούς.
Υπολογίζεται ότι οι Σοβιετικοί παρέλαβαν περί τους 93.000 μουσουλμάνους αιχμαλώτους πολέμου από τους Βρετανούς και τους Γερμανούς στην Αυστρία, εκ των οποίων οι 12.000 εκτελέστηκαν άμεσα με συνοπτικές εξωδικαστικές διαδικασίες.
Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι πολέμου διεκομίστηκαν σε 23 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Άπω Ανατολή και τη Σιβηρία. Ακόμα, ο Στάλιν διέταξε την εκτόπιση ολόκληρων μουσουλμανικών λαών που είχαν συνεργαστεί ή αποπειράθηκαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς. Τον Αύγουστο του 1943 εκτοπίστηκαν στην Άπω Ανατολή 70.500 Καρατσαϊνοί και Αντιτζιανοί, εκ των οποίων 8.000 δεν κατόρθωσαν να φθάσουν στον προορισμό τους.
Τον Φεβρουάριο του 1944 εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία 520.000 Τσετσένοι, Ινγκουσέτοι και Μπαλκάριοι, εκ των οποίων 132.000 απεβίωσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

Τάταροι φωτογραφίζο¬νται υπό τη σημαία με το χαρακτηριστικό τόξο και το βέλος.
Τον Μάρτιο του 1944 εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία 30.000 Κούρδοι και Αζέροι, εκ των οποίων 4.000 απώλεσαν την ζωή τους καθ’ οδόν, ενώ άλλοι 21.000 Αζέροι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης σε φρικτές ειρκτές από τις οποίες ελάχιστοι βγήκαν ζωντανοί. Τον Μάιο του 1944 εκτοπίστηκαν στην Άπω Ανατολή και τη Σιβηρία 1.000.000 Τάταροι της Κριμαίας, εκ των οποίων 268.000 απεβίωσαν στη διάρκεια της πορείας.
Τον Ιούνιο του 1944 εκτοπίστηκαν 10.000 Καμπαρντίνοι στη Σιβηρία, ενώ τον Νοέμβριο του 1944 εκτοπίστηκαν 92.000 Κούρδοι, Μεχσέτιοι Τούρκοι και Χαμσένοι στη Σιβηρία εκ των οποίων 6.000 δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Επίσης, εκτιμάται πως 134.000 Τάταροι του Βόλγα υποχρεώθηκαν να εγγραφούν σε τάγματα αγγαρείας στην Κεντρική Ευρώπη και καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, εκ των οποίων τα 2/3 δεν μπόρεσαν να επιστρέφουν σώοι και αβλαβείς. Ο Στάλιν τιμώρησε για την αποστασία τους μουσουλμανικούς λαούς της Κεντρικής Ασίας και των Ουραλίων με κατασχέσεις τροφίμων υπέρ το δέον, ώστε να καλύψουν τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού της Δυτικής Σοβιετικής Ένωσης. Το αποτέλεσμα ήταν να λιμοκτονήσουν περί τους 48.000 Μουσουλμάνους, ενώ οι οικογένειες των εθελοντών στις στρατιωτικές μονάδες της Ναζιστικής Γερμανίας (περί τα 50.000 άτομα) εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες. Η πολιτική εποικισμού της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου συνεχίστηκε με εντονότερους ρυθμούς, μετά την εκτόπιση κιόλας πληθυσμών που διέκειντο εχθρικά (ή το Κρεμλίνο θεωρούσε «ταξικούς και πολιτικούς εχθρούς») προς τη Μόσχα, όπως λόγου χάρη η εκτόπιση των Γερμανών του Βόλγα στο Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν ή η μετακίνηση των Ουκρανών στον Καύκασο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ailsby Christopher, Hitler’s renegades: Foreign Nationals in the Service of the Third Reich, Potomac Books, 2004.
Dallin Alexander, German Rule in Russia: 1941-1945, Octagon Books, 1990.
Jengings Robert, «Α Nazi Leader: Himmler», Pressfield: London 1984.
Jones Jeffry, Every Family Has Its Freak: Perceptions of Collaboration in Occupied Soviet Russia, 1943-1948, Slavic Review, Vol. 64, No. 4 (Winter, 2005).
Kate Brown, A Biography of No Place: From Ethnic Borderland to Soviet Heartland, Cambridge: Mass, 2004.
Medvedev Roy, Let History Judge: The Origins and Consequences of Stalinism (New York, 1989).
Terry Martin, The Origins of Soviet Ethnic Cleansing, Journal of Modern History, Vol. 70, No. 4 (December 1998).
Tolz Vera, New Information about the Deportation of Ethnic Groups in the USSR during World War 2, in John Garrard and Carol Garrard, eds., World War II and the Soviet People: Selected Papers from the Fourth World Congress for Soviet and East European Studies, 1990, London, 1993.
Tumarkin Nina, The Living and the Dead: The Rise and Fall of the Cult of World War Π in Russia, Neiv York, 1994.
Weiner Amir, Making Sense of War: The Second World War and the Fate of the Bolshevik Revolution, Princeton, 2001.
ΣΤΡΑΤΟΙ & ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΕΥΧΟΣ 2 · ΜΑΪΟΣ 2010
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ