Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος Φιλόλογος Εκπαιδευτικός
Η αρχαιότερη διασωθείσα χριστιανική μαρτυρία για το χριστιανικόν Πάσχα χρονολογείται γύρω στο 50 – 55 μ.Χ. και είναι αυτή, που μας δίνει ο απόστολος Παύλος, όταν γράφει στους χριστιανούς της Κορίνθου: «και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός· ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας» (Α’ Κορ. ε’, 7 -8).
Ο Παύλος, δηλαδή, ομιλεί εδώ περί τού χριστιανικού Πάσχα («Πάσχα ημών») και περί τού τρόπου, καθ’ ον πρέπει οι Χριστιανοί να το εορτάζουν καθώς και περί τού εντεύθεν προκύπτοντος εννοιολογικού του περιεχομένου. Πρόκειται, λοιπόν, μάλλον περί αυτών των αρχών ενός ετήσιου εορτασμού τού χριστιανικού Πάσχα; Πάντως, μ’ αυτό εόρταζαν οι Χριστιανοί τη δια Χριστού σωτηρίαν από το κράτος και την τυραννίαν της αμαρτίας και τού θανάτου. Η δε προτρεπτική λέξη τού εδαφίου «εορτάζωμεν» απευθυνόμενη από τον Παύλον στους Κορινθίους δείχνει καθιερωμένην ήδη, αλλά και σταθεράν συνήθειαν – εορτή χριστιανικήν ισχύουσαν ασφαλώς γενικότερον και γνωστήν κι’ όλας γύρω στο έτος 50 μ.Χ., οπότε περίπου τοποθετείται και η συγγραφή και αποστολή της επιστολής αυτής προς τους Κορινθίους.
Παρακάτω, στην ιδίαν επιστολήν του, ο Παύλος επαναλαμβάνει τους λόγους τού Κυρίου κατά το Μυστικό Δείπνον και συμπεραίνει: «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον τού Κυρίου καταγγέλλετε» (Α’ Κορ. ια’, 26) και η Εκκλησιαστική ευχή προσθέτει στα χείλη τού Ιησού το αυτονόητον: «και την εμήν Ανάστασιν ομολογείτε». Αυτά ακριβώς τα δύο, όπως θα διαπιστώσουμε κατωτέρω, συναποτελούν, κατά την αρχαίαν Εκκλησίαν, το χριστιανικόν Πάσχα. Ισχύουν, δηλαδή, οι ισότητες: Σταυρικός θάνατος = Πάσχα. Σώμα και αίμα Χριστού = ο αληθής πασχάλιος αμνός. Και: Ανάσταση = Πάσχα.
Μερικά χρόνια αργότερα και κατά το διάστημα 65 – 75 μ.Χ. περίπου, έχομεν επιπλέον και τις μαρτυρίες των λεγομένων τριών συνοπτικών Ευαγγελιστών (Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά), οι οποίοι με όσα μας εξιστορούν για τα Ιστορικά γεγονότα της Σταύρωσης και της Ανάστασης τού Κυρίου, μας δίνουν και την εικόνα τού χριστιανικού Πάσχα, την οποίαν είχαν σχηματίσει οι χριστιανικές κοινότητες της εποχής τού 65 – 75 μ.Χ. Το σημείον όμως αυτό το αναλύσαμεν ήδη αρκούντως σε προηγούμενο άρθρο και, επομένως, δεν χρειάζεται να επανέλθουμε σ’ αυτό. Θα υπενθυμίσουμε μόνον ότι ο Ιησούς απέθανεν επί τού Σταύρου την παραμονήν ενός εβραϊκού Πάσχα, ημέραν Παρασκευή, 14 τού σεληνιακού εβραϊκού μήνα Νισάν, αφού την προηγούμενη μέρα, Πέμπτη, 13 τού ίδιου μήνα, ετέλεσε με τους μαθητές του το Μυστικό Δείπνον, ο οποίος, σημειωτέον, δεν μπορεί να ήταν ένας εβραϊκός πασχαλινός Δείπνος. Κατά δε τη διάρκειαν αυτού τού Δείπνου, ίδρυσεν ο Κύριος το «καινό χριστιανικόν Πάσχα» Τη χρονιάν, επίσης, εκείνην η μεγάλη ημέρα της εορτής τού εβραϊκού Πάσχα έπεφτεν ημέραν Σάββατο,15 τού μήνα Νισάν. Τέλος, ο Κύριος αναστήθηκεν εκ νεκρών ξημερώματα της Κυριακής, 16 Νισάν.
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι οι μαθητές τού Κυρίου εντυπωσιάστηκαν από το γεγονός της Ανάστασης και των εμφανίσεων τού αναστημένου Ιησού, τόσον πολύ μάλιστα, ώστε ο σταυρικός Του θάνατος κυριολεκτικώς να ατονήσει και ωχριάσει στη μνήμην τους. Για τους μαθητές ο τόσο λυπηρός θάνατος τού διδασκάλου τους ανήκεν ήδη εις το παρελθόν. Η ανάσταση ήταν το χαρμόσυνον παρόν. Η ανάσταση ήταν η τελική έκβαση τού θανάτου. Αυτή πρόβαλλεν ως η παρούσα και, μάλιστα, η πάντοτε παρούσα κατάσταση: πραγματική, ζωντανή, ζωηρή, η πιο επιθυμητή κατάσταση. Γι’ αυτό και η ανάσταση δεν είχεν ανάγκην ανάμνησης. Μόνον η Σταύρωση χρειαζόταν την ανάμνηση, την ιστορική μνήμην. Επειδή δε η Ανάσταση έγινε ξημερώματα Κυριακής, για τους πρώτους χριστιανούς συνδέθηκεν άρρηκτα με την εβραϊκήν «μίαν των Σαββάτων», την πρώτην ημέραν της εβδομάδας, που λίγο μετά οι χριστιανοί θα την ονομάσουν «Κυριακήν», ημέρα δηλαδή τού Κυρίου, την κατ’ εξοχήν ημέραν τού Κυρίου, δηλαδή ημέραν της Ανάστασης τού Κυρίου. Έτσι, κατά το πρώτον κι’ όλας διάστημα, άρχισαν να ισχύουν οι επόμενες εξισώσεις: Κυριακή = Ανάσταση. Πάσχα = Ανάσταση. Πάσχα = Κυριακή.
Αυτή, δηλαδή, η εξέλιξη στην ιστορίαν τού εορτασμού τού Πάσχα σημειώθηκεν, αφού πρώτα οι χριστιανοί καθιέρωσαν αυτό, που μπορούμε να ονομάσουμεν «εβδομαδιαίον Πάσχα», τον κατά πάσαν Κυριακήν δηλαδή εορτασμόν της Ανάστασης τού Κυρίου σαν τού Πάσχα, πριν μάλιστα ακόμη περάσει το πρώτον έτος της Ανάστασης τού Κυρίου και πριν έλθει ο επόμενος εορτασμός, τού επόμενου δηλαδή έτους τού εβραϊκού Πάσχα. Έτσι το εβδομαδιαίον Πάσχα πρέπει να προηγήθηκεν τού ετήσιου τοιούτου και να το είλκυσε δίδοντάς του τον αναστάσιμο χαρακτήρα.
Δυο διαπιστώσεις βάσει των ανωτέρω έχουν ιδιαίτερην σημασίαν: ότι το «καινό χριστιανικόν Πάσχα», που ίδρυσεν ο Κύριος στις 13 Νισάν και ημέραν Πέμπτην καθιερώθηκεν α) μίαν ημέραν προ τού ιστορικού γεγονότος της Σταύρωσης και τού σταυρικού θανάτου τού Ιησού και
β) δύο ημέρες προ τού εορτασμού τού εβραϊκού Πάσχα. Και το μεν δεύτερον σημαίνει ότι ο Ιησούς δεν συνεόρτασε με το εβραϊκόν Πάσχα τού τελευταίου έτους της επίγειας ζωής του, το δε πρώτον σημαίνει ότι η κατά το Μυστικό Δείπνον παράδοση απ’ τον Κύριον της θείας Ευχαριστίας, η οποία, ως προείπομεν, και αποτελεί την καθιέρωση τού αληθινού, δηλαδή, τού «καινού χριστιανικού Πάσχα», προετελέσθη τού θανάτου. Η τελετουργία προηγήθηκεν τού ιστορικού γεγονότος της Σταύρωσης. Το χριστιανικόν Πάσχα προετελέσθη, προεορτάσθη. Όμως και τα δύο αυτά ήσαν ουσιώδη, σημαντικά και απαραίτητα, διότι το ένα χωρίς το άλλο δεν θα έφερνε το ποθούμενον αποτέλεσμα. Ούτε η τελετουργία, που δεν είναι άλλον παρά η υποκειμενική οικείωση της σωτηρίας, θα είχεν αποτελεσματικότητα χωρίς το ιστορικό γεγονός της Σταύρωσης, ούτε η Σταύρωση, η οποία είναι η αντικειμενική τέλεση της σωτηρίας, χωρίς τελετουργίαν, χωρίς δηλαδή την υποκειμενικήν οικείωση της αντικειμενικώς επί τού Σταύρου εξασφαλισθείσης για την ανθρωπότητα σωτηρίας, θα έφερνε το ποθούμενον αποτέλεσμα. Όσο για την σχέση αυτού τού χριστιανικού Πάσχα με την Ανάσταση τού Κυρίου, διαπιστώνομεν ότι για τους μαθητές τού Ιησού Πάσχα ήταν το συναμφότερον: Σταύρωση και Ανάσταση, σαν αιτία προς αποτέλεσμα. Επομένως, δεδομένου ότι το ουσιαστικόν περιεχομενον τού χριστιανικού Πάσχα διαφέρει από το τού εβραϊκού και εφόσον πρόκειται για «καινή χριστιανικήν εορτήν», αλλά και στο μέτρον που ούτε ο ίδιος ο Χριστός συνεόρτασεν το δικόν του Πάσχα με το εβραϊκόν, ούτε οι Χριστιανοί θα είχαν κάποιο λόγο να θέλουν να συνεορτάζουν με τους Εβραίους το χριστιανικόν Πάσχα.
Μολονότι όμως το χριστιανικόν Πάσχα διαφέρει ουσιωδώς τού εβραϊκού και έχει άλλον και νέον εννοιολογικόν περιεχόμενον, παρουσιάζει αναλογίες και αντιστοιχίες προς αυτό: Έτσι, στη χριστιανικήν Παράδοση εμφανίζονται δύο αντιλήψεις περί τού χριστιανικού Πάσχα, οι οποίες αναλογούν και ανάγονται στις επίσης δύο εκδοχές – φάσεις τού εβραϊκού Πάσχα. Σ’ αυτήν τη θεώρηση των δύο Πάσχα οδηγεί εκτός της θεολογικής τυπολογικής ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης και η Ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα γύρω απ’ την εβραϊκή εορτήν τού Πάσχα:
Κατά την εβραϊκήν, λοιπόν, Παράδοση, το εβραϊκόν Πάσχα στην πρωταρχική φάση του ήταν νομαδική εορτή πιθανότατα σχετιζόμενη με τη διαχείμαση των κοπαδιών. Η δε τελετή τού αρνίσιου αίματος, με το οποίον οι Εβραίοι άλειφαν τις παραστάδες των θυρών τους είχεν σημασίαν αποτρεπτικήν κατά τού Εξολοθρευτού. Στον εβραϊσμό, δηλαδή, αυτός που «περνάει»1 μπροστά από τις πόρτες των εβραϊκών σπιτιών είναι ο Θεός, ο οποίος και φείδεται των οικιών τού λαού του, που έχει βάψει με αίμα τις παραστάδες των θυρών του2. Αυτή ήταν η πρωταρχική, η αρχαιότερη αντίληψη για το εβραϊκόν Πάσχα (= «πέρασμα»), στην οποίαν αργότερα προστίθεται μια δεύτερη: Σύμφωνα με τη δεύτερη, μεταγενέστερη, αντίληψη, το Πάσχα σχετίζεται με την ανάμνηση της Εξόδου από την Αίγυπτον, που θυμίζει στους Εβραίους την απελευθέρωση τού ανθρώπου από την σκλαβιάν3.
Στον ελληνιστικόν, έπειτα, Ιουδαϊσμόν4 καθώς και στον μετά την καταστροφήν τού δεύτερου Ναού τοιούτον, η δεύτερη αυτή ανθρωπολογική αντίληψη περί της εορτής επεβλήθη επί της αρχικής και επεκράτησεν αυτής.
Κατά τη χριστιανικήν, τώρα, Παράδοση, ο Ιησούς, ως είπομεν, απέθανεν κατά τις μέρες τού εορτασμού ενός εβραϊκού Πάσχα. Αυτή η σχεδόν σύμπτωση επέπρωτο να αφήσει βαθιά τα ίχνη της στην χριστιανικήν Παράδοση. Παριστάμεθα, έτσι, μάρτυρες μιας προοδευτικής «πασχαλιοποίησης» των γεγονότων εκείνης της πρώτης Μεγάλης Παρασκευής μέσω μιας τυπολογικής ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι δε χαρακτηριστικόν, ότι ευθύς εξ αρχής οι προαναφερθείσες δύο εβραϊκές αντιλήψεις περί Πάσχα πέρασαν και στη χριστιανικήν Παράδοση5, η οποία μπορούμε να πούμεν ότι διαμόρφωσε δύο διακριτούς τύπους πασχαλιάς θεολογίας6: τον μικρασιατικόν και τον αλεξανδρινόν:
α) Εις τον μικρασιατικόν τύπον θεολογίας, το Πάσχα συσχετίζεται με το ρήμα «πάσχειν» και προσλαμβάνει σημασίαν σχεδόν αποκλειστικά χριστολογικήν. Κατ’ αυτήν, το περιεχόμενο της εορτής, είναι η ανάμνηση τού παρελθόντος και η ζωηρή αναμονή των εσχατολογικών γεγονότων. Αυτό είναι το, όπως θα ονομασθεί τεσσαρασκαιδεκατιτικόν Πάσχα, που αντανακλάται και στην ομιλίαν «περί τού Πάσχα» τού Μελίτωνος Σάρδεων (Ιστοριοποίηση τού Πάσχα). Σημειώνομεν ότι το Πάσχα της ρωμαϊκής Εκκλησίας δεν διαφοροποιείται από τη μικρασιατικήν εορτή με το εννοιολογικό – θεολογικόν περιεχομενον του, αλλ’ αποκλειστικά και μόνο με την ημερομηνίαν εορτασμού του.
β) Στον αλεξανδρινόν τύπο θεολογίας, το χριστιανικόν Πάσχα συσχετίζεται με την ιδέαν τού «περάσματος» – «διάβασης» και προσλαμβάνει μίαν σχεδόν αποκλειστικά ανθρωπολογικήν σημασία: μ’ αυτό περάσαμε από την σκιάν στην πραγματικότητα, μ’ αυτό ζώμεν το παρόν με το να προγευόμαστε, δηλαδή, την εσχατολογικήν και ουράνιαν αλήθειαν. Σ’ αυτήν την αντίληψη είναι σαφέστατη η τάση προς «αποϊστοριοποίηση» της εορτής και αυτών ακόμη των μυστηρίων. Αυτή αποτελεί και την πασχαλιά θεολογίαν τού Κλήμεντος και τού Ωριγένη, η οποία και θα συγχρωτισθεί αργότερον με τη μικρασιατικήν Παράδοση εις τους μεταγενέστερους, δηλαδή, Έλληνες Πατέρες7.
Πάντως, το εννοιολογικόν περιεχόμενον τού «καινού χριστιανικού Πάσχα» δεν είναι όλως διόλου ανεξάρτητο του ζητήματος της ημερομηνίας εορτασμού του. Έτσι, εφόσον διαφέρει μεν εννοιολογικούς και αποτελεί νέα ποιότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος, κατά την επικρατήσασαν Παράδοση, να συνεορτάζεται με το εβραϊκόν. Όπως, όμως, θα δούμεν, οι Χριστιανοί για λόγους Ιστορίας, άρχισαν να ενδιαφέρονται και για την ημερομηνίαν εορτασμού τού εβραϊκού Πάσχα, όχι όμως για να συνεορτάσουν μ’ αυτό, αλλά εν σχέσει προς αυτό να ορίσουν, δηλαδή περί το εβραϊκόν Πάσχα, το χριστιανικόν τοιούτον. Επομένως, τόσον το ζήτημα της επεξεργασίας και ανάπτυξης του εννοιολογικού και θεολογικού περιεχομένου τού χριστιανικού Πάσχα, όσον και το ζήτημα τού προσδιορισμού της ημερομηνίας εορτασμού του, είχαν Ιστορικά μίαν αναφοράν προς το εβραϊκόν Πάσχα. Ενδιέφερε, δηλαδή, τους χριστιανούς ο εβραϊκός προσδιορισμός τού εβραϊκού Πάσχα, προκειμένου κι’ αυτοί να ορίσουν το δικόν τους, εν σχέσει προς το εβραϊκόν και περί αυτό.
Εντεύθεν προκύπτει το ερώτημα: ποιες ημερολογιακές προϋποθέσεις και δυνατότητες υπολογισμού τού Πάσχα τους είχαν οι Εβραίοι; Και δεύτερον: ποια η σχέση τού υπολογισμού τού Πάσχα, που έκαναν οι Εβραίοι, με την αρχικήν εντολήν τού Θεού δια τού Μωυσέως και πως τυχόν τηρήθηκε αυτή επί αιώνες από τους Εβραίους; Τα ζητήματα αυτά έχουν βέβαια την ιστορία τους, την οποίαν και θα παρακολουθήσουμε, όσον γίνεται επιγραμματικότερον και συντόμως: Από όσα γνωρίζομεν μέχρι σήμερον για τους Εβραίους, την Ιστορία και τον Πολιτισμό τους, μπορούμε να συμπεράνουμεν ότι από τους προϊστορικούς κι’ όλας χρόνους, αυτοί είχαν εν χρήσει σεληνιακό ημερολόγιο με έτος διάρκειας 354 ημερών. Έτσι, ο πατριάρχης τους Αβραάμ, όταν εγκατέλειψεν την αρχικήν κοιτίδα των Εβραίων, την Ουρ της Μεσοποταμίας γύρω στο 1800 π.Χ., για να εγκατασταθεί στη γη Χαναάν, κατείχεν και τα μυστικά της χρήσης των σεληνιακών φάσεων προκειμένου να μετράει το χρόνον. Αργότερα όμως και κατά τη διάρκειαν της αιχμαλωσίας τους από τους Αιγυπτίους (18ος – 12ος π.Χ. αιώνες), οι Εβραίοι οπωσδήποτε επηρεάστηκαν από το ακριβές ηλιακόν αιγυπτιακό ημερολόγιο. Έτσι προσπάθησαν να συμβιβάσουν το δικόν τους πρωτογενές σεληνιακόν έτος των 354 ημερών με το αντίστοιχον αιγυπτιακόν ηλιακόν των 365 και 1/4 ημερών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την Ιουδαϊκήν παράδοση8, ο Μωϋσής, γύρω στο 1280 π.Χ., επηρεασμένος βαθιά από τη διδασκαλίαν των αιγυπτίων σοφών και ιερέων, διέταξεν, κατά το τρίτον έτος της παραμονής των Εβραίων στην έρημον Σινά, τη χρήση τού εβραϊκού σεληνιακού ημερολογίου, σε συνδυασμόν όμως με το αντίστοιχον αιγυπτιακόν ηλιακόν9. Στην πραγματικότητα, το νέον αυτό εβραϊκόν ημερολόγιον ήταν μικτόν (σεληνοηλιακόν) και ονομάστηκε Μωσαϊκόν ή Νομικόν ημερολόγιον. Συγκεκριμένα σ’ αυτό η θέση τού μήνα Νισάν είναι τέτοια σε σχέση με το ηλιακόν έτος, ώστε η 14η Νισάν, η ημερομηνία δηλαδή τού Νομικού εβραϊκού Πάσχα να πέφτει τις περισσότερες φορές (όχι πάντα) μετά την εαρινήν Ισημερίαν.
Στη συνέχειαν όμως και συγκεκριμένα μετά την επιστροφήν των Εβραίων από τη βαβυλώνιαν αιχμαλωσίαν, επηρεασμένοι αυτοί από τους Χαλδαίους αστρονόμους, που τους θεωρούσαν και μακρυνούς τους προγόνους, καθώς και από τις συνήθειες των βαβυλωνίων, οι Εβραίοι επανέφεραν σε χρήση το προμωσαϊκόν, αμιγώς σεληνιακόν, ημερολόγιον, βελτιωμένον και τροποποιημένον σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις.
Κατά δε τον β’ αιώνα π.Χ., οι Εβραίοι υιοθέτησαν το σεληνοηλιακόν ημερολόγιον των Σελευκιδών, εις το οποίον το έτος άρχιζεν10 κατά την Ισημερίαν τού φθινοπώρου και περιελάμβανε δώδεκα μήνες των 29 και 30 ημερών εναλλάξ. Κάθε δε τρία χρόνια, στην αρχήν, ως φαίνεται, έμπειρικώς11 και, κατόπιν, από τον β’ αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με μίαν σταθεράν αρχήν να μη λαμβάνεται ύπ’ οψει η εαρινή Ισημερία, προσετίθετο ένας εμβόλιμος μήνας. Έτσι συνέβαινεν κατά τα έτη χωρίς εμβόλιμο μήνα, ώστε η 14η Νισάν να πέφτει προ της εαρινής Ισημερίας, όπως αποδεικνύεται απ’ τις εβραϊκές πασχαλιές ημερομηνίες τού δ’ μ.Χ. αιώνα, που μας διέσωσεν σε κείμενόν της η σύνοδος της Σαρδικής12. Αυτός δε είναι και ο λόγος, που και ο Μ. Κωνσταντίνος μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδον της Νικαίας13, επιτιμά τους Εβραίους ότι γιορτάζουν το Πάσχα τους δύο φορές την ίδια χρονιά, δηλαδή ανάμεσα σε δύο εαρινές Ισημερίες. Ο Ιστορικός Σωκράτης επίσης εξηγεί χρησιμοποιώντας μια διατύπωση, όπως θα δούμε, σαν εκείνην τού Πέτρου Αλεξανδρείας, για την οποίαν θα κάνουμε λόγον κατωτέρω, ότι επλανώντο οι χριστιανοί εκείνοι που την εποχήν της Α’ Συνόδου της Νικαίας ακολουθούσαν το εβραϊκόν ημερολόγιον. Κατά τον Σωκράτη «οι σύγχρονοι Ιουδαίοι δεν λαβαίνουν υπ’ όψη την Ισημερίαν για τον προσδιορισμόν της ημερομηνίας τού Πάσχα, ενώ οι αρχαίοι Εβραίοι το παίρναν υπ’ όψη τους»14. Αυτούς δε ακριβώς τους μεταγενέστερούς τους και συγχρόνους του Ιουδαίους ασφαλώς στοχεύει και ο Ανατόλιος Λαοδικείας εις τον Πασχάλιον Κανόνα του15, όταν γράφει ότι πλανώνται πολύ όσοι τοποθετούν τον πρώτο μήνα τού έτους στο δωδέκατο ζωδιακόν τμήμα και όσοι, έτσι, θεωρούν σαν Πάσχα την 14ην ημέραν. Ο Ανατόλιος προσθέτει ότι οι Εβραίοι παλαιότερον δεν επλανώντο, πράγμα που μαρτυρεί και το «Βιβλίον τού Ενώχ», το οποίον τοποθετούσεν τον πρώτο μήνα περί την Ισημερίαν16. Κατά την εποχήν πάντως τού Ιησού Χριστού, οι Εβραίοι δεν διέθεταν ακόμη κύκλον ετών, ο οποίος να ρυθμίζει τον υπολογισμόν της εαρινής Ισημερίας17 και το εβραϊκόν Πάσχα.
Μόλις στις αρχές τού γ’ μ.Χ. αιώνα, ο Ιούλιος Σέξτος Αφρικανός αποδίδει στους Εβραίους κύκλον οκτώ ετών18.
Και για να ολοκληρώσουμε την εικόνα που εμφανίζει στην συνέχειαν το εβραϊκόν ημερολόγιο, θα πρέπει να σημειώσουμεν ότι γύρω στο 338 μ.Χ., εποχήν της πρώτης ημερολογιακής μεταρρύθμισης των Εβραίων, που έγινεν από τον σπουδαίον Εβραίον αστρονόμον Ταβί Σαμουήλ, συντάχθηκεν ένα επίσης σεληνοηλιακόν ημερολόγιον. Περίπου δε είκοσι χρόνια μετά, γύρω στο 360 μ.Χ., το ημερολόγιον αυτό υπέστη μίαν επεξεργασίαν και μεταρρύθμιση από τους Εβραίους αστρονόμους Ταβί Αντά (Adda) και Ταβί Χιλλέλ Β’ (Hillel II) βάσει των αστρονομικών δεδομένων τού Ίππαρχου και βάσει τού 19ετούς κύκλου τού Μέτωνα. Τελικά, το Συνέδριον19 της Τιβεριάδας (360 μ.Χ.) ενέκρινεν20 και επέβαλεν αυτό το νέον ημερολόγιον, αλλά φαίνεται ότι παράλληλα εξακολούθησε να ισχύει παρά τοις Εβραίοις και το πρωτογενές σεληνιακόν ημερολόγιον τους μέχρι περίπου το 500 μ.Χ.21.
Αυτή, εν πάση δυνατή συντομία, υπήρξεν η ιστορική εξέλιξη τού εβραϊκού ημερολογίου. Όμως, από τα τέλη τού γ’ αιώνα και μέχρι τα μέσα τού δ’ αιώνα, διατυπώθηκεν εκ μέρους των Χριστιανών μία θεωρία σχετική με το εβραϊκόν ημερολόγιον και με τον βάσει αυτού υπολογισμόν, που έκαναν οι Εβραίοι τού Πάσχα τους, καθώς και με το πως πρέπει οι Χριστιανοί να υπολογίζουν το δικόν τους Πάσχα, όχι πια βασιζόμενοι στον υπολογισμόν τού εβραϊκού Πάσχα, που λανθασμένα και πλανεμένα έκαναν οι Εβραίοι, κατά τον ισχυρισμόν της θεωρίας αυτής. Η χριστιανική αυτή θεωρία άρχισε διατυπούμενη από τον επίσκοπον Λαοδικείας και αστρονόμον Ανατόλιον, συνεχίστηκεν από τον άγιον επίσκοπον Αλεξανδρείας Πέτρον και ολοκληρώθηκε διευρυνθείσα από τον εκκλησιαστικόν ιστορικόν και επίσκοπον Καισαρείας Ευσέβιον. Περιττόν να πούμεν ότι πρόκειται για μια θεωρίαν, που κανένα σημείον της δεν στέκει όρθιον ιστορικώς! Και όμως σ’ αυτήν κυρίως πρέπει να στηρίχθηκεν η Α’ Οικουμενική Σύνοδος εν Νικαία, για όσα αυτή αποφάσισεν περί τού ορθού εορτασμού τού χριστιανικού Πάσχα! Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Σύνοδος επλανήθη, ή ότι λανθασμένα και κακώς αποφάσισεν περί τού εορτασμού τού χριστιανικού Πάσχα. Σημαίνει μόνον ότι η ιστορική βάση της θεωρίας αυτής είναι σαθρή οπωσδήποτε. Όχι, λοιπόν, η Οικουμενική Σύνοδος, αλλά η θεωρία στην οποίαν αυτή μάλλον βασίστηκε και η οποία θεωρία έκτοτε και μέχρι σήμερον ισχύει ως η επικρατέστερη εκκλησιαστικώς, είναι διάτρητη: «μπάζει από παντού!». Είναι δε η εξής στην πιο απλή διαπύπωσή της:
Οι Εβραίοι απ’ αρχής της νομοθέτησης τού εβραϊκού Πάσχα από το Θεό δια τού Μωυσέως τηρούσαν απαρέγκλιτα και κατά ένα απόλυτον τρόπον την αρχήν της εαρινής Ισημερίας στον εορτασμόν τού Νομικού Πάσχα τους. Δηλαδή στον υπολογισμόν, που έκαναν για να προσδιορίσουν κατ’ έτος την ημέραν, που θα έπεφτε το εβραϊκόν Πάσχα, λάβαιναν πάντοτε υπ’ όψει τους ότι αυτό θα πρέπει να πέσει οπωσδήποτε μετά την εαρινήν Ισημερίαν. (Συνεχίζει η θεωρία:) Οι Εβραίοι, λοιπόν, ετήρησαν πιστά αυτήν την αρχήν της εαρινής Ισημερίας για τον εορτασμόν τού Πάσχα τους μέχρι το έτος 70 μ.Χ., οπότε επισυνέβη η άλωση της Ιερουσαλήμ.
Από τότε και μετά για διάφορους λόγους αρχίσαν να πλανώνται και δεν εσέβοντο, ούτε τηρούσαν την αρχήν της εαρινής Ισημερίας και γιόρταζαν το Πάσχα ή προ ή μετά την Ισημερίαν. (Συνέχεια της θεωρίας:) Οι Χριστιανοί, απ’ την πλευράν τους, στην αρχή, δηλαδή από το έτος που ιδρύθηκεν το δικόν τους χριστιανικόν Πάσχα, ακολουθούσαν τον υπολογισμόν των Ιουδαίων για τον εορτασμό τού εβραϊκού Πάσχα, προκειμένου οι Χριστιανοί να τοποθετήσουν το δικόν τους Πάσχα εν σχέσει προς το εβραϊκόν. Αυτό διάρκεσε μέχρι το 70 μ.Χ. Έκτοτε οι Χριστιανοί έπαυσαν να ακολουθούν τον επίσης έκτοτε πλανεμένον ιουδαϊκόν τρόπον υπολογισμού τού Πάσχα και προσπαθούσαν πια να επανέλθουν στον προ τού 70 μ.Χ. εβραϊκόν υπολογισμόν τού Πάσχα, που ήταν, κατά τους Χριστιανούς, και ο μόνος ορθός.
Η κριτική της θεωρίας αυτής: Για να επαληθευθεί όμως η θεωρία αυτή, θα πρέπει να γίνει δεκτόν ότι ο Θεός δια τού Μωυσέως ενομοθέτησεν την εαρινήν Ισημερίαν και όρισε να εορτάζεται το Πάσχα μόνο μετά απ’ αυτήν. Αλλά πως μπορεί να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιον από την Πεντάτευχον; Θα πρέπει επίσης να μαρτυρείται αυτό και από την προ τού 70 μ.Χ. εβραϊκήν Παράδοση. Επίσης, κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται ούτε από τη χριστιανικήν Παράδοση πριν από τα τέλη τού γ’ αιώνα.
Στην Πεντάτευχο γίνεται, βέβαια, λόγος μόνο για την τήρηση της 14ης Νισάν, πράγμα που είναι ασφαλέστατα άλλο, διαφορετικόν από την τήρηση της εαρινής Ισημερίας, διότι ο συγχρονισμός ήλιακού ημερολογίου (Ισημερία) με σεληνιακόν ημερολόγιον (14η μήνα Νισάν), δεν φέρει την 14 Νισάν πάντοτε μετά την εαρινήν Ισημερίαν, αλλά και πριν και μετά, διότι η 14η Νισάν πίπτει περί την Ισημερίαν και όχι πάντοτε μετά. Ο ανώνυμος συγγραφέας τού Προλόγου τού Πασχάλιου Χρονικού (7ος αιώνας : περί το 630 μ.Χ), μας πληροφορεί ότι «ο λαός τού Ισραήλ γιόρταζεν το Πάσχα του αλάνθαστα και ορισμένως την 14ην ημέραν τού πρώτου σεληνιακού μήνα, όχι μόνο μέχρι την Σταύρωση του Κυρίου, αλλ’ επίσης μέχρι την άλωση της Ιερουσαλήμ επί ρωμαίου αυτοκράτορα Βεσπασιανού. Περί τούτου οι θεοφόροι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας δίνουν τις μαρτυρίες τους, οι όποιες είναι πολλές και απ’ τις οποίες θα αναφέρουμε μόνο μερικές…»22.
Στην συνέχειαν τού ανωνύμου συγγραφέα μπορούμε να αναγνώσουμε όσα αυτός γράφει για τη μαρτυρίαν ενός μόνον από τους θεοφόρους διδασκάλους της Εκκλησίας, δηλαδή για τον άγιον Πέτρον, επίσκοπον Αλεξανδρείας από το 300 μέχρι το 311, έτος κατά το οποίον αυτός εμαρτύρησε γενόμενος θύμα κατά το διωγμόν τού Μαξιμίνου. Πρόκειται, λοιπόν, για επιστολήν τού Πέτρου προς κάποιον Τρικέντιον, εκπροσωπούντα τις απόψεις μάλλον της Εκκλησίας Αντιοχείας. Αυτήν την ιδίαν επιστολήν θα χρησιμοποιήσει αργότερον και ο Μέγας Αθανάσιος Αλεξανδρείας προς τον άγιον Επιφάνιον Σαλαμίνας Κύπρου και την οποίαν μας διασώζει ο Πρόλογος τού Πασχάλιου Χρονικού, ως είπομεν.
Σ‘ αυτήν, λοιπόν, την επιστολήν του ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας δοξάζει το Θεό για όλες τις δωρεές του και ειδικότερα, διότι οδηγεί την Εκκλησίαν εις πάσαν την αλήθειαν. Ο Θεός, λέγει, μας αποκάλυψεν ότι δια τού Νόμου του καθιέρωσεν, ώστε ο μήνας των «απαρχών», δηλαδή των πρώτων καρπών και γεννημάτων να είναι και «η αρχή των μηνών» και «ο πρώτος μήνας τού έτους και ότι απεδείχθη τόσον από τους αρχαίους συγγραφείς όσοι έγραψαν προ της άλωσης της Ιερουσαλήμ, όσον και από τους νέους, μετεγενέστερους της άλωσης, ότι αυτός ο μήνας έχει ένα απόλυτον και όλως διόλου προφανή προσδιορισμόν, επειδή οι «απαρχές» σε μερικά μέρη άλλοτε γίνονται νωρίτερα κι’ άλλοτε αργότερα, όπως, δηλαδή, ακριβώς συνέβη ευθύς εξ αρχής, κατά τη Νομοθέτηση αυτού τού μήνα, καθώς είναι γραμμένο στο Εξ. θ’, 32. Και συνεχίζει ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας:
«Γι’ αυτό είναι καλόν που καθιερώθηκεν από τον Νόμον (τού Μωυσή) να εορτάζεται το (εβραϊκόν) Πάσχα μετά την εαρινήν Ισημερίαν και μέσα στην εβδομάδα που πέφτει η 14η ημέρα τού πρώτου μήνα. Στην Αγία Γραφή23 λέγεται «ότι το μήνα αυτόν ο ήλιος δίνει περισσότερον και ζωηρότερο φως, η ημέρα μεγαλώνει και παρατείνεται, ενώ η νύχτα μικραίνει και ελαττώνεται. Είναι η εποχή τού έαρος, προδρομική και της σταφυλής, είναι η εποχή κατά την οποίαν εστάλησαν οι κατάσκοποι στη γη της Επαγγελίας, για να κάνουν «αναγνώριση» της χώρας αυτής και επέστρεψαν φέρνοντας μεγάλα τσαμπιά σταφύλια, ρόδια, και σύκα24. Είναι η εποχή κατά την οποίαν, όπως λέγεται, ο Δημιουργός τού παντός, ο αιώνιος Θεός μας, δημιούργησεν τα πάντα με το να τα ονομάζει και μόνον»25.
Και συμπληρώνει τη θεωρίαν αυτήν ό Πέτρος Αλεξανδρείας δια των εξής:
«Ο Θεός μας αποκάλυψεν το μήνα, τον οποίον καθιέρωσε με το Νόμον σαν πρώτο μήνα στους Εβραίους και που ξέρουμε ότι οι Εβραίοι τον τήρησαν μέχρι την άλωση της Ιερουσαλήμ, μετά την οποίαν αυτοί πλανήθηκαν σε σχέση με την τήρηση αυτού τού μήνα. Αυτόν το μήνα τον δεχθήκαμεν εμείς οι Χριστιανοί και τον τηρούμεν σύμφωνα με το δοθέντα νομικόν κανόνα και κατά ένα τρόπον απόλυτον. Οι Εβραίοι δεν ανεγνώρισαν τον Κύριον και αναμφίβολα παρεγνώρισαν επίσης και εξίσου τη νομοθεσίαν περί τού Πάσχα, σε σημείον που να χάσουν όχι μόνον την επηγγελμένην σ’ αυτούς χώραν, αλλ’ επίσης και την αρχήν των μηνών, δηλαδή τον πρώτο μήνα τού έτους», που είναι ο Νισάν. Ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας λέγει ότι αυτές του τις γνώμες τις στηρίζει στην Αποκάλυψη τού Θεού και στις αποδείξεις, που παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, δηλαδή οι προ της αλώσεως, οι οποίοι και έθεσαν την εαρινήν Ισημερίαν ως βάση τού υπολογισμού τού Πάσχα. Μεταξύ δε αυτών των συγγραφέων η Παράδοση θεώρησεν ως ιδιαίτερα διακεκριμένους τους Εβδομήκοντα μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης26.
Αλλά ο Τρικέντιος, στον οποίον στέλνει την επιστολήν ο Πέτρος Αλεξανδρείας, ισχυρίζετο ότι οι Εβραίοι απ’ αρχής, δηλαδή από της εποχής τού Μωυσή δεν εόρταζαν το Πάσχα τους πάντοτε μετά την εαρινήν Ισημερίαν, αλλ’ άλλοτε πριν και άλλοτε μετά, δηλαδή ότι οι Εβραίοι απ’ αρχής επλανώντο. Ο άγιος Πέτρος σ’ αυτά τα λόγια αντιπαρατηρεί τα εξής: «Είναι όντως φανερόν ότι οι αρχαίοι (Εβραίοι) γιόρταζαν το Πάσχα τους πάντοτε μετά την εαρινήν Ισημερίαν. Για να το μάθεις, αρκεί να διαβάσεις αρχαία συγγράμματα, ιδιαίτερα όσα έγραψαν οι σοφοί Εβραίοι». Ποιους όμως εννοεί ο Πέτρος Αλεξανδρείας μ’ αυτήν την έκφραση;
Γνωρίζομεν ότι αυτούς τους «σοφούς Εβραίους» τους απαριθμεί ως εκπροσώπους μάλιστα της αλεξανδρινής ιουδαϊκής Παράδοσης και ο σχεδόν σύγχρονός του27 Ανατόλιος Λαοδικείας στον Πασχάλιον Κανόνα του: Είναι δε αυτοί, κατά τον Ανατόλιον, ο Φίλων, ο Ιώσηπος, ο Μουσαίος «και άλλοι αρχαιότεροι ακόμη, οι δύο Αγαθόβουλοι, επιλεγόμενοι διδάσκαλοι τού Αριστοβούλου τού Μεγάλου, ο οποίος ανήκει στους Εβδομήκοντα μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τον Ανατόλιον, λοιπόν, «αυτοί οι συγγραφείς, όταν επιλύουν ζητήματα σχετικά με την Έξοδον, λέγουν ότι όλοι οφείλουν να προσφέρουν εξ ίσου τις πασχαλινές θυσίες μετά την εαρινήν Ισημερίαν.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι στην πραγματικότητα στο βιβλίον της Εξόδου δεν ορίζεται η ανάγκη τήρησης της ακριβείας της εαρινής Ισημερίας. Το μόνον που ορίζεται εκεί είναι η 14η ημέρα τού πρώτου μήνα28 κι’ αυτό βέβαια δεν είναι το ίδιον πράγμα. Επομένως οι Εβραίοι αυτοί ερμηνευτές της Πεντατεύχου είναι και οι πρώτοι που συνδύασαν και συνταίριαζαν την Ισημερίαν με τη μωσαϊκήν εντολήν. Αλλά και ο Σωκράτης ο Σχολαστικός (ε’ αιώνας), στην Εκκλ. Ιστορίαν του επίσης αποδίδει στους Εβραίους ερμηνευτές τού μωσαϊκού Νόμου την προέλευση και καταγωγήν αυτής της τήρησης της Ισημερίας, και ιδιαίτερα μνημονεύει τον Ιουδαίον Ιώσηπον29.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμεν συντόμως σε δύο γνώμες, που δίνουν απάντηση στην ανωτέρω θεωρίαν:
Είναι η γνώμη αφ’ ενός μεν τού Eduard Schwartz30 και αφ’ ετέρου των: J. Beaucamp, R. Bondoux, J. Lefort, Μ. Fr. Roman και I. Sorlin31.
Και ο μεν πρώτος, στην ανωτέρω αναφερθείσαν θεωρίαν τού Ανατολίου Λαοδικείας, Πέτρου Αλεξανδρείας, Ευσεβίου Καισαρείας απαντά ότι πρώτος εισηγητής και επινοητής της ήταν ο Ανατόλιος παρεξηγήσας τους Εβραίους συγγραφείς Φίλωνα και Ιώσηπον και καθιερώσας την αρχήν ότι η πανσέληνος τού Πάσχα και. επομένως, η Κυριακή τού Πάσχα πρέπει πάντοτε να πίπτει μετά την εαρινήν Ισημερίαν. Η αντίληψη αυτή τού Ανατόλιου δια της επικράτησης τού αλεξανδρινού πασχάλιου κύκλου επιβλήθηκε γενικά. Ο Ανατόλιος επίσης εσφαλμένως ισχυρίσθη ότι οι Ιουδαίοι μέχρι την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) γιόρταζαν το Πάσχα τους πάντοτε μετά την εαρινήν Ισημερίαν.
Οι πέντε υπόλοιποι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι που συνδύασαν και συνταίριαζαν την τήρηση της εαρινής Ισημερίας με την μωσαϊκή εντολήν ήσαν οι Εβραίοι ερμηνευτές της Πεντατεύχου. Αλλά και ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός (α’ ήμισυ δ’ αιώνος – α’ ήμισι ε’ αιώνος), στην Εκκλησιαστική Ιστορία του επίσης αποδίδει την προέλευση και καταγωγήν αυτής της τήρησης της Ισημερίας στους Εβραίους ερμηνευτές τού μωσαϊκού Νόμου και ιδιαίτερα στον Ιουδαίο Ιώσηπον32.
Αυτά μόνον τα λίγα για την περίφημη χριστιανική θεωρίαν περί Ισημερίας και Πάσχα, καθώς και για την κριτικήν της. Τελικά, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος επισημοποίησεν, κατ’ ουσίαν, αυτές τις απόψεις. Αλλά τη θέσπιση κανόνος περί εορτασμού τού Πάσχα, υπ’ αυτής της Συνόδου, θα δούμε με ειδικόν άρθρον μας.
1. Εδώ το Πάσχα = πέρασμα, διάβαση.
2. Έξοδος, ιβ’,27.
3. Έξοδος. ιγ. 8.14. Δευτερονόμιον. ιστ’. 1.
4. π.Χ. Φίλων (Leg. spec. II, 147).
5. Α’ Κορ. ε’, 7 -8.
6. W. Rordorf, “Paques”, εν Dictionnaire encyclopedique du Christianisme ancien, l. II, σελ. 1903 – 1904.
7. Στην αρχαία θεολογίαν των λατίνων πατέρων, η οποία, σημειωτέον, στην αρχήν εβασίζετο στη μικρασιατική Παράδοση, η αλεξανδρινή θεολογική Παράδοση εισάγεται για πρώτη φοράν από τον Άγιον Αμβρόσιο Μεδιολάνων (De sacr. I, 4,12. De Cain et Abel. 1,8,31. Epist. 1,10) και τον άγιον Ιερώνυμο (Comm. in Evang. Matthei ΕΝ, 26, 2). Στον άγιον Αυγουστίνον όμως οφείλεται η νέα χρονολογική σύνθεση των δύο ανωτέρω Παραδόσεων, βάσει τού Ιω. ιγ’, 1 (Tract, in Evang. Joh., 55, 1). Κατά τον Ιερόν Αυγουστίνον, «δια των παθών του ο Κύριος “πέρασεν από τον θάνατον στη ζωήν και άνοιξε για μας τους πιστούς, την υδόν προς την Ανάσταση, προκειμένου να περάσουμε και εμείς επίσης από το θάνατον στη ζωήν“» (Enarr. in Psalm., 120, 6 και De civit. Dei, XVI, 43). Αυτή του δε η σύνθεση θα τού επιτρέψει, όπως και στους μεταγενέστερους να συνδυάσουν τις ιστορικές, μυστηριακές, μυστικές και εσχατολογικές πλευρές της εορτής τού Πάσχα.
8. Η εβραϊκή Παράδοση, δηλαδή ο αρχικώς προφορικός νόμος των Εβραίων, που προέκυψεν από την ερμηνεία της Πεντατεύχου (Τορά) κωδικοποιήθηκεν αργότερα σε βιβλίον, το Ταλμούδ, το οποίον αποτελείται από τη Μίσνα και τη Γεμάρα. Σημειωτέον ότι υπάρχουν δύο τέτοια Ταλμούδ: το Ιεροσολυμιτικό ή παλαιστινιακό, έργον των σοφών εβραίων της Παλαιστίνης (ολοκληρώθηκεν τον 5ον μ.Χ. αιώνα) και, δεύτερον, το βαβυλωνιακόν, που είναι εκτενέστερον και σπουδαιότερον τού πρώτου, έργον των ραβίνων Ασή, Ραμπιρά και άλλων σοφών Εβραίων (ολοκληρώθηκεν τον 6ον αιώνα), οι οποίοι και εβασίσθηκαν για την σύνταξή του στις εβραϊκές σχολές της Βαβυλώνας, από την οποίαν και αυτό πήρε το όνομά του.
9. Σύμφωνα με το μικτόν μωσαϊκό ημερολόγιο το έτος ήταν ηλιακό, δηλαδή με 365 και 1/4 ημέρες, ενώ οι μήνες ήσαν σεληνιακοί και άρχιζαν από τη νουμηνίαν (νέαν σελήνην), με το πρώτο φως τού σεληνιακού μηνίσκου.
10. Οι επιστήμονες δεν συμφωνούν πότε άρχιζεν το έτος των αρχαίων Εβραίων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι άρχιζεν την άνοιξη και άλλοι το φθινόπωρον. Μάλλον υπήρχεν ποικιλία στο σημείον αυτό της αρχής τού εβραϊκού έτους. Τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και τις σχετικές ιστορικές μαρτυρίες ευρίσκει ο ενδιαφερόμενος στον F.K. Ginzel, Handbuch der mathematischen und technischen Chronologie, Bd. II. 68 – 69, Leipzig, 1911.
11. Ανάλογα, δηλαδή, με την κατάσταση ωρίμανσης των καλλιεργιών των αγροτών.
12. Grumel, La Chronologie, σελ. 41.
13. Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου III, 18.
14. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, Ε, 22, Migne, P.G. 67.629.
15. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, λβ’, 15.
16. Ενώχ, 72, 6 – 7. Σαφής προσδιορισμός τού εβραϊκού υπολογισμού τού Πάσχα δίδεται στην Ομιλίαν τού Ψευδο-Χρυσοστόμου τού έτους 387 (Flori et Nautin, Homelies III, σελ. 124 – 125).
17. V. Grumel, La Chronologie, σελ. 178, Paris 1958.
18. Migne, Patr. Graeca, 10,84, A.B.
19. Συνέδριον (Σανχεδρίν): μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και την καταστροφήν τού Ναού απ’ τον ρωμαίον στρατηγόν Τίτον (70 μ.Χ.) ανασυστάθηκεν το Εβραϊκόν Νομικόν Συμβούλων, το λεγόμενον Μπέθ – Ντίνχα – Γκαντέλ, γνωστόν και ως Σανχεδρίν (από την ελληνική λέξη Συνέδριον), υπό την προεδρίαν τού Γιοχανάν Μπέν Ζακάι (30 -110μ.Χ.).
20. Το Ταλμούδ αναφέρει ότι η πρόταση για την σύνταξη αυτού τού ημερολογίου έγινεν από 3 μέλη τού Συνεδρίου, συζητήθηκεν από 5 και αποφασίστηκεν από 7.
21. Σ. Θεοδοσίου – Μ. Δανέζη, Η Οδύσσεια των τιμολογίων, τόμ. Α’, σελ. 114 -124.
22. Στο σημείον όμως αυτό το χειρόγραφον παρουσιάζει κενόν.
23. Εξ.ιβ’.2.
24. Αριθμ. ιγ’, 21.
25. Γεν. α’, 11.
26. Ιδέ Πασχάλιαν Ομιλίαν Ψευδο-Χρυσοστόμου τού 387 (Flori et Nautin, Homelies III, § 3.1., 20 -21 σελ. 121). Σ’ αυτήν οι Εβδομήκοντα χαρακτηρίζονται «αρχαίοι Ιουδαίοι». Ποιους όμως ονομάζει μετεγενέστερους, ο Πέτρος Αλεξανδρείας; Ασφαλώς τον Ιώσηπον και τον Φίλωνα (αυτόθι § 15, 1. 10 -11). Αλλ’ αυτή η λέξη θα μπορούσεν εξ ίσου να σημαίνει και τους μετά την άλωση Χριστιανούς.
27. Ο Ανατόλιος έδρασεν από το 270 / 280 μ.Χ. και μετά.
28. Εξ. ιβ’, 2 και ιβ’, 6.
29. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, V, 22, Migne, Patr. Graeca 67,629 και Ιωσήπου, Αρχαιολογία, III, 10.
30. Eduard Schwartz, Christliche und Judische Ostertafeln, 1905. Osterbetrachtungen, εν Zeitschrift fiii Neutestamentliche Wissenschaft, 1906.
31. Temps et Histoire I: Le prologue de la Chronique Pascale, εν Travaux et Memoires, 7 (1979).
32. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, V, 22, Migne Patr. Graeca 67,629. Ιωσήπου, Αρχαιολογία, III, 10
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993). Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας |