Από το νέο βιβλίο για τον άγιο γέροντα Αυγουστίνο
π. Αυγουστίνος Μύρου
«ένας άγγελος, που φτερούγισε στους ουρανούς»
Η προσήλωσή του στη θεία Λατρεία
Η θεολογική του κατάρτιση
Η μελέτη των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας τον οδήγησε σε θεολογική κατάρτιση σε βάθος. Ιδιαίτερα μελέτησε το έργο του ιερού Χρυσοστόμου, επί του οποίου και οι σπουδές του, μεταπτυχιακή και διδακτορική, και του αγίου Παϊσίου. Τα κηρύγματά του διακρίνονταν για το πράο του ύφους του και την ορθόδοξη θεμελίωση στην πατερική θεολογία. Πολύ συνήθης ήταν η αναφορά του στη φιλοσοφία του κόσμου, η επιρροή της οποίας είναι μεγάλη στη νεοελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Προσφιλής του αναφορά ήταν επίσης «το τέλος του δρόμου» από τη φράση του Χριστού περί ευρείας και στενής οδού (Ματθ. Ζ’ 13-14).
Ο πατήρ Αυγουστίνος έγραψε για τον γέροντά του π. Γεώργιο: «Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι, ενώ ο μακαριστός Γέροντας παρέμεινε αμετακίνητος από τις θέσεις του, που τις υπαγόρευε η αλήθεια του Θεού, είχε το χάρισμα να συνδέη πάντοτε την έμμονή στην αλήθεια με την ανυπόκριτη αγάπη. Και την αγάπη τη στήριζε πάντοτε στην αλήθεια»68. Αυτά ακριβώς ήταν και τα χαρακτηριστικά του π. Αυγουστίνου. Είχε μιμηθεί σε μεγάλο βαθμό τον γέροντά του: Ανυποχώρητη και συνάμα ήρεμη εμμονή στην Αλήθεια της Εκκλησίας.
Παραθέτουμε απόσπασμα από ομιλία του: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296 – 1359) αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του εναντίον της αιρέσεως του Παπισμού. Δεν είναι καθόλου αμελητέο το γεγονός ότι οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, μετά την 7η, η 8η (879 μ.Χ.) και η 9η (1341-1343 μ.Χ.), ασχολούνται με την καταδίκη των παπικών κακοδοξιών.
Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη και παντελώς απρόσιτη και απερίγραπτη. Οι θείες ενέργειες, όπως η αγιότητα, η αγαθότητα, η αθανασία, η δύναμη, η χάρη, διακρίνονται από την θεία ουσία, αλλά είναι άκτιστες, όπως και η θεία ουσία. Οι άκτιστες θείες ενέργειες συνδέονται πάντοτε με την ουσία του Θεού, χωρίς να ταυτίζονται με αυτή. Με βάση την προϋπόθεση αυτή τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας έχουν πραγματικό νόημα και σωστική δύναμη σε αντίθεση με τα “Μυστήρια” των αιρετικών, οι οποίοι δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό.
Ο τρόπος σκέψεως των αιρετικών είναι καθαρά ανθρωποκεντρικός. Ξεκινούν από την πίστη ότι ο άνθρωπος με τη λογική του μπορεί να προσεγγίσει όλα τα θεολογικά ζητήματα.
Τι είδους Βάπτισμα ή Χειροτονία ή Εξομολόγηση ή Γάμος ή Θεία Ευχαριστία μπορεί να τελεσθεί με την κτιστή Χάρη, την οποία πιστεύουν και επικαλούνται οι παπικοί; Αυτή η αιρετική θεολογία υπερτόνισε τα έργα έναντι της πίστεως και της θείας χάριτος, με αποτέλεσμα να προβάλλεται υπέρμετρα στη Δύση η μονομερής υπερβολική δραστηριότητα σε κοινωνικούς αγώνες, κοινωνικές εκδηλώσεις και «ιεραποστολή», με παραθεώρηση των πνευματικών αγώνων της προσευχής, της νηστείας, της νίψεως, της ταπεινώσεως, της μετάνοιας. Αυτή η αιρετική ανθρωποκεντρική θεολογία οδήγησε στην Ιερή Εξέταση, με πάμπολλα ανθρώπινα θύματα. Αυτή δικαίωσε την δυτικοευρωπαϊκή αποικιοκρατία στα πέρατα του κόσμου με το πρόσχημα της ιεραποστολής. Αυτή μετέτρεψε την παλαιά Εκκλησία της Ρώμης σε Βατικάνειο κοσμικό κράτος με πρέσβεις ανά τον κόσμο, με διπλωματία, με τράπεζες, με πολιτικές και άλλες επεμβάσεις.
Μισούμε την αίρεση ως απαίσια και θανατηφόρα ασθένεια, αλλά αγαπούμε τους αιρετικούς ως ασθενείς αδελφούς, που λαχταρούμε να τους δούμε θεραπευμένους».
Ο π. Αυγουστίνος ελάμβανε κατά καιρούς θεολογικά κείμενα επί επικαίρων θεολογικών θεμάτων από την Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου, τα οποία συνέτασσε ο ιατρός και θεολόγος με βαθειά θεολογική κατάρτιση ιερομόναχος π. Λουκάς. Ο συντάκτης ζητούσε και τη δική του γνώμη, πριν το κείμενο λάβει την τελική του μορφή. Ο μακαριστός συμμετείχε σε συνάξεις ορθοδόξων βιβλικών θεολόγων (Μεσημβρία Βουλγαρίας 1995, Ιερισσός 1997, Βόλος 2000, Λευκάδα 2003). Στην Ιερισσό παρουσίασε εισήγηση με θέμα «Οι κοπιώντες… και προϊστάμενοι… και νουθετούντες» (Α’ Θες. 5,12) της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης». Σε ημερίδα της Πανελλήνιας Ενώσεως θεολόγων (Αθήνα 2005) παρουσίασε την εισήγηση «Σε ποια «Εκκλησία» προσκαλεί η «κοινή ιεραποστολή» του «ΠΣΕ» και ποιόν «Χριστόν» κηρύσσει;». Είναι χαρακτηριστική η θέση της λέξης Εκκλησία εντός εισαγωγικών. Συμμετείχε ακόμη σε συνέδρια και ημερίδες της Ενώσεως θεολόγων Βορείου Ελλάδος και σε συνέδρια των ιερών Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης (1995), Πειραιώς (2010) και Σισανίου και Σιατίστης (2019).
Σε άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Ιεραποστολή στον εαυτό μας»69 κάνει πολύ σημαντική επισήμανση:
«Ο Ιεραποστολικός ζήλος έχει δύο στόχους· τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους. Εμείς βέβαια συνηθίσαμε να συνδέουμε πάντα την ιεραποστολή με τους άλλους και ούτε που σκεπτόμαστε πως υπάρχει και ένα άλλο πεδίο για τη δρα- σι της, ο απέραντος σε βάθος και σε πλάτος εαυτός μας. Όσο όμως και αν είνε παραμελημένος ο πρώτος αυτός ιεραποστολικός στόχος, είνε πολύ σημαντικός και βασικός. Η επίτευξί του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεσι, θεμέλιο μπορούμε να πούμε για την επιτυχία του δεύτερου στόχου. Ανάμεσα στους δύο αυτούς στόχους του ιεραποστολικού ζήλου υπάρχει μία σχέσι παρόμοια με τη σχέσι πίστεως και ομολογίας. Όπως η πίστι χωρίς ομολογία φανερώνει δειλία και η ομολογία χωρίς πίστι υποκρισία, ενώ η πίστι μαζί με ομολογία φανερώνει ολοκλήρωσι και τελειότητα, έτσι και ο ιεραποστολικός ζήλος μόνο για τους άλλους είνε δείγμα επιπολαιότητας και αφροσύνης, ενώ το άριστα είνε ο καλός συνδυασμός των δύο, η κοινή ιεραποστολική προσπάθεια που ξεκινάει από τον εαυτό μας και επεκτείνεται στους αδελφούς μας».
Για τον π. Αυγουστίνο ως θεολόγο έγραψε ειδικό άρθρο για τις ανάγκες του βιβλίου ο π. Λουκάς, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο.
Ο π. Αυγουστίνος Μύρου ως θεολόγος
Τον π. Αυγουστίνο τον πρωτογνωρίσαμε ώριμο άνδρα, στην ηλικία των 44 ετών, στολισμένο παιδιόθεν με τις ευαγγελικές αρετές, έμπειρο από νεαράς ηλικίας στην κατηχητική διακονία και ήδη κάτοχο λιπαράς θεολογικής παιδείας, κυρίως όμως προσανατολισμένο με βαθειά επίγνωση στην πατερική θεολογία. Ήταν τότε που έμεινε μαζί μας, στην Μονή Γρηγορίου, επί ένα εξάμηνο, το 1996, για να ετοιμασθή για την μοναχική του κουρά και για την ιερωσύνη. Είχε ήδη ωριμάσει μέσα του η πεποίθηση ότι η οδός, στην οποία έπρεπε να οδηγήση τον λαό του Θεού, είναι η οδός της θεογνωσίας και της θεώσεως. Ήταν πλέον φανερό ότι η ψυχή του αναπαυόταν στα καθαρά νάματα της Ορθοδόξου αγιοπατερικής θεολογίας και ποιμαντικής.
Ο π. Αυγουστίνος ήταν από εκείνη την “γενιά” των ανθρώπων, που είναι για ν’ αγιάσουν. Τα πλούσια φυσικά του χαρίσματα τα αξιοποίησε όχι εγωκεντρικά αλλά Χριστοκεντρικά. Τα είχε στολίσει με την Χάρι του Θεού. Η προαίρεσή του ήταν προσανατολισμένη στον Χριστό. Τα ενδιαφέροντά του η Εκκλησία και ο λαός του Θεού. Η σκέψη του ήταν διαυγής, τα αισθήματά του αγαθά προς πάντας. Η ευλάβειά του υποδειγματική, ο σεβασμός του προς τους θεσμούς και τα πρόσωπα της Εκκλησίας απαράμιλλος. Η αίσθηση για τους κινδύνους που απειλούν την ακεραιότητα της πίστεως και της πνευματικής ζωής ήταν λεπτή και ακριβής. Προσήγγιζε τα ζητήματα με φρόνηση και διάκριση. Διαχώριζε «την ήρα από το σιτάρι» με θεολογική επιτηδειότητα. Αγωνιζόταν με ενθουσιασμό και ταπεινοφροσύνη.
Τον προφορικό κηρυγματικό του λόγο τον έχουν αξιολογήσει, όσοι είχαν την ευλογία να τον ακούσουν, και τον έχουν καταχωρίσει στην καρδιά τους ως «δρόσον Αερμών επί τα όρη Σιών», ως προφητική φωνή που εξαγγέλλει τα σωτήρια παραγγέλματα του Κυρίου Παντοκράτορας. Τον χαριτωμένο προφορικό του λόγο στις προσωπικές συνομιλίες τον απολαύσαμε και εμείς πολλές φορές. Ήταν ο μειλίχιος, ο διακριτικός, ο ευθύς, ο γνήσιος λόγος του ανθρώπου που αγαπά, που συγχωρεί, που προσεύχεται, που δεν ζη για τον κόσμο τούτον αλλά για την δόξα του Θεού. Ο γραπτός τέλος λόγος του, κατατεθειμένος στις δέλτους της ιστορίας, αποπνέει την ευωδία του Πνεύματος. Έχει υπερβή τον συναισθηματισμό και τον κοινωνισμό, έχει γίνει θεολογία, έκφραση λειτουργικής εμπειρίας, καρπός προσευχομένης καρδίας, βαθειάς μετάνοιας, προσωπικού αγιασμού70.
Με εκκλησιαστικό βίωμα στην καρδιά και με ομολογιακό λόγο στο στόμα και στην γραφίδα ο π. Αυγουστίνος έδωσε ηχηρές απαντήσεις στον ανθρωποκεντρικό ουμανισμό που ποικιλοτρόπως απλώνεται στην κοινωνία και επιβάλλεται από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς και παράγοντες. Σκοπός του λόγου του ήταν να αποτρέψη την επικράτηση του μαχητικού και του ύπουλου αντιχριστιανικού πνεύματος και να προβάλη την σταυροαναστάσιμη ζωή, η οποία εγγυάται στον χριστιανό την συνανάστασή του με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριο71.
Μερικές φορές ο λόγος του γίνεται πολύ διεισδυτικός και αποκαλύπτει μυστικές πτυχές του Ορθοδόξου βιώματος, το οποίο από αιώνων στην πράξη και στο κήρυγμα της Εκκλησίας έχει γίνει δόγμα, εκκλησιολογία72. Το γεγονός αυτό δίνει στον λόγο του π. Αυγουστίνου το κύρος της αυθεντικής εκκλησιαστικής διδαχής.
Στην ιερατική του συνείδηση ο π. Αυγουστίνος τοποθετεί την Θεία Λατρεία σε πρωτεύουσα θέση. Διευκρινίζει πως δεν είναι μία από τις άπειρες στον κόσμο μορφές θρησκευτικής Λατρείας, αλλά η μοναδική προσευχητική, Λατρευτική και ευχαριστιακή λειτουργία της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό ακριβώς και τους ιερούς Κανόνες, που συνιστούν την αυθεντική έκφραση της εμπειρίας της Εκκλησίας και την καθαρή Ορθόδοξη ποιμαντική θεολογία της, δεν τους θεωρεί τυπικές διατάξεις για συγκεκριμένες χρονικές στιγμές ή περιόδους, αλλά διαχρονική μαρτυρία της Καθολικής Εκκλησίας για το πως οι χριστιανοί όλων των γενεών θα βαδίζουμε και θα οδηγούμαστε με ασφάλεια προς την κατά Χάριν θέωση73.
Οι αναφορές του σε κοινωνικά και ανθρωπολογικά θέματα και σε θέματα παιδείας διαπνέονται από την Ορθόδοξη θεολογία και από την εκκλησιαστική εμπειρία. Δεν προσεγγίζει τα θέματα από μία στεγνή κοινωνιολογική οπτική γωνία, αλλά φανερώνει την θεολογική διάσταση των θεμάτων και προτείνει λύσεις που θα κάνουν την κοινωνία πιο ώριμη πνευματικά, περισσότερο χαριτωμένη από τον Θεό74. Στην παιδεία δίνει θεανθρώπινο χαρακτήρα, γι’ αυτό και προβάλλει την Ορθόδοξη άσκηση, που οδηγεί στην κάθαρση και τον θείο φωτισμό, στην αγιότητα75.
Στον λόγο του φαίνεται η καλή βιβλική και αγιοπατερική του κατάρτιση. Οι θεολογικές του θέσεις και τα επιχειρήματά του κατοχυρώνονται στην Αγία Γραφή, όπως την έχουν ερμηνεύσει οι άγιοι Πατέρες και κυρίως ο ιερός Χρυσόστομος. Αυτό ήταν ένα σταθερό θεμέλιο του θεολογικού του λόγου. Η θεολογία της Εκκλησίας, ως γνήσια έκφραση της αποστολικής εμπειρίας και του ευαγγελικού κηρύγματος, αποτελούσε το άλλο αδιάσειστο θεμέλιο του λόγου του. Η Εκκλησία, και μόνον αυτή, έχει το ορθό ερμηνευτικό κλειδί76 για να ξεκλειδώσει το βαθύτερο αγιοπνευματικό νόημα που κρύβεται στις άγιες Γραφές. Αυτό το τόνιζε ιδιαίτερα ο π. Αυγουστίνος, καθώς εγνώριζε καλά τις παρερμηνείες των προτεσταντικών ομολογιών και παραφυάδων. Οι ετερόδοξες “εκκλησίες” στον λόγο του π. Αυγουστίνου θεωρούνται και σαφώς λέγονται αιρέσεις. Η αλήθεια δεν μπορεί να είναι διασπασμένη σε τμήματα εξίσου αληθινά. Ο Χριστός, η Αλήθεια, δεν μερίζεται. Η παραμικρή στρέβλωση της δογματικής μας διδασκαλίας παραχαράσσει το Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό η συμμετοχή του στις Διορθόδοξες Συνδιασκέψεις επί των Αιρέσεων είχε ουσιαστικό νόημα. Σε μία από αυτές είχε θέσει υπ’ όψιν των συνέδρων το γεγονός ότι ο παπισμός είναι αίρεση, κάτι το οποίο οι υπόλοιποι σύνεδροι δίσταζαν να το εκφράσουν, για να μη δυσαρεστήσουν τους φιλόξενους οικοδεσπότες του συνεδρίου κάπου στην Ευρώπη.
Η εκ του σύνεγγυς γνωριμία με τον δυτικό τρόπο σκέψεως και θεολογίας και οι σπουδές στην Πατρολογία, βοήθησαν τον π. Αυγουστίνο να αντιλαμβάνεται ορθά τα σύγχρονα προβλήματα στις σχέσεις της Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, τον οικουμενισμό και τα συναφή. Αναμφίβολα κράτησε την καθαρή αυτή στάση, διότι είχε μέσα του βαθειά ριζωμένη την ευσέβεια των αγιασμένων γονέων του, την ορθοδοξία του ευσεβούς Γένους μας και του απλού λαού της γενέτειράς του, και ήταν καθαρός από ιδιοτελή κίνητρα και επιδιώξεις. Η θεολογία, άλλωστε, προϋποθέτει την καθαρότητα.
Το πρόβλημα «αίρεση» τον είχε ιδιαίτερα απασχολήσει, και σ’ αυτό το θέμα δαπάνησε το πλείστο των θεολογικών του δυνάμεων. Με το θεολογικό του έργο ανέδειξε την καταστροφική δυναμική της αιρέσεως77 και την μεταμορφωτική στην αγιότητα δυναμική της Ορθοδόξου Πίστεως. Στην αίρεση αντιπαρέθεσε την ακαινοτόμητη Πίστη της Εκκλησίας των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων, των αγίων Πατέρων, των Οικουμενικών Συνόδων. Στην αίρεση κατατάσσει όσους δεν είναι μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς ως αιρετικό ορίζει εκείνον που έχει αποκοπεί από το εκκλησιαστικό σώμα78. Τον παπισμό, τον προτεσταντισμό και όλες τις παλαιότερες και νεώτερες παραφυάδες του, τις ονομάζει αιρέσεις και έτσι τις αντιμετωπίζει79.
Η μετάφραση του βιβλίου του Frank Schaeffer, «Dancing alone», και η έκδοσή του με κύριο τίτλο «Αναζητώντας την ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών» και υπότιτλο «Χορεύοντας μόνος», είναι η πιο αυθεντική κατάθεση της βεβαιότητάς του ότι ο δυτικός χριστιανισμός στο σύνολό του βρίσκεται έξω από τα όρια της αληθείας, στον ανθρωποκεντρισμό, στην αίρεση.
Ο ιδιαίτερος πνευματικός σύνδεσμος με τον μακαριστό Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο της Μονής μας, συνετέλεσε ώστε ο π. Αυγουστίνος να συνδεθή με τους πατέρες της Μονής με κοινό φρόνημα και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Και η παρουσία του π. Παναρέτου ως πνευματικού του, μετά την κοίμηση του Γέροντος, τον ενίσχυε προς την κατεύθυνση αυτή. Πάντοτε οι επισκέψεις του στην Μονή ήσαν ευκαιρίες για εκείνον και για μας. Εκείνος να εξομολογηθή, να ξεκουρασθή, να ανεφοδιασθή, και εμείς να συζητήσουμε μαζί του τους κοινούς προβληματισμούς για τα εκκλησιαστικά, τα εθνικά, τα κοινωνικά, τα θέματα της παιδείας, της εκκοσμικεύσεως. Ειδικότερα συνεργαθήκαμε στα θεολογικά. Ο π. Γεώργιος είχε αφήσει στους μοναχούς του την εξής παρακαταθήκη: «Όταν γράφετε θεολογικά έργα, να μην επαναπαύεσθε στον λογισμό σας. Να ερωτάτε κάποιον που γνωρίζετε ότι έχει Ορθόδοξο φρόνημα. Εγώ στην αρχή της θεολογικής μου πορείας έδειχνα τα κείμενά μου στον μακαριστό π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Μετά την κοίμησί του, συμβουλευόμουν τον π. Παΐσιο. Και τώρα τα δείχνω σε θεολόγους που εμπιστεύομαι το φρόνημά τους. Βλέπετε ότι, προτού δημοσιεύσω τα κείμενά μου, τα δείχνω και σε σας. Το ίδιο να κάνετε και εσείς μετά την κοίμησί μου». Μετά την κοίμηση του Γέροντας Γεωργίου, ο π. Αυγουστίνος ήταν ένας από εκείνους τους θεολόγους, των οποίων το φρόνημα εμπιστευόμασταν. Στέλναμε τα δοκίμια και περιμέναμε τις κρίσεις του. Ήταν όλες πετυχημένες. Συζητούσαμε τις απόψεις μας και συμπληρώναμε τις ελλείψεις μας. Εκείνος χαιρόταν με την ταυτότητα του φρονήματος και ενισχυόταν στον δικό του αγώνα.
Ο κοινός πόνος για τα διορθόδοξα εκκλησιαστικά ζητήματα έφερε συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων. Κοινός τόπος η αναλλοίωτη θεολογία των αγίων Πατέρων, επί της οποίας θεμελιώνεται και η κανονική τάξις και η εκκλησιαστική πολιτική. Δεν συμφωνούσε με τις εκτροπές από την Ορθόδοξη Τριαδολογία, στις οποίες τυχόν θα θεμελιωνόταν ένα παγκόσμιο πρωτείο στην Εκκλησία. Είχε τις επιφυλάξεις του για τα οικουμενιστικά ανοίγματα που έθιγαν την ταυτότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της μόνης Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δεν έχουμε συστηματικές μελέτες του για τα θέματα αυτά. Το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στην ποιμαντική, γι’ αυτό και ο θεολογικός του λόγος είχε ποιμαντικό χαρακτήρα. Τα ποιμαντικά του όμως κείμενα είναι διανθισμένα με σχετικές σκέψεις και απόψεις του.
Ο καλός Θεός θέλησε να τον καλέσει κοντά Του “θεολογούντα” με τον πλέον αυθεντικό τρόπο: θυσιαζόμενον υπέρ του ποιμνίου. Η καρδιά του ως Πνευματικού δεν αναπαυόταν να το εγκαταλείψη τις δύσκολες ώρες της πανδημίας. «Θυσία τω Θεώ» η μαρτυρική του ασθένεια και ο Χριστοπρεπής θάνατος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον λόγο του στην Αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου ερμηνεύει: ο δίκαιος αποθνήσκει με μαρτυρικό θάνατο!
Αιωνία η μνήμη του αδελφού μας π. Αυγουστίνου και αιωνία η ανταμοιβή των θεολογικών του κόπων παρά Κυρίου Παντοκράτορας!
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
π. Αυγουστίνος Μύρου, ένας άγγελος, που φτερούγισε στους ουρανούς
Επιμελητές έκδοσης:
Παπαδημητρίου Απόστολος -Τσακαλίδης Γεώργιος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Είναι διαστάσεων 14Χ21, 294 σελίδων και τιμάται 12 €.
Για αγορά του βιβλίου πληροφορίες στο τηλέφωνο 6977749240 κ. Παπαδημητρίου Απόστολος.
68 Απόσπασμα από τη νεκρολογία.
69 Περιοδικό «Ό Σταυρός», ‘Οκτώβριος 1988.
70 Χαρακτηριστική για όλα τα ανωτέρω είναι ή ομιλία του «Συμπόρευση στο Πάθος και στην Ανάσταση τού Χριστού», πού έγινε στον Κατανυκτικό Εσπερινό τής Ε’ Κυριακής των Νηστειών, στον Ι.Ναό Παναγίας Φανερωμένης, Κοζάνη 6.4.2014 (βλ. Περιοδικό ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ, φύλ. 73-74, Ιαν.-Απρ. 2014, σελ. 21-26).
71 Αυτό φαίνεται καθαρά στην ομιλία του «Σταυρός και Ανάσταση στην Ορθόδοξη Παράδοση», την οποία έκανε στον Κατανυκτικό Εσπερινό τής Κυριακής τής Σταυροπροσκυνήσεως, στον Ι.Ναό Αγ. Δημητρίου Κοζάνης, 31.3.2019.
72 Βλ. ομιλία του με τίτλο «Η ιερατική μας διακονία στο μυστήριο τού Πάσχα», πού είχε αποτελέσει εισήγηση σέ Ιερατική Σύναξη τής Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης (Περιοδικό ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ, φύλ. 76-77, Ιούλ.-Δεκ. 2014, σελ. 14-17).
73 Το ζήτημα το είχε πραγματευθή με την εισήγησή του σέ Ιερατική Σύναξη Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσώνος στις 13.2.2017.
74 Χαρακτηριστική για τα κοινωνικά ζητήματα τής πόλεως τής Κοζάνης είναι ή ομιλία του «Τοπική Εκκλησία: Αναχρονιστική λαϊκή παράδοση ή παραδεδομένο αποκαλυπτικό γεγονός υπαρξιακής αυτοσυνειδησίας και κοινοτικής κοινωνικής δομής;» (Εισήγηση στο Β’ Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας, Κοζάνη 27 έως 30.9.2012, Πρακτικά Συνεδρίου, Κοζάνη 2014, σελ. 581-592). Σέ θεμελιώδη ανθρωπολογικά στοιχεία αναφέρεται στην ομιλία του «Άσκηση και Πνευματική Υγεία», εισήγηση στην 2η Επιστημονική Ημερίδα τής Ενώσεως Πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής Νομού Κοζάνης, Αίθουσα Τέχνης, Κοζάνη 5.3.2017.
75 Για την Ορθόδοξη ασκητική αγωγή και την Παιδεία πού αναδεικνύει Αγίους αναφέρεται ιδιαίτερα σέ κείμενό του με τίτλο «Οι Άγιοι ως παιδαγωγοί», το οποίο παρουσίασε σέ τηλεοπτική εκπομπή στην σειρά «ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ», Τηλεοπτικός δίαυλος WEST CHANNEL, Κοζάνη 14.6.2009.
76 Βλ. άρθρο του με τίτλο «Μόνη η Αγία Γραφή;», περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, έτος 61, τεύχ. 9, Οκτ. 2012: «χρειάζεται κάποιος να μας εξηγήση σωστά τα σύμβολα τού χάρτη και να μάς προσφέρη ένα κλειδί. Αυτή είναι η ζωντανή αιωνόβια Εκκλησία. Μόνη η Αγία Γραφή, χωρίς το κλειδί τής άλλης Ιεράς Παραδόσεως, δεν επαρκεί ούτε για να βρούμε την Αλήθεια ούτε για να σωθούμε».
77 Βλ. άρθρα του, το ένα με τίτλο «Ή αυτοδυναμία τής αιρέσεως» (Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, έτος 61, τευχ. 9, Οκτ. 2012, σελ. 17-19), και το άλλο με τίτλο «Μόνη ή Αγία Γραφή;» (Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, έτος 61, τευχ. 9, Οκτ. 2012, σελ. 17-19).
78 Στην ομιλία με τίτλο «Η ιερατική μας διακονία στο μυστήριο του Πάσχα» (Περιοδικό ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ, φύλ. 76-77, Ιούλ.-Δεκ. 2014).
79 Σέ ομιλία του στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου πόλεως Κοζάνης στις 11 Μαρτίου 2012.