π. Γεώργιος Φλορόφσκι (1893-1979)
ΤΟ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝ ΒΙΒΛΙΚΟΝ ΦΡΟΝΗΜΑ
«καθώς εστιν αλήθεια εν τω Χριστώ» (Εφ. 4, 21)
Υποτίθεται ότι οι λειτουργοί του Χριστού δεν κηρύσσουν τας ιδικάς των απόψεις, τουλάχιστον από τον άμβωνα. Οι Ιερείς χειροτονούνται ακριβώς δια να διδάσκουν τον Λόγον του Θεού. Τους εδόθησαν ωρισμένοι πάγιοι όροι προς αναφοράν, δηλαδή το Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού, και περιορίζονται εις αυτό το μοναδικόν και αιώνιον μήνυμα. Προσδοκάται από αυτούς η διάδοσις και διατήρησις της «πίστεως που παρεδόθη εις τους αγίους». Βεβαίως ο Λόγος του Θεού πρέπει να κηρύσσεται «αποδοτικώς», δηλαδή πρέπει να εμφανίζεται κατά τρόπον πειστικόν και να εμπνέη την υποταγήν κάθε νέας γενεάς και ομάδος. Δύναται να επαναδιατυπωθεί με την χρήσιν νέων κατηγοριών, εάν το απαιτούν αι περιστάσεις, αλλά προ παντός πρέπει να διατηρηθή η ταυτότης του μυνήματος.
Πρέπει να είναι κανείς βέβαιος ότι κηρύσσει το ίδιον Ευαγγέλιον που μας παρεδόθη, και ότι δεν εισάγει νέον ιδικόν του Ευαγγέλιον. Δεν είναι εύκολον να προσαρμοσθή και να διαμορφωθή ο Λόγος του Θεού εις τα παροδικά ήθη και τας απόψεις μιας οιασδήποτε εποχής, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας. Δυστυχώς υπάρχει συχνά η τάσις να μετρώμεν τον Λόγον του Θεού με το ιδικόν μας ανάστημα, αντί να ελέγχωμεν τας ιδέας μας με το ανάστημα του Χριστού. Αλλά και αι «σύγχρονοι ιδέαι» επίσης υπόκεινται εις την κρίσιν του Λόγου του Θεού.
Ο σύγχρονος άνθρωπος και η Αγία Γραφή
Αλλά εις αυτό ακριβώς το σημείον αρχίζουν αι κυριότεραί δυσχέρειαι. Οι περισσότεροι από ημάς έχουν απωλέσει την ακεραιότητα του βιβλικού φρονήματος, μολονότι διατηρούμεν μερικά δείγματα βιβλικής φρασεολογίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος συχνά παραπονείται ότι η αλήθεια του Θεού του προσφέρεται εις «αρχαϊκόν ιδίωμα», δηλαδή εις την γλώσσαν της Αγ. Γραφής, που του είναι ξένη και δεν χρησιμοποιείται πλέον. Επροτάθη προσφάτως, ότι θα έπρεπε να απομυθεύσωμεν ριζικώς την Αγ. Γραφήν, δηλαδή να αντικαταστήσωμεν τας απηρχαιωμένας κατηγορίας της με κάτι πλέον σύγχρονον. Αλλά προκύπτει το αναπόφευκτον ερώτημα: Η γλώσσα λοιπόν της Αγ. Γραφής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τυχαίον εξωτερικόν περίβλημα από το οποίον πρέπει να εξαχθή κάποια «αιωνία ιδέα», ή μήπως είναι ένας αιώνιος φορεύς του θείου μηνύματος που κάποτε μας παρεδόθη δια παντός;
Δια της διαδικασίας της συνεχούς «επανερμηνείας» κινδυνεύομεν να χάσωμεν την ενότητα του Λόγου του Θεού. Αλλά πως μπορούμεν να ερμηνεύσωμεν, εάν έχωμεν λησμονήσει την αρχική γλώσσα; Μήπως θα ήταν ασφαλέστερον να προσαρμόσωμεν την σκέψιν μας εις τα ιδιώματα της βιβλικής γλώσσης και να μάθωμεν εκ νέου την γλώσσαν της Αγ. Γραφής; Κανείς δεν ημπορεί να λάβη το Ευαγγέλιον παρά μόνον εάν μετανοήση, διότι εις την γλώσσαν του Ευαγγελίου «μετανοείτε» δεν σημαίνει απλώς ομολογίαν αμαρτιών και συντριβήν δι’ αυτάς, αλλά «μεταβολήν νοός», δηλαδή βαθείαν αλλαγήν της διανοητικής και συναισθηματικής συμπεριφοράς, ολοκληρωτικήν ανανέωσιν του εαυτού μας, που αρχίζει με την αυταπάρνησιν, πραγματοποιείται δε και επισφραγίζεται δια του Αγ. Πνεύματος.
Σήμερον ζώμεν εις εποχήν διανοητικού χάους και αποσυνθέσεως. Ίσως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ακόμη καταλήξει πουθενά και η ποικιλία γνωμών δεν παρέχει ελπίδας προσεγγίσεως. Πιθανόν το μόνον φως εις το διανοητικόν σκότος της απέλπιδος εποχής μας είναι ακριβώς αυτή «η πίστις που παρεδόθη εις τους αγίους», όσον απηρχαιωμένη και αν φαίνεται η γλώσσα της πρώτης Εκκλησίας κρινομένη με τα εφήμερα μέτρα μας.
Κηρύσσετε τα δόγματα
Τι λοιπόν θα κηρύξωμεν; Τι να διδάξω εις τους συγχρόνους μου ανθρώπους «εις μίαν εποχήν ως είναι η ιδική μας»; Δεν υπάρχουν περιθώρια δια δισταγμούς. Θα κηρύξω τον Ιησούν εσταυρωμένον και αναστάντα. Θα διδάξω και θα εμπιστευθώ εις όσους μου ανατεθή να ομιλήσω το μήνυμα της σωτηρίας, όπως έφθασεν εις εμέ μέσω μιας αδιακόπου παραδόσεως της Παγκοσμίου Εκκλησίας. Θα απέφευγα την απομόνωσιν εις την εποχήν μου. Δηλαδή εν άλλαις λέξεσι θα διδάξω τα «δόγματα της πίστεως».
Γνωρίζω καλώς ότι τα δόγματα αποτελούν εμπόδιον δια πολλούς της γενεάς μας. «Τα δόγματα είναι σεβαστά όσον και αι καταρρακωμένοι σημαίαι εις τους τοίχους των εθνικών εκκλησιών. Αλλά δια τον σημερινόν πόλεμον της Εκκλησίας εις την Ασίαν, την Αφρικήν, την Ευρώπην και την Αμερικήν αυτά τα σύμβολα και όταν ακόμη είναι καταληπτά, είναι τόσον εύχρηστα, όσον και ο πολεμικός πέλεκυς ή το αρκεβούζιον εις χείρας συγχρόνου στρατιώτου». Αυτά εγράφησαν προ ετών από εξέχοντα Βρεταννόν λόγιον, που είναι επίσης και ευσεβής ιερεύς. Ίσως δεν θα τα έγραφε σήμερον. Υπάρχουν όμως ακόμη πολλοί, που θα ησπάζοντο ολοψύχως την σθεναρόν αυτήν δήλωσιν. Ας θυμηθώμεν όμως ότι τα πρώτα σύμβολα πίστεως ήσαν ηθελημένως βιβλικά και ακριβώς αυτή η βιβλική φρασεολογία των τα καθιστά δυσχερή δια τον σύγχρονον άνθρωπον.
Έτσι σήμερον αντιμετωπίζομεν πάλιν το ίδιον πρόβλημα. Τι άλλο ημπορούμεν να προσφέρωμεν αντί της Αγ. Γραφής Θα προτιμούσα την γλώσσαν της Παραδόσεως όχι εξ αιτίας οκνηράς και εύπιστου «συντηρητικότητος» ή τυφλής «υπακοής» εις εξωτερικάς «αυθεντίας», αλλ’ απλώς και μόνον διότι δεν ημπορώ να ευρώ καλλιτέραν φρασεολογίαν. Είμαι διατεθειμένος να εκτεθώ εις κατηγορίας περί «απηρχαιωμένου» και «πιστού εις το γράμμα της Γραφής» και θα έλεγον ότι τοιαύτη κατηγορία είναι αδικαιολόγητος και εσφαλμένη. Βεβαίως δέχομαι και ασπάζομαι τα δόγματα της πίστεως ολοψύχως και ενσυνειδήτως, διότι αντιλαμβάνομαι δια της πίστεως την αιωνίαν ορθότητα και επικαιρότητά των δι’ όλας τας εποχάς και καταστάσεις, περιλαμβανόμενης και της «σημερινής». Πιστεύω δε ότι ακριβώς τα «δόγματα της πίστεως» δύνανται να βοηθήσουν μίαν απέλπιδα γενεάν, ως η ιδική μας, να ανακτήση χριστιανικόν θάρρος και ενόρασιν.
Η Παράδοσις ζη
«Η Εκκλησία ούτε είναι μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών». Τα αποθέματα είναι ζωντανά κατά τον άγιον Ειρηναίον. Η πίστις δεν είναι κειμήλιον του παρελθόντος, αλλά μάλλον «η μάχαιρα του Πνεύματος». Η επάνοδος του κόσμου εις τον Χριστιανισμόν είναι αυτό που οφείλομεν να κηρύσσωμεν σήμερον. Τούτο δε είναι η μόνη λύσις από το αδιέξοδον εις το οποίον ωδηγήθη ο κόσμος από την αποτυχίαν των Χριστιανών να είναι αληθινοί Χριστιανοί. Είναι προφανές ότι ούτε το χριστιανικόν δόγμα ούτε το Ευαγγέλιον του Χριστού δίδουν αμέσους πρακτικάς απαντήσεις εις θέματα πολιτικής ή οικονομικής φύσεως. Η επίδρασίς του όμως επί της όλης πορείας της ανθρώπινης ιστορίας είναι τεραστία. Η αναγνώρισις της ανθρωπίνης αξιοπρέπειας, της ευσπλαχνίας και της δικαιοσύνης πηγάζουν από το Ευαγγέλιον. Ο νέος κόσμος ημπορεί να οικοδομηθή μόνον από ένα νέον άνθρωπον.
Τι εννοούσεν η Σύνοδος της Χαλκηδόνος
«Και εγένετο άνθρωπος». Ποια η θεμελιώδης συνεκδοχή της δογματικής ταύτης ρήσεως; Ή άλλως. Ποιος ήτο ο Ιησούς, ο Χριστός και ο Κύριος; Τι σημαίνει κατά την γλώσσαν της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν «τέλειος άνθρωπος» και «τέλειος Θεός», μια όμως και μοναδική προσωπικότης; Ο «σύγχρονος άνθρωπος» είναι συνήθως πολύ αυστηρός έναντι αυτού του ορισμού της Χαλκηδόνος, διότι είναι ακατανόητος δι’ αυτόν. Το σχήμα αυτό της πίστεως δεν είναι δι’ αυτόν παρά αν μη τι άλλο, ποιητική έκφρασις. Νομίζω ότι η όλη άποψις είναι εσφαλμένη. Ο «όρος» της Χαλκηδόνας δεν είναι έκφρασις μεταφυσική, ούτε και προωρίσθη ως τοιαύτη. Ούτε και το μυστήριον της ενανθρωπήσεως ήταν απλώς «μεταφυσικόν θαύμα». Η διατύπωσις της Χαλκηδόνος ήταν μία έκθεσις πίστεως και δεν δύναται επομένως να κατανοηθή εάν διαχωρισθή από την όλην εμπειρίαν της Εκκλησίας. Εις την πραγματικότητα είναι μία «υπαρξιακή δήλωσις».
Ο τύπος της Χαλκηδόνος είναι δηλαδή ένα πνευματικόν περίγραμμα του μυστηρίου, που συλλαμβάνει η πίστις. Ο Λυτρωτής μας δεν είναι άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Εδώ έγκειται η υπαρξιακή έμφασις της δηλώσεως. Ο Λυτρωτής μας είναι ο «καταβάς», που γενόμενος άνθρωπος συνεταυτίσθη με τους ανθρώπους, συμμερισθείς την αληθώς ανθρωπίνην ζωήν και φύσιν. Όχι μόνον η πρωτοβουλία ήταν θεία, αλλά και ο αρχηγός της σωτηρίας ήταν θείον πρόσωπον. Η πληρότης της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού σημαίνει απλώς την επάρκειαν και αλήθειαν της λυτρωτικής αυτής ταυτότητος. Ο Θεός εισέρχεται εις την ανθρωπίνην ιστορίαν καθιστάμενος ιστορικόν πρόσωπον.
Αυτό φαίνεται ως παράδοξον. Πράγματι αποτελεί μυστήριον, άνευ δε αμφισβητήσεως είναι μέγα το μυστήριον της θεότητος «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Αλλά το μυστήριον αυτό απετέλει αποκάλυψιν. Ο αληθής χαρακτήρ του Θεού απεκαλύπτετο δια της ενανθρωπήσεως. Ο Θεός ενδιεφέρετο τόσον πολύ και τόσον ιδιαιτέρως δια το πεπρωμένον του ανθρώπου — και μάλιστα δια το πεπρωμένον «των μικρών τούτων» — ώστε επενέβη αυτοπροσώπως εις το χάος και την δυστυχίαν της απολεσθείσης ζωής. Η θεία λοιπόν πρόνοια δεν είναι απλώς μία παντοδύναμος διακυβέρνησις του σύμπαντος εκ του μακρόθεν υπό της θείας μεγαλειότητος, αλλά μία κένωσις, μία αυτοταπείνωσις του Θεού της δόξης. Υπάρχει μία προσωπική συγγένεια μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Τραγωδία υπό νέον φως
Ολόκληρος λοιπόν η ανθρώπινη τραγωδία εμφανίζεται υπό νέον φως. Το μυστήριον της ενανθρωπήσεως ήταν μυστήριον της θείας αγάπης, της θείας ταυτίσεως με τον απολεσθέντα άνθρωπον. Και το αποκορόφωμα της ενανθρωπήσεως ήταν ο σταυρός, η καμπή του ανθρωπίνου πεπρωμένου. Αλλά το φοβερόν μυστήριον του σταυρού κατανοείται μόνον υπό την ευρυτέραν προοπτικήν μιας ολοκληρωμένης Χριστολογίας, δηλαδή μόνον εάν πιστεύσωμεν ότι ο Σταυρωθείς ήταν αληθώς «ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο θάνατος του Χριστού ήταν η είσοδος του Θεού προσωπικώς εις την αθλιότητα του ανθρωπίνου θανάτου, η κάθοδος εις τον Άδην, και αυτό εσήμανε το τέλος του θανάτου και την εγκαινίασιν της αιωνίου ζωής δια τον άνθρωπον.
Υπάρχει μία καταπληκτική συνοχή εις το παραδοσιακόν δόγμα. Δύναται όμως να γίνη αντιληπτή και να κατανοηθή μόνον εις την ζωντανήν έκφρασιν της πίστεως, δηλαδή εις την προσωπικήν επικοινωνίαν με τον προσωπικόν Θεόν. Η πίστις μόνη καθιστά τους τύπους πειστικούς. Η πίστις μόνη δίδει ζωήν εις τους τύπους. «Φαίνεται παράδοξον, άλλ’ αποτελεί εμπειρίαν κάθε παρατηρητού της πνευματικής πραγματικότητας, ότι ουδείς ωφελείται από το Ευαγγέλιον, εάν δεν κατέχεται από αγάπην δια τον Χριστόν».
Ο Χριστός δεν είναι ένα κείμενον, αλλά ζων πρόσωπον διαμένον εις το σώμα αυτού, την Εκκλησίαν.
Νέος Νεστοριανισμός
Πιθανόν να φαίνεται γελοίον να προβάλλεται το δόγμα της Χαλκηδόνος «εις εποχήν, ως η ιδική μας». Αλλά ακριβώς αυτό το δόγμα — αυτή η πραγματικότης περί της οποίας μαρτυρεί αυτό το δόγμα — δύναται να μεταβολή την όλην πνευματικήν αντίληψιν του συγχρόνου ανθρώπου. Του προσφέρει αληθή ελευθερίαν. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνος εις αυτόν τον κόσμον και ο Θεός ενδιαφέρεται προσωπικώς δια τα γεγονότα της ανθρώπινης Ιστορίας. Αυτό συνεπάγεται ευθέως την ολοκληρωτικήν σύλληψιν της ενανθρωπήσεως. Αποτελεί αυταπάτην ότι αι χριστολογικαί διενέξεις του παρελθόντος είναι άσχετοι προς την σύγχρονον κατάστασιν. Εις την πραγματικότητα συνεχίζονται και επαναλαμβάνονται εις τας συζητήσεις των ημερών μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος σκοπίμως ή υποσυνειδήτως δελεάζεται από το Νεστοριανικόν άκρον, δηλαδή δεν δέχεται την ενανθρώπησιν ως αποφασιστικόν γεγονός. Δεν τολμά να πιστεύση ότι ο Χριστός είναι πρόσωπον θείον. Ζητεί ανθρώπινον λυτρωτήν, απλώς βοηθούμενον από τον Θεόν. Ενδιαφέρεται περισσότερον δια την ανθρωπίνην ψυχολογίαν του Λυτρωτού παρά δια το μυστήριον της θείας αγάπης, διότι, εις τελευταίαν ανάλυσιν, πιστεύει με αισιοδοξίαν εις την αξιοπρέπειαν του ανθρώπου.
Νέος Μονοφυσιτισμός
Εις το άλλο άκρον έχομεν κατ’ αυτάς αναζωπύρωσιν μονοφυσιτικών τάσεων εις την θεολογίαν και την θρησκείαν, όπου ο άνθρωπος περιορίζεται εις πλήρη παθητικότητα και του επιτρέπεται μόνον να ακούη και να ελπίζη. Η παρούσα έντασις μεταξύ «φιλελευθερισμού» και «νεο-ορθοδοξίας» δεν είναι παρά επανάληψις των παλαιών χριστολογικών ερίδων, επί νέου υπαρξιακού επιπέδου και εις νέον πνευματικόν τόνον. Η σύγκρουσις ποτέ δεν θα έχη μίαν λύσιν ή διευθέτησιν εις το πεδίον της θεολογίας, εκτός εάν αποκτήσωμεν ευρυτέραν προοπτικήν.
Εις την αρχαίαν Εκκλησίαν το κήρυγμα ήταν μετ’ εμφάσεως θεολογικόν. Δεν ήταν μάταιος υπολογισμός. Άλλωστε η Καινή Διαθήκη καθ’ εαυτήν είναι βιβλίον θεολογικόν. Η παραμέλησις της θεολογίας κατά την εκπαίδευσιν των λαϊκών εις την εποχήν μας ευθύνεται τόσον δια την παρακμήν της προσωπικής θρησκείας, όσον και δια το συναίσθημα του ανεκπληρώτου που επικρατεί εις την σύγχρονον ψυχικήν διάθεσιν. Εκείνο που χρειαζόμεθα σήμερον εις τον Χριστιανισμόν είναι ακριβώς μία σταθερά και υπαρξιακή θεολογία. Τόσον ο κλήρος όσον και οι λαϊκοί διψούν δια θεολογίαν και επειδή συνήθως δεν κηρύσσεται θεολογία, υιοθετούν περιέργους ιδεολογίας συνδυάζοντες αυτάς με τεμάχια παραδοσιακών δοξασιών. Η όλη έλξις των «αντιζήλων Ευαγγελίων» των ημερών μας είναι ότι προσφέρουν είδος ψευδοθεολογίας και σύστημα ψευδοδογμάτων. Γίνονται δε δεκτά αυτά από εκείνους, που δεν ημπορούν να εύρουν θεολογίαν εις τον αναιμικόν «σύγχρονον» Χριστιανισμόν. Η υπαρξιακή λύσις, που πολλοί αντιμετωπίζουν σήμερον, διετυπώθη επιτυχώς από Άγγλον θεολόγον: «Δόγμα ή… θάνατος». Η εποχή του αδογματισμού και πραγματισμού έχει παρέλθει. Επομένως οι ιερείς της Εκκλησίας πρέπει και πάλιν να κηρύξουν τα δόγματα – τον Λόγον του Θεού.
Η σύγχρονος κρίσις
Πρωταρχικόν έργον του συγχρόνου ιεροκήρυκος είναι η «αναστήλωσις της πίστεως». Λυτό ουδόλως αποτελεί διαναιμικόν επίτευγμα. Η πίστις είναι απλώς ο χάρτης του πραγματικού κόσμου και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως πραγματικότης. Ο σύγχρονος άνθρωπος ασχολείται υπερβολικά με τας ιδικάς του ιδέας και πεποιθήσεις, τας απόψεις και τας αντιδράσεις του. Η σύγχρονος κρίσις που αναμφισβητήτως επεσπεύσθη από τον ανθρωπισμόν προεκλήθη δια της εκ νέου ανακαλύψεως του πραγματικού κόσμου εις τον οποίον πιστεύομεν. Η εκ νέου ανακάλυψις της Εκκλησίας αποτελεί την πλέον αποφασιστικήν όψιν αυτού του νέου πνευματικού ρεαλισμού. Η πραγματικότης δεν μας αποκρύπτεται πλέον από το παραπέτασμα των ιδικών μας ιδεών. Είναι και πάλιν προσιτή. Κατανοείται και πάλιν ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς ομάς πιστών, αλλά το «Σώμα του Χριστού». Αυτό αποτελεί επανανακάλυψιν μιας νέας διαστάσεως, επανανακάλυψιν της συνεχιζόμενης παρουσίας του θείου Λυτρωτού εν τω μέσω του πιστού του ποιμνίου. Η ανακάλυψις αυτή ρίπτει νέον κύμα φωτός εις την αθλιότητα της αποσυντεθειμένης υπάρξεώς μας, εντός ενός κόσμου τελείως εκκοσμικευμένου. Ήδη από πολλούς αναγνωρίζεται ότι η αληθής λύσις όλων των κοινωνικών προβλημάτων εναπόκειται κατά κάποιον τρόπον εις την αναστήλωσιν της Εκκλησίας. Εις τους καιρούς μας πρέπει κανείς να κηρύσση «ολόκληρον τον Χριστόν». Χριστόν και Εκκλησίαν – totus Christus, caput et corpus, δια να χρησιμοποιήσωμεν την γνωστήν ρήσιν του Αυγουστίνου. Ίσως κήρυγμα αυτού του είδους να είναι ακόμη ασύνηθες, φαίνεται όμως ότι είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος κηρύγματος του Λόγου του Θεού εις περίοδον καταστροφής και απελπισίας, ως η ιδική μας.
Η επικαιρότης των Πατέρων
Συχνά με κατέχει αίσθημα περίεργον. Όταν μελετώ τους αρχαίους κλασσικούς της χριστιανικής θεολογίας, τους Πατέρας της Εκκλησίας, ευρίσκω να σχετίζωνται περισσότερον με τα προβλήματα και τας ταλαιπωρίας της εποχής μου, παρά με την παραγωγήν νέων θεολόγων. Οι ΙΙατέρες επάλαιον με προβλήματα υπαρξιακά, με τας αποκαλύψεις των αιωνίων θεμάτων που κατεγράφησαν και περιεγράφησαν εις την Αγ. Γραφήν. Θα διεκινδύνευα να διατυπώσω την γνώμην ότι ο Μ. Αθανάσιος και ο Αυγουστίνος είναι πολύ περισσότερον σύγχρονοι από πολλούς εκ των συγχρόνων θεολόγων. Ο λόγος είναι απλούστατος: ησχολούντο με πράγματα και όχι με τους χάρτας, ενδιεφέροντο όχι τόσον δια το τι ημπορεί να πιστεύση ο άνθρωπος, όσον δια το τι έχει πράξει ο Θεός δια τον άνθρωπον. Οφείλομεν «εις εποχήν, ως η ιδική μας», να διευρύνωμεν τας προοπτικός μας, να αναγνωρίσωμεν τους διδασκάλους της αρχαιότητος και να επιχειρήσωμεν δια την εποχήν μας μίαν υπαρξιακήν σύνθεσιν της χριστιανικής εμπειρίας.
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΤΣΑΜΗ – ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003 – σελ. 39-49 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ