Ο Αλέξανδρος έστειλε ως δώρο στον Φωκίωνα 100 τάλαντα.
Όταν τα έφεραν στην Αθήνα, ο Φωκίων ρώτησε τους απεσταλμένους γιατί άραγε, ενώ υπάρχουν πολλοί Αθηναίοι, ο Αλέξανδρος προσφέρει μόνο σ’ αυτόν τόσα χρήματα.
Εκείνοι είπαν: “Γιατί εσένα μόνο κρίνει άνθρωπο καλό και τίμιο.”
“Τότε λοιπόν“, είπε ο Φωκίων, “Ας με αφήσει και να φαίνομαι και να είμαι πάντα έτσι”.
Και όταν τον ακολούθησαν στο σπίτι του τα είδαν όλα πολύ φτωχικά. Η γυναίκα του ζύμωνε και ο Φωκίων ο ίδιος τράβηξε νερό από το πηγάδι και έπλυνε τα πόδια του. Τότε άρχισαν να τον πιέζουν με περισσότερη επιμονή και να του λένε αγανακτισμένοι ότι είναι φοβερό, ενώ είναι φίλος του βασιλιά να ζει τόσο φτωχικά.
Ο Φωκίων τότε, βλέποντας να διαβαίνει ένας φτωχός γέρος φορώντας ένα βρώμικο τριβώνιο, τους ρώτησε αν τον θεωρούν κατώτερο από εκείνο το γέρο. Κι όταν εκείνοι τον παρακάλεσαν να μη λέει τέτοια λόγια, ο Φωκίων τους είπε :“Κι όμως αυτός ζει με λιγότερα από μένα και είναι ικανοποιημένος. Με λίγα λόγια, ή δε θα χρησιμοποιήσω τα χρήματα αυτά και μάταια θα κρατώ τόσο χρυσάφι ή αν τα χρησιμοποιήσω, θα δυσφημήσω στη πόλη και τον εαυτό μου και εκείνον.”
Έτσι λοιπόν τα χρήματα έφυγαν πάλι από την Αθήνα, αφού απέδειξαν στους Έλληνες ότι πιο πλούσιος από αυτόν που χάριζε τόσα πολλά ήταν εκείνος που δεν τα είχε ανάγκη.