π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ Ο Β’
ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΥΘΗΡΑΝΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β’ και μιας ομάδος των Λουθηρανών θεολόγων της Τυβίγγης το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα είναι οικουμενικό στοιχεία μεγάλης σπουδαιότητος και ενδιαφέροντος. Ήταν η πρώτη συστηματική ανταλλαγή θεολογικών απόψεων μεταξύ Ορθοδόξου ανατολής και της νέας προτεσταντικής δύσεως. Ήταν ιδιωτικού χαρακτήρας και ανεπίσημη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ήταν μικρής σημασίας.
Έξοχοι άνδρες πήραν μέρος στην αλληλογραφία. Ο ίδιος ο Πατριάρχης ήταν άνθρωπος ισχυρών πεποιθήσεων και μεγάλης εμπειρίας, σταθερός εκκλησιαστικός και πολιτικός άνδρας. Έγραψε «ως άτομο και όχι σαν να εκπροσωπούσε σύνοδο, μα είχε τις συμβουλές και τη συνεργασία των άριστων στη διάθεσή του Ελλήνων διανοουμένων, περιλαμβανομένου και του Ιωάννου και Θεοδοσίου Ζυγομαλά και πιθανώς, του Γαβριήλ Σευήρου τιτουλάριου Μητροπολίτη Φιλαδέλφειας. Οι απαντήσεις του είχαν προπαρασκευασθή και σχεδιασθή πολύ προσεκτικά.
Από λουθηρανικής πλευράς ήταν μια φημισμένη ομάδα καθηγητών Πανεπιστημίου. Ο Ιάκωβος Andrcae, ο Λουκάς Osiander, ο Ιωάννης Brenz, ο Ιάκωβος Hccrebrand και άλλοι, και μάλιστα ο Μαρτίνος Crusius που φαίνεται πως ήταν και ο πραγματικός υποκινητής της υποθέσεως. Έχομε κάθε λόγο να πιστεύωμε πως πολύ μεγαλύτερος κύκλος λουθηρανών ενδιαφέρθηκε για τις διαπραγματεύσεις.
Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της δια γραμμάτων επαφής ήταν, οπωσδήποτε τελικά αρνητικό. Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία και απόμεινε μικρή ελπίδα συνδιαλλαγής. Η ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων μάλλον αυξήθηκε.
Η απροθυμία και η απογοήτευση ήταν καταφανείς και στις δυο πλευρές μαζί με κάποια οξύτητα και μνησικακία. Είναι τρομερά αμφίβολο εάν και όλες ακόμη οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν ποτέ να αποκαλυφθούν, πως δεν θα βρισκόταν κάποιος τρίτος απρόσκλητος επισκέπτης να παίρνη μέρος σ’ αυτές. Οι Ρωμαιοκαθολικοί παρατήρησαν με έντονο ενδιαφέρον και ανησυχία τις ασυνήθιστες αυτές συζητήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τους Γερμανούς διαμαρτυρομένους. Αυτοί αποστρέφονταν τελείως ό,τι ήταν κατά τη γνώμη τους παράνομη «έκκληση» εκ μέρους της δύσεως προς την ανατολή.
Ένα αντίγραφο της πρώτης πατριαρχικής απαντήσεως από απροσεξία ή αμέλεια έφθασε στα χέρια ενός Πολωνού ιερέως, του Στανισλαύου Socolovius, που το δημοσίευσε με τα δικά του σχόλια με τον επιθετικό τίτλο: Επίχρισις της ανατολικής Εκκλησίας, de praecipuis nostri saeculi haereticonim dogmatibus etc. (Dillingac 1582 πρβ. Ad nota lianes (επισημειώσεις) από τον ίδιο συγγραφέα, Krakow 1582). Το βιβλίο είχε ευρεία κυκλοφορία καθώς η έκδοση ξανακυκλοφόρησε σύντομα (Köln and Paris, 1584), μεταφράσθηκε δε και στη γερμανική (Ingolstadt 1585). Μερικοί άλλοι Ρωμαίοι πολεμικοί παρενέβησαν (όπως π.χ. ο W. Lindanus, επίσκοπος εις Rocrcmond: Concordia discors Protestantium etc., (Köln 1853).
Ο ίδιος ο πάπας (Γρηγόριος ο ΙΣΤ’), με ειδικό μήνυμα συνεχάρη τον πατριάρχη για την επιβλητική του απάντηση προς τους σχισματικούς. Ο πατριάρχης θα μπορούσε να καθησυχάση τον Άγιο Πατέρα ότι δεν ήταν έτοιμος να κάνη οποιαδήποτε παραχώρηση στα ζητήματα της πίστεως. Αυτή η απρόσμενη κι αθέλητη δημοσιότητα ανάγκασε τους Λουθηρανούς να υπερασπίσουν τη θέση τους και να δημοσιεύσουν όλα τα στοιχεία, τις πλήρεις ελληνικές απαντήσεις και τα δικά τους γράμματα. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Βυτεμβέργη, το 1584, σε δυο γλώσσες, την ελληνική και τη λατινική με επεξηγηματικό και απολογητικό πρόλογο από τον Crusius: Acta et scripta theologorum Wirtembergensium et Patriarche Constantinopolitani D. Hieremiae, quae utrique ab anno MDLXXVl usque ad annum MDLXXXI de Augustana Confessione inter se miserunt. Επικρίθηκε αμέσως από τους Καθολικούς (τον ίδιο το Socolovius και μερικούς άλλους). Μια ειρηνική προσέγγιση αποδείχθηκε πως έγινε πρόσκληση για μάχη. Και όμως, παρ’ όλη την άτυχη περιπλοκή το κέρδος ήταν ολοφάνερο: Έγινε ένα σπουδαίο βήμα, κι έσπασε η σιωπή.
Η πρωτοβουλία για την επικοινωνία ανήκει στους προτεστάντες. Ο Στέφανος Gerlach, νέος λουθηρανός θεολόγος από την Τυβίγγη, επρόκειτο να μεταβή στα 1573 στην Κωνσταντινούπολη για να παραμείνη επί πολύ, σαν Ιερέας στο νέο Αυτοκρατορικό πρεσβευτή στην Τουρκία, το βαρώνο Δαβίδ Ungnad von Sonnegk. Μετέφερε μαζί του ειδικά γράμματα για τον πατριάρχη, από τον Μαρτίνο Crusius και τον Ιάκωβο Andreae, πρύτανη του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Ίσως φανεί πως ο Crusius δεν είχε κατ’ αρχήν εκκλησιαστικά ενδιαφέροντα: Ενδιαφερόταν μάλλον να συγκεντρώση μερικές πληροφορίες για την παρούσα κατάσταση της ελληνικής Εκκλησίας και του έθνους, που ήταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Αλλά αυτό ήταν μάλλον διπλωματική προσποίηση. Ίσως από την πρώτη αρχή ο Gerlach να είχε και κάποια άλλη εντολή. Πάντως, κι από τα πρώτα ακόμη γράμματα η ενότητα και αδελφότητα της πίστεως είχε ήδη μνημονευθή. Εν πάση περιπτώσει, μόνο λίγους μήνες αργότερα, απέστειλαν ένα νέο γράμμα από την Τυβίγγη που το υπόγραψαν ο Crusius και ο Andreae και συναπέστειλαν μ’ αυτό κι ένα αντίγραφο της ομολογίας του Augsburg στην ελληνική. Ο Gerlach έσπευσε να το υποβάλη στον πατριάρχη για να το μελετήση και να κάνη τις παρατηρήσεις του. Εκφραζόταν ελπίδα πως ο πατριάρχης ίσως έβλεπε πως υπήρχε βασική συμφωνία στο δόγμα, παρά τις κάποιες αποκλίσεις σε μερικούς τύπους, αφού οι προτεστάντες δεν έκαμαν οποιουσδήποτε νεωτερισμούς, αλλά κράτησαν πιστά την Ιερή κληρονομιά της πρωταρχικής Εκκλησίας, καθώς είχε διαμορφωθή επί τη βάσει των Γραφών, από τις επτά Οικουμενικές συνόδους. Στην Κωνσταντινούπολη ο Gerlach καθιέρωσε προσωπικές επαφές με διάφορους Ιεράρχες της Εκκλησίας και πραγματοποίησε μερικές συναντήσεις με τον ίδιο τον πατριάρχη. Τελικά επέτυχε όχι μόνο ν’ αποκτήσει φιλόφρονα αναγνώριση αλλά και να πάρη ειδική θεολογική απάντηση. Ήταν πολύ φιλική αλλά μάλλον απογοητευτική.
Ο πατριάρχης υπαινισσόταν πως οι λουθηρανοί θα έπρεπε να ενωθούν με την Ορθόδοξο Εκκλησία και να δεχθούν χωρίς όρους την παραδοσιακή της διδασκαλία. Οι λουθηρανοί επέμειναν στις πεποιθήσεις τους. Η αλληλογραφία συνεχίστηκε για μερικά χρόνια κι ύστερα σταμάτησε. Στην τελευταία του απάντηση προς την Τυβίγγη ο Πατριάρχης απλώς αρνήθηκε κάθε περαιτέρω συζήτηση για το δόγμα.
Παρά ταύτα ήταν έτοιμος ν’ αλληλογραφήσει φιλικά. Και πράγματι κράτησε την επαφή με την Τυβίγγη για λίγο καιρό μετά τον τυπικό τερματισμό των θεολογικών συζητήσεων.
Ποιος ήταν ο κύριος λόγος κι ο σκοπός για την προσέγγιση των Λουθηρανών προς την Ορθόδοξη ανατολή; Το ζήτημα ήταν περίπλοκο. Δυο κύρια σημεία θα έπρεπε να τονισθούν.
Πρώτα άπ’ όλα οι πρώτοι μεταρρυθμιστές δεν είχαν σκοπό να «καινοτομήσουν» στο δόγμα. Αντίθετα, αγωνίσθηκαν να αποκαθάρουν την Εκκλησία άπ’ όλες αυτές τις «καινοτομίες» και προσθήκες, που κατά τη γνώμη τους, είχαν συσσωρευθή δια μέσου των αιώνων, ειδικότερα στη δύση. Γι’ αυτό ώφειλαν να επικαλεστούν την παράδοση, δηλαδή τις μαρτυρίες της αρχαίας Εκκλησίας. Επιχειρήματα από τη χριστιανική αρχαιότητα είχαν χρησιμοποιηθή συνεχώς στην έριδα με τη Ρώμη από την πρώτη αρχή, από την γνωστή συζήτηση του ίδιου του Λούθηρου στη Λειψία το 1519. Ήταν περισσότερο από αναφορά στο παρελθόν. Θύμιζε επίσης επίκαιρα πως η Χριστιανοσύνη δεν περιοριζόταν στη ρωμαϊκή δύση.
Ο Λούθηρος γινόταν ίσως περιστατικά πολύ ασεβής και αυστηρός κριτικός προς τους πατέρες, αλλά δεν μπορούσε να παραθεωρήση τελείως τη μαρτυρία τους, και το επιχειρήματα από την παράδοση κατείχαν ένα σημαντικό μέρος στα συγγράμματά του. Ήταν πολύ φυσικό πως σε μεταγενέστερη φάση, η ομόφωνη διδασκαλία μιας εκατονταετίας θα έπρεπε να θεωρηθή σαν κριτήριο και βάση της δογματικής διευθετήσεως μαζί με τις Γραφές. Δεν είναι εκπληκτικό πως στη Formula Concordiae οι αναφορές στην παράδοση ήταν πολυάριθμες και καταφανείς. Η εκκλησιαστική ιστορία σαν ξεχωριστό θεολογικό μάθημα εισήχθη στις πανεπιστημιακές παραδόσεις ταυτόχρονα με την έριδα, πρώτα από τους προτεστάντες και μάλιστα για πολεμικούς σκοπούς. Τώρα, λοιπόν, η Εκκλησία της ανατολής ήταν αναντίρρητα η Εκκλησία της παραδόσεως. Δεν ήταν παρά φυσικό να ρωτήσουν: δεν θα μπορούσε η χριστιανική ανατολή να γίνη σύμμαχος ή σύντροφος στον αγώνα κατά των ρωμαϊκών καινοτομιών; Η μακραίωνη αντίσταση της ανατολής στις παπικές αξιώσεις φαινόταν να δικαιώνη αυτές τις ελπίδες. Η ανατολική -προσήλωση στην παράδοση» στη συγκεκριμένη αυτή κατάσταση θα μπορούσε να ερμηνευθεί μάλλον σαν ένδειξη υποσχέσεως για αγαθά αποτελέσματα παρά σαν εμπόδιο. Με αυτές τις διαθέσεις οι λουθηρανοί της Τυβίγγης παρουσίασαν στον Πατριάρχη την ομολογία του Augsburg. Η μαρτυρία της ανατολής θα μπορούσε να έχη τεράστια σημασία στη δυτική διένεξη. Για τον ίδιο λόγο, οι Ρωμαίοι θα επέμεναν στην τελεία συμφωνία (perpétua consensio) ανατολής και δύσεως σ’ όλα τα βασικά δόγματα και τους τύπους και θα αναφέρονταν προς τούτο στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Αντίθετα, οι προτεστάντες επί αρκετές γενεές συνήθιζαν να τονίζουν την τελική αδιαλλαξία της ανατολής με τη Ρώμη.
Η μαρτυρία της ανατολικής Εκκλησίας, αρχαία και σύγχρονη είχε χρησιμοποιηθή ευρέως για πολεμικούς σκοπούς και από τους καθολικούς και από τους προτεστάντες. Υπήρχε ειδικός λόγος για την μεσολάβηση ενός Πολωνού θεολόγου σε μια ορθόδοξο – λουθηρανή συζήτηση. Πρέπει να θυμηθή κανείς την εκκλησιαστική κατάσταση στην Πολωνία στη συγκεκριμένη αυτή εποχή. Η εξάπλωση της μεταρρυθμίσεως στη σλαυική ανατολή ήταν ένα από τα ζωτικά ενδιαφέροντα για τους Γερμανούς μεταρρυθμιστές, ο ίδιος ο Μελάγχθων ενδιαφερόταν πάρα πολύ για αυτό τα ζήτημα. Μα αυτή την εποχή η μεταρρύθμιση στην Πολωνία μετά από ολιγόχρονη επιτυχία, ήταν στα στάδιο της καταρρεύσεως. Υπήρχε βέβαια ακόμη αξιοσημείωτη προτεσταντική μειονότητα στη χώρα, και οι προτεστάντες ηγέτες βρίσκονταν σε φιλική επαφή με τους ορθοδόξους. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ένα κοινό κίνδυνο: Τη ρωμαϊκή προπαγάνδα. Ένα σχέδιο για ορθόδοξο – προτεσταντική «ομοσπονδία» αμύνης ήταν υπό προώθηση. Εξ άλλου, ταυτόχρονα, διαπραγματεύονταν οι Ορθόδοξοι επίσκοποι στην Πολωνία για να ενωθούν με τη Ρώμη. Τελικά αποπερατώθηκαν (οι διαπραγματεύσεις) το 1595, αλλά με μερική και αβέβαιη επιτυχία αφού η θέση και η γραμμή του Ορθοδόξου κλήρου και λαού ήταν τρομερά ενάντια σ’ αυτή την υποταγή στη Ρώμη.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η φωνή του Οικουμενικού πατριάρχη ήταν μεγίστης σπουδαιότητος. ειδικά επειδή η Εκκλησία στην Πολωνία ήταν αυτή την εποχή υπό την κατ’ ευθείαν εξουσία και δικαιοδοσία του. Αυτό μας φέρει στο δεύτερο σημείο. Δεν μπορούμε να αγνοήσομε τους -μη θεολογικούς παράγοντες- του οικουμενικού προβλήματος. Η μεταρρύθμιση από την αρχή είχε κάποιες προφανείς πολιτικές και διεθνείς συνέπειες. Η ενότητα της χριστιανικής Ευρώπης απειλήθηκε σοβαρά. Η Ευρώπη επρόκειτο να χωρισθή σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ακριβώς για το θρησκευτικό ζήτημα. Η πολιτική κατάσταση, κατά μεγάλο μέρος δημιουργήθηκε από το θρησκευτικό σχίσμα. Πολιτικές συμμαχίες και ομολογιακή ενότητα συνδέονταν άμεσα. Το πρόβλημα ήταν ταυτόχρονα πολιτικό και θρησκευτικό, διεθνές και οικουμενικό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως στο 16ο αι. το κύριο πρόβλημα της διεθνούς ευρωπαϊκής πολιτικής ήταν ακριβώς -το ανατολικό ζήτημα-. Και είχε προφανώς θρησκευτικό χρώμα. Oι προτεσταντικές και καθολικές δυνάμεις αγωνίζονταν αυτή την εποχή για υπεροχή στην εγγύς ανατολή.
Ήταν ένα πρόβλημα κατεπείγον: Η χριστιανική ανατολή επρόκειτο να ταχθή με την προτεσταντική ή με τη ρωμαϊκή πλευρά; Ο οικουμενικός πατριάρχης ήταν όχι μόνο η κεφαλή της Εκκλησίας αλλά και ο ηγέτης του ελληνικού έθνους. Ευρωπαίοι διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη ενδιαφέρονταν σοβαρά για τη στάση του. Στην πραγματικότητα, όλες οι ευρωπαϊκές επαφές με τον πατριάρχη κατά τον 16ο αι. είχαν αναμειχθεί με πολιτικές μηχανορραφίες. Oι Έλληνες ζητούσαν παρά ταύτα βοήθεια από τη δύση κατά των μουσουλμάνων επιδρομέων. Μπορούσε να έλθη και από τις δυο πλευρές: από τη Ρώμη ή τον προτεσταντικό συνασπισμό. Εξ άλλου, υπήρχε άμεσος «τουρκικός κίνδυνος». Μια διαιρεμένη χριστιανική δύση θα μπορούσε να γίνη εύκολη λεία των ανατολικών επιδρομέων. Πολιτική ασφάλεια βρισκόταν μόνο στη χριστιανική επανένωση.
Σ’ αυτή την πολιτική κατάσταση ήταν ακριβώς τα πράγματα όταν έγινε η πρώτη προσπάθεια επαφής με τον πατριάρχη από το Μελάγχθονα το 1559. Η εντύπωσή του ήταν βαθειά για τα πάθη των Χριστιανών κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Γι’ αυτόν ήταν εσχατολογικό σημείο. Δεν μπορούσε παρά να ελπίζει πως τις έσχατες ημέρες ο ίδιος ο Χριστός θα επανένωνε την Εκκλησία. Έγραψε στον πατριάρχη Ιωάσαφ μ’ αυτό το νόημα και τον παρώτρυνε να πιστεύη πως οι λουθηρανοί ήταν πιστοί στη διδασκαλία της Γραφής και των πατέρων. Αυτό το γράμμα ουδέποτε αναγνωρίσθηκε κι ούτε δόθηκε απάντηση. Ίσως παραδόθηκε μετά από μεγάλη καθυστέρηση, ήδη μετά το θάνατο του Μελάγχθονα. Είναι εξόχως ενδιαφέρον, σύμφωνο με το προσωπικό μήνυμα πως ο Μελάγχθονας έστελνε ένα αντίγραφο της αυγουστιαίας ομολογίας στά ελληνικά στον πατριάρχη, προφανώς σαν απόδειξη της δογματικής ορθοδοξίας των λουθηρανών. Αυτή η μετάφραση δημοσιεύθηκε στη Basel, 1559, υπό το όνομα του Παύλου Dolscius (Επανακυκλοφόρησε εκ νέου στη Βυτεμβέργη, 1587). Ο καθηγητής Ε. Benz απόδειξε τελευταία πως αυτή η μετάφραση δεν ήταν ακριβής απόδοση του τελικού κι επίσημου κειμένου της Αύγουστος αλλά ένα έγγραφο πολύ ειδικού χαρακτήρα. Πρώτα άπ’ όλα το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε για τη μετάφραση ήταν ειδική έκδοση της παραλλαγής του 1531 και όχι η μεταγενέστερη αναθεώρηση. Όσο κι αν φανή παράξενο αυτό το γεγονός παραθεωρήθηκε πλήρως και από τους σύγχρονους και από τους μεταγενέστερους ερευνητές (μόνο ο Lebedev παρατήρησε πως ήταν η προγενέστερη έκδοση κάπως επαυξημένη). Κατά δεύτερον ήταν ελεύθερη ερμηνεία μάλλον παρά κατά λέξη απόδοση. Ήταν, ούτως ειπείν, επιδέξια μεταφορά της ομολογίας του Augsburg στο παραδοσιακό θεολογικό ιδίωμα της ανατολής. Αυτό προδίδει την άμεση γνωριμία του μεταφραστή με την ελληνική πατερική και λειτουργική φρασεολογία. Είναι πολύ απίθανο πως θα μπορούσε να την κάνη ο Dolscius. Μένει λίγη αμφιβολία πως ο ίδιος ο Μελάγχθονας ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό το τμήμα του έργου. Αλλά ακόμη κι ένας τέτοιος έμπειρος ελληνιστής σαν κι αυτόν δεν θα μπορούσε να το κάμη με τόση αποτελεσματικότητα και συνέπεια χωρίς τη βοήθεια κάποιου από τον οποίον προερχόταν φυσιολογικά αυτό το ανατολικό ιδίωμα. Ο Δημήτριος, διάκονος της ελληνικής Εκκλησίας, ήταν με τον Μελάγχθονα ακριβώς την εποχή που γινόταν η μετάφραση και έχομε κάθε λόγο να πιστεύωμε πως η συμμετοχή του στο όλο έργο ήταν σημαντική. Ο Δημήτριος ήταν ένα αινιγματικό πρόσωπο. Φαίνεται πως είχε στολή στη Γερμανία από τον πατριάρχη για κάποιες υποθέσεις. Αλλά προφανώς συμπαθούσε πολύ τη μεταρρύθμιση και ενεργούσε δραστήρια για την εξάπλωση του προτεσταντισμού στην Ουγγαρία και Μολδαβία. Τον έστειλε ο Μελάγχθονας για να παραδώσει το γράμμα του κι ένα αντίγραφο της ελληνικής μεταφράσεως στον πατριάρχη. Προφανώς, η ελληνική αυγουστιαία προοριζόταν πρωταρχικά για τους Έλληνες. Δεν προοριζόταν για εσωτερική κυκλοφορία και ο Μελάγχθονας ενοχλήθηκε πολύ με τη δημοσίευσή της, καθώς ισχυρίσθηκε, χωρίς τη συγκατάθεση και τη γνώμη του (sine meo consilio). Γενικώς, η μετάφραση αυτή έγινε ήδη σπουδαίο οικουμενικό επίτευγμα. Στην πραγματικότητα ήταν προσπάθεια να παρουσιάσει τα βασικά δόγματα των λουθηρανών στην ελληνική πατερική και λειτουργική γλώσσα. Ήταν απλώς διπλωματική προσποίηση ή προσαρμογή στα ελληνικά έθιμα; Ή μάλλον, το όλο τόλμημα ήταν εμπνευσμένο από βαθειά πεποίθηση πως βασικά και ουσιαστικά η ομολογία του Augsburg ήταν πράγματι σύμφωνη με την πατερική παράδοση;
Ο Μελάγχθονας ήταν καλός πατερικός μελετητής και οι απόψεις του για τους αρχαίους πατέρες ήταν αυθεντικές. Μπορούσε να πίστευε ειλικρινά πως η αυγουστιαία θα γινόταν παραδεκτή από τον πατριάρχη. Στην πραγματικότητα, ακόμη και σ’ αυτό το ειδικό ελληνικό σχέδιο, αποδείχθηκε πως ήταν απαράδεκτη. Το ζήτημα πάντως παραμένει, εάν αυτή η μετάφραση ήταν ορθή και αυθεντική παρουσίαση της επίσημης λουθηρανικής διδασκαλίας. Οπωσδήποτε οι θεολόγοι της Τυβίγγης δεν δίστασαν να στείλουν αυτό το κείμενο στον πατριάρχη, και ο Crusius ήταν έτοιμος να το τυπώση, όσο κι αν εκείνη την εποχή ήταν δύσκολη η παραγωγή αντιτύπων. Αυτή η ελληνική μετάφραση ουδέποτε αποκηρύχθηκε από την πλευρά των λουθηρανών. Είναι πιθανόν, πάντως, να είχε απλώς ξεχασθή. Εξ’ άλλου, θα πρέπει να μας έρθη στο νου, πως δεν υπήρχε κοινό Λουθηρανικό δόγμα παραδεκτό στην πρώιμη αυτή εποχή — ήταν ακόμη περίοδος μεταβατική και ερίδων, υπήρχε ακόμη αρκετός χώρος για ελεύθερη ερμηνεία. Ας θυμηθούμε πως η Formula Concordiae, με την προσπάθειά της να συμβιβάσει διάφορες και αποκλίνουσες γνώμες, ανήκε στην ίδια ακριβώς αυτή εποχή που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Τυβίγγης και Κωνσταντινουπόλεως ήταν εν εξελίξει. Το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής μεταφράσεως της αυγουστιαίας ήταν η αποφυγή της χρήσεως της σχολαστικής φρασεολογίας, που ήταν ξένη στην ανατολή και ο μετριασμός της δυτικής εμφάσεως στη νομική άποψη του δόγματος της σωτηρίας. Η έμφαση μετατοπίσθηκε από τη δικαίωση και τη συγγνώμη στην αιώνιο ζωή στη νέα γέννηση η αναγέννηση και την ανάσταση. Ήταν ούτως ειπείν αντικατάσταση της Ιωαννείου διδασκαλίας από την Παύλειο. Εξ άλλου το δόγμα χρησιμοποιήθηκε μάλλον από λατρευτική άποψη, παρά απλώς σαν τμήμα της σχολαστικής διδασκαλίας.
Η πρώτη πατριαρχική απάντηση υπογράφηκε στις 15 Μαΐου του 1576 κι εστάλη αμέσως στην Τυβίγγη. Ήταν αναμφίβολα ομαδικό έργο και ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς ήταν προφανώς ο βασικός συνεργάτης. Το τελικό κείμενο ήταν όμως προσεκτικά αναθεωρημένο από τον πατριάρχη. Τα κείμενο δεν ήταν καθόλου πρωτότυπη σύνθεση, και δεν διεκδικούσε καμιά πρωτοτυπία. Αντίθετα είχε αποφευχθεί αυστηρά κάθε καινοτομία. Ήταν προσεκτικός ερανισμός από παραδοσιακές πηγές. Δεν ήταν τόσο ανάλυση της αυγουστιαίας, όσο παράλληλη έκθεση του Ορθοδόξου δόγματος. Είχε υποστηριχθή πως η βασική αξία του κειμένου βρισκόταν ακριβώς στη μη πρωτοτυπία του. Ήταν η τελευταία δογματική έκθεση στην ανατολή, στην οποία δεν μπορούμε να εντοπίσομε δυτική επίδραση ακόμη και στην ορολογία. Ήταν, κατά κάποια έννοια, επίλογος της βυζαντινής θεολογίας.
Οι πηγές αυτού του κειμένου εξετάσθηκαν με προσοχή από πολλούς σύγχρονους ερευνητές (τον Φίλιππο Meyer κατά πρώτον και οι παρατηρήσεις του έγιναν γενικά αποδεκτές). Οι κύριες αυθεντίες ήταν: Ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Ιωσήφ Βρυέννιος και οι παλαιοί πατέρες και μάλιστα ο Μ. Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι ίδιες αυθεντίες χρησιμοποιήθηκαν στις μεταγενέστερες απαντήσεις του πατριάρχη. Δινόταν μεγάλη έμφαση στην αξιοπιστία της παραδόσεως. Αυτό αποτελούσε ίσως τη μεγαλύτερη δυσκολία για τους Λουθηρανούς που έδιναν έμφαση μόνο στη Γραφή. Γενικά ο πατριάρχης ήταν πάρα πολύ διαλλακτικός και ισορροπημένος στα σχόλια ή τις κριτικές του. Στο συγκαλυμμένο του γράμμα εκφραζόταν η ελπίδα πως και -οι δυο Εκκλησίες- θα μπορούσαν να επανενωθούν. Πάντως αυτή η ενότητα θα μπορούσε να βασισθεί μόνο στην πλήρη δογματική συμφωνία, δηλαδή στην τέλεια παραδοχή της Ιεράς Παραδόσεως.
Υπήρχαν μερικά ειδικά σημεία στα οποία ο Πατριάρχης δεν μπορούσε να συμφωνήση με τη λουθηρανική διδασκαλία. Φυσικά έπρεπε να άντιταχθή στον όρο Filioque. Αλλά, προφανώς, δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτό ειδικά τίποτε λουθηρανικό. Θα μπορούσε γενικά να συμφωνήση με τη Λουθηρανική ιδέα της προελεύσεως της αμαρτίας, μα θα τόνιζε παρά τούτα την ανθρώπινη ελευθερία (σ’ αυτό το σημείο αναφέρεται εκτεταμένα στον Άγιο Χρυσόστομο). Τίποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς τη θεία πρωτοβουλία. Εν τούτοις η χάρη του Θεού λαμβάνεται ελεύθερα — δεν υπάρχει εξαναγκασμός στην ενέργειά της. Και γι’ αυτό, πίστη και -αγαθά έργα- δεν μπορούν να ξεχωρισθούν ούτε και θάπρεπε να τα φέρωμε αντιμέτωπα ή αντίθετα το ένα στα άλλο. Οπωσδήποτε, η αληθινή συγχώρηση συνδέεται με τη μετάνοια. Εξ άλλου στο κεφάλαιο των μυστηρίων ο πατριάρχης παρουσιάζει την ορθόδοξο διδασκαλία. Αναφέρει πως υπάρχουν επτά μυστήρια και ενδιατρίβει αρκετά σε κάθε ένα. Σ’ αυτό ειδικά το κεφάλαιο πρέπει να ομολογήσομε κάποια δυτική επίδραση. Όχι μόνο επειδή ο αριθμός -επτά- είχε δυτική προέλευση (συγκριτικά μεταγενέστερη — Πέτρος Lombardus) και μόνο βαθμιαία έγινε αποδεκτός στην ανατολή (σε μερικά κείμενα του 14ου και του 15ου ακόμη αι. έχομε και άλλους ακόμη καταλόγους μυστηρίων), αλλά και επειδή ίσως για πρώτη φορά στην άνατολή μνημονεύεται σχολαστική διάκριση μεταξύ «τύπου» και «ούσίας» (πρέπει ίσως να αποδώσομε αυτή τη στροφή της ορολογίας στο Γαβριήλ Σευήρο, που έκανε εκτεταμένη χρήση αυτής της σχολαστικής φρασεολογίας στην μελέτη του «Περί Μυστηρίων» που εκδόθηκε το 1600). Ο πατριάρχης δεν θα μπορούσε να δεχθή το δόγμα της θείας εύχαριστίας όπως παρουσιαζόταν στην αυγουστιαία ομολογία. Χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομερή έλεγχο, εκθέτει καθαρά την ορθόδοξη διδασκαλία. Με τον καθαγιασμό πραγματοποιείται «μεταβολή» των στοιχείων στο ίδιο το σώμα και το αίμα του Χριστού. Δεν χρησιμοποιεί τον όρο «μετουσίωση» που υιοθετήθηκε από μερικούς ορθοδόξους θεολόγους μεταγενέστερα. Η θ. Ευχαριστία δεν είναι μόνο μυστήριο αλλά και θυσία. Ο πατριάρχης τονίζει τη σπουδαιότητα του μυστηρίου της μετάνοιας και από μυστηριακής και από ηθικής απόψεως. Αποκηρύττει όλες τις καταχρήσεις που είχαν διεισδύσει στο επιτίμιο της μετάνοιας, αλλά επιμένει πολύ πως τα επιτίμια είναι βοηθητικά φάρμακα για τους αμαρτωλούς. Πολύ παράξενα είναι ικανοποιημένοι με τη γνώμη της αυγουστιαίας για τους ιερούς κανόνες, δηλαδή πως κανείς δεν θα μπορούσε να επιτελέσει τα μυστήρια και να διδάξη το λόγο του Θεού δημοσίως χωρίς να έχει εκλεγεί κανονικά και χειροτονηθεί γι’ αυτό το λειτούργημα. Η πρόταση ήταν ασαφής και διφορούμενη και μπορούσε να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Προφανώς η ορθόδοξη ερμηνεία δεν ήταν ίδια με τη λουθηρανική. Πολύ ολίγα αναφέρονται για την Εκκλησία. Δεν μνημονεύεται τίποτε ιδιαίτερο περί των εσχάτων. Ο πατριάρχης όμως επιμένει πολύ σε μερικά επίμαχα πρακτικά σημεία: στην επίκληση των αγίων και τις μοναστικές υποσχέσεις.
Το κείμενο είχε καταφανώς ειρηνικό χαρακτήρα. Και γι’ αυτό ίσως ακριβώς το λόγο δεν ήταν πειστικό. Ένας σύγχρονος αναγνώστης μπαίνει σε πειρασμό να το χαρακτηρίση πως προσπαθεί ν’ αποφύγει (να πάρει θέση) και να μη δεσμευθεί. Πράγματι, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως τα πλέον σπουδαία σημεία των αποκλίσεων μόλις που εγγίζοντω: Το δόγμα περί Εκκλησίας και ιερωσύνης μα και το δόγμα της δικαιώσεως. Μα και ο ίδιος ο πατριάρχης ήταν διαφορετικής γνώμης. Ο σκοπός του δεν ήταν να κριτικάρη αλλά να εκθέση την ορθή διδασκαλία.
Κλείνει το μήνυμά του προς τους λουθηρανούς με μια συγκεκριμένη πρόταση: Εάν μπορούν να προσχωρήσουν ολόκαρδα στην παραδοσιακή αυτή διδασκαλία, ευχαρίστως θα τους δεχθή σε επικοινωνία, και έτσι οι «δύο Εκκλησίες» θα γίνουν μία. Δεν επρόκειτο πράγματι να κάμει καμιά παραχώρηση.
Πρέπει να θυμηθούμε πως στην Κωνσταντινούπολη πολύ ολίγα ήταν γνωστά για τη μεταρρύθμιση. Τόσο όσο μπορούμε να κρίνωμε από τα προσωπικά ημερολόγια του Gerlach και του διαδόχου του Σολομώντα Schwciggcr, οι Ορθόδοξοι ήταν ανεπαρκώς πληροφορημένοι και πολλές άπ’ αυτές τις πληροφορίες έρχονταν από περιστατικά και συχνά ισχυρά ρεύματα, δηλαδή από τους ρωμαιοκαθολικούς. Υπήρχε πάντως κάποιος λόγος συμπάθειας της μεταρρυθμιστικής κινήσεως απλώς γιατί ήταν κίνηση αποκομμένη από τη Ρώμη. Αλλά η γνώση του δόγματος της μεταρρυθμίσεως ήταν τότε πολύ ανεπαρκής. Ο ίδιος ο Ιερεμίας είχε κάποια ιδέα της κινήσεως καθώς μπορούμε να κρίνωμε από τα ζητήματα που έθεσε στον Gerlach κατά τις προσωπικές τους συνομιλίες. Δεν μπορούμε να ξέρωμε ακριβώς μέχρι ποιου σημείου έφταναν οι πληροφορίες του. Εξ’ άλλου, η αυγουστιαία ομολογία μπορεί να κατανοηθή πρεπόντως μόνο σε πλατύτερη ιστορική τοποθέτηση. Ίσως ο πατριάρχης ενδιαφερόταν για ένα πράγμα: Μέχρι ποιου σημείου ήταν δυνατόν να περιμένη τους δυτικούς διισταμένους για να ενωθούν με την ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’ αυτόν ήταν η μόνη φυσική προσέγγιση στο πρόγραμμα της ενότητας, και ίσως να ήταν και η μόνη εφικτή στο 16ο αιώνα. Η ανατολή ήταν επί αιώνες χωρισμένη και αποξενωμένη από τη δύση, και ο πρωταρχικός λόγος γι’ αυτό ήταν ακριβώς οι «ρωμαϊκές αξιώσεις». Τώρα υπήρχε νέα Άντι ρωμαϊκή κίνηση στη δύση. Δεν επρόκειτο τάχα να πραγματοποιηθή επιστροφή σ’ αυτή την παράδοση, την οποία η ανατολή τόσο επίμονα διατήρησε; Δεν θα ήταν δυνατόν να περιμένωμε οποιαδήποτε κατανόηση κι εκτίμηση του λουθηρανικού δόγματος από τον Ιερεμία. Ενδιαφερόταν μόνο για το ζήτημα ενώ οι προτεστάντες ήταν έτοιμοι να ασπασθούν το υγιές δόγμα, του οποίου η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πιστός θεματοφύλακας δια μέσου των αιώνων. Από το άλλο μέρος, οι Λουθηρανοί της Τυβίγγης ενδιαφέρονταν άκριβώς για το ίδιο πράγμα, μα από αντίθετη άποψη: Ήταν έτοιμη η ορθόδοξη ανατολή να δεχθή το «υγιές δόγμα» τους, όπως είχε διατυπωθή στην αυγουστιαία ομολογία ;
Το πατριαρχικό σχόλιο στην αυγουστιαία ήταν θλιβερή απογοήτευση γι’ αυτούς. Αισθάνθηκαν πως ήταν αναγκασμένοι να δώσουν μερικές εξηγήσεις. Αυτό το νέο μήνυμα προς τον πατριάρχη υπογράφηκε από τον Κρούσιο και τον Λουκά Osiander. Βασικά ήταν απολογία. Ήταν δυσαρεστημένοι με τους υπαινιγμούς του πατριάρχη ότι ακολουθούσαν ανθρώπινες επινοήσεις. Αντίθετα, ήταν βέβαιοι ότι βρίσκονταν σε ασφαλέστερο έδαφος παρά εκείνος — βασίζονταν δηλαδή στο Λόγο του Θεού. Υπήρχε στην πραγματικότητα σύγκρουση μεταξύ των δύο δογματικών άρχων, της αρχής της παραδόσεως από την ορθόδοξη πλευρά και της αρχής που θέτει ως βάση τη Γραφή από την πλευρά της μεταρρυθμίσεως. Κατ’ αυτή την εποχή οι λουθηρανοί ήταν πλήρως ενήμεροι για την τελική αυτή σύγκρουση των αρχών. Παρά τούτα φαινόταν σ’ αυτούς πως συμφωνούσαν σε πολλά σημεία.
Τα σημεία της διαφωνίας ήταν τα εξής: Ποια ήταν η αυθεντία στα ζητήματα της πίστεως; Φυσικά και το Filioque. Ύστερα, το όλο δόγμα της ελευθερίας και δικαιώσεως μόνο δια της πίστεως. Δεν υπήρχαν παρά μόνο δυο μυστήρια. Δεν ήταν σωστό να προσεύχεται κανείς για τους αποθανόντες. Η Ευχαριστία δεν πρέπει να θεωρείται θυσία. Τελικά, και η επίκληση των αγίων και ο μοναχισμός ήταν απαράδεκτα. Ο πατριάρχης είχε πολύ ολίγα να προσθέση στην προηγούμενή του έκθεση. Οι λουθηρανοί του έστειλαν αυτή την εποχή μερικά νέα στοιχεία της διδασκαλίας τους, δηλαδή την Επίτομη Θεολογίας του Ιάκωβου Hecrebrand μετοφράσθηκε στην ελληνική από τον Crusius (κυκλοφόρησε στη Βυτεμβέργη το 1582).
Για την προετοιμασία της δεύτερης πατριαρχικής απαντήσεως έλαβαν μέρος μερικοί νέοι ειδικοί, όπως ο Μητροφάνης, μητροπολίτης Βέροιας, ο Μεθόδιος, μητροπολίτης Μελενίκου, ο ιερομόναχος Ματθαίος και, όπως και πριν, ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς. Δεν υπήρχε τίποτε καινούργιο στη δεύτερη αυτή απάντηση, εκτός από την ισχυρότερη εμμονή στην πλήρη παραδοχή της όλης ορθόδοξης διδασκαλίας. Παρά ταύτα δεν σημειώθηκε ακόμη το τέλος. Οι λουθηρανοί έγραψαν περισσότερο από μια φορά στον πατριάρχη υπερασπίζοντας τη θέση τους.
Ο πατριάρχης αισθάνθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να θέση ένα τέλος σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις που τώρα προφανώς δεν υπόσχονταν τίποτε. Πρότεινε λήξη των χωρίς ελπίδα θεολογικών συζητήσεων αλλά ήταν πρόθυμος να συνεχίσει τις φιλικές επαφές. Οι λουθηρανοί ξανάγραψαν για να εκφράσουν και πάλι την ελπίδα τους πως στο μέλλον ίσως ήταν δυνατή μια καλύτερη αμοιβαία κατανόηση και στενότερη επαφή.
Αυτή η πρώτη οικουμενική αλληλογραφία μεταξύ Βυτεμβέργης και Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε πρακτικά επακόλουθα. Παραγκωνίσθηκε από μεταγενέστερες εξελίξεις που δυστυχώς οδήγησαν σε σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων. Στην αρχή η ειλικρίνεια και η κατανόηση ήταν μεγαλύτερη. Μια λεπτομερέστερη μελέτη της φιλικής αυτής ανταλλαγής των πεποιθήσεων μεταξύ της ανατολικής Εκκλησίας και του ανατέλλοντος κόσμου της μεταρρυθμίσεως δεν έχει απλώς αξία σαν γεγονός που ικανοποιεί την ιστορική περιέργεια. Ήταν μια προσπάθεια για να ανακαλύψει κάποιο κοινό έδαφος και να υιοθετήσει ένα κοινό ιδίωμα.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΕΚΔΟΣΗ Β’ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2000
Τίτλος του πρωτοτύπου: Georges Florofsky, Christianity and Culture – A’ έκδοση:1982
B’ έκδοση: 2000 © Copyright για την ελληνική γλώσσα: Πουρναράς Σ. Παναγιώτης – ISBN: 960-242-188-6 – ΕΚΔΟΤΗΣ: ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ Σ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ – Καστριτσίου 12, 546 23 Θεσσαλονίκη
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ