π. Γεωργίου Μεταλληνού (+)
Προσφέρει κοινωνικό σύστημα η Εκκλησία;
Το ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής: αφού ο Χριστιανισμός – Ορθοδοξία προσφέρει τη δική του κοινωνία στον κόσμο, θα δώσει και κοινωνικο-πολιτικό σύστημα; Υπάρχει τέτοιο συγκεκριμένο χριστιανικό «σύστημα»;
Πρέπει να ξεκαθαρισθεί, ότι η Ορθοδοξία, ούτε είναι σύστημα, ούτε μπορεί ποτέ να κλεισθεί στα στεγανά οποιουδήποτε συστήματος. Ορθοδοξία είναι η ζωή του Θεού στον κόσμο, που εισήλθε στην ιστορία στο Πρόσωπο του Λόγου του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι, γι’ αυτό, η ζωή της Ορθοδοξίας ζωή εν Πνεύματι, ζωή ελευθερίας και Χάριτος.
Η έννοια του συστήματος είναι σχολαστική, και αποδεικνύει, πόσο βαθειά έχει προχωρήσει στους τελευταίους αιώνες η σχολαστική επίδραση στη θεολογία και τη ζωή μας. Γι’ αυτό γίνεται στα τελευταία χρόνια μεγάλος και ελπιδοφόρος αγώνας για την αποσχολαστικοποίηση, και την αποδυτικοποίηση συγχρόνως, της θεολογίας και της ζωής μας. Είναι όμως έξω από κάθε αντίρρηση και αμφιβολία, ότι η εν Χριστώ αναγέννηση απαιτεί την «Χριστοποίηση» της ζωής σε κάθε διάστασή της, για να γίνει η ζωή μας Ζωή Χριστού – Χριστοζωή. Αυτό σημαίνει και ο αποστολικός εκείνος λόγος: «είτε εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, ΠΑΝΤΑ ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ ΠΟΙΕΙΤΕ» (Α’ Κορ. 10,31). Δεν είναι, άρα, δυνατό, να τρέφεται πνευματικά ο Χριστιανός από τον Χριστό (π.χ. στην πίστη και την λατρευτική ζωή του), κοινωνικά όμως να περιμένει σωτηρία από τις δυνάμεις του κόσμου, και μάλιστα πολλές φορές να μεταβάλλεται ασυνείδητα σε «νεροκουβαλητή» τους. Πως μπορεί ο ορθόδοξος χριστιανός στη λατρεία του να ομολογεί «ΕΙΣ ΑΓΙΟΣ, ΕΙΣ ΚΥΡΙΟΣ (υπάρχει), Ιησούς Χριστός» και στην κοινωνικοπολιτική ζωή του να συμβιβάζεται, και να ταυτίζεται μάλιστα, με τα συστήματα του κόσμου.
Είναι δε γεγονός, ότι τη μεγαλύτερη τραγικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας συνιστά το πέρασμα της «πίστης» μέσα από πολιτικοκομματικά φίλτρα, ώστε να μπορεί να λεχθεί και για μας ό,τι διεκήρυτταν οι Βένετοι στα χρόνια της παντοκρατορίας τους: Primo Veneziani e poi Christian! (πρώτα βενετοί και μετά χριστιανοί)! Πρώτα ο,τιδήποτε άλλο και μετά ορθόδοξοι! Η Ορθοδοξία όμως, όπως είπαμε, απαιτεί ΟΛΗ τη ζωή. «Εαυτούς και αλλήλους και ΠΑΣΑΝ την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»…
Δεν είναι συνεπώς περίεργο, που οι Απόστολοι οργάνωσαν την Εκκλησία, πνευματικά και κοινωνικά, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Χριστού. Η πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων εμφανίσθηκε σε περιβάλλον Ιουδαϊκό και ειδωλολατρικό – ρωμαϊκό. Δηλαδή σε περιβάλλον, που συνιστούσε κοινωνία κοσμική, ξένη προς το θέλημα του Θεού. Που κατευθυνόταν και προσδιοριζόταν από νόμους και κανόνες ζωής – από «σύστημα» – που έφτιαξε ο χωρίς Χριστό άνθρωπος. Η πρώτη Εκκλησία ανέπτυξε τον δικό της τρόπο ζωής, τον δικό της τρόπο υπάρξεως στον κόσμο, που περιγράφεται ζωηρότατα και σαφέστατα στις Πράξεις των Αποστόλων (βλ. κεφ. 2,43 έ. και 4,32 έ).
Ο Διάκονος Στέφανος θα κατηγορηθεί, ότι αυτή τη νέα κοινωνική δομή της Εκκλησίας προσπαθούσε να δώσει στους ομοφύλους του Εβραίους. Η κατηγορία ήταν, πως ήθελε ν’ αλλάξει «τα έθη» τους (τον τρόπο κοινωνικής ζωής) που ισχυρίζονταν πως τάχα τους έδωσε ο Μωυσής (Πραξ. 6,14).
Η πρώτη Εκκλησία δεν έδωσε κανένα γραπτό «σύστημα». Έδωσε όμως τον τρόπο ζωής των Χριστιανών στον κόσμο. Το πνεύμα των Αποστόλων μας ενδιαφέρει. Η θέλησή τους, που ήταν να γίνει ζωή Χριστού και η κοινωνικοπολιτική ζωή των πιστών. Οι Απόστολοι με το φωτισμό του Αγ. Πνεύματος χάραξαν τα πλαίσια της κοινωνικής ζωής των πιστών. Που στηρίχθηκαν γι’ αυτό; Μα που αλλού παρά στο λόγο του Χριστού; Εκείνος δεν έδωσε την «Επί του όρους ομιλία»; Δεν είναι η ομιλία αυτή φανέρωση του εκκλησιαστικού ήθους, της χριστιανικής ζωής; Η Αλήθεια του Χριστού δίνει τις προϋποθέσεις για την εκκλησιοποίηση και της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Δεν έδωσε ο Χριστός «σύστημα», αλλά έδωσε την Χάρη και την Αλήθεια, που μπορούν να οργανώσουν κατά Χριστόν και την κοινωνική ζωή. Για να μείνουμε και στην πολιτική – κοινωνική διάσταση της ζωής μας «του Χριστού» και να μη καταντήσουμε «δούλοι ανθρώπων».
Μήπως όμως έτσι δεν διαμορφώθηκε και η υπόλοιπη ζωή της Εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων; Αρκεί το παράδειγμα της Λατρείας, ουσιαστικού στοιχείου της χριστιανικής ζωής. Από τους πρώτους υποτυπώδεις ύμνους και τις απλές μορφές της αποστολικής εποχής έφθασε η Εκκλησία, μετά από μακρά διαδικασία, στην μεταγενέστερη μεγαλειώδη λατρεία της. Μήπως η εξέλιξη αυτή ήταν αντίθετη προς το αποστολικό πνεύμα; Η ποικιλία των μεταγενεστέρων μορφών δεν αλλοίωσε την ουσία της αποστολικής λατρείας, αλλά την πλούτισε και την διαμόρφωσε σύμφωνα με τις κατοπινές ανάγκες των χριστιανών. Αλλά μήπως και τα δόγματα και οι Ιεροί κανόνες δεν διατυπώθηκαν μέσα σε μια σειρά αιώνων: Θα μπορούσε κανείς – ορθόδοξος – να ισχυρισθεί πως δεν είναι σύμφωνα με την πίστη των Αποστόλων; Η Εκκλησία σ’ όλους τους αιώνες μένει αποστολική, γιατί είναι συνέχεια της ζωής, του πνεύματος, της θελήσεως των Αποστόλων. Είναι καλύτερα, συνέχεια του Χριστού. Συνεχίζει την παρουσία του στον κόσμο.
Το ίδιο, συνεπώς, μπορεί να ισχύει και για την κοινωνική – πολιτική διάσταση της ζωής του ορθοδόξου πληρώματος. Δεν υπάρχει «σύστημα» χριστιανικής πολιτικής, χριστιανικής οικονομίας χριστιανικής κοινωνικότητας ή ηθικής. Η Εκκλησία όμως ως «κοινωνία αγίων», στα πρόσωπα δηλαδή των θεωμένων Αγίων της – έχει την Αλήθεια του Χριστού, ώστε να είναι δυνατόν να ασκηθεί χριστιανική πολιτική, να εφαρμοσθεί χριστιανική οικονομία, να οργανωθεί χριστιανική κοινωνία. Οι φορείς της αλήθειας του Χριστού μπορούν να παραγάγουν χριστιανικούς νόμους, να εξασφαλίζουν χριστιανική παιδεία και χριστιανικές οικονομικές σχέσεις.
Άλλωστε, οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας, που συντάχθηκαν με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, δεν αναφέρονται μόνο στη λατρεία ή την διοικητική διάρθρωση της Εκκλησίας. Έχουν και σαφή κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Εστιάζονται και στα κοινωνικά προβλήματα: την οικογένεια, την παιδεία, την εργασία, την κοινωνική (πολιτική) ζωή. Καταδικάζουν, έτσι, την «πολιτική» του κόσμου, την κλεψιά και την απάτη, την αδικία και εκμετάλλευση, την τοκογλυφία, την αισχροκέρδεια και τόσες άλλες κοινωνικές κακίες. Και μόνο οι υπάρχοντες κοινωνικοί κανόνες της Εκκλησίας μας αρκούν, για να χαράζουν το πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής ζωής, που με την χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να πραγματώσει ο πιστός μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα.
Το παράδειγμα της πρώτης χριστιανικής κοινωνίας των Ιεροσολύμων έμεινε το πρότυπο ζωής για την Εκκλησία σ’ όλους τους αιώνες, ώστε όλοι οι μεγάλοι Πατέρες (Βασίλειος, Χρυσόστομος κ.λ.π.) να παραπέμπουν τους πιστούς πάντα στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, για να μπορούν να ζουν σαν πραγματικοί χριστιανοί. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα κήρυττε ότι αν ξαναγύριζε η Εκκλησία (του δ’ αιώνα!) στην πρωτοχριστιανική ζωή των Ιεροσολύμων, θα προσείλκυε τους ειδωλολάτρες και άθεους του κόσμου, ώστε να ενταχθούν στους κόλπους της. Υποσχόταν μάλιστα: «Αν ο Θεός μου δώσει ζωή, πιστεύω, ότι σύντομα θα σας οδηγήσω σ’ ένα τέτοιο τρόπο κοινωνικής ζωής (πολιτείας)». (Ε.Π. 60,98).
Ο κοινοτικός – κοινοβιακός τρόπος ζωής θα είναι σ’ όλους τους αιώνες ο γνήσιος τρόπος χριστιανικής υπάρξεως μέσα στον κόσμο. Και ο τρόπος αυτός σώζεται μέχρι σήμερα μέσα στο μοναστικό κοινόβιο, που θα παραμείνει το πρότυπο της χριστιανικής κοινωνίας και το συνεπέστερο δείγμα σήμερα «υπαρκτού» σοσιαλισμού, με την αλληλοδιακονία, την ακτημοσύνη – κοινοκτημοσύνη, τον κομμουνισμό της αγάπης, όπου ο καθένας εργάζεται κατά τις δυνάμεις του και απολαμβάνει κατά τις ανάγκες του. Έτσι, χάνεται και κάθε υποψία εκμετάλλευσης και αδικίας, αφού στόχος δεν είναι το κέρδος, αλλ’ η αδελφική διακονία. Αίρεται ακόμη κάθε διάκριση διανοητικής και σωματικής εργασίας, γιατί μπορούν να συνυπάρχουν στην αδελφική συνεργασία.
Μέσα στο μοναστικό κοινόβιο, που παραμένει το αυθεντικό πρότυπο χριστιανικής κοινωνίας αποδεικνύεται πανηγυρικά το γεγονός, ότι ο Χριστός δεν καταργεί τη βιωτική μας διάσταση, αλλά την αγιάζει και την καταξιώνει σε ζωή του σώματός του, ελευθερώνοντάς την από την δουλεία της αμαρτίας. Η πνευματικότητα, έτσι, στην Ορθοδοξία διαφοροποιείται από την εξαΰλωση, τον δυαλισμό («δαιμονοποίηση» του σώματος), την «απραξία» ή κάθε «νιρβάνα». Ούτε ακόμη εξαντλείται στην «προσευχή» και στη λατρεία. Ο Χριστός μας ένωσε ολόκληρους στο σώμα Του, για να μεταμορφωθεί σε προσευχή και λατρεία όλη η ζωή μας. Και αυτό γίνεται, όταν και τις θεωρούμενες ως υλικές – βιωτικές πλευρές της ζωής, εντάσσουμε μέσα στην αλήθεια Του. Η ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η χριστιανική πνευματικότητα στην αυθεντικότητά της, έρχεται και εδώ να δώσει τη σωστή απάντηση στο πρόβλημά μας.
Και πρώτα ο ησυχασμός δεν νοείται στην Ορθοδοξία ως κατάσταση «θεωρητικής» μακαριότητας και απραξίας. Οι ησυχαστές είναι κυριολεκτικά πνιγμένοι στη δράση. Ο ησυχαστής, αγωνίζεται να επιτύχει την υπέρβαση της αναγκαιότητας και του δαιμονικού και να φθάσει στην ελευθερία της Χάρης, με την απελευθέρωση από τα πάθη και με τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Ο κεκαθαρμένος ησυχαστής δεν ζει πια για τον εαυτό του, αλλά είναι όλος αγάπη. Αυτό φαίνεται στη δομή του κοινοβιακού μοναστηριού. Μέσα σ’ αυτό δεν αποκλείονται οι καθαρά υλικοβιωτικές δραστηριότητες. Και εκεί θα βρούμε τον γιατρό, τον οικονόμο (διαχειριστή των υλικών αγαθών), τον τσαγκάρη, τον φούρναρη, τον ράφτη, τον μουλαρά. Στη μοναστική όμως αδελφότητα όλα αυτά δεν είναι κερδοσκοπικά «επαγγέλματα», αλλά προσφορά διακονίας, δηλαδή «επάγγελμα» στην κυριολεξία του. Γι’ αυτό όλες αυτές οι εργασίες όχι μόνο δεν γίνονται εμπόδιο στην «αδιάλειπτη» προσευχή, αλλά μετουσιώνονται και αυτές σε προσευχή, αφού στοχεύουν στη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος στον κοινωνικό χώρο, λειτουργούν το μυστήριο της αγάπης. Προσευχή κάνει ο μοναχός και ως τσαγκάρης, φούρναρης ή μουλαράς. Η βιωτική απασχόληση αλλοιώνεται πνευματικά σε «λογική λατρεία» (Ρωμ. 12,1). Το μοναστικό κοινόβιο δείχνει, σε τελευταία ανάλυση, πως είναι δυνατόν η κοινωνικοπολιτική διακονία να αναχθεί σε εκκλησιαστική πράξη, λειτουργία.
Η Ρωμηοσύνη, στα χρόνια του «Βυζαντίου» και της Τουρκοκρατίας, έζησε με το ιδανικό αυτό. Το κοινοτικό σύστημα και οι συνεταιρισμοί της Τουρκοκρατίας θεμελιώθηκαν στο παράδειγμα της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά. Με αυτό τον τρόπο κοινωνικής συνυπάρξεως μπόρεσε να επιβιώσει το Γένος μας μέσα στη φοβερή δουλεία.
Μόνο μετά την Επανάσταση του 1821 και κυρίως από τον ερχομό των Βαυαρών, ένας αποχριστιανοποιημένος τρόπος ζωής, ξένος προς την παράδοσή μας, μπήκε στη ζωή μας. Ήταν ο δυτικός τρόπος ζωής, των δυτικών κοινωνικών συστημάτων, του αστισμού και του μαρξιστικού κομμουνισμού, που ο ένας γέννησε τον άλλο, γιατί και οι δύο θεοποιούν την ύλη και το συμφέρον, και σκοτώνουν τον άνθρωπο σαν πρόσωπο. Η πορεία του Ελληνισμού μετά το 1833 θα είναι ένα όλο και στενότερο δέσιμο με τη Δύση, σε όλο το φάσμα της εθνικής ζωής. Τηρουμένων των αναλογιών, την ίδια πορεία ακολούθησε και η Κύπρος, αφότου βρέθηκε στην αγγλική κυριαρχία. Να γιατί η δυναμική στροφή, που άρχισε στα τελευταία χρόνια για επαναγνωριμία και επανασύνδεση με την παράδοσή μας, που προχωρεί γοργά ανάμεσα στη νέα γενιά, μπορεί να θεωρηθεί αχτίδα ελπίδας μέσα στο σκοτάδι.
π. Γεωργίου Μεταλληνού – ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΗΝΥΜΑ – ΑΘΗΝΑ 1986
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ