ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1901
Δυόμισι χρόνια μετά την άνοδο του Θεοτόκη στην εξουσία απροσδόκητο γεγονός, άσχετο με το κυβερνητικό του έργο, προκάλεσε την πτώση του.
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1901 η Αθήνα συγκλονίστηκε από πολυήμερες ταραχές με αιματηρά αποτελέσματα. Τα γεγονότα εκείνα πέρασαν στην ιστορία ως «Ευαγγελιακά», και αφορμή τους υπήρξε ή μετάφραση των Ευαγγελίων.
Ο αναβρασμός, που κατέληξε σε εξέγερση, ξεκίνησε δυο μήνες πιο πριν, όταν η εφημερίδα «Ακρόπολις» άρχισε να δημοσιεύει περικοπές του Ευαγγελίου μεταφρασμένες από τον Αλ. Πάλλη σε ακραία δημοτική. Αλλά το όλο ζήτημα είχε δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα. Από το 1898 η βασίλισσα Όλγα είχε σκεφτεί ότι τα Ευαγγέλια έπρεπε να μεταφραστούν στην ομιλούμενη γλώσσα, γιατί η κατανόησή τους θα τόνωνε το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού την επιθυμία της ανέλαβε να πραγματοποιήσει η γραμματεύς της Ιουλία Σωμάκη, ανιψιά του καθηγητή Πανταζίδη, και με την επίβλεψή του άρχισε τη μετάφραση.
Ο μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, που άνηκε στο φιλικό περιβάλλον της βασίλισσας, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ίσως δεν υπολόγισε τις συνέπειες ή δεν είχε το ηθικό θάρρος να πει τη γνώμη του.
Όταν τελείωσε η μετάφραση, η βασίλισσα ζήτησε από το υπουργείο Παιδείας την έκδοση εγκυκλίου που να συνιστά τη διάδοσή της. Το υπουργείο, προκειμένου να εκδώσει τέτοια εγκύκλιο, απάντησε ότι χρειάζεται προηγουμένως έγκριση της μεταφράσεως από την Ιερά Σύνοδο. Ύστερα από αυτό η Όλγα απευθύνθηκε με επιστολή της, το Δεκέμβριο του 1898, στη Σύνοδο.
Στο μεταξύ το ζήτημα άρχισε να γίνεται γνωστό στην κοινή γνώμη, που το μεγαλύτερο μέρος της ήταν αντίθετο στο δημοτικισμό. Προκλήθηκαν συζητήσεις και αντιδράσεις, που έφτασαν μέχρι τις στήλες των εφημερίδων. Οι αντιτιθέμενοι στη μετάφραση διέδιδαν ότι πρόκειται για καταχθόνιο σχέδιο του σλαβισμού, που αποσκοπούσε να προκαλέσει διχόνοιες στον ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθούσαν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Δεν ήταν δύσκολο να βρουν απήχηση οι ψίθυροι, γιατί η Όλγα γενικά δεν είχε συμπάθειες, λόγω της ρωσικής καταγωγής της, σε μια στιγμή που ο σλαβισμός ήταν αντιμέτωπος του ελληνισμού. Σχετικά με τα ελατήρια της Όλγας πάντως δεν αμφισβητείται ότι ξεκίνησε από αγαθή πρόθεση και δε φαίνεται πιθανό ότι την ιδέα της μεταφράσεως των Ευαγγελίων την υπέβαλαν επιτήδεια πράκτορες του σλαβισμού, όσο και αν στην εξέλιξη της υποθέσεως επιχειρήθηκε σχετική εκμετάλλευση.
Το Μάρτιο του 1899 η Σύνοδος απάντησε αρνητικά στην αίτηση της βασίλισσας, αλλά εκείνη δεν παραιτήθηκε. Με νέα επιστολή στη Σύνοδο ζητούσε τη διαιτησία του οικουμενικού πατριαρχείου. Άλλα ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και οι πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, με εμπιστευτικά τους έγγραφα προς τη Σύνοδο είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους στη μετάφραση. Και εδώ πρέπει να σημειωθεί ή ευθύνη του μητροπολίτη Προκόπιου, που ενώ γνώριζε την κατάσταση και μάλιστα σαν πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου συμμετείχε στην απόρριψη των αιτήσεων της βασίλισσας, δεν είχε το σθένος να την συμβουλεύσει απερίφραστα να μην επιμείνει στις ενέργειές της.
Η απάντηση της Συνόδου στη δεύτερη επιστολή ήταν ότι «εμμένει της δεδογμένης…».
Ηυπόθεση είχε εξελιχθεί σε πεισματική αντιδικία ανάμεσα στον κύκλο της Όλγας και στην Ιερά Σύνοδο.
Παρόλα αυτά εκτυπώθηκε ένας μικρός αριθμός ανατύπων της μεταφράσεως που διατέθηκαν σε περιορισμένο κύκλο. Πέρασαν μήνες και το θέμα ήταν ακόμα εκκρεμές, αλλά οι αντιγνωμίες, χωρίς να εξαλειφθούν, είχαν περάσει σε ύφεση. Τότε άρχισε η δημοσίευση της μεταφράσεως του Πάλλη και με την ευκαιρία ήρθε πάλι στην επιφάνεια η αντίδραση κατά της Όλγας. Για τις προθέσεις βέβαια του Πάλλη ούτε ίχνος αμφισβητήσεως μπορεί να υπάρξει, αφού είναι γνωστή η κεντρική ιδέα της προσπάθειας των δημοτικιστών να απλοποιηθεί η γλώσσα, για να μπορέσει ευκολότερα να μορφωθεί ο λαός και «να ορθοποδήσει το έθνος».
Είναι γεγονός ότι πολλές εκφράσεις του Πάλλη ήταν άστοχεςκαι δεν είναι περίεργο ότι προκάλεσε αθρόες διαμαρτυρίες. Οι φοιτητές σε ψήφισμά τους χαρακτήρισαν τη μετάφραση «γελοιοποίησιν των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων» και καθηγητές της θεολογίας δημοσίευσαν υπόμνημα για τη διακοπή του δημοσιεύματος στην «Ακρόπολη». Επίσης ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ με έγγραφό του αποδοκίμαζε τη μετάφραση και η απάντηση του Πάλλη επέτεινε την έξαψη.
Και όμως, η αντίθεση κατά του δημοτικισμού και η αγανάκτηση για τη «βεβήλωση» δε θα αρκούσαν ίσως για να προκληθεί λαϊκή εξέγερση, αν το θέμα δεν είχε πολιτικοποιηθεί από την ανάμιξη παραγόντων που περίμεναν να αποκομίσουν οφέλη από την κατάσταση. Οι παράγοντες αυτοί – η αντιπολίτευση και πιθανότατα ξένοι – ενθάρρυναν και εξώθησαν στην αναταραχή με τον Τύπο και άλλους αφανείς τρόπους.
Από τις αρχές Οκτωβρίου οι εφημερίδες «Σκρίπ», «Καιροί» και «Εμπρός» άρχισαν πολεμική κατά των δημοτικιστών. τους αποκαλούσαν άθεους, προδότες, όργανα των Σλάβων. Η φήμη για δωροδοκίες με «ρωσικά ρούβλια» κυκλοφορούσε ευρύτατα και με την έξαψη που επικρατούσε δεν ήταν δύσκολο να βρίσκει απήχηση. Στις 5 και 6 Νοεμβρίου έγιναν διαδηλώσεις φοιτητών. Έσπασαν υαλοπίνακες και επιγραφές της «Ακροπόλεως», και λιθοβόλησαν τους αστυνομικούς που επενέβησαν. Ύστερα κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο και από εκεί απηύθυναν προκηρύξεις προς το λαό που εξήγειραν το θρησκευτικό φανατισμό. «Η εξέγερσις των φοιτητών ουδόλως ενείχε σκοπούς ανατρεπτικούς και οχλαγωγικούς» γράφει στην ιστορία του ο Ασπρέας, σύγχρονος των γεγονότων.«… Αλλά η μη έγκαιρος επέμβασις της κυβερνήσεως, η εξακολούθησις της δημοσιεύσεως της παραφράσεως. .. επηύξησαν την εξέγερσιν, ηνάγκασαν τους φοιτητας να ζητήσουν την βοήθειαν συλλόγων λαϊκών και προειλίαναν το έδαφος της καθόδου εις την πάλην των αντιπολιτευομένων την κυβέρνησιν κομμάτων».
Πραγματικά η κυβέρνηση είχε δείξει αδράνεια και ως εκείνη τη στιγμή δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα της καταστάσεως. Μόνο μετά τα επεισόδια που αναφέρθηκαν αντέδρασε. Ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο να εκδώσει εγκύκλιο που καταδίκαζε κάθε μετάφραση των Ευαγγελίων. Η σύγκλητος του Πανεπιστημίου μετά από αυτό με απόφασή της θεωρούσε το ζήτημα τελειωμένο. Αλλά ήταν πια αργά. Οι υποκινητές των ταραχών επιδίωκαν αδιέξοδο για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Τώρα οι εξεγερμένοι φοιτητές ζητούσαν τον αφορισμό των μεταφραστών και καλούσαν το λαό σε συλλαλητήριο για τις 8 Νοεμβρίου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το παράλογο αυτό αίτημα, που τη βασίλισσα κυρίως επιζητούσε να πλήξει, ήταν αδύνατο φυσικά να ικανοποιηθεί και η κυβέρνηση κινητοποίησε στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις.
Το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου, μπροστά στο Πανεπιστήμιο, έγιναν συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και στην αστυνομία, που είχε ενισχυθεί από ναυτικό άγημα. Στις ταραχές πήρε μέρος, εκτός από τους φοιτητές, ένα ετερόκλητο πλήθος, όπου είχαν παρεισφρήσει και ύποπτα στοιχεία. Το αποτέλεσμα ήταν τρεις φοιτητές καιοκτώ πολίτες νεκροί και περίπου ογδόντα τραυματίες. Οι φοιτητές οπισθοχώρησαν και οχυρώθηκαν ξανά στο Πανεπιστήμιο, ενώ το πλήθος εξημμένο διασκορπίστηκε προς τις συνοικίες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας εκείνης ο βασιλιάς ζήτησε την παραίτηση του Προκοπίου για να καταπραϋνθούν τα πνεύματα και συγχρόνως ή κυβέρνηση διέταξε να αποσυρθούν τα ναυτικά αγήματα, που ή παρουσία τους είχε εξερεθίσει ιδιαίτερα.
Στην αποκατάσταση της ηρεμίας συνέπραξαν και οι αντιπολιτευόμενοι ηγέτες, που όταν ευνοούσαν τη δημιουργία των ταραχών δεν πρόβλεπαν ούτε την έκταση που θα έπαιρναν ούτε τα τραγικά τους αποτελέσματα. Εξάλλου θεωρούσαν πια εξασφαλισμένη την πτώση της κυβερνήσεως. Είχαν κατορθώσει να δώσουν έμφαση στην ευθύνη της για τα επεισόδια και να μετατοπίσουν το επίκεντρο της γενικής αποδοκιμασίας από τους μεταφραστές στην «κυβέρνησιν δολοφόνων».
Η κηδεία των θυμάτων έγινε την επόμενη χωρίς έκτροπα και στις 10 Νοεμβρίου συγκλήθηκε η βουλή. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, που είχε πυροβοληθεί και κινδυνέψει προσωπικά κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, αντιμετώπισε με ψυχραιμία τις οξύτατες κατηγορίες της αντιπολιτεύσεως. Η θυελλώδης εκείνη συνεδρίαση τελείωσε με ψηφοφορία, στην οποία ο Θεοτόκης πέτυχε την εμπιστοσύνη της βουλής με 109 ψήφους σε σύνολο 203. Παρόλα αυτά την επόμενη μέρα υπέβαλε την παραίτησή του.
Στις 12 Νοεμβρίου διαλύθηκαν και οι κλεισμένοι στο Πανεπιστήμιο φοιτητές. Μετά από ένα μήνα, στις 12 Δεκεμβρίου, σε συλλαλητήριο που οργανώθηκε κάηκε συμβολικά ένα αντίτυπο της μεταφράσεως και εγκρίθηκε ψήφισμα, με το οποίο οι φοιτητές ζητούσαν να ληφθούν μέτρα για να μην κυκλοφορήσει ή μετάφραση και στο μέλλον να τιμωρείται αυστηρά κάθε μεταφραστής. Έτσι τελείωσαν τα «Ευαγγελιακά», που είχαν σαν αποτέλεσμα το τέλος της πρώτης πρωθυπουργίας του Θεοτόκη.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις, αλλά ορισμένοι συλλογισμοί και ενδείξεις κάνουν πειστική την άποψη ότι η Γερμανία προσπάθησε να επωφεληθεί από το θρησκευτικό φανατισμό και τον υπέρμετρο εθνικισμό του λαού και να εντείνει το μίσος κατά της Ρωσίας. Είναι γνωστό ότι τα γερμανικά συμφέροντα συγκρούονταν με το ρωσικό ενδιαφέρον για το βαλκανικό χώρο. Στην περίπτωση της Ελλάδος η Γερμανία είχε με το μέρος της το διάδοχο που ήταν θαυμαστής της και τη γυναίκα του που έμενε προσκολλημένη στη φυσική της πατρίδα. Αντίθετα ο βασιλιάς Γεώργιος ήταν αφοσιωμένος στην Αγγλία και η Όλγα, αν και διέθετε επιρροή, συμπαθούσε βέβαια τη Ρωσία. Δεν είναι λοιπόν απίθανη η υπόθεση ότι οι Γερμανοί θεώρησαν τα επεισόδια ευκαιρία για να στρέψουν το μόνιμα υποβόσκοντα αντιδυναστισμό ειδικά στο πρόσωπο της βασίλισσας, για να κλονίσουν το κύρος της και να δημιουργήσουν δυσκολίες στον Γεώργιο. Και δεν πρέπει να αγνοείται ότι σε κάθε κρίσιμη περίσταση μετά το 1897 κυκλοφορούσαν οι ψίθυροι πώς ο Γεώργιος θα παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου.
Σχετικά με τον τρόπο που έδρασαν οι πράκτορες της Γερμανίας στα «Ευαγγελιακά», ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι πρωταγωνίστησε η ίδια η Σοφία, ότι οι εφημερίδες που παρόξυναν και φανάτιζαν το λαό δωροδοκήθηκαν. Σαν απόδειξη αναφέρει ότι είδε ανέκδοτες σημειώσεις του Τοπάλη, υπουργού στην κυβέρνηση Ζαΐμη που σχηματίσθηκε μετά την παραίτηση του Θεοτόκη, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι«τον ρόλον της Α.Υ. εις τα ευαγγελικά κανείς δεν πρέπει να τον μάθει. Διότι αύριον θα γίνει η σεπτή Βασίλισσα…» και ακόμη ότι«ξένη πρεσβεία συνδεόμενη με την μέλλουσαν βασίλισσαν επεδαψίλευεν εις αυτούς (τους εκδότες των εφημερίδων) υλικός και ηθικός παροχάς».Δεν ξέρουμε τι στοιχεία είχε ο Τοπάλης γι’ αυτά που έγραφε, γεγονός όμως είναι ότι στις διαδηλώσεις εκτός από τις κραυγές «Κάτω η Σλάβα», ρίχτηκε και το σύνθημα «Ζήτω ο Διάδοχος».
Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών)