ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ
1922: ΤΟ ΞΕΡΡΙΖΩΜΑ
ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝΑ εξορία στην Καισαρεία, είπε με το μειλίχιο ύφος του ο θεοφιλέστατος Πατάρων Μελέτιος. Κοντεύουν τώρα τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η καταστροφή είχε συντελεστή κι ετοιμαζόμασταν ν’ αφήσωμε πια την πατρίδα μας και να ’ρθούμε στη μητέρα Ελλάδα, καταδιωγμένοι από την αδυσώπητη μοίρα της γενιάς μας.
Τραγικές στιγμές, που δε μπορεί κανένας να περιγράψη! Θα φτάναμε τουλάχιστο σώοι στην Ελλάδα; Θα βρίσκαμε τις οικογένειές μας, τους φίλους μας, τους γνωστούς μας; Τι τραγικά ερωτήματα στην ψυχή ενός ολόκληρου λαού, που είχε γίνει παιγνίδι στα χέρια μιας ειρωνικής μοίρας, κι’ είχε καταντήσει πιο ανίσχυρος κι’ από ένα κομματάκι άχυρο μέσα σε τυφώνα ! Τις ελπίδες μας μόνο στο Θεό είχαμε.
Ήμουνα Ποιμενάρχης. Ήμουνα ο θεματοφύλακας κάθε Εθνικής και θρησκευτικής Παρακαταθήκης. Φεύγαμε για να μη ξαναγυρίσουμε. Ο νους μου πήγε στα θεία, στις εκκλησιές, στα ιερά κειμήλια και σύμβολα και λείψανα. Σ’ όλη εκείνη την ιστορία και παράδοση που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, κατέβαινε στους αποστόλους και πατέρες, περνούσε από το Βυζάντιο κι’ έφτανε στα χρόνια μας.
Έδωσα εντολή στους ιερείς της περιοχής μου να πάρουν με κάθε θυσία τα ιερά σκεύη μαζί μ’ ό,τι άλλο κειμήλιο μπορούσαν να περισώσουν. Ιδιαίτερα τους ζήτησα να γκρεμίσουν τις Άγιες Τράπεζες και να βγάλουν από μέσα τα «φυτά».
Φυτά λέγονται στη γλώσσα της θρησκείας μας τα ιερά λείψανα που, όταν θεμελιώνεται ένας ναός, τοποθετούνται κάτω από την Τράπεζα.
Πολλές από τις εκκλησιές εκείνες ήσαν παλιές, πολύ παλιές… κι’ όμορφες. Εκεί πέρα ήσαν ζωντανές οι παραδόσεις της θρησκείας και διαγραφόντουσαν ζωηρότερα ακόμα στο αλλόθρησκο περιβάλλον. Οι σκιές των πατέρων της Ορθοδοξίας πλανιόνταν ανάμεσα στα παλιά ερείπια. Η πίστη του λαού ήταν πιο θερμή, πιο κρατερή και τον έφερνε πιο κοντά στο Θεό. Μα κι’ αυτό τον έκανε πιο πολύ Έλληνα. Εκεί η Ελλάδα ήταν σφιχταγκαλιασμένη με την Ορθοδοξία.
Ήταν μια φριχτή για όλους μας βραδιά, όταν με λιγοστούς παπάδες, μερικούς επιτρόπους και δυο – τρεις χτίστες, γκρεμίσαμε την Αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, της παμπάλαιας μα και μεγαλόπρεπης εκκλησιάς της Καισάρειας.
Οι δεήσεις κι’ οι ψαλμοί μας ανακατευόντουσαν με τους λυγμούς και τις θρηνωδίες.
Ο πόνος μας ήταν ασυγκράτητος για το τερατώδες ανοσιούργημα. Γκρεμιζόταν ένας ολόκληρος κόσμος. Εκείνη τη στιγμή πραγματικά ξερριζωνόταν, μαζί με το ξερρίζωμα των «φυτών», ο πολιτισμός, ο ελληνικός και χριστιανικός, ο Μικρασιατικός. Διωχνόταν μια φυλή από μια χώρα, που ήταν δική της, όπου έζησε χιλιάδες χρόνια, όπου τα πάντα είχαν συνδεθή με την ύπαρξή της.
Μπροστά σ’ αυτή την ανυπέρβλητη σε βάθος σκηνή τίποτε άλλο δεν είχε αξία. Ούτε περιουσίες, ούτε ζωές. Εκείνες ξαναγίνονται, οι άλλες αναπληρώνονται. Εκεί συμβολικά κι’ ουσιαστικά ξερριζωνόταν η φυλή μας. Έμπαινε μια ματωμένη τελεία στην πολύτομη ιστορία αιώνων. Ανοιγόταν μια άβυσσος μπροστά, μας…
Βγάλαμε τα σεπτά οστά και τα αποθέσαμε με ευλάβεια σε κιβώτιο. Θρυμματίσαμε την καθαγιασμένη Τράπεζα έτσι που να μη μπορή να χρησιμεύση για κανένα βέβηλο σκοπό ούτε μια πέτρα της. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα στην εκκλησιά με τα όπλα στο χέρι τούρκοι χωροφύλακες. Είχανε την πληροφορία πως ετοιμαζόμασταν να την ανατινάξουμε! Όταν κατάλαβαν τι κάναμε, μας ζήτησαν συγνώμη και φύγανε με θλιμμένη όψη. Ήσαν ευσεβείς άνθρωποι. Ποιος ξέρει πάλι…
Μέσα στην απόγνωσή μου, εκείνες τις υπέρτατες στιγμές, παρακάλεσα τον Ύψιστο, όπως είχα έλθει σε κείνη την τόσο δύσκολη θέση να γκρεμίσω ιερά κάτω απ’ την απαίσια πίεση της ανάγκης, να αξιωθώ να θεμελιώσω νέες εκκλησιές στην Ελλάδα που θα πήγαινα. Δοξασμένο το όνομά Του! Μου χάρισε αυτή την ικανοποίηση. Τα άγια εκείνα λείψανα καθαγιάζουν τώρα νέους ναούς στις καινούργιες πόλεις που έγιναν από τον πληθυσμό της Μ. Ασίας. Η τραγική όμως σκηνή του ξερριζωμού εκείνου δε θα φύγη από τη μνήμη μου».
Αυτά είπε ο βιβλικός Ποιμενάρχης.
Τα λόγια είναι πολύ φτωχά, πολύ, ξεθωριασμένα κι’ αδύνατα για να κάνουν πιο ανάγλυφη, πιο φανερή τη βαθειά ουσία και σημασία των γεγονότων του τέλους μιας ένδοξης εθνικής προσπάθειας, που με τη διχόνοια, κατάληξη είχε τη συμφορά, της αρχής της αμπώτιδας, που θα έσερνε στην άλλη άκρη του Αιγαίου τον εκεί Ελληνισμό…
Οι καρδιές των προσφύγων πρώτα, κι εκείνων που πονούν κι’ αγαπούν την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό ύστερα, θα μπορέσουν να συλλάβουν το νόημα του αφηγήματος αυτού, που δεν πρέπει να λησμονηθή.
Φ. Σ. Ουλκέρογλου
«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ-Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ Β’ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
1922, μικρασιατικη, μικρασια