Δρ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
529 μ.Χ.: Ο ΜΥΘΟΣ
«Τὸ 529 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε αὐτοκρατορικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔκλεισε τὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀθήνας». Σχεδὸν ὅλοι γνωρίζουν αὐτὴ τὴ χρονολογία-ὁρόσημο καὶ αὐτὸ τὸ σημαδιακὸ γεγονός – θεωρώντας πάντα ὅτι πρόκειται γιὰ ἀδιαμφισβήτητο γεγονός, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμία ἀπολύτως ἀμφισβήτηση. Ὅπως ὅμως θὰ δοῦμε, τὰ πράγματα δὲν ἔχουν καθόλου ἔτσι. Τὸ περίφημο 529 μ.Χ. ἀντιπροσωπεύει ἁπλῶς ἕνα ἀκόμα παράδειγμα –πλάι στὰ τόσα ἄλλα– ποὺ πιστοποιεῖ πόσο ἐλάχιστη σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πραγματικότητα μὲ ἕναν ἐπιμελῶς καλλιεργημένο μῦθο, τὸν ὁποῖο σχεδὸν οἱ πάντες ἐκλαμβάνουν ὡς ἀδιαμφισβήτητη ἱστορικὴ ἀλήθεια.
-
Εἰσαγωγή
Τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας εἶναι ὁμολογουμένως ἕνα θέμα ποὺ φαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ ἀπολύτως τοὺς σκοποὺς τῶν πολεμίων τοῦ χριστιανισμοῦ, καθ ὼς μέσα ἀπὸ αὐτὸ ὁ χριστιανισμὸς φέρεται νὰ συγκρούεται μὲ ὅ,τι εὐγενέστερο καὶ ὑψηλότερο ἀνέδειξε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα: τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ὁ τρόπος παρουσίασης τοῦ θέματος ἀπὸ πολλοὺς ἱστορικοὺς μπορεῖ νὰ δώσει λαβὴ γιὰ ἐπιθέσεις ἐνάντια στὸν χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος χρεώνεται μὲ τὸ βίαιο τέλος τῆς ὑπερχιλιετοῦς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης.
Ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἐν προκειμένῳ ὁ Edward Gibbon (1737- 1794), ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἱστορικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει διαμορφώσει σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βλέπουμε τὴν παρακμὴ καὶ τὴν πτώση τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Στὸ περίφημο ἔργο του The history of the decline and fall of the Roman empire, ὁ Gibbon ὑποστηρίζει ὅτι ἡ κυριώτερη αἰτία τῆς πτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε ἡ ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε ἕναν φθοροποιὸ ἀνατολικὸ μυστικισμὸ στὴ θέση τοῦ ρωμαϊκοῦ ρεαλισμοῦ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ θέμα ποὺ συζητοῦμε ἐδῶ, ὁ Edward Gibbon καταδικάζει ἀπερίφραστα τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας, ποὺ εἶχαν δώσει τόσους σοφοὺς στὴν ἀνθρωπότητα, μολονότι ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὲς εἶχαν παρακμάσει ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο τους μεγαλεῖο1. Ὁ Ἰουστινιανός, κατ’ αὐτόν, ἐπέβαλε αἰώνια σιωπὴ στὶς σχολὲς τῆς Ἀθήνας2. Ὁ Gibbon, πάντα πρόθυμος νὰ βλέπει στὸν χριστιανισμὸ τὴν αἰτία τῆς παρακμῆς τοῦ ἀρχαίου μεγαλείου, βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκτοξεύσει ἕνα δριμύτατο κατηγορῶ ἐνάντια στὸν χριστιανισμό: «Τὰ ὅπλα τῶν Γότθων ἦταν λιγώτερο ὀλέθρια γιὰ τὶς σχολὲς τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση μιᾶς νέας θρησκείας, οἱ ὑπηρέτες τῆς ὁποίας ἔθεσαν τέλος στὴν ἄσκηση τοῦ λόγου, ἔλυσαν κάθε ζήτημα μὲ ἕνα ἄρθρο πίστεως καὶ καταδίκασαν τοὺς ἄπιστους ἢ τοὺς σκεπτικιστὲς στὶς φλόγες τῆς κολάσεως· (…) ἐπέδειξαν τὴν ἀδυναμία τῆς κατανόησης καὶ τὴ διαστροφὴ τῆς καρδιᾶς, προσέβαλαν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τῶν σοφῶν τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἔθεσαν ὑπὸ ἀπαγόρευση τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, τόσο ἀντίθετο πρὸς τὸ πιστεύω, ἢ τοὐλάχιστον πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία ἑνὸς ταπεινοῦ πιστοῦ»3.
-
Παλαιότεροι καὶ νεώτεροι μελετητὲς γιὰ τὸ 529 μ.Χ.
Ἀνάλογος εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζουν τὸ θέμα καὶ πολλοὶ ἄλλοι, παλαιότεροι ἢ νεώτεροι μελετητές.
Ὁ Charles Émile Ruelle κάνει λόγο γιὰ δυνάμεις ποὺ ἐπὶ δύο ἤδη αἰῶνες εἶχαν ἐξαπολύσει πόλεμο ἐνάντια στὴ φιλοσοφία, καὶ τέλος τὸ 529 μ.Χ. ἔφθασαν νὰ ἀμφισβητήσουν μέχρι καὶ τὴ νομική της ὕπαρξη4.
Ὁ Gustav Friedrich Hertzberg θεωρεῖ τὸ 529 μ.Χ. ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Βυζαντινὴ πολιτικὴ ἐξουσία ἄφησε κατὰ μέρος μὲ βάναυση ὀργὴ τὴν τελευταία ἐπιεικῆ ἐπιφύλαξη ἀπέναντι στὴν Ἀθήνα, καὶ κάνει λόγο γιά «ἀπηνῆ διατάγματα» καὶ γιὰ ὁλοσχερῆ καταστροφὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἀρχαίου βίου ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους5.
Ὁ Charles Diehl ἀναφέρεται στὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, γράφοντας ὅτι αὐτὸ ἀπαγόρευσε τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας, ἐξόρισε τοὺς διδασκάλους της καὶ δήμευσε τὴν περιουσία καὶ τὶς δωρεὲς ποὺ ἐξασφάλιζαν τὴν ἐπιβίωση τῶν σχολῶν. Ὁ Diehl ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ ἐπεισοδίου ἔχει συχνὰ ὑπερτονισθεῖ, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα τονίζει ὅτι τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας διατηρεῖ μιὰ συμβολικὴ ἀξία, καθὼς σηματοδοτεῖ τὴ στιγμὴ τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ στὸν βυζαντινὸ κόσμο6.
Ὁ H. C. Butler θεωρεῖ τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς ἕνα θανάσιμο πλῆγμα, ποὺ σήμανε τὸ τέλος τῆς κλασικῆς Ἀθήνας, ἡ ὁποία ἔπεσε ἔκτοτε στὸ σκοτάδι τῆς λήθης7.
Ὁ William Gordon Holmes ἀναφέρεται στὸν βίαιο τερματισμὸ τῶν ἐργασιῶν τῶν φιλοσόφων στὴν Ἀθήνα, σχολιάζει ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς εἶχε πεισθεῖ ὅτι ἡ κοσμικὴ παιδεία ἦταν μιὰ μάταιη ἐπιδίωξη, καὶ προσθέτει ὅτι ὡς συνέπεια τῆς πολιτικῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ μιὰ γενικὴ ἀγραμματοσύνη ἄρχισε νὰ κυριαρχεῖ στὴν αὐτοκρατορία8.
Ὁ Ἁμίλκας Ἀλιβιζάτος ἐκτιμᾷ ὅτι τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας κατάφερε τὸ θανάσιμο πλῆγμα στὴ φιλοσοφία. Ἡ Ἀθήνα, γράφει, ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἦταν τὸ μοναδικὸ στήριγμα τοῦ ζωντανοῦ ἀκόμη ἐθνικοῦ κόσμου· μετὰ ἀπὸ τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ σχολὲς ἔκλεισαν ἀμέσως, καὶ διδάσκαλοι καὶ μαθητὲς ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀθήνα9.
Κατὰ τὸν John Bury ἡ νομοθεσία τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὑπέγραψε τὴ θανατικὴ καταδίκη τῶν Ἀθηναϊκῶν σχολῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν μιὰ συνεχῆ παράδοση ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ποὺ ἔχασαν τὴ δουλειά τους ἀποφάσισαν νὰ ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους καὶ νὰ μεταναστεύσουν στὴν Περσία10.
Ὁ Thomas Whittaker βλέπει μὲ σιγουριὰ στὸ 529 μ.Χ. τὴν ἡμερομηνία θανάτου τῆς Ἀκαδημίας, καὶ μαζί της τῶν ἀρχαίων σχολῶν· ἔκτοτε, γράφει, κανένας διδάσκαλος δὲν ἐπιτρεπόταν πλέον νὰ διδάσκει δημόσια τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία11.
Ὁ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει τὴ φήμη τοῦ αὐστηρὰ ὀρθοδόξου, ἀποφάσισε κατὰ τὸν Whittaker νὰ θέσει τέρμα στὴν ἐλευθερία τῶν φιλοσόφων νὰ ἀμφισβητοῦν τὶς χριστιανικὲς θέσεις σὲ θεωρητικὰ ζητήματα, καὶ μὲ διάταγμά του ἀπαγόρευσε τὴ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας. Ἡ ἐλευθερία τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπήχθη πλέον παντοῦ ἐντὸς τῶν ὁρίων ποὺ προδιέγραφε ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία12.
Ὁ Βασίλειος Τατάκης σημειώνει ὅτι μὲ τὸ κλείσιμο τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ ἐξέλιπε καὶ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο γιὰ τὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ13.
Ὁ Aleksandr Vasiliev ἐντάσσει τὸ κλείσιμο τῆς φημισμένης φιλοσοφικῆς σχολῆς τῆς Ἀθήνας στὸ πλαίσιο τῆς προσπάθειας τοῦ Ἰουστινιανοῦ γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν τελευταίων ὑπολειμμάτων τοῦ παγανισμοῦ, καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μετὰ τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ πολλοὶ καθηγητὲς τῆς φιλοσοφίας ἐξορίσθηκαν, καὶ ἡ περιουσία τῆς σχολῆς δημεύθηκε14.
Ὁ Eduard Zeller ἀποδίδει τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν στὸ γεγονὸς ὅτι σὲ μιὰ ἐκχριστιανισμένη Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἡ φιλοσοφία δὲν μποροῦσε πλέον νὰ διατηρεῖ μιὰ θέση ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία15.
Ὁ Albin Lesky ἀναφέρεται στὴ μετάβαση τῶν τελευταίων ἑπτὰ φιλοσόφων τῆς σχολῆς τῆς Ἀθήνας στὴν Ἀνατολή, καὶ στὴν ἐπιστροφή τους «σὲ μιὰν Ἀθήνα ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ εἶναι ἡ πόλη τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας»16.
Στὰ διάφορα συγγράμματα ποὺ πραγματεύονται τὴν ἱστορία τῆς ἐκπαίδευσης στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὶς μελέτες τῶν J. W. H. Walden17, Henri Irenée Marrou18 καὶ M. L. Clarke19, τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας καταγράφεται ὡς ἕνα θλιβερὸ γεγονός.
Ἡ ἀρχαιολόγος καὶ ἱστορικὸς Alison Frantz ἀποδίδει τὴ συνοχὴ καὶ ἀντίσταση τῆς ἀρχαίας παράδοσης στὴν ἐπίδραση τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας, ἡ ὁποία ἐξακολούθησε νὰ ἀποτελεῖ ἕναν καθοριστικὸ παράγοντα στὴν Ἀθηναϊκὴ ζωὴ μέχρι τὸ ὑποχρεωτικὸ κλείσιμό της τὸ 529 μ.Χ. κατόπιν διατάγματος τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ὁ τελευταῖος σχολάρχης τῆς Ἀκαδημίας Δαμάσκιος, γράφει, προτίμησε μαζὶ μὲ ἄλλους τὴν ἐξορία στὴν περσικὴ αὐλὴ ἀπὸ τὴν καταγγελία τῶν παγανιστικῶν του πιστεύω20. Ἡ ἔμμονη ἔμφαση τῶν Ἀθηναϊκῶν σχολῶν στὴν παραδοσιακὴ φιλοσοφία, ὅπως διαπιστώνει ἡ ἴδια συγγραφεὺς σὲ ἄλλο ἄρθρο της, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ γίνεται ἀνεκτή, καθὼς ὁ χριστιανισμὸς ἑδραιωνόταν ὡς ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους21.
Ὁ John Barker κάνει λόγο γιὰ θανάσιμο κτύπημα ποὺ κατάφερε ὁ Ἰουστινιανὸς στὸν παγανισμό, πλήττοντας τὸν ἰσχυρότερο ἐναπομείναντα προμαχῶνά του, τὸ κλασικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα.
Τὸ 529 μ.Χ., γράφει, ὁ Ἰουστινιανὸς ἔκλεισε τὶς σχολὲς ἀνώτερης ἐκπαίδευσης τῆς Ἀθήνας, φονεύοντας ἔτσι τὶς τελευταῖες παραδόσεις τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξει μιὰ μεγάλη ἔξοδος εἰδωλολατρῶν λογίων ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας22.
Ὁ Will Durant φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ μιλάει γιὰ τέλος τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὕστερα ἀπὸ ἕνδεκα αἰῶνες ἱστορία23.
Ὁ Robert Browning θεωρεῖ ὅτι τὸ κλείσιμο τοῦ «πανεπιστημίου» τῆς Ἀθήνας, ἡ ὁποία γιὰ μία χιλιετία ἦταν κέντρο φιλοσοφικῶν καὶ φιλολογικῶν σπουδῶν, ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς πολιτικῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ὀρθοδοξίας24.
Ὁ Arnold Toynbee ἐπιμένει ἰδιαίτερα στοὺς ἑπτὰ φιλοσόφους ποὺ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἀναζητήσουν ἄσυλο στὴν Περσικὴ αὐτοκρατορία, καὶ σχολιάζει ὅτι αὐτοὶ ἦταν οἱ τελευταῖοι σπουδαστὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ποὺ ἦταν ἐλεύθεροι νὰ ἀκολουθήσουν τὴν κλίση τους ἀτιμωρητί, κάτι ποὺ δὲν συνέβη μὲ τὸν Μέγα Φώτιο τὸν ἔνατο αἰῶνα, τὸν Μιχαὴλ Ψελλὸ καὶ τὸν Ἰωάννη Ἰταλὸ τὸν ἑνδέκατο καὶ τὸν Γεμιστὸ Πλήθωνα τὸν δέκατο πέμπτο25.
Ὁ W. H. C. Frend ἀναφέρεται στὸ κλείσιμο τὸ 529 μ.Χ. τῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας, τοῦ «τελευταίου ἐπιζῶντος κέντρου τῆς εἰδωλολατρικῆς πνευματικῆς ζωῆς», τονίζει ὅμως ὅτι αὐτὸ τὸ βῆμα δὲν σήμαινε τὴν ἄρνηση ὅλων τῶν παγανιστικῶν πολιτιστικῶν ἀξιῶν26.
Ὁ Alexander Demandt μιλάει γιὰ σύγκρουση μὲ τὴ χριστιανικὴ κυβέρνηση τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ὑποχρέωσε πολλοὺς καθηγητὲς τῆς φιλοσοφίας νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀθήνα27.
Ἡ Πολύμνια Ἀθανασιάδη θεωρεῖ ὡς ἐντελῶς ἀναμενόμενο ὅτι τὸ προκλητικὰ ἀκμάζον παγανιστικὸ ἵδρυμα τοῦ Δαμασκίου δὲν μποροῦσε νὰ ἐξακολουθεῖ τὶς δραστηριότητές του ἀνεμπόδιστο σὲ μιὰ πόλη ποὺ διατηροῦσε μιὰ συμβολικὴ σημασία μέσα στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία28. Ἔτσι, γράφει, ἡ μεγάλη ἀκμὴ τῆς φιλοσοφίας ἐπὶ Δαμασκίου στὴν Ἀθήνα προκάλεσε ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴν ἄμεση ἀναστολὴ κάθε φιλοσοφικῆς δραστηριότητας29.
Στὴν Ἑλλάδα ἀκόμη καὶ σύγχρονοι μελετητὲς χωρὶς τὴν παραμικρὴ προκατάληψη ἢ ἐπιθυμία ἐπίθεσης ἐνάντια στὸν χριστιανισμὸ θεωροῦν τὸ κλείσιμο τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας ὡς μιὰ ἀναντίρρητη πραγματικότητα30 μὲ θλιβερὲς προεκτάσεις. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἀσφαλῶς ἡ εὐθεῖα καταδίκη τοῦ κλεισίματος τῆς Ἀκαδημίας ἀπὸ τὸν Μεθόδιο Φούγια, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τὴν πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς ταπεινωτικὴ καὶ ὀλέθρια γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν31, καὶ φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ κάνει λόγο γιὰ βαριὰ ἁμαρτία ποὺ φέρει στὴν πλάτη του τὸ Βυζάντιο σὲ βάρος καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ!32
-
Τὸ 529 μ.Χ. στὰ σχολικὰ βιβλία
Στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια τὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ μνημονεύεται σταθερὰ ὡς ἀδιαφιλονίκητο ἱστορικὸ γεγονός, μερικὲς φορὲς μάλιστα συνοδευόμενο ἀπὸ καυστικὰ σχόλια.
Στὴν Ε΄ Δημοτικοῦ, ὑπὸ τὸν τίτλο «Μιά “σκιερὴ σελίδα” τοῦ Ἰουστινιανοῦ», τὰ παιδιὰ μαθαίνουν ὅτι: «Τὸ δεύτερο ἔτος τῆς βασιλείας του (529 μ.Χ.) ὁ Ἰουστινιανὸς ἔκλεισε τὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας, ποὺ λειτουργοῦσε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνα (ἐννέα αἰῶνες πρίν), ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι ἦταν ὁ τελευταῖος χῶρος συντήρησης τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Οἱ δάσκαλοι τῆς Σχολῆς ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη καὶ νὰ ζήσουν ἀλλοῦ χωρὶς τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν»33.
Στὴ Β΄ Γυμνασίου, τὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας συμπεριλαμβάνεται σὲ μιὰ παράγραφο μὲ θέμα τὴ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ: «Στὸν θρησκευτικὸ τομέα (sc. ὁ Ἰουστινιανός) προσπάθησε νὰ ἐπιβάλει τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ γι’ αὐτὸ καταδίωξε τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς ἀρχαίας θρησκείας καὶ ἀνέστειλε τὴ λειτουργία τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας στὴν Ἀθήνα. Παράλληλα φρόντισε νὰ διαδώσει τὸν Χριστιανισμὸ σὲ λαοὺς τοῦ Καυκάσου καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς»34.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς Α΄ Λυκείου κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή: «Ὁ Ἰουστινιανὸς ἀντιμετώπισε μὲ σκληρότητα τὰ κατάλοιπα τῶν ἀρχαίων θρησκειῶν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔκλεισε τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν (529 μ.Χ.) καὶ δήμευσε τὴν περιουσία της»35.
Στὴ Γ΄ Λυκείου οἱ μαθητὲς διαβάζουν γιὰ τὴν Πλατωνικὴ Ἀκαδημία: «Ἡ περίφημη αὐτὴ σχολὴ θὰ λειτουργήσει γιὰ ἐννέα αἰῶνες, μέχρι τὸ 529 μ.Χ., ὅταν τὴν ἔκλεισε ὁ Ἰουστινιανός» – γιὰ νὰ προστεθεῖ στὸ διδακτικὸ ἐγχειρίδιο ἀμέσως μετά, ἐντὸς παρενθέσεως, τὸ ἀκόλουθο σχόλιο: «Νὰ σημειώσουμε πάντως πὼς τότε ἡ σχολὴ βρισκόταν σὲ πλήρη παρακμή»36.
-
Τὸ 529 μ.Χ. στὴν ἀντιχριστιανικὴ πολεμική
Ἂν καθ’ ὅλα ἀπροκατάλητοι μελετητὲς φθάνουν νὰ καταδικάζουν μὲ τέτοια προθυμία τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας, δὲν δυσκολεύεται κανεὶς νὰ φαντασθεῖ πῶς χρησιμοποιοῦν τὸ ἐν λόγῳ γεγονὸς οἱ ὁρκισμένοι πολέμιοι τοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐπείγονται νὰ ἀποδείξουν πάσῃ θυσίᾳ τὴν ἱστορικὴ σύγκρουση καὶ ἀσυμβατότητα ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ. Δὲν εἶναι, πράγματι, δύσκολο νὰ ἀπαναπαραγάγουμε τὸ δριμύ τους κατηγορητήριο, τὸ ὁποῖο ἀσφαλῶς θὰ ἔμοιαζε κάπως ἔτσι: «Τὸ 529 μ.Χ. ὁ χριστιανισμὸς ἀποκάλυψε τὸ πραγματικό του πρόσωπο. Ἀφοῦ πρῶτα φρόντισε νὰ ὑπονομεύσει μεθοδικὰ τὰ θεμέλια τοῦ λαμπροῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀρχαιότητας, ἀφοῦ κατέστρεψε τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα καὶ γκρέμισε τοὺς ἀρχαίους ναούς, ὁ χριστιανισμὸς ἔσπευσε τέλος νὰ θέσει ἐκποδὼν καὶ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο ποὺ στεκόταν στὸν δρόμο του γιὰ τὸν ὁλοκληρωτικὸ θρίαμβο: τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης καὶ τοῦ λόγου.
Παντοῦ στὴν αὐτοκρατορία, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, οἱ πόλεις εἶχαν προσκυνήσει τὸν χριστιανισμό, εἴτε ἡττημένες ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα τῶν φανατισμένων ὀρδῶν τῶν ὀπαδῶν τῆς νέας θρησκείας, εἴτε παραδομένες στὴν ἀποχαύνωση ποὺ κήρυσσαν ἀπὸ βήματος οἱ χριστιανοὶ ἱεροκήρυκες. Μόνο μία πόλη ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀντιστέκεται, ἡ Ἀθήνα, ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ, στὴν ὁποία μιὰ χούφτα ἄνθρωποι ἐπέμεναν νὰ δίδουν μεγαλύτερη ἀξία στὸν τρίβωνα τοῦ φιλοσόφου παρὰ στὸ ράσο τοῦ μοναχοῦ. Τὸ 529 μ.Χ. ὁ χριστιανισμὸς ὁλοκλήρωσε τὸν θρίαμβό του, θέτοντας ἐκποδὼν καὶ τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἐμπόδιο, καὶ μένοντας ἐλεύθερος νὰ πανηγυρίσει τὴ νίκη του πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ τελευταῖοι φιλόσοφοι ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν κοιτίδα τῆς φιλοσοφίας καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Περσία, προσδοκώντας νὰ βροῦν ἐκεῖ εὐνοϊκότερες συνθῆκες γιὰ τὴ φιλοσοφία, ἡ ὁποία δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀνθεῖ σὲ ἕνα σκοταδιστικὸ καθεστώς».
-
Εἰς ἀπάντησιν…
Ἂν ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ δριμὺ κατηγορητήριο, θὰ μπορούσαμε ἀσφαλῶς νὰ ποῦμε πολλά, τὰ ὁποῖα ἄλλωστε δὲν δυσκολεύεται ἴσως κανεὶς νὰ φαντασθεῖ: – ὅτι, ὅπως εἴχαμε τονίσει ἤδη ἀρκετὰ παλαιότερα ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν Ἀκτίνων37, ἡ Ἀθήνα τὸ 529 μ.Χ. βρισκόταν πλέον σὲ τελεία παρακμὴ καὶ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τό «κλεινὸν ἄστυ» τῆς ἀρχαιότητας. – ὅτι, ὅπως τονίσαμε πρόσφατα38, ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τοῦ ἕκτου μ.Χ. αἰῶνα δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα, καθὼς δὲν ἀποτελεῖ οὔτε ἱστορικὴ οὔτε φιλοσοφικὴ συνέχειά της, σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀντιπροσωπεύει περίοδο ἀκμῆς γιὰ τὴ φιλοσοφία, καὶ δὲν βρισκόταν κἂν στὸν ἴδιο χῶρο! – ὅτι τὸ 529 μ.Χ. δὲν σημαίνει πόλεμο κατὰ τῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἐξακολούθησε νὰ διδάσκεται καὶ νὰ τιμᾶται (μὲ τὴ Νεοπλατωνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ κανονικά)39. – ὅτι οἱ πραγματικοὶ συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι ὁ Πρόκλος καὶ ὁ Δαμάσκιος μὲ τὸν θεουργικὸ μυστικισμὸ καὶ τὶς ἀποκρυφιστικὲς δοξασίες καὶ πρακτικές τους.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ ἔχουμε κάνει στὸ παρελθόν. Καὶ ὅμως, ἂν περιοριζόμασταν νὰ ἀπαντήσουμε αὐτά, θὰ μοιάζαμε… ἀφελεῖς! Διότι, ὅταν ἀκοῦμε νὰ ἐπαναλαμβάνεται ὅτι τὸ 529 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε αὐτοκρατορικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔκλεισε τὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀθήνας, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ διερωτηθοῦμε δὲν εἶναι ποιὰ σημασία καὶ ποιὲς προεκτάσεις ἔχει αὐτό, τί σημαίνει ἢ τί δὲν σημαίνει. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ διερωτηθοῦμε εἶναι… ἀπὸ ποῦ τὸ γνωρίζουμε!
Ἂν τολμήσουμε νὰ θέσουμε αὐτὸ τό –τόσο αὐτονόητο, ἀλήθεια!– ἐρώτημα, τότε εἶναι ποὺ μᾶς περιμένει ἡ μεγάλη ἔκπληξη· ἡ μεγάλη ἀνατροπή. Καὶ αὐτὴ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι πιθανώτατα ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ἐξέδωσε ποτὲ κανένα ἀπολύτως διάταγμα γιὰ τὴν Ἀθήνα, δὲν διέταξε τὴν ἀναστολὴ λειτουργίας τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας, καὶ μάλιστα, ἀκόμα, ὅτι αὐτὴ ἡ τελευταία φαίνεται ὅτι ἐξακολούθησε νὰ λειτουργεῖ καὶ μετὰ τὸ 529 μ.Χ.! Ἀλλὰ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε στὸ ἑπόμενο, δεύτερο μέρος τοῦ ἄρθρου μας. (ΔΕΙΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ)
- Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, ed. William Smith, vol. V, John Murray, London 1862, σελ. 89.
- Edward Gibbon, ὅ.π., σελ. 93.
- Edward Gibbon, ὅ.π., σελ. 92.
- Charles Émile Ruelle, Le philosophe Damascius. Étude sur sa vie et ses ouvrages, Paris 1861, σελ. 6.
- Gustav Friedrich Hertzberg, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τῆς λήξεως τοῦ ἀρχαίου βίου μέχρι σήμ ε ρον, μετάφρ.Π. Καρολίδου, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, ἐν Ἀθήναις 1906, σελ. 126 κ.ἑ.· πρβ. τοῦ αὐ τοῦ, Die Geschichte Griechenlands unter der Herrschaft der Römer, vol. III, Halle 1875, σελ. 538 κ.ἑ.
- Charles Diehl, Justinien et la civilisation byzantine au VIe siècle, Ernest Leroux, Paris 1901, σελ. 563-564.
- C. Butler, The story of Athens, New York 1902, σελ. 473.
- William Gordon Holmes, The age of Justinian and Theodora. A history of the sixth century A.D., vol. II, George Bell, London 1907, σελ. 433-434.
- Hamilcar S. Alivisatos, Die kirchliche Gesetzgebung des Kaisers Justinian I, Trowitzsch & Sohn, Berlin 1913, σελ. 47-48.
- John B. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol. II, Macmillan & Co. Ltd, London 1923, σελ. 369-370.
- Thomas Whittaker, The Neoplatonists. A study in the history of Hellenism, Georg Olms, Hildesheim 19874 (ed. pr. Cambridge 1928), σελ. 155. Ὁ Whittaker σημειώνει βεβαίως ὅτι τὰ τελευταῖα ἔργα τῆς Ἀθηναϊκῆς σχολῆς, τὰ ἔργα τοῦ Σιμπλικίου, γράφηκαν λίγο μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡμερομηνία.
- Thomas Whittaker, The Neoplatonists. A study in the history of Hellenism, σελ. 182.
- 13 Βασιλείου Ν. Τατάκη, Ἡ βυζαντινὴ φιλοσοφία, μετάφρ. Εὔας Καλπουρτζῆ, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1977, σελ. 36.
- Aleksandr A. Vasiliev, History of the Byzantine empire, 324-1453, The University of Wisconsin Press, Madison, Wisc. 1952, σελ. 150.
- Eduard Zeller, Outlines of the history of Greek philosophy, Routlege & Kegan Paul Ltd / The Humanities Press Inc., London / New York 1955, σελ. 310.
- Albin Lesky, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, μετάφρ. Ἀγαπητοῦ Γ. Τσοπανάκη, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19885 (ed. pr. 1964), σελ. 1208.
- W. H. Walden, The Universities of ancient Greece, New York 1909, σελ. 126-129.
- Henri Irenée Marrou, A history of education in antiquity, transl. George Lamb, The New American Library, New York 1964, σελ. 452-453.
- L. Clarke, Higher education in the ancient world, London 1971, σελ. 102.
- Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 191.
- Alison Frantz, “Pagan philosophers in Christian Athens”, Proceedings of the American Philosophical Society 199.1 (February 1975), σελ. 36.
- John W. Barker, Justinian and the Later Roman Empire, The University of Wisconsin Press, Madison, Milwaukee and London 1966, σελ. 99· ὅ.π., σελ. 270.
- Will Durant, Παγκόσμιος ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, τόμ. Δ΄, μετάφρ. Νικ. Κ. Παπαρρόδου, Ἀδελφοὶ Συρόπουλοι, Ἀθήνα 1969, σελ. 150.
- Robert Browning, Justinian and Theodora, Weidenfeld & Nicolson, London 1971, σελ. 99.
- Arnold J. Toynbee, The Greeks and their heritages, Oxford University Press, Oxford 1981, σελ. 79-80.
- H. C. Frend, The rise of Christianity, Darton, Longman & Todd, London 1984, σελ. 831.
- Alexander Demandt, Die Spätantike. Römische Geschichte von Diokletian bis Justinian (284-565 n.Chr.), Handbuch der Altertumswissenschaft 3.6, C. H.Beck’sche Verlagsbuchhandlung, München 1989, σελ. 365.
- Polymnia Athanassiadi, Damascius, The Philosophical History, text with translation and notes, ΑΠΑΜΕΙΑ, Ἀθήνα 1999, σελ. 48.
- Polymnia Athanassiadi, ὅ.π., σελ. 45.
- Βλ. γιὰ παράδειγμα Ἀθανασίου Ἰ. Δεληκωστοπούλου, Ἑλληνικὸς στοχασμὸς καὶ χριστιανικὴ διανόηση. Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993, σελ. 84.
- Μεθοδίου Γ. Φούγια, Τὸ ἑλληνικὸ ὑπόβαθρο τοῦ χριστιανισμοῦ, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1992, σελ. 69, σημ. 15.
- Μεθοδίου Γ. Φούγια, ὅ.π., σελ. 42.
- Ἱστορία Ε΄ Δημοτικοῦ. Στὰ βυζαντινὰ χρόνια, σελ. 43.
- Μεσαιωνικὴ καὶ Νεότερη Ἱστορία. Β΄ Γυμνασίου, σελ. 16.
- Ἱστορία τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἀπὸ τοὺς προϊστορικοὺς πολιτισμοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἕως τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Α΄ Γενικοῦ Λυκείου, σελ. 259.
- Ἀρχαία Ἑλληνικά, Γ΄ Γενικοῦ Λυκείου, σελ. 36.
- Γιάννης Κ. Τσέντος, «Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνισμός. Τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό», Ἀκτῖνες 622 (Ἰούνιος 2001), σελ. 190-193.
- Γιάννης Κ. Τσέντος, «Ἡ “ἄλλη” Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας τῆς ὕστερης Ἀρχαιότητας», Μέρος Α΄, Ἀκτῖνες 756 (Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2016), σελ. 62-66· Μέρος Β΄, Ἀκτῖνες 757 (Μάιος-Ἰούνιος 2016), σελ. 90-98.
- Γιάννης Κ. Τσέντος, «Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνισμός. Τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό», Ἀκτῖνες 622 (Ἰούνιος 2001), σελ. 191-192.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Κλείνοντας τὸ προηγούμενο, Α΄ μέρος τῆς μελέτης μας γιὰ τὸ πολυθρύλητο 529 μ.Χ., θὰ μπορούσαμε νὰ καταλήξουμε στὶς ἑξῆς σκέψεις: Τὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας τὸ 529 μ.Χ. μὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ εἶναι ὁμολογουμένως ἕνα θέμα ποὺ φαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τοὺς σκοποὺς τῶν πολεμίων τοῦ χριστιανισμοῦ, καθὼς ἐμφανίζει τὸν χριστιανισμὸ νὰ συγκρούεται μὲ ὅ,τι εὐγενέστερο καὶ ὑψηλότερο ἀνέδειξε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα: τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἔτσι, τὸ 529 μ.Χ. γίνεται συχνὰ τὸ θεμέλιο γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ δριμύτατα κατηγορῶ ἐνάντια σὲ αὐτὴ τή «σκοταδιστικὴ θρησκεία», τὸν χριστιανισμό, ἡ ὁποία ἐπέβαλε τὴν ἀπαγόρευση τῆς φιλοσοφίας, διέκοψε βίαια τὴν ὑπερχιλιετῆ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ παράδοση, ἔσβησε τὸ φῶς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ βύθισε τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι τοῦ μεσαίωνα.
Βεβαίως, ὑπάρχουν πλεῖστες ὅσες «λεπτομέρειες» ποὺ ἀμβλύνουν σημαντικὰ τὶς ἐντυπώσεις, ἂν δὲν ἀνατρέπουν κιόλας πλήρως τὸ κατηγορητήριο:
– ὅτι, ὅπως εἴχαμε τονίσει ἤδη ἀρκετὰ παλαιότερα ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν Ἀκτίνων1, ἡ Ἀθήνα τὸ 529 μ.Χ. βρισκόταν πλέον σὲ τελεία παρακμὴ καὶ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τό «κλεινὸν ἄστυ» τῆς ἀρχαιότητας.
– ὅτι, ὅπως τονίσαμε πρόσφατα2, ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τοῦ ἕκτου μ.Χ. αἰῶνα δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα, καθὼς δὲν ἀποτελεῖ οὔτε ἱστορικὴ οὔτε φιλοσοφικὴ συνέχειά της, σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀντιπροσωπεύει περίοδο ἀκμῆς γιὰ τὴ φιλοσοφία, καὶ δὲν βρισκόταν κἂν στὸν ἴδιο χῶρο!
– ὅτι τὸ 529 μ.Χ. δὲν σημαίνει πόλεμο κατὰ τῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἐξακολούθησε νὰ διδάσκεται καὶ νὰ τιμᾶται (μὲ τὴ Νεοπλατωνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ κανονικά)3.
– ὅτι οἱ πραγματικοὶ συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι ὁ Πρόκλος καὶ ὁ Δαμάσκιος μὲ τὸν θεουργικὸ μυστικισμὸ καὶ τὶς ἀποκρυφιστικὲς δοξασίες καὶ πρακτικές τους.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ ἔχουμε κάνει στὸ παρελθόν. Καὶ ὅμως, ἂν περιοριζόμασταν νὰ ποῦμε αὐτά, θὰ μοιάζαμε… ἀφελεῖς! Διότι, ὅταν ἀκοῦμε νὰ ἐπαναλαμβάνεται ὅτι τὸ 529 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε αὐτοκρατορικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔκλεισε τὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀθήνας, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ διερωτηθοῦμε δὲν εἶναι ποιὰ σημασία καὶ ποιὲς προεκτάσεις ἔχει αὐτό, τί σημαίνει ἢ τί δὲν σημαίνει.
Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ διερωτηθοῦμε εἶναι… ἀπὸ ποῦ τὸ γνωρίζουμε!
Ἂν θελήσουμε νὰ ἀναζητήσουμε προσεκτικὰ τί ἀκριβῶς γνωρίζουμε γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τὸ 529 μ.Χ. καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ γνωρίζουμε, εἶναι περισσότερο ἀπὸ βέβαιο ὅτι θὰ ἐκπλαγοῦμε, διαπιστώνοντας πόσο ἀβέβαια εἶναι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ συνήθως ἀποδεχόμαστε ἀξιωματικὰ ὡς ἐντελῶς αὐτονόητα.
α. Τὸ ἐπίμαχο διάταγμα στὴν ἰουστινιάνεια νομοθεσία
Γιὰ καλή μας τύχη, ὅ,τι παρήγαγε ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπὸ νόμους, διατάγματα, ἑρμηνευτικὲς ἐγκυκλίους κτλ., ἐν ὀλίγοις δὲ τὸ σύνολο τοῦ νομοθετικοῦ ἔργου τοῦ Ἰουστινιανοῦ, σῴζεται μέχρι σήμερα4. Τί πιὸ φυσικὸ λοιπὸν γιὰ τὸν φιλέρευνο μελετητὴ τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχει στὰ χέρια του τὸ σύνολο τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας, ἀπὸ τὸ νὰ μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ ἀναζητήσει σὲ αὐτὴν τὸ ἐπίμαχο διάταγμα ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔθετε τέρμα στὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μαντεύσει κανεὶς τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης: Τὸν φιλέρευνο μελετητὴ τῆς ἐποχῆς μας τὸν περιμένει ἡ ἔκπληξη, ἴσως μάλιστα ἀκόμη καὶ ἡ ἀπογοήτευση, καθὼς σὲ ὁλόκληρη τὴν ἰουστινιάνεια νομοθεσία δὲν ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως νομοθέτημα σχετικὸ μὲ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς φιλοσοφίας. Ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ J. A. S. Evans, «δὲν ὑπάρχει καμμία εἰδικὴ ρύθμιση στὸ σύνολο τῶν νόμων τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ νὰ κάνει εἰδικὴ μνεία γιὰ τὴν Ἀκαδημία».5
β. Ἡ πηγή μας
Μὲ δεδομένο ὅτι τὸ ἐπίμαχο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὴν ἰουστινιάνεια νομοθεσία, εὐλόγως θὰ διερωτηθεῖ κανεὶς τὸ ἑξῆς: Ἀπὸ ποιὲς πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρξε τέτοιο διάταγμα; Πόσοι καὶ ποιοὶ συγγραφεῖς μαρτυροῦν τὴν ὕπαρξή του;
Ἐδῶ φθάνουμε σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ ὅσοι δὲν εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὴ μελέτη τῆς γραμματείας τῆς περιόδου θὰ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ συνειδητοποιήσουν: ὅτι τὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα εἶναι ἕνα γεγονὸς μὲ τέτοια –ἔστω συμβολική– σημασία, ὥστε θὰ ἀναμέναμε νὰ μνημονεύεται ὄχι ἀπὸ ἕναν ἢ δύο ἢ πέντε συγγραφεῖς τῆς περιόδου, ἀλλὰ ἀπὸ πάμπολλους. Πόσοι λοιπὸν καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ συγγραφεῖς ποὺ τὸ μνημονεύουν; Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀναζήτησής μας εἶναι, γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἀπογοητευτικά.
Ἡ ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν μνημονεύεται παρὰ σὲ μία καὶ μόνο πηγή: τὸν βυζαντινὸ χρονογράφο Ἰωάννη Μαλάλα (περ. 491-578 μ.Χ.), πιθανώτατα ἐξελληνισμένο Σύρο (ἡ συριακὴ λέξη “malál” σημαίνει «ρήτορας»), τὸν παλαιότερο ἐκπρόσωπο τῆς βυζαντινῆς χρονογραφίας. Αὐτὸς ὁ Μαλάλας γράφει στὴ Χρονογραφία του ὅτι ἐπὶ ὑπατείας τοῦ Δεκίου ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός «θέσπισε νόμο καὶ ἔστειλε διαταγὴ στὴν Ἀθήνα, προστάζοντας νὰ μὴ διδάσκει κανένας φιλοσοφία οὔτε δίκαιο6», οὔτε νὰ ἐπιτρέπονται τυχερὰ παιχνίδια σὲ καμμία πόλη, ἐπειδή, ὅπως προσθέτει ὁ Μαλάλας, κάποιοι ποὺ ἐπιδίδονταν σὲ τυχερὰ παιχνίδια εἶχαν προκαλέσει ἀναταραχὴ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν τιμωρηθεῖ παραδειγματικά.7
Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Μαλάλας –καὶ μόνον αὐτός– μᾶς δίνει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνήθως θεωροῦμε ὡς αὐτονόητα γιὰ τὸ θέμα μας, καθὼς μνημονεύει ἕνα διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ ἀπαγόρευε τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ δικαίου στὴν Ἀθήνα, καὶ προσδιορίζει ἐπιπλέον καὶ τὴ χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἐκδόσεως τοῦ ἐν λόγῳ διατάγματος στὸ ἔτος τῆς ὑπατείας τοῦ Δεκίου, δηλαδὴ στὸ 529 μ.Χ.
γ. Ἐσωτερικὰ προβλήματα τῆς μαρτυρίας τοῦ Μαλάλα
Ἡ μαρτυρία ὅμως τοῦ Μαλάλα δὲν στέκει ἁπλῶς ἀπελπιστικὰ μόνη στὴν προσπάθειά μας νὰ τεκμηριώσουμε τὴν ὕπαρξη διατάγματος τοῦ Ἰουστινιανοῦ· ἡ μαρτυρία τοῦ Μαλάλα ἔχει καὶ ἀρκετὰ ἐσωτερικὰ προβλήματα.
Κατὰ πρῶτον, ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ὁ Μαλάλας περνάει ἀπὸ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας στὰ σχετικὰ μὲ τὰ τυχερὰ παίγνια ἐλάχιστα ἁρμόζει σὲ μεθοδικὴ παρουσίαση τοῦ θέματος.
Κάποιοι μελετητὲς εἶχαν ἐπισημάνει μιὰ πρόσθετη δυσκολία: Ὁ Μαλάλας, παρατηροῦσαν, δὲν μιλάει ἐδῶ μόνο γιὰ ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ κάνει λόγο καὶ γιὰ ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τοῦ δικαίου. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ J. A. S. Evans, ὁ Μαλάλας εἶναι ὁ μόνος συγγραφέας ποὺ μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη νομικῆς σχολῆς στὴν Ἀθήνα.8 Καὶ γιὰ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὸ ἐπίμαχο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, δὲν ἔχουμε καμμία ἄλλη μαρτυρία.
Τὸ πρόβλημα ἐπιτείνεται περαιτέρω, δεδομένου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μαλάλας λίγο νωρίτερα στὴ Χρονογραφία του μᾶς γνωρίζει ὅτι τὸ 529 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἔστειλε «μονόβιβλον» ποὺ περιεῖχε τὸν Codex Iustinianus στὴ Βυρητό (τῆς ὁποίας ἡ νομικὴ σχολὴ ὑπῆρξε περίφημη στὴν ἀρχαιότητα) καὶ στὴν Ἀθήνα!9 Ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ Ferdinand Gregorovius10 εἶχε διακρίνει ἐδῶ μιὰ ἀντίφαση: Πῶς μπορεῖ ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ 529 νὰ τιμᾷ τὴ νομικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας (τὴν ὁποία, ἐπαναλαμβάνουμε, μόνο ὁ Μαλάλας ἀναφέρει), ἀποστέλλοντας σὲ αὐτὴν ἕνα «μονόβιβλον» τῆς νέας νομοθεσίας, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ ἀπαγορεύει τὴ διδασκαλία τοῦ δικαίου στὴν Ἀθήνα; Εἶναι δυνατὸν ἡ αὐτοκρατορικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ δικαίου στὴν Ἀθήνα νὰ ἄλλαξε ἄρδην σὲ χρόνο μηδέν; Αὐτοὶ οἱ εὔλογοι προβληματισμοὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τελευταῖα ἀμβλύνθηκαν σημαντικά, μὲ νεώτερη, κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Μαλάλα τὸ 200011, ἡ ὁποία, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ σύνολο τῶν χειρογράφων, διόρθωσε τό «μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μηδὲ νόμιμα ἐξηγεῖσθαι» σέ «μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μηδὲ ἀστρονομίαν ἐξηγεῖσθαι». Ὁ E. Watts ἐπιχειρηματολόγησε περαιτέρω ὑπὲρ αὐτῆς τῆς διόρθωσης12. Ἀκόμη καὶ ἔτσι, ὅμως, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας στὰ τυχερὰ παιχνίδια δὲν προσφέρει ἐχέγγυα σοβαρότητας.
δ. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Μαλάλα
Ἡ ἑπόμενη ἀπορία μας εἶναι καὶ εὔλογη καὶ ἀναμενόμενη, καὶ ἀφορᾷ τὸ ζήτημα τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Μαλάλα. Διότι βεβαίως θὰ ἔπρεπε ὁ Μαλάλας νὰ εἶναι «τέρας ἀξιοπιστίας», ὥστε νὰ θεωρήσουμε ὡς δεδομένο ὅτι ὑπῆρξε διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ ἔκλεισε τὴ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας, ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ τὸ ἀναφέρει αὐτός (καὶ μόνο), κι ἂς μὴν ὑπάρχει τέτοιο διάταγμα πουθενὰ στὴν ἰουστινιάνεια νομοθεσία, κι ἂς μὴν ἀναφέρει κάτι τέτοιο καμμία ἀπὸ τὶς πάμπολλες πηγὲς ποὺ θὰ ἀναμέναμε κανονικὰ νὰ τὸ ἀναφέρουν, κι ἂς ἔχει καὶ ἡ δική του μαρτυρία πλῆθος ἐσωτερικῶν προβλημάτων καὶ ἀντιφάσεων…
Θὰ μποροῦσε, ἆραγε, ὁ Μαλάλας νὰ θεωρηθεῖ τέτοιο «τέρας ἀξιοπιστίας»;
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ λογικὴ τοῦ ἔργου τοῦ Μαλάλα δὲν προσφέρει ἐχέγγυα ἀξιοπιστίας. Ἡ Χρονογραφία του, τὸ μόνο ἔργο ποὺ μᾶς ἔχει ἀφήσει καὶ σῴζεται ἀκέφαλο (δηλαδὴ λείπει ἡ ἀρχή του) καὶ κολοβό (δηλαδὴ λείπει τὸ τέλος του), φαίνεται ὅτι κάλυπτε τὴν περίοδο ἀπὸ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου μέχρι τὸ τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ (565 μ.Χ.)13. Σὲ αὐτὴν παρελαύνουν ὁ Ἀδάμ, οἱ Αἰγύπτιοι σοφοί, οἱ ποικίλοι ἀνατολικοὶ λαοί, ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία, ἡ Ρώμη καὶ τὸ Βυζάντιο, καὶ ἐν ὀλίγοις μιὰ ἀπίστευτη ποικιλία θεμάτων, διάσπαρτη καὶ ἀπὸ ἀναφορὲς σὲ φυσικὲς καταστροφές, καθὼς καὶ ἀπὸ θρύλους καὶ κάθε λογῆς μυθεύματα. Ἡ γλῶσσα στὴν ὁποία εἶναι γραμμένη ἡ Χρονογραφία δείχνει ὅτι τὸ ἔργο δὲν ἀπευθυνόταν στοὺς λογίους καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ προοριζόταν νὰ λειτουργήσει ὡς λαϊκὸ ἀνάγνωσμα. Ἕνα ἔργο γραμμένο μὲ τέτοια λογικὴ προφανῶς δὲν προσφέρει ἐξ ὁρισμοῦ τὰ καλύτερα ἐχέγγυα ἀξιοπιστίας.
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὴ λογικὴ τῆς Χρονογραφίας τοῦ Μαλάλα, ὁ ἀναγνώστης τοῦ ἔργου του θὰ βρεῖ πολλοὺς λόγους νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀξιοπιστία του.
Διότι, πράγματι, πόσο ἀξιόπιστος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ποὺ ἐμφανίζει τὸν Ἡρόδοτο ὡς μεταγενέστερο τοῦ Πολυβίου14, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἔζησε τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα;
Πόσο νὰ βασιστοῦμε στὸν συγγραφέα ποὺ γράφει ὅτι ὁ Δημόκριτος ἦταν σύγχρονος τοῦ Πέλοπα15;
Πόσο τοῖς μετρητοῖς νὰ πάρουμε τὰ ὅσα γράφει αὐτὸς ποὺ ἐξυμνεῖ τὸν περίφημο Ρωμαῖο ρήτορα Κικέρωνα καὶ τὸν ἱστορικὸ Σαλλούστιο ὡς… «τοὺς πιὸ σοφοὺς ποιητὲς τῶν Ρωμαίων»16;
Πόσο σοβαρὴ πηγὴ νὰ θεωρήσουμε τὸν συγγραφέα ποὺ βεβαιώνει ὅτι ὁ Κύκλωπας τοῦ Εὐριπίδη εἶχε… τρία μάτια17;
ε. Ἀμφισβήτηση τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Μαλάλα ἀπὸ τοὺς μελετητές
Ἀμφισβητώντας τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Μαλάλα, δὲν κομίζουμε βεβαίως «γλαῦκα εἰς Ἀθήνας». Ἤδη ὁ σπουδαῖος βυζαντινολόγος Karl Krumbacher, ὁ θεμελιωτὴς τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν, δὲν φείδεται χαρακτηρισμῶν, γράφοντας ἀπερίφραστα ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Μαλάλα εἶναι ἕνα «ἐλεεινὸ κατασκεύασμα», ἕνα «ἀγροῖκο καὶ παιδαριῶδες σύγγραμμα»18.
Ὁμοίως, καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς σύγχρονους μελετητὲς ἀναλαμβάνουν νὰ διερευνήσουν τί ἀκριβῶς ἔγινε τὸ 529 μ.Χ. μοιραῖα σκοντάφτουν στὸ θέμα τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ Μαλάλα. Ὁ H. J. Blumenthal ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Μαλάλας δὲν εἶναι ἱστορικὸς τῆς πρώτης γραμμῆς, καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἔκανε αὐθαίρετες προεκτάσεις καὶ νὰ παρερμήνευσε τὸ τί ἀκριβῶς συνέβη19. Ὁ Gunnar of Hällström προειδοποιεῖ «κομψά» ὅτι ἡ γνώμη τῶν σύγχρονων μελετητῶν γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Μαλάλα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντική20. Ὁ Nigel Wilson κάνει λόγο γιὰ μιά «γενικὰ ἀναξιόπιστη πηγή»21. Ὁ Alan Cameron φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ γράφει ὅτι «γενικὰ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ μὴν πιστεύσουμε τὸν Μαλάλα, παρὰ νὰ τὸν πιστεύσουμε»22.
Ἂν θελήσουμε νὰ δοῦμε πότε ἀκριβῶς ἄρχισε ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πληροφορίας τοῦ Μαλάλα, μᾶς περιμένει μιὰ ἔκπληξη. Ὁ Gunnar of Hällström, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ θέμα τοῦ ὑποτιθέμενου διατάγματος τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸ εἶδαν διάφοροι μελετητὲς παγκοσμίως, καταγράφει ὡς πρώτη περίπτωση ἀποστασιοποίησης ἀπὸ τὴν ἀφελῆ καὶ ἀστόχαστη υἱοθέτηση τῆς πληροφορίας τοῦ Μαλάλα τὸν Ferdinand Gregorovius.
Αὐτός, σημειώνει, ἤδη τὸ 1889 διετύπωσε «σοβαρότατες ἐπιφυλάξεις» σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ κλείσμο τῶν σχολῶν τὸ 529 μ.Χ., ἀκολουθώντας, ὅπως γράφει, «ἕναν κάποιο Paparrigopoulos»!23 Πρόκειται βεβαίως γιὰ τόν «πατέρα» τῆς νεοελληνικῆς ἱστοριογραφίας Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Παπαρρηγόπουλος μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι πασίγνωστος στὴν Ἑλλάδα, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἐξυμνεῖται ὡς ἐθνικός μας ἱστορικός, ἀλλὰ παραμένει σχεδὸν ἄγνωστος στὴ διεθνῆ ἐπιστημονικὴ κοινότητα, καθὼς τὸ πρόβλημα τῆς γλώσσας φαίνεται ὅτι ἐγείρει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια γιὰ τὴ γνωριμία μὲ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου μας ἱστορικοῦ.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, ἀναφερόμενος στὴν περίφημη κατάργηση τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας, ποὺ ὅλοι οἱ σύγχρονοί του θεωροῦσαν ὡς γεγονὸς ἀναμφισβήτητο, τόλμησε νὰ θέσει εὐθέως τὸ ἐρώτημα: «Ἀλλ’ εἶναι ἆρά γε τὸ γεγονὸς τοῦτο τοσοῦτον βέβαιον ὅσον κοινῶς ὑπολαμβάνεται;». Εὐθὺς δὲ ἀμέσως, μετὰ ἀπὸ ἐπιμελῆ διερεύνηση τῶν πηγῶν, ὁ Παπαρρηγόπουλος παρατηρεῖ εὐθαρσῶς ὅτι «οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ρητὴ τῶν ἐν Ἀθήναις σχολῶν κατάργησις»24.
Τὴν ἐποχὴ βεβαίως τοῦ Παπαρρηγόπουλου κανεὶς δὲν διενοεῖτο νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς διέταξε τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας. Ἀλλὰ ὁ κορυφαῖος αὐτὸς ἱστορικὸς εἶχε τὴν εὐθυκρισία καὶ τὴν ἱστορικὴ ὑπευθυνότητα νὰ διακρίνει ὅτι ὁ Μαλάλας εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὰ ἐπισφαλὴς πηγή, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ πληροφορία του σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀκριβὴς ἐκ προοιμίου. Ἔτσι ὁ Παπαρρηγόπουλος ἀναδεικνύεται ἐν προκειμένῳ σὲ πρόδρομο τῆς σύγχρονης ἔρευνας, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πληροφορίας τοῦ Μαλάλα εἶναι πλέον κοινὸς τόπος.
στ. Ἐναλλακτικὲς ἑρμηνεῖες
Μὲ δεδομένα πλέον ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἀμφισβητεῖ εὐθέως ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε ποτὲ διάταγμα γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία. Ἄλλωστε, αὐτὴ ἡ ἀμφισβήτηση μοιάζει μονόδρομος: Ὅπως εἴδαμε, τὸ ὑποτιθέμενο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὴν ἰουστινιάνεια νομοθεσία. Ἔπειτα, ἐνῷ θὰ ἀναμέναμε ἕνα τέτοιο διάταγμα νὰ μνημονεύεται σὲ πάμπολλες πηγές, δὲν ἀναφέρεται παρὰ σὲ μία καὶ μόνο: τὸν Ἰωάννη Μαλάλα.
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε αὐτό, ἡ συγκεκριμένη μαρτυρία τοῦ Μαλάλα ἔχει σημαντικὰ προβλήματα ἐσωτερικῆς συνοχῆς καὶ ἀντιφάσεων. Ἀλλὰ καὶ γενικώτερα, ὅπως εἴδαμε, ὁ Μαλάλας εἶναι μιὰ πηγὴ παροιμιώδους ἀναξιοπιστίας.
Ἡ συνειδητοποίηση τῶν παραπάνω ἔστρεψε τὴν ἔρευνα στὴν ἀναζήτηση ἐναλλακτικῶν ἑρμηνειῶν: Μὲ δεδομένο ὅτι, ὅπως φαίνεται, οὐδέποτε ἐξεδόθη διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας σὲ αὐτήν, μήπως συνέβη κάποιες ἄλλες διατάξεις τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας νὰ ἐπέφεραν τὸ ἴδιο οὐσιαστικὰ ἀποτέλεσμα, νὰ ὁδήγησαν δηλαδὴ στὴν ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας; Ἂν συνέβη κἄτι τέτοιο, σημειώνει ὁ Blumenthal25, τότε καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ ποῦ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ παρανόηση ἐκ μέρους τοῦ Μαλάλα.
Ἔτσι ἐγκαινιάσθηκε μιὰ ἀναζήτηση ἄλλων διατάξεων τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ὁδηγήσει στὸ ἴδιο πρακτικὰ ἀποτέλεσμα: στὴν ἀναστολὴ λειτουργίας τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας.
Μήπως οἱ ἔνοχες διατάξεις τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας ἦταν οἱ Ι.5.18.4 καὶ Ι.11.10.2, οἱ ὁποῖες, ἂν ἐφαρμόζονταν κατὰ γράμμα, θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀπαγόρευση διδασκαλίας μαθημάτων ἀπὸ ἐθνικούς (εἰδωλολάτρες); Ἀλλὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ Γάζα, στὴ Βηρυτὸ καὶ ἀλλοῦ οἱ ἐθνικοὶ διδάσκαλοι ἐξ ακολούθησαν νὰ ἀσκοῦν κανονικὰ τὰ καθήκοντά τους παρὰ τὶς ἐπίμαχες διατάξεις. Στὴ Νεοπλατωνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, μάλιστα, γνωρίζουμε ὅτι ὄχι ἁπλῶς οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι ἐξακολούθησαν νὰ διδάσκουν κανονικά, συνεργαζόμενοι μὲ τοὺς χριστιανοὺς φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ διεύθυνση τῆς σχολῆς παρέμεινε στὰ χέρια ἐθνικῶν φιλοσόφων ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες μετὰ τὸ ἐπίμαχο 529 μ.Χ. Καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ἐν λόγῳ διατάξεις τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας, οἱ ὁποῖες δὲν ἐφαρμόσθηκαν πουθενὰ ἀλλοῦ στὴν αὐτοκρατορία26, ἐφαρμόσθηκαν μὲ τέτοια ἄτεγκτη αὐστηρότητα εἰδικὰ στὴν Ἀθήνα.
Μήπως ἡ αἰτία τοῦ θανάτου τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητηθεῖ στὶς ἴδιες αὐτὲς διατάξεις τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο, ὅτι προέβλεπαν τὴ στέρηση τῆς δημόσιας ἐπιχορήγησης (τῆς «δημοσίας σιτίσεως») ἀπὸ εἰδωλολάτρες διδασκάλους27; Ἄλλωστε, ὁ Προκόπιος στὸ ἔργο του Ἀνέκδοτα ἢ Ἀπόκρυφη Ἱστορία ἀναφέρεται ρητῶς σὲ στέρηση τῶν δημοσίων ἐπιχορηγήσεων ἀπὸ ἰατροὺς καὶ διδασκάλους28, ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ πρόβλεψη τοῦ νόμου ἐφαρμόσθηκε στὴν πράξη. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὑπάρχει πρόβλημα. Διότι ἡ λειτουργία τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας θὰ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς κρατικῆς ἐπιχορήγησης τότε καὶ μόνον τότε, ἂν ἡ Ἀκαδημία ἐξαρτοῦσε τὴ λειτουργία της ἀπὸ τὴ λήψη τῆς συγκεκριμένης κρατικῆς ἐπιχορήγησης. Τίποτε ὅμως δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε κάτι τέτοιο.
Ἀπεναντίας μάλιστα, γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἀκαδημία λειτουργοῦσε ὡς ἰδιωτικὸ ἵδρυμα, τὸ ὁποῖο μάλιστα εἶχε στὴ διάθεσή του μιὰ μεγάλη περιουσία, τὰ λεγόμενα «διαδοχικά», ποὺ διαχειριζόταν ὁ ἑκάστοτε σχολάρχης. Ἔστι, ὁ Blumenthal σημειώνει ὅτι οἱ ἐν λόγῳ διατάξεις τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας δὲν συνδέονται ἄμεσα καὶ ἀδιαφιλονίκητα μὲ τὶς δραστηριότητες τῆς Ἀκαδημίας, στὸν βαθμὸ ποὺ αὐτὴ ἦταν ἕνα ἰδιωτικὸ ἵδρυμα29, ὁ Jean Sirinelli τονίζει ὁμοίως ὅτι ἡ σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν δὲν ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐπιχορήγηση30, καὶ ὁ John Glucker ἐκτιμᾷ ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ Κώδικα δὲν μᾶς δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ μιλᾶμε γιά «κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας», ἀφοῦ τὸ ἵδρυμα τοῦ Δαμασκίου ἦταν μιὰ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία, κάτι τὸ ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα31.
Μήπως, τότε, οἱ ἐπίμαχες διατάξεις ποὺ ὁδήγησαν στὸ τέλος τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν ἀλλοῦ, καὶ συγκεκριμένα στὶς διατάξεις Ι.11.9.1, Ι.11.9.2 καὶ Ι.11.10.1, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν σὲ δήμευση τῆς περιουσίας τῆς Ἀκαδημίας, σὲ περίπτωση ποὺ αὐτὴ θεωρεῖτο κέντρο προαγωγῆς τῆς «εἰδωλολατρικῆς ἀσέβειας»; Κάτι τέτοιο, πράγματι, θὰ ὁδηγοῦσε μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τῆς σχολῆς. Πρὸς τὴν ἐκδοχὴ τῆς δήμευσης κλίνουν οἱ Blumenthal32, Whittaker33, Zeller34, Browning35, Herrin36, Gerostergios37 καὶ Evans38.
Ὅλα αὐτά, ὅμως, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση ἐναλλακτικῶν διατάξεων τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ὁδηγήσει στὸ κλείσιμο τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας (μὲ δεδομένο πλέον γιὰ τὴ σύγχρονη ἔρευνα ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς οὐδέποτε ἐξέδωσε διάταγμα γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ τὶς σχολές της) δὲν εἶναι παρὰ ὑποθέσεις ἐπὶ ὑποθέσεων, εἰκασίες ἐπὶ εἰκασιῶν. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν εἰλικρίνεια νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὸν Bury ὅτι «δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τί συνέβη τὸ 529 μ.Χ.».39
Ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἐδῶ καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση ἐναλλακτικῶν ἑρμηνειῶν θυμίζει, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, τὴν ἀκόλουθη ἱστορία: Στὰ χρόνια ποὺ στὴν Εὐρώπη ἡ Ἀναγέννηση πάλευε μὲ τὸν Μεσαίωνα, σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Γαληνὸς ἦταν ἡ ἀπόλυτη αὐθεντία σὲ θέματα Ἰατρικῆς, ὁ Φλαμανδὸς ἰατρὸς καὶ ἀνατόμος Andreas Vesalius (1514-1564) τόλμησε νὰ ψελλίσει ὅτι ὁ Γαληνὸς εἶχε πέσει ἔξω σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἀνατομικές του παρατηρήσεις.
Τὸ κατεστημένο ἐφρύαξε. Ἀναθέματα καὶ καταδίκες ἐκτοξεύθηκαν κατὰ τοῦ αὐθάδους Φλαμανδοῦ, ποὺ εἶχε τολμήσει νὰ ἀμφισβητήσει τὸν μέγα Γαληνό. Ἀλλά, ἀργὰ ἢ γρήγορα, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀλήθεια δικαιώνεται. Ἔτσι, τὸ κατεστημένο ποὺ εἶχε σπεύσει νὰ καταδικάσει τὸν Vesalius δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιμένει νὰ ἀρνεῖται τὰ αὐτονόητα, καὶ σύντομα βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήσει: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποια πράγματα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν εἶναι ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε περιγράψει ὁ Γαληνός. Ἄρα (προσέξτε τὸ σκεπτικό…), εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει ἀλλάξει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Γαληνοῦ μέχρι σήμερα(!!!)».
Τόσο ἀγκιστρωμένη ἦταν ἡ σκέψη κάποιων στὴν αὐθεντία τοῦ Γαληνοῦ! Σὲ τέτοιο βαθμὸ ἦταν γαλουχημένοι αὐτοὶ μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἀπόλυτης αὐθεντίας τοῦ Γαληνοῦ, ὥστε ἦταν πρόθυμοι νὰ δεχθοῦν ὁτιδήποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ μέγας Γαληνὸς θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶχε πέσει ἔξω…
Κάτι ἀνάλογο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωσή μας: Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀπόλυτης ἀνεπάρκειας καὶ ἀναξιοπιστίας τῆς μαρτυρίας τοῦ Μαλάλα ἀπέδειξε πόσο ἀστήρικτη ἦταν ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἔκλεισε τὴ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας.
Κατόπιν τούτου, ἀρκετοὶ μελετητὲς ἀποδύθηκαν σὲ μιὰ ἐργώδη ἀναζήτηση ἄλλων διατάξεων τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ὁδηγήσει στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ προσέξτε: Ἡ τόσο ἀνεπαρκὴς καὶ ἀναξιόπιστη μαρτυρία τοῦ Μαλάλα εἶναι ἡ μόνη μας πηγὴ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε τὸ ἐπίμαχο διάταγμα, ἐξίσου ὅμως καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία ἔκλεισε τὸ 529!
Ἂν ἡ ἀνεπάρκεια καὶ ἡ ἀναξιοπιστία τῆς μαρτυρίας τοῦ Μαλάλα μᾶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ πρῶτο, τί μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ παίρνουμε ὡς δεδομένο τὸ δεύτερο; Ἀλλὰ βεβαίως, ὅπως καὶ στὸ παράδειγμά μας μὲ τὸν Γαληνό, ἔτσι καὶ ἐδῶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς αὐτὸ ποὺ ἐπὶ τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐμφανιζόταν ὡς ἀκλόνητο δεδομένο. Μὲ μία διαφορά: Καταλαβαίνουμε γιατί θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μείνει προσκολλημένος στὴν αὐθεντία ἑνὸς Γαληνοῦ· δὲν καταλαβαίνουμε, ὅμως, γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ μένει προσκολλημένος στὴν αὐθεντία ἑνὸς Μαλάλα…
ζ. Ἡ μεγάλη ἀνατροπή
Τὸ 1969 ὁ Βρετανὸς μελετητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Alan Cameron, παγκοσμίως γνωστὸς γιὰ τὶς μελέτες του γιὰ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα, δημοσίευσε ἕνα ρηξικέλευθο ἄρθρο, τὸ ὁποῖο ἐπέγραψε «Οἱ τελευταῖες μέρες τῆς Ἀκαδημίας στὴν Ἀθήνα»40. Τὸ ἄρθρο αὐτό, χωρὶς ὑπερβολή, τάραξε τὰ λιμνάζοντα ὕδατα, ἀνατρέποντας ἄρδην σχεδὸν ὅλα ὅσα πιστεύαμε ὅτι γνωρίζαμε γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας.
Ὁ Alan Cameron ἐπέστησε τὴν προσοχὴ σὲ ἕνα ἑρμηνευτικὸ ἔργο Εἰς τὸν Πλάτωνος Ἀλκιβιάδην τοῦ Ὀλυμπιοδώρου (495-570 μ.Χ.), ἐθνικοῦ νεοπλατωνικοῦ φιλοσόφου τῆς Νεοπλατωνικῆς σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος συνέχισε νὰ διδάσκει κανονικὰ πολλὲς δεκαετίες μετὰ τὸ 529 μ.Χ., καὶ μάλιστα βρέθηκε στὴν ἡγεσία τῆς σχολῆς ἀπὸ τὸ 520.
Στὸ ἴδιο τὸ ἐν λόγῳ ἔργο τοῦ Ὀλυμπιοδώρου ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὸ χρονολογήσουμε. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Ὀλυμπιόδωρος μνημονεύει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ κάποιου γραμματικοῦ Ἀνατολίου, τὸ ὁποῖο τοποθετεῖται στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 54041. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ὀλυμπιοδώρου στὸ περιστατικὸ αὐτὸ γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε εἶναι φανερὸ πὼς αὐτὸ θεωρεῖται ὡς κάτι ποὺ οἱ ἀναγνῶστες δὲν θὰ θυμοῦνταν πλέον. Ἄρα, συμπεραίνει πολὺ λογικὰ ὁ Cameron, τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Ὀλυμπιοδώρου πρέπει νὰ χρονολογηθεῖ τὸ νωρίτερο περὶ τὸ 560, τοὐλάχιστον δηλαδὴ τρεῖς δεκαετίες μετὰ τὸ ἐπίμαχο 529 μ.Χ.
Στὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Ὀλυμπιοδώρου ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ποὺ πραγματικὰ ἀρκεῖ, γιὰ νὰ φέρει τὰ πάνω κάτω.
Συγκεκριμένα, ὁ Ὀλυμπιόδωρος ἀναφέρεται στὴν περιουσία τῆς Ἀκαδημίας, τά «διαδοχικά», καὶ γράφει ὅτι αὐτὴ διατηρεῖται «μέχρι σήμερα» (κατὰ λέξιν, «μέχρι τοῦ παρόντος»)42, ὅπου «σήμερα» εἶναι ὁ χρόνος συγγραφῆς τοῦ ἔργου τοῦ Ὀλυμπιοδώρου, δηλαδή, ὅπως εἴδαμε, τοὐλάχιστον τὸ 560 μ.Χ.!
Αὐτὴ ἡ φράση μοιάζει νὰ ἀνατρέπει τὰ πάντα. Τὸ λιγώτερο τρεῖς δεκαετίες μετὰ τὸ ἐπίμαχο 529 μ.Χ., ὁ Ὀλυμπιόδωρος ὄχι ἁπλῶς δὲν φαίνεται νὰ γνωρίζει τίποτε γιὰ κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας, ἀλλὰ καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ περιουσία της παραμένει ἀλώβητη!
Τὸ συμπέρασμα τοῦ Alan Cameron εἶναι ὅτι ἡ Ἀκαδημία λειτουργοῦσε ἀκόμη ἐκείνη τὴν ἐποχή, καὶ μάλιστα εἶχε στὴ διάθεσή της καὶ μιὰ σημαντικὴ περιουσία, τοὐλάχιστον τριάντα χρόνια μετὰ τὸ ὑποτιθέμενο κλείσιμό της καὶ τὴν ὑποτιθέμενη δήμευση τῆς περιουσίας της. Κατὰ τὸν Cameron, μάλιστα, δὲν ἀποκλείεται ἡ Ἀκαδημία νὰ συνέχισε νὰ λειτουργεῖ μέχρι τὴ σλαβικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ ἐρήμωσε τὴν Ἀθήνα πενῆντα ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὸ περιβόητο 529 μ.Χ.!
Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀνατροπὴ ποὺ σηματοδότησε ἡ μελέτη τοῦ Alan Cameron ἔκανε κάποιους νὰ θυμηθοῦν καὶ μεμονωμένες ἀναφορὲς σὲ πηγὲς ποὺ ἐμφανίζουν προσωπικότητες νὰ ἔχουν διδαχθεῖ φιλοσοφία στὴν Ἀθήνα σὲ ἐποχὴ μεταγενέστερη τοῦ 529 μ.Χ. Τέτοιες προσωπικότητες εἶναι ὁ Θεόδωρος τῆς Ταρσοῦ, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Canterbury43, καὶ ὁ Τυχικὸς ὁ Βυζάντιος44.
Παρατηρεῖται μάλιστα καὶ τὸ ἑξῆς παράδοξο: Ἀκόμη καὶ μελετητὲς πού –ἀπὸ κεκτημένη ἴσως ταχύτητα– δὲν ἀμφισβητοῦν τὴ μαρτυρία τοῦ Μαλάλα γιὰ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ σχετικὰ μὲ τὴ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας (διάταγμα ποὺ ὅλα δείχνουν ὅτι οὐδέποτε ὑπῆρξε) πείθονται ἐν τούτοις ὅτι ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία συνέχισε νὰ λειτουργεῖ κανονικὰ πολλὲς δεκαετίες μετά. Ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, γιὰ παράδειγμα, σημειώνει ὅτι σύμφωνα μὲ νεώτερη ἄποψη τὸ κλείσιμο τοῦ 529 εἶχε προσωρινὸ χαρακτῆρα, καὶ ἡ σχολὴ λειτούργησε στὴν Ἀθήνα μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἕκτου αἰῶνα, ἴσως μάλιστα καὶ ἀκόμη ἀργότερα45! Ὁ Nigel Wilson δὲν ἀμφισβητεῖ μὲν ἰδιαίτερα τὴν πληροφορία τοῦ Μαλάλα –ἂν καὶ κάνει λόγο γιὰ μιά «γενικὰ ἀναξιόπιστη πηγή» –, ἀλλὰ ἐκτιμᾷ ὅτι μιὰ ἰδιωτικὴ λέσχη σὰν τὴν Ἀκαδημία μποροῦσε νὰ εἶχε συνεχίσει νὰ ὑπάρχει46, θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐκτίμηση τῶν μαρτυριῶν δείχνει ὅτι τὸ διάταγμα τοῦ 529 δὲν σήμανε ἐντελῶς τὸ τέλος τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα47 καὶ σημειώνει ὅτι τὸ περιβόητο διάταγμα τοῦ 529 μπορεῖ νὰ εἶχε μικρότερες συνέπειες ἀπ’ ὅ,τι πιστεύεται γενικά, ἂν καὶ ἡ ἀνώτερη ἐκπαίδευση δὲν φαίνεται νὰ συνεχίσθηκε στὴν Ἀθήνα πολὺ μετὰ τὰ μέσα τοῦ ἕκτου αἰῶνα48. Ὁ G. Fernández δὲν διακρίνει καμμία ἀπολύτως συνέπεια τοῦ περιβόητου διατάγματος τοῦ 52949.
Καὶ ὁ Jean Sirinelli ὁμοίως ἐπισημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐξακριβωμένο ὅτι τὸ 529 σηματοδοτεῖ τὸ ὁριστικὸ σβήσιμο τῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, καὶ θεωρεῖ πολὺ πιθανὸν ἡ Ἀκαδημία νὰ ἐπιβίωσε διακριτικὰ ὡς θεσμὸς καὶ ὡς ἐκπαιδευτήριο, μέχρι ποὺ χάθηκε ὁριστικὰ μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Σλάβων στὴν Ἀθήνα πενῆντα χρόνια ἀργότερα.50 Γενικά, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τύχη τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας, φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο εἶχε καταλήξει ὁ Bréhier, πρὶν κἂν τὴν ἀνατρεπτικὴ μελέτη τοῦ Cameron: ὅτι ἡ Νεοπλατωνικὴ σχολὴ ἁπλῶς «ἔσβησε ἀπὸ ἔλλειψη μαθητῶν, καὶ ἴσως καὶ διδασκάλων»51.
Ὁ H. J. Blumenthal, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει δώσει μία ἀπὸ τὶς πιὸ διεξοδικὲς μελέτες γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας, παραδέχεται μὲ κάθε εἰλικρίνεια ὅτι, ἂν ἑρμηνεύσουμε τὶς διατάξεις τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικα κατὰ τρόπο ποὺ δὲν εὐνοεῖ τὸ ἐνδεχόμενο ἐφαρμογῆς τους στὴν περίπτωση τῆς Ἀκαδημίας καὶ ἂν δεχθοῦμε τὸ συμπέρασμα ποὺ βγάζει ὁ Cameron ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Ὀλυμπιοδώρου, τότε ἡ ὑπόθεση ὅτι τὸ 529 μ.Χ. ἐπεβλήθη τὸ κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας –ἔστω καὶ προσωρινά– φαντάζει πιὸ ἀσθενὴς ἀπ’ ὅ,τι ἰσχυρίσθηκε ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Cameron52. Ἁπλῶς, ὁ Blumenthal ἀφήνει ἀνοικτὸ τὸ ἐνδεχόμενο ὁ Ὀλυμπιόδωρος νὰ μὴν ἦταν καλὰ πληροφορημένος.53 Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ παρατηρήσουμε ὅτι κάτι τέτοιο φαντάζει ἀπίθανο. Ὁ Ὀλυμπιόδωρος δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς. Ἦταν ὁ σχολάρχης τῆς Νεοπλατωνικῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας, δηλαδὴ τῆς μίας ἀπὸ τὶς δύο Νεοπλατωνικὲς Σχολὲς τῆς αὐτοκρατορίας ἐκείνη τὴν ἐποχή (ἡ ἄλλη ἦταν ἡ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας). Βεβαίως, οἱ δύο αὐτὲς σχολὲς εἶχαν κινηθεῖ προϊόντος τοῦ χρόνου πρὸς διαφορετικὲς κατευθύνσεις, μὲ τὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας νὰ κλίνει πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἐνῷ τὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας νὰ ἀποκλίνει πρὸς τὸν ἀποκρυφισμό. Ἀλλὰ πάντως, οἱ δύο αὐτὲς σχολὲς βρίσκονταν σὲ συνεχῆ διάλογο –ἕστω καὶ κατ’ ἀντιπαράθεση– ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλη.
Τὸ νὰ μὴν ἔχει πάρει λοιπὸν εἴδηση ὁ σχολάρχης τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας ὅτι ἡ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ, τοὐλάχιστον τριάντα χρόνια πρίν, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀπίθανο· εἶναι… ἐπιστημονικὴ φαντασία.
η. Ἐπίμετρον
Σήμερα, δυσκολευόμαστε νὰ θεωρήσουμε κάτι περισσότερο ἀναχρονιστικὸ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει κανεὶς ὡς δεδομένο ὅτι ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας ἔκλεισε τὸ 529 μ.Χ. μὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ. Ὅπως ἀποδεικνύεται, φαίνεται ὅτι ὄχι ἁπλῶς οὐδέποτε ὑπῆρξε τὸ ἐπίμαχο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας συνέχισε νὰ λειτουργεῖ μετὰ τὸ 529. Δεκαετίες ὁλόκληρες συστηματικῆς ἔρευνας, ποὺ παρουσιάσαμε συνοπτικὰ παραπάνω, ἔχουν καταλήξει σὲ συμπεράσματα ποὺ δὲν μποροῦν παρὰ νὰ προβληματίζουν, ἂν μή τι ἄλλο, καθὼς ἀναδεικνύουν ξεκάθαρα τὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο ἕνας μῦθος, ἐπιμελῶς καλλιεργημένος καὶ σταθερὰ ἐπαναλαμβανόμενος, μπορεῖ νὰ καταλήξει νὰ ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς πάντες ὡς ἀδιαμφισβήτητη ἱστορικὴ ἀλήθεια. Βεβαίως, πάντα ἔχει κάποιος τὸ δικαίωμα νὰ κρατήσει ἀποστάσεις ἀπὸ τὰ συμπεράσματα τῆς νεώτερης ἔρευνας καὶ νὰ τὰ ἀμφισβητήσει. Αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κάνει εἶναι νὰ τὰ ἀγνοεῖ.
1 Γιάννης Κ. Τσέντος, «Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνισμός. Τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό», Ἀκτῖνες 622 (Ἰούνιος 2001), σελ. 190-193.
2 Γιάννης Κ. Τσέντος, «Ἡ “ἄλλη” Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας τῆς ὕστερης Ἀρχαιότητας», Μέρος Α΄, Ἀκτῖνες 756 (Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2016), σελ. 62- 66· Μέρος Β΄, Ἀκτῖνες 757 (Μάιος-Ἰούνιος 2016), σελ. 90-98.
3 Γιάννης Κ. Τσέντος, «Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνισμός. Τὸ κλείσιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό», Ἀκτῖνες 622 (Ἰούνιος 2001), σελ. 191-192.
4 Ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχουμε τὸν Ἰουστινιάνειο Κώδικα (Codex Iustinianus), ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 529 ὑπὸ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Τριβωνιανοῦ, σπουδαίου νομικοῦ καὶ στενοῦ συνεργάτη τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καὶ ἀποτελεῖ μιὰ συνθετικὴ δημοσίευση τῶν αὐτοκρατορικῶν νόμων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁδριανοῦ ἕως τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸν Πανδέκτη ἢ Digestum, τὸν νέο κώδικα, ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 534, τὶς Εἰσηγήσεις ἢ Institutiones καὶ τὶς Νεαρές (Novellae), ὅπου, ὅπως εἶναι πολὺ γνωστό, οἱ νέοι νόμοι τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἶναι πλέον γραμμένοι στὰ ἑλληνικὰ καὶ ὄχι στὰ λατινικά. Ὅλα αὐτὰ μαζὶ ἔγιναν γνωστὰ ἀπὸ τὸν 16ο αἰῶνα ὡς Corpus Iuris Civilis.
5 J. A. S. Evans, Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, μετάφρ. Βασίλη Κουρῆ, Ἐκδόσεις Ὀδυσσέας, Ἀθήνα 1998, σελ. 134.
6 Εἰδικώτερα γιὰ τὸ θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ δικαίου βλ. παρακάτω.
7 Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ed. L. Dindorf, 451.16-21: «Ἐπὶ δὲ τῆς ὑπατείας τοῦ αὐτοῦ Δεκίου ὁ αὐτὸς βασιλεὺς θεσπίσας πρόσταξιν ἔπεμψεν ἐν Ἀθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μηδὲ νόμιμα ἐξηγεῖσθαι μήτε κόττον ἐν μιᾷ τῶν πόλεων γίνεσθαι, ἐπειδὴ ἐν Βυζαντίῳ εὑρεθέντες τινὲς τῶν κοττιστῶν καὶ βλασφημίαις δειναῖς ἑαυτοὺς περιβαλόντες χειροκοπηθέντες περιεβωμβήθησαν ἐν καμήλοις».
8 J. A. S. Evans, Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, σελ. 134, σημ. 257.
9 Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, 448.6-10: «Ἐν αὐτῷ δὲ τῷ χρόνῳ ἀνακωδίκευσις ἐγένετο τῶν παλαιῶν νόμων· καὶ ποιήσας ἰδίους νόμους κατέπεμψεν ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι πρὸς τὸ τοὺς δικαζομένους μὴ περιπίπτειν θλίψεσι καὶ ζημίαις, ἀλλὰ ταχεῖαν ἔχειν τὴν ἀπαλλαγήν· ὅπερ μονόβιβλον κατασκευάσας ἔπεμψεν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν Βηρυτῷ».
10 Ferdinand Gregorovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter, von der Zeit Justinians bis zur türkischen Eroberung, Stuttgart 1889, σελ. 55-56.
11 Ioannis Malalae Chronographia, ed. Ioannes Thurn, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 35, De Gruyter, Berlin 2000.
12 Βλ. E. Watts, “Justinian, Malalas and the end of Athenian philosophical teaching in A.D. 529”, Journal of Roman Studies 94 (2004), σελ. 171.
13 Τὸ σῳζόμενο κείμενο ξεκινᾷ μὲ τὴ μυθολογία τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου καὶ φθάνει μέχρι τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μαρκιανοῦ, ἀνεψιοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, στὴ Βόρειο Ἀφρικὴ τὸ 563.
14 Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, 157.18-20: «Ταῦτα δὲ ἱστόρησαν οἱ σοφώτατοι Θάλης καὶ Κάστωρ καὶ Πο λύβιος συγγραψάμενοι καὶ μετ’ αὐτοὺς Ἡρόδοτος ὁ ἱστοριογράφος».
15 Ἰωάννου Μαλάλα, ὅ.π., 84.19-85.4, ὅπου ὁ Μαλάλας, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὴ βασιλεία τοῦ Πέλοπα, προσθέτει ὅτι «ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς χρόνοις ἦν ὁ Δημόκριτος, φιλοσοφούμενα διδάσκων».
16 Ἰωάννου Μαλάλα, ὅ.π., 212.18-19: «Ἐν τοῖς αὐτοῖς οὖν χρόνοις ἦν ὁ Κικέρων καὶ ὁ Σαλλούστιος, οἱ σοφώτατοι Ῥωμαίων ποιηταί».
17 Ἰωάννου Μαλάλα, ὅ.π., 117.1-2: «Ὁ γὰρ σοφὸς Εὐριπίδης δρᾶμα ἐξέθετο περὶ τοῦ Κύκλωπος ὅτι τρεῖς εἶχεν ὀφθαλμούς…».
18 Βλ. Karl Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur, von Justinian bis zum Ende des Oströmischen Reiches (527-1453), C.H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, München 18972, σελ. 325-334.
19 H. J. Blumenthal, “529 and its sequel: What happened to the Academy?”, Byzantion 48 (1978), σελ. 382.
20 Gunnar of Hällström, “The closing of the Neoplatonic School in AD 529. An additional aspect”, ἐν Paavo Castrén (ed.), Post-Herulian Athens. Aspects of life and culture in Athens AD 267-529, Helsinki 1994, σελ. 144.
21 Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, Duckworth, London 1983, σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, μετάφρ. Νικ. Κονομῆ, Ἀθήνα 1991, σελ. 59).
22 Alan D. E. Cameron, “The last days of the Academy in Athens”, Proceedings of the Cambridge Philoso phical Society 195 (1969), σελ. 8.
23 “following a certain Paparrigopoulos”(!!!), Gunnar of Hällström, “The closing of the Neoplatonic School in AD 529. An additional aspect”, ἐν Paavo Castrén (ed.), Post-Herulian Athens. Aspects of life and culture in Athens AD 267- 529, σελ. 142, σημ. 12. Ἡ παραπομπὴ εἶναι στὸ Ferdinand Gre go rovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter, von der Zeit Justinians bis zur türkischen Erob erung, σελ. 56, σημ. 1.
24 Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμος 4, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἐλευθερουδάκη» Α.Ε., ἐν Ἀθήναις 19326, σελ. 133.
25 H. J. Blumenthal, “529 and its sequel: What happened to the Academy?”, Byzantion 48 (1978), σελ. 382.
26 Αὐτὸ ἐπισημαίνει, ἐξάλλου, καὶ ὁ J. A. S. Evans (Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, σελ. 134). Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι γίνεται ἐδῶ λόγος γιὰ νομοθετικὲς διατάξεις ποὺ οὐδέποτε ἐφαρμόσθηκαν στὴν πράξη, καθὼς αὐτὸ ἦταν σύνηθες τὴν περίοδο ποὺ μελετᾶμε. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ αὐστηρὲς ἀντιπαγανιστικὲς διατάξεις τῶν νομοθεσιῶν τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἶχαν τὶς περισσότερες φορὲς τὸν χαρακτῆρα μιᾶς ἐπίσημης διακήρυξης συμπόρευσης τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀρχῆς πρὸς τὴ χριστιανικὴ πίστη (ἄρα καὶ τὸν λαὸ τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ εἶχε ἀγκαλιάσει τὸν χριστιανισμό) καὶ μιᾶς ἀνοικτῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος, χωρὶς σὲ καμμιὰ περίπτωση οἱ προβλεπόμενες κυρώσεις νὰ ἐφαρμόζονται κατὰ γράμμα. Ὁ Σῳζομενὸς γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴ νομοθεσία τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου ὅτι προέβλεπε αὐστηρότατες ποινές, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἐφαρμόζονταν, διότι στόχος τοῦ αὐτοκράτορα δὲν ἦταν νὰ ἐπιβάλει κυρώσεις, ἀλλὰ νὰ ἐμπνεύσει φόβο στοὺς ὑπηκόους του, ὥστε αὐτοὶ νὰ γίνουν «ὁμόφρονες αὐτῷ περὶ τὸ θεῖον» (Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστὴ ἱστορία, ed. J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Ζ΄ 12, 12.1-4: «Καὶ χαλεπὰς τοῖς νόμοις ἐνέγραφε τιμωρίας. Ἀλλ’ οὐκ ἐπεξῄει· οὐ γὰρ τιμωρεῖσθαι, ἀλλ’ εἰς δέος καθιστᾶν τοὺς ὑπηκόους ἐσπούδαζεν, ὅπως ὁμόφρονες αὐτῷ γένοιντο περὶ τὸ θεῖον»).
27 Codex Iustinianus, ed. Paul Krüger, Weidmann, Berlin 1929, σελ. 57, I.5.18.4.14-16: «μόνοις δὲ ἐκείνοις διδάσκειν καὶ σιτήσεως δημοσίας τυγχάνειν ἐφίεμεν τοῖς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως οὖσιν». Codex Iustinianus, ὅ.π., σελ. 64, I.11.10.2.1-10: «Πᾶν δὲ μάθημα παρὰ τῶν νοσούντων τὴν τῶν ἀνοσίων Ἑλλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν, ὥστε μὴ κατὰ τοῦτο προσποιεῖσθαι αὐτοὺς παιδ εύειν τοὺς εἰς αὐτοὺς ἀθλίως φοιτῶντας, ταῖς δὲ ἀληθείαις τὰς τῶν δῆθεν παιδευομένων διαφθείρειν ψυχάς· ἀλλὰ μηδὲ ἐκ τοῦ δημοσίου σιτήσεως ἀπολαύειν αὐτούς, οὐκ ἔχοντας παρρησίαν οὐδὲ ἐκ θείων γραμμάτων ἢ πραγματικῶν τύπων τοιούτων τινὸς ἄδειαν αὐτοῖς ἐκδικεῖν».
28 Προκοπίου, Ἀνέκδοτα, ed. G. Wirth, κστ΄ 5.1- 6.1: «Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰατρούς τε καὶ διδασκάλους τῶν ἐλευθερίων τῶν ἀναγκαίων ἀπορεῖσθαι πεποίηκε. Τάς τε γὰρ σιτήσεις, ἃς οἱ πρότερον βεβασιλευκότες ἐκ τοῦ δημοσίου χορηγεῖσθαι τούτοις δὴ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἔταξαν, ταύτας δὴ οὗ τος ἀφείλετο πάσας».
29 H. J. Blumenthal, “529 and its sequel: What happened to the Academy?”, Byzantion 48 (1978), σελ. 382.
30 Jean Sirinelli, Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἑλληνικὴ γραμματολογία τῶν ἑλληνιστικῶν, τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, 334 π.Χ. – 519 μ.Χ., μετάφρ. Σοφίας Μπίνα-Σωτηροπούλου, Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα 2001, σελ. 736.
31 John Glucker, Antiochus and the Late Academy, Hypomnemata 56, Göttingen 1978, σελ. 328.
32 H. J. Blumenthal, “529 and its sequel: What happened to the Academy?”, Byzantion 48 (1978), σελ. 383.
33 Thomas Whittaker, The Neoplatonists. A study in the history of Hellenism, Georg Olms, Hildesheim 19874 (ed. pr. Cambridge 1928), σελ. 182.
34 Eduard Zeller, Outlines of the history of Greek philosophy, Routlege & Kegan Paul Ltd / The Humanities Press Inc., London / New York 1955, σελ. 310.
35 Robert Browning, Justinian and Theodora, σελ. 100· ὁμοίως Robert Browning, «Ὁ αἰώνας τοῦ Ἰουστινιανοῦ», ἐν Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, τόμος Ζ΄, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, σελ. 158.
36 Judith Herrin, The formation of Christendom, Princeton University Press, Princeton 1987, σελ. 77.
37 Asterios N. Gerostergios, Justinian the Great. The emperor and saint, Institute for Byzantine and Mod ern Greek Studies, Belmont, Massachusetts 1982, σελ. 72-73.
38 J. A. S. Evans, Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, σελ. 134.
39 John B. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol. II, σελ. 369.
40 Alan D. E. Cameron, “The last days of the Academy in Athens”, Proceedings of the Cambridge Philo sophical Society 195 (1969), σελ. 7-29.
41 Ὀλυμπιοδώρου, Σχόλια εἰς τὸν Πλάτωνος Ἀλκιβιάδην, ed. L. G. Westerink, 2.80-82.
42 Ὀλυμπιοδώρου, ὅ.π., 141.1-3: «Ἴσως δὲ ὁ Πλάτων ὡς εὐπορῶν ἀμισθίαν ἐπετήδευσεν· διὸ καὶ μέχρι τοῦ παρόντος σῴζονται τὰ διαδοχικά, καὶ ταῦτα πολλῶν δημεύσεων γινομένων». Βεβαίως, ἡ ἀναγωγή τῶν «διαδοχικῶν» στὸν ἴδιο τὸν Πλάτωνα εἶναι ἐσφαλμένη, ὅπως σημειώνει καὶ ὁ σχολάρχης τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας Δαμάσκιος (Βίος Ἰσιδώρου (ap. Photium), ed. C. Zintzen, ἀπ. 158: «Ἡ τῶν διαδόχων οὐσία οὐχ ὡς οἱ πολλοὶ νομίζουσι Πλάτωνος ἦν τὸ ἀνέκαθεν· πένης γὰρ ἦν ὁ Πλάτων, καὶ μόνον τὸν ἐν Ἀκαδημίᾳ ἐκέκτητο κῆπον, οὗ ἡ πρόσοδος νομισμάτων τριῶν, ἡ δὲ τῆς οὐσίας ὅλης χιλίων ἢ καὶ ἔτι πλειόνων ὑπῆρχεν ἐπὶ Πρόκλου, πολλῶν τῶν ἀποθνησκόντων κτήματα τῇ σχολῇ καταλιμπανόντων»), ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ἴδια ἡ διατύπωση τοῦ Δαμασκίου «ὡς οἱ πολλοὶ νομίζουσι» («ὅπως πιστεύουν οἱ περισσότεροι») δείχνει ὅτι τὸ λάθος αὐτὸ ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένο.
43 Ἡ σχετικὴ ἀναφορά, γραμμένη 219 ἔτη μετὰ τὸ 529 μ.Χ., προέρχεται ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ζαχαρία πρὸς τὸν ἅγιο Βονιφάκιο: S. Bonifatii et Lullii Epistolae, ed. M. Tangl, MGH, Epist. Sel.I, Berlin 1916, σελ. 173.
44 Ἡ σχετικὴ ἀναφορὰ ὑπάρχει στὸν Ἀρμένιο διανοητὴ Ἀνανία ἀπὸ τὴ Σιράκ (610-685 μ.Χ.): Ananias of Shirak, Autobiography, translated by F. C. Conybeare, ἐν Byzantinische Zeitschrift 6 (1897), σελ. 572-4.
45 Αἰκατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ ἱστορία, Ἀθῆναι 1975, σελ. 292.
46 Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 59).
47 Nigel G. Wilson, ὅ.π., σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 60).
48 Nigel G. Wilson, ὅ.π., σελ. 28 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 48).
49 G. Férnandez, “Justiniano y la clausura de la escuela de Atenas”, Erytheia 2.2 (1983), σελ. 29.
50 Jean Sirinelli, Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἑλληνικὴ γραμματολογία τῶν ἑλληνιστικῶν, τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, 334 π.Χ. – 519 μ.Χ., σελ. 736.
51 É. Bréhier, The history of philosophy. The Hellenistic and Roman age, Chicago / London 1965, σελ. 214.
52 H. J. Blumenthal, “529 and its sequel: What happened to the Academy?”, Byzantion 48 (1978), σελ. 384.
53 H. J. Blumenthal, ὅ.π., σελ. 372.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ ΤΕΥΧΗ 758 – 759
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ