Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ.
“Με γεμίζει αγαλλίαση και δέος η σκέψη ότι η ύστατη επιβίωση του ελληνικού τραγικού χορού, χαμένου από κάθε άλλη τέχνη, συναντάται στη Θεία Λειτουργία, όταν ο ψάλτης απαντά στον ιερέα”.
Oscar Wilde
“De profundis”
Από την εποχή του Διαφωτισμού και μετέπειτα, κάποιοι οραματίσθηκαν έναν κόσμο απαλλαγμένο από κάθε είδους θρησκευτικότητας προσπαθώντας να περιθωριοποιήσουν ή και να καταργήσουν κάθε είδους θρησκευτικής εκδήλωσης. Τα τελευταία χρόνια γίνεται έντονη συζήτηση σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικά ακροατήρια σχετικά με την παρουσία της Εκκλησίας στη δημόσια κοινωνική ζωή με ποικίλες απόψεις να εκφράζονται όπως χωρισμός Εκκλησίας-κράτους, κατάργηση θρησκευτικού μαθήματος, κατάργηση θρησκευτικών συμβόλων, κ.α. Η θρησκεία δεν θεωρείται ως ένα κοινωνικό γεγονός αλλά ως μια ιδεολογία, ως μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση σύμφωνα με την προτεσταντική αντίληψη όπου η θρησκεία είναι μια ατομική σχέση ανθρώπου και Θεού. Κατά συνέπεια αποτελεί ατομική υπόθεση η οποία δεν μπορεί να έχει σχέση με τη δημόσια ζωή1.
Απέναντι στα παραπάνω διλήμματα που τίθενται όλο και πιο πολύ επιτακτικά τα τελευταία χρόνια δεν θα επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης διότι έχουμε τη γνώμη ότι τα παραπάνω διλήμματα είναι ψευδοδιλήμματα. Η σχέση μεταξύ Ορθοδοξίας και λαού δεν διέπεται από κάποιους νόμους τους οποίους καλούμαστε να διατηρήσουμε ή να καταργήσουμε αλλά αποτελεί ένα βαθύτατο υπαρξιακό γεγονός. Σκοπός της εισηγήσεώς μας είναι να παρουσιάσουμε την άποψη ότι ο σύγχρονος πολιτισμός των νεοελλήνων είναι διαποτισμένος από την Ορθόδοξη παράδοσή μας έτσι όπως σμιλεύτηκε κατά την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως μοναδικό συνεχιστή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την ψυχή της οποίας διαπερνούσε η Ορθοδοξία.
Η καταξιωμένη ιστορικός-ακαδημαϊκός κυρία Γλύκατζη-Αρβελέρ κάποτε είπε: “Είμαστε Ρωμιοί, όσο και Έλληνες”! Η έννοια ρωμαίϊκη συνείδηση, που χρησιμοποιούμε στον τίτλο της εισηγήσεως μας, εκφράζει ένα συλλογικό ασυνείδητο το οποίο εμφωλεύει στους νεοέλληνες, θρησκευομένων και μη-θρησκευομένων, αθέων και πιστών, ευσεβών και μη ευσεβών και το οποίο ενυλώνεται στο ήθος και τον νεοελληνικό πολιτισμό.
H ρωμαίϊκη συνείδηση σφυρηλατήθηκε κατά τη διάρκεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο πολίτης αυτής της αυτοκρατορίας ονομάζεται Ρωμιός2 ο οποίος υπερβαίνει στενά εθνικά πλαίσια και υποδηλώνει τον κάτοχο μιας παράδοσης η οποία είναι ο συγκερασμός της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, του χριστιανικού ήθους και όλων των επιρροών που δέχτηκε το Βυζάντιο, από Ανατολή και Δύση. Δεν εννοούμε ότι ο λαός μας είναι δεμένος απλά με την Εκκλησία∙ δεν είναι θέμα πίστεως, αλλά υποστηρίζουμε ότι η παράδοσή μας έχει εμβαπτίσει ολοκληρωτικά τη νοοτροπία μας και το σύνολο του πολιτισμού μας σε τέτοιο βαθμό που η αποκοπή από την Ορθόδοξη παράδοση αποτελεί αποκοπή από την αυτοσυνειδησία του. Σκοπός της παρούσας εισηγήσεως δεν είναι να φέρουμε κάποια επιχειρήματα σχετικά με τη συμπόρευση ελληνικού λαού και Ορθοδοξίας αλλά να καταδείξουμε ότι η ρωμαίικη συνείδηση έχει εισχωρήσει μέσα στον λαό σε τέτοιο βαθμό που η βίαιη αποκοπή του από την Ορθόδοξη παράδοση σημαίνει να ξεριζώσεις τον πολιτισμό του. Έχουμε την γνώμη ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ένα ιδεολογικό γεγονός, δεν είναι ιδεολογία δίπλα στις ποικίλες άλλες που γνώρισε ο τόπος μας, αλλά αποτελεί ένα εκκλησιολογικό γεγονός, ένα βίωμα που εκφράζεται στο ήθος και τον πολιτισμό, όπως στη ζωγραφική, στη μουσική, στην ποίηση και τη λογοτεχνία.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αείμνηστο καθηγητή Θεολογίας κ. Νικόλαο Ματσούκα όταν κατά τη διάρκεια του μαθήματος του στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. σε μια αποστροφή του λόγου του, είπε ότι οι μαθητές μας στα σχολεία θα μπορούσαν κάλλιστα να μάθουν την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας μελετώντας απλά και μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα των συγγραφέων της γενιάς του ’30 διότι αυτοί οι λογοτέχνες είχαν διαβάσει και μελετήσει τα εκκλησιαστικά και Πατερικά κείμενα από τα οποία εμπνεύστηκαν. Πράγματι, μια απλή μελέτη του έργου της νεοελληνικής διανόησης είναι ικανή να καταδείξει ότι η Ορθόδοξη θεολογία έχει διαποτίσει το σύγχρονο πολιτισμό των νεοελλήνων μόνο και μόνο από τους όρους και τις λέξεις που χρησιμοποιούνται. Άραγε ο τίτλος του έργου «Άξιον Εστί» του μεγάλου νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη δεν παραπέμπει σε εκκλησιαστικό ύμνο; Εκφράσεις επίσης από το έργο του όπως «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», δεν παραπέμπει σε εκκλησιαστικά κείμενα; (Βλ. το τροπάριο του εσπερινού των Χριστουγέννων:«Ἀνέτειλας Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, καὶ Ἀστήρ σε ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον. Μάγους ὁδηγήσας εἰς προσκύνησίν σου, μεθ’ ὧν σε μεγαλύνομεν, Ζωοδότα δόξα σοι»). Η ποιητική γλώσσα του Ελύτη διακρίνεται για την επίδραση από το λόγο του Ευαγγελίου και τη Βυζαντινή υμνογραφία. Η βασική του ποιητική σύνθεση το «Άξιον Εστί» που διαιρείται σε τρία μέρη και τιτλοφορείται: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», «Δοξαστικόν» βασίζεται πάνω στη βυζαντινή λειτουργική παράδοση3. Σύμφωνα με τον κ. Ανδριόπουλο η επιρροή του Ρωμανού του Μελωδού είναι εμφανής στο έργο του Ελύτη. Μάλιστα σημειώνει ότι «όπως έχει ο ίδιος ο Ελύτης αναφέρει, ακολούθησε το παράδειγμα του Ρωμανού για την αρχιτεκτονική του “Άξιον Εστί”….Ο Ελύτης είναι ο πρώτος και ο μόνος που ασχολήθηκε μέχρι σήμερα συστηματικά με την ποιητική του Ρωμανού του Μελωδού και τον έχει μελετήσει βαθιά» και τονίζει πως «σε μια ενότητα του δοκιμίου του, ο Ελύτης προβαίνει σε μια επί τροχάδην αναφορά στην ελληνική ποίηση για να καταδείξει τη συμβολή του Ρωμανού στην αναζωογόνησή της, καθώς ο Ρωμανός έχει μια ιδιαίτερη αξία για τον Ελύτη ως εκφραστή της ελληνικότητας με όχημα τη γλώσσα4. Είναι για αυτόν ένας πυλώνας της ελληνικής συνέχειας»5.
Επίσης, το θρησκευτικό βίωμα στην ποίηση του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού είναι ζωντανό. Τον συγκινούσε η Ορθοδοξία, η Αγία Γραφή, η εκκλησιαστική υμνογραφία. Η θρησκευτικότητά του συνδέεται με τα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης του Θεού. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» έχει πηγή εμπνεύσεως την Αγία Γραφή. Μιλά για το φως του ουρανού, τη δύναμη της πίστεως, της ηθικής6. Επίσης, ο Κωστής Παλαμάς, όταν κατέγραψε ποιήματά του για πρόσωπα και γεγονότα του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας, είχε μέσα του λαχτάρα για να εναποθέσει κάπου την ψυχή του και τους ισχυρούς κραδασμούς της. Στην παιδική του ηλικία ο Παλαμάς σύχναζε τακτικά στην εκκλησία και μετείχε ενεργώς στα της λατρείας. Στο βιβλίο «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» περιγράφει την «πασχαλινή ενθύμηση» του από την πρώτη πρωινή ακολουθία του Πάσχα στην οποία έλαβε μέρος. Σε ηλικία 19 ετών, το 1878, έγραψε ένα από τα πρώτα του ποιήματα υπό τον τίτλο «Πλάστη μου Χριστέ», γεμάτο από χριστιανική κατάνυξη, και το έτος 1879, στο ποίημα του «Προσευχή», την οποία απευθύνει προς τον γλυκό Εσταυρωμένο, είναι φανερή ή σχέση πίστεως ή έστω ομολογίας μιας πίστεως στον Εσταυρωμένο. Οι μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, που η Εκκλησία μας τις εορτάζει με μυσταγωγία, κατάνυξη και λαμπρότητα, έδωσαν αφορμές στην ποιητική έμπνευση του Παλαμά7.
Επίσης, άλλο ένα δείγμα σύζευξης και σύμπλευσης Ελληνισμού και Ορθοδοξίας είναι τα κείμενα του ίδιου του Άγγελου Σικελιανού και όπως γράφει η εφημερίδα “Καθημερινή”, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές που έχει στήσει η ελληνική ποίηση για την Ανάσταση του Θεανθρώπου είναι το «Πάσχα των Ελλήνων» του Άγγελου Σικελιανού! Γραμμένη στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η εκτενής αυτή ποιητική σύνθεση εκφράζει μια υψηλή ανάταση του λυρικού πνεύματος, που εξυμνεί τα παιδικά χρόνια του Ιησού (όταν εκείνος δεν αντιμετωπίζει ακόμη το μαρτύριο που θα του επιφυλάξει ο ενήλικος βίος του), βάζοντας εκ παραλλήλου στο προσκήνιο το σεπτό και ασκίαστο πρόσωπο της μητέρας Του. Οι μορφές του Χριστού και της Μαρίας αποτελούν στο «Πάσχα των Ελλήνων» πηγή χαράς και εκ βάθρων ανανέωσης αφού συνδέονται ευθέως με τη λαμπρότητα του ελληνικού τοπίου και της ελληνικής φύσης, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην αμεσότητα του λαϊκού, προφορικού λόγου και τις ειδυλλιακές εικόνες της δημοτικής παράδοσης. Η συνύπαρξη του γήινου και του θεϊκού στοιχείου διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον το «Πάσχα των Ελλήνων», παντρεύοντας την πνευματικότητα της χριστιανικής υμνογραφίας με την προσήλωση του αρχαιοελληνικού λυρισμού στην υλική βάση τής ζωής8. Επίσης, ο ίδιος ποιητής, συμπλέκει το Θείο με το ανθρώπινο πάθος στο ποίημα «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι», όπου οι γυναίκες του Στειριού τη Μεγάλη Πέμπτη ψέλνουν μουρμουριστά ετοιμάζοντας την Εκκλησία, χωρίς όμως να νιώθουν ότι οι πληγές στα χέρια του Ιησού δεν ήταν ανεμώνες αλλά «σάρκα που πόνεσε βαθιά». Ο ποιητής μεγαλόψυχα θα αποδώσει την πλάνη των γυναικών στην ωραία εποχή, στις «αναπνοές της άνοιξης» και στα λουλούδια που «έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν». Θα χρειαστεί να κάνει την εμφάνισή του ο Βαγγέλης, την ώρα της Ανάστασης, που τον είχαν για χαμένο στον πόλεμο, για να ανατριχιάσουν, για «να ξεσπάσουν την αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή», να νιώσουν τον πόνο της μάνας του και του παιδιού της, του σταυρωμένου στο «ξύλινο ποδάρι», όπως ο Άλλος κρεμασμένος στον ξύλινο Σταυρό Του και του οποίου το πάθος οι γυναίκες του Στειριού δεν είχαν καταλάβει. Έπρεπε να γίνει η «συγκατάβαση», ήτοι ο Εσταυρωμένος Χριστός να πάρει τη μορφή του Βαγγέλη για να αγγίξει τις μακάριες στην άγνοιά τους γυναίκες, που τυπικά στόλιζαν τον ναό9.
Ένας άλλος ποιητής, ο Γ. Ρίτσος, που τόσο ύμνησε την Ρωμιοσύνη, μέσα από το έργο του προβάλλει και βαθειά θρησκευόμενος, όχι μόνο με την απλή παραδοχή της πίστης του συνόλου του λαού της πατρίδας του, αλλά ως ένας συνειδητοποιημένος, ένας ειλικρινής χριστιανός ορθόδοξος ποιητής, όσο κι αν αυτό μπορεί να ξενίζει κάποιους. Το θρησκευτικό συναίσθημα, θρεμμένο με τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, είναι διάχυτο στο έργο του, ακόμα και στα αγωνιστικά ποιήματά του. Μέσα από τους στίχους προβαίνουν άξαφνα λυπημένες Παναγιές, κεριά, Μεγαλοβδόμαδα, τάματα σε αγίους και σε εκκλησιές10. Η θύμηση της Εκκλησίας του Ελκόμενου Χριστού που υπάρχει στον τόπο της καταγωγής του στην Μονεμβασιά Λακωνίας, είναι έντονη στο έργο του «Ρωμιοσύνη». Όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας ποιητής ποταμός. Kατηφορίζει από τις ρίζες της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας και αγκαλιάζει όλον τον κόσμο11. Στο έργο του Ρίτσου κυριαρχούν σκηνές θρησκευτικού και ηρωικού μεγαλείου, όπως η παρακάτω:
«Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς, στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι.
Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας αητός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο.
(….)Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του..»
Τέλος, ο αλεξανδρινός ποιητής Κ. Καβάφης είναι επηρεασμένος από τη λειτουργική μεγαλοπρέπεια της Ορθοδοξίας, όπως δείχνει το ποίημά του “Στην Εκκλησία”12. Η Ευαγγελία Παπαχρήστου–Πάνου, παρουσιάζοντας την επιρροή που άσκησε η Ορθόδοξη διδασκαλία στα έργα του Κ. Καβάφη παρατηρεί τα εξής: «με το ποίημα “Στην Εκκλησία” ο Καβάφης δηλώνει σαφέστατα το θαυμασμό και την αγάπη του για την Εκκλησία, και πηγαίνει στις βαθιές ρίζες της Ορθοδοξίας μας, έτσι, καθώς στέλνει νοσταλγικά τη σκέψη του στο μεγαλείο και στην προσφορά του Βυζαντίου»13. Πέρα όμως από τη μεγαλοπρέπεια, τα χρυσοποίκιλτα άμφια, τα εξαπτέρυγα και τις ψαλμωδίες, στην Εκκλησία και στους ιερείς, ο ποιητής βλέπει την παρηγορία, την ψυχική γαλήνη και την ενδυνάμωση του πιστού. Πολλά ποιήματά του το μαρτυρούν. Ένα από αυτά, “Η Δέησις” αναφέρεται στον πόνο μιας μάνας που περιμένει να γυρίσει ο γυιός της από τα ξένα:
«Η θάλασσα στα βάθη της πήρε έναν ναύτη
Κι η μάνα του ανύποπτη πάει κι άναφτει
στην Παναγιά μπροστά ένα μακρύ κερί,
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί οι καιροί.
Κι ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικόνα την ακούει σιωπηλή και λυπημένη
ξέροντας πως δεν θα ‘ρθει ο υιός που περιμένει».
Η ζωή και το πνεύμα της Ορθοδοξίας διαμορφώνουν επί αιώνες τις κοινότητες των Ελλήνων, ασκώντας αποφασιστική επιρροή σ’ αυτές, κυρίως, μέσω της λατρείας, στην οποία διαπλάθεται κυριολεκτικά η ζωή και το φρόνημα του λαού. Το Ορθόδοξο ήθος της ελληνικής κοινότητας μορφώνεται στα όρια της λατρείας διαφωτίζοντας τη συλλογική ελληνική ύπαρξη14. Η εκκλησιαστική κοινότητα είναι ένα κοινωνικό γεγονός, μια σύναξη λαϊκών και κληρικών.
Για τον Παπαδιαμάντη15 [η ένταξη στην εκκλησιαστική κοινότητα ισοδυναμεί με ένταξη στην ευρύτερη κοινωνία. Στο διήγημα «Ο Αλιβάνιστος» παρακολουθούμε την επανένταξη ενός ανθρώπου που έζησε χρόνια ως ερημίτης. Ένας ατυχής έρωτας έκαναν τον μπάρμπα-Κόλια να φύγει από το χωριό του και να ζει στην εξοχή, αφού η γυναίκα που αγάπησε παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Όταν τυχαία ο παπάς, που έχασε το δρόμο του και χάθηκε στην εξοχή, συνάντησε τον μπάρμπα-Κόλια, τον πήρε μαζί του στην Εκκλησία για την Ανάσταση. Η θρησκευτική κατάνυξη της Ανάστασης, το τελετουργικό και η συμμετοχή του μπάρμπα-Κόλια ήταν η επιστροφή του στην κοινωνία. Η θρησκεία ως δεσμός και διαμεσολαβητικός κρίκος των ανθρώπων σηματοδοτεί την αδιάσπαστη ενότητα, την κοινωνική ταυτότητα των ανθρώπων που αποτελούν σύνολο και λειτουργούν ως σύνολο. Τα τελευταία λόγια του μπάρμπα-Κόλια: «Αληθώς ανέστη βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!», μαρτυρούν την ανακούφιση της θρησκευτικής συμμετοχής που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι16.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία η μετάνοια των αμαρτωλών αποκαλύπτει το ήθος του γνησίου χριστιανού και μας διδάσκει να μην κρίνουμε κανέναν γιατί ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά είναι το βαθύ μυστικό της καρδιάς του. Το μυστικό της αρετής του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απαρίθμηση των καλών πράξεων που έχει κάνει αλλά στην απόφαση να μετανοήσει. Ο Κ. Καβάφης αποστρέφεται τον εκνομικισμό του εκκλησιαστικού ήθους και την δικανική θεώρηση της αμαρτίας. Ο συγγραφέας Τίμος Μαλάνος αναφέρει ότι, σε κάποια συζήτηση, όταν έγινε λόγος για εκείνους που κάνουν τα μύρια όσα και στο τέλος πεθαίνουν με τον σταυρό στα χέρια, ο Καβάφης απάντησε σε εκείνον που το είπε ως εξής: «Μη τους ψέγεις – φθάνει που μετάνιωσαν. Αυτή άλλωστε είναι η ωραιότης της χριστιανικής θρησκείας»17. Αυτό υπογραμμίζεται στο ποίημα του «Ιγνατίου τάφος», όπου ο νέος Ιγνάτιος, πρώην Κλέων, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του, “συνέρχεται” από τις κοσμικές περιπλανήσεις και από την απουσία σχέσης του με την Εκκλησία, και λίγο πριν πεθάνει χειροτοθείται αναγνώστης και ζει κοντά στον Χριστό18. Ο επίσης συγγραφέας Γιώργος Σαββίδης σημειώνει ότι όλος ο συνειδητός βίος του Καβάφη στάθηκε μια μελέτη θανάτου. Το ποίημα «Εν τω Κοιμητηρίω» αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτού του έντονου βιώματος19. Επίσης, μέσα στο ποίημα του Καβάφη «Μανουήλ Κομνηνός», θεωρούμε ότι διαφαίνεται η εναρμόνιση του ποιητή με τη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης όσον αφορά τη μετάνοια πριν από το θάνατο, ώστε να κερδίσει ο άνθρωπος την ουράνια βασιλεία. Για τον αλεξανδρινό ποιητή δεν μετράει αν ο άνθρωπος πετύχει να ανέβει όλη την πνευματική κλίμακα, αλλά η ίδια η προσπάθεια μετάνοιας, ο αγώνας. Εξάλλου στόχος του είναι κάποιος να αρχίσει το ταξίδι για την πνευματική τελείωση, για την «Ιθάκη»20 και όχι η ίδια η «Ιθάκη».
Ενταγμένος μέσα σε αυτό το περιρρέον πνευματικό παλμό της Ορθοδοξίας ο Κωστής Παλαμάς παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Στους στίχους αυτούς δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις ή νοήματα που συμφωνούν πολύ ή λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό” από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας21.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη πνευματική ζωή, οι πιστοί δεν εξαντλούν τη ζωή τους μέσα στα όρια του καλού και του κακού της αυτόνομης και τυποποιημένης ηθικής, των θρησκευτικών καθηκόντων αλλά όλη η ζωή τους διαδραματίζεται ανάμεσα στη μετάνοια και την αμετανοησία. Δεν θα πρέπει να μας σκανδαλίζει το γεγονός ότι τα έργα του Παπαδιαμάντη είναι γεμάτα απὸ αμαρτωλούς. Περιγράφονται άσωτοι, άθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, άδικοι, υποκριτές φθονεροί, ιερόσυλοι, φονιάδες και αυτόχειρες ακόμη22. Για τους πνευματικούς μας Πατέρες η πτώση στην αμαρτία είναι η τραγωδία του ανθρώπου, ο τραυματισμός του ανθρώπου, μια ασθένεια, πνευματική και σωματική, η θεληματική κατάφαση στο θάνατο. Για αυτό το λόγο ο Παπαδιαμάντης αναγνωρίζει την Εκκλησία ως θεραπευτήριο των ανθρώπων, δια της μετανοίας. Η θρησκεία στον Παπαδιαμάντη δεν λειτουργεί ποτέ εκφοβιστικά ή εκδικητικά. Η θρησκεία λειτουργεί λυτρωτικά, ως φορέας αποδοχής και συντροφικότητας. Ο Παπαδιαμάντης την Εκκλησία την διακηρύσσει ως φιλόστοργη μητέρα και πηγή πάσης παραμυθίας. Σε όλα τα έργα του φαίνεται διάχυτη αυτή ἡ ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο. Την Χριστίνα, π.χ, την δασκάλα, που ζούσε χωρίς στεφάνι, την βλέπει με συμπάθεια, γι’ αυτό, στο τέλος του διηγήματός του, γράφει γι’ αυτήν: «Αλλ’ Εκείνος, όστις ανέστη “ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων“, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα καὶ τού ληστού το Μνήσθητί μου, θὰ δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώσῃ χώρον και τόπον χλοερὸν, καὶ άνεσιν καὶ αναψυχὴν εις την βασιλείαν Του την αιωνίαν»23. Ακόμη και για τη Φόνισσα, την Φραγκογιαννού, που καταδιωκόμενη από δύο άνδρες για τα εγκλήματα που έκανε και στην προσπάθειά της να ανέβη τον βράχο του αγίου Σώστη, πνίγηκε, την αφήνει στην κρίση της Θείας Δικαιοσύνης γράφοντας: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Δικαιολογημένα γράφει για τον ανθρωπιστή Παπαδιαμάντη ὁ Γιάννης Τσαρούχης: «Ο Παπαδιαμάντης, κάτω απὸ τὸ ήσυχο πνεύμα του, κάτω απὸ τὴν γαλήνη τὴν στηριγμένη στὴν χριστιανικὴ, ορθόδοξη πίστη, είναι πολύ πιὸ τραγικός, είναι πολύ πιὸ Ευρωπαίος στὶς ανησυχίες απὸ πολλοὺς ευρωπαΐζοντες, οι οποίοι σήμερα δὲν θὰ έκαναν ούτε γιὰ τὰ επαρχιακὰ φύλλα μὲ τις επαναστατικὲς τους ιδέες καὶ μὲ τις πρωτοτυπίες τους»24.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία το γεγονός της μετάνοιας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιείται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής ή τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε το ενδεχόμενο προσωπικής ανακαλύψεως25. Η συνάντηση με το Χριστό δεν πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της θρησκευτικής πορείας του ανθρώπου, αλλά ως φωτισμός στο πέλαγος της αποτυχίας του. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή από τον Παπαδιαμάντη, της ειλικρινούς εξομολογήσεως της αδελφής Αγάπης στον Γέροντα Αμμούν, που τόσο πολύ διέφερε ποιοτικὰ απὸ τὶς αμέτρητες τυπικὲς εξομολογήσεις ποὺ ο Γέρων Πνευματικός είχε δεχθεί καὶ ποὺ έκαμε καὶ τὸν ίδιο νὰ διερωτάται, άν καὶ αυτός εξωμολογήθη ποτὲ μετ’ αληθούς καὶ ανυποκρίτου ειλικρινείας, πρὸς τὸν πνευματικὸν αυτού πατέρα26. Ταυτόχρονα, η απαλλαγή από την αμαρτία και η συγχώρεση δεν είναι ένα ατομικό ζήτημα μιας δικανικής τακτοποίησης μεταξύ Θεού και ανθρώπου εξαιτίας της προσβολής της αγιότητας του Θεού, όπως στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ή μια σχέση ατομική μεταξύ Θεού και ανθρώπου, χωρίς μεσάζοντες ιερείς, όπως στις προτεσταντικές εκκλησίες, οι οποίες απορρίπτουν το μυστήριο της εξομολόγησης, αλλά αποτελεί ένα εκκλησιολογικό γεγονός και όχι ατομικό γεγονός. Όπως η αμαρτία που είναι αποξένωση από το Θεό και από την εκκλησιαστική κοινότητα, έχει άμεσες επιπτώσεις σε όλο το εκκλησιαστικό σώμα· κατά τον ίδιο τρόπο και η συγχώρεση αφορά όλο το εκκλησιαστικό σώμα, είναι επανένταξη στο Σώμα Χριστού. Αυτό το βλέπουμε στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Αλιβάνιστος» όπου η Μολώτα θεωρούσα τον εαυτό της υπαίτιο για την αποκοπή του μπαρμπα-Κόλια από την Εκκλησία και την κοινωνία του χωριού προσφεύγει και εξομολογείται το αμάρτημά της στην φίλη της Αφέντρα και ο Παπαδιαμάντης συνεχίζει αναφέροντας τα εξής:
«Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
– Ε, καλά, είπε· να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά, και θα σ’αφήση να μεταλάβης.
Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν τής Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν.
Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζύ με τας άλλας γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το “Σώμα Χριστού μεταλάβετε”».
Είναι φανερό λοιπόν ότι το Ορθόδοξο πνευματικό ήθος διατρέχει το έργο πολλών νεοελλήνων. Ο Τσαρούχης έλεγε: «είμαι χριστιανός και γι’ αυτό είμαι ανθρωπιστής»27 και ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε: «Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά γιατί ξέρει να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού»28. Eίναι γνωστή η βαθιά έλξη που ασκούσε στον Τσαρούχη (1910-1989) το Άγιον Όρος, όπου – αν και άρρωστος σοβαρά – έφτανε ως απλός προσκυνητής τις παραμονές της Μεγάλης Εβδομάδας για να παρακολουθήσει τις ολονύχτιες ακολουθίες. Το μοναστικό τυπικό τον ενθουσίαζε. Οι αργόσυρτες βυζαντινές μελωδίες τον γοήτευαν. Τα τελευταία χρόνια όταν επισκεπτόταν το Άγιο Όρος έμενε στο Ι. Κουτλουμουσιανό Κελί Αγίου Νικολάου Χαλκιά του Γέροντα Ιερόθεου29. Ο Προηγούμενος Βασίλειος Ιβηρίτης αναφέρει για τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη τα εξής: «Ο Τσαρούχης δεν ήταν ένας απλός καλλιτέχνης ή στοχαστής. Τέτοιους έχουμε πολλούς. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, με την αληθινή σημασία του όρου. Και σε μια απλή του φράση περιέκλεισε και απεκάλυψε όλο το πνευματικό του μεγαλείο και τη δύναμη». «Όταν τον ρώτησα», συνεχίζει ο Γέροντας Βασίλειος, αν ευτύχησε στη ζωή του, είπε: «Τώρα, με τα γεράματα και τη αρρώστια, νοιώθω ευτυχισμένος, γιατί βρήκα αυτό που ζητούσα. Όταν ήμουν νέος, ήμουν δυστυχής, γιατί έψαχνα όλα αυτά, και δεν τα εύρισκα». Αυτό είναι το επαναστατικό και γαλήνιο του Τσαρούχη, που πήρε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για να απαντήσει έτσι», συνεχίζει ο Γέροντας Βασίλειος ερμηνεύοντας την φράση του Τσαρούχη, «σημαίνει ότι είχε δύναμη που ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη της φθοράς και φέρνει τα πάνω κάτω. Συνήθως λέγεται ότι “το παν είναι η υγεία”. Επίσης, ότι “το γήρας ουκ έρχεται μόνον”, αλλά συνοδεύεται με πολλά δεινά, που οδηγούν στον θάνατο. Αυτό ουσιαστικά είναι υποδούλωση στη μοίρα και ηττοπάθεια. Αλλά ούτε για την Εκκλησία ούτε για τον Τσαρούχη είναι έτσι τα πράγματα. Η υγεία είναι σημαντικό αγαθό, αλλά δεν είναι το παν. Και το γήρας ουκ έρχεται μόνον, αλλά φέρνει μαζί του –γι’ αυτούς που ζητούν τα τίμια- την ευτυχία που δεν περιγράφεται»30.
Πέρα από τις παραπάνω επισημάνσεις, ο Ορθόδοξος πολιτισμός μας, έτσι όπως ενυλώνεται στην καλλιτεχνική δημιουργία διαπνέει και την ελληνική καλλιτεχνική έκφραση. Το δημοτικό τραγούδι είναι ενδεικτικό της ζύμωσης του ελληνικού λαού, με την εκκλησιαστική παράδοσή του, αλλά και της καθολικότητας της συνείδησής του, αφού διασώζει σ’ αυτήν αβίαστα τη μνήμη όλης της ιστορίας του, προχριστιανικής και χριστιανικής31. Ο Χρόνης Αηδονίδης υποστηρίζει πως η ελληνική μας μουσική μοιάζει με ένα δέντρο που έχει δυο μεγάλα κλαδιά: το ένα είναι η δημοτική μας λαϊκή μουσική και το άλλο η βυζαντινή ή άλλως πως, τα δύο αυτά είδη της μουσικής μας παράδοσης μοιάζουν με δίδυμες αδελφές, που έχουν σίγουρα πολλές ομοιότητες. Δεν είναι τυχαίο που στα λίγο παλαιότερα χρόνια, την εποχή που η ζωή στο χωριό ήταν το βασικό κοινωνικό μοντέλο, τα γλέντια και τα πανηγύρια γίνονταν στο προαύλιο της Εκκλησίας, αμέσως μόλις ολοκληρωνόταν κάποια σχετική Ακολουθία (λ.χ. γάμου ή βάπτισης) ή η Θεία Λειτουργία. Ομοιότητες που μπορούμε να επισημάνουμε μεταξύ δημοτικού τραγουδιού και βυζαντινής μουσικής είναι όσον αφορά τον τρόπο γραφής που είναι η παρασημαντική η οποία βασίζεται στην αρχαία μουσική σημειογραφία. Στη Βυζαντινή Μουσική ακολουθείται, με κάποιες παραλλαγές, για κάποια μέλη, η λεγόμενη Πυθαγορική Οκτάχορδος, την οποία, όπως φανερώνει και το όνομά της, εφηύρε ο αρχαίος φιλόσοφος, μαθηματικός και μουσικός Πυθαγόρας. Οι 8 ήχοι της Βυζαντινής Μουσικής (τους οποίους, με κάποιες παραλλαγές ανάλογα με την περιοχή, ακολουθούν και τα δημοτικά τραγούδια) συστηματοποιήθηκαν, κατά βάση από τον Αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, μετά από αναμόρφωση των αρχαίων ήχων.
Το βυζαντινό μέλος δεν επηρέασε μόνο το δημοτικό τραγούδι αλλά και τη νεότερη καλλιτεχνική δημιουργία. Στην ιστοσελίδα του Εθνικού Ωδείου διαβάζουμε τα εξής: «Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική μουσική. Αναμφίβολα η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική που επιβιώνει μέχρι σήμερα σε όλες τις εκκλησίες του γένους επηρέασε τόσο την Δημοτική παράδοση όσο και το Ρεμπέτικο και Λαϊκό μας τραγούδι. Μεγάλοι επίσης συνθέτες όπως οι: Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος κ.α. παραδέχονται ότι έχουν επηρεαστεί από την Βυζαντινή Μουσική». Πράγματι το 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης μάθαινε βυζαντινή μουσική, όπως ο ίδιος είπε σε ομιλία του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, το 2006: “…εδώ στον ίδιο χώρο, στον Ναό της Παναγίας, πριν 40 χρόνια μαθήτευσα την Βυζαντινή μουσική με Δάσκαλο τον Ιερομόναχο πατέρα Θεοδόση”32, ανέφερε. «Το Βυζάντιο, ο Σολωμός, ο Καβάφης, είναι πραγματική αφιέρωση στο μεγαλύτερο επίτευγμα του ελληνικού κόσμου», γράφει ο Θεοδωράκης στην ανατομία της μουσικής. Ο ίδιος ο συνθέτης εξηγεί τις επιρροές της Βυζαντινής Μουσικής στο τρίτο μέρος της «Κατάστασης Πολιορκίας», που περιέχει τη μελωδία του «Η ζωή εν τάφω»33. Είναι οι κλίμακες της βυζαντινής δημοτικής λαϊκής μουσικής που φτιάχνουν τις μελωδίες του Θεοδωράκη, οι σύνθετοι ρυθμοί της ελληνικής δημοτικής μουσικής, η τετραχορδική μέθοδος σύνθεσης, η δυτικοευρωπαϊκή τεχνική σύνθεση και η αρχαία και σύγχρονη ποίηση. Σε κάθε μία απ’ τις τέσσερις δημιουργικές του περιόδους ο Θεοδωράκης συνθέτει μείζονα συμφωνικά έργα, μέσα στα οποία χρησιμοποιεί τις ελληνικές παραδόσεις αντλώντας από τη βυζαντινή, την δημοτική και την αστική μουσική34. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις ηγήθηκαν της επανάστασης του ελληνικού τραγουδιού, μέσα από την οποία θα αναγεννιόταν καθαρή η ελληνική μουσική, έχοντας πια τις ρίζες της στη βυζαντινή, δημοτική και λαϊκή μας παράδοση και όχι στις ξενόφερτες επιρροές. Ο Σεφέρης, Ελύτης, Γκάτσος, Σικελιανός, Τσαρούχης λειτούργησαν ως μέντορες τους35. Ο Μάνος Χατζιδάκις συνδυάζει στοιχεία από πέντε διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες: α) την αστικο-λαϊκή μουσική της Κωνσταντινούπολης, β) τη βαλκανική λαϊκή μουσική,γ) την ελληνική λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, δ) το βυζαντινό μέλος και ε) την ελληνική αστική σύγχρονη ποίηση36.
Ο μακαριστός καθηγητής Ν. Ματσούκας σχολιάζοντας το τραγούδι «Η μπαλάντα του Ούρι»37 σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, επισημαίνει την επιρροή της Ορθόδοξης πνευματικότητας στις σύγχρονες καλλιτεχνικές δημιουργίες αναφέροντας τα εξής: «Η μπαλλάντα του Ούρι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, πέρα από την απαράμιλλη αισθητική δόνηση που προσφέρει στον καθένα, αποτελεί μια ποιητική και μουσική δημιουργία με συνταρακτικές μεταφυσικές προεκτάσεις. Προσωπικά – και αυτό αποτελεί αυστηρά προσωπική μου κρίση – μόνο στα περιώνυμα ιδιόμελα του Ιωάννη του Δαμασκηνού βρήκα μια τέτοια τραγική αλήθεια»38.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι και οι μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού ανάγονται στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου39. Μάλιστα ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για την επιρροή της βυζαντινής μουσικής: «Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία»40
Ένα άλλο πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης είναι η ζωγραφική και αυτό το οποίο είναι αναγνωρισμένο από όλους είναι ότι πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες ζωγράφοι αναζήτησαν στο Βυζάντιο πρότυπα για να τα «μπολιάσουν» με το πνεύμα και τις τεχνικές των νεότερων κινημάτων. Αυτό ήταν άλλωστε και το περιεχόμενο της έκθεσης με τίτλο “Ιστορώντας την υπέρβαση – Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη” που οργάνωσε για το 2013 το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στην Άνδρο41. Η βυζαντινή τέχνη, σε όλες της τις εκφάνσεις, είναι δεδομένο ότι επηρέασε τη νεώτερη και τη σύγχρονη εικονογραφική ιστοριογραφία με πλείστα εικονιστικά και τεχνοτροπικά στοιχεία, με τον τρόπο που και η εκκλησιαστική ποίηση και υµνολογία τροφοδότησε τη νεώτερη λογοτεχνική έκφραση και η ψαλτική βυζαντινή µουσική τα νεώτερα µουσικά ακούσµατα, ιδιαίτερα της Ανατολής. Οι έντονες χρωµατικές κλίµακες, οι γραµµικές εκτελέσεις και τα γεωµετρικά µοτίβα, η µετωπική διάταξη των µορφών, η απουσία τρίτης διάστασης, η σχηµατοποιηµένη γεωµετρίζουσα πτυχολογία, οι στερεοµετρικοί όγκοι και η κατανοµή τους στον χώρο είναι χαρακτηριστικά της βυζαντινής αγιογραφίας που ως προδροµικά ζωγραφικά στοιχεία ευθέως παραπέµπουν σε θεµελιακές αρχές νεώτερων και σύγχρονων εικαστικών ρευµάτων, όπως του Υπερρεαλισμού. Είναι στοιχεία τα οποία επινοήθηκαν για να επιτευχθεί η καθαρά αισθητική πληρότητα της εικόνας και να ιστορηθεί το ζητούµενο που είναι η αγιοπνευµατική θεώρηση των εικόνων του κόσµου42, όπως το εκφράζει η Ορθόδοξη εικονογραφία.
Πρώτος απ’ όλους, ο δάσκαλος του Εγγονόπουλου και του Τσαρούχη, ο Φώτης Κόντογλου ενσωμάτωσε στο πρόσωπό του το ήθος τού αυθεντικού Ρωμιού και το μετάγγισε με την ζωγραφική του τέχνη του στην αποπροσανατολισμένη ελλαδική πραγματικότητα τού μεσοπολέμου. Μπόλιασε την αγριελιά τού νεοελληνικού κράτους με την καλιέλαιον τής Ορθόδοξης ρωμιοσύνης της καθ’ ημάς Ανατολής43. «Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μας μορφή της ελληνικής τέχνης», είχε πει ο Νίκος Εγγονόπουλος44. Ο Φώτης Κόντογλου μύησε τον Νίκο Εγγονόπουλο στην υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης, δηλαδή της δυνατότητας να ξεπερνά τις συμβατικότητες της φυσικής πραγματικότητας, που ήταν και το ζητούμενο του υπερρεαλισμού. Έτσι ο Εγγονόπουλος έλυσε το πρόβλημα του υπερρεαλισμού μέσω της Βυζαντινής Τέχνης! Αναφέρει ο Εγγονόπουλος για τον Κόντογλου τα εξής: «Ήταν ένας μεγάλος Δάσκαλος. Δάσκαλος του Ελληνισμού και δάσκαλος της Βυζαντινής ζωγραφικής. Η Βυζαντινή ζωγραφική σε τελευταία ανάλυση είναι η Ελληνική ζωγραφική» και προσθέτει για τον εαυτό του τα εξής: «Δεν συνέχισα, βέβαια, για πολύ την εκκλησιαστική ζωγραφική…όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη μου τη δουλειά»45. Η τεχνική του είναι βυζαντινή επί το πλείστον. Συνδυάζει τη γραμμική προοπτική με την προοπτική της βυζαντινής ζωγραφικής. Η ζωγραφική του είναι ανθρωποκεντρική και έντονα ελληνοκεντρική. Τα θέματα του τα αντλεί από τους τρείς ένδοξους σταθμούς της Ελλάδας: α)το Βυζάντιο, β) την ελληνική Επανάσταση του 1821 και γ) την ελληνική μυθολογία. Ο Εγγονόπουλος λάτρευε το ελληνικό φως και «η ελληνική, η βυζαντινή ζωγραφιά αναπνέει αδέσµευτη και αποπνέει ανεµελιά και λεβεντιά… Είναι σαν την Ορθοδοξία που µετέχει στο πνεύµα του Πλάτωνα», επεσήμανε χαρακτηριστικά46. Επίσης, και στο έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, στις αλληγορικές και θρησκευτικές συνθέσεις του, συγχωνεύονται επιδράσεις από την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τα νεότερα ρεύματα47.
Από όλα τα παραπάνω που αναφέραμε γίνεται κατανοητό, λοιπόν, γιατί ο μακαριστός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν κάλεσε τους Έλληνες να κρατήσουν την Ορθόδοξη ταυτότητά τους για να έχουν μέλλον και πολιτισμική παρουσία και στον 21ο αιώνα48 διότι σε τελική ανάλυση αλλοτρίωση από την Ορθόδοξη παράδοση σημαίνει αλλοτρίωση από τα έργα της νεοελληνικής διανόησης, εκρίζωση από την ψυχή του λαού του Καβάφη, του Χατζιδάκι, του Ελύτη και του Παπαδιαμάντη. Η προσπάθεια εκρίζωσης της Ορθόδοξης παράδοσης ισοδυναμεί με προσπάθεια εκρίζωσης του δημοτικού αλλά και του ρεμπέτικου τραγουδιού, τη διαγραφή της μουσικής του Μ. Θεοδωράκη. Αλλοτρίωση από τη παράδοσή μας σημαίνει να πετάξεις στον κάλαθο των αχρήστων τους πίνακες του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου. Όλοι αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι μελέτησαν τα κείμενα της παράδοσης μας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο ποιητής από την Θεσσαλονίκη Ντίνος Χριστιανόπουλος, απέδωσε στην νεοελληνική ύμνους του Ιωάννου Δαμασκηνού49 και ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας Ζάκ Λακαριέρ, δεν διστάζει να δηλώνει τα εξής: «Νιώθω το ίδιο, αν ακούσω ένα ζεϊμπέκικο, ένα ποίημα του Ελύτη ή βυζαντινή μουσική. Υπάρχει ένα φως, που ενώνει την αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα»50.
Αυτός ο περίφημος χωρισμός Εκκλησία-κράτους που φημολογείται και πιθανολογείται, μπορεί να συμβεί στα “χαρτιά” αλλά ποτέ πραγματικά γιατί «των Ελλήνων οι κοινότητες», είναι αυτές οι ίδιες εκκλησιαστικές κοινότητες οι οποίες επιτελούν «την σύναξη», και αυτή η σύναξη λαού και κλήρου για την Θεία Λειτουργία είναι εικόνα και ο τύπος όλων των συνάξεων των κοινοτήτων όπου ο κυκλικός χορός των μυστηρίων συνεχίζεται «με κυκλωτικούς χορούς» και έξω από την Εκκλησία, στους γάμους και στα πανηγύρια του λαού, όπως τραγουδά ο Διονύσης Σαββόπουλος51. Αυτήν την ευχαριστιακή σύναξη ως την κατεξοχήν σύναξη της κοινότητας, ως μια κοινωνία προσώπων και όχι ατομικών θρησκευόμενων μονάδων, είχε στο νου του ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος όταν σε ερώτηση σε τηλεοπτική εκπομπή αν εκκλησιάζεται απάντησε τα εξής: «πηγαίνω, διότι αν δεν πάω την επομένη μέρα όλοι με ρωτούν γιατί δεν ήσουν στην Εκκλησία; μήπως αρρώστησες;»52
Το γεγονός ότι ο νεοέλληνας είναι εμποτισμένος με την Ορθόδοξη παράδοση δεν αποτελεί μόνο συμπέρασμα της θρησκευτικής διανόησης αλλά και της κοσμικής καθώς ο μουσικός Σταμάτης Κραουνάκης σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη απαντώντας στο ερώτημα σχετικά με τις απόψεις μιας πολιτικού που υιοθετεί την ιδέα αποθρησκευτικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, στα πρότυπα των δυτικών κοινωνιών, τόνισε: «τσαντίζομαι που μια κυρία θέλει να καταργήσει την “Ιερά Πανήγυρη”…….δεν το λέω από πλευράς πίστης, το λέω από πλευράς ότι δεν πας να ξεπατώσεις από έναν λαό που πάσχει τρομερά τον γάμο και την βάπτιση και την γλώσσα» 53. Εμείς προσθέτουμε και τα λόγια του Παπαδιαμάντη τα οποία είναι επίκαιρα σήμερα όσο ποτέ: «Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει νὰ κάμη δημοσίᾳ τὸν άθεον ή τὸν κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων καὶ τανυόμενον να φθάσῃ εις ύψος και να φανή και αυτός γίγας. Τό Ελληνικὸν έθνος… θὰ έχει διαπαντός ανάγκη τής θρησκείας του»54.
Αναφερόμενος στις εικονογραφίες του στρατηγού Μακρυγιάννη ο Ελύτης θα πει: “Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη ούτε στη ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση”. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή τη μαρτυρία, η παράδοση αποτέλεσε το “ορμητήριο” αλλά και το όπλο της επανάστασης της νεοελληνικής διανόησης55. Στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής πνευματικής παράδοσης και στο οικουμενικό ενδιαφέρον των αξιών της, όλοι αυτοί οι νεοέλληνες διανοούμενοι που προαναφέραμε ανακάλυψαν τις επαναστατικές δυνάμεις που αποκρίνονταν στο αίτημα για την ανανέωση του πολιτισμού. Τα πνευματικά τους δημιουργήματα συνθέτουν μια πλήρη και συνεπή θεωρία για το νόημα της συνάρτησης ανάμεσα στην Ορθόδοξη παράδοση και τη νεωτερικότητα μέσα στην νεοελληνική πραγματικότητα. Τα έργα τους ας είναι οδηγός μας για τον 21ο αιώνα.
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ.
1 Σύμφωνα με τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη «η σχέση του ανθρώπου με το Θεό δεν είναι ιδιωτική υπόθεσις. Καθαρώς ατομικές προς Θεόν σχέσεις δια την Καινήν Διαθήκην δεν υπάρχουν». Βλ. Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 108.
2 Το όνομα “Ρωμηός” δεν είναι παρά μια παραλλαγή τού “Ρωμαίος” η οποία βρίσκεται σε χρήση τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα και εκφράζει την πολιτισμική και κρατική ενότητα των Ορθόδοξων λαών της Ρωμανίας. Χρησιμοποιούμε το “Ρωμηός” περισσότερο από το “Ρωμαίος”, όχι επειδή υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά, αλλά επειδή βρίσκεται χρονικά κοντύτερα σ’ εμάς και ο λαός μας το έχει συνηθίσει. Το όνομα Ρωμαίος(=Ρωμηός) φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ως Ρωμαίοι οι Έλληνες δηλώνουμε τον σύνδεσμο του έθνους μας με την Ορθόδοξη, αγιοπατερική παράδοση και την Ορθόδοξη ταυτότητα μας. Από το 330 το όνομα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι Ρωμανία. Όλοι οι αυτοκράτορες, Έλληνες εκ καταγωγής στη συντριπτική τους πλειονότητα, ως τον ουσιαστικά Νεοέλληνα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο (+1453), θα ονομάζονται και θα αυτοκαλούνται «αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Το όνομα Βυζάντιο για το κράτος θα εμφανισθεί για πρώτη φορά σε Φράγκους συγγραφείς το 1562. Πράγματι, μόνον το 1562, δηλαδή 109 χρόνια μετά την Άλωση, ο Γερμανός φιλόλογος Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός. Πριν από το έτος αυτό ποτέ δεν ονομάσθηκε η αυτοκρατορία Βυζάντιο. Οι κάτοικοι του κράτους ονομάζονται Ρωμαίοι, μολονότι πολιτιστικά είναι όλοι Έλληνες και πνευματικά Ορθόδοξοι. Ελληνισμός, ρωμαϊκός κρατικός φορέας και Ορθοδοξία είναι τα συστατικά μεγέθη της Νέας αυτοκρατορίας. Βέβαια, το κύριο στοιχείο της αυτοκρατορίας είναι οι εκ καταγωγής (φυλετικά, δηλαδή) Έλληνες. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 247 – 267. Βλ. και Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984.
3 «“Άξιον εστί” το ποίημα του Ελύτη!», στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» (10.12.1960), σελ.14-15.
4 Βλ.το περίφημο απόσπασμα από το έργο του Ελύτη «Άξιον Εστί», «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική»:
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι κ’ εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα ,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του “Υμνου !».
5 Βλ. http://synodoiporia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1748.html
6 Βλ. Μοναχού Μωυσή Αγιορείτου, Ορθόδοξη θεολογία και λογοτεχνία – τέχνη, στην εφημ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,10/11/2013.
7Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Η χριστιανική πίστη στην ποίηση του Κωστή Παλαμά, Απόσπασμα εισηγήσεως πού εκφωνήθηκε στην εκδήλωση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για το έτος «ΠΑΛΑΜΑ» (29 Όκτωβρίου 2003),στο http://proskynitis.blogspot.gr/2010/02/blog-post_24.html
8Άγγελος Σακκέτος, Ο Άγγελος Σικελιανός και το «Πάσχα Ελλήνων»!..,στο http://www.sakketosaggelos.gr/Article/2453/
9Ανθούλα Δανιήλ, Τα πάθη στην ποίηση, στο http://diastixo.gr/arthra/2419-to-theio-pathos
10Ε. Χωρεάνθη, Ελύτης – Ρίτσος, Βίοι παράλληλοι, έργα παράλληλα, στο http://elenihoreanthi-dokimia.blogspot.gr/2013/01/blog-post_5152.html
11 Κ.Παπαδημητρίου, Φωτεινές Ανταύγειες Χριστιανοσύνης στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, στο http://www.parembasis.gr/2009/09_05_19.htm
12 “Στην Εκκλησία”
«Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγα της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησιά των Γραικών–
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό–
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες
της φυλής μας,
στον ένδοξο μας Βυζαντινισμό».
13 Εὐα Παπαχρήστου -Πάνου, Τό χριστιανικό βίωμα τοῦ Κ. Π. Καβάφη, εκδ. Ἰωλκός, σελ. 10.
14 Το λαϊκό ελληνικό ήθος είναι στην ουσία του ευχαριστιακό, προσφορά και αντιπροσφορά, ως οργανική συνέχεια της λατρείας, ως αγώνας για τη μεταμόρφωση της καθημερινότητας σε λατρεία αγάπης, αμοιβαιότητας, θυσίας και ανιδιοτελούς αγάπης όπως εκφράζεται με το ελληνικό φιλότιμο. Την ακατάλυτη αυτή διασύνδεση Ορθοδοξίας και Κοινοτισμού διακήρυξε ο Ίων Δραγούμης λέγοντας τα εξής: «όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτιάνουν Κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την Εκκλησία. Άμα τη χτίσουν, φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα με τους δίσκους της Εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτιάχνουνε σκολειό … Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες…».Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα, (Ομιλία στο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» της Εκκλησίας της Ελλάδος, 14.1.2004), στο http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/identity/ekklisia_taftotita.htm
15 Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας μεγάλος συγγραφέας και μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μία ζωή στα πλαίσια της αγιοσύνης, έχοντας για συντροφιά την απέραντη αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους του νησιού του και της πόλης, τον άσβεστο έρωτά του προς τη φύση και τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας. Ο Παπαδιαμάντης ζει και διασώζει την απλή ευλαβική λαϊκή ευσέβεια και παράδοση. Περιγράφει τα έθιμα και τα πανηγύρια, που κέντρο τους έχουν την Θεία Λειτουργία. Δεν υπάρχουν ωραιότερα διηγήματα Χριστουγεννιάτικα, Πασχαλινά και άλλα εορταστικά, που να συνδυάζουν τόσο αρμονικά τη Θεολογία και τη ζωή των ανθρώπων. Βλ. περισσότερα, Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου, «Ἡ Ορθόδοξη Πνευματικότητα και ο Παπαδιαμάντης», Ομιλία σε ημερίδα της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητος, που διοργανώθηκε για την συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, Αθήνα, Σάββατον 10 Δεκεμβρίου 2011,σελ.8.
16 Θ. Μπαντές, Η θρησκευτικότητα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στο http://eranistis.net/wordpress/2013/04/29/
17 Τίμου Μαλάνου, Καβάφης 3, Αθήνα 1978, σελ. 57
18 «Ιγνατίου τάφος»
«Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα είκοσι οκτώ του χρόνια να σβησθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κι έτσι δέκα μήνες
έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού».
Βλ.Χρήστου Αλεξάνδρου, Το εκκλησιαστικό φρόνημα στον Καβάφη, στο http://www.ardin.gr/?q=node/1180
19 «Εν τω Κοιμητηρίω»
«Όταν η μνήμη εις το κοιμητήριον
τα βήματα σου διευθύνει,
μ’ ευλάβειαν το ιερόν μυστήριον
του σκοτεινού μας μέλλοντος προσκύνει.
Τον νουν σου ύψου προς τον Κύριον.
Προ σου των απεράντων ύπνων
η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού
Η προσφιλής θρησκεία μας τα μνήματα
τον θάνατον ημών σεμνύνει.
Των εθνικών τα δώρα και τα θύματα
και τας πομπάς δεν αγαπά εκείνη.
Χωρίς ανόητ’ αναθήματα χρυσού,
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού».
Βλ. Χρήστου Αλεξάνδρου, Το εκκλησιαστικό φρόνημα στον Καβάφη, στο http://www.ardin.gr/?q=node/1180
20 Ειρήνης Α. Αρτέμη, Ο Βυζαντινός ΚΑΒΑΦΗΣ.Ο Καβάφης μέσα από τα ποιήματά του «Μανουήλ Κομνηνός» και στην «Εκκλησία», Αθήνα 2004.
21 Κ. Δ. Παπαδημητρίου, Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς, στο http://www.parembasis.gr/2008/08_03_20.htm
22 Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ο Θεός απλώνει σε όλους τους ανθρώπους, ασεβείς και ευσεβείς, την αγάπη του όπως και ο ήλιος απλώνει σε όλο τον κόσμο το φως του. Εξαρτάται από εμάς αν θα αποδεχτούμε το την αγάπη Του. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης Σιναΐτης της Κλίμακος: «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, διότι “δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεό”». Βλ.Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Περί αποταγής, μετάφραση Αρχιμ. Ιγνατίου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1988.
23 Ἀ. Παπαδιαμάντη, «Χωρίς στεφάνι», τόμος Γ΄, σελ. 131 κ. εξ. Βλ. Ἀ. Παπαδιαμάντη, Άπαντα, Κριτική Έκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλου, εκδ. «Δόμος», 5 Τόμοι, Αθήνα 1981-1988.
24 Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου, «Η Ορθόδοξη Πνευματικότητα και ο Παπαδιαμάντης», ο.π.,σελ.14
25 Α. Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ.83.
26 Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου, «Η Ορθόδοξη Πνευματικότητα και ο Παπαδιαμάντης», ο.π.,σελ.11
27 Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου, «Η Ορθόδοξη Πνευματικότητα και ο Παπαδιαμάντης»,ο.π.,σελ.11
28 Βλ.kathimerini.gr – panagiotisandriopoulos.blogspot.com -agioritikesmnimes.blogspot.gr
29Βλ.kathimerini.gr – panagiotisandriopoulos.blogspot.com agioritikesmnimes.blogspot.gr
30 Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, Λειτουργικός τρόπος της Ιερά Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, σελ. 103-109, και Συλλογικός τόμος, Ωσεί μύρα, Αθήνα 1998, σελ. 21-24.
31 π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα, (Ομιλία στο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» της Εκκλησίας της Ελλάδος, 14.1.2004), στο http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/identity/ekklisia_taftotita.htm
32 Άγγελος Σακκέτος, Οι Ύμνοι του Μίκη Θεοδωράκη στην Παναγία!.., στο http://www.sakketosaggelos.gr/Article/952/
33 Μ. Θεοδωράκης, Μουσική για τις μάζες, Αθήνα 1972,σελ. 163
34 Το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, στο http://www.mikis-crete.gr/home/47/261-mikistheodorakis
35 Η μουσική μας μεγαλοφυΐα, Μάνος Χατζηδάκις, στο http://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/694055/i-mousiki-mas-megalofuia-manos-hatzidakis/
36 Ρενάτα Δαλιανούδη, Η ανατολική, η βαλκανική και η δυτική μουσική ταυτότητα της Ελλάδας, http://www.archaiologia.gr/blog/2013/09/16/
37«Η μπαλάντα του Ούρι» «Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι Ουρανέ, φίλε μακρινέ Πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή Πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη Πως ν’αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό Αχ, ουρανέ, πόνε μακρινέ Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό Το γαλανό Κι ακούω μια φωνή Καμπάνα γιορτινή Να με παρακινεί Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί Εκεί, εκεί Που χτίζουνε φωλιά Αλλόκοτα πουλιά Στου ήλιου τα σκαλιά Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό Το γαλανό Και μια φωνή τρελή Σαν χάδι κι απειλή Κοντά της με καλεί Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί Εκεί, εκεί Μου τάζει ωκεανούς Κομήτες φωτεινούς Και ό,τι βάζει ο νους»
38 Ν.Ματσούκα, Πολιτισμός Αύρας Λεπτής, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 379.
39 Βλ. σχολικό βιβλίο Γ΄ Γυμνασίου, Αισθητική αγωγή-Μουσική, Ο.Ε.Δ.Β.
40 Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, στο http://vassilisonline.blogspot.gr/2009/04/blog-post_13.html
41 Το Σάββατο 29 Ιουνίου 2013, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της έκθεσης με τίτλο “Ιστορώντας την υπέρβαση – Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη” που οργάνωσε για το 2013 το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στην Άνδρο. Η έκθεση διήρκησε έως τις 29 Σεπτεμβρίου. Στόχος της έκθεσης ήταν να αναδειχθεί η επιρροή της βυζαντινής παράδοσης στους νεοέλληνες ζωγράφους και χαράκτες. Τα εκατόν τριάντα και πλέον έργα που παρουσιάστηκαν, αρκετά από τα οποία εκτέθηκαν για πρώτη φορά, προέρχονταν από ναούς, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Ζίας, περιελάμβανε έργα των εξής καλλιτεχνών: Κωνσταντίνου Παρθένη, Φώτη Κόντογλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρου Παπαλουκά, Σπύρου Βασιλείου, Νίκου Νικολάου, Πολύκλειτου Ρέγκου, Κωνσταντίνου Αρτέμη, Δημήτριου Πελεκάση, Αγήνωρα Αστεριάδη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Δημήτρη Μπισκίνη, Στέφανου Αλμαλιώτη, Αναστάσιου Λουκίδη, Ράλλη Κοψίδη, Κωνσταντίνου Φανέλλη, Χριστόφορου Αναστασάκη, Παντολέωνα και Νικόλαου Γ. Ζωγράφου και των χαρακτών Δημήτριου Γαλάνη, Λυκούργου Κογεβίνα, Ευθύμιου Παπαδημητρίου, Αλεβίζου Αναστάσιου (Τάσσου), Γιώργου Σικελιώτη, Γιώργου Βελισσαρίδη και Βάσως Κατράκη.
42 “Ιστορώντας την υπέρβαση. Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη”,
16 Αυγούστου 2013, στο http://www.pemptousia.gr/2013/08/
43 Έφης Μαυρομιχάλη, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμηοσύνης, στο http://www.parembasis.gr/2010/10_08_13.htm
44 Δ. Ρουμπούλα, Γέφυρες με τη βυζαντινή παράδοση, στην εφημ. ΕΘΝΟΣ, «E» 13/6/2013.
45 Βλ. http://texni-zoi.blogspot.gr/2013/09/blog-post_18.html
46 Μαρία Ζωγράφου Ουζούνογλου, Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής!!!, στο http://texni-zoi.blogspot.gr/2013/09/blog-post_18.html
47 Η Γενιά του ’30. Παράδοση και Μοντερνισμός, στο http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?sel=396
48 π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα, (Ομιλία στο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» της Εκκλησίας της Ελλάδος, 14.1.2004), στο http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/identity/ekklisia_taftotita.htm
49 Βλ. Από τη νεκρώσιμη ακολουθία, μτφρ.: Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, σελ. 48.
50 Βλ. εφημ. Τα Νέα, 12.6.2002.
51 Βλ. το τραγούδι: Ας κρατήσουν οι χοροί, στο http://www.youtube.com/watch?v=XKOKDz2WxTM)
52 Βλ.http://www.youtube.com/watch?v=PFPkhIdamFU
53 Τηλεοπτικός Σταθμός ΣΚΑΙ, 1-10-2013, βλ. http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=111&artid=189158
54 Ἀ. Παπαδιαμάντη, «Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, ο.π., σελ. 516
55 Οδυσσέας Ελύτης, Οι εικονογραφίες του Στρατηγού Μακρυγιάννη και ο λαϊκός τεχνίτης Παναγιώτης Ζωγράφος, Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, (1974), 1987,σελ. 551.