Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Ας επανέλθουμε όμως στην διάσωση της Θεσσαλονίκης από την φοβερή λοίμωξη, την οποία ο συγγραφεύς στην σχετική διήγηση χαρακτηρίζει ως παμφάγο και παντοφθόρο, που ξεπέρασε όλες τις δοκιμασίες που έστειλε παιδαγωγικά στους ανθρώπους ο Θεός. Η διήγηση περιλαμβάνεται στο Γ´ κεφάλαιο του Α´ Βιβλίου των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου που φέρει τον τίτλο «Διήγησις Θαυμάτων». Το πρώτο αυτό βιβλίο περιλαμβάνει δεκαπέντε κεφάλαια με ισάριθμα θαύματα. Το Γ´ κεφάλαιο που μας ενδιαφέρει εδώ επιγράφεται «Περί του λοιμού» και ο συγγραφεύς δηλώνει ότι είναι αυτόπτης μάρτυς, όπως και πολλών άλλων θαυμάτων του Βιβλίου. Συγγραφεύς είναι ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωάννης, ο οποίος αρχιεράτευσε στην Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 610-625, τα περιγραφόμενα δε στο Βιβλίο θαύματα συνέβησαν κατά την διάρκεια της αρχιερατείας του προκατόχου του Ευσεβίου κατά τα έτη 590-610. Η λοίμωξη συνέβη το 597. Κατά την εκτίμηση των ειδικών ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης εκφώνησε αυτές τις διηγήσεις ως ομιλίες κατά την εορτή του Αγίου Δημητρίου είτε επί σειρά αντιστοίχων ετών, είτε σε έκτακτη σειρά συνεχών ομιλιών, όταν ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης .
Μας λέγει λοιπόν στο κεφάλαιο «Περί του λοιμού», ότι πριν από λίγο χρόνο ήλθε στην πόλη αυτή «θεήλατος οργή», η παμφάγος, παντοφθόρος και παντοφόνος, επειδή ενωρίτερα δεν συμμορφώθηκαν οι Θεσσαλονικείς προς το θέλημα του Θεού, μετά από μικρότερες μάστιγες που έπληξαν τα φυτά και τα ζώα. Ούτε, όταν μετέφερε την πληγή στα θηλάζοντα μικρά παιδιά, έγιναν οι κάτοικοι καλύτεροι. Το πνευματικό οίδημα, το οίδημα των ψυχών, δεν υποχώρησε ούτε με αυτήν την τομή, γι᾽ αυτό και επέτρεψε ο Θεός να επιπέσει στην πόλη ο σκληρός και ανυπόφορος καυτήρας της λοίμωξης, ο οποίος δεν έδειξε οίκτο ούτε για τα νήπια, ούτε για τις γυναίκες, ούτε για τους νέους, ούτε κάποια φειδώ για τους άνδρες που ήσαν απαραίτητοι για την άμυνα της πόλης, που δεινοπαθούσε από τις επιθέσεις των βαρβάρων.
Όλοι αναρπάζονταν ορμητικά, από τα νήπια μέχρι τους άντρες, με εξαίρεση εκείνων που βρίσκονταν σε βαθιά γεράματα. Και αυτό για να φανεί ότι την φθορά δεν την προκάλεσε κάποια φυσική δυσκρασία του αέρα, που θα έπληττε πρώτα τους ηλικιωμένους, αλλά ο Κύριος· καταστρέφονταν οι νέοι και ακμαίοι, ενώ διατηρούνταν οι γέροι που ήσαν στα πρόθυρα του τάφου και εβίωναν έτσι διπλό θάνατο με όσα συνέβαιναν. Όλες οι πύλες της πόλης ήσαν γεμάτες από τις ολοήμερες εκφορές των νεκρών. Σε όλα τα φέρετρα μετέφεραν περισσότερους από έναν νεκρούς, δύο και τρεις σε περίπτωση ανδρών και γυναικών και, αν ήσαν παιδιά, τέσσερα και πέντε. Πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι στα σπίτια, αφού δεν υπήρχαν υγιή συγγενικά πρόσωπα για να τους μεταφέρουν. Τραύματα δεν φαίνονταν πουθενά στα σώματα· ξαφνικά ερχόταν ο θάνατος με βρύσες αίματος από το στόμα, σημάδι που έδειχνε ότι αυτός που το έπαθε θα πέθαινε. Στεναγμοί και πένθη απλωμένα παντού. Σε κάθε σπίτι οι νεκροί ήσαν περισσότεροι από τους ζωντανούς. Πολλοί έμεναν άταφοι και κάποιες φορές γίνονταν και βέβηλοι ενταφιασμοί· ανοίγονταν παλαιοί τάφοι και γέμιζαν από πτώματα σωρηδόν κρυφά την νύκτα από ανθρώπους που δεν ήθελαν να μείνουν άταφοι οι δικοί τους.
Μπροστά σ᾽ αυτόν τον κίνδυνο όλοι έφευγαν από τα σπίτια τους και κατέφευγαν στους ναούς, στους οίκους των Αγίων και οι περισσότεροι κατέφυγαν «εις τον ιαματικόν και φυλακτήριον οίκον του πανενδόξου μάρτυρος, και τοσούτοι ήσαν, τεκμαίρομαι ειπείν, ως μηδέ άλλον ένα χωρείν το άγιον τέμενος». Τέτοιος συνωστισμός υπήρχε στον ναό του Αγίου Δημητρίου, ώστε δεν χωρούσε ούτε ένας ακόμη. Ούτε αποστάσεις ούτε μάσκες ούτε απολυμαντικά μέσα στον ναό. Ο ιός έμεινε απ᾽ έξω. Και κατά την διάρκεια της νύκτας εμφανιζόμενος ο Άγιος Δημήτριος εθεράπευε τους περισσοτέρους, και την άλλη ημέρα έφευγαν υγιείς μέσα από τον υγιόδωρο ναό του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Υγιόδωρος λοιπόν και όχι νοσογόνος και μολυσμένος ο ναός του μεγαλομάρτυρος. Και οι άλλοι ναοί το ίδιο.
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή των συμπτωμάτων της λοίμωξης που συνόδευαν αυτούς που έμπαιναν στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Άλλοι φλέγονταν από κακοήθεις πυρετούς με βουβονικά οιδήματα. Σε άλλους ανέβλυζαν από το στόμα βρύσες αιμάτων, σαν να είχαν σφαχθή αοράτως. Άλλων σάλεψε ο νους από τον έντονο υψηλό και συνεχή πυρετό και έμοιαζαν με μανιακούς. Μερικών καίγονταν τα εσωτερικά, χωρίς οι γιατροί να μπορούν να διαγνώσουν την αιτία. Τα φάρμακα που τους έδιναν δεν απέδιδαν την υγεία, αλλά ούτε κάποια προσωρινή ανακούφιση από τους πόνους. Σε άλλους ενέσκηψε μία παράξενη και αγνοούμενη από τους ιατρούς πάθηση· είχαν σφοδρότατο πυρετό που τον άντεχαν μόνο επί οκτώ μέχρι δέκα ώρες και, όταν πέθαιναν, δεν μπορούσαν οι οικείοι ούτε να τους στολίσουν ή να τους λούσουν και να τους πλύνουν ή να τους μεταφέρουν σε άλλο τόπο, διότι τα μέλη διαλύονταν αμέσως, σαν να τα είχε κανείς συγκολλήσει με απλό κερί ή με απαλό έμπλαστρο.
Πηγή: Ακτίνες (Απόσπασμα)