Αγ. Παϊσίου
Τὸ ἐπάγγελμα δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο. Ἐγὼ γνώρισα ἕναν ἀχθοφόρο ποὺ εἶχε ἀναστήσει νεκρό. Ὅταν ἤμουν δικαῖος͵ στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, μὲ ἐπισκέφθηκε μιὰ μέρα κάποιος ποὺ ἦταν περίπου πενῆντα πέντε χρονῶν. Εἶχε ἔρθει ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα καὶ δὲν χτύπησε, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήση τοὺς Πατέρες καὶ κοιμήθηκε ἔξω.
Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ Πατέρες, τὸν πῆραν μέσα καὶ μὲ εἰδοποίησαν. «Καλά, τοῦ εἶπα, γιατί δὲν χτύπησες τὸ καμπανάκι, γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξουμε καὶ νὰ σὲ τακτοποιήσουμε;». «Τί λές, Πάτερ μου, πῶς νὰ ἐνοχλήσω τοὺς Πατέρες;», μοῦ εἶπε.
Βλέπω, τὸ πρόσωπό του εἶχε μία λάμψη. Κατάλαβα ὅτι θὰ ζοῦσε πολὺ πνευματικά. Μοῦ εἶπε μετὰ ὅτι εἶχε μείνει μικρὸς ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ γι᾿ αὐτό, ὅταν παντρεύτηκε, ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὸν πεθερό του. Πρῶτα περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν πεθερικῶν του καὶ μετὰ πήγαινε στὸ σπίτι του. Στενοχωριόταν ὅμως, γιατὶ ὁ πεθερός του ἔβριζε πολύ. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶχε παρακαλέσει νὰ μὴ βρίζη, ἀλλὰ ἐκεῖνος γινόταν χειρότερος. Κάποτε ἀρρώστησε βαριὰ ὁ πεθερός του. Τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πέθανε. Ἐκεῖνος δὲν ἦταν κοντά του τὴν ὥρα ποὺ ξεψύχησε, γιατὶ ἔπρεπε νὰ ξεφορτώση ἕνα πλοῖο. Ὅταν πῆγε στὸ νοσοκομεῖο καὶ τὸν βρῆκε στὸ νεκροστάσιο, προσευχήθηκε μὲ πολὺ πόνο: «Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ, εἶπε, ἀνάστησέ τον, γιὰ νὰ μετανοήση, καὶ μετὰ πάρ᾿ τον». Ἀμέσως ὁ νεκρὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ ἄρχισε νὰ κουνάη τὰ χέρια του. Τὸ προσωπικό, μόλις τὸν εἶδαν, ἐξαφανίσθηκαν. Τὸν τακτοποίησε καὶ τὸν πῆγε στὸ σπίτι του ἐντελῶς καλά. Ἔζησε πέντε χρόνια μὲ μετάνοια καὶ μετὰ πέθανε. «Πάτερ μου, μοῦ εἶπε, εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Θεό, ποὺ μοῦ ἔκανε αὐτὴν τὴν χάρη. Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ μοῦ κάνη ὁ Θεὸς τέτοια χάρη;». Εἶχε πολλὴ ἁπλότητα καὶ τέτοια ταπείνωση, ποὺ οὔτε κἂν τοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι ἀνέστησε νεκρό. Εἶχε διαλυθῆ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔκανε.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή» σελ. 95