Αρχιμανδρίτης π. Θεόφιλος Λεμοντζής
Αρχιερατικός Επίτροπος Καμπανίας
Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΩΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ο θάνατος τού Χριστού ως φανέρωση και μαρτυρία της βασιλείας τού Θεού
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού. Ο Λόγος αν και είναι ο ίδιος Θεός σύμφωνα με το χωρίο (Ιωάν. 1.1) «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» εξαιτίας της αγάπης του για τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος (Ιωάν. 1, 14) για να τον θεώσει και να τον λυτρώσει από την αμαρτία και τον θάνατο.
Ο θάνατος και η αμαρτία κυριάρχησαν στον κόσμο των ανθρώπων εξαιτίας της πτώσεως του πρώτου ανθρώπινου ζεύγους. Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει ότι το «τη ελπίδι της ισθείας» ο πρώτος Αδάμ παρήκουσε την εντολή του Θεού. Κίνητρό του ήταν ο εγωισμός, η περηφάνεια και η ματαιοδοξία. Όλα αυτά είναι όμως έργα τού διαβόλου. Εξαιτίας της απομάκρυνσης από την αληθινή ζωή που είναι ο Θεός, ο άνθρωπος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία του θανάτου7.
Ο Λόγος έγινε άνθρωπος για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την κυριαρχία τού διαβόλου και τού θανάτου και να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση. Έτσι λοιπόν «επεί ουν τα παιδία κεκοίνωκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση το κράτος έχοντα του θανάτου τουτ’ έστι τον διάβολον και απαλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. 2, 14).
Η αγάπη και η αυτοθυσία του Θεού για τον κόσμο δεν φανερώθηκε μόνο κατά το σταυρικό του θάνατο. Ήδη η ενσάρκωση, η ανάληψη από μέρους τού Θεού της άρρωστης και ταπεινής φύσεώς μας αποτελεί τη μεγαλύτερη ένδειξη της αγάπης του Θεού για τον κόσμο8. Κατά την περίοδο της παρουσίας Του στη γη η αγάπη αυτή φανερώνεται για τη θεραπεία των αρρώστων, των δαιμονισμένων και την ανάσταση των νεκρών. Η κορύφωση της αγάπης και της αυτοθυσίας Του ήταν ο σταυρικός θάνατος και η είσοδός Του στο βασίλειο τού Άδου. Ο θάνατος τού Χριστού επάνω στο Σταυρό ήταν το πιο παράδοξο γεγονός μέσα στην ανθρώπινη ιστορία καθώς η «ζωή εν τάφω κατατίθεται», ο «Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός» και «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» θανατώθηκε με τον πιο επονείδιστο και ατιμωτικό τρόπο9. Όμως η αγάπη, η αυτοθυσία, το μαρτύριο, ο εξευτελισμός, η νέκρωση ήταν ο δρόμος τον οποίο διάλεξε για να συναντήσει ο αιώνιος και αθάνατος Θεός το υπόδουλο στο θάνατο πλάσμα του.
Ο μάρτυρας ως μιμητής του Χριστού
Ο χριστιανός καλείται να γίνει μιμητής τού Χριστού. Έτσι όπως ο Θεός διάλεξε την αγάπη, την ταπείνωση και τη θυσία για να σώσει τον άνθρωπο έτσι και ο χριστιανός καλείται να ασκήσει την αγάπη και την θυσία χωρίς διακρίσεις σε φίλους και εχθρούς. Η μίμηση του Χριστού δεν περιορίζεται στη μίμηση ενός ηθικού προσώπου, αλλά εκτείνεται στην οικείωση της νέας ζωής που έφερε ο Χριστός στον κόσμο. Αυτή η νέα ζωή φανερώνεται μέσα στην εκκλησία με τα μυστήρια και την μετοχή στην χάρη του Αγ. Πνεύματος10. Προϋποθέσεις είναι η απάρνηση του κόσμου11 και η προσήλωση στο Χριστό12, το ταπεινό φρόνημα15, η αποδοχή ότι ο Χριστός αποτελεί πρότυπο στη ζωή των χριστιανών14, και η αποδοχή του, πράγμα το οποίο νοείται είτε μεταφορικά ως άσκηση είτε ουσιαστικά ως μαρτυρικό τέλος. Αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν τόσο στη ζωή του απλού χριστιανού όσο και στη ζωή του μάρτυρα. Γι’ αυτό το λόγο ο κάθε χριστιανός καλείται να είναι μάρτυρας, είτε μεταφορικά είτε πραγματικά δηλαδή μιμητής τού Χριστού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο15.
Η μίμηση τού Χριστού ως συμμετοχή στο πάθος του
Η συμμετοχή στο πάθος τού Χριστού αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη βίωση της χαράς της αναστάσεως και την οικείωση της αληθινής ζωής. Μίμηση τού πάθους τού Χριστού και η πραγματική μετοχή σε αυτό θεωρήθηκε ο θάνατος των χριστιανών μαρτύρων. Ουσιαστικό γνώρισμα όμως και αποφασιστικό σημείο δεν είναι απλά το γεγονός του θανάτου αλλά η αιτία και η προϋπόθεση τού μάρτυρα να υπομένει θεληματικά ή ακόμη και να επιδιώξει το θάνατό του ώστε να ομολογήσει δημόσια την πίστη του στο Χριστό16.
Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης της εκκλησίας τονίστηκε το γεγονός ότι η ευαγγελική ομολογία και η μαρτυρική θυσία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη. Η στάση του Ιουδαϊκού λαού και των αρχόντων του απέναντι στο Χριστό αποτελεί συνέχεια της συμπεριφοράς των προπατόρων του προς τους προφήτες. (Ματθ. 23, 31). Η ίδια συμπεριφορά συνεχίζεται και προς τους αποστόλους και προς τους χριστιανούς. (Α’ Θεσ. 2, 14)17. Η αντίδραση αυτή τού αμαρτωλού κόσμου προς το σωτηριώδες ευαγγέλιο τού Ιησού δεν εκφράζεται μόνο με την απλή άρνηση και με διωγμούς. Είναι ο παλαιός κόσμος και ο «άρχων του κόσμου αυτού» (Ιωάν. 12, 31) ο οποίος αντιμάχεται το έργο της λύτρωσης και της ανακαίνισης, όμως ο Ιησούς οδηγεί τον κόσμο σε μια νέα εποχή της βασιλείας τού Θεού η οποία σφραγίζεται με τον αγώνα για την τήρηση της διδασκαλίας τού Θεού, τη θυσία και το μαρτύριο. Το μαρτύριο είναι η μίμηση του Χριστού καθώς ο ίδιος ο Χριστός είχε πει «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιωάν. 15, 20). Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση της θλίψης υπάρχει μια νότα αισιοδοξίας καθώς επίσης ο Χριστός είπε «εγώ νενίκησα τον κόσμον» (Ιωάν. 16, 33).
Οι πρώτοι οι οποίοι διώκονται μετά το Χριστό είναι οι μαθητές του. (Πραξ. 4,1-31). Όμως ο πρώτος ο οποίος δίνει το αίμα του μέσα στην ιστορία της εκκλησίας ήταν ο Στέφανος ο οποίος κατακρίνει, όπως και ο Ιησούς, τον φαρισαϊσμό και την ιουδαϊκή υποκρισία και δίνει την αφετηρία για την εκπλήρωση της οικουμενικής αποστολής της εκκλησίας «έως έσχατου της γης» (Πραξ. 1, 8). Ο Παύλος επίσης ήταν αυτός ο οποίος συνεχώς διώκεται από τις δυνάμεις του κόσμου επειδή κηρύττει «Ιησού Χριστόν εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 2, 2). Η ζωή του ήταν ένα διαρκές μαρτύριο, όμως η πίστη και η αγάπη προς το Χριστό υπερνικούσε κάθε εμπόδιο. «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στεναχώρια ή διωγμός ή μάχαιρα; πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε δυνάμεις… ούτε κτίσις τις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού» γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή (Ρωμ. 8, 35-39). Η παρούσα ζωή είναι ένας διαρκής θάνατος, ο οποίος οδηγεί με βεβαιότητα στην αιωνιότητα, την πραγματική ζωή. Η πραγματική ζωή είναι δίπλα στο Χριστό, ο οποίος θα αποδώσει «πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού τον της δικαιωσύνης στέφανον», (Β’ Τιμ. 1, 8). Σύμφωνα πάντα με τον Απόστολο Παύλο «ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. 1, 29). Και οι χριστιανοί θα πρέπει να κατανοήσουν ότι «οι πάντες θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσωνται», (Β’ Τιμ. 3, 12).
Η αποδοχή του μηνύματος του ευαγγελίου συνεπάγεται κοινωνική περιφρόνηση, διώξεις, βασανιστήρια. Αυτές οι θλίψεις όμως αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό με χαρά. Βέβαια αυτό ακούγεται παράδοξα σε έναν κόσμο ο οποίος ταυτίζει τη χαρά με την ηδονή και την ευημερία. Όμως η πραγματική χαρά για τον χριστιανό δεν περιορίζεται στον παρόντα κόσμο αλλά προεκτείνεται στον κόσμο που όλοι περιμένουμε να έρθει, στον κόσμο της βασιλείας του Θεού. Αυτή η πραγματικότητα αν και αρχίζει από το παρόν, όμως αναμένεται η τέλεια εκπλήρωση στο μέλλον όπου αναφέρεται. «Ουρανόν και γην καινήν», (Αποκ. 21, 1). όταν πια ο Χριστός θα έλθει και θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του σύμφωνα με το χωρίο (Αποκ. 22, 12). «Ιδού έρχομαι ταχύ και ο μισθός μου μετ εμού αποδούναι εκάστω ως το έργο εστίν αυτού»18.
Όπως είδαμε, η έννοια του χριστιανού και του μάρτυρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Κάθε χριστιανός καλείται να είναι μάρτυρας. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να καταφύγει στο μαρτυρικό θάνατο, αλλά ότι πρέπει να κηρύσσει το Λόγο του Θεού με τα έργα του και τα λόγια του, να ζει μια ζωή αγάπης, άσκησης και να ομολογεί ότι λατρεύει το μόνο αληθινό Θεό. Επίσης θα πρέπει να είναι έτοιμος εάν χρειαστεί να σφραγίσει αυτή τη «μαρτυρία» με το μαρτυρικό του θάνατο. Οι χριστιανοί λοιπόν είναι αυτοί που κηρύσσουν και καταγγέλουν το έργο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου όταν συνέρχονται «εν αγίω Πνεύματι» για να λατρεύσουν τον αληθινό Θεό Πατέρα ο οποίος δια του μονογενού του Υιού λύτρωσε τον κόσμο από τη φθορά και το θάνατο, όταν στην κοινωνική τους ζωή φανερώνουν με τα έργα του τούτο. Ότι δηλαδή, πραγματικά έχουν γευτεί αυτή τη σωτηρία και προπαντός όταν δείχνουν αγάπη προς όλους τους ανθρώπους. Αυτή είναι η βάση της χριστιανικής μαρτυρίας και αυτή είναι η δύναμη όλων εκείνων των ανθρώπων που αρνήθηκαν να λατρέψουν χειροποίητα είδωλα και κατασκευάσματα ανθρώπινα.
Η πίστη των μαρτύρων προς το Χριστό δεν είναι απλά μια ιδεολογία αλλά ένα βίωμα. Οι μάρτυρες δεν ήταν οπαδοί μιας ομάδας μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας που ήθελαν να αποκρούσουν τους υπερασπιστές μιας άλλης ιδεολογίας, αλλά ήταν αυτοί που αρνήθηκαν να προσκυνήσουν χειροποίητα κατασκευάσματα, να λατρέψουν ψεύτικους θεούς, να αρνηθούν το χριστιανικό τρόπο ζωής και να ακολουθήσουν τον ειδωλολατρικό κόσμο στην ηθική διάβρωση και κατάπτωση, να προσφέρουν λατρεία στις εφήμερες εξουσίες ενός αυτοκράτορα ο οποίος ήταν ένας απλός και θνητός άνθρωπος. Αυτή ήταν η ουσία της μαρτυρίας των μαρτύρων και αυτή είναι η ουσία της μαρτυρίας του χριστιανού μέσα σε κάθε ιστορική εποχή και κατά συνέπεια στον σύγχρονο κόσμο ο οποίος αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί το μήνυμα του ευαγγελίου και υψώνει σύγχρονα είδωλα.
7. «Πληρώσας γαρ την κύλικα δηλητηρίου φαρμάκου, επέδωκε τη γυναικί η δε το θανάσιμον ιδείν ου βουληθείσα (εδύνατο γαρ, είπερ εβούλετο, εκ προοιμίων, τούτο γνώναι) άλλ’ ακούσασα παρ αυτού, ότι δια τούτο την μετάληψιν εώλυσεν ο Θεός, επειδή ήδει ότι διανοιγήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν τη ελπίδι της ισοθείας φυσηθείσα, μεγάλα ην λοιπόν φανταζομένη… Φαντασθείσα γαρ ισοθείαν, επί την μετάληψιν έσπευδε, και εκεί λοιπόν έτεινε και τον λογισμόν και την διάνοιαν, και ουδέν έτερον περιεσκόπει, ή πως τον κύλικα εκπίη την παρά του πονηρού δαίμονος κερασθείσαν «Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν Ομιλία 16 PG 53 129. Βλέπε περισσότερα Θεοδώρου Ζήση, Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον (Ανάλεκτα Βλατάδων 9), Θεσσαλονίκη 1971. Ν. Ματσούκα. Δογματική και συμβολική Θεολογία, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 202.
8. Ένας νέος θεολόγος του αιώνα μας. ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος σημειώνει «Έκαστος εξ υμών οφείλει να επιθυμείται ότι προς απόκτησιν της βασιλείας τού Θεού παν κτιστόν πνεύμα μέλλει να διαβή το κατώφλιον των παθημάτων, παθημάτων εκούσιων χάριν της αγίας αγάπης εφανέρωσε εις ημάς το μυστήριον τούτο ο Χριστός ο σαρκωθείς Λόγος του Πατρός» Αρχ. Σωφρονίου. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, μεταφ. Ιερ. Ζαχαρίου. Έσσεξ Αγγλίας 1992.
9. Τριώδιον. σελ. 473 και 474, εκδόσεις ΦΩΣ.
10. Γεωργίου Μαντζαρίδη. Χριστιανική Ηθική. Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 238. 240.
11. Μαξίμου Ομολογητού. Λόγος ασκητικός. 3. PG 90. 913C.
12. Ισαάκ του Σύρου, Λόγος 25, έκδ. I. Σπετσέρη. Του οσίου Πατρός ημών, Ισαάκ του Σύρου τα ευρεθέντα ασκητικά. Αθήνα 1895. σελ. 106.
13. Ιωάννου του Κλίμακος. «Κλίμαξ» 25 PG 88. 1004 Α.
14. Μεγάλου Βασιλείου, ομιλία 26, 6 PG 31, 536 Β-537 Α.
15. Σύμφωνα με τον Δ. Τσάμη, πιστός είναι ένας «δυνάμει μάρτυρας». Δημητρίου Τσάμη. Το μαρτυρολόγιον του Σινά, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 16. Μετά τους μεγάλους διωγμούς έχει επικρατήσει η άποψη ότι η ενάρετη ζωή είναι ισότιμη με το μαρτυρικό θάνατο. Έτσι το «μαρτύριο του αίματος» εξομοιώθηκε με το «μαρτύριο της συνειδήσεως» που βιώνεται έντονα από τους μοναχούς. Ο Μ. Αντώνιος είχε έντονο τον πόθο του μαρτυρίου. Επειδή δεν μπόρεσε να τον ικανοποιήσει καθώς έπαψαν οι διωγμοί αναχώρησε για την έρημο «και ην εκεί καθ’ ημέραν μαρτυρών τη συνειδήσει» Μ. Αθανασίου, Βίος οσίου Αντωνίου 47, PG 26. 912 Β. Επίσης ο Μ. Βασίλειος προτρέπει «Γίγνεσθε μάρτυρες τη βουλήσει άνευ μαστιγίων και έξετε την αυτήν αξίαν οιάν και οι μάρτυρες» Μ. Βασιλείου, Εις τους αγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρες PG 31, 508. Περισσότερο βλ. σχ. Α. Παπαδόπουλου Αγιολογία, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 27.
16. Όταν ο Άγιος Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι οι χριστιανοί της Ρώμης σχεδίαζαν να τον απελευθερώσουν για να μην υποστεί μαρτυρικό θάνατο έγραψε τα εξής: «επιτρέψετε μου μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου» Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Ρωμαίους 6,3. Ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι «μάρτυρα ουχί, ο θάνατος ποιεί μόνον αλλά και η πρόθεσις, ου γαρ από της εκβάσεως μόνον, αλλά και από της γνώμης πλέκεται πολλάκις ο του μαρτυρίου στέφανος» Ι. Χρυσοστόμου Εγκώμιον εις Άγιον Ευστάθιον PG 50, 601. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας αναφέρει ότι «τελείωσιν το μαρτύριον καλούμεν ούχ ότι τέλος του βίου ο άνθρωπος έλαβεν ως λοιποί, άλλ’ ότι τέλειον έργον αγάπης ενεδείξατο». Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 4, 4 PG 8, 1228 Β βλ. Σχ. Γ. Μαντζια-ρίδη Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 1991. σελ. 421.
17. Ιωάννου Γαλάνη, Η πρώτη επιστολή του Απ. Παύλου προς Θεσσαλονικείς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 184.
18. Σάββα Αγουρίδη, Η αποκάλυψη τού Ιωάννη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 463.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΜΙΜΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ & ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΙ ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΕΣ
Β’ Έκδοσις Βελτιωμένη- Θεσσαλονίκη 2012
Για παραγγελίες στα τηλέφωνα: 2310.525220 – 6977510787