Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ. Θ.
ΤΟΠΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ἤ ΠΑΡΑΔΕΔΟΜΕΝΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ;
Σεβαστοὶ πατέρες,
ἀγαπητοὶ ἄρχοντες τοῦ τόπου,
Πρόεδρε καὶ σύνεδροι,
συμπολίτες ἀδελφοί,
Εἶναι προφανὴς ἀλλὰ καὶ καλὰ μαρτυρημένη ἡ ἀδιάκοπη παρουσία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅλη τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας τοῦ οἰκισμοῦ τῆς Κοζάνης. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσω τοὺς αἰωνόβιους ἱεροὺς ναοὺς τῆς πόλεως, μαζὶ μὲ ἄλλα ἱερὰ κτίσματα, ὅπως τὸ Ἐπισκοπεῖο καὶ τὸ κωδονοστάσιο, ἀλλὰ καὶ τὶς πολύτιμες μαρτυρίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποθησαυρισμένες σὲ τόμους τῆς Δημοτικῆς της Βιβλιοθήκης, μαζὶ μὲ τὰ ποικίλα ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, ποὺ ἐκτίθενται στὸ λαογραφικό της Μουσεῖο τὴς πόλεως.
Μετὰ τὴν διαπίστωση αὐτὴ, τίθεται τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: Ποιὰ εἶναι ἡ ἀξία καὶ ἡ ἰδιαίτερη σημασία τῆς ἀδιάκοπης παρουσίας τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας ἐπὶ ἕξη αἰῶνες στοὺς κατοίκους καὶ στὴν κοινωνία τῆς πόλεως Κοζάνης καὶ γιὰ περισσότερους ἀπὸ δεκαέξη αἰῶνες στὴν εὐρύτερη περιοχή της;
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀπαντηθῆ ὀρθὰ τὸ παραπάνω ἐρώτημα ἀποτελεῖ ὁ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀκριβέστερος προσδιορισμὸς τῆς ταυτότητος τῆς τοπικῆς Ἐκκλήσίας. Τὶ εἶναι δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία;
Μία ἀπὸ τὶς συνηθισμένες ἐκδοχές, ποὺ ἀβασάνιστα ἀποδέχονται πολλοὶ, ἐκλαμβάνει τὴν Ἐκκλησία ὡς «λαϊκὴ παράδοση». Ἡ ἐκτίμηση αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἐπιπόλαια καὶ μονομερῆ παρατήρηση ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀξίες, ἱεροτελεστίες καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα παραδίδονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν λαό ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Καὶ ἐπειδὴ ἡ παράδοση ἐκλαμβάνεται, περιορισμένα καὶ μόνον ἐνδοκοσμικά, ἁπλῶς ὡς μεταφορὰ καὶ διατήρηση ἀνθρωπίνων ἀρχῶν καὶ συνηθειῶν παλαιοτέρων ἐποχῶν, εὔκολα ἡ ἐκκλησία ὡς «λαϊκὴ παράδοση» χαρακτηρίζεται καὶ ἀναχρονιστική!
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ πραγματικότητα, ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν τοπικὴ ἐκκλησία; Αὐτὴν ὀφείλουμε νὰ τὴν ἀναζητήσουμε στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὴ ζωή της καὶ στὰ μνημεῖά της, γραπτὰ καὶ ἄλλα. Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ἡ τοπικὴ ἐκκλησία τῆς Κοζάνης, εἴτε ὡς ἐνορία, ὅπως λειτουργοῦσε τοὺς πρώτους αἰῶνες, εἴτε ὡς ἕδρα Ἐπισκοπῆς, ὅπως λειτουργεῖ ἀπὸ τὸ 1745 μέχρι καὶ σήμερα, εἶναι ἡ παρουσία τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο, στὸν οἰκισμὸ τῆς Κοζάνης τὸ τελευταῖο χρονικὸ διάστημα τῶν 600 ἐτῶν ἤ τῶν 1600 τοὐλάχιστον ἐτῶν γιὰ τὴν εὐρύτερη περιοχή της.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της, δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἀνθρώπινος Σύλλογος τοῦ κόσμου τούτου. Εἶναι «τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ», τὸ «Σῶμα Χριστοῦ», δηλαδή, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἕνωση καὶ ἑνότητα τῶν πιστῶν στὴν θεωμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἑνότητα ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύγχυτη, ἤ ὅπως διαφορετικὰ τὸ λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «γένος ἕν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων». Κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονυσίου Ψαριανοῦ, «ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ».
Αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διαθέτει ὡρισμένα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ἀπαρατήρητα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς, ἀλλὰ πραγματικά, τὰ ὁποῖα ἀποτυπώνουν καὶ τὴν ταυτότητά της καὶ καθορίζουν τὴν ἀξία της.
α) Εἶναι ἀρχαιότερη καὶ μακροβιότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ὑλικὴ δημιουργία. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἱδρύθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως νομίζουν οἱ πολλοί, ἀλλὰ «πρὸ καταβολῆς κόσμου» ὡς ἄκτιστη δόξα καὶ βασιλεία καὶ ὡς κοινωνία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων μὲ τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία «’συγκροτεῖται’ ἁγιοπνευματικὰ καὶ φανερώνεται ὡς ‘σῶμα Χριστοῦ’, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι παροῦσα καὶ ὁ Χριστός εἶναι ἑνωμένος ὁλόκληρος μὲ κάθε μέλος τοῦ Σώματός του, ‘μεριζόμενος ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς’». Ὡς πρὸς δὲ τὴν μελλοντική της προοπτικὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι αἰώνια, διότι, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
β) Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εὐρύτερη ἀπὸ τὴν κτίση. Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεάνθρωπος, ὁ συνδημιουργὸς τοῦ κόσμου, «ὁ ἀχώρητος παντί», εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἑπόμενο οἱ διαστάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ξεπερνοῦν αὐτὲς τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Παναγίας, ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία, ὡς «πλατυτέρας τῶν οὐρανῶν». Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἡ «οἰκουμενικότητα» τῆς Ἐκκλησίας ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τοῦ γνωστοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ἐκτείνεται δηλαδὴ ὄχι μόνον στὸν γνωστὸ κόσμο, ἀλλὰ περιλαμβάνει ὁλόκληρη τὴν κτίση.
γ) Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» ὅπως ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν θεόπνευστο ἀποστολικὸ λόγο. Κι αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς κεφαλή της εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ διακήρυξε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀποκεκαλυμμένο μυστήριο τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀναλλοίωτο καὶ παραδίδεται μὲ ἀδιάκοπη συνέχεια. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν γνωστὴ παράδοση τοῦ κόσμου. Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, «ἡ (ἐκκλησιαστικὴ) παράδοση δὲν σημαίνει μόνον συμφωνία μὲ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ κατὰ ἕνα ὁρισμένο τρόπο ‘ἐλευθερία’ ἀπὸ τὸ παρελθόν… Ἡ Ἐκκλησία φέρει τὴ μαρτυρία τῆς ἀληθείας, ὄχι δυνάμει τῆς ἀναμνήσεως, ἤ δυνάμει τῶν λόγων ποὺ ἄλλοι εἶπαν, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή, τὴν ἀκατάπαυστη ἐμπειρία ἀπὸ τὴν καθολική της πληρότητα. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν παράδοση τῆς ἀληθείας (traditio veritatis), γιὰ τὴν ὁποία ἔχει μιλήσει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος» Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, εἶναι «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ». Γι αὐτὸ καὶ γίνεται ο αὐθεντικὸς ἐκφραστὴς τῆς ἀληθείας καὶ ἑνότητας, τῆς τελειότητας, τῆς καθολικότητας καὶ τῆς αὐθεντικότητας μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο.
Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας φανέρωση σὲ σμικρογραφία ἀποτελεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένως καὶ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Κοζάνης. Ὡς πρὸς τὴν οὐσία της, λοιπόν, ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μία «ἀναχρονιστικὴ λαϊκὴ παράδοση», ἀλλὰ τὸ παραδεδομένο ἀποκαλυπτικὸ Γεγονὸς ὑπερκοσμίων διαστάσεων καὶ ἀνυπολόγιστης σημασίας γιὰ τὴν τοπικὴ κοινωνία. Ἀπὸ ὅλες τὶς παραμέτρους τῶν σχέσών της μὲ τὴν τοπικὴ κοινωνία ἐπιλέγω δύο. α) τὴν σημασία της γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ αὐτοσυνειδησία τῶν μελῶν της, καὶ β) τὴν σημασία της γιὰ τὴν δομὴ τῆς κοινωνικῆς της ὀργάνωσης.
Α. ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ
Ὑπαρξιακὴ αὐτοσυνειδησία εἶναι ἡ αὐτοεπίγνωση ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο τῆς ὑπάρξεώς του μὲ σαφῆ καὶ ὀρθὸ προσδιορισμὸ τῆς ταυτότητός του. Ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς ἀπαιτεῖται νὰ γίνη μὲ ἀναφορὰ σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σταθερὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα. Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις προσδιορίζεται ἡ ταυτότητα ἑνὸς μέλους τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀφετηρία γιὰ τὸν προσδιορισμὸ αὐτὸ εὑρίσκεται στὴν προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ὄχι, ὅμως, μὲ τὴν ἀνθρωποκεντρική φιλοσοφική του ἔννοια. «Στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία δεχόμαστε ὅτι ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου βρίσκεται στὸ ἀρχέτυπό του, στὸν Θεό, ποὺ τὸ δημιούργησε, ἀφοῦ εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένο», ἀλλὰ καὶ μὲ κύριο σκοπὸ τὴν ἕνωση μαζί του, τὴν θέωση. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, τὸ πρόσωπο ἔχει τρία βασικὰ γνωρίσματα, τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνεπανάληπτη ὀντότητα. Αὐτὰ βέβαια ὑπάρχουν σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ καὶ κατὰ φύσιν στὸν Θεό. «Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνη πρόσωπο ἀποκτώντας τὰ παραπάνω γνωρίσματα κατὰ χάριν».
Πρόσωπα ἀναφορᾶς γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ταυτότητος ἑνὸς μέλους τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας εἶναι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «ὁ ὤν, ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος», «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», ποὺ ἔλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ παρέμεινε γνωστὸς ὡς Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κυρίαρχο γενικὸ ὄνομα τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι «χριστιανός», δηλαδή αὐτὸς ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς ποὺ προσδιορίζεται ὡς ὕπαρξη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει τὴν ἀναφορά του σ’ αὐτόν.
Συγχρόνως ἡ ταυτότητα τοῦ συγκεκριμένου προσώπου προσδιορίζεται καὶ ἀπὸ δύο σταθερὰ σημεῖα τῆς ἱστορίας, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν Δημιουργία καὶ τὰ Ἔσχατα. Αὐτὸ καταδεικνύεται σὲ σχετικὲς ἀναφορὲς τῶν Ἀκολουθιῶν τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ αὐτὴν τῆς κηδείας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοποθετεῖται ὡς ὕπαρξη σὲ συνάρτηση μὲ τὸν ἄκτιστο ἐν Τριάδι Θεό, μὲ τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ κόσμου, τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Δὲν εἶναι, θὰ λέγαμε, ἕνα ἀνεξάρτητο, ἀλλ’ ἕνα ἐξαρτημένο «τοπογραφικό» μὲ ἀληθινὰ σταθερὲς συντεταγμένες.
Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἔχει τὸ χριστιανικὸ ὄνομα. «Τὸ ὄνομα εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου, ἡ φανέρωση τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας του», ἐπισημαίνει ὁ μακαριστὸς π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν. Τὸ ὄνομα, ποὺ τὸ ἀκούει ὁ μέλλων νὰ βαπτισθῆ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή του ἤ τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεως, διακρίνει τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ διαβεβαιώνει τὴν μοναδικότητά του. Τὸ ὄνομα προσδιορίζει τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο σὲ σχέση μὲ τὸ παρὸν, τὸ παρελθόν καὶ τὸ μέλλον καὶ μὲ ἀναφορὰ στὸν ἐν Τριάδι Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν προστάτη τελειωθέντα ἅγιό του.
Μὲ τὸ συγκεκριμένο χριστιανικὸ ὄνομα ὁ πιστὸς εἶναι καταγεγραμμένος στὴ βίβλο τῆς ζωῆς. Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα συμμετέχει σὲ ὅλα τὰ Μυστήρια καὶ μνημονεύεται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Μὲ αὐτὸ δέχεται τὴν ἀπολυτρωτικὴ χάρη τοὺ Βαπτίσματος, τὴν δύναμη τοῦ Χρίσματος, τὴν εὐλογία γιὰ τὴν ἔννομη συζυγία, τὴν μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας. Μ’ αὐτὸ ἑορτάζεται. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση παραμένει ἄγνωστη ἡ ξενόφερτη τὰ τελευταῖα χρόνια στὸν τόπο μας γιορτὴ τῶν γενεθλίων, ἐνῶ ὅλη ἡ βαρύτητα δίδεται στὴν ἑορτὴ τοῦ ὀνόματος. Μὲ τὸ ὄνομά του ὁ χριστιανὸς δέχεται τὴν ἐκκλησιαστικὴ προσευχὴ γιὰ τὴν ἀνάπαυσή του στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία καὶ στὰ ἱερὰ μνημόσυνα. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο δὲν σβήνεται τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς μεταφέρεται στὰ ίδια Δίπτυχα ἀπὸ τὴν στήλη τῶν ζώντων στὴν στήλη τῶν κεκοιμημένων.
Β. ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ὁμαλὴ καὶ εὔρυθμη διαβίωση τῶν μελῶν μιᾶς ἄνθρώπινης κοινωνίας εἶναι ἡ κατάλληλη ὀργάνωσή της. Η ὀργάνωση αὐτὴ ἔχει πάντα κάποια δομή, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογη μὲ τὰ πιστεύματα, τὴν φιλοσοφία καὶ τὰ παραδεκτὰ πρότυπα τῶν ὀργανωτῶν.
Ἡ κοινωνία τῆς Κοζάνης παρουσιάζεται ὀργανωμένη σὲ ὅλη της τὴν ἱστορικὴ πορεία μὲ κυρίαρχο δομικὸ στοιχεῖο τὸ γνωστὸ Κοινοτικὸ Σύστημα. Ἡ ὀργανωτικὴ αὐτὴ δομὴ περιέχει βέβαια κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἐκκλησία τοῦ Δήμου, ἀλλὰ εἶναι καταλυτικὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν δομὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ἐνορίας καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Ἔχει δειχθῆ ἀπὸ σχετικὲς μελέτες, ὅτι ἡ κοινότητα στὶς μεταβυζαντινὲς ἐλληνικὲς κοινωνίες ἀποτελεῖ συνέχεια καὶ ἐπέκταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνορίας.
Ἡ ἐνορία ἀποτελεῖ τὴν μικρότερη ὁλοκληρωμένη ὀντότητα τῆς μιᾶς ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο. Ἀφετηρία, κέντρο καὶ πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ τὴν δομικὴ ὀργάνωση τῆς ἐνορίας ἀποτελεῖ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ τελεῖται στὴ Θεία Λειτουργία. Ὅλα στὴν ἐνορία ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ὅλα καταλήγουν σ’ αὐτήν. Ὅλα σ’ αὐτὴν σχεδιάζονται καὶ ὀργνώνονται μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ κατευθύνουν τὰ μέλη της στὴ συμμετοχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Γι αὐτὸ ὁ ἱερὸς ναὸς κτίζεται στὸ κέντρο τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπως τὸ καθολικὸ στὰ Μοναστήρια. Κοντὰ στὸν ἱερὸ Ναὸ τοποθετεῖται τὸ ἐπισκοπεῖο ἤ ὁ ἐφημερικὸς οἶκος, ὅπου διαμένει ὁ προεστὼς τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος ὡς ἀντιπρόσωπός του, γιὰ νὰ διευκολύνεται στὴν διακονία του.
Ὁ προεστὼς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὁ ἐπίσκοπος, εἴτε ὁ πρεσβύτερος ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἐπισκόπου, διακονεῖ τὴν ἐνορία πρωτίστως ὡς λειτουργὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ὕστερα ὡς διοικητής. Ὁ ἐπίσκοπος διοικεῖ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία συμπαραστατούμενος ἀπὸ τὸ Σῶμα τῶν πρεσβυτέρων, ὅπως καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ βοηθούμενος ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τῶν Γερόντων, κυρίως καὶ πρωτίστως ὡς πνευματικὸς πατέρας ὅλων τῶν πιστῶν καὶ ὄχι ὡς ἐξουσιαστής. Καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς, ὡς μέλος τῆς συγκεκριμένης ἐνορίας βιώνει τὴν Ἐκκλησία ὡς πνευματική του οἰκογένεια, τὸν κληρικὸ ὡς πνευματικό του πατέρα καὶ τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς ὡς πνευματικοὺς ἀδελφούς.
Στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἡ Θεία Λειτουργία διαποτίζει ὅλους τοὺς τομεῖς καὶ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Γι αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ βιοτικὲς ἐκδηλώσεις τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας συνδέονται μὲ τὴν θεία Λειτουργία (γέννηση, γάμος, θάνατος, παιδεία, ἐμπόριο, πολιτισμός, πανηγύρεις).
Μὲ βάση αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν φιλοσοφία γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνορίας δομεῖται ὅλο τὸ κοινοτικὸ Σύστημα, καὶ διαμορφώνεται ἡ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς κοινότητος τῆς Κοζάνης.
Καὶ πρῶτα πρῶτα ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν ἐξουσιῶν καὶ τῶν ἀρχόντων στὴν κοινότητα ἔχουν προέλευση ἐκκλησιαστική ἤ τοὐλάχιστον εἶναι φορτισμένα στὸ περιεχόμενό τους ἀπὸ ἀντίστοιχους ἐκκλησιαστικοὺς ὅρους. Ἡ κοινότητα στὴν μεταβυζαντινὴ περίοδο ἔχει τὴν ἀναφορά της στὴν πρώτη χριστιανικὴ ἀδελφότητα τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου «πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχαν ἅπαντα κοινά». Ὁ προεστὼς εἶναι καθιερωμένος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ γερουσία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τῶν γερόντων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης εἶναι γνωστοὶ καὶ καθιερωμένοι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια μέχρι καὶ σήμερα. Ἡ δημογεροντία ἕλκει βέβαια τὴν καταγωγὴ της ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐλλάδα, ἀλλὰ σίγουρα εἶναι ἐπηρεασμένη καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ χρήση τοῦ ὅρου, γέρων.
Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στοὺς κατὰ καιροὺς συνταχθέντες Κανονισμοὺς τῆς Κοινότητος τῆς Κοζάνης τίθεται ἐπικεφαλῆς ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος «ἐπιβεβαιοῖ» αὐτοὺς καὶ «κατὰ φυσικὸν λόγον καὶ κατὰ νόμον …. προεδρεύει παντὸς σωματείου ὑπὸ τῆς κοινότητος ἐκλεγομένου». Ἐπίσης, κατὰ τοὺς ἰδίους Κανονισμοὺς, «ἡ Κοινότης Κοζάνης περιλαμβάνει τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς… καὶ μονίμους κατοίκους τῆς πόλεως ταύτης καὶ ὑπαγομένους ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης, ὑπαγομένης καὶ ταύτης ὑπὸ τὴν ἀνωτάτην πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἡ μεγάλη ὅμως καὶ ἀνεκτίμητη προσφορὰ τὴς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν δομὴ τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης τῆς τοπικῆς κοινωνίας δὲν εἶναι μόνον καὶ τόσον σὲ θεσμικὸ ἐπίπεδο, ὅσον καὶ κατ’ ἐξοχὴν σὲ πνευματικό. Ἡ τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔδωσε καὶ δίνει πνοή στὸ κοινοτικὸ σῶμα. Τὴν πνοὴ τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἐλευθερίας, τῆς γνήσιας ἀλληλεγγύης καὶ θυσιαστικῆς προσφορᾶς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Κέντρο τοῦ βίου τῶν μελῶν τῆς Κοινότητος Κοζάνης ἀποτελεῖ ὁ καθεδρικὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ γιὰ τὶς ἐπὶ μέρους ἐνορίες, ὀ κεντρικὸς ἱερὸς ναός, μὲ κύριο γεγονὸς ἀναφορᾶς τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γι αὐτὸ καὶ τὰ παλαιότερα χρόνια ὅποιος κατὰ συνήθεια δὲν ἐκκλησιαζόταν χαρακτηριζόταν «ἀλειτούργητος». Ἐκεῖ, στὸν ἱερὸ ναὸ, τὰ μέλη τῆς κοινότητος κάθε φορὰ ἀνανεώνουν τὴν ἑνότητα, τὴν συσσωμάτωσή τους στὸ Κυριακὸ Σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὸ κοινοτικὸ σῶμα. Ἐκεῖ τὰ μέλη τῆς κοινότητος ἀναζωογονοῦν τὴν αὐτοσυνειδησία τους ὅτι ἀνήκουν σὲ μία εὐρύτερη πνευματικὴ οἰκογένεια καὶ εἶναι ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι μεταξύ τους ἀδελφοί, ὅπως καὶ προσφωνοῦνται. Ἐκεῖ οἱ πιστοὶ προσεύχονται γιὰ τοὺς ἄρχοντες. «Ὑπὲρ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας». Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄρχοντες μαθαίνουν νὰ πορεύονται μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι ἔλαβαν τὴν ἐξουσία ὄχι γιὰ νὰ «κατακυριεύουν», ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονοῦν, ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι».
Ὅλα τὰ σημαντικὰ γεγονότα τοῦ βίου τους ἔχουν ἀναφορὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία καὶ ζωή. Ἡ γέννηση μὲ τὶς εὐχὲς τῆς πρώτης καὶ τῆς ὀγδόης ἡμέρας, μὲ τὸν σαραντισμό καὶ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ὁ γάμος μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος καὶ τὸ Μυστήριο τοῦ γάμου. Ὁ θάνατος μὲ τὴν Ἀκολουθία τῆς κηδείας καὶ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν μνημοσύνων. Ἡ παιδεία μὲ τοὺς ἁγιασμοὺς καὶ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης μὲ τὴν λειτουργία τοῦ Μικτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου. Ἡ γεωργία καὶ ἡ κτηνοτροφία μὲ τοὺς ἁγιασμοὺς καὶ τὶς εἰδικὲς εὐχές γιὰ τὶς ἀσθένειες τῶν ζώων καὶ τῶν καρπῶν. Τὸ ἐμπόριο μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ σύνδεσμο, ποὺ δημιουργοῦν οἱ Συντεχνίες μὲ προστάτη τους ἔνα ἄγιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὴν τέλεση στὴν ἡμέρα τῆς ἐορτῆς του τῆς Θείας Λειτουργίας. Οἱ ἑορτές καὶ οἱ πανηγύρεις τους, ποὺ στὴν προέλευσή τους εἶναι ἐκκλησιαστικές καὶ ἔχουν πάντοτε ὡς κέντρο τους τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Τὰ ἐκτακτα ἱστορικὰ γεγονότα, ὁπως ἡ ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως μὲ ἐπίσημες ἐκκλησιαστικὲς δοξολογίες, ἡ σωτηρία της ἀπὸ τὴν φοβερὴ γρίππη τοῦ 1918 ὕστερα ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τῆς κάρας τοῦ ἁγίου Νικάνωρος μὲ νηστεία καὶ συμμετοχὴ στὴ Θεία Λειτουργία, ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς πόλεως καὶ τῆς περιοχῆς ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀπειλὴ τοῦ σεισμοῦ τοῦ 1995 μὲ θεία Λειτουργία καὶ λιτανία. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς τοπικῆς κοινωνίας μὲ τους ἁγίους, τοὺς ὁποίους τιμᾶ πάνδημα μὲ τὴν παρουσία ὅλων τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ὅπως ἡ ἑορτὴ τοῦ πολιούχου Ἁγίου Νικολάου καὶ ἡ ὑποδοχὴ τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ζιδανιώτισσας. Ἰδιαίτερα πρέπει νὰ σημειώσουμε τὸν αἰωνόβιο σεβασμὸ τοῦ λαοῦ τῆς Κοζάνης καὶ τῶν περιχώρων πρὸς τὴν Ἱ. Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικάνωρος μὲ ἔμπρακτα δείγματα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ποὺ σφυρηλατεῖ τὸ ἀληθινὰ ἐλεύθερο καὶ «δημοκρατικὸ» φρόνημα στὸν πιστὸ λαό. Ὁπως παρατήρησε ὁ Νικόλαος Πανταζόπουλος, ὁ ἀντιπροσωπευτικὸς κοινοτισμὸς ἀντιτίθεται στὸ δυτικὸ ἀπολυταρχικὸ καὶ συγκεντρωτικὸ κράτος, τὸ ὁποῖο κράτος, προσθέτω ἐγώ, ἔχει τὶς ρίζες τῆς ὀργάνωσής του στὴν φιλοσοφία τῶν ποικίλων αἱρέσεων τῆς Δύσεως. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνέπνευσε καὶ ἐμπνέει τὸν εὐεργετισμό μὲ τὸν ἐπαναστατικὸ ἐκεῖνο λόγο τοῦ Χριστοῦ, «μακάριον ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν». Μέσα στὸ ἀποκαλυπτικὸ φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως οἱ οἰκονομικὲς σχέσεις, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν βαρβαρότητα καὶ ἀπανθρωπία τῶν τοκογλύφων, «καταξιώνονται σὲ φιλανθρωπία, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀνιδιοτέλεια» καὶ τὴ δίψα γιὰ δικαιοσύνη. Μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν κοζανιτῶν εὐεργετῶν ἀξίζει ἐδῶ νὰ μνημονευθῆ ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως τῆς Κοζάνης στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἀπὸ τὸν τότε ἱεροκήρυκα Αὐγουστῖνο Καντιώτη γιὰ νὰ στηριχθοῦν τὰ συσσίτια ἐπιβίωσης, ποὺ παρεῖχαν καθημερινὰ περσσότερες ἀπὸ 8.000 μερίδες φαγητοῦ. Τέλος, «μέσα στὴν ζωὴ τῆς ἐνορίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν χριστιανῶν ἡ ἐπιστήμη γίνεται προφητικὴ μαρτυρία ὡς διαρκὴς ψηλάφηση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φύση (καὶ στὴν ἱστορία) καὶ ἐξαγγέλλει τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ», ὅπως μᾶς τὸ βεβαιώνει ἡ βιοτὴ καὶ τὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο τοῦ γνωστοῦ μας Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, ἀλλὰ πολλῶν ἄλλων ἐπιστημόνων, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κοινότητα τῆς Κοζάνης. Νὰ γιατὶ ἤθελα νὰ ξεκινήση καὶ τοῦτο τὸ ἐπιστημονικὸ Συνέδριο μὲ ἁγιασμὸ ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας Παῦλο.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Κοζάνης μὲ τὴν ἀποκαλυπτική της ὀντότητα ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν ἀδιάκοπη παρουσία της στὴν ἱστορία τῆς πόλεως καὶ ὅλης τῆς περιοχῆς, ἀποτελεῖ τὸν πιὸ σημαντικὸ καὶ σταθερὸ παράγοντα στὴν διαμόρφωση τῆς ὑπαρξιακῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν μελῶν της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκένωτη δεξαμενὴ προτύπων γιὰ τὴν ἐπιτυχημένη ὀργάνωση τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Ἡ τεκμηριωμένη αὐτὴ διαπίστωση ἐπιφορτίζει ὅλους ἐμᾶς τοὺς συνεχιστές τῆς κοζανίτικης ἱστορίας μὲ βαρύτατες εὐθύνες γιὰ κάθε μας ἐπιλογή.
Μαρτυρεῖται ἡ ὕπαρξη καὶ λειτουργία τῶν ἱερῶν Ναῶν Ἁγ. Δημητρίου καὶ Ἁγ. Ἀθανασίου κατὰ τὸν 14ο αἰώνα. Βλ. Παν. Λιούφη, Ἱστορία τῆς Κοζάνης, σσ. 21-34. Ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ 17ου αἰῶνος μέχρι καὶ σήμερα κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινοτικῆς ζωῆς τῆς κοζάνης καθίσταται ὁ Ἱ. Ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Βλ. Παν. Λιούφη, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 47.
Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Ἐπισκοπείου βλ. Παν. Λιούφη, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 51. Ἐπίσης, Ἰω. Δημοπούλου, Τὰ παρὰ τὸν Ἁλιάκμονα ἐκκλησιαστικά, σσ. 12-14
Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Κωδωνοστασίου βλ. Παν. Λιούφη, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 103
Στὸ λαογραφικὸ μουσεῖο Κοζάνης φυλάσσεται μαρμάρινη ἐπιτύμβια ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν ἐκδημία τοῦ Μητροπολίτου Καισαρείας Μακεδονίου κατὰ τὸν 4ο αἰώνα. Περισσότερα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα βλ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2012 τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης, σσ. 8-12.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνήθεις ὁρισμοὺς παρατίθεται στὸ ἔργο τοῦ Νικ. Πανταζοπούλου, Ὁ Ἑλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, ἐκδ. «Παρουσία» 1993, σ. 33: «Παράδοση εἶναι τὸ σύνολο τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν (ἠθικῶν, πνευματικῶν, καλλιτεχνικῶν), βιωμάτων καὶ ἀξιῶν τῶν γενεῶν ποὺ προηγήθηκαν, τὰ ὁποῖα παραδέχονται καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ἑπόμενες».
Αὐθεντικὰ γραπτὰ μνημεῖα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἅγιες Γραφές (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη), οἱ Ὅροι καὶ οἱ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τὰ συγράμματα τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλα μνημεῖα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν οἱ ἱεροὶ ναοί, οἱ ἱερὲς εἰκόνες, τὰ ἱερὰ Σύμβολα, τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ καλύμματα καὶ γενικώτερα ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν της.
Ἁγίου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Ἀνάληψιν,16. PG 52,789
Οἰκοδομὴ καὶ Παράκλησις, σ. 188
π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία, ἡ μεγάλη μας οἰκογένεια, σ. 5. Πρβλ. καὶ Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως, 12. PG 26,1004, Ἡ Ἐκκλησία «πρότερον κτισθεῖσα, μετὰ ταῦτα γεννᾶται ἐκ Θεοῦ».
Κάθισμα ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων
Ἀπὸ τὴν εὐχὴ τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, «ἐπὶ σοὶ χαίρει κεχαριτωμένη…»
π. Γ. Φλορόσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, σ. 200-201
Ἱερ. Βλάχου, Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, σ. 80
Βλ. Ἱερ. Βλάχου, ἐνθ. ἀνωτ., σ. 86, «Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος διασώζεται ὡς πρόσωπο μόνον στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως».
Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον, εἰς Χαριστήριοα εἰς τομὴν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, σ. 300-308
«Δέσποτα, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῇ εἰκόνι σου τιμήσας τὸν ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος εὐπρεποῦς κατασκευάσας αὐτὸν….» (Εὐχὴ εἰς τριχοκουρίαν). «Καὶ ἀξίωσον αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ εἰς τὴν σὴν εὐαρεστίαν» (Εὐχὴ Ἀπολούσεως)
«Ὁ Θεὸς ὁ ἄχραντος καὶ πάσης κτίσεως δημιουργός, ὁ τὴν πλευρὰν τοῦ προπάτορος Ἀδάμ διὰ τὴν σὴν φιλανθρωπίαν εἰς γυναῖκαν μεταμορφώσας καὶ εὐλογήσας αὐτοὺς…» (ἀπὸ τὴν Πρώτη εὐχὴ τοῦ Γάμου). «Καὶ εὐαρεστήσαντες ἐνώπιόν σου, λάμψωσιν ὡς φωστῆρες ἐν οὐρανῷ» (ἀπὸ τὴν Δεύτερη εὐχὴ τοῦ Γάμου)
«Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησαςπάλιν καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν» (Εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς)
«Ἀρχή μοι καὶ ὑπόστασις τὸ πλαστουργὸν σου γέγονε πρόσταγμα….Διὸ, Χριστέ, τὸν δοῦλον σου ἐν χώρᾳ ζώντων ἐν σκηναῖς δικαίων ἀνάπαυσον» (Νεκρώσιμον ἰδιόμελον)
π. Ἀλεξ. Σμεμαν, Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, σσ.194-195. Βλ. ἐπίσης αὐτόθι, «Ἐν Χριστῳ τὸ ὄνομα κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης φανερώνεται ὡς τὸ ὄνομα ἑνός παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ δημιουργημένου καὶ προορισμένου γιὰ μία προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, γιὰ μιὰ προσωπικὴ συμμετοχὴ στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»
Πρὸς Φιλιππησίους 4,3. Ἀποκάλυψις 3,5 καὶ 20,15
Εἶναι ἀκόμη νωπὲς οἱ μνῆμες τῶν μεγαλυτέρων στὴν ἡλικία ἀπὸ τὸν καθολικὸ στὴν Κοζάνη ἑορτασμὸ τῆς ὀνοματικῆς ἑορτῆς μὲ τὴν προσφορὰ δώρων στὴν Ἐκκλησία (προσφόρου, νάματος κεριῶν, θυμιάματος) καὶ δώρων πρὸς τὸν ἑορτάζοντα μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἐπισκέψεις (βίζιτες).
Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Κοινοτικοῦ Συστήματος βλ. Νικ. Πανταζοπούλου, Ὁ ἐλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, ἐκδ. «Παρουσία» 1993. Γιὰ τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση τῆς Κοζάνης ὑπάρχουν στοιχεῖα στὰ κείμενα τοῦ Κ. Γουναρόπουλου καὶ τοῦ Παναγιώτη Λιούφη.
Βλ. Νικ. Πανταζοπούλου, αὐτόθι
π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία, ἡ μεγάλη μας οἰκογένεια, σ. 32. «Ἡ κοινοτικὴ ὀργάνωση τῆς ὑπόδουλης Ρωμηοσύνης δὲν ἦταν κάτι νέο. Ἦταν ὁ Ὀρθόδοξος κοινοτισμὸς μὲ θεμέλια καθαρὰ πνευματικὰ καὶ ὄχι ὀρθολογικά». Ἐπίσης ὁ Ἰω. Κοκκώνης καὶ ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ρίζες τοῦ κοινοτισμοῦ ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἀνευρίσκονται στὴ Βυζαντινὴ περίοδο. Βλ. σχετικὰ στὸ, Νικ. Πανταζοπούλου, Ὁ ἐλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, σ. 49
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, 2,44. Πρβλ. καὶ αὐτόθι 4,32
πρὸς Τιμόθεον Α΄ 5,17. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον 36,6 καὶ Εἰς Τιμόθεον Α΄ 14,3. Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, παρὰ Εὐσεβίῳ Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 7,5,1.
Βλ. Π. Β. Πάσχου, Πρόλογος, εἰς Τὸ Γεροντικόν, ἐκδ. Ἀστήρ, 1961
Βλ. Ἐγκυκλοπαιδεία Ἐλευθερουδάκη, λ. δημογέρων
Ἰω. Δημοπούλου, Τὰ παρὰ τὸν Ἁλιάκμονα ἐκκλησιαστικά, σσ. 208-215
Κ. Γουναροπούλου, Κοζανικὰ καὶ περὶ Σερβίων καὶ Βελβενδοῦ (Περιοδικὸ ΠΑΝΔΩΡΑ, Φεβρ. 1872), σ. 509, «κεῖται δὲ οὗτος (ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου) εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως καὶ τῆς ἀγορᾶς, ἔχει κτίριον ἀσφαλές καὶ περίβολον λιθόκτιστον, ὅπως κελία τινά, ἡ Ἑλληνικη Σχολή, ἡ Βιβλιοθήκη καί τινες τάφοι ἐπισήμων ἀνδρῶν».
Αὑτὸ τὸ διαπιστώνει κανεὶς καλύτερα στὶς Ὀρθόδοξες κοινότητες τῆς Διασπορᾶς.
«Τὸ 1835 ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου θὰ παρατηρήσει μὲ παράπονο ὅτι ἡ νέα κουλτούρα τῆς Εὐρώπης παραμέρισε τὸ ‘ἀδελφέ’ εἰσάγοντας στὴ ζωὴ τῶν Ρωμηῶν τὸ φράγκικο ‘κύριε’» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἐνορία, ἡ μεγάλη μας οἰκογένεια, σ. 32).
Ἀπὸ τὰ Εἰρηνικὰ τὴς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Κατὰ Ματθαῖον 20,25, «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν»
Πρβλ. Ἀναστασίας Παληοῦ, Παράλληλη δικαιοδοσία δικαστικῶν ὀργάνων ἐπὶ γαμικῶν διαφορῶν στὴν Κοζάνη στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα
Βλ. Μιχ. Καλλινδέρη, Αἱ Συντεχνίαι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1973
Βλ. Χρ. Μπέσσα, Τὸ χρονικὸ τῆς Κοζάνης, σ. 150
Στὴν Ἱ. Μονὴ Ζάβορδας εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Νικάνωρ μὲ δύο κοζανίτες, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν ἱκανὰ χρηματικὰ ποσά. Βλ. Ἀπ. Παπαδημητρίου, Ἱστορία τῶν Γρεβενῶν,σ. 179
Νικ. Πανταζοπούλου, Ὁ ἐλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, σσ. 41 καὶ 54
Δημήτρη Γ. Μυλωνᾶ, Οἱ εὐεργέτες τῆς Κοζάνης, 2010. Ἐπίσης, Δελιαλῆ Νικολάου, Διαθῆκαι εὐεργετῶν τῆς Κοζάνης,1970
π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἐνορία, ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, σ. …
Βλ. Δ. Γ. Μυλωνᾶ, Οἱ εὐεργέτες τῆς Κοζάνης, Κοζάνη 2010. Παπαϊωάννου Εὐανθίας, Οἱ Ἕλληνες εὐεργέτες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Κοζάνης, πτυχιακὴ ἐργασία 2001
Βλ. Παν. Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης, Β’ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1991
π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, αὐτόθι, σ. ….
Παπαϊωάνου Λαζάρου, Ἡ Σχολὴ τῆς Κοζάνης καὶ ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, Κοζάνη 1989
Βλ. Μπέλου Ἀναστασίου, Ἡ παιδεία στὴν Κοζάνη, 1985