Γι’ αυτούς τους λόγους οι ηγεμόνες κράτησαν απέναντι των σταυροφόρων ευμενή ουδετερότητα.
Έτσι οι σταυροφόροι εφοδιάζονταν στα λιμάνια του Domenico, δηλαδή της Μυτιλήνης, και τα χρησιμοποιούσαν ως βάσεις, για να εξορμούν και λεηλατούν τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, καθώς και να πιάνουν τα τουρκικά εμπορικά καράβια. Επίσης το λιμάνι της Μυτιλήνης χρησιμοποιούν ως τον τελευταίο σταθμό για το ξεκίνημά τους εναντίον των νησιών του ΒΑ Αιγαίου.
Ο ενωμένος σταυροφορικός στόλος από 40 βενετικά, καταλανικά, πειρατικά και άλλα πλοία προσεγγίζει πρώτα στην Λήμνο. Αμέσως οι κάτοικοί της, καθώς και η τουρκική φρουρά από 100 άνδρες, συνθηκολογούν και παραδίδουν το νησί. Κατόπιν ο στόλος πλέει εναντίον της Θάσου και τα αγήματά του με θυελλώδη επίθεση συντρίβουν την αντίσταση της φρουράς και κυριεύουν το «φρούριον του λιμένος». Η αστραπιαία αυτή επιχείρηση τόσο πολύ φόβισε τους φρουρούς των άλλων κάστρων του νησιού, ώστε συνθηκολόγησαν με όρους. Έτσι μέσα σε 15 ημέρες οι χριστιανοί αρχηγοί κυρίευσαν όλο το νησί και εγκατέστησαν τις νέες αρχές και τις φρουρές. Έπειτα ο χριστιανικός στόλος κυριεύει την Σαμοθράκη ύστερ’ από μικρή συμπλοκή.
Κατόπιν ο Scarampi προσήγγισε πάλι στην Λήμνο, όπου έμεινε 4 μόνον ημέρες. Την επόμενη έφυγε για την Ρόδο έχοντας μαζί του τους Τούρκους αιχμαλώτους των φρουρών της Λήμνου, της Θάσου και ασφαλώς της Σαμοθράκης. Ενώ όμως ήταν ακόμη στην Λήμνο, έστειλε στην Ίμβρο 10 πλοία με αρχηγό ίσως τον κόμη της Anguillara, για να παραλάβη το νησί από τον Κριτόβουλο με όρους. Η θερμή υποδοχή και η διπλωματική ευστροφία του Κριτοβούλου έκαναν τον κόμη να νομίση ότι είχε να κάνη με φίλο και σύμμαχο και γι’ αυτό δεν επέμεινε στην διεκπεραίωση των ζητημάτων της αποστολής του. Έτσι τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου περιέρχονται πάλι στα χέρια των Φράγκων και κυρίως των Βενετών.
Η Βενετία όμως, για να περιφρουρήση τα κέρδη της ναυτικής αυτής εκστρατείας, χρειαζόταν χρήματα και αυτά έλειπαν. Γι’ αυτό τον Μάιο κιόλας του 1457 αφήνει τα νησιά στην φροντίδα του Scarampi, που ανέλαβε να τα προστατεύη με τον σταυροφορικό στόλο και με την συνδρομή των Ιπποτών της Ρόδου, αλλ’ αυτός είναι πολύ δυσαρεστημένος από την απείθεια και τις αυθαιρεσίες των ναυτικών πληρωμάτων, που δεν δίσταζαν να ζημιώνουν και αυτούς ακόμη τους υπηκόους της Βενετίας. Το 1457 ο σταυροφορικός στολίσκος κυριαρχεί στο Αιγαίο και κοντά στην Μυτιλήνη κατά τον Αύγουστο νικά Τουρκική δύναμη και κυριεύει 2 καράβια. Με την άνοιξη όμως του 1458 είχε ξεθυμάνει η σταυροφορική εκείνη κίνηση, που με τόσο θρησκευτικό ζήλο την είχε κηρύξει ο πάπας Κάλλιστος Γ’. Ύστερ’ από λίγο, με τον θάνατο του πάπα (αρχές Αυγούστου 1458), η προστασία του χριστιανικού στόλου είχε πάψει να υφίσταται. Ο νέος πάπας Πίος Β’, παρ’ όλη την καλή του θέληση, δεν σώζει την κατάσταση.
Γι’ αυτό τον λόγο οι προύχοντες της Λήμνου, φοβούμενοι την αιφνιδιαστική επιδρομή του τουρκικού στόλου και την τιμωρία τους για την παράδοση του νησιού στους σταυροφόρους, πρώτοι αυτοί ήλθαν σε συνεννοήσεις με τον Κριτόβουλο, για να παραδώσουν τώρα το νησί. πάλι στους Τούρκους. Ο ευπροσάρμοστος στις καταστάσεις Κριτόβουλος, βλέποντας και αυτός να μεταστρέφωνται τα πράγματα στο Αιγαίο προς το μέρος των Τούρκων και θέλοντας να φανή πιστός υπηρέτης του σουλτάνου, ανέλαβε πάλι πρόθυμα να μεσολαβήση σ’ αυτόν και να τον πείση να μεταβιβάση την Λήμνο και Ίμβρο στον Δημήτριο Παλαιολόγο, τον φιλότουρκο δεσπότη της Πελοποννήσου, πράγμα που και τελικά το πέτυχε με τον όρο να πληρώνη ο Δημήτριος κάθε χρόνο 3.000 χρυσά νομίσματα.
Αμέσως μετά την λήξη των διαπραγματεύσεων στην αυλή του σουλτάνου στην Αδριανούπολη, ο Κριτόβουλος ξαναγύρισε στην Ίμβρο, έμεινε εκεί μια μόνον ημέρα και την επομένη πέρασε στην Λήμνο, την οποία, με την σύμπραξη των αρχόντων και του λαού της, κατόρθωσε να την καταλάβη μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τους Ιταλούς αιχμαλώτους της Λήμνου και της Ίμβρου φαίνεται ότι τους άφησε ελεύθερους να μείνουν και να εγκατασταθούν οριστικά στα νησιά η να φύγουν. Κατόπιν στέλνει δυό προκρίτους της Λήμνου στον Δημήτριο, για να του αναγγείλουν τα γεγονότα και να του ζητήσουν να στείλη διοικητές στα νησιά. Ήλθαν και εγκαταστάθηκαν οι αρχές του Δημητρίου; Το πρόβλημα είναι σκοτεινό, γιατί δεν έχουμε καμιά μαρτυρία.
Τα γεγονότα αυτά πρέπει να διαδραματίστηκαν τον χειμώνα του 1458- 1459 και την Άνοιξη του 1459, αφού έγιναν αμέσως ύστερ’ από την πρώτη εκστρατεία του Μεχμέτ Β’ στην Πελοπόννησο (άνοιξη – φθινόπωρο 1458). Λίγο αργότερα ο νέος αρχηγός του τουρκικού στόλου Ισμαϊλ κατέλαβε επίσημα τα νησιά αυτά, έπιασε τους Ιταλούς αιχμαλώτους και τους έστειλε στον σουλτάνο στην Φιλιππούπολη, όπου και τους θανάτωσαν. Αμέσως ύστερ’ απ’ αυτό το γεγονός λήγει και το στάδιο του Ισμαϊλ. Στην θέση του διορίζεται ο δραστήριος Ζαγανός πασάς, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1459 ξεκινά με 40 πλοία εναντίον των άλλων δυό νησιών του ΒΑ Αιγαίου, της Σαμοθράκης και της Θάσου, όπου εξακολουθούσαν να παραμένουν ακόμη φραγκικές φρουρές.
Ο Ζαγανός καταβάλλει την αντίστασή τους και κατόπιν ξεσηκώνει τους περισσότερους κατοίκους και τους μετοικίζει στην Κωνσταντινούπολη εκτελώντας πιθανόν σχετική δύναμη του Μεχμέτ Β’.
Κατά τα μέσα φθινοπώρου 1460, δηλαδή μετά την δεύτερη τουρκική εκστρατεία στην Πελοπόννησο και την κατάλυση του δεσποτάτου του Μορέως, φτάνει στην Αδριανούπολη ο σουλτάνος και λίγες μέρες αργότερα ο ουσιαστικά αιχμάλωτός του Δημήτριος με την οικογένεια και την ακολουθία του. Ο σουλτάνος του παραχωρεί «ές τε αρχήν άμα και πρόσοδον» (= για να τα διοική και να τα νέμεται) τα νησιά Ίμβρο και Λήμνο, τις γαίες της Θάσου και Σαμοθράκης που είχαν εγκαταλειφθή, καθώς και την Αίνο. Το σύνολο των εισοδημάτων του Δημητρίου από τις κτήσεις του αυτές μαζί με τις 400.000, που έπαιρνε από το νομισματοκοπείο της Αδριανουπόλεως, έφτανε τις 700.000 αργυρά νομίσματα.
Ο Δημήτριος έμενε στην Αδριανούπολη και απ’ εκεί διοικούσε τα νησιά και την Αίνο με αντιπροσώπους του. Για λίγα όμως χρόνια καρπώθηκε τα εισοδήματα των κτήσεών του, γιατί μετά τον θάνατο του γυναικαδέλφου του Ματθαίου Ασάνη στα 1467 έπεσε στην δυσμένεια του σουλτάνου, ο οποίος τον εξόρισε στο Διδυμότειχο και του αφαίρεσε τα εισοδήματά του. Ο Δημήτριος πέθανε το 1470 στην Αδριανούπολη ως μοναχός. Πολύ πιο τραγική ήταν η τύχη της βασιλικής οικογένειας του Δαβίδ Κομνηνού και της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Πηγή: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β’, Θεσσαλονίκη 1974.