Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
Η «ΑΛΛΗ» ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ
Α’
Ἂν καί, ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία, ὄχι μόνο δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι ὑπῆρξε διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ ἐπέβαλε τὴν ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ ἀντιθέτως μοιάζει σίγουρο ὅτι στὴν πραγματικότητα τέτοιο διάταγμα δὲν ὑπῆρξε ποτέ, τὸ θρυλούμενο τέλος τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας τὸ 529 μ.Χ. ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν ἀντιχριστιανικὴ πολεμική, καὶ μάλιστα ὅσους ἐπείγονται νὰ ἀποδείξουν τὴν ἱστορικὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ ἑλληνισμοῦ.
Ὁ χριστιανισμὸς φέρεται ἐν προκειμένῳ νὰ συγκρούεται μὲ τὸ εὐγενέστερο καὶ ὑψηλότερο γέννημα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, τὴ φιλοσοφία, καὶ χρεώνεται μὲ τὸ βίαιο τέλος τῆς ὑπερχιλιετοῦς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης.
Βεβαίως, ὀφείλουμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ἡ στερεότυπη διατύπωση «κλεί σιμο τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας» εἶναι καταχρηστικὴ καὶ ἐξόχως παραπλανητική. Μολονότι οἱ κυρίαρχες φιλοσοφικὲς σχολὲς στὴν Ἀθήνα ἦταν τέσσερις, ἡ πλατωνικὴ Ἀκαδημία ἢ Ἀκαδήμεια, τὸ ἀριστοτελικὸ Λύκειον, ἡ Στοὰ τῶν Στωικῶν καὶ ὁ Κῆπος τοῦ Ἐπικούρου, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἀφελὲς συμπέρασμα ὅτι τὸ ὑποτιθέμενο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἔκλεισε… τέσσερις σχολὲς τῆς φιλοσοφίας. Τὸ φιλοσοφικὸ τοπίο τῆς Ἀθήνας εἶχε ἀλλάξει ἄρδην μετὰ τὴν καταστρεπτικὴ ἐπιδρομὴ τῶν Ἑρούλων τὸ 267 μ.Χ. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἂν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπέβαλε πράγματι τὴν ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα, αὐτὴ ἡ ἀπαγόρευση δὲν θὰ ἔθιξε παρὰ τὸ ἕνα καὶ μόνον ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα τῆς φιλοσοφίας ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρχε στὴν Ἀθήνα τὸ 529 μ.Χ.: τὴν Ἀκαδημία τῶν Νεοπλατωνικῶν. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ μιλᾶμε γιά «κλείσιμο τῶν σχολῶν», εἶναι φανερὸ ὅτι στὴν ἔσχατη περίπτωση θὰ ὀφείλαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ κλείσιμο τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας.
Ἤδη ἡ παραπάνω διευκρίνηση ἀρκεῖ, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε πόσο ἀφελὴς εἶναι ἡ δήλωση τοῦ John Bury ὅτι τὰ δια- τάγματα τοῦ Ἰουστινιανοῦ «ὑπέγραψαν τὴ θανατικὴ καταδίκη τῶν σχολῶν τῆς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖες εἶχαν μιὰ συνεχῆ παράδοση ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη».1 Τέτοια «συνεχὴς παράδοση» δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ, μᾶλλον δὲ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει. Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ ὀφείλουμε νὰ τηρήσουμε ἀποστάσεις καὶ ἀπὸ τὴ δι- ατύπωση τοῦ Robert Browning ὅτι γιὰ χίλια χρόνια ἡ Ἀθήνα ἦταν ἕνα κέντρο φιλοσοφικῶν σπουδῶν,2 ἢ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Will Durant, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι μὲ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἔφθασε στὸ τέρμα της ὕστερα ἀπὸ ἕνδεκα αἰῶνες ἱστορία.3
Ὅπως ὅμως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, τέτοιες μεγαλόστομες διακηρύξεις ἀποδεικνύονται παραπλανητικὲς καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη, πρόσθετο λόγο: διότι ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τοῦ 529 μ.Χ. σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα. Ὅπως τονίζει ὁ Nigel Wilson, ἡ ἴδια ἡ ὀνομασία «Ἀκαδημία», ποὺ συνήθως προσδιορίζει τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας, ἂν δὲν εἶναι τελείως ἀκατάλληλη, εἶναι πάντως παραπλανητική, ἀφοῦ τίποτε δὲν μᾶς δίδει τὸ δικαίωμα νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ Νεοπλατωνικοὶ τῆς Ἀθήνας κατεῖχαν τοὺς ἀρχικοὺς χώρους τῆς σχολῆς τοῦ Πλάτωνα ἢ εἶχαν κληρονομήσει τὴν περιουσία της.4
Ὅπως θὰ προσπαθήσουμε νὰ δείξουμε εὐθὺς ἀμέσως, ἡ νεοπλατωνικὴ «Ἀκαδημία» δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα οὔτε ἀπὸ ἱστορικὴ ἄποψη, οὔτε ἀπὸ φιλοσοφικὴ ἄποψη, ἀλλὰ οὔτε ἀκόμη καὶ ἀπὸ γεω- γραφική-τοπογραφικὴ ἄποψη.
α. Ἱστορικὴ ἀσυνέχεια
Γιὰ νὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία δὲν ἀποτελεῖ σὲ καμμία περίπτωση ἱστορικὴ συνέχεια τῆς περίφημης Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα. Τὸ πιθανώτερο, ὅπως σημειώνει ὁ Jean Sirinelli,5 εἶναι ὅτι ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα δὲν ἐπιβίωσε τῆς ἐπιδρομῆς τοῦ Σύλλα τὸ 86 π.Χ. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν ἐπιλέξουμε νὰ ὑποθέσουμε τὸ ἀντίθετο, στηριζόμενοι σὲ μαρτυρίες γιὰ τὴν παρουσία «πλατωνικῶν» φιλοσόφων στὴν Ἀθήνα κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες μ.Χ., τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ Ἀκαδημία δὲν ὑπῆρχε πλέον μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἑρούλων τὸ 267 μ.Χ.
Κατὰ τοὺς πρώτους τέσσερις αἰῶνες μ.Χ. διαπιστώνεται στὴν Ἀθήνα μιὰ ἀξιοσημείωτη φιλοσοφικὴ σιωπή. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ νεοπλατωνισμός, κέντρο τοῦ ὁποίου ἔγινε ἀργότερα ἡ Ἀθήνα, γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε στὴ Ρώμη, τὴν Ἀσία, τὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἐν ὀλίγοις σχεδὸν ὁπουδήποτε ἀλλοῦ… ἐκτὸς ἀπὸ τό «κλεινὸν ἄστυ» τῶν Ἀθηνῶν. Ἂν τὸν τέταρτο αἰῶνα ἡ Ἀθήνα γνώρισε κάποια ἀκμή, αὐτὴ σαφῶς δὲν ἦταν ἀκμὴ τῶν φιλοσοφικῶν σπουδῶν. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Nigel Wilson, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ διαπρεπέστερος ἴσως διδάσκαλος στὴν Ἀθήνα ἦταν ὁ ρητοροδιδάσκαλος Ἱμέριος (περίπου 310-390 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος δὲν ἔδειχνε κανένα ἀπολύτως ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ φιλοσοφία.6 Τὴν ἐποχὴ ποὺ βρέθηκαν στὴν Ἀθήνα ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς καὶ ὁ κατοπινὸς αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, κινδύνευε νὰ σβήσει ἀκόμη καὶ ἡ ἀνάμνηση τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα.
Ἡ ἱστορία τῆς νεοπλατωνικῆς «Ἀκαδημίας» εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ περίφημο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα ποὺ ἵδρυσε ὁ Πλάτων. Γνωρίζουμε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ αὐτή «Ἀκαδημία» ἱδρύθηκε στὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ κάποιον Πλούταρχο Ἀθηναῖο, τὸν τελευταῖο αὐτόχθονα φιλόσοφο τῶν Ἀθηνῶν, ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν συνώνυμό του συγγραφέα τῶν Παραλλήλων βίων. Ὁ Πλούταρχος αὐτὸς ἦταν ἄνδρας μὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, καὶ φαίνεται ὅτι μετὰ τὸν θάνατό του ἡ περιουσία του κληροδοτήθηκε στὴν Ἀκαδημία καὶ ἀποτέλεσε τὸν πυρῆνα τῶν περίφημων «διαδοχικῶν», ποὺ αὐξήθηκαν σὺν τῷ χρόνῳ μὲ τὴ βοήθεια διαφόρων κληρο- δοτημάτων ἢ καὶ μὲ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἔγγειας περιουσίας τῆς Ἀκαδημίας.
Ἡ κατοπινὴ ἱστορία τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλουτάρχου δὲν κρύβει πολλὰ μυστικά: τὸν Πλούταρχο διαδέχθηκε στὴν ἡγεσία τῆς Ἀκαδημίας ὁ Συριανός, τὸν Συριανὸ ὁ Πρόκλος, τὸν Πρόκλο ὁ Μαρῖνος, τὸν Μαρῖνο ὁ Ἰσίδωρος, τὸν Ἰσίδωρο πιθανώτατα ὁ Ζηνόδοτος, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Φωτίου ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Δαμασκίου,7 γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τέλος ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τὸν βίο της μὲ τὸν Δαμάσκιο, τελευταῖο σχολάρχη τῆς Ἀκαδημίας καὶ ἐπικεφαλῆς τῆς σχολῆς τὸ περιβόητο 529 μ.Χ.8
Ὁ ἑκάστοτε σχολάρχης τῆς Ἀκαδημίας ἔφερε τὸν τιμητικὸ τίτλο τοῦ «διαδόχου», προβαλλόμενος, προφανῶς, ὡς διάδοχος τοῦ Πλάτωνα στὴν ἡγεσία τῆς Ἀκαδημίας. Ὡστόσο, γίνεται εὔκολα φανερὸ στὸν καθένα ὅτι ἡ νεοπλατωνική «Ἀκαδημία» τοῦ Πλουτάρχου σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα. Μὲ δεδομένο ὅτι ὁ Πλούταρχος ἵδρυσε τὴν Ἀκαδημία του στὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνα μ.Χ., καὶ ἂν θεωρήσουμε ὅτι ἡ Ἀκαδημία εἶχε παύσει νὰ ὑπάρχει ἤδη ἀπὸ τὸ 86 π.Χ., ἐγγίζει φανερὰ τὰ ὅρια τοῦ φαιδροῦ τὸ νὰ μιλᾶμε μὲ δέος γιά «συνεχῆ φιλοσοφικὴ παράδοση» δέκα ἢ ἕνδεκα αἰώνων, ἀναγνωρίζοντας σιωπηλὰ ὅτι σὲ αὐτὴ τή «συνεχῆ» φιλοσοφικὴ παράδοση ὑπῆρξε ἕνα «μικρὸ διάλειμμα»… πέντε αἰώνων! Ὁ σύγχρονος μελετητὴς πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ φροντίζει νὰ μὴν χάνει τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου: ἂν πᾶμε πέντε αἰῶνες πίσω ἀπὸ τὴ σημερινή μας ἐποχή, φθάνουμε μία μόλις γενιὰ μετὰ ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως! Οἱ πέντε αἰῶνες λοιπὸν δὲν εἶναι διόλου εὐκαταφρόνητο χρονικὸ διάστημα. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν θεωρήσουμε ὡς ἡμερομηνία θανάτου τῆς Ἀκαδημίας τὸ 267 μ.Χ., καὶ πάλι δὲν βλέπουμε πῶς μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς ἱστορική της συνέχεια τὸ ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα ποὺ ἵδρυσε ὁ Πλούταρχος περισσότερο ἀπὸ δύο αἰῶνες ἀργότερα, δηλαδὴ τόσα χρόνια ἀργότερα, ὅσα χωρίζουν ἐμᾶς σήμερα ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τοὺς Ναπολεόντειους Πολέμους…
β. Φιλοσοφικὴ ἀσυνέχεια
Ὅσο ἄστοχο εἶναι νὰ θεωρήσουμε τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας ὡς ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα, ἄλλο τόσο ἄστοχο εἶναι καὶ νὰ τὴ θεωρήσουμε ὡς φιλοσοφικὴ συνέχειά της, ἢ νὰ πιστεύσουμε ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας ἀντιπροσωπεύει μιὰ περίοδο ἀκμῆς γιὰ τὴ φιλοσοφία.
Οἱ διάδοχοι τοῦ Πλουτάρχου τοῦ Ἀθηναίου στὴν ἡγεσία τῆς σχολῆς τῆς Ἀθήνας θεωροῦσαν βεβαίως ἑαυτοὺς συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ γνώμη ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους δὲν τοὺς καταξιώνει αὐτομάτως ὡς τέτοιους. Τὸ ὀρθότερο θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀθηναϊκὸς νεοπλατωνισμὸς ἀντιπροσώπευε ἕνα φιλοσοφικὸ συγκρητισμὸ ποὺ ἀντλοῦσε στοιχεῖα ἀπὸ ὅλες σχεδὸν τὶς παραδοσιακὲς σχολὲς τῆς φιλοσοφίας, ἐνσωμάτωνε πολὺ Ἀριστοτέλη, καὶ θεωροῦσε τὸν Πλάτωνα ὡς τὴν ἀπόλυτη αὐθεντία σὲ θέματα ὀντολογίας καὶ μεταφυσικῆς.
Οἱ φιλόσοφοι τῆς Ἀθήνας πίστευαν ὅτι αὐτὸ ποὺ δίδασκαν ἦταν πλατωνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ ἡ σύγχρονη ἔρευνα προσδιορίζει ὁμόφωνα τὴ φιλοσοφική τους διδασκαλία ὡς νεο-πλατωνισμό, ἀκριβῶς γιὰ νὰ τονίσει τὴ διαφοροποίησή τους ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα.
Βεβαίως, ὁ Νεοπλατωνισμὸς στὸ σύνολό του ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ φιλοσοφικὸ ρεῦμα, ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξει σπουδαίους φιλοσόφους σὰν τὸν Πλωτῖνο (ὁ ὁποῖος ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴ Ρώμη δύο τοὐλάχιστον αἰῶνες πρὶν τὴν ἵδρυση τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Πλούταρχο). Εἰδικά, ὅμως, στὴν περίπτωση τοῦ ἀθηναϊκοῦ νεοπλατωνισμοῦ, τὸ πραγματικὰ παράδοξο δὲν εἶναι ὁ συνδυασμὸς στοιχείων ἀπὸ διάφορες φιλοσοφικὲς σχολές (κἄτι ἄλλωστε κοινὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή), ὅσο ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία οἱ Νεοπλατωνικοὶ τῆς Ἀθήνας συμβίβαζαν τὰ ἀσυμβίβαστα: τὸν ἀριστοτελικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ τὴν πλατωνικὴ διαλεκτικὴ ἀφ’ ἑνός, μὲ κάθε λογῆς ἀποκρυφιστικὲς δοξασίες καὶ πρακτικὲς μαγείας ἀφ’ ἑτέρου.
Οἱ Νεοπλατωνικοὶ τῆς Ἀθήνας ἦταν μᾶλλον συνεχιστὲς τοῦ Ἰαμβλίχου, παρὰ συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Πλωτίνου. Στὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας ἡ ἄσκηση τῆς θεουργίας –νοουμένης κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴ γοητείαν– (δηλαδή, περίπου, τῆς λευκῆς μαγείας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴ μαύρη) ἦταν κοινῶς παραδεκτή. Ὅλα αὐτὰ δικαιολογοῦν πλήρως τὴν ἀναφορὰ ποὺ κάνει στὴν ἐπιβιώνουσα ὁμάδα τῶν Πλατωνιστῶν τῆς Ἀθήνας ὁ Gibbon, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὴν ἔμμονη ἰδέα του ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε ἡ αἰτία τῆς παρακμῆς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, κάνει λόγο γιὰ διανοητές «τοὺς ὁποίους ὁ Πλάτων θὰ ντρεπόταν νὰ ἀναγνωρίσει ὡς συνεχιστές του».9 Ὁ A. C. Lloyd θεωρεῖ γενικὰ τοὺς νεώτερους Νεοπλατωνικοὺς ὡς ὀπαδοὺς τῆς πλωτινικῆς ἐκδοχῆς τοῦ πλατωνισμοῦ, ἀλλὰ σχολιάζει ὅτι τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ αὐτοὶ ἀνέπτυξαν κινήθηκε πρὸς κατευθύνσεις ποὺ εἶναι βέβαιον ὅτι δὲν θὰ ἐνέκρινε ὁ Πλωτῖνος.10 Ὁ Pierre Chauvin ἐκτιμᾷ ὀρθῶς ὅτι ἡ Ἀκαδημία τῶν Νεοπλατωνικῶν στὶς ἀρχὲς τοῦ ἕκτου αἰῶνα δὲν εἶχε ἀναπτύξει τόσο μιὰ φιλοσοφία, ὅσο μιὰ εἰδωλολατρικὴ θεολογία, ποὺ τὴν καθιστοῦσε κέντρο τῆς εἰδωλολατρικῆς σκέψης.11 Καὶ ὁ J. A. S. Evans πολὺ σωστὰ σχολιάζει ὅτι ὁ Πρόκλος, ὁ ὀνομαστότερος ἐκπρόσωπος τῆς σχολῆς τῆς Ἀθήνας, εἶχε γίνει μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου περισσότερο θεολόγος παρὰ φιλόσοφος, καὶ ὅτι ἡ Ἀκαδημία εἶχε μεταμορφωθεῖ σὲ ἕνα εἶδος εἰδωλολατρικοῦ μοναστηριοῦ.12
Ἐκτίμησή μας εἶναι ὅτι, ἂν ἤμασταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναζητήσουμε στὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοὺς συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη, θὰ τοὺς βρίσκαμε πολὺ πιὸ εὔκολα στὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, παρὰ στὸν ἀποκρυφισμὸ καὶ τὴ δαιμονολογία τοῦ Πρόκλου καὶ τῶν ἄλλων Νεοπλατωνικῶν τῆς Ἀθήνας. Καὶ πάντως, ἤδη τὰ ὅσα εἴδαμε ἀρκοῦν, γιὰ νὰ δείξουν πόσο ἐπιπόλαιο εἶναι νὰ θεωροῦμε ὡς φιλοσοφικὴ συνέχεια τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας τὴ σχολὴ τῶν Νεοπλατωνικῶν τῆς Ἀθήνας, γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ ἱερὰ βιβλία ἦταν οἱ Χαλδαϊκοὶ χρησμοί, καὶ οἱ πρακτικὲς τῆς θεουργίας ἦταν ἀνώτερες ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση ἐπιχειρημάτων.
1 John B. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol.II, σελ. 369.
2 Robert Browning, Justinian and Theodora, σελ. 99.
3 Will Durant, Παγκόσμιος ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, τόμ.Δ΄, σελ. 150.
4 Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 58).
5 Jean Sirinelli, Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἑλληνικὴ γραμματολογία τῶν ἑλληνιστικῶν, τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, 334 π.Χ. – 519 μ.Χ., σελ. 729.
6 Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 36 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 58).
7 Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Βιβλιοθήκη, ed. R. Henry, cod. 181, 126b40-127a5.
8 Γιὰ μία σχηματικὴ παράσταση τῆς διαδοχῆς τῆς ἡγεσίας τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας μετὰ τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ τὸν Πλούταρχο βλ. Henri Irenée Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neo platonism”, ἐν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, σελ. 150.
9 Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, ed. William Smith, vol. V, σελ. 92.
10 A. C. Lloyd, “The later Neoplatonists”, ἐν A. H. Armstrong, The Cambridge history of later Greek and early medieval philosophy, σελ. 272.
11 Pierre Chauvin, A chronicle of the last pagans, transl.B. A. Archer, Cambridge Mass, Cambridge 1990, σελ. 131-141.
12 J. A. S. Evans, Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, σελ. 136.
Β΄
Στὸ προηγούμενο, πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας γιὰ τὴ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία ποὺ φέρεται νὰ ἔκλεισε ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ 529 μ.Χ., ἑστιάσαμε σὲ δύο σημεῖα: Πρῶτον, ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ αὐτὴ Ἀκαδημία δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ θεωρηθεῖ ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα, ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι ἱδρύθηκε στὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ τὸν Πλούταρχο τὸν Ἀθηναῖο, ἐνῷ ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα εἶχε παύσει νὰ ὑπάρχει πολὺ νωρίτερα (πιθανώτατα τὸ 86 π.Χ. μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Σύλλα, ἤ, τὸ πολύ-πολύ, μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἑρούλων τὸ 267 μ.Χ.).
Δεύτερον, ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία δὲν μπορεῖ ἐπίσης νὰ θεωρηθεῖ καὶ ὡς φιλοσοφικὴ συνέχεια τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας, ἀφοῦ εἶχε σὲ τέτοιο βαθμὸ διαβρωθεῖ ἀπὸ κάθε λογῆς ἀποκρυφιστικὲς πίστεις καὶ πρακτικές, ὥστε ἀκόμη καὶ ὁ Gibbon νὰ γράφει γιὰ τὴν ἐπιβιώνουσα τὸν ἕκτο αἰῶνα ὁμάδα τῶν Πλατωνιστῶν τῆς Ἀθήνας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ διανοητές «τοὺς ὁποίους ὁ Πλάτων θὰ ντρεπόταν νὰ ἀναγνωρίσει ὡς συνεχιστές του».
γ. Ἡ παρακμὴ τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα
Μερικοὶ μελετητὲς φαίνονται πρόθυμοι νὰ δεχθοῦν –μερικὲς φορὲς ἐντελῶς καλοπροαίρετα– ὅτι ἡ Ἀθήνα τοῦ ἕκτου αἰῶνα μ.Χ. ἦταν ὁ τελευταῖος θεματοφύλακας τῆς κληρονομιᾶς τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ὅτι τὸ ὑποτιθέμενο κλείσιμο τῶν σχολῶν τὸ 529 μ.Χ. ἐπέφερε τὸν βίαιο θάνατό της. Ὁ H. C. Butler ἐμφανίζει τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς ἕνα θανάσιμο πλῆγμα ποὺ σήμανε τὸ τέλος τῆς κλασικῆς Ἀθήνας, ἡ ὁποία ἔπεσε ἔκτοτε στὸ σκοτάδι τῆς λήθης1. Ὁ Aleksandr Vasiliev ἐκτιμᾷ ὅτι ἀπὸ τὸ 529 καὶ ἑξῆς ἡ Ἀθήνα ἔχασε ὁριστικὰ τὴν προηγούμενη σημασία της ὡς κέντρο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ὑποβαθμίσθηκε σὲ μιὰ ἥσυχη, δευτέρας κατηγορίας πόλη2. Ὁ Μεθόδιος Φούγιας γράφει ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς μὲ αὐτή του τὴν πράξη βύθισε στὴν ἀφάνεια τὴν Ἀθήνα καὶ τῆς στέρησε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγετικὴ πνευματικὴ θέση της στὴ χριστιανοσύνη3. Ὁ Charles Diehl σημειώνει μὲν ὅτι ἡ σημασία τοῦ «ἐπεισοδίου» τοῦ 529 μ.Χ. ἔχει συχνὰ ὑπερτονισθεῖ, ἀλλὰ δέχεται ὁμοίως ὅτι ἀπὸ αὐτὴ τὴ χρονολογία καὶ ἑξῆς ἡ Ἀθήνα γίνεται μιὰ μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη, ἡ ὁποία θὰ ζήσει ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες στὴν ἀφάνεια4.
Τέτοιες ἐκτιμήσεις ὡστόσο παραβλέπουν ἕνα σημαντικὸ σημεῖο, τὸ ὁποῖο σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀγνοοῦμε: ὅτι ἡ Ἀθήνα ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν Ἀθήνα τῶν κλασικῶν χρόνων. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τὰ κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶχαν μεταφερθεῖ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Πέργαμο καὶ ἀλλοῦ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ μεσολαβοῦν ὀκτώμισυ αἰῶνες.
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε αὐτό, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἡ μακραίωνη αὐτὴ παρακμὴ τῆς Ἀθήνας δὲν ἦταν μιὰ φυσικὴ γήρανση τῆς ἄλλοτε κραταιᾶς πρωτεύουσας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Στοὺς ὀκτώμισυ αἰῶνες ποὺ χωρίζουν τὸν Ἰουστινιανὸ ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ἡ Ἀθήνα γνώρισε ἐπανειλημμένα βαρβαρικὲς ἐπιδρομές, οἱ ὁποῖες ἐπέσπευσαν τὸν θάνατό της:
- τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Σύλλα τὸ 86 π.Χ. (μὲ τόσα θύματα, ὥστε οἱ ἐπιζήσαντες δὲν ἐπαρκοῦσαν νὰ θάψουν τοὺς σκοτωμένους, καὶ ὁ Σύλλας ἀναγκάσθηκε νὰ δηλώσει ὅτι… συγχωροῦσε τοὺς ζωντανοὺς γιὰ χάρη τῶν σκοτωμένων5)·
- τὴν καταστροφικώτατη ἐπιδρομὴ τῶν Ἑρούλων τὸ 267 μ.Χ. (ἡ Ἀμερικανίδα ἀρχαιολόγος καὶ ἱστορικὸς Alison Frantz, ἡ ἐνασχόληση τῆς ὁποίας μὲ τὶς ἀνασκαφὲς στὴν ἀρχαία Ἀγορὰ προσδίδει ἰδιαίτερο κῦρος στὴ μαρτυρία της, γράφει ὅτι σχεδὸν οὔτε ἕνα κτήριο στὸν χῶρο τῆς Ἀγορᾶς δὲν γλίτωσε ἀπὸ τὴν καταστροφή, εἴτε ὁλοσχερῆ, εἴτε πάντως ἀρκετὴ γιὰ νὰ τὸ καταστήσει ἕνα σωρὸ ἐρειπίων ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ χρησιμεύσουν παρὰ ὡς οἰκοδομικὸ ὑλικό· ἡ Ἀγορὰ παρέμεινε ἀκατοίκητη τοὐλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνα!6)·
- τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βησιγότθων τοῦ Ἀλαρίχου τὸ 396 μ.Χ. (κατὰ τὴν ὁποία ἡ μὲν Ἀθήνα μπορεῖ νά «ἐξαγόρασε» τὴν ἀκεραιότητά της, ἀλλὰ ἡ καταστρεπτικὴ μανία τῶν Βησιγότθων ἀφέθηκε νὰ ξεσπάσει στὴν ὕπαιθρο χώρα, ἀφανίζοντας κάθε ζωὴ καὶ κάθε ἀνάμνηση τοῦ λαμπροῦ παρελθόντος στὴν πορεία πρὸς τὰ Μέγαρα). Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι μετὰ ἀπὸ ὀκτώμισυ αἰῶνες συνεχοῦς φθορᾶς καὶ τόσες βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ἡ Ἀθήνα –ἢ μᾶλλον ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ αὐτήν– ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τό «κλεινὸν ἄστυ» τῆς ἀρχαιότητας.
Καὶ πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα καὶ τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἡ ἴδια ἡ γραμματεία τῆς ἐποχῆς μᾶς ἔχει ἀφήσει μιὰ παραστατικώτατη καταγραφὴ τῆς παρακμῆς τῆς Ἀθήνας: Ὅταν περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰῶνα πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ ὁ Συνέσιος εἶχε μεταβεῖ στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ σπουδάσει φιλοσοφία, εἶχε δοκιμάσει τόσο μεγάλη ἀπογοήτευση, ὥστε φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ εὔχεται σὲ ἐπιστολή του νὰ χανόταν κακὴν κακῶς ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου ποὺ τὸν εἶχε φέρει ἐκεῖ, ὅπου μόνον οἱ ὀνομασίες θύμιζαν πλέον τὸ ἔνδοξο παρελθόν7· ὅπως μετὰ ἀπὸ τὴ θυσία ἑνὸς ζῴου μένει μόνο τὸ ἀπανθρακωμένο δέρμα, γιὰ νὰ θυμίζει τὸ ζῷο ποὺ θυσιάσθηκε, ἔτσι καὶ στὴν Ἀθήνα μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῆς φιλοσοφίας ἔμεναν μόνο τὰ λείψανα τῶν ἑδρῶν τῶν σπουδαίων φιλοσοφικῶν σχολῶν, τῆς Ἀκαδημίας, τοῦ Λυκείου καὶ τῆς Ποικίλης Στοᾶς (γνωστῆς ὡς «Ποικίλης» ἀπὸ τοὺς περίφημους ζωγραφικοὺς πίνακες τοῦ Πολυγνώτου ποὺ τὴν κοσμοῦσαν), μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ τελευταία δὲν ἦταν πλέον οὔτε κἄν «ποικίλη», ἀφοῦ οἱ πίνακες εἶχαν ἀφαιρεθεῖ8.
Τὴ σκυτάλη εἶχε πλέον πάρει ἡ Ἀλεξάνδρεια, συνεχίζει ὁ Συνέσιος, καὶ ἡ Ἀθήνα, πάλαι ποτὲ ἑστία σοφῶν, δὲν ἦταν πλέον διάσημη παρὰ γιὰ τοὺς μελισσουργούς της9! Τὴ θέση τῶν σπουδαίων φιλοσόφων τοῦ παρελθόντος, καταλήγει ὁ Συνέσιος, εἶχαν πάρει δύο «Πλουτάρχειοι σοφιστές» (προφανῶς ὁ Συριανὸς καὶ κάποιος συνάδελφός του), οἱ ὁποῖοι δὲν προσέλκυαν πλέον μαθητὲς μὲ τὴ φήμη τῶν μαθημάτων τους, ἀλλὰ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς δωροδοκήσουν μὲ δοχεῖα μέλι ἀπὸ τὸν Ὑμηττό10!
Δὲν μποροῦμε νὰ προσδιορίσουμε τὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο αὐτὴ ἡ διακωμῴδηση τῆς παρακμῆς τῆς Ἀθήνας ἐκ μέρους τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Συνεσίου μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀντιπαλότητα Ἀθήνας – Ἀλεξάνδρειας, ὅπως φαίνεται νὰ ὑποθέτει ὁ Henri Irenée Marrou11. Ἀσχέτως ὅμως τοῦ ἂν αὐτὴ ἡ ἀντιπαλότητα ἔκανε τὸν Συνέσιο νὰ εἶναι ἀπροκάλυπτα δηκτικός, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ περιγραφή του ἀποδίδει πιστὰ τὴν ἀθηναϊκὴ πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς.
Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Συνεσίου στὴν Ἀθήνα, ἡ ἄλλοτε πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἔμελλε νὰ δεχθεῖ ἕνα ἀκόμη καίριο πλῆγμα: Ὅπως παρατηρεῖ ὁ William Gordon Holmes, μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς σχολῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Β΄ τὸ 425 μ.Χ. οἱ ἄλλοτε διάσημοι Ἀθηναῖοι ρητοροδιδάσκαλοι ὑπέστησαν ἐκ νέου μιὰ καταβαράθρωση τοῦ κύρους τους, χωρὶς νὰ παραβλέπουμε τὸ γεγονὸς ὅτι ἤδη πολὺ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴ χρονολογία ἡ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα ἔτεινε νὰ γίνει εἶδος ὑπὸ ἐξαφάνισιν12. Καὶ πενῆντα χρόνια μετὰ τὸ 529 ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Σλάβων ἐπέφερε τὸ ὁριστικὸ τέλος τῆς Ἀθήνας.
Ὅσοι ἐπείγονται νὰ προσδώσουν μιὰ κάποια ἀξία στὴν ὑποτιθέμενη ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ τὸ 529 μ.Χ. θὰ ἐπιστράτευαν ἐδῶ ἐνδεχομένως ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα: ὅτι εἶχε μὲν ὑπάρξει μιὰ μεγάλη παρακμὴ τῆς Ἀθήνας κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες, ἀλλὰ ἡ παρακμὴ αὐτὴ δὲν εἶχε σημάνει ἕναν ὁριστικὸ θάνατο. Ἡ Ἀθήνα κατ’ αὐτοὺς εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ συνέρχεται καὶ νὰ διεκδικεῖ ἐκ νέου τὸν τίτλο τοῦ κέντρου τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μετὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἡγεσίας τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας ἀπὸ τὸν Πρόκλο (περ. 410- 485 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος σὲ ἀρχαιολατρικοὺς κύκλους ἐξυψώνεται σὲ ἀφειδῶς ἐξυμνούμενο φιλοσοφικὸ πρότυπο.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ἐν προκειμένῳ ἕνα περιστατικὸ ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ Πρόκλου Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης: Ὅταν ὁ νεαρὸς Πρόκλος ἔφθανε τὸ σούρουπο στὴν Ἀκρόπολη τῆς Ἀθήνας, ὁ φύλακας τὸν εἶδε νὰ πλησιάζει ἀπὸ μακριά, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ ἴδιος ἑτοιμαζόταν νὰ κλειδώσει τὴν πύλη, καὶ ὅταν ὁ Πρόκλος πλησίασε, τοῦ εἶπε: «Ἀληθινά, ἂν δὲν ἐρχόσουν, θὰ ἔκλεινα»13.
Δὲν δυσκολευόμαστε ἀσφαλῶς νὰ ἀντιληφθοῦμε πόσο εὔκολα αὐτὰ τὰ λόγια προσλαμβάνουν συμβολικὸ νόημα στὸν νοῦ τῶν παλαιῶν καὶ σύγχρονων ὑμνητῶν τοῦ Πρόκλου: Ἡ Ἀθήνα κινδύνευε νὰ σβήσει, ἀλλὰ ὁ Πρόκλος τὴν ἔσωσε. Ἡ Πο- λύμνια Ἀθανασιάδη μάλιστα θεωρεῖ ὅτι τὸ διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ προεκλήθη ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀκμὴ τῆς φιλοσοφίας ἐπὶ Δαμασκίου στὴν Ἀθήνα14.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήσουμε σὲ τέτοιες ἐνστάσεις. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, εἰλικρινὰ θὰ δυσκολευόμασταν πολὺ νὰ θεωρήσουμε τὸν θεουργικὸ μυστικισμὸ τοῦ Πρόκλου ὡς ἀκμὴ τῆς φιλοσοφίας.
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν ἡ διδασκαλία τοῦ Πρόκλου εἶχε δώσει μιὰ προσωρινὴ αἴγλη στὴν Ἀθήνα, ἡ παρακμὴ εἶχε συνεχισθεῖ ἀμείωτη μετὰ τὸν θάνατό του τὸ 485 μ.Χ., παρὰ τὴν ὕπαρξη μεμονωμένων ἱκανῶν διδασκάλων, ὅπως παρατηρεῖ ἤδη ὁ John Bury15. Ἡ παρακμὴ ἦταν τόσο ἀναπόφευκτη, ὥστε ὁ Δαμάσκιος μᾶς γνωρίζει ὅτι οἱ Νεοπλατωνικοὶ τῆς Ἀθήνας ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἀποστολή τους ὡς μιὰ προσπάθεια γιὰ τὴ σωτηρία τῆς φιλοσοφίας ποὺ κατρακυλοῦσε16, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πρόκλος φοβόταν ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ ἐγκαταλείψει ἡ πλατωνικὴ φιλοσοφία τὴν Ἀθήνα17! Ὅλα αὐτὰ δὲν μαρτυροῦν ἀσφαλῶς μιὰ αἴσθηση ἀκμῆς τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς Ἀθήνας. Ἄλλωστε, ὁ Thomas Whittaker ἐκτιμᾷ ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ προαναφερθὲν ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Πρόκλου δείχνει ἁπλῶς τὸ αἴσθημα ποὺ ἤδη ὑπῆρχε στὴ σχολὴ γιὰ τὶς προοπτικές της γιὰ τὸ μέλλον18.
Ἡ κοινὴ παρακμὴ τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας σὲ αὐτὴν μαρτυρεῖται καὶ στὸ διαλογικὸ ἔργο τοῦ Αἰνεία τοῦ Γαζαίου Θεόφραστος, τὸ ὁποῖο εἶναι γραμμένο πάνω στὰ πρότυπα τῶν πλατωνικῶν διαλόγων. Ἡ «ὑπόθεση» τοῦ διαλόγου ἐμφανίζει ἕνα φιλομαθῆ νέο ἀπὸ τὴ Συρία, κάποιον Εὐξίθεο ἢ Ἀξίθεο, νὰ ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ δεῖ «ἂν ἀπομένει ἐκεῖ ἀκόμη κανένας σοφός»19. Ἡ κακοκαιρία ὅμως ρίχνει τὸ πλοῖο στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου γιὰ καλή του τύχη βρίσκεται ἤδη τρεῖς ἡμέρες «τὸ μέγα κλέος τῶν Ἀθηνῶν ὁ Θεόφραστος»20. Ὁ Θεόφραστος εἶναι πρόθυμος νὰ δεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Εὐξίθεου ἕναν παλιό του φίλο, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸς ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ἐραστὴς τῆς φιλοσοφίας, πράγματος ὡραίου, ἀλλὰ καὶ σπανίου. Καὶ ὁ Θεόφραστος ἐξηγεῖ τί ἐννοεῖ, προσθέτοντας τὸ ἑξῆς ἐξαιρετικὰ ἀποκαλυπτικὸ γιὰ τὸ θέμα μας: ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν Ἀθήνα, ὅπου κατ’ ἐξοχὴν ἔλαμψε ἡ φιλοσοφία, τώρα εἶναι «παντελῶς ἄγνωστη» καὶ ριγμένη στὸ μηδέν21. Ὁ Εὐξίθεος ἀναλογίζεται ὅτι μάταια θὰ πήγαινε στὴν Ἀθήνα22. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοῦ Αἰνεία τοῦ Γαζαίου εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική, διότι τοποθετεῖται χρονικὰ στὴν περίοδο ἀκριβῶς πρὶν τὸ κομβικὸ 529 μ.Χ. (ὁ Αἰνείας ὁ Γαζαῖος ἔζησε τὸ 460-518).
Αὐτὴ ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα τῆς Ἀθήνας τοῦ 529 μ.Χ., ἡ ὁποία πρακτικὰ συρρικνώνει στὸ ἐλάχιστο τὴν ὅποια ἀρνητικὴ ἐντύπωση θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει τὸ ὑποτιθέμενο διάταγμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ σύγχρονου ἐρευνητῆ. Ὁ Alan Cameron σημειώνει ὅτι ἡ γενικὴ παρακμὴ τῆς ἀθηναϊκῆς εὐημερίας τὸν ἕκτο αἰῶνα ἔχει πολὺ συχνὰ περάσει ἀπαρατήρητη ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς μελετητές23.
Ὁ Herbert Hunger δὲν δείχνει μὲν ἐνήμερος τῆς σύγχρονης ἀμφισβήτησης τῆς παραδεδομένης ἀντίληψης γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ 529 μ.Χ.24, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα κάνει λόγο γιὰ τό «ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὑπερτονισμένο κλείσιμο τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας»25. Ὁ Jean Sirinelli δέχεται μὲν ὅτι ἡ Ἀθήνα, ἡ πόλη στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ πλατωνισμός, ἦταν ἀπὸ αἰώνων μιὰ πόλη σύμβολο, ἀλλὰ προσθέτει ὅτι ἴσως δὲν ἦταν πλέον τίποτε ἄλλο πέρα ἀπ’ αὐτό26. Ἀκόμη καὶ ὁ Edward Gibbon, μ’ ὅλη τὴ σπουδή του νὰ ἐνοχοποιήσει τὸν χριστιανισμὸ γιὰ τὴν πτώση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀναγνωρίζει ὅτι τὸ 529 μ.Χ. ἡ Ἀθήνα εἶχε ἤδη ἀπὸ μακροῦ παρακμάσει ἀπὸ τὸ ἀρχαῖo της μεγαλεῖο, καὶ περιορίζεται νὰ καταλογίσει στὸν Ἰουστινιανὸ τὴν καταστροφή «τέτοιων ἀξιοσέβαστων ἐρειπίων»27.
Ὅλα τὰ παραπάνω ἥκιστα συνᾴδουν πρὸς τὴν προβαλλόμενη εἰκόνα τῆς σφίζουσας ἀπὸ φιλοσοφικὴ ζωὴ Ἀθήνας, ποὺ ὁ Ἰουστινιανὸς καταδίκασε σὲ θάνατο τὸ 529 μ.Χ., σηματοδοτώντας τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ὁ Karl Krumbacher ἔχει ἀσφαλῶς δίκιο, ὅταν σημειώνει ὅτι «ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας ἦταν ἕνα ἀσήμαντο σημεῖο μέσα στὸν ἐκτενῆ ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο· καὶ τὸ κλείσιμό της δὲν ἐπέφερε καμμία ἀναταραχὴ ἢ ἀλλαγὴ στὴ συνοχὴ τοῦ συ- νόλου. Φαίνεται ὅτι οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ μαθητές, ποὺ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐθίγησαν ἄμεσα ἀπὸ τὸ διάταγμα, ἦταν λίγοι στὸν ἀριθμὸ καὶ μᾶλλον μικρῆς σημασίας, καὶ εἶχαν ἀπὸ πολὺ καιρὸ χάσει τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸν κόσμο»28.
δ. Τοπογραφικὴ ἀσυνέχεια
Ἡ Ἀκαδημία τῶν Νεοπλατωνικῶν, λοιπόν, πρῶτον μὲν δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὴ συνέχεια τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας, δεύτερον δὲν ἀποτελεῖ φιλοσοφικὴ συνέχειά της, τρίτον δὲν ἀντιπροσωπεύει μιὰ περίοδο ἀκμῆς γιὰ τὴ φιλοσοφία.
Τέταρτον, ὅπως εἴδαμε νὰ σημειώνει ὁ Nigel Wilson, δὲν δικαιούμαστε νὰ ὑποθέσουμε κἂν ὅτι κατεῖχε τοὺς ἀρχικοὺς χώρους τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα29.
Εἶναι χρήσιμο νὰ σταθοῦμε καὶ σὲ αὐτὸ τὸ τελευταῖο σημεῖο. Κάποια σημεῖα στὴν ἀνάλυσή μας ἴσως φανοῦν λεπτομέρειες, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι ἀπαραίτητα, προκειμένου νὰ καταδειχθεῖ ὅτι καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μποροῦμε νὰ ἐπικαλεσθοῦμε ἀπολύτως ἀσφαλῆ στοιχεῖα.
Μὲ δεδομένο ὅτι τὰ περισσότερα μεγάλα κτήρια τῆς Ἀθήνας καταστράφηκαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἑρούλων τὸ 267 μ.Χ., εἶναι πολὺ πιθανὸν τὴ χρονολογία αὐτὴ νὰ καταστράφηκε καὶ τὸ συγκρότημα τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν δὲν καταστράφηκε, εἶναι βέβαιον ὅτι ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἀφέθηκε στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου μέχρι τὸ 396 μ.Χ. καὶ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βησιγότθων τοῦ Ἀλαρίχου. Στὴ δεύτερη αὐτὴ μεγάλη ἐπιδρομὴ τῶν βαρβάρων ἡ Ἀθήνα κατάφερε νὰ ἐξαγοράσει τὴ σωτηρία της, ἀλλὰ οἱ Βησιγότθοι ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι νὰ καταστρέψουν τὰ πάντα καθ’ ὁδὸν πρὸς τὰ Μέγαρα. Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Alison Frantz, ἡ Ακαδημία βρίσκεται ἀκριβῶς στὸν δρόμο πρὸς τὰ Μέγαρα, καὶ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀπίθανο νὰ γλίτωσε ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ μανία τῶν βάρβαρων Βησιγότθων30.
Ἴσως διερωτηθεῖ κανεὶς ποῦ λοιπὸν παρέδιδαν τὰ μαθήματά τους οἱ Νεοπλατωνικοὶ τῆς Ἀθήνας. Ὁ J. P. Lynch ὑποστηρίζει ὅτι δὲν ὑπῆρχε στὴν Ἀθήνα κάποιο «πανεπιστήμιο» κατὰ τὰ σημερινὰ πρότυπα, καὶ οἱ διδάσκαλοι τῆς φιλοσοφίας παρέδιδαν μαθήματα στὶς οἰκίες τους31. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὁ Nigel Wilson ἐκτιμᾷ ὅτι εἶναι ἀνακριβὲς νὰ μιλᾶμε ἀκόμη καὶ γιά «σχολή»32!
Σήμερα μποροῦμε πλέον νὰ ἰσχυρισθοῦμε μὲ ἀπόλυτη σχεδὸν βεβαιότητα ὅτι γνωρίζουμε πολὺ περισσότερα γιὰ τὴν ἕδρα τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας. Ὁ Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης στὴ βιογραφία τοῦ Πρόκλου μᾶς μεταφέρει μιὰ πραγματικὰ πολύτιμη πληροφορία, γράφοντας ὅτι ὁ Πρόκλος θεωροῦσε τὴν κατοικία του «ἁρμοδιωτάτη», δηλαδὴ καταλληλότατη, καὶ αὐτὸ γιὰ δύο λόγους: πρῶτον, γιατὶ ἦταν ἐπίσης κατοικία τοῦ «πατέρα» του Συριανοῦ καὶ τοῦ «προπάτορός» του Πλουτάρχου, ὅπως συνήθιζε νὰ τοὺς ἀποκαλεῖ, δηλαδὴ τῶν δύο φιλοσόφων ποὺ εἶχαν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὴ διεύθυνση τῆς σχολῆς· καὶ δεύτερον, γιατὶ βρισκόταν κοντὰ στὸ ἱερὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τὸ πλησίον τοῦ Διονυσιακοῦ θεάτρου ἱερὸ τοῦ Διονύσου καὶ φαινόταν ἀπὸ τὴν ἀκρόπολη τῆς Ἀθηνᾶς33.
Σὲ αὐτὸ τὸ τόσο ἀποκαλυπτικὸ κείμενο ὁ Μαρῖνος προσδιορίζει ἐπακριβῶς τὴ θέση τῆς κατοικίας τοῦ Πρόκλου, ἡ ὁποία μάλιστα περνοῦσε στὰ χέρια τοῦ ἑκάστοτε σχολάρχη: πρῶτα τοῦ Πλουτάρχου, κατόπιν τοῦ Συριανοῦ, κατόπιν τοῦ Πρόκλου. Ἡ κατοικία αὐτή, ποὺ βρισκόταν προφανῶς στοὺς δυτικοὺς πρόποδες τοῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως, ἦταν κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἡ οἰκία τοῦ ἱδρυτῆ τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας Πλουτάρχου, καὶ μετὰ τὸν θάνατό του παραχωρεῖτο στὸν ἑκάστοτε σχολάρχη καὶ χρησίμευε ὡς ἕδρα τῆς Ἀκαδημίας. Σημειωτέον ὅτι ὁ Μαρῖνος δὲν ἐνδιαφερόταν τόσο νὰ προσδιορίσει τὴ γεωγραφικὴ θέση τῆς κατοικίας, ὅπως παρατηρεῖ εὐστοχώτατα ὁ Arja Karivieri, ἐξ οὗ καὶ δὲν μνημονεύει κἂν τὸ ᾨδεῖο τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, καὶ κατονομάζει μόνον ἐκ παραδρομῆς τὸ Διονυσιακὸ θέατρο, τὰ δύο σημαντικώτερα σημεῖα ἀναφορᾶς στὴ δυτικὴ πλαγιὰ τῆς Ἀκρόπολης· ὁ Μαρῖνος ἐπιθυμοῦσε ἁπλῶς νὰ τονίσει τὴν ἐγγύτητα τῆς κατοικίας τοῦ Πρόκλου πρὸς τὰ ἱερὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, γιὰ νὰ θέσει τὸν Πρόκλο καὶ τὴν Ἀκαδημία ὑπὸ τὴ σκέπη τῶν τριῶν αὐτῶν θεῶν34. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ σύγχρονος μελετητὴς βρίσκεται παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν νὰ γνωρίζει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὴ θέση τῆς κατοικίας τοῦ Πρόκλου καὶ πιθανῆς ἕδρας τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας.
Ἡ γνώση μας γιὰ τὴν κατοικία τοῦ Πρόκλου καὶ πιθανὴ ἕδρα τῆς Ἀκαδημίας δὲν περιορίζεται ὅμως πλέον μόνο στὴ μαρτυρία τοῦ Μαρίνου. Τὸ 1955, κατὰ τὶς ἐργασίες διάνοιξης τῆς ὁδοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, ἡ Ἑλληνικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία διενήργησε ἀνασκαφὲς στοὺς νότιους πρόποδες τοῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως, οἱ ὁποῖες ἔφεραν στὸ φῶς ἕνα κτήριο ποὺ φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται πλήρως στὰ ὅσα γράφει ὁ Μαρῖνος γιὰ τὴν κατοικία τοῦ Πρόκλου. Τὸ κτήριο αὐτὸ ἔλαβε τὴν κωδικὴ ὀνομασία «Κτήριο Χ», ὅμως ὁ ἴδιος ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ἀνασκαφῶν Μηλιάδης ἔσπευσε νὰ τὸ συνδέσει μὲ τὸ κείμενο τοῦ Μαρίνου35.
Ἄλλωστε, πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση συντείνουν πέραν τῆς γεωγραφικῆς θέσεως καὶ τὰ ἑξῆς στοιχεῖα:
α) Ἡ κατασκευὴ τοῦ κτηρίου τοποθετεῖται χρονικὰ στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βησιγότθων, δηλαδὴ περὶ τὸ 400 μ.Χ., μὲ ἄλλα λόγια τότε ἀκριβῶς ποὺ μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε ὅτι θὰ εἶχε κτισθεῖ ἡ κατοικία τοῦ Πλουτάρχου καὶ κατοπινὴ ἕδρα τοῦ ἑκάστοτε σχολάρχη τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας.
β) Μέσα στὸ κτήριο ἤ κοντὰ σὲ αὐτὸ βρέθηκε μιὰ μαρμάρινη κεφαλὴ φιλοσόφου, ἡ ὁποία ἐκτίθεται σήμερα στὸ μουσεῖο τῆς ἀρχαίας Ἀγορᾶς καὶ πιθανολογεῖται ὅτι εἰκονίζει τὸν ἱδρυτὴ τῆς σχολῆς Πλούταρχο.
γ) Τὸ σχέδιο τοῦ Κτηρίου Χ, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Alison Frantz, ἀνταποκρίνεται πλήρως στὰ ὅσα γνωρίζουμε ἀπὸ ἀλλοῦ γιὰ τὸ σχέδιο τῶν κτηρίων ποὺ συνήθως χρησιμοποιοῦνταν αὐτὴν τὴν περίοδο ὡς σχολές36.
Τὰ παραπάνω στοιχεῖα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Κτήριο Χ ἀνταποκρίνεται ἀπολύτως στὶς γεωγραφικὲς πληροφορίες τοῦ Μαρίνου, ἀποδεικνύουν ὅτι κατὰ πᾶσα πιθανότητα μὲ τὴν ἀνασκαφὴ τοῦ Κτηρίου Χ ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη ἔφερε στὸ φῶς τὴν κατοικία τοῦ ἑκάστοτε σχολάρχη καὶ ἕδρα τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας! Ἂν τὸ κτήριο αὐτὸ ἐγκαταλείφθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ ἕκτου αἰῶνα, ὅπως καὶ εἶναι πιθανὸν νὰ συνέβη, τότε πιθανώτατα ἡ ἕδρα τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας μεταφέρθηκε σὲ ἕνα ἄλλο κτήριο, τὸ ὁποῖο ἀνεσκάφη βορείως τοῦ Ἀρείου Πάγου τὸ 1970 (Κτήριο C)· ἴσως αὐτὸ τὸ κτήριο νὰ ἦταν ἡ κατοικία τοῦ Δαμασκίου καὶ ἕδρα τῆς Ἀκαδημίας τὸ ἐπίμαχο 529 μ.Χ.37 Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὑπὸ τὸ φῶς ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων φαίνεται πλέον κοινὸς τόπος νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ ἕδρα τῆς νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα.
Συμπέρασμα
Θὰ ἐπανέλθουμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι ὄχι ἁπλῶς δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι ἐξεδόθη ποτὲ διάταγμα τοῦ Ἰουστιανιανοῦ σχετικὸ μὲ τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἡ σύγχρονη ἔρευνα τείνει νὰ συμφωνήσει ὅτι τέτοιο διάταγμα δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξέδωσε ὁ Ἰουστιανιανὸς τέτοιο διάταγμα –πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι ἔγινε–, καὶ ἡ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας νὰ ἔκλεισε τὸ 529 μ.Χ. –ἂν καί, ὅπως θὰ δοῦμε προσεχῶς, οὔτε κἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σίγουρο ὅτι ἔγινε(!)–, ἕνα πρᾶγμα συνάγεται μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἀπὸ τὰ παραπάνω: ὅτι ἡ ἐν λόγῳ νεοπλατωνικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἀθήνας δὲν ἦταν οὔτε ἱστορική, οὔτε φιλοσοφική, οὔτε κἂν γεωγραφικὴ συνέχεια τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνα.
- H. C. Butler, The story of Athens, New York 1902, σελ. 473.
- Aleksandr A. Vasiliev, History of the Byzantine empire, 324-1453, The University of Wisconsin Press, Madison, Wisc. 1952, σελ. 150.
- Μεθοδίου Γ. Φούγια, Τὸ ἑλληνικὸ ὑπόβαθρο τοῦ χριστιανισμοῦ, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1992, σελ. 43.
- Charles Diehl, Justinien et la civilisation byzantine au VIe siècle, Ernest Leroux, Paris 1901, σελ. 564.
- Πλουτάρχου, Σύλλας, ed. B. Perrin, ιδ΄ 5.1-7.
- Alison Frantz, “Pagan philosophers in Christian Athens”, Proceedings of the American Philosophical Society 199.1 (February 1975), σελ. 29-30· Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 189.
- Συνεσίου, Ἐπιστολὴ ΡΛϚʹ, Τῷ ἀδελφῷ, ed. R. Hercher, 136.6-8: «Καὶ κακὸς κακῶς ὁ δεῦρό με κομίσας ἀπόλοιτο ναύκληρος· ὡς οὐδὲν ἔχουσιν αἱ νῦν Ἀθῆναι σεμνὸν ἀλλ’ ἢ τὰ κλεινὰ τῶν χωρίων ὀνόματα».
- Συνεσίου, ὅ.π., 9-16: «Καὶ καθάπερ ἱερείου διαπεπραγμένου τὸ δέρμα λείπεται γνώρισμα τοῦ πάλαι ποτὲ ζῴου, οὕτως ἐνθέδε φιλοσοφίας ἐξῳκισμένης λείπεται περινοστοῦντα θαυμάζειν τὴν Ἀκαδημείαν τε καὶ τὸ Λύκειον καὶ νὴ Δία τὴν ποικίλην στοάν, τὴν ἐπώνυμον τῆς Χρυσίππου φιλοσοφίας, νῦν οὐκέτ’ οὖσαν ποικίλην. Ὁ γὰρ ἀνθύπατος τὰς σανίδας ἀφείλετο, αἷς ἐγκατέθετο τὴν τέχνην ὁ ἐκ Θάσου Πολύγνωτος».
- Συνεσίου, ὅ.π., 136.18-20: «αἱ δὲ Ἀθῆναι, πάλαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί».
- Συνεσίου, ὅ.π., 20-23: «Ταῦτ’ ἄρα καὶ ἡ ξυνωρὶς τῶν σοφιστῶν τῶν Πλουταρχείων, οἵτινες οὐ τῇ φήμῃ τῶν λόγων ἀγείρουσιν ἐν τοῖς θεάτροις τοὺς νέους, ἀλλὰ τοῖς ἐξ Ὑμηττοῦ στάμνοις».
- Henri Irenée Marrou, “Synesius of Cyrene and Alexandrian Neoplatonism”, ἐν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 135.
- William Gordon Holmes, The age of Justinian and Theodora. A history of the sixth century A.D., vol. II, George Bell, London 1907, σελ. 425-426.
- Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ἢ Περὶ εὐδαιμονίας, ed. R. Masullo, 10.261-265: «Ἀναβάντι δὲ αὐτῷ καὶ εἰς τὴν ἄκραν περιτυγχάνει ὁ θυρωρὸς πρὸς τῇ εἰσόδῳ, ἤδη τὰς κλεῖς ἐπιτιθέναι μέλλων ταῖς θύραις, ὥστε καὶ εἰπεῖν πρὸς αὐτόν (ἐπ’ αὐτῶν δὲ ἐρῶ τῶν τοῦ ἀνθρώπου ῥημάτων)· “ἀληθῶς, εἰ μὴ ἦλθες, ἔκλειον”». 14. Polymnia Athanassiadi, Damascius, The Philosophical History, ΑΠΑΜΕΙΑ, Ἀθήνα 1999, σελ. 45. 15. John B. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol. II, Macmillan & Co. Ltd, London 1923, σελ. 369. 16. Δαμασκίου, Βίος Ἰσιδώρου (ap. Photium), ed. C. Zintzen, ἀπ. 230: «Παρῄνει δὲ Συριανὸν καὶ Ἡγίαν ὁ Ἰσίδωρος ὡς χρεὼν εἴη φιλοσοφίαν ὑπορρέουσαν ἀνασώσασθαι».
- Δαμασκίου, ὅ.π., ἀπ. 151: «δεδιὼς δ’ ὁ Πρόκλος περὶ τῇ Πλάτωνος χρυσῇ τῳόντι σειρᾷ, μὴ ἡμῖν ἀπολίπῃ τὴν πόλιν τῆς Ἀθήνας».
- Thomas Whittaker, The Neoplatonists. A study in the history of Hellenism, Georg Olms, Hilde- sheim 19874 (ed. pr. Cambridge 1928), σελ. 157. 19. Αἰνείου Γαζαίου, Θεόφραστος, ed. J.- P. Migne, PG 85, 876.16-17: «τὰς Ἀθήνας ἐζήτουν εἴ τίς που σοφὸς παρὰ Ἀθηναίοις ὑπολείπεται».
- Αἰνείου Γαζαίου, ὅ.π., PG 85, 876.24-25.
- Αἰνείου Γαζαίου, ὅ.π., PG 85, 877.5-9: «Ἦ μάλα μοι παλαιὸς φίλος Ἀξίθεος, εἴγε φιλοσοφίας ἐραστής. Καλὸν γὰρ καὶ σπάνιον τὸ χρῆμα· ἐπεὶ καὶ παρ’ Ἀθηναίοις, ἔνθα μάλιστα διεφάνη φιλοσοφία, παντελῶς ἄγνωστος καὶ ἐς τὸ μηδὲν ἀπέῤῥιπται».
- Αἰνείου Γαζαίου, ὅ.π., PG 85, 877.10: «Μάτην ἄρα πρὸς Ἀθηναίους ἐκομιζόμην».
- Alan D. E. Cameron, “The last days of the Acade- my in Athens”, Proceedings of the Cambridge Philosophical Society 195 (1969), σελ. 8.
- Τὴν ἀμφισβήτηση αὐτὴ θὰ παρουσιάσουμε ἀναλυτικὰ σὲ προσεχῆ μελέτη μας.
- Herbert Hunger (ed.), Das byzantinische Herrscherbild, Wege der Forschung 341, Darmstadt 1975, σελ. 342.
- Jean Sirinelli, Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἑλληνικὴ γραμματολογία τῶν ἑλληνιστικῶν, τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, 334 π.Χ. – 519 μ.Χ., μετάφρ. Σοφίας Μπίνα-Σωτηροπούλου, Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα 2001, σελ. 737.
- Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, ed. William Smith, vol. V, John Murray, London 1862, σελ. 89.
- Karl Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur von Justinian bis zum Ende des oströmischen Reiches, C. H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, München 18972, σελ. 20.
- Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, Duckworth, London 1983, σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, μετάφρ. Νικ. Κονομῆ, Ἀθήνα 1991, σελ. 58).
- Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 190.
- J. P. Lynch, Aristotle’s School. A study of a Greek educational institution, Berkeley, Cal. 1972, σελ. 174-175.
- Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 28 (= Nigel G. Wilson, Οἱ λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σελ. 48).
- Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ἢ Περὶ εὐδαιμονίας, ed. R. Masullo, 29.727-733: «Καὶ γὰρ πρὸς τοῖς ἄλλοις εὐτυχήμασιν, ἁρμοδιωτάτη αὐτῷ καὶ ἡ οἴκησις ὑπῆρξεν, ἣν καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ Συριανὸς καὶ ὁ προπάτωρ, ὡς αὐτὸς ἐκάλει, Πλούταρχος ᾤκησαν, γείτονα μὲν οὖσαν τοῦ ἀπὸ Σοφοκλέους ἐπιφανοῦς Ἀσκληπιείου καὶ τοῦ πρὸς τῷ θεάτρῳ Διονυσίου, ὁρωμένην δὲ ἢ καὶ ἄλλως αἰσθητὴν γιγνομένην τῇ ἀκροπόλει τῆς Ἀθηνᾶς».
- Arja Karivieri, “The ‘House of Proclus’ on the southern slope of the Acropolis. A contribution”, ἐν Paavo Castrén (ed.), Post-Herulian Athens. Aspects of life and culture in Athens AD 267-529, Helsinki 1994, σελ. 130.
- Ἰ. Μηλιάδη, «Ἀνασκαφαὶ νοτίως τῆς Ἀκροπόλεως», Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας (1955), σελ. 36-52.
- Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 193.
- Βλ. γιὰ παράδειγμα Polymnia Athanassiadi, Damascius, The Philosophical History, Appendix I, σελ. 343-347.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ ΤΕΥΧΗ 756-757
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ