Δημητρίου Γ. Μαυρόπουλου
Θεολόγου και διευθυντού των εκδόσεων «Δόμος»
ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
Το 1838 (15 Απριλίου) η Ιερά Σύνοδος της αυτοκέφαλης πλέον Εκκλησίας της Ελλάδος καταρτίζει σώμα Ιεροκηρύκων από άγαμους κληρικούς. Λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Αυγούστου του ίδιου έτους, συντάσσει κανονισμό με τον τίτλο «Οδηγίαι προς τους Ιεροκήρυκας και χρέη αυτών». Το 1858 (26 Ιουνίου) εκδίδεται βασιλικό διάταγμα εν ονόματι του Όθωνος που υπογράφει η Αμαλία, με το οποίο επικυρώνονται οι προ εικοσαετίας Οδηγίες της Ιεράς Συνόδου.
Στις 13 Αυγούστου 1864 η Ιερά Σύνοδος εκδίδει την εξής εγκύκλιο «Προς τους κατά την Επικράτειαν Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας»· «Περιήλθεν εις τας ακοάς της Συνόδου, ότι τινές των Ιεροκηρύκων, ου μόνον ιερουργούσιν άνευ αδείας των κατά τόπους επισκόπων, άλλ’ επιλήσμονες της εαυτών αποστολής γινόμενοι, αναλαμβάνουσιν έργα εφημεριακά. Επειδή δε το τοιούτον είναι ασυμβίβαστον προς την εμπιστευθείσαν αυτοίς υψηλήν εντολήν, ήτις δεν είναι βεβαίως το εξασκείν έργα εφημερίου, αλλά το περιέρχεσθαι και διδάσκειν επιμελώς τους πιστούς την σωτήριον του Ευαγγελίου διδασκαλίαν, δια τούτο δέον νομίζει η Σύνοδος, ίνα εφελκύση την προσοχήν υμών εις τούτο. Όθεν, εάν πληροφορηθήτε ποτέ, ότι ο κατά την καθ’ υμάς παροικίαν ιεροκήρυξ αποκλίνει του, ως είρηται, κυρίου και σπουδαιοτάτου αυτού καθήκοντος, οφείλετε να επαναφέρητε αυτόν εις τούτο, καθ’ ην έχετε αρμοδιότητα, εν περιπτώσει δε απειθείας, ν’ αναφέρητε περί τούτου εις την Σύνοδον». Εξυπακούεται ότι με τον όρο «έργα εφημεριακά» η Ιερά Σύνοδος εννοεί έργα λειτουργικά, συμπεριλαμβανομένης της τέλεσης ή συμμετοχής στην τέλεση της θείας Λειτουργίας.
Από τα μέσα περίπου του 1850 μέχρι τις αρχές του 20ού αι. υπάρχει μία διαρκής μέριμνα της Ιεράς Συνόδου για το έργο των ιεροκηρύκων, η οποία όμως εντοπίζεται στην έλλειψη ενημέρωσής της εκ μέρους των, και με διαδοχικά υπομνήματα προς τους ίδιους ή προς τους μητροπολίτες ζητάει πλήρεις και εμπεριστατωμένες εκθέσεις, προκαλώντας ακόμη και την έκδοση υπουργικών εγγράφων.
Αλλά γιατί «σώμα ιεροκηρύκων»; Πως φτάνει σ’ αυτή την εκκλησιολογική εκτροπή η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, της νεοσύστατης ως αυτοκέφαλης Εκκλησίας; Το θέμα θέλει ασφαλώς περαιτέρω έρευνα. Θα μπορούσε πάντως να εντοπίσει κανείς δύο σοβαρούς λόγους.
Ο πρώτος αφορά την επίδραση που δέχεται ή της ασκείται- από το βαυαρικό επιτελείο και ιδιαίτερα από το περιβάλλον του Μάουρερ, επιτελείο που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της θρησκείας ως αναγκαίας θεραπαινίδας του κράτους, και μάλιστα κύριου συνεργού στο έργο διαπαιδαγώγησης του λαού. Το μοντέλο έχει λειτουργήσει στη Δύση, κυρίως την προτεσταντική, και επειδή αυτό γνωρίζουν οι Βαυαροί, θέλουν να το επιβάλουν στο νεοσύστατο κράτος. Είναι άλλωστε ένας από τους κυριότερους λόγους που προβαίνουν στο πραξικόπημα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, μια εκτροπή που άνοιξε τον ασκό του Αίολου για σειρά αλλοιώσεων και επηρέασε όλες σχεδόν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τη γιγάντια μάχη που έδινε η Εκκλησία της Ελλάδος απέναντι στις ορδές των μισσιοναρίων -Καθολικών και Προτεσταντών- που ενέσκηψαν στο νεοπαγές κράτος για να «σώσουν» τον λαό του. Ειδικά οι προτεσταντικής αντίληψης ομάδες ανέπτυξαν τη δράση τους με αιχμή του δόρατος το κήρυγμα, όπως ονόμαζαν τις ομιλίες στους ευκτήριους οίκους τους ή σε αίθουσες. Η Εκκλησία της Ελλάδος παγιδεύτηκε, προσπαθώντας να τους αντιμετωπίσει με τα ίδια όπλα, δίνοντας δηλαδή προτεραιότητα στο διδακτικό έργο. Τους πολεμούσε δια της μιμήσεως! Αυτός ο νέος προσανατολισμός της θα οδηγήσει σε μια προϊούσα αλλοίωση του έργου της, απομονώνοντας ένα από τα στοιχεία της ζωής της, το διδακτικό, και ανάγοντάς το σε πρωτεύον και κυρίαρχο. Αυτό θα χαρακτηρίσει πλέον τον εκκλησιαστικό βίο, μετατρέποντάς τον σε μονοσήμαντα θρησκευτικό, και θα παγιωθεί εις βάρος του μυστηριακού της έργου. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η στροφή, αποτέλεσμα όπως είπαμε της άμυνάς της απέναντι στις ξένες Ιεραποστολές, γέννησε και εξέθρεψε –και εκτρέφει μέχρι σήμερα– την ανάπτυξη εξωεκκλησιαστικών ομάδων ή σχολών, με τυπικό παράδειγμα τη «Σχολή του Λόγου» του Απόστολου Μακράκη, από την οποία ξεπήδησαν αρκετές άλλες, με κορυφαία την αδελφότητα της «Ζωής».
*
Ας προσπαθήσουμε τώρα να φωτίσουμε τα πράγματα και κυρίως να εξηγήσουμε την αποστροφή που διατυπώσαμε για εκκλησιολογική εκτροπή. Θα πρέπει από την αρχή να διευκρινιστεί ότι το «κηρύττειν» είχε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στη ζωή της Εκκλησίας. Σήμαινε, και θα έπρεπε να σημαίνει, την αναγγελία του σωτηριώδους γεγονότος της Αναστάσεως. Και στην Αγία Γραφή, αλλά και στα κείμενα των Πατέρων, το κήρυγμα αναφερόταν στο έργο του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Ποτέ δεν παρεξέκλινε, ως προς το περιεχόμενό του, σε διδαχή ή ανάπτυξη σκέψεων – ακόμη και των πλέον ευσεβών σκέψεων. Ο περιορισμός αυτός του περιεχομένου του κηρύγματος, ως εξαγγελίας του γεγονότος της Αναστάσεως, διαφύλαξε την Εκκλησία από την ανάπτυξη μιας διδασκαλίας βασισμένης στην ανθρώπινη σοφία. Οι Απόστολοι απαρχής διακηρύσσουν ότι θα εξαγγείλουν αυτά που είδαν και άκουσαν και ψηλάφησαν τον αναστάντα Κύριο, σύμφωνα και με την επιταγή του Ιησού πριν από την ανάληψή του: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. 16,15). Το κηρύσσειν ήταν ταυτόσημο με το ευαγγελίζεσθαι – τελικά η ομολογία πίστεως. Ως ομολογία πίστεως συνδέθηκε με το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, το άγγελμα δηλαδή της ελεύσεως της Βασιλείας του Θεού. Έχει προηγηθεί το κήρυγμα των Προφητών και το κήρυγμα του Προδρόμου, που προαναγγέλλει την έλευση αυτής της Βασιλείας, το δεύτερο μάλιστα με τονισμό της εγγύτητάς της.
Η σύνδεση κηρύγματος και Βασιλείας των ουρανών, ή καλύτερα η αναφορά του κηρύγματος στη Βασιλεία των ουρανών, εντάσσει το πρώτο σε αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο· το κήρυγμα λειτουργεί όταν και όπου εικονο- λογείται η Βασιλεία. Χαρακτηριστική και θεμελιώδης είναι η σχετική αναφορά του αγίου Ιγνατίου· «Εγώ πέποιθα εις υμάς εν Κυρίω, ότι ουδέν άλλο φρονήσετε. Διό και θαρρών γράφω τη αξιοθέω αγάπη υμών, παρακαλών υμάς, μια πίστει, και ενί κηρύγματι, και μια ευχαριστία χρήσθαι. Μία γαρ έστιν η σαρξ του Κυρίου Ιησού, και εν αυτού το αίμα το υπέρ ημών εκχυθέν εις και άρτος τοις πάσιν εθρύφθη, και εν ποτήριον τοις όλοις διενεμήθη· εν θυσιαστήριον πάση τη Εκκλησία, και εις επίσκοπος, άμα τω πρεσβυτερίω και τοις διακόνοις, τοις συνδούλοις μου. Επείπερ και εις αγέννητος, ο Θεός και Πατήρ· και εις μονογενής, Υιός, Θεός Λόγος και άνθρωπος· και εις ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας· εν δε και το κήρυγμα· “και η πίστις μία, και το βάπτισμα εν”· και μία η Εκκλησία, ην ιδρύσαντο οι άγιοι απόστολοι από περάτων έως περάτων, εν τω αίματι του Χριστού, οικείοις ιδρώσι και πόνοις».
Λίγο νωρίτερα, ο άγιος Ιουστίνος, στην πρώτη Απολογία του, περιγράφει τη διάταξη μιας θείας Λειτουργίας· «Και τη του ηλίου λεγομένη ημέρα πάντων κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται, και τα απομνημονεύματα των Αποστόλων ή τα συγγράμματα των Προφητών αναγινώσκεται, μέχρις εγχωρεί. Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και (…) παυσαμένων ημών της ευχής άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ».
Από την αποστολική λοιπόν εποχή μέχρι πρόσφατα -μέχρι δηλαδή την εμφάνιση της εκτροπής που μεταποιεί την Εκκλησία σε θρησκεία– το κήρυγμα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της θείας Λειτουργίας και η θεία Λειτουργία είναι προετοιμασία και ψηλάφηση της Βασιλείας του Θεού – και μόνον αυτό.
Η Εκκλησία ενέταξε το κήρυγμα στη θεία Λειτουργία, σε συγκεκριμένη θέση και με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η θέση του είναι αμέσως μετά τα αγιογραφικά αναγνώσματα, δηλαδή στο πρώτο της μέρος που χαρακτηρίζεται ως Λειτουργία του Λόγου, έχει δηλαδή διδακτικό περιεχόμενο. Περιεχόμενό του είναι ο σχολιασμός του ευαγγελίου, δηλαδή ο υπομνηματισμός της Βασιλείας του Θεού.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Κυριακοδρόμιο της Εκκλησίας, όπως εκτείνεται μέσα στον ενιαυτό της χρηστότητας του Κυρίου, περιέχει 32 ευαγγελικές περικοπές που αρχίζουν μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και τελειώνουν πριν την Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου, και 20 ευαγγελικές περικοπές που αρχίζουν την Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνουν την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Υπάρχουν και 5 ευαγγελικές περικοπές που αναφέρονται στα Χριστούγεννα και στα Φώτα (Κυριακή των Προπατόρων, Κυριακές προ και μετά τα Χριστούγεννα, Κυριακές προ και μετά τα Φώτα). Πρόκειται για 57 ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών όλου του έτους. Όλα -και υπογραμμίζουμε τη λέξη όλα- αναφέρονται στη Βασιλεία των ουρανών είτε προαναγγέλλοντάς την, είτε περιγράφοντάς την, είτε εικονολογώντας την. Κέντρο και άξονας είναι ο Ιησούς Χριστός που συνεχώς υπενθυμίζει και διακηρύσσει αυτό που οι Προφήτες προανήγγειλαν. «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν». Με τα θαύματά του μας δείχνει τη δυνατότητα υπάρξεως ενός κόσμου χωρίς ασθένεια, χωρίς φθορά, χωρίς θάνατο· με τις παραβολές του σκιαγραφεί στοιχεία της πορείας προς τη μέλλουσα κατάσταση ή και αυτού του μέλλοντος αιώνος· με τη διδασκαλία του καλεί σε συγκεκριμένη οδοιπορία και σε νέο τρόπο βιοτής. Με όλα αυτά, και κυρίως με το Πάθος και την Ανάσταση, μας παρουσιάζει τη Βασιλεία των ουρανών.
Το κήρυγμα λοιπόν είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ευαγγέλιο – συνεχίζει και υπομνηματίζει το περιεχόμενο του ευαγγελίου. Το δικό του περιεχόμενο είναι ίδιο με το περιεχόμενο του ευαγγελίου. Το περιεχόμενο και των δύο, ευαγγελίου και κηρύγματος, είναι περιγραφή και σχολιασμός της Βασιλείας των ουρανών. Άλλωστε, με την έναρξη της θείας Λειτουργίας αυτό εξαγγέλλεται· η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στις μέρες μας το κήρυγμα έχει συχνά διαφορετικό περιεχόμενο. Σημαίνει ασφαλώς την αναγγελία του γεγονότος της σωτηρίας, αλλά επίσης σημαίνει παραίνεση ή διδασκαλία. Ενώ δηλαδή παλαιότερα τα δύο τελευταία διακρίνονταν από το κήρυγμα και χαρακτηρίζονταν με αυτοτελείς ομότιτλες ονομασίες ή αποτελούσαν το περιεχόμενο μιας «ομιλίας», σήμερα χαρακτηρίζουν κυρίως το περιεχόμενο του κηρύγματος, με έμφαση μάλιστα σ’ αυτό που ονομάζουμε ηθικό και κοινωνικό κήρυγμα.
Και όμως, σε όλη τη λεγόμενη πατερική περίοδο, η «ομιλία» διακρινόταν από το «κήρυγμα» και γινόταν εκτός θείας Λειτουργίας, είτε μετά τη θεία Λειτουργία είτε το εσπέρας, οπότε λεγόταν και «εσπερινή ομιλία». Όλες οι Ομιλίες των Πατέρων -είτε για ερμηνεία της Αγίας Γραφής επρόκειτο, είτε για ανάπτυξη δογματικών θεμάτων, είτε για σχολιασμό επίκαιρων καταστάσεων, είτε για κατηχητική διδασκαλία- γίνονταν συνήθως σε εσπερινές συγκεντρώσεις ή ακολουθίες. Επαναλαμβάνουμε ότι το κήρυγμα με περιεχόμενο αναφερόμενο στη Βασιλεία του Θεού ήταν μέρος της θείας Λειτουργίας και γινόταν πάντοτε μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Σήμερα η υπόμνηση αυτή, πολύ περισσότερο η καταγγελία ότι η μετάθεση του κηρύγματος στο δεύτερο μέρος της θείας Λειτουργίας, σ’ αυτό που ονομάζουμε λειτουργία του Μυστηρίου ή Μυσταγωγία, είναι εκτροπή ή και αίρεση, μοιάζει ίσως αφελής.
Όχι τόσο οι ιερείς (ή οι θεολόγοι), όσο πολλοί επίσκοποι που είναι κύριοι υπεύθυνοι της διαφύλαξης του ήθους και της πράξης της Εκκλησίας, δείχνουν να αντιλαμβάνονται τη θεία Λειτουργία ως θρησκευτική εκδήλωση και όχι ως φανέρωση -εδώ και τώρα- της έσχατης πραγματικότητας, ως αισθητή ψηλάφηση των εσχάτων. Διακόπτουν τον αίνο, δηλαδή τον ύμνο με τον οποίο δοξάζουμε κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Κοινωνικού» τον Πατέρα που αγίασε τα δώρα μας και ξαναέστειλε ανάμεσά μας τον σαρκωθέντα Υιό του, ο οποίος μας προσφέρεται ως σώμα του και αίμα του, για να αναπτύξουν σκέψεις, στοχασμούς, σχολιασμούς, ερμηνείες ή καταγγελίες ηθικών παρεκτροπών. Ξέρουν ότι πρόκειται για λάθος μέγα, ωστόσο επιμένουν με την αιτιολογία ότι κατά την ώρα του «Κοινωνικού» έχει μαζευτεί περισσότερος κόσμος, ή σιωπηρώς υποδηλώνοντας ότι η ώρα του «Κοινωνικού» είναι νεκρός χρόνος -παραλίγο θα έλεγα «βαρετός» χρόνος- που πρέπει να τον ζωντανέψουμε. Δεν νομίζω ότι θα υπερέβαλλε κανείς αν ισχυριζόταν ότι πρόκειται για ματαιόδοξη υπεκφυγή.
Και θα μπορούσε επίσης να υπενθυμίσει κανείς, στο σημείο αυτό, ότι η ώρα του «Κοινωνικού» αποτελεί κορυφαία στιγμή του Κυριακού μας Δείπνου. Μαζευτήκαμε γύρω από το κοινό τραπέζι για να «φάμε» και να «πιούμε» τον Χριστό, για να συντελεστεί το μυστήριο της υιοθεσίας, να γίνουμε δηλαδή κι εμείς παιδιά του Πατέρα του Χριστού με τη μετάληψη του σώματος και του αίματος. Την ώρα ακριβώς που αρχίσαμε να κοινωνούμε, πρώτα οι κληρικοί μέσα στο άγιο Βήμα και έπειτα οι πιστοί, με βίαιο τρόπο διακόπτεται αυτή η πράξη για να εκδηλωθεί μια άσχετη πράξη, μια σχεδόν βέβηλη πράξη.
Δεν είναι έργο του παρόντος άρθρου να ερευνήσει την αφετηρία αυτής της εκτροπής. Θα άξιζε να ασχοληθεί κάποιος εμπεριστατωμένα, μελετώντας όχι μόνον την ιστορική διαδρομή αλλά και τα βαθύτερα αίτια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα το φαινόμενο είναι γνωστό. Διαβάζουμε σε εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου (3 Φεβρουαρίου 1866) «Προς τους Σεβ. ιεράρχας του Κράτους»· «Κηδομένη η Σύνοδος του λογικού των χριστιανών ποιμνίου (…) προσκαλεί υμάς, ίνα διατάξητε έκαστος τους υπό την ποιμαντορίαν υμών εφημερίους των ενοριακών Ναών, όπως κατά πάσαν Κυριακήν μετά την ανάγνωσιν του Ιερού Ευαγγελίου, ή αντί του κοινωνικού αναγινώσκωσι τακτικώς (εκ του Κυριακοδρομίου του Θεοτόκη), αν όχι την ερμηνείαν και την συνεχομένην αυτή ηθικήν ομιλίαν, τουλάχιστον μόνην την ηθικήν ομιλίαν την ανήκουσαν εις την Ευαγγελικήν περικοπήν εκάστης Κυριακής του ενιαυτού».
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε δειλά-δειλά να εμφανίζεται μία επιστροφή στην παλαιά λειτουργική τάξη της Εκκλησίας, και ως προς τη θέση (αμέσως μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα) και ως προς το περιεχόμενο. Αλλά μέχρι να μπορούμε να μιλάμε για πραγματικό λειτουργικό ήθος φοβούμαι ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε.
Σημαντική αλλαγή θα επέλθει, ως προς το κήρυγμα, όταν παύσουμε να αξιολογούμε τη χρησιμότητα των σημείων της θείας Λειτουργίας, όταν δηλαδή καταλάβουμε ότι η διδασκαλία είναι διδασκαλία και η μυσταγωγία είναι μυσταγωγία. Μια ποιμαντική αντίληψη που εξαρτάται από τις διαθέσεις των πιστών (προσέρχονται αργά, «βαριούνται» κατά την ώρα του Κοινωνικού, δυσανασχετούν από ενδεχόμενη καθυστέρηση της Απόλυσης, κ.α.) μετατρέπει τη θεία Λειτουργία σε θρησκευτική τελετή ελάσσονος σημασίας και παραθεωρεί ότι πρόκειται για κορυφαία πράξη που μεταποιεί το θάνατο σε ζωή απερίσταλτη.
Ας θυμηθούμε τον ποιητή που μας υπογραμμίζει ότι «Μονάχη, ατάραχη, η Εκκλησία / κράταγε τις Ώρες της. Τραβούσε τον Κανόνα. / Γενικά, επόπτευε, ίδιος ο Θεός, και αγκάλιαζε / όλους μαζί τους πιστούς, όθε και αν ήταν. / Μέτρο Αποστολικό και Νόμος / ήταν τα ένδον του Θυσιαστηρίου. / Την πλήρη Τάξη διόλου δεν έθιγε / η αταξία του συμπτώματος». – η Εκκλησία βέβαια, όχι οι άνθρωποι.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Προτεσταντισμός και ορθόδοξη λατρεία (σχόλια σε έργο του Ιωνά Κίνγκ)