Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος Φιλόλογος Εκπαιδευτικός
Σήμερα όλοι οι Χριστιανοί συνηθίσαμε να γιορτάζουμεν το χριστιανικόν Πάσχα σαν μίαν ετήσιαν εορτήν, πάντοτε βέβαια κατά Κυριακήν ημέραν. Λέγοντας δε «Πάσχα» σήμερον εννοούμεν όλοι σαφώς και σαν κάτι το αυτονόητον ότι γιορτάζομεν την Ανάσταση τού Κυρίου.
Δεν φαίνεται, όμως, να συνέβαινεν αυτό πάντα έτσι στο παρελθόν. Υπήρχε, δηλαδή, ένα μπέρδεμα ως προς ορισμένα σημεία και ούτε πάντα, ούτε παντού, ούτε και από όλους με το ετήσιον χριστιανικόν Πάσχα γιορταζόταν ειδικά η Ανάσταση, ούτε και το χριστιανικόν Πάσχα γιορταζόταν μόνον ημέραν Κυριακήν, αλλ’ ούτε υπό την ονομασίαν «Πάσχα» εννοούσαν πάντα το ίδιον πράγμα. Η σύγχυση, μάλιστα, γύρω απ’ αυτά τα σημεία διεδόθη ευρύτερα, διήρκεσε δε επί αιώνες και, ως μη ώφελεν, εταλάνισεν την Εκκλησίαν.
Ωστόσο, πιστεύομεν ότι πρωταρχικά, δηλαδή απ’ την εποχήν κι’ όλας τού ίδιου τού Ιησού αλλά και των Αποστόλων, η γραμμή, που έδωσε στους τελευταίους αυτούς ο Κύριος και την οποίαν αυτοί ετήρησαν απαρέγκλιτα, ήταν ακριβώς η στενότατη, ή μάλλον πλήρης σύνδεση και εξίσωση: Πάσχα = Ανάσταση — Κυριακή.
Μόλις δε στα κατοπινά χρόνια (από το β’ αιώνα) και μάλλον από παρανόηση προήλθεν η διάσταση και διάσπαση των τριών αυτών στοιχείων, που τόσον πολύ ταλαιπώρησεν την αρχαίαν Εκκλησίαν κατά το δεύτερον, τρίτον και τέταρτον αιώνα κυρίως, αλλά και μετέπειτα.
Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, στην σύντομην αυτή μελέτη να υποστηρίξουμεν κάτι, κατά τα άλλα, πολύ γνώριμον στην ορθόδοξην Εκκλησίαν, ότι, δηλαδή, η αρχική πρακτική, που ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξεν στους μαθητές του και που αυτοί ορθά αντιλήφθηκαν και την έθεσαν ευθύς εξ αρχής σε εφαρμογήν, ήταν ακριβώς αυτή η λογικά εξίσωση και ιστορικά σύγκλιση και ταύτιση Πάσχα – Ανάστασης – Κυριακής.
Σε προηγούμενον άρθρον μας ισχυρισθήκαμεν και το διατυπώσαμεν ήδη. Σήμερον θα επιχειρήσουμεν επί πλέον και να το θεμελιώσουμεν προσεγγίζοντας προσεκτικά τα σωζόμενα αρχαία κείμενα και περιοριζόμενοι εις τον α’ αιώνα.
Πως συνδέεται η Ανάσταση με την «Κυριακήν»;
Ιστορικά μαρτυρείται και επεκράτησεν η άποψη ότι ο Ιησούς σταυρώθηκεν στις 14 τού εβραϊκού μήνα Νισάν, την παραμονήν ενός Σαββάτου και ότι αναστήθηκεν την επόμενην τού ίδιου Σαββάτου1. Συγκεκριμένα, τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι η Ανάσταση είχεν ήδη λάβει χώραν «τη μια των Σαββάτων πρωί σκοτίας ετι ούσης»2, πράγμα, που επιβεβαιώνει και ο Λουκάς: «τη δε μια των Σαββάτων όρθρου βαθέως… ευρον τον λίθον αποκεκυλισμένον από τού μνημείου, και εισελθούσαι ούχ εύρον το σώμα τού Κυρίου Ιησού»3. Άλλα και ο Ματθαίος λέγει τα ίδια4.
ποια, όμως, ημέρα της εβδομάδας είναι αυτή, που οι Ευαγγελιστές ονομάζουν «μία (των) Σαββάτων»; Και γιατί την ονομάζουν έτσι; Δια το ιστορικόν της ονομασίας αυτής ας συγκρατήσουμεν τα εξής στοιχεία:
Είναι ήδη γνωστόν, ότι οι Χριστιανοί μέχρι περίπου το έτος 90 μ.Χ., για να δηλώσουν την πρώτην ημέραν της εβδομάδας, δεν διέθεταν στο λεξιλόγιόν τους δικήν τους ειδική λέξη. Δηλαδή, η ειδική λέξη «Κυριακή» δεν υπήρχεν ακόμη σαν ονομασία της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, όπως τουλάχιστο δείχνουν τα αρχαιότερα κείμενα. Έτσι, π.χ. στις επιστολές τού Παύλου5, στα Ευαγγέλια6 και στις Πράξεις Άποστόλων7, που τα περισσότερα απ’ αυτά γράφτηκαν αρκετά πριν από το 90 μ.Χ., χρησιμοποιείται ένας εβραϊκός τρόπος έκφρασης προς δήλωση αυτής της πρώτης ημέρας της εβδομάδας. Οι Εβραίοι, λοιπόν, την ονόμαζαν: «μία (των) Σαββάτων». Και για να καταλάβουμεν σωστά, για ποιάν ακριβώς ημέραν της εβδομάδας πρόκειται, όταν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης μας μιλάνε για «μίαν (των) Σαββάτων», θα πρέπει να έχουμε ύπ’ όψει τα επόμενα δύο σημεία:
α) Η εβραϊκή λέξη «Σάββατον» ή «Σάββατα», που σημαίνει στα ελληνικά «παύση, κατάπαυση, στάση, σταμάτημα, αργία, ανάπαυση», ήταν και η ονομασία της έβδομης, δηλαδή, της τελευταίας ημέρας της εβδομάδας, όπως, άλλωστε, και σημέρα. Αποτελούσε δε η έβδομη αυτή ημέρα, ως γνωστόν, την αργίαν των Εβραίων, σε ανάμνηση ακριβώς της ανάπαυσης τού Θεού, ο οποίος, μετά την εξαήμερη δημιουργίαν τού κόσμου, τρόπον τινά ξεκουράστηκεν την έβδομη μέρα, όπως ανθρωπομορφικά μας το αφηγείται το βιβλίον της Γένεσης. Έτσι, δηλαδή, θα έπρεπε να κάνουν και οι Εβραίοι κάθε βδομάδα την ιδίαν ημέρα: να σταματούν κάθε εργασία, να αναπαύονται και να λατρεύουν το Θεόν. Η λέξη «Σάββατον», όμως, εκτός απ’ την έβδομη μέραν, εσήμαινεν επίσης και ολόκληρην την εβδομάδα. Έτσι, για παράδειγμα, στο Λκ. ιη’, 12 ο Ιησούς παρουσιάζει στην σχετικήν παραβολήν το Φαρισαίον καυχώμενο να διατυμπανίζει: «νηστεύω δις τού Σαββάτου», δηλαδή: «νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα»8. Άρα, «Σάββατον» σημαίνει και ολόκληρην την εβδομάδα.
β) Σημειωτέον, δεύτερον, για την εβραϊκήν έκφραση «μία (των) Σαββάτων», ότι το αριθμητικό «μία» στην εβραϊκή γλώσσα δεν είναι μόνον απόλυτον αριθμητικόν επίθετον, αλλά και τακτικόν τοιούτον και, επομένως, σημαίνει όχι απλα και μόνον η «μία», αλλά και η «πρώτη». Συνεπώς η έκφραση «μία (των) Σαββάτων» εσήμαινεν: ή «η πρώτη (ημέρα) μετά το Σάββατον», ή «η πρώτη ημέρα της εβδομάδας». Αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις σημαίνει στην ουσίαν το ίδιον πράγμα, ό,τι, δηλαδή, εμείς λέμε σημέρα: «Κυριακή», ήτοι «η πρώτη ημέρα της εβδομάδας».
Ότι δε «μία (των) Σαββάτων» σημαίνει την πρώτην ημέραν της εβδομάδας, δηλαδή την Κυριακή, φαίνεται και από τον Ευαγγελιστή Μάρκον, ο οποίος, αφού είπεν: «και διαγενομένου του Σαββάτου» (Μκ. ιστ’, 1), συνεχίζει: «και λίαν πρωί της μιας Σαββάτων» (Μκ. ιστ’, 2). Άρα, αφού μίλησεν ήδη για παρέλευση («διαγενομένου») του Σαββάτου, ομιλεί μετά και για τη «μία Σαββάτων», την επόμενη δηλαδή τού Σαββάτου, την πρώτην ημέραν της εβδομάδας, την Κυριακήν. Πάντως, αν επιμείναμεν περισσότερον στην σημασίαν της ευαγγελικής έκφρασης: «μία (των) Σαββάτων», είναι επειδή και σήμερα ακόμη κάποιοι προτεστάντες, αιρετικοί εξ Αμερικής, οι λεγόμενοι Αντβεντιστές της έβδομης ημέρας θέλουν λαθεμένα να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι δήθεν η «ημέρα τού Κυρίου» (Κυριακή) είναι ακριβώς το Σάββατον (!), δηλαδή η τελευταία και όχι η πρώτη ημέρα της εβδομάδας.
Ωστόσο, για λόγους εγκυκλοπαιδικούς σημειώνομεν συμπληρωματικώς και τις εξής λεπτομέρειες: Η ονομασία της πρώτης ημέρας της εβδομάδας «Κυριακή» είναι δημιούργημα καθαρά χριστιανικόν. Γραμματικά μεν η λέξη αυτή είναι βέβαια ουσιαστικοποιημένον επίθετο, δηλαδή προέρχεται από την έκφραση: «Κυριακή ημέρα» και συντομότερον: «Κυριακή», οπότε δηλαδή το «ημέρα» ως εύκολα εννοούμενον παραλείπεται και μένει το ουσιαστικοποιηθέν επίθετον «Κυριακή». Περιττό δε να πούμεν ότι η έκφραση «Κυριακή ημέρα» σημαίνει «ημέρα τού Κυρίου», η κατ’ εξοχήν, δηλαδή η σπουδαιότερη ημέρα τού Κυρίου Ιησού Χριστού, γιατί κατ’ αυτήν την ημέραν ο Κύριος Ιησούς, κατά την Καινή Διαθήκην, αναστήθηκεν, όπως θα δούμεν και παρακάτω.
Πάντως, η πρώτη γνωστή μας χρήση της έκφρασης αυτής γίνεται στην Αποκάλυψη Ιωάννου9, όπου διαβάζομεν: «εγενόμην εν πνεύματι εν τη κυριακή ημέρα». Είναι, λοιπόν, η αρχαιότερη (γύρω στο 90 μ.Χ.)10 σωζόμενη μαρτυρία για τη χρήση της ονομασίας «Κυριακή» σε περιβάλλον χριστιανικόν.
Κατά δε τον Swete, «φαίνεται ότι η υιοθέτηση αυτής της ονομασίας από τις χριστιανικές κοινότητες έλαβε χώραν ακριβώς στα χρόνια, που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνέθεσεν την Αποκάλυψή του. Η εκ μέρους, μάλιστα, των Χριστιανών χρήση αυτού τού όρου είχε προσλάβει χαρακτήρα ανταπάντησης και αντεπίθεσής τους κατά τού επίσημου ύφους τού παγανισμού, ο οποίος ειχεν ήδη ονομάσει «Σεβαστήν» μίαν ημέραν της εβδομάδας αφιερωμένην στον αυτοκράτορα και προς τιμήν του11.
Τέλη, λοιπόν, τού α’ και αρχές τού β’ αιώνα ήταν γενικευμένη μέσα στους χριστιανικούς κύκλους η χρήση της ονομασίας «Κυριακή»12 προς δήλωσή της πρώτης ημέρας της εβδομάδας.
Αν κάνουμε δε λόγο για «χριστιανικούς κύκλους», είναι διότι οι ίδιοι οι Χριστιανοί μιλώντας προς τους έξω, τους εκτός της χριστιανικής Εκκλησίας, δηλαδή τους εθνικούς – ειδωλολάτρες, χρησιμοποιούσαν, προς δήλωση της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, την παγανιστικήν ονομασίαν της ημέρας αυτής, δηλαδή την ονόμαζαν «ημέραν τού Ηλίου»13. Αλλ’ αυτή η ευστροφία των Χριστιανών, να δανείζονται το λεξιλόγιον τού συνομιλητή τους, προκειμένου να γίνονται καταληπτοί απ’ αυτόν, δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι οι Χριστιανοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν την ονομασίαν «ημέρα τού Ηλίου», ούτε ότι τη χρησιμοποιούσαν και μέσα στο δικόν τους περιβάλλον. Αφού, λοιπόν, συμπεράναμεν εκ των ανωτέρω ότι η ονομασία της πρώτης ημέρας της εβδομάδας «Κυριακή» έχει χριστιανικήν προέλευση θα πρέπει να διακρατήσουμεν ότι αυτό συνέβη με την Κυριακήν, όχι μόνον σαν ονομασίαν της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, αλλά και σαν θεσμόν, είτε, δηλαδή, σαν χριστιανικήν εορτήν, είτε, αργότερα επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και σαν αργίαν.
Όμως, η χριστιανική Κυριακή στην ιστορικήν της καταγωγήν, σαν θεσμός, δεν προήλθεν, όπως κάποιοι παλαιότερον υποστήριξαν, από την σύγκρουση Χριστιανισμού – Ιουδαϊσμού, δηλαδή Εκκλησίας και Συναγωγής. Η Κυριακή αρχικά δεν ήταν ο δήθεν καρπός της επιθυμίας των νεοσύστατων χριστιανικών κοινοτήτων να αποκτήσουν κι’ αυτές μία δικήν τους «ιεράν ημέραν», για να την αντιθέσουν και αντιπαρατάξουν στην εβραϊκή «ιεράν ημέραν τού Σαββάτου». Όχι, λοιπόν, αρχικά, αλλά μόνον στους μετέπειτα αιώνες η Κυριακή περιεβλήθη αμφίεση αντι-ιουδαϊκή.
Αλλ’ ούτε και, αντίστροφα, μπορούμε να ισχυρισθούμεν, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί ότι η Κυριακή προήλθεν από το Σάββατον και την σαββατική λατρείαν και ότι δήθεν στην αρχήν της η Κυριακή δεν ήταν παρά «η απλή παράταση και προέκταση τού Σαββάτου εν τη νυκτί».
Πάντως, δεν θα πρέπει να αποσιωπήσουμεν, ή να αντιπαρέλθουμεν και το γεγονός ότι ορισμένες τάσεις, παραδόσεις και ομάδες μέσα στον σεκταριστικόν Ιουδαϊσμό ετόνιζαν την ιδιαίτερην σημασίαν και της πρώτης ημέρας της εβδομάδας. Και μολονότι η Κυριακή εμφανίζεται στην Ιστορία σαν ένας καθαρά και ακραιφνώς χριστιανικός θεσμός, πρωτότυπος μάλιστα και αυτόνομος, όμως η εβραϊκή προϊστορία της της προσέδιδε μίαν ανεπαίσθητην εβραϊκή προδιάθεση.
Συνεπώς, μολονότι κάποιοι ερευνητές, όπως προαναφέραμεν, έφθασαν στο σημείο να διαβλέπουν στη χριστιανικήν Κυριακήν τον αντιιουδαϊκό δάκτυλον, το χριστιανικόν αντίβαρον και αντιστάθμισμα στο εβραϊκόν Σάββατον και, ακόμη περισσότερον, είδαν στην Κυριακήν «το χριστιανικόν αντίδοτον κατά τού Σαββάτου», όμως κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί ιστορικά, διότι σύμφωνα με αρχαιότατα κείμενα, ούτε οι Εβραίοι φαίνονται παντελώς άμοιροι και ενδεείς σε διδασκαλίαν και θεωρία γύρω απ’ την σημασίαν και το ρόλον της «μιας των Σαββάτων» (της Κυριακής), αλλ’ ούτε και οι Χριστιανοί, μέχρι τουλάχιστον τα τέλη τού β’ μ.Χ. αιώνα, αλλά και μετά, απαξίωναν παντελώς το εβραϊκόν Σάββατον. Αλλ’ αυτό που προέχει για το θέμα μας είναι να δούμεν ποιάν σπουδαιότητα απέδιδαν οι Χριστιανοί στην Κυριακήν καθώς και την αιτίαν αυτού τού φαινόμενου.
Οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Ορθόδοξοι τονίζομεν την σπουδαιότητα και σημασίαν της Κυριακής, επειδή ημέραν Κυριακήν αναστήθηκεν ο Κύριος. Η Ανάσταση, δηλαδή, είχε ήδη λάβει χώραν πριν τα ξημερώματα εκείνης της Κυριακής, της πρώτης μετά το θάνατον τού Κυρίου. Μαρτυρείται, λοιπόν, ότι, όταν οι μαθήτριες τού Κυρίου τηρώντας νεκρικά έθιμα και εκτελώντας τα καθήκοντα των ζώντων προς τους προσφιλείς νεκρούς, πήγαν στον τάφο να μυρώσουν το νεκρόν σώμα τού λατρευτού διδάσκαλου τους14, ο Κύριος είχε ήδη αναστηθεί. Το ίδιον επιβεβαιώνει και ο Λουκάς15, αλλά και ο Ματθαίος16, ως προείπαμεν.
Ο ίδιος ο Κύριος συνέδεσεν το Πάσχα (θείαν Εύχαριστίαν) με την Κυριακήν της Ανάστασης:
Κατά τα Ευαγγέλια, λοιπόν, ο Ιησούς σταυρώθηκεν την παραμονήν ενός Σαββάτου17 και αναστήθηκεν την επόμενην τού ίδιου Σαββάτου18. Την τρίτη δε ημέρα μετά τον σταυρικό θάνατον τού Κυρίου, όπως οι μυροφόρες εξ αγάπης και εκ καθήκοντος πήγαν να μυρώσουν το σώμα Του, έτσι και οι μαθητές Του ήσαν «συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων»19, αλλ’ όχι μόνον20.
Ωστόσον, όπως θα λέγαμεν σήμερον, οι μαθητές ήθελαν να τελέσουν εκείνην την πρώτην μετά την Σταύρωση Κυριακήν, και τα «τριημέρα» τού διδάσκαλου τους. Αλλά με τι τρόπον; Ασφαλώς μ’ εκείνον, που ο ίδιος τους είχε διδάξει και υποδείξει μόλις πριν από τέσσαρες ημέρες, κατά τη διάρκειαν τού τελευταίου τους δείπνου, τού Μυστικού Δείπνου21. Τους είχε εξηγήσει εκεί με τι τρόπο θα τον θυμούνται έκτοτε. Δηλαδή, λίγο προ τού θανάτου Του τους παρέδωσεν τη θείαν Ευχαριστίαν και τους είπεν: «τούτο ποιείτε εις την εμήν αναμνησιν»22. Ότι δε το καινόν, το χριστιανικόν, το αληθινόν Πάσχα είναι ακριβώς η θεία Ευχαριστία, ιδέ σχετικόν άρθρο μας. Πως, αλλιώς, λοιπόν, θα τον ενεθυμούντο οι μαθητές του παρά με τη θείαν Ευχαριστίαν; Έχομεν, λοιπόν, τη γνώμην ότι κατ’ εκείνην την σύναξη της ίδιας Κυριακής, που έγινεν η Ανάσταση, οι μαθητές επανέλαβαν για πρώτη φοράν το Μυστικό Δείπνον, ότι, δηλαδή, τότε και εκεί επρόκειτο κυρίως για ευχαριστιακήν σύναξη των μαθητών προς τέλεση της θείας Ευχαριστίας εις «ανάμνησίν» Του. Έτσι, δεν θυμήθηκαν αυτοί μόνοι τον Κύριόν τους, αλλά και Αυτός, επί πλέον, τους εμφανίσθηκεν αισθητώς, ορατώς, απτώς.
Το ίδιο μάλιστα βράδυ είχε εμφανισθεί κατά παρόμοιον τρόπον και στους δύο μαθητές, που επορεύονταν προς Εμμαούς. Και εκεί συγκεκριμένα παρατίθεται δείπνον στον άγνωστόν τους συνοδοιπόρον, ο οποίος τελικά «εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει τού άρτου»23. Επρόκειτο, λοιπόν, περί θείας Ευχαριστίας κατά το δείπνον αυτό των δύο μαθητών με τον άγνωστον συνταξειδιώτην τους, όταν έφθασαν εις Εμμαούς; Δεχόμεθα ότι επρόκειτο ακριβώς περί Ευχαριστιακού Δείπνου και έχομεν σύμφωνον το δυτικόν πατέρα, τον ιερόν Αυγουστίνον, ο οποίος λέγει ότι «ο άρτος αυτός (εις Εμμαούς) είναι το μυστήριον (της θείας Ευχαριστίας), το οποίο μας συνάζει εις τη γνώση τού Χριστού»24, καθώς και τον ανατολικόν πατέρα, τον Θεοφύλακτον, ο οποίος, ερμηνεύων το Δείπνον εις Εμμαούς, παρατηρεί: «τοις μεταλαμβάνουσι δε τού ευλογημένου άρτου, διανοίγονται οι οφθαλμοί εις το επιγνώναι αυτόν. Μεγάλην δε και άφατον δύναμιν έχει η τού Κυρίου σαρξ».
Έτσι, απ’ την πρώτην κι’ όλας ημέραν της Ανάστασης συνδέθηκεν και ταυτίσθηκεν η θεία Ευχαριστία, δηλαδή ο αληθής πασχάλιος αμνός, το αληθές χριστιανικόν Πάσχα με τον αναστημένον Κύριον. Συνεπώς, την ιδίαν ημέραν: πρώτον, έγινε η Ανάσταση· δεύτερον, πληροφορήθησαν οι μαθητές τη χαρμόσυνην είδηση της Ανάστασης· τρίτον, ετέλεσαν οι μαθητές για πρώτη φορά μετά το θάνατόν Του τη θείαν Εύχαριστίαν, για να Τον θυμηθούν τέταρτον, Εκείνος τους εμφανίσθηκεν και Τον είδαν αναστημένον.
Κατ’ αυτόν, λοιπόν, τον τρόπον, εβιώσαν οι μαθητές το πρώτο μετά το θάνατον τού Κυρίου, χριστιανικόν Πάσχα, διότι, ως είπομεν, η θεία Ευχαριστία είναι το αληθινό χριστιανικόν Πάσχα. Αλλά και στην συνέχειαν, την επόμενη δηλαδή Κυριακήν και πάλιν οι μαθητές ήσαν συνηγμένοι. Γιατί; Ασφαλώς επρόκειτο περί ευχαριστιακής σύναξης και όχι πια «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Και αύθις τους εμφανίζεται ο αναστημένος Κύριος25. Αλλά και τέταρτη εμφάνιση τού Ιησού μαρτυρειται26 , κατά την οποίαν και πάλιν συνέφαγε μαζί τους. Τέλος, άλλη, πολλοστή ευχαριστιακή σύναξη των μαθητών, επίσης ημέραν Κυριακήν, είναι η της Πεντηκοστής27.
Έπειτα, άξιον παρατήρησης και ιδιαίτερης μνείας είναι και η διαπίστωση ότι ο Λουκάς στις Πράξεις Αποστόλων δεν τονίζει μόνον ότι ο αναστημένος Ιησούς παρουσιάζετο εις τους μαθητές Του κατά διαλείμματα επί 40 ημέρες («δι’ ημερών τεσσαράκοντα»)28, αλλά υπογραμμίζει ότι τις εμφανίσεις του αυτές τις έκανεν ο Ιησούς «συνα-λιζόμενος»29, δηλαδή συντρώγοντας μαζύ τους. Αυτή δε η διευκρίνηση, λεπτομέρεια και έμφαση, που κάνει ο Λουκάς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις αυτές επρόκειτο μάλλον για επαναλήψεις του Μυστικού Δείπνου και ότι μ’ αυτόν τον τρόπον ο Ιησούς τους υποδείκνυεν ακριβώς να τελούν τη θείαν Ευχαριστίαν. Και επειδή μαρτυρείται ρητώς και σαφώς ότι τουλάχιστον οι τέσσαρες απ’ αυτές τις εμφανίσεις έγιναν ημέραν Κυριακήν («μίαν (των) Σαββάτων»), θα πρέπει σ’ αυτές να διακρίνουμεν την υπόδειξη τού ίδιου τού Κυρίου προς τους μαθητές να συνάζονται ακριβώς κατά Κυριακήν δια δείπνον συνοδευόμενον όμως με τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Φαίνεται δε ότι έτσι ακριβώς το εννόησαν και οι μαθητές ευθύς εξ αρχής και εκ τού ότι, όπως διαπιστώνομεν απ’ την ευαγγελική διήγηση, απ’ την ιδίαν ήδη την ημέραν της Ανάστασης, δηλαδή απ’ την Κυριακήν εκείνην, αλλά και κατά τις επόμενες Κυριακές, συναθροίζονταν ευχαριστιακά οι μαθητές και, επί πλέον, ανέμεναν την εμφάνιση τού διδάσκαλου τους. Αυτό, εξ άλλου, αποδεικνύεται κι’ από την συνήθειαν, που επικράτησεν αμέσως κατόπιν να συναθροίζονται δηλαδή τις Κυριακές οι Χριστιανοί για να τελούν τότε τη θείαν Ευχαριστίαν30.
Βέβαια, την πρώτην Κυριακήν, που τους εμφανίσθηκεν ο Κύριος, επειδή αυτοί δεν ανέμεναν κάτι τέτοιο, ξαφνιάσθηκαν. Κατά τις επόμενες δε Κυριακές και κατά την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, το ήλπιζαν και μ’ αυτήν την έννοιαν Τον ανέμεναν να τους εμφανισθεί. Όχι, πάντως, με την έννοιαν ότι οι μαθητές, όποτε αυτοί ήθελαν, προκαλούσαν την εμφάνιση τού Κυρίου, τρόπον τινά μαγικώς ή πνευματιστικώς, ότι δηλαδή τον ανάγκαζαν να εμφανισθεί σαν σε πνευματιστική συνεδρίαση. Αλλ’ αυτό το σημείον, αν και παρουσιάζει πολύ απολογητικόν ενδιαφέρον και θα άξιζε να το αναλύσουμε δια πλειόνων, όμως σκοπεύομεν να το πραγματευθούμεν άλλοτε σαν ξεχωριστό θέμα, όποτε το επιτρέψει ο Θεός.
Επομένως, απ’ την εποχήν των Αποστόλων μέχρι και σήμερον αδιάλειπτα η Κυριακή θα είναι η ημέρα, που θα θυμίζει στους χριστιανούς την Ανάσταση τού Χριστού, αλλά και θα τους ενώνει μέσω της θείας Ευχαριστίας και θα τους προσανατολίζει επί πλέον και προ παντός προς την αναμονήν της δεύτερης και ένδοξης παρουσίας Του31.
Ιδού πως εννοούμεν την σύνδεση της θείας Ευχαριστίας, δηλαδή τού μόνου αληθινού πασχάλιου αμνού και του μόνου αληθινού χριστιανικού Πάσχα, με την Ανάσταση και, επομένως, με την Κυριακήν.
Πάντως και μετά την Πεντηκοστή και μάλιστα κατά πάσαν Κυριακήν εξακολουθητικώς θα ετελείτο οπωσδήποτε το χριστιανικόν Πάσχα (η θεία Ευχαριστία) μέσα στην έντονα αναστάσιμην ατμόσφαιραν της Κυριακής, διότι δεν είχαν οι μαθητές κανένα λόγο να σταματήσουν να τελούν ό,τι μέχρι τότε τελούσαν. Αντιθέτως, είχαν πολύ περισσότερους λόγους τώρα, όσον πέρναγε ό καιρός, να Τον ενθυμούνται ευχαριστιακά, μάλιστα μετά την Ανάληψη και Πεντηκοστήν, οπότε τους ήταν μεν παρών, αλλ’ αοράτως. Αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να ετηρείτο καθ’ όλην την υπόλοιπην εκείνην πρώτη χρονιάν της Ανάστασης τού Ιησού: οι μαθητές, δηλαδή, γιόρταζαν καθ’ όλον εκείνον το έτος και κατα πάσαν Κυριακήν του την Ανάσταση τού Κυρίου ευχαριστιακά, δηλαδή σαν Πάσχα Κυρίου, μέχρι που κύλησεν η πρώτη χρονιά και ήλθεν η 14η τού μήνα Νισάν, δηλαδή τού εβραϊκού Πάσχα, τού επόμενου έτους. Τότε μόνον μπορούσε να γεννηθεί, αλλά και τότε, ως φαίνεται, γεννήθηκεν το θέμα για ένα ετήσιον εορτασμόν τού χριστιανικού Πάσχα (είτε σαν Μυστικού Δείπνου, είτε σαν σταυρικού θανάτου) σε σχέση όμως με το εβραϊκό Πάσχα.
Οι Χριστιανοί βέβαια θα πρέπει, πρώτον, να είχαν σαφή και ξεκάθαρη αντίληψη της διαφοράς τού χριστιανικού από το εβραϊκό Πάσχα. Επειδή όμως ιστορικώς τα γεγονότα της Σταύρωσης και Ανάστασης τού Κυρίου έγιναν κατά τις ημέρες ενός εβραϊκού Πάσχα, είναι λογικόν και ανθρώπινον κάποιοι να ένοιωθαν και να ήθελαν να συνεορτάζουν και την πρώτην και τις μετέπειτα επετείους τού θανάτου τού Κυρίου την ίδιαν ημέραν, που οι Εβραίοι γιόρταζαν το δικόν τους Πάσχα, όπως θα δούμεν εκτενέστερα κατωτέρω. Έτσι, μάλλον ήθελαν, επί πλέον, να προβάλουν το χριστιανικόν Πάσχα σαν το μόνον αληθινόν και το οποίον ήλθε να υποκαταστήσει το εβραϊκόν σαν εφήμερον και ξεπερασμένον.
Βλέποντας, λοιπόν, οι Χριστιανοί να κλείνει χρόνος απ’ το θάνατον τού Κυρίου και να πλησιάζουν οι μέρες τού επόμενου εβραϊκού Πάσχα, κατά τις οποίες ένα χρόνον πριν είχε σταυρωθεί και αναστηθεί ό Κύριος, ήθελαν, όπως θα λέγαμεν σήμερα, να τελέσουν και το ετήσιο μνημόσυνον προς τιμήν τού διδάσκαλου τους, την επετειακή, δηλαδή, ανάμνησή Του. Και αυτό ασφαλώς θα έγινεν από τους μαθητές κατά το μόνον χριστιανικόν τρόπο, δηλαδή με ευχαριστιακή σύναξη στην Ιερουσαλήμ τουλάχιστον. Ένα τέτοιο χριστιανικόν εορτασμόν τού Χριστιανικού Πάσχα στις 14 Νισάν φαίνεται ότι τον αποδέχθηκαν και οι Απόστολοι, αφού αυτός ήταν τρόπον τινά βαθειά ψυχολογική ανάγκη και ηθική υποχρέωση, αλλά γιατί όχι και απαίτηση της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων.
Φαίνεται δε ότι παράλληλα ξεχώρισεν και η αμέσως μετά τις 14 Νισάν Κυριακή για λόγους καθαρά ιστορικούς, σαν η ιστορική επέτειος της Ανάστασης. Αυτός δε ο πιθανά ιδιαίτερος τονισμός ειδικά της πρώτης μετά την 14ην Νισάν Κυριακής τού επόμενου αυτού έτους αποτελεί και τα πρώτα ίχνη ενός ετήσιου κατά Κυριακήν Πάσχα, που φαίνεται ότι έβαινε παράλληλα με το άλλον εκείνο Χριστιανικόν Πάσχα (επέτειον της Σταύρωσης), που αυτό συνεορταζόταν με το εβραϊκόν στις 14 Νισάν. Το δεύτερο δε αυτό Χριστιανικόν Πάσχα, το συνεορταζόμενο με το εβραϊκόν στις 14 Νισάν ήταν ό,τι λέμε σημέρα: η Μεγάλη Παρασκευή (Σταύρωση), προ της Κυριακής της Ανάστασης (Πάσχα), επειδή τη χρονιάν που σταυρώθηκεν ό Ιησούς, η 14η Νισάν όντως έπεφτε ημέρα Παρασκευήν.
Δεχόμεθα δε όλες αυτές τις πιθανότητες όχι βέβαια παντελώς ή απλώς υποθετικά και αστήρικτα, αλλά βασισμένοι στο γεγονός ότι ένα αιώνα μετά, δηλαδή τον β’ αιώνα μ.Χ., έχομεν ήδη διαμορφωμένες δύο εξ ίσου διαφορετικές και ανόμοιες χριστιανικές παραδόσεις σχετικές με την ορθήν ημερομηνίαν τέλεσης τού Χριστιανικού Πάσχα, που συνάμα οι φορείς τους τις διεκήρυσσαν και ως γνήσια αποστολικές. Αυτή δε ακριβώς η αναμφισβήτητα διφυής ημερομηνία, αλλά και η επίσης αναντίρρητα αποστολική προέλευση της μας οδήγησε να αναπαραστήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπον τα ανωτέρω γεγονότα.
Κοντολογής, λοιπόν, δεν εχρειάζετο αρχικά η θέσπιση ειδικής ετήσιας κατά Κυριακήν Πασχαλιάς εορτής, διότι, όπως είδαμεν, αναστάσιμη ήταν ήδη η κάθε Κυριακή τού έτους, κι’ αυτή είναι το αρχαιότερο χριστιανικό αναστάσιμον Πάσχα.
Ετήσιον και εβδομαδιαίον Πάσχα:
Αναλυτικότερον τα πράγματα διεξήχθησαν ως εξής:
Σύμφωνα με το επίσημον ιουδαϊκό ημερολόγιο της εποχής τού Χριστού και των Αποστόλων, το εβραϊκόν Πάσχα, που γιορταζόταν στις 14 τού εβραϊκού σεληνιακού μήνα Νισάν, ήταν δυνατό να πέσει οιανδήποτε ημέραν της εβδομάδας. Το δε Χριστιανικόν Πάσχα, που γινόταν σε ανάμνηση τού σταυρικού θανάτου τού Ιησού (σταυρώσιμον Πάσχα), ήταν όχι τόσο μία ανεξάρτητη πανηγυρική εορτή, όσον κυρίως μία νηστεία και μία προπαρασκευή – προετοιμασία για την επίσης ετήσιαν αναστάσιμην Κυριακήν (αναστάσιμον Πάσχα) και γιορταζόταν, με σύμφωνη γνώμην των Αποστόλων, την ίδια μέρα με το εβραϊκόν, οποιανδήποτε, δηλαδή, ημέραν της εβδομάδας κι’ αν έπεφτεν αυτό32. Συγκεκριμένα, τη χρονιάν του θανάτου τού Ιησού αυτό το επίσημον εβραϊκόν Πάσχα, αλλά και η Σταύρωση τού Ιησού είχαν συμπέσει μεταξύ τους και συνέβησαν μάλιστα ημέραν Παρασκευήν. Την επόμενην όμως χρονιάν, όσοι Χριστιανοί ήθελαν να γιορτάσουν την επέτειον τού θανάτου τού Ιησού, επειδή η 14 Νισάν, κατά την οποίαν ένα χρόνον πριν είχεν σταυρωθεί, δεν έπεφτεν υποχρεωτικά την ιδίαν ημέραν της βδομάδας, δηλαδή Παρασκευήν, θα έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο δυνατότητες: είτε να γιορτάσουν το Χριστιανικόν Πάσχα την 14ην Νισάν της νέας αυτής χρονιάς οποίαν ημέραν της βδομάδας κι’ αν έπεφτεν αυτή, είτε την Παρασκευήν της. Έπρεπε να διαλέξουν δηλαδή: ή να προτιμήσουν να προσκολληθούν στην ημέραν τού μήνα (14 Νισάν) της επόμενης αυτής χρονιάς, ή συγκεκριμένα στην ιδίαν ημέραν της εβδομάδας (Παρασκευήν), η οποία όμως δεν ήταν την επόμενην αυτή χρονιάν η 14η τού Νισάν. Αλλά το ίδιον συνέβη και με τον εορτασμόν της ετήσιας αναστάσιμης Κυριακής, η οποία, ενώ τη χρονιάν της Ανάστασης τού Κυρίου, ήταν η τρίτη ημέρα μετά την Σταύρωση της Παρασκευής 14ης Νισάν, τις επόμενες χρονιές δεν συνέβαινεν κάτι τέτοιον. Κι’ όμως η Ανάσταση παγιώθηκεν στην Κυριακήν, που σημαίνει ότι επεκράτησε γι’ αυτήν το αρχαίον εβραϊκόν ιερατικόν ημερολόγιον, κατά το οποίον οι μέρες τού μήνα (ημερομηνίες) έπεφταν πάντα τις ίδιες ημέρες της εβδομάδας.
Είναι ήδη κεκτημένον από την επιστημονικήν ιστορικήν έρευναν το ότι στην ημέραν τού μήνα προσεκολλάτο ο επίσημος – φαρισαϊκός – ραββινικός Ιουδαϊσμός, τού οποίου το ημερολόγιον χρησιμοποιεί στο Ευαγγέλιό του ο Ιωάννης, ενώ στην ημέραν της εβδομάδας προσεκολλάτο το ανεπίσημον, αλλά αρχαίον ίερατικόν εβραϊκόν ημερολόγιον – εορτολόγιον, που μάλλον αυτό μεταχειρίζονται οι τρείς συνοπτικοί Ευαγγελιστές (Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς). Αυτός μάλιστα πρέπει να είναι και ο λόγος (δηλαδή, η χρήση άλλου ημερολογίου), για τον οποίον, φαινομενικά μόνον, «διαφωνούν» ως προς τον πραγματικό χρόνον οι τρείς συνοπτικοί Ευαγγελιστές προς τον τέταρτον Ευαγγελιστήν, τον Ιωάννην.
Την ετήσιαν αναστάσιμην Κυριακήν φαίνεται ότι πρώτος ο Ωριγένης την ονόμασεν «Πάσχα». Αλλά αυτή η ονομασία, που διατηρείται μέχρι σήμερα για την Ανάσταση, επιφέρει σύγχυση, αφού και το εβραϊκόν Πάσχα ονομάζεται με την ιδίαν ονομασίαν, αλλά και το Χριστιανικόν Πάσχα, που κι’ αυτό γιορταζόταν στις 14 Νισάν, μαζύ δηλαδή με το εβραϊκόν, ονομαζόταν κι’ αυτό Πάσχα. Για να μη μπερδευόμαστε, λοιπόν, για ποιο Πάσχα πρόκειται και για λόγους πρακτικούς είναι δυνατόν το μεν εβραϊκόν Πάσχα να το λέμε όχι Πάσχα, αλλά Φάσκα, όπως στην Ανατολήν ονομάζεται, το δε Χριστιανικόν, που γιορταζόταν στις 14 Νισάν και που σήμερα το εορτάζομεν σαν Μεγάλην Παρασκευήν να το αποκαλούμεν «σταυρώσιμον Πάσχα», όρος αδόκιμος αλλά βολικός. Τέλος, την ετήσιαν πρώτη μετά τις 14 Νισάν αναστάσιμην Κυριακήν να την ονομάζουμεν «αναστάσιμον Πάσχα», που ήταν και το δικό μας Πάσχα.
Ωστόσο, είναι κατ’ αρχήν ακριβές, ότι οι πρώτοι – πρώτοι Χριστιανοί τηρούσαν μόνον την εβδομαδιαίαν Κυριακήν σαν αναστάσιμην, αλλ’ αυτό, καθώς προαναφέραμεν, διήρκεσε μόνον την πρώτην χρονιάν, που κύλησε μετά το γεγονός της Ανάστασης τού Κυρίου, μέχρι που ήλθεν η πρώτη Κυριακή μετά το εβραϊκόν Πάσχα της 14ης Νισάν τού επόμενου έτους. Μόνον τότε ήταν δυνατόν να εορτασθεί η Κυριακή σαν επέτειος τού γεγονότος της Ανάστασης και μόνον τότε μπορούσε να γεννηθεί σχετικόν ζήτημα.
Βέβαιον είναι, λοιπόν, ότι η Κυριακή κάθε βδομάδας ολόκληρου τού έτους, ως είπομεν, είχε για τους Χριστιανούς αναστάσιμο χαρακτήρα. Έχομεν όμως και σχετική μαρτυρίαν από τα αρχαία κείμενα ότι εκτός των υπόλοιπων αναστάσιμων Κυριακών ολόκληρου τού έτους, οι πρώτοι Χριστιανοί τόνιζαν ιδιαίτερα εκείνην ειδικά την ετήσιαν Κυριακή, την μετά τις 14 Νισάν;
Ας προσεγγίσουμεν το εδάφιον της Αποκάλυψης Ιωάννου34, όπου ο μαθητής αυτός τού Κυρίου, λέγει ότι ήλθεν σε έκσταση ημέραν Κυριακήν. Το ζήτημα είναι: άραγε η Κυριακή αυτή ήταν απλά μία απ’ τις εβδομαδιαίες αναστάσιμες Κυριακές, ή, μήπως ήδη ήταν η ετήσια αναστάσιμη Κυριακή, οπότε και έχομεν την αρχαιότατη ρητή μαρτυρίαν ετήσιας αναστάσιμης Κυριακής; Είμεθα υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμεν ότι ακριβώς οι εικόνες, που χρησιμοποιούνται στην Αποκάλυψη Ιωάννου συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η εν λόγω «Κυριακή ημέρα» ήταν μάλλον η ετήσια αναστάσιμη Κυριακή, δηλαδή η πρώτη μετά το εβραϊκόν Πάσχα της 14ης Νισάν, διότι αυτή η Κυριακή ήταν και η πρώτη της πεντηκοντάδας ημερών, που κατέληγεν στην εορτήν της Πεντηκοστής, που κι’ αυτή ήταν Κυριακή.
Επειδή, δηλαδή, η πρώτη ημέρα (Κυριακή) αυτής της πεντηκοντάδας ημερών ήταν για τους Εβραίους η πρώτη ημέρα τού θερισμού, που άρχιζεν ο θερισμός αλλά συνάμα προσεφέρετο στον Θεόν το πρώτο δράγμα, σαν δείγμα ευχαριστίας κι’ ευγνωμοσύνης για την καρποφορίαν, ή, όπως αλλοιώς λέγεται, «η απαρχή», δηλαδή η πρώτη σοδειά, η πρώτη συγκομιδή και επειδή ο θερισμός και η «απαρχή» είναι ανάμεσα στις πρώτες εικόνες, που βλέπει ο Ιωάννης και μας τις περιγράφει35, αγόμεθα εις το συμπέρασμα ότι η εν λόγω Κυριακή θα πρέπει να ήταν η ετήσια αναστάσιμη, η πρώτη της πεντηκοντάδας. Επίσης, λίγο πρίν36 απ’ αυτήν την εικόνα τού θερισμού, όσοι εκ των ανθρώπων αγοράστηκαν από το Αρνίον, ονομάζονται «απαρχές δια το Αρνίον και δια τον Θεόν»37.
Συμπέρασμα: Η εικόνα τού θερισμού ταιριάζει με την ημέραν, που αναφέρεται στην αρχήν της Αποκάλυψης: την «Κυριακήν ημέρα», εάν αυτή η ημέρα σημαίνει την πρώτην της πεντηκοντάδας ημερών τού θερισμού, δηλαδή την ετήσιαν εορτήν της κυριακάτικης Ανάστασης. Και οι αρχαίοι χριστιανοί συνέδεσαν την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού με το θερισμόν και μας παρουσιάζουν τον αναστημένον Ιησούν σαν την «απαρχήν», που προσφέρθηκεν στο Θεόν37.
Κατά δε τον J. van Goudoever38 είναι δυνατόν οι πρώτοι χριστιανοί να εόρταζαν την ανάμνηση της Ανάστασης τού Κυρίου σε ετήσιον κύκλον, δηλαδή την πρώτην Κυριακήν μετά το σταυρώσιμον Πάσχα, αλλά ο εβδομαδιαίος κύκλος, ο κατά πάσαν Κυριακήν εορτασμός ήταν γι’ αυτούς κατά πολύ σπουδαιότερος. Αλλ’ ακόμη πιο σπουδαίος ήταν ο εορτασμός της Ανάστασης ειδικά κατά τις Κυριακές της περιόδου της Πεντηκοστής. Αυτή, πάντως η παράλληλη συνύπαρξη δύο κύκλων εορτασμού της Ανάστασης, δηλαδή ενός ετήσιου και ενός εβδομαδιαίου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί έχομεν και άλλα παρόμοια παραδείγματα τέτοιου παράλληλου εορτασμού σε δύο κύκλους39.
Βάσει όσων προαναφέραμεν κάποιοι40 συμπεραίνουν ότι τόσον το σταυρώσιμον όσον και το αναστάσιμον Πάσχα έχουν την αρχική ρίζαν τους στο ισραηλιτικόν ημερολόγιον. Η χριστιανική γιορτή τού αναστάσιμου Πάσχα θεωρείται έτσι ότι αποτελεί ημερολογιακώς -εορτολογικώς συνέχειαν τού εβραϊκού Πάσχα. Βέβαια, η πρώτη ημέρα της πεντηκοντάδας ημερών στο ισραηλιτικόν ημερολόγιον δεν είναι ημέρα αληθινής γιορτής για τους Εβραίους. Μνημονεύεται όμως σαν γιορτή στη λίσταν εορτών τού Φίλωνα41, αλλά και στο εσσαϊκόν ημερολόγιον τού Qumran.
Συμπερασματικά καταλήγομεν στις εξής διαπιστώσεις:
Τα τέσσαρα κανονικά Ευαγγέλια συμφωνούν μεταξύ τους ως προς την ημέραν της εβδομάδας, κατά την οποίαν εσταυρώθη (Παρασκευή) και αναστήθηκεν (Κυριακή) ο Ιησούς. Φαίνονται όμως ότι διαφέρουν ως προς την ημερομηνίαν (ημέραν τού μήνα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τοποθετούν τα γεγονότα τού Πάθους και της Ανάστασης στον ίδιον και στον πραγματικό χρόνον των γεγονότων αυτών. Αυτό, λοιπόν, είναι δυνατό να έχει συμβεί και να εξηγείται μόνον ως εξής: Κατά μεν τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, αυτή η ημέρα (ημέρα της Ανάστασης και συνάμα πρώτη μέρα της περιόδου της Πεντηκοστής) ήταν η 16η τού Νισάν, ενώ κατά τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, ήταν η 17η Νισάν. Αλλ’ εάν, κατά τα τέσσαρα Ευαγγέλια, η μετά τις 14 Νισάν Κυριακή είναι η πρώτη ημέρα τού θερισμού, προκύπτει ότι οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές χρησιμοποιούσαν για τη χρονολόγηση των γεγονότων άλλον ημερολόγιον, το αρχαίον ιερατικόν τοιούτον, εις το οποίον οι πενήντα ημέρες μέχρι και την Πεντηκοστήν υπολογίζονται από Κυριακήν σε Κυριακήν.
Το δε ημερολόγιον, που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης, φαίνεται σαν ένας συμβιβασμός μεταξύ τού συστήματος υπολογισμού, που μεταχειρίζονταν οι Φαρισαίοι απ’ τη μιαν και οι Σαδδουκαίοι από την άλλην. Κατά τον Ιωάννη, λοιπόν, η μετά το εβραϊκόν Πάσχα Κυριακή πέφτει στις 16 Νισάν. Αυτή είναι η ημέρα τού μήνα, κατά την οποίαν έπρεπε να προσφερθεί στο Θεόν το πρώτο δράγμα.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμεν ότι η υπό των πρώτων Χριστιανών χρήση τού αρχαίου εβραϊκού ιερατικού ημερολογίου δεν μας εκπλήσσει, αν λάβουμεν υπ’ όψει μας ότι από το έτος 24 π.Χ. μέχρι το 65 μ.Χ. οι Μεγάλοι Αρχιερείς τού Ναού των Ιεροσολύμων ήσαν μέλη της οικογένειας τού Βοήθιου. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους Βοηθουσιανούς γίνεται λόγος στη Mishnah, όπου αναφέρεται ότι αυτοί υπολόγιζαν την περίοδον της Πεντηκοστής από Κυριακής μέχρι και Κυριακήν42. Βέβαια, τα Ευαγγέλια δεν δείχνουν καμίαν προτίμηση προς τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι εξ ίσου με τους Φαρισαίους πολεμούσαν τον Ιησούν και τους μαθητές του. Ούτε αυτό σημαίνει πως οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν με καλό μάτι τους Σαδδουκαίους. Γι’ αυτό ακολουθούσαν μάλλον την αρχαίαν ιερατικήν σαδοκικήν παράδοση, την οποία μόνον εν μέρει είχαν κληρονομήσει οι Σαδδουκαίοι.
1. Ιδέ άρθρο μας ΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ «ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ» ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
2. Ιω.κ’, 1.
3. Λκ. κδ’, 1-2.
4. Μτ. κη’, 1.
5. Α’ Κορ.ιστ’,2.
6. Μτ. κη’, 1. Μκ. ιστ’, 2. Λκ. κδ’, 1-2. Ιω. κ’,1,19.
7. Πρ.κ’,7.
8. Πράγματι, δύο ήσαν οι εβδομαδιαίες όχι όμως υποχρεωτικές, αλλ’ υπέρτακτες νηστείες πολλών εκ των Φαρισαίων, τις οποίες, δηλαδή, αυτοί τηρούσαν σαν έργον περισσεύουσας αξιομισθίας: η μία τη Δευτέραν και η άλλη την Πέμπτην
9. Απ. α’, 10.
10. Η αντίστοιχη λατινική έκφραση, do-minica dies, άπαντα στις αρχές τού γ’ αιώνα, για πρώτη φοράν στον Τερτυλλιανόν και συγκεκριμένα στο έργον του De oratione, 23, το οποίον και εγράφη μεταξύ των ετών 200 – 206 μ.Χ.
11. Α. Deissmann, Licht vom Osten, γ’ έκδ., Tubingen, 1909, σελ. 363 – 364.
12. Διδαχή, ιδ’, 1. Ιγνάτιος Αντιόχειας (Προς Μαγνησ., δ’, 1). Διονύσιος Κορίνθου (Προς Ρωμ.) παρά τω Ευσεβίω (Εκκλ. Ιστορία, ιδ’, 23). Ευαγγέλιον Πέτρου (θ’, 11). Αλλά και ο Μελίτων Σάρδεων είχε συγγράψει πραγματείαν, απολεσθείσαν όμως, υπό τον τίτλον: «Ο περί Κυριακής λόγος». Και εξ αυτού τού τίτλου φαίνεται ότι η λέξη Κυριακή είχεν ουσιαστικοποιηθεί και εχρησιμοποιείτο ως terminus technicus, ήδη κατά το δεύτερον αιώνα. Η έκφραση δε «Κυριακή ημέρα» απαντά επίσης και στο τεσσαρασκαιδεκατιτικόν κείμενον «η Επιστολή των Αποστόλων (Επιστολή Αποστόλων, 17. Ιδέ Fragmenta Polycarpiana VI, 2, εκδ. Funk, Patres Apostolici, τόμ. II, 400).
13. Τερτυλλιανός, Apol. XVI, 11. Ad. nat. I, 13. Ιουστίνος A’ Απολ. ξn’.
14. Ιω.κ’, 1.
15.Λκ. κδ’, 1-2.
16. Μτ. κη’. 1.
17. Μκ. ιε’, 12. Ιω. ιθ’, 31.
18. Μκ. ιστ’, 2.
19. Ιω.κ’, 19.
20. Εφοβούνταν βέβαια οι μαθητές τους Ιουδαίους και εκρύβονταν. Αλλά ο ασφαλέστερος τρόπος να προστατευθούν θα ήταν να φύγουν αμέσως από τα Ιεροσόλυμα και να διασκορπισθούν. Εξ’ άλλου, είχεν προφητευθεί: «πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα» (Μκ. ιδ’, 27). Αλλ’ οι μαθητές δεν οδηγούντο μόνον από το φόβον, είχαν και άλλους λόγους να μείνουν στα Ιεροσόλυμα, και άλλα κίνητρα.
21. Λκ. κδ’, 30, 42. Μκ. ιστ, 14. Ιω. κ’, 19-26,κα’, 1-14. Πρ. α’,4.
22. Λκ. κβ’, 19. Α’ Κορ. ια’, 25-26.
23. Λκ. κδ’, 35.
24. Migne, P.L. XXX. 644.
25. Ιω.κ’, 26.
26. Λκ. κδ’, 41.
27. Πρ. β’, 23-33
28. Πρ. α’. 3.
29. Πρ. α’,4.
30. Πρ.κ’.7.Α’ Κορ.ιστ’.2.
31. Α’ Κορ.ια’, 26.
32. Πιονίου, Βίος Πολυκάρπου, II, 3. ΨευδοΧρυσοστ., Πασχαλιά Ομιλία, 8, Sources Chretiennes 48. 119. Πρβλ. Ε. Schwarz, Christl. und Jud. Ostcrtafeln (Abhandl. der Konigl. Geselschaft dcr Wissen. Gottingen, Phil. Hist. KL. N.F. Bd. VIII. 6 (4905). 331
33. Annie Jaubert, La date de la Cene, Paris 1957.
34. Απ.α’, 10.
35. Απ.ιδ’, 14-16 και 18.
36. Απ. ιδ’, 4.
37. Α’ Κορ. ιε’, 20,23.
38. Fetes et Calendriers Bibliques, σελ. 238.
39. Έτσι, π.χ. οι ισραηλίτες, ως γνωστόν, γιόρταζαν την Έξοδον εκ της Αιγύπτου σε ένα ετήσιον κύκλον, δηλαδή το Πάσχα τους. Εν τούτοις, στην Πεντάτευχο διευκρινίζεται ότι η εντολή περί τήρησης τού Σαββάτου δόθηκεν όχι μόνο για να αναπαύονται οι Εβραίοι απ’ την εβδομαδιαίαν εργασίαν, αλλά και εις ανάμνηση της Εξόδου από την Αίγυπτον (Εξ. κ’, 11. Δευτ. ε’, 15). Και η Συναγωγή, λοιπόν, τηρούσεν ένα εβδομαδιαίον, κατά Σάββατον, και ένα ετήσιον εβραϊκόν Πάσχα.
40. J. van Goudoever, ένθ. άνωτ. 238.
41. Φίλων, De Spec. Leg. II, 41.
42. Men. 10, 3.
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993). Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας |