Ο συντρίψας την αναίδειαν του εχθρού
Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗΣ
Ἵνα τοῦ ἐχθροῦ, ὀφρὺν τὴν μισόθεον, καὶ τὴν ἀναίδειαν, πάτερ Ἀθανάσιε,
κατασυντρίψῃς, τὸ θεῖον ἔνδυμα, ἀμφιασθεὶς ὡς ἄγγελος, ἐν γῇ ἐβίωσας,
καὶ ὁ τύπος, τοῦ Χριστοῦ γεγένησαι, τοῖς συνοῦσί σοι τέκνοις ἀοίδιμε
Ο κ. Λ. παρακολουθεί την αγρυπνία που γίνεται στο Ησυχαστήριο. Περίπου στις 3 η ώρα τα μεσάνυκτα αισθάνεται ένα παράξενο άρωμα, να λούζει το ναό, την ώρα που ψαλλόταν η ακολουθία. Αναρωτιέται, μα εδώ οι γυναίκες ήρθανε να προσκυνήσουν ή να βάλουν αρώματα; Σε λίγο η λύση βρίσκεται και η αιτία είναι άλλη. Ο ίδιος σε άλλο χρονικό διάστημα εργάζεται στο πίσω μέρος του Ησυχαστηρίου με έναν εργάτη, αδιάφορο προς την Εκκλησία. Σε κάποια στιγμή αισθάνονται το ίδιο ακριβώς άρωμα, ερευνούν τα πάντα γύρω τους, κάνουν διάφορες υποψίες, μήπως οι μοναχές έχουν βάλει λιβάνι ή κάτι άλλο. Διαπιστώνουν όμως ότι τίποτε δεν είναι από όλα αυτά. Μία είναι η πηγή, του αρώματος αυτού, την οποίαν και πολλοί άλλοι υποστηρίζουν, ο τάφος του πατρός Αθανασίου!
Μία δε μοναχή σεβάσμια (εκτός βέβαια του ησυχαστηρίου) συνηθίζει να λέγει με πολύ στοχασμό και σύνεση, ο Γέροντας είναι «μυροβλύτης».
«Ως άλλος Συμεών» Ο κ. Δ.Κ. και η σύζυγός του Μαρία, διηγούνται το εξής: Το 1951 όταν το παιδί τους ήτο 10 μηνών έμεναν σ’ ένα σπίτι στα Ανάβρυτα στο Μαρούσι. Η σπιτονοικοκυρά τους είχε την κακή συνήθεια να βλάσφημα και να στέλνει όλους στο «σατανά». Μία ημέρα η μητέρα του παιδιού, την παρατήρησε, με το αιτιολογικό ότι θα ξυπνούσε το παιδί της που κοιμόταν. Δεν πέρασε πολύ ώρα και το παιδί της πράγματι ξύπνησε και άρχισε να κλαίει, σαν να το πείραζε κάποιος. Η μητέρα προσπάθησε να το καθησυχάσει αλλά αυτό είχε όλη τη νύκτα ανησυχία. Τότε δε θυμήθηκε η μητέρα ότι το παιδί είχε από το μεσημέρι να ουρήσει. Το πήγαν στο γιατρό, του έκαμαν κάτι ενέσεις, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Το πρωί το πήγαν στο νοσοκομείο των Παίδων, του έκαμαν διάφορες εξετάσεις και του έδωσαν φάρμακα, η κατάσταση όμως παράμενε η ίδια. Την επομένη ημέρα το παρέδωσαν στους γονείς, για το σπίτι, με την προϋπόθεση ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε περισσότερο. Είχαν περάσει δυόμισι ημερονύκτια, δίχως να ουρήσει παρ’ όλα τα φάρμακα και τις θεραπείες.
Οι άτυχοι γονείς θρηνούσαν για το παιδί τους, οπότε η κ. Ξ. γειτόνισσα τους λυπήθηκε και τους έστειλε στον πατέρα Αθανάσιο να το «σταυρώσει». Πράγματι ο πατέρας πήρε το παιδί του και τρέχοντας πήγε στη Νερατζιώτισσα.
Ήταν ένα απόγευμα του 15αυγούστου, μόλις είχε τελειώσει η παράκληση και ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Το παιδί ήταν αναίσθητο και με φουσκωμένη την κοιλιά. Ο πατήρ Αθανάσιος μόλις το βλέπει λέγει: «Κάτι σατανικό συνέβη». Τότε είπε σε όσους βρεθήκανε εκεί να γονατίσουν, πήρε το παιδί στα χέρια του όπως ο δίκαιος Συμεών τον Κύριο και το έβαλε στο Ιερό, φέρνοντάς το τρεις φορές, γύρω από την Αγία Τράπεζα.
Έπειτα το έφερε έξω και το έδωσε στους συντετριμένους γονείς. Ο πατέρας το πήρε και πάλι στην αγκαλιά αναίσθητο.
Τότε λέγει στους γονείς του παιδιού να γονατίσουν μπροστά στην Ωραία Πύλη και γονάτισε κι Εκείνος.
Έκαμε μια θερμή προσευχή εξορκίζοντας το ακάθαρτο πνεύμα. Το θαύμα έγινε! Το αναίσθητο παιδί τινάχθηκε στην αγκαλιά του πατέρα και ένοιωσε κάτι ζεστό να τον περιχύνει. Το παιδί ούρησε! γέμισε τον πατέρα και το γύρω χώρο. Ο Γέροντας με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε τον Κύριο και ευχήθηκε στους γονείς του. Σήμερα το παιδί είναι υγιέστατο και είναι πατέρας ενός παιδιού.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Συναξάριο Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ νέου
τοῦ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει (†1967).
Αὐτός ὁ μακάριος καί νεοφανής φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας καταγόταν ἀπό κάποιο χωριό τῆς Ἀχαΐας, τό ὁποῖο οἱ ὀρεινοί κάτοικοι τῆς Πελοποννήσου ὀνομάζουν Τουρλάδα. Γεννήθηκε τό 1891 ἀπό φτωχούς ἀλλά εὐσεβεστάτους γονεῖς, τόν Βασίλειο καί τήν Κωνσταντίνα Χαμακιώτη, λαβών κατά τό θεῖο βάπτισμα τό ὄνομα Γεώργιος.
Ἀπό τά νεανικά του χρόνια ἔδωσε δείγματα γιά τό τί ἐπρόκειτο νά γίνει. Ἐπεδείκνυε σεμνή ἠθική διαγωγή καί ἀσκοῦνταν στόν θεῖο φόβο. Νυχθημερόν προσευχόμενος πρός τόν Κύριον, ποθοῦσε τό μέγα λειτούργημα τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἔλαβε τό σχῆμα τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας τῶν μοναζόντων. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν, πλήρης θείου ἔρωτος ἔφτασε στήν ἁγιώνυμη Λαύρα τῆς Ἀχαΐας, στήν ὁποία ἐμόναζε τότε καί ὁ ἀδελφός τοῦ πατέρα του, Χαρίτων Ἀναγνωστόπουλος. Ἐκεῖ μετά ἀπό ἑπταετῆ δοκιμασία καί ἐν συνεχείᾳ ἀφοῦ φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἄρτας, ἐκάρη μοναχός καί μετονομάστηκε Ἀθανάσιος. Τήν 14η τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου 1921 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί στό ἑξῆς ἔλαμψε ὡς λύχνος φαεινός πάνω στόν λυχνοστάτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν ἁγιοτόκο μονή τῆς Λαύρας, διαχέοντας παντοῦ τό φῶς τῶν θείων ἀρετῶν καί διαπρέποντας ἐπί δεκαετίᾳ μέ τίς πράξεις του, τούς λόγους του καί μέ ὅλα του τά χαρίσματα.
Λόγῳ τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγείας του ἀναχώρησε γιά τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἀφοῦ παρέμεινε σέ διάφορες περιοχές πλησίον τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ὅπως στήν Ἀνάληψη, τήν Γλυφάδα, τήν Μάνδρα, ἐπεζήτησε τόν ἡσύχιο βίο τοῦ ἐφημερίου καί πρός τοῦτο δέχτηκε νά διοριστεῖ ὡς Ἐφημέριος κατά τό ἔτος 1936 στό περικαλλέστατο παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τῆς ἐπιλεγομένης Νεραντζιωτίσσης στήν τότε κωμόπολη τοῦ Ἀμαρουσίου. Ἐκεῖ ὡς ἄμεμπτος ἐξομολόγος καί ἀκάματος ἱερουργός ἄσκησε τά ἱερατικά του καθήκοντα καί κατέλιπε τίς πατρικές του παρακαταθῆκες στό ἀγαπημένο του ποίμνιο, τό ὁποῖο ἐδίδαξε καί καθοδήγησε μέ εἰλικρίνεια.
Τό ἔτος δέ 1963 ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων μία παλαιά μονή εὑρισκομένη στήν Ροδόπολη Ἀττικῆς, τήν ὁποία μέ τήν χάρη τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης καθιέρωσε καί ἀνέδειξε ὡς γυναικεία μονή. Ἐκεῖ ὁ θεῖος Ἀθανάσιος ἀνεδείχθη ἐν σώματι ἄγγελος. Μέ κόπο καί ἱδρῶτα πολύ ἀφιερώθηκε στήν ἱερά μελέτη, ἕλκοντας πρός τό πρόσωπό του ὅλες τίς διψῶσες ψυχές καί καθοδηγώντας τις στήν κατά Χριστόν φιλοσοφία. Προσέφερε ἔτσι στήν ἁγία Ἐκκλησία πλείστους καρπούς, ὀρθοτομώντας τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
Προέβαλλε σέ ὅλους τήν ἐλεημοσύνη, τήν ὁποία ὡς ἱεροπραξία τελοῦσε νυχθημερόν, ποριζόμενος καί ἐμπιστευόμενος τήν πενία του στό ρηθέν ὑπό τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, «πάρα πολύ μακάριος εἶναι ὁ εὐεργετῶν πολλούς φτωχούς· γιατί κατά τήν Κρίση θα βρει πολλούς συνηγόρους».
Μέ αὐτό τόν τρόπο διήγαγε τήν μακαρία του ζωή, ἀφήνοντας ὁσιακή μαρτυρία σέ ὅλους, ὅσοι προσέτρεχαν πρός αὐτόν, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τήν 17η μηνός Αὐγούστου 1967, παραδίδοντας τό πνεῦμα του στά χέρια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, πλήρης ἡμερῶν καί καλῶν ἔργων. Καθώς δέ τό θεῖο σκήνωμά του ἐτάφη στήν μονή πού ἵδρυσε ὁ ἴδιος, δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ ἀνείκαστες ἐνδείξεις τῆς παρηγορίας, παρουσίας καί παρρησίας τοῦ ὁσίου Γέροντος, ἀφοῦ ἄρρητη εὐωδία ἐκχέεται ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα κατά τήν θεία ρήση τῶν Γραφῶν, ἡ ὁποία εὐφραίνει καί ἁγιάζει τούς εὐλαβῶς προσερχομένους στή εὐαγῆ μονή του. Πλουτίζοντας μέ θαύματα τήν πρός Κύριον μεσιτεία του, ἱλαρύνει τούς πιστούς καί μᾶς μυσταγωγεῖ καί μετά θάνατον εἰς λαμπρότητα βίου καί αἰώνια σωτηρία. Ὑπέρ λίαν ποθητός καί σεβάσμιος, καθώς καί συμπαθής καί ἐλεήμων πατέρας πρός τά τέκνα του ἀφοσιώθηκε στήν ἀκράδαντη διακονία Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Ταῖς τοῦ ὁσίου πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
π. Αθανάσιος Χαμακιώτης: Ο αγιασμένος Γέρων της Νερατζιώτισσας