π. Επιφανίου I. Θεοδωροπούλου
ΔΥΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗ
Η ταπεινότης μου θα αρκεσθή εις δύο πτωχά «αγριολούλουδα». Μη τα περιφρονήσετε. Έχουν και αυτά την χάριν των… Δια των ως άνω εννοώ ότι θα αρκεσθώ να μνημονεύσω δύο προσωπικάς μου εμπειρίας, δύο περιστατικά, τα οποία δεικνύουν το βάθος της ταπεινώσεως του συγχρόνου αυτού αγίου. Η αρετή αυτή, άλλωστε, είναι το υπ’ αρ. 1. χαρακτηριστικόν όλων των αγίων.
Το πρώτον: Κατά το θέρος του 1965 (παραμονάς «15 Αυγούστου») μετέβην εις επίσκεψίν του. (Τον εγνώριζον, εννοείται από παλαιότερον). Λόγω μακράς απουσίας του πνευματικού μου εξ Αθηνών, τον παρεκάλεσα να δεχθή και την εξομολόγησίν μου. Εισήλθομεν εις το ναύδριον του αγίου Γεωργίου και εκαθήσαμεν εις δύο σκαμνία. Ότε ετελειώσαμεν, εγονυπέτησα δια την συγχωρητικήν Ευχήν.
Αφού ηγέρθην, μου λέγει: «Σας παρακαλώ, καθήσατε». Υπέθεσα ότι θα θέλη να μου δώση συμβουλήν τινά. Εκάθησα εγώ, εκάθησε και εκείνος. Αφαιρεί το επιτραχήλιόν του και μου το προσφέρει, λέγων: «Παρακαλώ, φορέσατέ το». Έμεινα εμβρόντητος. «Τι είπατε;», εψέλλισα, ευθύς ως συνήλθον εκ της καταπλήξεως. Μου επαναλαμβάνει την αυτήν φράσιν: «Παρακαλώ, φορέσατε το». «Πάτερ Αθανάσιε, αυτό είναι αδύνατον», απαντώ. «Σας παρακαλώ!» επιμένει. «Πάτερ Αθανάσιε, ζητήσατέ μου ό,τι άλλο θέλετε. Είμαι έτοιμος να κάμω ‘τούμπες’. Αυτό όμως που ζητείτε μου είναι αδύνατον. Να εξομολογήσω εγώ Σας;». «Σας παρακαλώ» επαναλαμβάνει μετά πολλής ευγενείας, αλλά και τίνος επιτακτικότητος, ενώ η χειρ του, κρατούσα το επιτραχήλιον, ήτο συνεχώς τεταμένη προς το μέρος μου. Αρνούμαι. Επιμένει. Αρνούμαι. Επιμένει. Εις το τέλος, εντρεπόμενος να βλέπω τεταμένην την γηραλέαν χείρα του, υποχωρώ. Λαμβάνω με τρέμουσαν χείρα το επιτραχήλιο και το φορώ. (Εγνώριζον ότι είχε την άδειαν του οικείου Επισκόπου να αναθέτη εις γνωστούς του Κληρικούς οιανδήποτε ιεροπραξίαν εντός του Ησυχαστηρίου). Έσκυψα την κεφαλήν και ήκουον σιωπών ό,τι είχε να μου είπη. Εγονάτισε δια την Ευχήν και εχρειάσθη να τον βοηθήσω ίνα εγερθή, διότι το γήρας και αι ασθένειαι του είχον στερήσει την ευκινησίαν.
Έφυγον όχι απλώς συντετριμμένος, αλλά με την αίσθηση ότι είχον υποστή εγκαύματα εκ πτώσεως εις λέβητα με ζέον ύδωρ. Η εικών αύτη, η συγκλονιστική δι’ εμέ εικών ενός παλιού και αγίου Γέροντας γονυπετούς υπό το επιτραχήλιον ενός νέου και άπειρου Κληρικού, επί ημέρας δεν έφευγεν εκ της μνήμης μου…
Το δεύτερον: Η ως άνω σκηνή επανελήφθη κατά καιρούς πάλιν και πάλιν… Εγώ, άπαξ και είχον λάβει το «βάπτισμα του πυράς», υπεχώρουν πλέον άνευ αντιλογίας. Κατά τινά ημέραν, ευθύς μετά την εξομολόγησίν Του, μου λέγει: «Από πολύ καιρόν με απασχολεί ένα πρόβλημα της Μονής και θα ήθελα την γνώμην σας».
Ενώ εξέθετο το πρόβλημα, εγώ εσχεδίαζον κατά νουν την απάντησίν μου. Εσκεπτόμην να Του είπω: «Πάτερ μου, έχετε τα διπλάσια και πλέον έτη από εμέ (εγώ ήμουν τότε 35-36 ετών). Έχετε πείραν μυριοπλάσιον της ιδικής μου. Έχετε μεμαρτυρημένως ζωήν αγίαν και πλούσιον τον φωτισμόν του Κυρίου. Εγώ εις όλα αισθάνομαι νήπιον ενώπιόν Σας. Είναι λοιπόν δυνατόν να τολμήσω να δώσω εγώ συμβουλήν εις Υμάς; Λύσατε μόνος Σας το πρόβλημα με τον φωτισμόν που δια της προσευχής θα Σας δώσει ο Κύριος. Μη ζητείτε συμβουλάς από εμέ. Με φέρετε εις πολύν δύσκολον θέσιν…».
Ετέρα όμως σκέψις, υπεισελθούσα, αντέκρουσε την ανωτέρω: «Εάν ο άνθρωπος, ολίγον πριν έλθης προσηυχήθη εν ταπεινώσει και είπε: ‘Κύριέ μου, εγώ θα θέσω το πρόβλημα εις τον πρώτον Ιερέα που θα εμφανισθή, όποιος και αν είναι, και θα ζητήσω την συμβουλήν του, Συ δε φώτισέ τον να μου είπη τα πρέποντα’, έχεις δικαίωμα να αρνηθής; Η άρνησίς σου θα είναι κατά Θεόν; Ποίησον αγάπην, και κάμε υπακοήν και ειπέ Του ό,τι νομίζεις, ό,τι ‘σου κατέβη’. Και βλακείαν να του είπης, ο Θεός θα λύση το πρόβλημα. Θα το λύση δια να βραβεύση την ταπείνωσιν αυτού του ανθρώπου που ερευνά ένα πολύ νεώτερόν του και κατά πάντα κατώτερόν του. Η γνώμη που θα του δώσης δεν έχει ούτε αξίαν ούτε σημασίαν. Αρκεί η ταπείνωσίς Του. Η ιδική Του ταπείνωσις θα λύση το θέμα και όχι η γνώμη σου…».
Εύρον ορθοτέραν την δευτέραν σκέψιν και ότε ετελείωσεν, είπον εν πολλή συστολή την γνώμην μου δια την αντιμετώπισιν του ζητήματος… Μετά πάροδον χρονικού τίνος διαστήματος, κατά τινά νέαν επίσκεψίν μου, πλήρης χαράς και με μίαν παιδικήν απλότητα μου ανεκοίνωσεν ότι «ηκολούθησε την συμβουλήν μου» και το πρόβλημα ελύθη ολοκληρωτικώς, διό και μου… ώφειλε «πολλήν ευγνωμοσύνην»!…
Εγώ ητένιζον το ιλαρόν και γαλήνιο πρόσωπόν Του, το πάντοτε πράον, φωτεινόν και ακτινοβόλον και εμειδίων… Προετίμησα να σιωπήσω. Οι άγιοι, εσκέφθην, έχουν πολλάς τοιούτου είδους, (τονίζω: τοιούτου είδους!) «πλάνας» και «ψευδαισθήσεις». Αν δεν τας είχον, άλλωστε, δεν θα ήσαν άγιοι… Ας διατηρήση λοιπόν και ο π. Αθανάσιος την ιδικήν του. Ας πιστεύη δηλαδή ότι η δική μου «σοφή (!) συμβουλή» έλυσε το πρόβλημα και όχι η ιδική του αγιότης, η οποία τον ωδήγει εις τόσην ταπείνωσιν…
Είθε να έχωμεν όλοι την αγίαν ευχήν του…
Μετά πολλής τιμής και αγάπης εν Κυρίω Ιησού
Επιφάνιος I. Θεοδωρόπουλος
Αρχιμανδρίτης
Εν Αθήναις τη 18η Ιανουάριου 1986
μνήμη του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου
Υ.Γ. Θα έγγραφον ολίγα και δια τα όντως οσιακά τέλη Του, διότι συχνάκις Τον επεσκεπτόμην εν τω «Ευαγγελισμώ» και εκαθήμην παρά την κλίνην Του, αλλ’ είμαι βέβαιος ότι δι’ αυτά θα γράψουν λεπτομερώς αι Αδελφαί του Ησυχαστηρίου του, αι οποίαι, εναλλασσόμεναι, τον διηκόνουν μετά πολλής στοργής και αφοσιώσεως επί 24ώρου βάσεως. Ο αυτός.
Σημ. Η επιστολή αυτή του π. Επιφανίου I. Θεοδωροπούλου στάλθηκε στον γράφοντα για το βιβλίο «Αθανάσιος Αγιολαυρίτης ο Πνευματικός» και κατόπιν δημοσιεύθηκε και στον «Ορθόδοξο Τύπο» στο 685 φύλλο με ημερομηνία 14 Φεβρουάριου 1986.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
π. Αθανάσιος Χαμακιώτης: Ο αγιασμένος Γέρων της Νερατζιώτισσας