Όρος Σινά – Επί τού Όρους Ομιλία
α) Ο παλαιός Νόμος.
Ο παλαιός Νόμος δόθηκε στο όρος Σινά τον τρίτο μήνα από της εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο και κατά την πορεία τού λαού προς τη γη των πατέρων του.
Ο Νόμος αυτός δόθηκε με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια, με θορυβώδεις εκδηλώσεις, μέσα σε καπνούς και διάτορες φωνές σαλπίγγων, με αστραπές και σε νεφέλη γνοφώδη, ώστε να πτοηθεί ο σάρκινος εκείνος και αισθησιακός λαός από τα ηχηρά αυτά εκδηλώματα, να εντυπωσιαστεί και να μπορέσει να λάβει έτσι κάποια αίσθηση της μεγάλης σημασίας της θείας φανερώσεως και τού γεγονότος ότι με την τήρηση της διαθήκης τού Θεού θα γινόταν «λαός περιούσιος από πάντων των εθνών»450. Το γεγονός δε, ότι ο Νόμος δόθηκε στο όρος έχει συμβολική αναγωγική σημασία. Το όρος είναι τόπος υψηλός. Η προσέγγιση της κορυφής του απαιτεί ανάβαση. Όμοια και ο Θεός κατοικεί στα υψηλά (στους ουρανούς), μακριά από τη χθαμαλότητα της γης. Για να προσεγγίσεις την Αλήθεια και το Νόμο του, πρέπει ν’ ανέβεις ψηλά, ν αφήσεις πίσω σου τα ταπεινά και χαμαίζηλα, ν’ αποδεσμευτείς από ό,τι σε κρατεί δεμένο με τη γη, ν’ αποκολληθείς από κάθε υλικό και γήινο (η έκφραση έχει σημασία τροπική). Το όρος όπου κατέβη ο Θεός ήταν τόπος άγιος. Στον αμαρτωλό λαό απαγορεύτηκε η προσέγγισή του. Μόνον ο υπηρέτης τού Θεού ανέβηκε μαζί με τον αδελφό του Ααρών στην κορυφή, για να συναντήσει εκεί τον Θεό. Ο λαός ωστόσο στον οποίον αφορούσε άμεσα η θεία φανέρωση, αγνίστηκε από το Μωϋσή με νηστεία, εγκράτεια και εξωτερικούς καθαρμούς, σαν ένα έργο ηθικής προετοιμασίας απαραίτητης για την υποδοχή τού Αγίου.
Ο Νόμος, αν και προσαρμοσμένος στην ηθικοπνευματική αντοχή τού ανθρώπου της παλαιάς οικονομίας, όμως, ως φανέρωμα της λυτρωτικής βουλής τού Θεού, ως έκφραση τού αγίου του θελήματος σε μια πρώτη φάση της θείας αποκαλύψεως, έχει ακατάλυτο κύρος και ισχύ και έμελλε, συμπληρούμενος, να ενσωματωθεί στή νέα οικονομία της χάριτος στο Πρόσωπο τού σαρκωμένου Λόγου τού Θεού. Περιλαμβάνει δε ο Νόμος δέκα βασικές εντολές, οι οποίες ρυθμίζουν τα καθήκοντα τού ανθρώπου προς τον Θεό και το συνάνθρωπο. Ας τις δούμε κάπως αναλυτικά.
Εντολή πρώτη
«Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου. Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού».
Στην εντολή αυτή περιλαμβάνονται· μία δήλωση, μία υπόμνηση και μία απαγόρευση. Και η μεν δήλωση αφορά στην αλήθεια και την κυριότητα τού Θεού πάνω στο λαό. «Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός σου, ο μοναδικός κύριος της ζωής σου». Η δε υπόμνηση αναφέρεται στην απελευθέρωση τού λαού από το δουλικό ζυγό των Αιγυπτίων, την οποίαν έκανε Πρόσφατα ο Θεός, συντρίβοντας την αλαζονεία και τη δύναμη τού Φαραώ. Η υπόμνηση έχει άμεση αναφορά στην πιο πάνω δήλωση τού Θεού. «Μη λησμονείτε -τους υπενθύμιζε -ότι εγώ είμαι εκείνος που, αποδεικνύοντας τη μεγάλη μου δύναμη, σάς έσωσα θαυματουργικά από την κάκωση της δουλείας». Στα λόγια αυτά τονίζεται η βαθιά υπαρξιακή σχέση τού Θεού με το λαό του. Ο Θεός δεν είναι εδώ μία αφηρημένη θεότητα, μια ιδέα γενική και αόριστη σαν κι αυτές που πλάθει με το μυαλό του ο άνθρωπος, θεότητα παγερή και αδιάφορη, αδύναμη να βοηθήσει στην ιστορική του στιγμή τον άνθρωπο. Είναι ο Θεός ο γεμάτος αγάπη που μεριμνά για το πλάσμα του, ρυθμίζει και καθοδηγεί τη ζωή του, παρεμβαίνει στις δύσκολες ώρες του, το σώζει από κινδύνους και περιπέτειες, το περιέπει και το προστατεύει. Η απαγόρευση, τέλος, εκφράζει την απαίτηση τού Θεού, ο λαός, μπροστά στο μέγεθος της αγάπης, της αλήθειας και της δυνάμεως τού Θεού, να μένει πιστά προσκολλημένος σ αυτόν, χωρίς να στρέφεται σε άλλους ξένους και αλλότριους θεούς. Στην πιστότητα αυτή τού λαού που έρχεται σαν συνέπεια της πιστότητας τού Θεού προς το λαό, συνάπτεται η Διαθήκη, η συμφωνία τού Θεού με τον άνθρωπο. «Εγώ είμαι ο κύριος ο Θεός, ο γεμάτος πιστότητα και αγάπη προστάτης σας· αν και σεις μείνετε πιστοί και αφοσιωμένοι στο Νόμο μου, θα σάς αναδείξω λαό μου περιούσιο, εκλεκτό μεταξύ των άλλων λαών της γης· θα σάς χορηγήσω την αλήθειά μου και θα σάς περιβάλω με την αγάπη και την προστασία μου». Η Διαθήκη επομένως τού Θεού μένει αταλάντευτη και ισχυρή μόνο σε περίπτωση και στο μέτρο που ο λαός τιμά την υπόσχεσή του και μένει κι αυτός πιστός στο θέλημα τού Θεού.
Εντολή δευτέρα
«Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τώ ουρανώ άνω και όσα εν τή γη κάτω και όσα εν τοίς ύδασιν υπό κάτω της γής. Ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς· εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοίς μισούσί με και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοίς αγαπώσί με και τοίς φυλάσσουσι τα προστάγματά μου».
Η εντολή αυτή αποτελεί προέκταση της προηγούμενης. «Δεν θα έχεις άλλους θεούς -λέγει ο Κύριος- των οποίων να κατασκευάζεις ειδωλικά ομοιώματα ούτε από όσα υπάρχουν στον ουρανό, ούτε από όσα υπάρχουν στη γη ούτε και από όσα κινούνται στα ύδατα κάτω από τη γη (στις θάλασσες). Τα ομοιώματα αυτά δεν θα τα λατρεύσεις ούτε θα τα προσκυνήσεις». Κάνει δε και μια σημαντική δήλωση ο Θεός, θέλοντας να θέσει το λαό προ των ευθυνών του (το ίδιο είχε κάνει και στον πρώτον άνθρωπο, σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση της εντολής του που θα γεννούσε το θάνατο451). «Σάς απαγορεύω την κατασκευή και την προσκύνηση των ειδώλων, γιατί πρέπει να ξεύρετε ότι είμαι Θεός ζηλωτής, που φθάνω σε σημείο να τιμωρώ τις αμαρτίες των πατέρων στα παιδιά τους μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς». Με τα λόγια αυτά φοβίζει ο Θεός το λαό, που σκληροτράχηλος και απειθής καθώς ήταν, μόνο τη γλώσσα αυτή μπορούσε να κατανοήσει. Άλλωστε δεν βρισκόμαστε στην εποχή της χάριτος, που η ενέργεια τού Πνεύματος τού Θεού έμελλε να ενεργήσει στις καρδιές των ανθρώπων σαν αύρα λεπτή και απαλή. Στην παλαιά οικονομία τα εκδηλώματα της θείας ενέργειας ήσαν θορυβώδη και βίαια, με άμεση απάντηση της θείας δικαιοσύνης στα παραπτώματα τού λαού σαν μέσο ανασχέσεώς του από τον κατήφορο προς το κακό και την ειδωλολατρία. Εν πάση περιπτώσει ό,τι λέγεται εδώ κρύβει μια πολύ μεγάλη αλήθεια· ότι ο Θεός είναι ζηλωτής δηλαδή η φύση του ζέει, είναι καυτή σαν φωτιά («πύρ καταναλίσκον»452). Δεν είναι ψυχρός ή χλιαρός. Δεν μεταμελείται για τις αποφάσεις του. Η βούλησή του δεν έχει μεταπτώσεις και γυρίσματα ούτε γνωρίζει χαλάρωση στον τόνο και την έντασή της.
Δεν λησμονεί ούτε αμνηστεύει την αμαρτία, αλλά την τιμωρεί οπουδήποτε και από οποιονδήποτε διενεργείται, με διαφοροποιήσεις φυσικά ανάλογα με τη βαρύτητα των αμαρτημάτων και στο μέτρο της πεισματικής και αμετανόητης επιμονής σ αυτήν της ανθρωπίνης βουλήσεως. Είναι φοβερόν, λέγει η Γραφή, «το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»453. Η αλήθεια αυτή φαίνεται να μη συνειδητοποιείται όσο θα έπρεπε από τον άνθρωπο και μάλιστα στη νέα Διαθήκη της χάριτος, με το σκεπτικό ότι ο Θεός δεν είναι εκδικητικός και ότι η άπειρη αγαθωσύνη του είναι πιο δυνατή από τη δικαιοσύνη του, ώστε να μην είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τιμωρηθεί αιώνια από τον εύσπλαχνο και πανοικτίρμονα Θεό. Λάθος μεγάλο, που ο διάβολος με τέχνη περνά στις επιπόλαιες και αστήρικτες ψυχές, κάνοντάς τες να λησμονούν ότι συναισθηματικοί ρομαντισμοί σαν κι αυτούς που παρατηρούνται στα επιπόλαια πλάσματα δεν υπάρχουν στον άγιο και αναλλοίωτο Θεό, που μένει αμετάκλητα πιστός στους λόγους και τις αποφάσεις του.
Στο στόχαστρο της δευτέρας εντολής βρίσκεται η ειδωλολατρία, έναντι της οποίας ο Θεός φέρεται με πολλήν αυστηρότητα. Διότι αυτή είναι η κατ εξοχήν αμαρτία. Η μεγάλη αντίζηλος τού Θεού. Όταν ο πρώτος άνθρωπος θέρισε τον καρπό της παρακοής στην Εδέμ, εγκατέλειψεν αλόγιστα τον Πλάστη του και προσκολλήθηκε σε άλλους ψεύτικους και ανύπαρκτους θεούς. Το μυαλό του σκοτίστηκε τόσο, ώστε ανήγαγε σε θεούς τα κτίσματα. Λάτρεψε τα ουράνια σώματα, τα πλάσματα που κινούνται στη γη και τα ψάρια μέσα στις θάλασσες. Εθεοποίησε τα φαινόμενα της φύσεως, στην ουσία θεοποιώντας τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί κι αυτός είναι ένα κομμάτι της φύσεως, ένα δημιούργημα. Επρόδωσε τη σχέση του με τον αληθινό Θεό και δέθηκε με το ψέμα. Αποδείχτηκε μοιχός, προδίδοντας το δεσμό του με τον Πατέρα και δημιουργώντας σχέσεις με άλλες ψεύτικες κι ανύπαρκτες θεότητες, προσκυνώντας είδωλα κωφά και άλαλα. Η ειδωλολατρία είναι το ψέμα, η διαστροφή, η αναλήθεια. Γκρεμίζει τον Πλάστη και στη θέση του ανεβάζει το πλάσμα του. Είναι η μεγάλη αυθάδεια, η ύβρη, η νόθευση της υπάρξεως. Γι αυτό κι ο Θεός στην παλαιά οικονομία απαντούσε άμεσα στη μεγάλη αυθάδεια τού λαού τον οποίον εξέλεξε σαν θεματοφύλακα της θείας του αλήθειας, όσες φορές αυτός αθετούσε την πίστη του, λατρεύοντας τα είδωλα. Τον τιμωρούσε πολύ αυστηρά παραδίδοντας αυτόν και τα τέκνα του στο δουλικό ζυγό άλλων ξένων ειδωλολατρικών λαών, για να νιώσει έμπρακτα το μέγεθος της αλόγιστης συμπεριφοράς και της αχαριστίας του. Όπως απαντά ο Θεός και σε κάθε άλλου είδους ειδωλολατρία και της πιο εκλεπτυσμένης μορφής, στην οποίαν περιέρχεται ο άνθρωπος κάθε εποχής, λησμονώντας τον Θεό που τον έπλασε και λατρεύοντας τις ιδέες, τις δυνάμεις και τις δεξιοτεχνίες του και γενικά τα έργα των χειρών του.
Εντολή τρίτη
«Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω· ου γάρ μη καθαρίσει Κύριος τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω».
Όπως άγιος και σεβαστός είναι ο Θεός, άλλο τόσο άγιο και σεβαστο πρέπει να είναι και το όνομά του, που εκφράζει την άπειρη ουσία και τις θείες του ενέργειες. Ο Θεός νομοθετεί το σεβασμό τού ονόματός του σαν μια πιστοποίηση της σοβαρότητος της σχέσεως που σφυρηλατεί η Διαθήκη του με το λαό του. Διότι, όπου το όνομά του αλόγιστα διασύρεται, εκεί δεν μπορεί να υπάρχει αγάπη, σεβασμός και πιστότητα, οπότε η Διαθήκη τού Θεού κιβδηλεύεται. Στην εντολήν απαγορεύεται η «επί ματαίω», δηλαδή η χωρίς σοβαρό λόγο αναφορά και χρήση τού ονόματος τού Θεού, που είναι τόσο συχνές στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η πρόχειρη και άνευ λόγου λήψη τού θείου ονόματος σημαίνει έλλειψη εκτιμήσεως και σεβασμού. Αν ο συνετός άνθρωπος κρύβει τα ιερά και τα όσιά του βαθιά μέσα στη ψυχή του, δεν τα προφέρει αλόγιστα ούτε τα διαπομπεύει, πόσο περισσότερο το πανάγιο όνομα τού Θεού οφείλει να κρύβει στα βάθη της καρδίας του, να το τιμά εν σιγή και να το λατρεύει! Απαγορεύει ο Θεός και τιμωρεί αυστηρά την πρόχειρη χρήση τού ονόματός του που γίνεται τόσο επιπόλαια είτε για να δοθεί σοβαροφάνεια στα λεγόμενα των ανθρώπων είτε και να βεβαιωθεί η αλήθεια των πράξεών τους. Απαγορεύει τον πρόχειρο όρκο και πολύ περισσότερο την ψευδορκία, που είναι διασυρμός της αλήθειας τού Θεού, σύμπτωμα ποταπότητος ψυχής. Η απαγόρευση της «επί ματαίω» λήψεως τού ονόματος τού Θεού, εξυπακούει φυσικά τη χρησιμοποίησή του σε περιπτώσεις σοβαρές454 που ανακύπτουν στην καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής. Ο Κύριος θα συμπληρώσει αργότερα τον Νόμο στο σοβαρό ζήτημα τού όρκου. Αν, τέλος, η πρόχειρη λήψη τού ονόματος τού Θεού απαγορεύεται, φανταζόμαστε πόσο πιο πολύ αποτρόπαιη είναι η βλασφημία τού αγίου του ονόματος, που είναι σύμπτωμα βαθιάς ακαθαρσίας και βδελυρότητος ψυχής, έστω κι αν αυτή γίνεται επιπόλαια και μηχανικά. Πώς είναι -αλήθεια- δυνατόν ο βλάσφημος να δει Πρόσωπο Θεού;
Εντολή τετάρτη
«Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. έξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τή δε ημέρα τή εβδόμη σάββατα Κυρίω τώ Θεώ σου· ου ποιήσεις εν αυτή πάν έργον, σύ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παίς σου και η παιδίσκη σου, ο βούς σου και το υποζύγιόν σου και πάν κτήνός σου και ο προσήλυτος ο παροικών εν σοί. Εν γάρ έξ ημέραις εποίησεν ο Κύριος τον ουρανόν και την γήν και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς και κατέπαυσε τή ημέρα τή εβδόμη· διά τούτο ευλόγησεν ο Κύριος την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν».
Και η εντολή αυτή εντάσσεται στη σειρά των καθηκόντων που έχει ο άνθρωπος προς τον Θεόν· αφορά δε στον αγιασμό της ημέρας των Σαββάτων, που είναι η ημέρα τού Θεού. Κατ αυτήν γιορτάζει ο ίδιος ο Θεός. Αφού σε έξι μέρες τελείωσε το δημιουργικό έργο του και είδε ότι τούτο ήταν «καλόν», σύμφωνο δηλαδή με το σχέδιο της δημιουργικής του ενέργειας, «ξεκουράστηκε» από τον «κόπο» της δημιουργίας, ευλογώντας και αγιάζοντας την ημέρα την εβδόμη. Την «ανάπαυση» αυτή πρέπει να την νοήσουμε ιεροπρεπώς και όχι στα δικά μας φυσικά μέτρα, γιατί ο Θεός, ως το απόλυτο πνεύμα, δεν κουράζεται σωματικά όπως εμείς οι άνθρωποι. Με τη λήξη της δημιουργίας έχουμε τον πρώτο σαββατισμό (ανάπαυση) τού Θεού. Αργότερα ο Χριστός θα τελέσει με την ταφή του το δεύτερο σαββατισμό, μετά το πέρας τού λυτρωτικού έργου του, εγκαινιάζοντας την ημέρα την Ογδόη, τον άφθιτο αιώνα τού Θεού. Η ημέρα τού Σαββάτου, ως γιορτή τού Θεού, είναι ημέρα αγία και ιερά. Είναι άξια τιμής και σεβασμού. Όπως δε, τις ημέρες μεγάλων εθνικών και ιστορικών γεγονότων τιμούν οι άνθρωποι με αργία και άλλες εκδηλώσεις εορταστικές, έτσι και ο Θεός επιβάλλει στο λαό του αργία καθολική και απόλυτη κατά τη δική του γιορτή. Απαγορεύεται κατ’ αυτήν η εργασία σ’ ολόκληρο το οικογενειακό εύρος τού λαού. Δεν επιτρέπεται να εργάζονται οι γονείς, τα τέκνα, οι υπηρέτες, τα ζώα που είναι στη δούλεψη τού ανθρώπου και οι προσήλυτοι που μένουν προσωρινά κι εργάζονται στις εβραϊκές οικογένειες. Η αργία των Σαββάτων δεν είναι μία απλή τιμητική αφιέρωση στο δημιουργό Θεό, μία ανάμνηση τού έργου του, κομμάτι τού οποίου είναι και ο άνθρωπος, ο οποίος έχει τόσους λόγους να ευχαριστεί και να δοξάζει τον πλαστουργό του· είναι κατ’ επέκταση και σεβασμός προς την ανθρώπινη υπόσταση. Η ημέρα τού Θεού είναι ημέρα και τού ανθρώπου. Στον εβδοματικό χρόνο που ανακυκλώνεται συνεχώς σημαδεύοντας τη ζωή τού πλάσματος, η τελευταία ημέρα πρέπει να είναι ανάπαυση από κάθε δούλεψη και μόχθο. Και όχι μονάχα σαν φραγμός στην πλεονεξία τού ανθρώπου, αλλά και σαν ευκαιρία ανανεώσεως των σωματικών και ψυχικών του δυνάμεων, σαν ευκαιρία «αναψυχής» και επιδόσεως σε έργα αγαθά και καλλιέργειας πνευματικής της ψυχής. Αφ’ ετέρου πολύ συγκινητική είναι και η κοινωνική διάσταση της εντολής, που τόσο απλόχερα εκφράζει τη διάσταση της αγαπητικής πρόνοιας τού Θεού. Ο Θεός δεν περιορίζει την αργία μονάχα στους γαιοκτήμονες και τις οικογένειές τους, αλλά στους υπηρέτες και τους μισθωτούς προσήλυτους και σ αυτά ακόμη τα ζώα που αδιαμαρτύρητα δουλεύουν για το λίγο που έχουν ανάγκη για να ζήσουν. Όλοι αυτοί έχουν δικαίωμα στην ανάπαυσή τους. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να τους την στερεί, πολύ δε ολιγότερο να τους συμπεριφέρεται απάνθρωπα και δυναστευτικά.
Στην Κ. Διαθήκη το Σάββατο αντικαταστάθηκε από την Κυριακή455, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση τού Κυρίου. Και κατ αυτήν επιβάλλεται αργία από την Εκκλησία και τη χριστιανική πολιτεία. Η Κυριακή είναι η γιορτή τού Χριστού, στην οποίαν ανακλά η χαρά της αναστάσιμης θείας δόξας. Οι χριστιανοί πρέπει να την τιμούν και να την αγιάζουν μέσα στο πνεύμα της υψηλής κλήσεως και της αποστολής τους. Κάθε είδους προσβολή της Κυριακής είναι προσβολή τού ίδιου τού Χριστού και της Εκκλησίας. Περιττό να πούμε, ότι η κυριώτερη εκδήλωση τιμής της ημέρας τού Χριστού είναι ο εκκλησιασμός.
Εντολή πέμπτη
«Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής, ής Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι».
Με την εντολήν αυτήν αρχίζει ο καθορισμός των καθηκόντων τού ανθρώπου προς τον πλησίον. Σε πρώτο πλάνο τονίζεται ο σεβασμός και η τιμή προς τους γεννήτορες, που είναι Πρόσωπα ιερά και σεβάσμια. Η περιωπή της πατρότητος και της μητρότητος είναι πολύ υψηλή. Με τις ιδιότητες αυτές ο άνθρωπος γίνεται συνδημιουργός Θεού. Ο Θεός έτσι έταξε τα πράγματα, η ζωή να διοχετεύεται διά μέσου των γονέων. Επομένως είμαστε χρεώστες σ’ αυτούς για το μεγάλο δώρο της ζωής, για τή δυνατότητα να υπάρχουμε. Είναι, λοιπόν, φυσικό και αυτοί να δικαιούνται την πρώτη μετά τον Θεό θέση στην αγάπη και το σεβασμό μας. Και όχι απλώς για το βιολογικό γεγονός της γεννήσεως, αλλά και για την περαιτέρω ανατροφή και εξέλιξη τού ανθρώπου, για την πολλή φροντίδα και αγάπη τους, για το μόχθο και τις πίκρες που νιώθουν στην ενάσκηση τού πατρικού και μητρικού τους καθήκοντος.
Ο άνθρωπος πρέπει να τιμά και να σέβεται τους γονείς του όχι απλώς διότι το επιτάσσει ο Θεός και το υπαγορεύει η συνείδησή του, αλλά και διότι η απότιση τού χρέους αυτού είναι πηγή της δικής του ευδοκιμήσεως και ευτυχίας· «ίνα εύ σοι γένηται…». Πραγματικά· όταν μεταξύ γονέων και τέκνων υπάρχει η σωστή σχέση, οι γονείς αγαπούν και παιδαγωγούν με φόβο Θεού τα παιδιά τους, τα δε παιδιά είναι ευπειθή στους γονείς και ζουν στην παραδοσιακή ατμόσφαιρα της οικογένειας, δημιουργείται μία αρμονική κατάσταση την οποίαν ευλογεί ο Θεός, και η οποία γίνεται και από τις δύο πλευρές πηγή χαράς και αγαλλιάσεως. Ο υιός που φυλάσσει «νόμους πατρός» θα γίνει «επ’ εσχάτων σοφός»456, πράγμα πολυτίμητο διά τον άνθρωπο, ενώ οι ευχές των γονέων θα στηρίζουν θεμέλια οίκων τέκνων. Συγχρόνως τα παιδιά που ανατράφηκαν σωστά από τους γονείς, θα είναι πηγή ευφρόσυνης χαράς γι αυτούς, κόσμημα και στολίδι της ψυχής τους457.
Και αυτά φυσικά σε μια οικογένεια που ζει και κατευθύνεται από το Νόμο τού Θεού. Δυστυχώς όμως υπάρχει και το αντίθετο φαινόμενο, οικογένειες που να ζουν χωρίς Θεό. Γονείς που είναι άστοργοι, βίαιοι και δυναστευτικοί στα τέκνα τους, τα παραδειγματίζουν κακώς με την απιστία και τα πολλά πάθη τους και σωρεύουν μνήμες πικρές και οργή στη ψυχή τους. Όπως και παιδιά σκληρά και αχάριστα προς τους γεννήτορες στους οποίους αρνούνται απόδοση της οφειλόμενης τιμής, τους προπηλακίζουν και τους εγκαταλείπουν απροστάτευτους στις δύσκολες και σκληρές ώρες τους, όταν η ζωή αρχίζει σιγά σιγά να τους εγκαταλείπει και έχουν ανάγκη στηρίγματος και βακτηρίας. Η αχάριστη αυτή διαγωγή στιγματίζεται από το Πνεύμα τού Θεού. Ο υιός που μυκτηρίζει τη μητέρα του και την ποτίζει με πικρία χαρακτηρίζεται ως άφρων458, ενώ αυτός που διώχνει τους γονείς του είναι «κοινωνός ανδρός ασεβούς»459. Όμοια, αυτών που κακολογούν τους γονείς «σβεσθήσεται λαμπτήρ, αι δε κόραι των οφθαλμών αυτών όψονται σκότος»460. Ιδιαίτερα αυστηρός είναι ο Νόμος στις περιπτώσεις που τα παιδιά σηκώνουν χέρι και κτυπούν τους γονείς τους· «ός τύπτει πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού, θανάτω θανατούσθω» 461.
Εντολή έκτη
«Ου μοιχεύσεις»
Η μοιχεία είναι σαρκική εξωσυζυγική σχέση, προσβλητική της οικογενειακής τιμής τού πλησίον. Είναι μεγάλο αμάρτημα, η βαρύτητα τού οποίου είναι ευθέως ανάλογη προς τη βαρύτητα της συζυγικής τιμής, που είναι ο συνεκτικός ιστός μιας σωστής και καθωσπρέπει οικογένειας. Η συζυγική πίστη είναι η έκφραση της αγάπης, της πιστότητας και τού σεβασμού που διακρατεί τους συζύγους σε μια ενότητα αρμονίας και αμοιβαίας αφοσιώσεως, η οποία συντηρεί τον οικογενειακό δεσμό και τον ανυψώνει σε ισόβια σχέση κάτω από την ευλογία και το πνεύμα τού Θεού. Η μοιχεία καταστρέφει το δεσμό αυτό. Είναι βάναυση προσβολή της προσωπικότητος τού ή της συντρόφου, καταπάτηση των όρκων πίστεως και διασυρμός της ιερότητος τού γαμικού δεσμού. Ο μοιχός αδικεί το σύντροφο μέλος, προσβάλλοντας την αγάπη και το σεβασμό που δικαιωματικά τού ανήκουν. Προσβάλλει την οικογένεια την οποίαν ουσιαστικά διαλύει με την ανάρμοστη διαγωγή του, διασύροντας συγχρόνως και τα λοιπά μέλη της. Και επειδή η οικογένεια είναι το ζωτικό κύτταρο της κοινωνίας, ο μοιχός αδικεί κατ επέκταση και την κοινωνία, διαλύοντάς την στο μέτρο της προσωπικής του συμμετοχής και ευθύνης. Τέλος ο μοιχός προσβάλλει και τον ίδιο τον Θεό, που είναι ο φυσικός νομοθέτης τού γάμου, τον οποίον εθέσπισε για τη συμπλήρωση της προσωπικότητος τού ανθρώπου και τη διαιώνιση τού είδους. Η μοιχεία, η οποία είναι πρόξενος και πολλών άλλων κακών, είναι αμάρτημα θανάσιμο, που οδηγεί τον άνθρωπο στην αιώνια αποκοπή του από τον Θεό. Επειδή δε προσβάλλει και τον κοινωνικό θεσμό, αποτελεί έγκλημα το οποίο τιμωρεί και ο νόμος των ανθρώπων. Ο παλαιός Νόμος τιμωρούσε τους μοιχούς με λιθοβολισμό462. Ο Σωτήρ τη μοιχεία τη θεώρησε ως το μόνο λόγο διαλύσεως τού γάμου463. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Κύριος συνεπλήρωσε την απαγόρευση αυτή τού Νόμου.
Εντολή εβδόμη
«Ου φονεύσεις».
Αν η μοιχεία είναι προσβολή της συζυγικής τιμής, ο φόνος είναι κατάλυση της ίδιας της ζωής. Είναι αμάρτημα μεγαλύτερο της μοιχείας, στο μέτρο που η ζωή είναι το ύψιστο φυσικό αγαθό, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος επί της γης. Είναι και αυτός αδικία προς το συνάνθρωπο, την κοινωνία και τον Θεό, ο οποίος είναι ο δωρεοδότης της ζωής. Ο εσκεμμένος ιδιαίτερα φόνος προδίδει φύση άγρια, φαγωμένη από το μίσος και την εμπάθεια, ψυχή δουλωμένη στην κακουργία τού δαιμονικού πνεύματος. Είναι το θλιβερότεροη αμαρτία στην ειδεχθέστερή της μορφή. Σε καθολική συλλογική μεγέθυνση μετατρέπει σε κόλαση τη γη. Τη σπείρει με καταστροφές και χαλάσματα, τη γεμίζει με πόνο και δάκρυα. Ο πόλεμος στο στυγνό και αποτρόπαιο μεγαλείο του! Η ζωή είναι υπέρτατο δώρο Θεού. Κανένας δεν μπορεί να την αφαιρέσει. Θα την πάρει μονάχα αυτός που την έδωσε. Η ευθανασία δεν μπορεί να έχει ερείσματα στο Νόμο τού Θεού. Είναι φόνος, έστω κι αν έχει πολλά ελαφρυντικά. Πολύ δε περισσότερο η αυτοκτονία, που είναι έγκλημα χειρότερο από το φόνο, γιατί δεν είναι μόνο αυτοπροαίρετη αφαίρεση τού δώρου της φυσικής ζωής, αλλά και αφαίρεση της αιώνιας ζωής της ψυχής. Στο αυτό μέτρο και η εμβρυοκτονία είναι πράξη στυγητή και αποτρόπαιη, ως κατάλυση της ζωής στο πρώτο της τρυφερό ξεκίνημα!
Ο φόνος, ως το μέγιστο αντικοινωνικό κακό, τιμωρείται αυστηρά και από τον ανθρώπινο νόμο. Ο παλαιός Νόμος τού Θεού τιμωρούσε τους φονείς με θάνατο, φθάνοντας σε σημείο να τιμωρεί με το ίδιο μέτρο (με λιθοβολισμό) και τα ζώα, στις περιπτώσεις που αυτά τύχαινε να σκοτώσουν άνθρωπο465. Ο Νόμος της χάριτος θα συμπληρώσει τον παλαιό Νόμο και στο σημείο αυτό.
σύμπτωμα της αμαρτίας, όπως το βλέπουμε στο φονικό χέρι τού Κάιν, που φορτισμένο με άγριο θυμό και σκοτεινή ζήλεια, σκότωσε τον αδελφό του464, γεμίζοντας από τότε με αίματα τη γη. Ο φόνος είναι καταστροφή και αφανισμός της υπάρξεως,
Εντολή ογδόη
«Ου κλέψεις»
Αν η μοιχεία είναι αφαίρεση της συζυγικής τιμής, η κλοπή είναι αφαίρεση της περιουσίας τού πλησίον. Είναι κακό οπωσδήποτε μικρότερο τού φόνου, ίσως δε και μικρότερο της μοιχείας -εκτίμηση που θα εξαρτηθεί από την αξιολόγηση που κάνει ο καθένας των δύο αυτών αδικημάτων· δεν παύει εν τούτοις να είναι προσβολή προς το συνάνθρωπο, τού οποίου αφαιρεί αυτό που κατέχει, το οποίον είναι τόσο εξυπηρετικό της ζωής του. Η κλοπή είναι βαρύ κοινωνικό αδίκημα που αναστατώνει τις ομαλές σχέσεις και την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων. Εμφαίνει απληστία και σκληρότητα ψυχής και μπορεί να οδηγήσει και σε πολλά άλλα κακά. Ο κλέπτης είναι Πρόσωπο στυγητό και επικίνδυνο. Ούτε δε η ανέχεια, παρά τα πολλά ελαφρυντικά που μπορεί να έχει, μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία της κλοπής. Σε καθυστερημένες κοινωνίες η κλοπή τιμωρείται πολύ αυστηρά. Αλλά και στις προηγμένες, όπου η κλοπή ανάγεται σε επιστήμη, προσλαμβάνοντας ποικιλία μορφών, τιμωρείται εξ ίσου αυστηρώς από τους κειμένους νόμους της πολιτείας. Αμνήστευση της κλοπής ισοδυναμεί με αφανισμό της κοινωνίας. Ο Μωσαϊκός Νόμος είναι πολύ αυστηρός στο αδίκημα της κλοπής, ασχολούμενος λεπτομερώς με τις ποικιλομορφίες της, τις οποίες και τιμωρεί ανάλογα466.
Εντολή ενάτη
«Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή».
Και η ψευδομαρτυρία είναι αδίκημα κατά τού πλησίον, πλήττουσα το καλό όνομα, την αξιοπρέπεια και την καλή φήμη του. Μπορεί να λάβει πολλές μορφές· ψεύτικη βεβαίωση στα δικαστήρια, κατασυκοφάντηση, διαβολή, κατηγορία. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι διαστροφή της αλήθειας, λόγος πικρός που σκοπό έχει να διασύρει και να βλάψει το συνάνθρωπο και να εξυπηρετήσει ατομικά συμφέροντα και άλλες σκοτεινές επιδιώξεις. Τα ελατήρια της ψευδομαρτυρίας είναι ποταπά. Γεννιέται σε ψυχές κακεντρεχείς και φθονερές, οι οποίες χαίρονται στην κακοδαιμονία και κακοπραγία τού πλησίον. Μπορεί δε να γίνει πρόξενος και πολλών άλλων κακών. Να οδηγήσει σε φυλάκιση ή θάνατο αθώους. Να καταρρακώσει τιμές και υπολήψεις, να διαλύσει οικογένειες, να οδηγήσει σε κοινωνικό διασυρμό Πρόσωπα έντιμα και ευυπόληπτα. Τον Υιόν τού Θεού τον κάρφωσε στο ξύλο τού σταυρού467. Η ψευδομαρτυρία σκοτώνει όπως ακριβώς και ο φόνος. Αυτός σκοτώνει το «ζείν»· εκείνη το «εύ ζείν». Θάνατος και στις δύο περιπτώσεις. Η ψευδομαρτυρία ενώπιον τού Θεού είναι θανάσιμο αμάρτημα, γιατί προσβάλλει βάναυσα το πλάσμα του και είναι βλάστημα τού διαβόλου στις ψυχές, ο οποίος είναι και ο εφευρέτης της διαβολής, με την οποίαν πλάνεψε την Εύα468 και σκότωσε τον πρώτον άνθρωπο. Είναι παράλληλα και μεγάλο κοινωνικό αδίκημα, το οποίο τιμωρεί αυστηρά ο ανθρώπινος νόμος. Ιδιαίτερα ειδεχθής είναι η ψευδομαρτυρία στα δικαστήρια, που, αν και λαμβάνει το όνομα τού Θεού (ψευδής όρκος), γίνεται κατ επάγγελμα προς πορισμό χρημάτων και επιδίωξη άλλων αθέμιτων σκοπών. Οι ψευδομάρτυρες και συκοφάντες σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης είναι Πρόσωπα στυγητά και ανυπόληπτα, θεωρούμενα ως κοινωνικά καρκινώματα.
Εντολή δεκάτη
«Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα τού πλησίον σου. Ουκ επιθυμήσεις την οικίαν τού πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την
παιδίσκην αυτού ούτε τού βοός αυτού ούτε τού υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε όσα τω πλησίον σου εστίν».
Ο Νόμος εδώ σκάβει βαθύτερα στο εσωτερικό βάθος των ανθρώπων. Δεν απαγορεύει απλώς την εξωτερική πράξη, αλλά εισχωρεί στο εσωτερικό της ψυχής, για να συναντήσει εκεί και απαγορεύσει την επιθυμία, που είναι η ρίζα κάθε κακής πράξεως. Το ίδιο θα κάνει αργότερα και ο Σωτήρ στο έδαφος της Νέας Διαθήκης. Θα καταδικάσει την ένοχη επιθυμία, από την οποίαν τροφοδοτείται κάθε προσβολή της οικογενειακής τιμής τού πλησίον. Το περιεχόμενο της εντολής αυτής βρίσκεται σε άμεσο συσχετισμό με την απαγόρευση της κλοπής που νομοθετεί η ογδόη εντολή. «Όχι απλώς δεν θα κλέψεις, αλλά και δεν θα επιθυμήσεις ό,τι ανήκει στον πλησίον σου. Δηλαδή δεν θα επιθυμήσεις -με σκοπό να θελήσεις να κάνεις δικά σου- τη γυναίκα τού διπλανού σου, το σπίτι του, το χωράφι του, τον υπηρέτη του, την υπηρέτριά του, το βόδι του, τον όνο του και γενικώς κάθε ζώο που είναι ιδιοκτησία του». Η ένοχη επιθυμία, ιδίως όταν χρονίσει στη ψυχή, θα βρει κάποτε διέξοδο ώστε να μετουσιωθεί σε πράξη, με όλες τις συνέπειες και τα τραγικά της αποτελέσματα. Γνωρίζουμε δε πόσο ακριβά κόστισε στο συνετό κατά τα άλλα Δαβίδ η ένοχη επιθυμία της ωραίας συζύγου ενός από τους αξιωματικούς του, η απόκτηση της οποίας τον οδήγησε σε διπλό έγκλημα469 (μοιχεία και φόνο!). Και είναι μεν δύσκολο να κυριαρχήσει κανείς στις πονηρές και ένοχες επιθυμίες του. Όμως αυτός είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος θωρακίσεως τού ανθρώπου στις τόσες επιθέσεις και επιβουλές που γίνονται κατά τού πλησίον, οι οποίες δηλητηριάζουν τις αδελφικές σχέσεις των ανθρώπων και σωρεύουν τόσα δεινά στην κοινωνική τους συμβίωση.
Οι εντολές τού Μωσαϊκού Νόμου, όπως πιο πάνω τις είδαμε, εκφράζουν με λόγια απλά την αλήθεια τού Θεού και τού ανθρώπου. Ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι ο δημιουργός τού κόσμου και τού ανθρώπου, ο πατέρας ο γεμάτος στοργή και αγάπη προς τα πλάσματά του, και ο νομοθέτης ο άγιος, τού οποίου οι εντολές αποβλέπουν στη σωστή τοποθέτηση τού πλάσματος στα κορυφαία ζητήματα της υπάρξεως και την ευτυχία του. Ο άνθρωπος αφ ετέρου που βγήκε από τα χέρια τού Θεού, υπάρχει αληθινά στο μέτρο που είναι κτισμένος στο θέλημα και την αλήθεια τού πλάστη του. Στον άνθρωπο υπάρχει ουσιαστικά ο Θεός. Η ψυχή του είναι εικόνα τού πλαστουργού της, στην οποίαν λάμπουν οι χαρακτήρες τού θείου αρχετύπου της. Ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό και εκ τού λόγου αυτού είναι ον άξιο και σεβαστό. Εν τούτοις η πτώση του στην αμαρτία αμαύρωσε την όμορφη φύση του και τον απομάκρυνε από τον κτίστη του, με συνέπεια να περιέλθει στη δυστυχία και την έσχατη εξαθλίωση.
Ο Νόμος προσπαθεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να σταθεί στην αλήθειά του και να ζήσει ευτυχισμένος στη ζωή του. Αυτό θα γίνει πρώτιστα με την ορθή τοποθέτηση και τη σωστή σχέση του με τον Θεό. Πρέπει ν αποφεύγει την ειδωλολατρία που είναι το μέγιστο αμάρτημα, γιατί είναι άρνηση τού Θεού, στην οποίαν υπάρχει ο θάνατος. Όταν δε αγαπά και λατρεύει αληθινά τον Θεό, θα δημιουργήσει αυτόματα και τη σωστή σχέση του με το συνάνθρωπο. Θα τον βλέπει σαν παιδί τού Θεού, αδελφό, εικόνα Θεού. Θα βλέπει σ αυτόν τον ίδιο τον εαυτό του. Επομένως δεν θα τον βλάψει. Δεν θα πλήξει την αξιοπρέπεια και την τιμή του, δεν θα αφαιρέσει τη ζωή και την περιουσία του ούτε και θα κοιτάξει με ένοχη επιθυμία τα αγαθά του. Η απαγόρευση της εντολής αποσκοπεί στη διατήρηση ειρηνικών σχέσεων στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, πράγμα που στην εποχή που δόθηκε σήμαινε πολλά. Βεβαίως λεπτότερες και πνευματικότερες διεισδύσεις δεν μπορούσε να κάνει ο παλαιός Νόμος, διότι η εποχή που δόθηκε δεν ήταν ακόμη ώριμη. Αυτό θα το κάνει αργότερα ο Νόμος της χάριτος, που θα δοθεί στο Πρόσωπο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τον Νόμο αυτό θα τον δούμε περιληπτικά στη συνέχεια.
β) Ο Νόμος της Χάριτος.
Ο Νόμος της Κ. Διαθήκης δόθηκε στον άνθρωπο όταν ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου, δηλαδή είχεν ωριμάσει ο καιρός της οικονομίας τού Θεού και ο άνθρωπος ήταν ανοιχτός στην υποδοχή της θείας δωρεάς. Δόθηκε δε στο Πρόσωπο τού σαρκωθέντος Λόγου τού Θεού. Ήταν νόμος λυτρωτικός, ως έκφραση της φανερωμένης θείας αλήθειας. Ενώ δε ο παλαιός Νόμος, παρ όλον ότι ήταν και αυτός έκφραση τού θείου θελήματος, βρισκόταν σε μια μάλλον εξωτερική σχέση με τον άνθρωπο, στη ψυχή τού οποίου ετόνιζε περισσότερο την αίσθηση της αμαρτίας χωρίς παράλληλα να παρέχει σ αυτήν και τη δύναμη εφαρμογής των εντολών του, ο νέος Νόμος τού Ευαγγελίου, ριζωμένος στο θεανδρικό Πρόσωπο τού Κυρίου, εισχωρούσε βαθιά και ανεμόχλευε την ανθρώπινη ψυχή470, την πυρπολούσε με τη φωτιά τού Θεού και την αναγεννούσε με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος, καθιστώντας δυνατή την εφαρμογή των θείων ενταλμάτων. Το νέο κρασί τού Νόμου της Χάριτος δεν μπορούσε να χωρέσει στα παλαιά ασκιά471, τα οποία παραμερίστηκαν ως άχρηστα. Όμως το παλαιό κρασί δεν πετάχτηκε κι αυτό ως άχρηστο. Ο Θεός δεν το έχυσε, αλλά το έβαλε στους νέους της χάριτος ασκούς και το ανακάτεψε με το καινούργιο του κρασί, με το οποίο κέρασε τον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του. Ο Νόμος τού Ευαγγελίου δεν κατάργησε το Νόμο της παλαιάς οικονομίας472. Τον δέχτηκε μέσα του και τού έδωσε όλη τη δροσιά και τη ζωντάνια του. Τον συνεπλήρωσε με το νέο πνεύμα του, τον εσφράγισε με τη λυτρωτική του αλήθεια και τον ετοποθέτησε στη λειτουργία της νέας σωτήριας οικονομίας, όπου έπνεε σε όλη την αποκαλυπτική του φανέρωση το Πνεύμα τού Θεού.
Ο νέος Νόμος τού Χριστού είναι διάσπαρτος σε όλα τα βιβλία της Κ. Διαθήκης, στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις των Αποστόλων, στις Επιστολές και την ιερή Αποκάλυψη. Εμείς θα ρίξουμε λίγες μονάχα ματιές στην επί τού Όρους Ομιλία τού Κυρίου, στην οποία σκιαγραφείται το νέο ήθος της Χάριτος, το γεμάτο καλωσύνη και αγάπη, και χαράσσεται η χριστιανική πνευματικότητα σε όλο το μεγαλείο της απλότητος και της θείας της δυνάμεως. Την ομιλία του αυτήν ο Κύριος εξεφώνησε πάνω σε όρος473 (εξ ου και η ονομασία της· επί τού Όρους Ομιλία), σε ύψωμα κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας. Είχε συρρεύσει όχλος πολύς, ο οποίος είχε ανάγκη ν’ ακούσει το σωτήριο λόγο του. Ο Κύριος, καθίσας, άνοιξε το στόμα του και εδίδασκεν αυτούς. Ομιλία αρχίζει με τους μακαρισμούς (οκτώ τον αριθμό) που λέγονται έτσι γιατί αρχίζουν με τη λέξη «μακάριοι» (= ευτυχισμένοι)474. Στους μακαρισμούς αποτυπώνεται το νέο πνεύμα της χάριτος, που ανεβάζει τον άνθρωπο σε μια καινούργια ηθική και πνευματική σφαίρα, τού χορηγεί μια ιδιαίτερη πνευματικότητα πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα της ανθρώπινης ζωής και καταχωρίζονται σ αυτούς τα κριτήρια τού Θεού -τα αντινομικά ως επί το πλείστον στο φυσικό άνθρωπο- με την τήρηση των οποίων αυτός (ο άνθρωπος) πετυχαίνει την αληθινή του ευτυχία στη ζωή.
Ο πρώτος μακαρισμός αναφέρεται στην πνευματική φτώχεια σαν προϋπόθεση κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών· «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Ποιούς όμως θεωρεί πτωχούς τώ πνεύματι ο μακαρισμός; Φυσικά όχι αυτούς που έχουν λιγοστό μυαλό, τους διανοητικά καθυστερημένους ή τους χαζούς (τους «αγαθούς»). Πτωχοί τώ πνεύματι είναι οι ταπεινοί, αυτοί που συστέλλονται και ζαρώνουν μπροστά στην απειρία τού Θεού, που, κατανοώντας τη δική τους πνευματική μηδαμινότητα και την ηθική τους ένδεια, συντρίβονται, ζητώντας το έλεος τού Θεού, όπως ο τελώνης της παραβολής475. Αυτοί που δεν έχουν φουσκωμένα μυαλά, δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους (οι υψηλόφρονες), γνωρίζουν τα μέτρα και τις δυνατότητές τους και δεν κομπάζουν αλαζονικά και μάταια, όπως ο φαρισαίος της παραβολής476. Αυτά τα ήσυχα και ταπεινά πλάσματα, τα άσημα και διασυρμένα συνήθως στον κόσμο, είναι οι πτωχοί τω πνεύματι, στους οποίους αναπαύεται ο Θεός και πνέει η χάρη του477 και τα σφίγγει το έλεός του, χορηγώντας τους άφεση αμαρτιών και αγαλλίαση ψυχής. Αυτά είναι τα όμορφα κι ευωδιαστά λουλούδια της βασιλείας των ουρανών φυτρωμένα στη γη, την οποίαν συμπνίγουν οι σκληρές πέτρες και τα ζιζάνια της αμαρτίας. Την πνευματικήν αυτή φτώχεια δεν μπορούν φυσικά να την εννοήσουν οι άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση και «νούν» Χριστού478 και ζουν μακριά από τη λυτρωτική δύναμη τού Ευαγγελίου.
Ο δεύτερος μακαρισμός αναφέρεται σε όσους πενθούν, οι οποίοι θα παρηγορηθούν· «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Εδώ το πένθος που λαμβάνεται σαν προϋπόθεση της θείας παρακλήσεως, δεν είναι φυσικά το κοινό πένθος, η εξωτερική έκφραση λύπης που νιώθουν οι άνθρωποι όταν χάσουν αγαπημένα τους Πρόσωπα ή άλλα πράγματα χρήσιμα στη ζωή τους· αλλά το εσωτερικό πένθος, η λύπη της καρδίας για την απώλεια της χάριτος και την αποξένωση από τον Θεό, που επιφέρει η αμαρτία. Το πένθος εδώ έχει γενετική σχέση με την πνευματική φτώχεια τού προηγούμενου μακαρισμού. Όσοι είναι συντετριμμένοι για την πνευματική τους ένδεια και πονούν για τα πολλά τους αμαρτήματα, αυτοί πενθούν και θλίβονται στο εσώτερο ταμείο της ψυχής τους. Το πένθος τους όμως αυτό είναι πένθος ιδιότυπο, πένθος χαροποιό και μακάριο. Δεν είναι σαν την κοσμική λύπη που σβήνει το λυχνάρι της ψυχής. Είναι χαρά και λύπη μαζί· χαρμολύπη ψυχής που γεννά το παράδοξο τού Θεού, λύπη λυτρωτική και σωτήρια την οποία προκαλεί η γεύση τού Θεού, η παρηγοριά τού θείου Παρακλήτου που απαλά λουλουδίζει στον αγρό της χάριτος τού Θεού.
Τού τρίτου μακαρισμού υπόθεση είναι η πραότητα· «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν». Ευτυχισμένοι είναι οι ήσυχοι και οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη, δηλαδή θα ζήσουν ευτυχισμένοι και στον κόσμο αυτό, αλλά -και κυρίως- στη μέλλουσα ζωή, τη γη τού Θεού και των αγίων. Η πραότητα είναι το εκχείλισμα της χάριτος τού Θεού στις καρδιές τις φτωχικές, που πενθούν για τ’ αμαρτήματά τους. Σ’ αυτές απαντά ο Θεός με το Πνεύμα του, χαρίζοντάς τους την ειρήνη την υπερβαίνουσα «πάντα νούν»479, που βρίσκεται πέρα από κάθε νοητική αίσθηση και κατάληψη. Όταν ο άνθρωπος πετύχει τη σωστή σχέση του με το δημιουργό και σωτήρα του, γαληνεύει εσωτερικά από την αγριεμένη συνείδηση και ειρηνεύει στις εξωτερικές σχέσεις του με το συνάνθρωπο και τη φύση ολόκληρη. Είναι ήπιος, μειλίχιος, ευγενικός. Γαληνεύει μέχρι σημείου που να τιθασσεύει και τα άγρια ακόμα θηρία. Δεν έχει θυμικά εκσπάσματα και εξαλλοσύνες. Οι θύελλες των παθών δεν σαλεύουν το πνεύμα του. Δεν δημιουργεί αναστατώσεις και έριδες. Δεν είναι βίαιος και δυναστευτικός στη συμπεριφορά του. Τα λόγια του είναι λίγα, ειρηνικά και αφοπλιστικά. Οι ψυχικοί βρασμοί που δημιουργούνται από το κόχλασμα της αμαρτίας και τη σαλεμένη συνείδηση, δεν έχουν Πρόσβαση στη γαληνεμένη καρδιά του. Δεν σπάει τις αλυσίδες του γυρνώντας στις ερημιές και στα μνήματα και κακοποιώντας το συνάνθρωπο, αλλά κάθεται «σωφρονών και ιματισμένος»480 παρά τους πόδας τού Άρχοντος της ειρήνης, τού «πράου και ταπεινού τη καρδία»481. Ο πράος είναι στοιχείο εξισορροπητικό της κακότητος της κοινωνίας. Η παρουσία του εμπνέει σεβασμό και σιγουριά. Είναι παρουσία με βάρος και υπευθυνότητα. Είναι το στολίδι της ζωής.
Στον τέταρτο μακαρισμό θεωρούνται από τον Κύριον ευτυχισμένοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, διότι αυτοί θα χορτάσουν από το αγαθό τού Θεού·
«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται». H δικαιοσύνη εδώ είναι κατά κύριο λόγο το ήθος και η αρετή τού Θεού, όπως αυτά εκφράζονται στις εξωτερικές του θείες ενέργειες. Τη δικαιοσύνη αυτή που φανερώνει την ουσία τού Θεού και αποτελεί τον ειδικό λόγο κάθε άλλης πνευματικής υπάρξεως, πρέπει να την επιθυμεί διακαώς ο άνθρωπος. Πρέπει να θέλει να την τρώγει σαν το ψωμί και να την πίνει σαν το νερό, για να έχει πνευματικό κορεσμό και ζωντάνια μέσα του. Γιατί χωρίς τη δικαιοσύνη τού Θεού, χωρίς την αρετή τη στημένη στο άγιο θέλημά του, ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια νεκρωμένη ύπαρξη που εξωτερικά μόνο ζει, κουβαλώντας μέσα της τον πνευματικό θάνατο. Πολύ δε περισσότερο, όταν τροφή της ψυχής δεν είναι ο άρτος τού Θεού, ο πυρωμένος στο καμίνι της χάριτος, αλλά τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας, η χοιρώδης και ακάθαρτη τροφή. Τη συντήρηση της ψυχής με τη δικαιοσύνη τού Θεού στη διάσταση της θείας βασιλείας ο Σωτήρ ανύψωσε σε κορυφαία επιδίωξη τού βίου· «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν τού Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»482. Κατά δεύτερο λόγο, ο άνθρωπος πρέπει να πεινά και να διψά την κοινωνική δικαιοσύνη, που είναι μεγάλη χριστιανική αρετή, αναφερόμενη στη σωστή σχέση τού ανθρώπου με το συνάνθρωπο. Η δικαιοσύνη, ως σεβασμός και απονομή τού ανήκοντος στον πλησίον στην οποιαδήποτε μορφή του, ξεκινά από την ιδέα της συναδελφώσεως των ανθρώπων, από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, ως παιδιά τού ενός Θεού, κουβαλούν μέσα τους την ίδια φύση, είναι ίσοι μεταξύ τους και αδελφοί κάτω από την ίδια στοργική αγάπη τού Πατέρα και επομένως έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Αριστοκρατισμοί κάθε λογής καθώς και άνισες ταξικές και κοινωνικές διαφορότητες και διακρίσεις δεν προέρχονται από τον Θεό. Είναι μορφώματα της αμαρτωλότητος των ανθρώπων. Η αδικία ως καταπάτηση τού δικαιώματος τού πλησίον, είναι καταρράκωση της προσωπικότητός του και ύβρη προς τον Θεό, εικόνα τού οποίου είναι κάθε αδικούμενος άνθρωπος. Είναι δε και η βασική αιτία τόσων άλλων κακών, τα οποία δηλητηριάζουν την ομαλή συμβίωση των ανθρώπων. Ο γνήσιος μαθητής τού Χριστού, ο ταπεινός και πράος, ουδέποτε θα αδικήσει το συνάνθρωπό του, καταπατώντας το δίκαιο και το μόχθο του και ό,τι άλλο δικαιωματικά τού ανήκει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και δραστήρια αγωνίζεται για την πάταξη κάθε μορφής αδικίας και την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων των ανθρώπων, στις όσες περιπτώσεις αυτά καταπατούνται βάναυσα από τους άλλους.
Η ελεημοσύνη ως προϋπόθεση της μακαριότητος τού ανθρώπου είναι το περιεχόμενο τού πέμπτου μακαρισμού· «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Ο άνθρωπος χωρίς το έλεος τού Θεού είναι πλάσμα μετέωρο, ύπαρξη πενιχρή και άχρηστη. Κουβαλάει μέσα του πολλήν αθλιότητα και δυστυχία. Ολ’ αυτά τα δημιουργεί στη ψυχή η αμαρτία με το πιεστικό άγχος και τις ενοχές της, με την αίσθηση ότι το πλάσμα είναι αποκομμένο από τον Θεό, ο οποίος είναι ο ζωτικός χώρος του και η υπαρξιακή του νομοτέλεια. Σε μια τέτοια κατάσταση περιερχόμενος ο άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη τού θείου ελέους για να μπορέσει πραγματικά να ζήσει. Και το έλεος αυτό παρέχεται πλούσια από τον Πατέρα. Όπως όμως ο Θεός ελεεί το πλάσμα του, έτσι και το πλάσμα, για να λάβει το θείον έλεος, πρέπει κι αυτό να αγαπά και να ελεεί το συνάνθρωπό του. Να έχει ανοιχτή την καρδιά του έτοιμη να δεχτεί μέσα της τον πλησίον με όλες τις περιστάσεις και τις ανάγκες του. Και οι ανάγκες αυτές σ ένα κόσμο τόσο ανταγωνιστικά σκληρό και ανελέητο, είναι ποικιλόμορφες· λίγο ψωμί, λίγο νερό, ένα ρούχο, λίγα χρήματα, δυό λόγια καλά, ένα χαμόγελο, μια συμβουλή, μια παραίνεση, μια συμμετοχή στον πόνο τού πλησίον, μια όποια βοήθεια στην ανάγκη του. Δεν είναι δε ανάγκη να είναι κανείς πλούσιος για να ελεήσει το συνάνθρωπο. Λίγο από το υλικό του υστέρημα και λίγο από το περίσσευμα της καρδίας του είναι αρκετό για να κάνει τον άνθρωπο μέγα μπροστά στα μάτια τού Θεού. Πόσο όμορφη είναι, αλήθεια, η αρετή της ελεημοσύνης και πόσο υψηλή! Ανεβάζει τον άνθρωπο πολύ ψηλά, τον κάνει «θεό»! Το έλεος επισπάται το Έλεος, ενώ η σκληράδα οδηγεί στην απώλεια και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Με το μέτρο αυτό θα κρίνει ο Θεός τον κόσμο.
Στον έκτο μακαρισμό η καθαρότητα της καρδίας απαιτείται σαν προϋπόθεση να δει ο άνθρωπος τον Θεό· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δει τον Θεό; Και αν ναι, με ποίαν έννοιαν; Κατά την ουσία του φυσικά ο Θεός -όπως πολλές φορές ετονίσαμε- δεν μπορεί να γίνει εξωτερικά θεατός στον άνθρωπο. Τούτο μπορεί να γίνει μόνον με τη θεία ενέργεια, η οποία είναι μεθεκτή και κοινωνητή στα λογικά πλάσματα. Ο άνθρωπος μπορεί να δει τη μακαρία δόξα της Τριάδος ή το άκτιστο φώς τού Χριστού, ιδίως όταν βρίσκεται σε κατάσταση νοεράς προσευχής. Για την όραση όμως αυτή απαιτείται μια βασική προϋπόθεση· η καθαρότητα της καρδίας.Αυτό σημαίνει ότι η καρδία για να δει τον Θεό πρέπει προηγουμένως ν’ απαλλαγεί από κάθε μολυσμό αμαρτίας, ώστε ο νους, ήρεμος και αθόλωτος από το περικάλυμμα των παθών, να δει το μακάριο φώς που είναι το φυσικό ένδυμα της ψυχής. Όταν η θεία εικόνα που βρίσκεται στη ψυχή είναι φωτεινή και αστράφτουσα, θα μπορέσει να δει το θείο φώς στο οποίον είναι κτισμένη, όπως και ο καθρέφτης όταν είναι καθαρός και αθόλωτος, μπορεί ν αποδώσει ευκρινείς τους χαρακτήρες τού ειδώλου του. Αντίθετα· όταν τα διάφορα πάθη καθίσουν πυκνά στη ψυχή, την καλύπτουν τόσο ώστε να μη μπορεί η θεία ακτίνα να διαπεράσει το κάλυμμα της ακαθαρσίας που τη σκεπάζει και να γίνει θεατή στο νοερό όμμα της ψυχής. Η θέαση τού θείου φωτός αποτελεί την υπέρτατη μακαριότητα τού ανθρώπου, την ουσία της χαράς τού Παραδείσου, την οποίαν θ απολαύσουν μόνον οι καθαρές και αθόλωτες καρδιές. Το φώς θα προστεθεί στο φώς, το σκοτάδι θα επιμετρηθεί στα σκοτάδια!
Τούς ειρηνοποιούς θεωρεί ευτυχισμένους ο έβδομος μακαρισμός. Αυτοί θα ονομαστούν παιδιά τού Θεού· «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Η ταπείνωση και η πραότητα είναι αρετές καθαρές στη ψυχή. Την ομορφαίνουν και τη στολίζουν. Έχουν όμως μια δόση στατικότητος, ένα εσωτερικό περικλεισμό. Οι πράοι και οι ταπεινοί πρέπει να μπουν σε μια ενεργότερη διάσταση. Πρέπει να γίνουν ειρηνοποιοί, να ποιούν ειρήνη. Πρέπει να λαμβάνουν πρωτοβουλίες, ώστε να προωθούν την ειρηνική συμβίωση και τις ειρηνικές κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Να εξομαλύνουν τις διαφορές, να σβήνουν τις έριδες, να διαλύουν τις παρεξηγήσεις, να αφανίζουν τα σκάνδαλα, να αντιπροσφέρουν κλαδί ελιάς στα σπαθιά και τα μαχαίρια, να μετέχουν σε ειλικρινή κινήματα ειρήνης. Με ένα μονάχα ελατήριο· την αγάπη, και ένα σκοπό· τη συμπαράσταση στον πλησίον. Με την ειρηνική δράση του ο πιστός σβήνει την αγριεμένη φωτιά της αμαρτίας, που μετατρέπει σε καυτό καμίνι την ανθρώπινη ζωή. Γιατί οι έριδες και οι αναστατώσεις και οι πόλεμοι είναι σπορά τού διαβόλου στις πατημένες ψυχές και στις κοινωνίες τις πυρωμένες στο μίσος και την απάνθρωπη κακουργία. Οι ειρηνοποιοί είναι αληθινά παιδιά τού Θεού. Ακολουθούν στα ίχνη τού μεγάλου Ειρηνοποιού, ο οποίος κατέβηκε στη γη, ντύθηκε το πλάσμα του και άπλωσε στο σταυρό τα χέρια του για να πιάσει με το ένα τον Θεό και με το άλλο τον άνθρωπο που βρίσκονταν σε διάσταση, να τους φέρει κοντά και να τους ενώσει διά τού λυτρωτικού πάθους του, καταργώντας την εχθρότητα και ποιώντας ειρήνην στους «εγγύς και τους μακράν»483. Οι αληθινοί χριστιανοί δουλεύουν την ειρήνη στη βάση που θέλει ο Θεός, και όχι στις όποιες άλλες ανειλικρινείς και δόλιες σκοπιμότητες, όπως κάνουν οι κατ επάγγελμα εμπορευόμενοι την ειρήνη, οι οποίοι στα περιστέρια που αποστέλλουν ντύνουν τα κοράκια τού μίσους, τού κοινωνικού διχασμού και των πολεμικών συγκρούσεων!
Στον όγδοο, τέλος, μακαρισμό θεωρούνται ευτυχισμένοι αυτοί που διώκονται για τη δικαιοσύνη. Ο διωγμός που γίνεται για τη δικαιοσύνη είτε σαν αρετή τού Θεού είτε σαν έργο κοινωνικής αγάπης, είναι σημάδι της παρουσίας τού Θεού στους εργάτες των εντολών και των δικαιωμάτων του. Έτσι γινόταν από την αρχή τού κόσμου. Τούς δίκαιους της Π. Διαθήκης τους φόνευαν484. Τον Χριστό τον κάρφωσαν στο σταυρό. Το ίδιο έκαναν και στους μαθητές, που πλήρωσαν με το ίδιο μέτρο την αφοσίωσή τους στο Διδάσκαλο. Και γενικά, όσοι θέλουν να ζήσουν σύμφωνα με την αρετή και το νόμο τού Θεού θα διωχθούν485. Το φυτό της θείας βασιλείας ποτίζεται με αίματα, την καλωσύνη δεν την αντέχουν οι κακοί και οι φαύλοι. Το φώς της ενοχλεί τα αρρωστημένα μάτια τους, που είναι συνηθισμένα να ζουν στις σκιερότητες και τα σκοτάδια τού θανάτου. Μισούν και διώκουν τους δίκαιους, πληρώνοντας το μέτρο τού σκοτεινού πατέρα τους, τού διαβόλου. Ο Θεός όμως αγαπά και προστατεύει τους δικούς του. Το πάθος τους το εξαργυρώνει με τη μακαριότητα και τη χαρά της θείας βασιλείας του. Ο Θεός είναι πλούσιος και γενναιόδωρος ανταποδότης. Το ένα τού πλάσματος το κάνει χίλια στον άπειρο αιώνα του. Γι’ αυτό και επιλέγει ο Σωτήρ· «είσαστε ευτυχισμένοι όταν σάς ονειδίσουν οι άνθρωποι και σάς διώξουν και πουν λόγια κακά εναντίον σας ψευδόμενοι, μόνο και μόνο γιατί πιστεύετε σε μένα. Να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση, διότι ο μισθός σας είναι μεγάλος στους ουρανούς. Το ίδιο έκαναν και στους προφήτες πριν από σάς».
Στη συνέχεια προβαίνει ο Σωτήρ στη συμπλήρωση τού Μωσαϊκού Νόμου. «Δεν ήλθα -λέγει- να καταλύσω τον νόμον ή τους προφήτες. Δεν ήλθα να τους καταλύσω, αλλά να τους συμπληρώσω». Ο Νόμος -στο ηθικό φυσικά μέρος του- έστω κι αν δόθηκε στον άνθρωπο στα πλαίσια της παλαιάς θείας οικονομίας, είναι αείζωος και λυτρωτικός. Ο Χριστός δεν μπορούσε να τον καταργήσει. Αυτό θα σήμαινε αναίρεση τού ίδιου τού Θεού. Φυσικά ο νόμος αυτός δεν ήταν τέλειος. Είχεν ελλείψεις τις οποίες προσδιόριζεν η ηθικοπνευματική κατάσταση των αποδεκτών του, προς την οποίαν προσαρμοζόταν η νομοθετική βουλή τού Θεού. Τις ελλείψεις αυτές θέλησε να θεραπεύσει ο Σωτήρ, ζυμώνοντας τη μωσαϊκή νομοθεσία με το νέο νόμο της χάριτος, τού οποίου ο ίδιος ήταν κομιστής στον άνθρωπο. Στο νέο Νόμο τού Ευαγγελίου ο παλαιός Νόμος τού Σινά ζωντανεύει, αποβάλλει τις ρυτίδες του, χωράει στα καινούργια ασκιά της νέας οικονομίας, στα οποία και διαιωνίζεται. Για το κύρος και τη διάρκεια των ηθικών διατάξεων τού Μωσαϊκού Νόμου ο Κύριος είναι σαφής και κατηγορηματικός. «Σάς βεβαιώνω -τονίζει- ότι μέχρι να παρέλθουν ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή ένα κόμμα (μικρές δηλαδή εντολές) δεν θα παραπέσουν από το Νόμο, μέχρις ότου όλα όσα επιτάσσει εκπληρωθούν. Μονάχα οι τυπικές τελετουργικές διατάξεις του θα καταργηθούν». Αφού δε κάνει αυτή τη σημαντική δήλωση, στη συνέχεια συμπληρώνει τις κυριώτερες διατάξεις της μωσαϊκής νομοθεσίας.
Οργή και φόνος
«Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους ‘όυ φονεύσεις· ός αν φονεύσει, ένοχος έσται τή κρίσει”. Εγώ όμως σάς λέγω· κάθε ένας που οργίζεται κατά τού αδελφού του χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, αυτός θα είναι ένοχος και θα λογοδοτήσει στην κρίση (ειδικό δικαστήριο). Όμοια, εκείνος που θα πεί «ρακά» (ανόητε) στον αδελφό του θα είναι ένοχος και θα δικαστεί από το συνέδριο (ανώτατο δικαστήριο). Και εκείνος που με εμπάθεια θ αποκαλέσει «μωρέ» (βλάκα) τον αδελφό του, θα είναι ένοχος και θα τιμωρηθεί στή γέεννα τού πυρός (στον άδη). Εάν, λοιπόν, προσφέρεις το δώρο σου πάνω στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς, ότι ο πλησίον σου έχει κάτι στή ψυχή του εναντίον σου, άφησε το δώρο σου εκεί και σπεύσε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου και, αφού γυρίσεις συναδελφωμένος, να προσφέρεις το δώρο σου»κ.λπ.
Ο Μωσαϊκός Νόμος, απαγορεύοντας το φόνο, έμενε στην επιφάνεια της εξωτερικής πράξεως. Δεν εισχωρούσε βαθιά να βρεί τις αιτίες που οδηγούν στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Αυτό κάνει ο Χριστός, θεραπεύοντας την έλλειψη της παλαιάς νομοθεσίας. Δεν απαγορεύει απλώς το φόνο, αλλά και την οργή που συνήθως είναι η βασική αιτία αφαιρέσεως της ζωής τού πλησίον. Προσπαθεί ν αποσπάσει σύρριζα το κακόν από την ψυχή. Ο Σωτήρ καταδικάζει την οργή που είναι βίαιο και τυφλό πάθος, που δεν είναι δύσκολο να οδηγήσει στην κακοποίηση και πολύ συχνά στο φόνο τού συνανθρώπου. Φυσικά υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στο φόνο (ληστεία, εκδίκηση, φθόνος κ.ά.). Ο Σωτήρ επιλέγει ένα στον οποίον περικλείονται πολλοί άλλοι· την έλλειψη σεβασμού προς το συνάνθρωπο και την κατεξευτέλιση της προσωπικότητός του. Παράλληλα με την απαγόρευση της οργής που τιμωρείται όπως και ο φόνος, ο Κύριος απαγορεύει και τις προσβλητικές εκφράσεις (ανόητε, βλάκα) που εκτοξεύονται κατά τού πλησίον, τις οποίες τροφοδοτούν η εμπάθεια, η περιφρόνηση και το μίσος. Όταν ο άνθρωπος προπηλακίζεται και υβρίζεται, όταν διασύρεται το Πρόσωπο του και προσβάλλεται βάναυσα η αξιοπρέπεια και η τιμή του, μπορεί να αντιδράσει βίαια, πολλές δε φορές να καταλήξει και σε φόνο. Ολ’ αυτά πρέπει να αφανιστούν από την ψυχή. Όταν ο άνθρωπος είναι πράος, αόργητος και ειρηνικός, όταν αγαπά, σέβεται και εκτιμά το συνάνθρωπό του, είναι πολύ δύσκολο να καταλήξει σε φόνο. Η ανθρωποκτονία κυοφορείται σε βίαιες, εμπαθείς και υπεροπτικές ψυχές. Είναι σπόρος τού διαβόλου σ αυτές, όπως η ειρήνη, η αγάπη και ο σεβασμός είναι γέννημα τού Πνεύματος τού Θεού στις αναγεννημένες από τή χάρη του καρδιές.
Μοιχεία
«Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους ‘όυ μοιχεύσεις”. Εγώ δε σάς λέγω ότι κάθε ένας που βλέπει ένοχα τη γυναίκα (δηλαδή με επιθυμία να συνευρεθεί μαζί της), ήδη την εμοίχευσε εσωτερικά στην καρδία του. Εάν δε το δεξιό σου μάτι σε σκανδαλίζει (στον παραβολικό λόγο δεξιό μάτι είναι κάποιο πολύ κοντινό Πρόσωπο, τού οποίου η επιθυμία μπορεί να μας οδηγήσει σε αμαρτία), βγάλε το από πάνω σου και πέτα το μακριά (δηλαδή κόψε σχέσεις μαζί του). Διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου, παρά να το διατηρήσεις και να ριχτεί όλο σου το σώμα στη γέεννα (στην κόλαση). Και εάν το δεξιό σου χέρι σε σκανδαλίζει (γίνεται αφορμή να αμαρτήσεις), κόψε το και πέταξέ το μακριά» κ.λπ. Παράλληλα με το φόνο ο Χριστός νομοθετεί και για τη μοιχεία. Ο παλαιός Νόμος απαγόρευε γενικά τη μοιχεία· «ου μοιχεύσης». Κατεδίκαζεν όμως -όπως και στο φόνο- την εξωτερική πράξη, χωρίς να ερευνά το εσωτερικό βάθος της, να ζητά τους λόγους οι οποίοι οδηγούν σ αυτήν. Αντίθετα ο Χριστός σκάβει βαθιά, ερευνώντας τα αίτια που οδηγούν στο θανάσιμο αυτό αμάρτημα. Ως βασικό δε αίτιο επισημαίνει την ένοχη επιθυμία. Αν η καρδιά τού ανθρώπου είναι καθαρή από επιθυμίες πονηρές, ο άνθρωπος δεν θα καταλήξει στη μοιχεία. Αντίθετα, αν η επιθυμία προσβάλει εσωτερικά την καρδιά και δεν αποκρουστεί έγκαιρα αλλά χρονίσει σ αυτήν επισπώμενη την εσωτερική τού ανθρώπου συγκατάθεση, η πράξη έχει ήδη συντελεστεί στο εσωτερικό βάθος της ψυχής του, πράγμα που κυρίως βαρύνει στην εκτίμηση τού Θεανθρώπου. Η εξωτερίκευσή της είναι ζήτημα της πρώτης ευκαιρίας, της πρώτης κατάλληλης στιγμής. Η κρίση φυσικά τού Κυρίου είναι πολύ σκληρή για τα συνηθισμένα μέτρα τού ανθρώπου, ο οποίος μαστιγώνεται άγρια από κάθε είδους προκλητικά ερεθίσματα σε μια κοινωνία τόσο ανήθικη και κραυγαλέα προκλητική. Ποιός μπορεί τάχα να ισχυριστεί, ότι παραμένει ακαψάλιστος οδεύοντας στο πυρωμένο καμίνι της σάρκας, που ανάβει επταπλασίως η αισθησιακή έξαψη ενός κόσμου που έχει ανυψώσει το σεξ σε υπέρτατη θεότητα; Και όμως αυτό είναι το ιδεώδες της ευαγγελικής νομοθεσίας· η καθαρότητα της καρδίας από κάθε ένοχη επιθυμία. Περιττόν βέβαια να τονίσουμε, ότι για να φθάσει κανείς στα μέτρα της ευαγγελικής αυτής καθαρότητος, έχει ανάγκη από επίμονο και επίμοχθο πνευματικό αγώνα. Κυρίως πρέπει να είναι προσεκτικός, να αποφεύγει επιμελώς τις εστίες της σαρκικής μολύνσεως, να απομακρύνεται από Πρόσωπα τα οποία μπορεί να τον οδηγήσουν σε σκάνδαλο, έστω κι αν αυτά είναι γνώριμα και αγαπητά. Διότι είναι προτιμότερο να διαλύσει κανείς μια επικίνδυνη γνωριμία, παρά διατηρώντας την να πέσει στην αμαρτία και να χάσει στο τέλος την ψυχή του.
Όρκος και φιλαλήθεια
«Πάλιν ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους ‘όυκ επιορκίσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου”. Εγώ δε σάς λέγω να μην ορκίζεσθε καθόλου· ούτε στον ουρανό, διότι εκεί είναι ο θρόνος τού Θεού· ούτε στη γη, διότι αυτή είναι υποπόδιο των ποδών του· ούτε στα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις τού μεγάλου Βασιλέως (τού Θεού)· μήτε στην κεφαλή σου να ορκισθείς, διότι δεν μπορείς με τη θέλησή σου να κάνεις μια τρίχα της από άσπρη σε μαύρη. Ας είναι δε ο λόγος σου ένα ναι ή ένα όχι. Ο,τι είναι πέρα από αυτά προέρχεται από τον πονηρόν». Ο Νόμος τού Μωϋσέως δεν απαγόρευε τον όρκο, αλλά την επιορκία. Ο πιστός Ισραηλίτης όφειλε να αποδίδει (να εξοφλεί) στον Θεό τις ένορκες υποσχέσεις και βεβαιώσεις του. Έμενε όμως σ αυτό, χωρίς να εισχωρεί βαθύτερα. Ο Χριστός, συμπληρώνοντας το Νόμο, απαγορεύει τελείως τον όρκο. Ο νέος της χάριτος Ισραηλίτης (ο χριστιανός) δεν πρέπει να ορκίζεται καθόλου. Ούτε στο όνομα τού Θεού, αλλ’ ούτε και στα κτίσματα που προέρχονται και ανήκουν σ αυτόν. Με τον τρόπον αυτό θεραπεύεται ριζικά το μεγάλο αμάρτημα της ψευδορκίας και της επιορκίας. Όσοι ζουν στη ψυχή τους την αλήθεια τού Θεού, είναι αληθινοί και στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Ο λόγος τους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Δεν έχουν ανάγκη να λαμβάνουν όρκους για να γίνουν πιστευτοί από τους άλλους. Ένα ναι ή ένα όχι (μία κατάφαση ή μία άρνηση), λίγα δηλαδή λόγια ανεπιτήδευτα και απλά, είναι αρκετά για να βεβαιώσουν αυτά που λέγουν. Τα λόγια τα πολλά προέρχονται συνήθως από καρδιές ρηχές και πονηρές. Είναι εκ τού πονηρού.
Εκδίκηση
«Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους ‘‘οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”. Εγώ δε σάς λέγω να μην αντιστέκεσθε στον πονηρό. Αλλά σ’ εκείνον που θα σε ραπίσει στη δεξιά σου σιαγόνα, να τού γυρίσεις (να ραπίσει) και την άλλη. Και σ εκείνον που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο διεκδικώντας το χιτώνα σου (το πουκάμισο), να τού αφήσεις και το ιμάτιο (το πανωφόρι). Αν δε σε αναγκάσει κάποιος να πάς μαζί του (για αγγαρεία) ένα μίλι, εσύ να πάς πρόθυμα δύο. Σ αυτόν που σού ζητά (ελεημοσύνη) να δίνεις και να δανείζεις πρόθυμα εκείνον που σού ζητά δανεικά». Ο παλαιός Νόμος καθιέρωνε τα αντίποινα· «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Για τους ανθρώπους της παλαιάς εποχής η θέσπιση αυτή είχε κάποια ευεργετική αξία. Περιόριζε την εκδικητικήν ανταπόδοση στο ύψος της προσβολής και της αδικίας που έγινε. Την υπέρβαση τού ορίου αυτού την απαγόρευε, προφυλάσσοντας τον άνθρωπο από μεγαλύτερες κακώσεις στις οποίες μπορούσε να καταλήξει η μανία της εκδικήσεως. Τη θέσπιση αυτή μπορούσε να κατανοήσει ο άνθρωπος της μακρινής εκείνης εποχής. Ο νόμος όμως τού Ευαγγελίου δεν αρκείται στο ημίμετρο αυτό· προχωρεί δραστικότερα και καταργεί τελείως κάθε είδους αντίσταση, η οποία τροφοδοτεί την αντιδικία και γίνεται αιτία πολλών άλλων κακών. Όπως η φωτιά για να σβήσει δεν πρέπει να τροφοδοτηθεί με καύσιμη ύλη αλλά να απομονωθεί και να εξαντληθεί μονάχη της, έτσι και μια οποιαδήποτε επιθετική εκδήλωση πονηρών ανθρώπων δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται με αντίσταση και αντεπίθεση, διότι τότε θα δημιουργηθούν τριβές και εκρηκτικές καταστάσεις, που είναι άγνωστο που μπορούν να καταλήξουν. Η μη προβολή αντιστάσεως στις όποιες επιθέσεις των άλλων, η υποχωρητικότητα γενικά και η ανοχή, είναι ο μόνος τρόπος ριζικής θεραπείας ενός κακού τόσο συχνού στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Ο Κύριος φέρει και παραδείγματα για να τονίσει σχηματικά τη μεγάλη δύναμη και αξία της ανοχής. «Αν κάποιος σε κτυπήσει στο δεξιό μάγουλο -λέγει- να μην ανταποδώσεις το κτύπημα, αλλά να τού γυρίσεις (για να κτυπήσει) και το αριστερό. Και εάν διεκδικήσει το χιτώνα σου, να τού δώσεις μαζί με αυτόν και το ιμάτιο. Και αν σού επιβάλει να πάς μαζί του ένα μίλι, εσύ να πάς πρόθυμα δύο. Σε κάθε δύσκολη περίσταση η καρδιά σου να είναι ανοικτή προς το συνάνθρωπο. Έτσι αν σού ζητήσει κάτι (εννοείται χρήσιμο, καλό) να τού το δώσεις· κι αν θέλει χρήματα να τού δανείσεις, να το κάνεις πρόθυμα (εννοείται χωρίς τόκο)». Οι διατάξεις φυσικά αυτές αγγίζουν τα όρια των τελείων. Στους συνηθισμένους όμως ανθρώπους και μάλιστα στους καιρούς μας, όπου η εμπάθεια, το συμφέρον και η αγριάδα των ενστίκτων έχουν βαθιά αποτυπωμένη τη σφραγίδα τους στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, το μέτρο αυτό της ευαγγελικής ανοχής είναι ακατανόητο, αν μη γελοίο. Και όμως· αυτό πρέπει να είναι το ήθος των γνησίων οπαδών τού Κυρίου, ο οποίος υπήρξεν η ενσάρκωση της ανοχής, την οποίαν εσφράγισε με το πανάγιον αίμα του!
Η αγάπη και η χριστιανική τελειότητα
«Ακούσατε ότι ειπώθηκε ‘‘αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου”. Εγώ σάς λέγω, να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να λέγετε καλά λόγια γι’ αυτούς που σάς καταρώνται, να ευεργετείτε αυτούς που σάς μισούν και να προσεύχεσθε γι αυτούς που θέλουν το κακό σας και σάς καταδιώκουν· διότι έτσι θα γίνετε παιδιά τού Πατέρα σας που κατοικεί στους ουρανούς, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις στις ευεργεσίες του, αλλά στέλλει τον ήλιό του εξ ίσου σε πονηρούς και αγαθούς και βρέχει τη βροχή του σε δικαιους και αδίκους. Διότι, αν αγαπήσετε μονάχα αυτούς που σάς αγαπούν, ποιό μισθό θα έχετε από τον Θεό; Μήπως το ίδιο δεν κάνουν και οι αμαρτωλοί τελώνες; Και αν χαιρετίσετε (με ασπασμό) μονάχα τους αδελφούς σας, τι το εξαιρετικό ποιείτε; Μήπως και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Σεις, λοιπόν, να είσθε τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας, ο οποίος βρίσκεται στους ουρανούς».
Ο παλαιός Νόμος εθέσπιζε αγάπη προς τον πλησίον (τον ομοεθνή Ισραηλίτη) και μίσος προς τον εχθρό (τον αλλογενή που ενομίζετο εχθρός τού Θεού). Είναι προφανές ότι ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ πλησίον και εχθρού με το εκατέρωθεν συναισθηματικό φόρτισμα, αποσκοπούσε στην προφύλαξη τού λαού από κάθε μολυσμό που ήταν ενδεχόμενο να προέλθει από την επαφή του με αλλογενείς ειδωλολάτρες. Τή διάταξη αυτή που ήταν κομμένη στα πνευματικά μέτρα τού αρχαίου Ισραηλίτη, σαρώνει κυριολεκτικά ο νόμος τού Χριστού, ο οποίος καταργεί την οποιαδήποτε μορφή μίσους ανυψώνοντας τους εχθρούς σε Πρόσωπα άξια της αγάπης και της βοηθείας μας486. Ο Χριστός, ο οποίος έδωσε πρώτος το παράδειγμα αγάπης προς τους εχθρούς του, είναι σαφής και κατηγορηματικός. «Εσείς -λέγει- οι πιστοί και γνήσιοι μαθητές μου, για να είσθε άξιοι της μεγάλης ευαγγελικής αποστολής σας, πρέπει ν αγαπάτε τους εχθρούς σας και να ευεργετείτε αυτούς που θέλουν να σάς βλάψουν. Διότι, αν περιορίζετε την αγάπη σας μονάχα σ αυτούς που σάς αγαπούν, δεν κάνετε τίποτε περισσότερο απ ό,τι κάνουν και οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Κάτι δηλαδή φυσικό και αυτονόητο. Αγαπώντας όμως τους εχθρούς σας φτάνετε πολύ ψηλά, μοιάζοντας με τον πανάγαθο Θεό, ο οποίος αγαπά κι ευεργετεί εξ ίσου όλα τα πλάσματά του». Πραγματικά η αγάπη προς τους εχθρούς όπως τή δίδαξε και την ενσάρκωσε ο Κύριος, αποτελεί το ειδικό βάρος τού ευαγγελικού κηρύγματος, είναι η νέα εντολή487 η γνωριστική τού ήθους και τού ύφους των υιών της θείας βασιλείας488, η οποία -στο μέτρο που υιοθετήθηκε από τους ανθρώπους- ανεμόρφωσε το Πρόσωπο της γης. Η αγάπη προς τους εχθρούς «εξισώνει» τον άνθρωπο με τον Θεό! Περιττό να πούμε, ότι και η μεγάλη αυτή εντολή είναι κάτι που δεν μπορεί να κατανοήσει ο σημερινός άνθρωπος, ο κυριαρχημένος από το αδελφοκτόνο μίσος που μετατρέπει τη ζωή σε καυτή κόλαση· και ότι είναι ιδεώδες στο οποίο μόνο με τή χάρη τού Θεού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Στο έκτο κεφάλαιο της επί τού Όρους Ομιλίας περιγράφονται και άλλες πτυχές τού νέου ευαγγελικού ήθους που πρέπει να διακρίνει τους γνήσιους οπαδούς τού
Χριστού.
Ελεημοσύνη στα κρυφά
«Προσέχετε να μη κάνετε την ελεημοσύνη σας μπροστά στους ανθρώπους με σκοπό να σάς δουν και να σάς επαινέσουν· αλλιώτικα, δεν θα πάρετε κανένα μισθό από τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς. Εσύ όταν κάνεις ελεημοσύνη, να μη το διασαλπίσεις γύρω σου, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για ν αποσπάσουν τη δόξα των ανθρώπων. Σάς βεβαιώνω ότι με αυτά που κάνουν πήραν την ανταμοιβή τους (από τους ανθρώπους). Εσύ όταν κάνεις ελεημοσύνη, να την κάνεις τόσο κρυφά, ώστε το αριστερό σου χέρι να μη γνωρίζει τι κάνει το δεξιό σου, για να γίνεται η ελεημοσύνη σου στα κρυφά και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά, θα σού δώσει την ανταμοιβή σου στα φανερά». Είναι φανερόν ότι με τις παραινέσεις αυτές ο Κύριος θέλει ν απαλείψει από τις ψυχές των οπαδών του τη δοξομανία, τη ματαιοδοξία και την επιδειξιομανία, κακίες τόσο βαθιά ριζωμένες στο αρρωστημένο έδαφος της ψυχής, που και την αρετή ακόμα την κάνουν όχι γιατί αυτή είναι υπαγόρευση τού χρέους της αγάπης προς τον πλησίον, αλλά «προς το θεαθείναι», να θαυμάζουν δηλαδή και να επαινούν την καλή τους πράξη οι άνθρωποι, χωρίς να κατανοούν ότι με τη διάθεση αυτή αδειάζουν τη ψυχή τους από τη συμπάθεια και το έλεος τού Θεού. Ο ανθρώπινος φυσικά έπαινος όχι μονάχα δεν είναι κακός αλλά και επιβάλλεται ως δίκαιη αναγνώριση μιας αξίας και ενός έργου καλού. Κακή είναι η υπέρμετρη και αποκλειστική θήρευση τού επαίνου εκ μέρους τού ενεργούντος υποκειμένου, που σημαίνει ότι τα ελατήρια της ψυχής του δεν κινούνται στο χώρο τού θείου θελήματος, αλλ είναι εγωπαθή και ματαιόδοξα.
Προσευχή στα κρυφά
Το ίδιο και με την προσευχή. «Όταν προσεύχεσαι -λέγει ο Κύριος- δεν πρέπει να μοιάζεις με τους υποκριτές, οι οποίοι αρέσκονται να στέκονται όρθιοι και να προσεύχονται επιδεικτικά στις συναγωγές και στις γωνιές των πλατειών (σε μέρη δηλαδή περίοπτα και πολυσύχναστα), με σκοπό να τους κοιτάξουν οι άνθρωποι. Σάς βεβαιώνω ότι πήραν (από τους ανθρώπους) την ανταμοιβή τους. Σύ δε, όταν προσεύχεσαι, μπες μέσα στο ιδιαίτερό σου δωμάτιο και, αφού κλείσεις τη θύρα για να μη σε βλέπουν οι άλλοι, να κάνεις την προσευχή σου μυστικά στον Πατέρα σου που είναι κρυμμένος και αθέατος. Και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά την προσευχή σου, θα σε ανταμείψει στα φανερά. Όταν δε προσεύχεσθε, να μη φλυαρείτε διατυπώνοντας αιτήματα ανόητα, όπως κάνουν οι εθνικοί (ειδωλολάτρες). Νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν από τον Θεό. Να μη τους μοιάσετε, γιατί ο Πατέρας σας γνωρίζει αυτό που έχετε ανάγκη, προτού ακόμα τού το ζητήσετε».
Στη συνέχεια ο Κύριος παρέχει και πρότυπο αληθινής προσευχής, η οποία φέρει το όνομά του· «Κυριακή προσευχή»· «Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γής· τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον· και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών· και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από τού πονηρού. Οτι σού εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν».
Τα βασικά στοιχεία της Κυριακής προσευχής είναι·
α) Η αναφορά προς τον Θεό ο οποίος είναι Πατέρας στοργικός και κατοικεί στους ουρανούς (έκφραση ανθρωποπαθής), δηλαδή βρίσκεται μακριά από την κακότητα και την ακαθαρσία της γης, σε χώρο άυλο γεμάτο μεγαλοπρέπεια και δόξα. β) Το αίτημα να αγιάζεται το όνομα τού Θεού εκεί, όπου πραγματώνεται η βασιλεία του διά της τηρήσεως από τους ανθρώπους τού αγίου του θελήματος, όπως αυτό γίνεται και στον ουρανό (από τους αγγέλους). γ) Το αίτημα για το καθημερινό μας ψωμί, που είναι απαραίτητο για τη σωματική μας συντήρηση. δ) Το αίτημα να μας συγχωρήσει ο Θεός όλα μας τα αμαρτήματα, με τη βεβαίωση ότι και εμείς συγχωρούμε τα πταίσματα των άλλων και ε) Το αίτημα να μην επιτρέψει ο Θεός να μπούμε σε πειρασμό (δοκιμασία ψυχική) δεδομένης της αδυναμίας της φύσεώς μας η οποία εύκολα μπορεί να μας οδηγήσει σε πτώση, αλλά να μας γλυτώσει από τον πονηρό, ο οποίος επιδιώκει να μας εξοντώσει πνευματικά. Τα αιτήματα δε αυτά τα κάνουμε με τη βαθιά πεποίθηση ότι στον Θεόν ανήκει η αιώνια βασιλεία, η δύναμη και η δόξα. Την ορθή στάση, το γνήσιο πνεύμα και το αληθινό περιεχόμενο της προσευχής σε αντίθεση με την ψεύτικη και κακή, μας εδίδαξεν ο Κύριος στην παραβολή τού Τελώνου και τού Φαρισαίου.
Η νηστεία
Παράλληλα με την ελεημοσύνη και την προσευχή ο Κύριος στηλιτεύει και την υποκριτική νηστεία, που έκαναν επιδεικτικά οι Φαρισαίοι για ν αποσπάσουν το θαυμασμό και τον έπαινο των ανθρώπων, τονίζοντας το νόημα της αληθινής και ανεπιτήδευτης νηστείας.«Όταν νηστεύετε -λέγει- να μη γίνεσθε περίλυποι και σκυθρωποί, όπως κάνουν οι υποκριτές, οι οποίοι αλλοιώνουν επίτηδες τα Πρόσωπα τους διά να φανούν στους ανθρώπους νηστεύοντες. Σάς βεβαιώνω ότι έχουν πάρει ήδη (από τους ανθρώπους) το μισθό τους. Σύ δε, όταν νηστεύεις, άλειψε την κεφαλή και νίψε το Προςωπό σου (σημεία ευδιαθεσίας και χαράς), έτσι που να μη φαίνεσαι εξωτερικά στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά μυστικά στον Πατέρα σου, ο οποίος παρακολουθεί τα πάντα. Και ο Πατέρας σου που βλέπει τη νηστεία σου να γίνεται στα κρυφά, θα σού δώσει την αμοιβή σου στα φανερά». Η νηστεία είναι πολύ μεγάλη αρετή που εξυψώνει τον άνθρωπο πνευματικά, όταν γίνεται σωστά, με συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας της ψυχής, με φόβο Θεού και με ταπείνωση και συντριβή καρδίας. Η υποκριτική φαρισαϊκή νηστεία, που σαν κύριο ελατήριό της έχει το θαυμασμό και τη δόξα των ανθρώπων, είναι στεγνή και άκαρπη, εξαντλούμενη στην ανθρωπαρέσκεια και την επιδειξιομανία της. Από τον Θεό δεν έχει τίποτε να περιμένει. Είναι υπόθεση χαμένη στην ιδιοτέλεια και την υποκρισία της.
Ο πραγματικός θησαυρός
Στη ζωή του ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει πολλών ειδών θησαυρούς. Αυτό βέβαια δεν είναι κακό, όταν γίνεται με διακριτική επίγνωση και μέσα στα όρια της ηθικής τάξεως. Το πράγμα αρχίζει να γίνεται κακό, όταν ο άνθρωπος ειδωλοποιεί τους θησαυρούς αυτούς Δένοντας την καρδιά του μαζί τους, περικλείεται ασφυκτικά σε υλικές αξίες και αγαθά εφήμερα και παροδικά, τα οποία όχι μόνον είναι ανίσχυρα να τον βοηθήσουν, αλλ’ υπάρχει κίνδυνος να τον υποδουλώσουν και να τον καταστρέψουν. Στους θησαυρούς αυτούς ο Κύριος αντιτάσσει άλλους πνευματικούς και αιώνιους, οι οποίοι είναι απρόσβλητοι στο χρόνο και ακτύπητοι από τη φθορά, και οι οποίοι πρέπει να αιχμαλωτίζουν τη ψυχή, να συντηρούν την ύπαρξη και να κατευθύνουν την επίγεια ζωή τού ανθρώπου. «Να μη μαζεύετε θησαυρούς -παραινεί ο Κύριος- πάνω στη γη, όπου η σκουριά και η σαπίλα (της φθοράς) αφανίζουν και όπου οι κλέφτες τρυπούν τους τοίχους και τους κλέβουν. Να μαζεύετε δε θησαυρούς στον ουρανό, όπου οι κλέφτες δεν τρυπούν τούς τοίχους και δεν τους κλέβουν. Διότι εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σας, εκεί πρέπει να είναι στραμμένη και η καρδιά σας».
Φώς και σκοτάδι
Όπως υπάρχει φώς και σκοτάδι φυσικό, έτσι υπάρχει φώς και σκοτάδι πνευματικό. Το φυσικό σκοτάδι είναι η στέρηση τού φυσικού φωτός, όπως και το πνευματικό σκοτάδι (η αμαρτία) είναι η στέρηση τού πνευματικού φωτός (της αρετής). Όπως δε ο άνθρωπος οδεύει στα σκοτάδια όταν ο φυσικός του οφθαλμός υποστεί κάποια ζημιά, έτσι και η ψυχή οδεύει στα σκοτάδια, όταν ο πνευματικός της οφθαλμός (ο νους) αρρωστήσει· δεν μπορεί να δει τον Θεό και να αξιολογήσει σωστά τα πράγματα τού βίου και την υπόθεση της υπάρξεως.
«Το λυχνάρι που φωτίζει το σώμα -λέγει ο Κύριος- είναι το μάτι. Εάν το μάτι σου είναι καθαρό (υγιές), όλο σου το σώμα θα είναι φωτεινό. Αν, αντίθετα, το μάτι σου είναι αρρωστημένο, όλο σου το σώμα θα είναι σκοτεινό. Εάν, λοιπόν, το φώς που σού δόθηκε για να σε φωτίζει γίνει σκοτάδι, τότε σε πόσο μεγαλύτερο σκοτάδι θα βυθιστείς; (εννοείται το πνευματικό σκοτάδι, σε περίπτωση που σκοτεινιάσει ο οφθαλμός της ψυχής). Κανένας δεν μπορεί να δουλεύει συγχρόνως σε δύο κυρίους (να είναι προσκολλημένος και στα επίγεια και στα ουράνια αγαθά). Διότι, ή τον ένα θα μισήσει και τον άλλο θ αγαπήσει ή στον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλο θα περιφρονήσει. Δεν μπορείτε να υπηρετείτε συγχρόνως και τον Θεό και τον μαμωνά (τον ειδωλοποιημένο πλούτο)».Αλήθεια, πόσο υπέροχα και υψηλά είναι τα διδάγματα που μας παρέχει ο Κύριος! Η καρδιά τού ανθρώπου είναι το σπίτι τού Θεού, ο ναός τού αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί το σπίτι τού Θεού να χωρίζεται σε δύο διαφορετικά διαμερίσματα. Στο ένα να κατοικεί η χάρη τού Θεού και στο άλλο το πνεύμα τού διαβόλου, ο μαμωνάς. Η καρδιά ή θα δοθεί ολόκληρη στον Θεόν ή θα δοθεί ολόκληρη στο αντίπαλο πνεύμα της πονηρίας. Το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά και να υπηρετεί συγχρόνως και τον Θεό και τον μαμωνά.
Μέριμνα και εμπιστοσύνη στον Θεό
Η αγωνιώδης μέριμνα της ζωής είναι κάτι το βαθιά ζυμωμένο με την καθημερινότητα τού βίου. Οι βιοτικές ανάγκες σ ένα κόσμο που τόσο ραγδαία εξελίσσεται είναι πάμπολλες και τα προβλήματα που δημιουργούνται καυτά και αναρίθμητα. Το βάρος της βιοτικής μέριμνας πιέζει ασφυκτικά και αναστατώνει τον άνθρωπο, που αγκομαχά προσπαθώντας να κερδίσει την καθημερινή του υπόθεση. Η πυρετική όμως αυτή έξαψη είναι κατάσταση πολύ επικίνδυνη. Κουράζει το σώμα και εξαντλεί την ψυχή. Φιλοδωρεί τον άνθρωπο με πολλά ψυχοσωματικά νοσήματα με συνέπειες πολύ θλιβερές, χωρίς ωστόσο να παρέχει κάτι το θετικό στον άνθρωπο, χωρίς να ανακουφίζει τή ζωή του και να βελτιώνει την τύχη του. Ο Κύριος μπροστά στο σοβαρότατο αυτό ασθένησα τού πλάσματος παρέχει τη δική του συνταγή, η εφαρμογή της οποίας είναι άμεσα λυτρωτική. Είναι δε αυτή η πεποίθηση στην πρόνοια τού Πατέρα, που θωρακίζει τον άνθρωπο, τού γαληνεύει τη ψυχή, τού κατευνάζει τις θύελλες και τις καταιγίδες και τού παρέχει αναψυχή, ώστε με δύναμη και αντοχή να παλέψει την τραχύτητα της βιοτικής συγκυρίας του.«Διά τούτο σάς λέγω να μη φροντίζετε με αγωνία στη ψυχή σας τι θα φάτε και τι θα πιήτε ή με τι θα ντύσετε το σώμα σας. Δεν αξίζει η ψυχή σας περισσότερο από την τροφή και το σώμα σας περισσότερο από το ένδυμα; Κοιτάξτε τα πουλιά που πετούν στον αέρα, τα οποία ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν ούτε μαζεύουν σε αποθήκες· και όμως τα τρέφει ο ουράνιος Πατέρας σας. Δεν έχετε εσείς μεγαλύτερη αξία απ αυτά; Ποιός από σάς, όσο κι αν φροντίζει, μπορεί να προσθέσει ένα πήχη στο σωματικό του ανάστημα; Και για το ένδυμα, γιατί φροντίζετε; Κοιτάξτε προσεχτικά τ αγριολούλουδα πώς μεγαλώνουν. Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν. Σάς λέγω δε, ότι ούτε και ο Σολομών, σε όλη τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα του, δεν μπόρεσε να ντυθεί σαν ένα απ αυτά. Εάν δε το χορτάρι που ανέμελα φυτρώνει στους αγρούς, το οποίο σήμερα ζει και αύριο ξηραίνεται και το πετάνε στο φούρνο (για να καεί) ο Θεός τόσο όμορφα το ντύνει, πόσο περισσότερο θα κάνει αυτό για σάς, ολιγόπιστοι; Μη μεριμνάτε, λοιπόν, λέγοντες· τι θα φάμε ή τι θα πιούμε και με τι θα ντυθούμε; Γιατί όλ’ αυτά τα ζητάνε οι εθνικοί (ειδωλολάτρες). Ο δικός σας Πατέρας που κατοικεί στους ουρανούς, γνωρίζει ότι έχετε ανάγκην απ όλα αυτά. Να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού και τη δικαιοσύνη του (το άγιο θέλημά του) και όλα τα άλλα θα σάς προστεθούν (από το Θεό). Μη γεμίζετε, λοιπόν, τη ψυχή σας με αγωνία για το τι θα σάς συμβεί αύριο, διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για τη δική της κακία. Αρκεί η στενοχώρια της
σημερινής ημέρας». Ο Κύριος φυσικά νομοθετώντας αυτά δεν έχει σκοπό ν απαγορεύσει κάθε μέριμνα και κάθε προγραμματισμό στη ζωή μας, πράγμα που μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις όχι μονάχα στο βιοτικό μας πεδίο, αλλά και στην πνευματική μας εξέλιξη. Αυτό που απαγορεύει είναι η άμετρη και αγχώδης μέριμνα, η αναστάτωση και η ταραχή στην αντιμετώπιση της καθημερινής βιοπάλης, καταστάσεις που σε τελική ανάλυση είναι σημάδια ολιγοπιστίας στην πρόνοια και την αγάπη τού Θεού. Αυτό κυρίως μετράει αρνητικά από την πλευρά τού πλάσματος. Και αυτό θέλει να θεραπεύσει ο Κύριος.
Η κατάκριση τού πλησίον
Η κατάκριση τού πλησίον είναι φαινόμενο πολύ συνηθισμένο μεταξύ των ανθρώπων. Προέρχεται από καρδιά από την οποίαν απουσιάζει η αδελφική αγάπη. Αυτός που κατακρίνει δεν σέβεται τον αδελφό του. Και μπορεί μεν, και έχει χρέος να ελέγχει την κακή συμπεριφορά του· κατ ιδίαν όμως και με σκοπό να τον βοηθήσει να την βελτιώσει. Η άσκοπη και εμπαθής επίκριση είναι κακολογία. Είναι δε και υποκρισία, γιατί βλέπει μονάχα τις ενέργειες των άλλων, ενώ παραβλέπει τις δικές της που μπορεί να είναι χειρότερες εκείνων που κατακρίνει. Ο Κύριος στηλιτεύει έντονα την κατάκριση τού πλησίον.«Μη κρίνετε -τονίζει- για να μη κριθείτε. Διότι με το κριτήριο με το οποίο κρίνετε τους άλλους θα κριθείτε κι εσείς και με το μέτρο που εκτιμάτε τις πράξεις των άλλων, θα εκτιμηθούν και οι δικές σας (από τον Θεό). Γιατί δε, βλέπεις το μικρό ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, και δεν παρατηρείς το δοκάρι που είναι σφηνωμένο στο δικό σου μάτι; Η πώς θα πεις στον αδελφό σου· άφησε να βγάλω το ξυλαράκι από το μάτι σου, τή στιγμή που υπάρχει το δοκάρι στο δικό σου; Υποκριτή, να αφαιρέσεις πρώτα το δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι, και έπειτα να προσπαθήσεις να βγάλεις το μικρό ξυλαράκι από το μάτι τού αδελφού σου».
Οι θείοι μαργαρίτες
Η έλλειψη επικριτικής και κατακριτικής διαθέσεως τού πλησίον που πρέπει να κοσμεί τη ψυχή κάθε καλού χριστιανού, δεν πρέπει ωστοσο να μας οδηγεί σε μια αδιάκριτη και χαλαρή εκτίμηση της συμπεριφοράς των άλλων και σε μια ανεξέλεγκτη σχέση μαζί τους κυρίως σε σημαντικά ζητήματα πίστεως, πράγμα που μπορεί να μας κοστίσει βαθιές και ανεπανόρθωτες ζημιές. Συγκεκριμένα ο Κύριος μας απαγορεύει να παρέχουμε τους πνευματικούς θησαυρούς της πίστεώς μας σε άγριους και χοιρώδεις ανθρώπους, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν τη δυνατότητα να τους δεχτούν, αλλά θα τους βεβηλώσουν και παράλληλα θα βλάψουν και εκείνους οι οποίοι τους μεταδίδουν.«Να μη δίνετε το άγιον (δηλ. το μυστήριο της πίστεως) -λέγει- στα σκυλιά (τους τραχείς και άγριους ανθρώπους) και να μη ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας (τις θείες αλήθειες) στους χοίρους (στους αισθησιακούς και ακάθαρτους ανθρώπους), μη τυχόν και τα καταπατήσουν με τα πόδια τους (τα προσβάλλουν και τα βεβηλώσουν) και μετά στραφούν εναντίον σας να σάς ξεσχίσουν». Προσοχή, λοιπόν, στη μετάδοση των ιερών της πίστεως αληθειών. Να μη γίνεται αδιάκριτα, αλλά με σύνεση και διακριτική εκτίμηση των συνθηκών τού περιβάλλοντος. Όπου δηλαδή το περιβάλλον, οι άνθρωποι, ο τόπος και η ώρα δεν αντέχουν στην υποδοχή της θείας αλήθειας, εκεί να μη προβάλλουμε τις αλήθειες τού Ευαγγελίου, γιατί είναι ενδεχόμενο αντί ωφελείας να προξενήσουμε άθελά μας ζημιά τόσο σε μας όσο και σε άλλους κακότροπους ανθρώπους.
Η αποτελεσματικότητα της προσευχής
Εκείνος που προσεύχεται με πίστη και ειλικρίνεια στον Θεό θα λάβει Οπωσδήποτε τα αιτήματά του. Διότι ο Θεός είναι στοργικός Πατέρας, ο οποίος αγαπά τα παιδιά του και δεν μπορεί να κωφεύσει στις δεήσεις τους, αλλά θα ικανοποιήσει όλες τις λογικές χρείες και ανάγκες τους. Μόνο τα παράλογα αιτήματα δεν μπορεί -γιατί δεν θέλει- να ικανοποιήσει ο παντοδύναμος Θεός.«Ζητείτε -παραινεί ο Κύριος- και θα σάς δοθεί· γυρεύετε και θα βρείτε· κτυπάτε και θα σάς ανοίξουν. Διότι κάθε ένας που ζητά, λαμβάνει· και κάθε ένας που γυρεύει, βρίσκει· και σ εκείνον που κτυπά, θα ανοιχτεί (η πόρτα). Η ποιός από σάς, όταν το παιδί του τού ζητήσει ψωμί, θα τού δώσει λίθον; Η αν τού ζητήσει ψάρι, θα τού δώσει φίδι; Εάν, λοιπόν, εσείς που είσθε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε χρήσιμα πράγματα στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο ουράνιος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά πράγματα σ αυτούς που με πίστη τα ζητούν;».
Ο χρυσός κανόνας τού Ευαγγελίου
«Εκείνα που θέλετε να σάς κάνουν οι άνθρωποι -λέγει ο Κύριος- τα ίδια να κάνετε και σείς σ’ αυτούς. Διότι σ αυτό συγκεφαλαιώνονται η διδαχή τού Νόμου και
οι Προφήτες». Κέντρο τού χρυσού αυτού κανόνος τού Ευαγγελίου είναι το ατομικό εγώ τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος δικαιολογημένα απαιτεί οι άνθρωποι να τιμούν και να σέβονται την προσωπικότητά του, να μην καταπατούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του, να σέβονται την οικογένεια και την περιουσία του και γενικά να τον συντρέχουν στις ανάγκες και τις περιστάσεις του. Ολ’ αυτά είναι μια λογική και δίκαιη απαίτηση. Ο δίκαιος όμως και καλοπροαίρετος άνθρωπος την απαίτησή του αυτή οφείλει να την ανταποδίδει στο συνάνθρωπο. Να κάνει δηλαδή και στον άλλον όσα αυτός θέλει να τού κάνουν οι άλλοι. Αν το πλέγμα αυτό των αμοιβαίων διεκδικήσεων εφαρμοστεί αρμονικά και ισχύσει σαν καθολική νομοθεσία, οι άνθρωποι θα ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους, απαλλαγμένοι από πολλά κακά που προξενούν ο νοσηρός ατομισμός, η εγωπάθεια, το προσωπικό συμφέρον και τόσα άλλα, που μετατρέπουν τις ανθρώπινες κοινωνίες σε αγέλες άγριων θηρίων, όπου το ένα επιτίθεται και κατασπαράσσει το άλλο. Στην αρνητική του μορφή ο χρυσός κανόνας τού Ευαγγελίου είναι γνωστός ως· «ό σύ μισείς, μηδενί ποιήσης»489. Αυτό που εσύ απεχθάνεσαι και μισείς, να μη το κάνεις στους άλλους.
Οι δύο δρόμοι
Δύο είναι οι δρόμοι τους οποίους μπορεί ν ακολουθήσει στη ζωή του ο άνθρωπος. Ο ένας είναι της αρετής, στενός και δύσκολος, τον οποίο λίγοι μονάχα ακολουθούν. Το τέρμα τού δρόμου αυτού καταλήγει στην ευρυχωρία τού ουρανού, στην αιώνια χαρά της θείας βασιλείας, στους ολόφωτους κόλπους τού Πατέρα. Ο άλλος είναι ο δρόμος της κακίας, ευρύχωρος και άνετος, τον οποίον ακολουθούν οι περισσότεροι των ανθρώπων. Το τέρμα τού δρόμου αυτού είναι η απώλεια της ψυχής στη στενότητα και την οδύνη της κολάσεως, η νέκρωση της υπάρξεως μακριά από την αληθινή ζωή και το φώς, που είναι ο Θεός. Ο Κύριος μας παραινεί να μπαίνουμε από τη στενή πύλη και την τεθλιμμένη οδό που οδηγεί στην ανάπαυση της αιώνιας ζωής. Σχετικά λέγει· «Να μπαίνετε από τη στενή πύλη, διότι είναι πλατειά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην απώλεια και πολλοί είναι εκείνοι που μπαίνουν από αυτήν. Αντίθετα, είναι στενή η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή και λιγοστοί είναι εκείνοι που τη βρίσκουν».
Οι ψευδοπροφήτες
Στους ανθρώπους που ακολουθούν το δρόμο της κακίας συγκαταλέγονται και οι ψευδοπροφήτες. Είναι άνθρωποι διεστραμμένοι και επικίνδυνοι. Πλανεμένοι αυτοί, προσπαθούν να πλανήσουν και τους άλλους. Είναι στρατευμένοι πράκτορες τού ψεύδους, πολέμιοι της αλήθειας. Μεταμφιέζονται, λαμβάνοντας ψεύτικα προσωπεία για να παραπλανήσουν τις αφελείς και αστήρικτες ψυχές. Οι πιστοί πρέπει να βρίσκονται σε επιφυλακή, να τους επισημαίνουν και να προφυλάσσονται από την πανουργία και την κακουργία τους. Θα τους αναγνωρίζουν δε από τα έργα τους. Η συμπεριφορά τους θα προδώσει τους καταχθόνιους σκοπούς και τις διαθέσεις τους. Όπως από τα αγκάθια δεν μπορεί να μαζέψει κανείς σύκα, έτσι και από αυτούς δεν μπορεί να προέλθει κάτι σωστό και καλό. Και όπως ένα Δέντρο σάπιο δεν μπορεί να κάνει καρπούς καλούς, έτσι και από αυτούς δεν μπορούν να προέλθουν παρά έργα ανάλογα με τη σαπρότητα της ψυχής τους.«Προσέχετε -λέγει ο Σωτήρ- από τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι σάς πλησιάζουν με ένδυμα προβάτων, εσωτερικά όμως είναι λύκοι άγριοι και αρπακτικοί. Θα τους αναγνωρίσετε από τα έργα τους. Μήπως μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τους τριβόλους σύκα; Έτσι κάθε Δέντρο καλό παράγει καρπούς καλούς, ενώ το σάπιο Δέντρο παράγει καρπούς χαλασμένους και κακούς. Δεν μπορεί ένα Δέντρο καλό να κάνει φθαρμένους καρπούς, ούτε ένα σάπιο Δέντρο να κάνει καρπούς υγιείς. Κάθε Δέντρο που δεν κάνει καρπούς καλούς το κόβουν από τη ρίζα και το ρίχνουν στη φωτιά. Έτσι, λοιπόν, κι εσείς θα τους αναγνωρίσετε ποιοί είναι από τους καρπούς των έργων τους».
Τα λόγια και τα έργα
Ο άνθρωπος είναι πολύ εύκολος στα λόγια. Η γλώσσα του δουλεύει ασταμάτητα. Αντίθετα, στα έργα είναι πολύ νωθρός και δυσκίνητος. Αν αυτό ισχύει γενικά, ιδιαίτερη σημασία έχει στο πεδίο της σωτηρίας. Στη βασιλεία των ουρανών δεν θα μπουν όσοι περιορίζονται μονάχα στα λόγια, τα ωραία εξωτερικά και όμορφα, αλλ’ αυτοί που κάνουν το θέλημα τού ουράνιου Πατέρα. Τα λόγια από μόνα τους, όταν δηλαδή δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρυσμα σε έργα αρετής, δεν θα μπορέσουν να τους σώσουν. Χειρότερα δε, σε περίπτωση που άλλα λέγουν και άλλα κάνουν. Ομολογούν εξωτερικά τον Χριστό, ενώ κατά βάθος είναι εργάτες δόλιοι της ανομίας. Αυτούς θα τους αποπέμψει490 ο Σωτήρ κατά την ημέρα της κρίσεως491. Ο Κύριος δηλώνει κατηγορηματικά·«Στη βασιλεία των ουρανών δεν θα εισέλθει κάθε ένας που μου λέγει ‘‘Κύριε, Κύριε”, αλλά εκείνος μονάχα που κάνει το θέλημα τού επουράνιου Πατέρα μου. Πολλοί θα μου πουν την ημέραν εκείνη (της κρίσεως) ‘‘Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν προφητέψαμε και δεν βγάλαμε δαιμόνια και δεν κάναμε θαύματα;”. Και τότε θα τους πω· φύγετε από κοντά μου όλοι οι εργαζόμενοι την ανομία».
Τα δύο θεμέλια
Ένα σπίτι για να στηθεί καλά και ν αντέξει στο πέρασμα τού χρόνου, πρέπει να κτιστεί πάνω σε θεμέλιο γερό. Έτσι, δεν φοβάται το ορμητικό ρεύμα των ποταμών, τους δυνατούς ανέμους και τις θύελλες. Στέκει ακλόνητο, γιατί έχει θεμέλια γερά. Αντίθετα, όταν δεν έχει θεμέλιο στέρεο, όταν είναι κτισμένο πάνω στην άμμο, με την πρώτη κακοκαιρία θα σωριαστεί κάτω και θα καταστραφεί. Έτσι και στο χώρο της σωτηρίας. Αυτός που κτίζει το οικοδόμημα της ψυχής του πάνω στο θεμέλιο της πίστεως και των αγαθών έργων, δεν αρκείται δηλαδή σε λόγια ανούσια αλλ εκτελεί το θέλημα τού Θεού, αυτός δεν φοβάται τις αντίξοες συνθήκες τού βίου και τις επιθέσεις των εχθρών, αλλά μένει ασάλευτος, πιασμένος από την πέτρα της πίστεως και κληρονομεί τη βασιλεία των ουρανών. Αντίθετα, αυτός που αρκείται μονάχα σε λόγια χωρίς να κάνει το θέλημα τού Θεού, κτίζει το σπίτι της ψυχής του στην άμμο, το οποίο με την πρώτην επίθεση των στοιχείων σωριάζεται κάτω και χάνεται. Ο Κύριος τονίζει χαρακτηριστικά.«Κάθε έναν που ακούει τα λόγια μου και τα εκτελεί, θα τον παρομοιάσω με φρόνιμον άνδρα, ο οποίος έκτισε το σπίτι του πάνω στην πέτρα. Και κατέβηκε η βροχή και ήλθαν οι ποταμοί και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν επάνω στο σπίτι εκείνο, το οποίον όμως δεν έπεσε γιατί ήταν θεμελιωμένο στην πέτρα. Και κάθε ένας που ακούει τα λόγια μου και δεν τα εφαρμόζει, θα μοιάσει με άνδρα ασύνετο, ο οποίος έκτισε το σπίτι του πάνω στην άμμο. Κατέβηκε δε η βροχή και ήλθαν οι ποταμοί και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν στο σπίτι εκείνο που σωριάστηκε κάτω και ήταν η πτώση του μεγάλη».
Στο σημείο αυτό τελειώνει η επί τού Όρους Ομιλία τού Κυρίου. Στόχος της είναι να επισημάνει την αλήθεια τού πλάσματος, η οποία τότε είναι δυνατή, όταν είναι βαθιά ριζωμένη στην αλήθεια τού Θεού. Αντίθετα, η αναλήθεια τού πλάσματος συμβαίνει, όταν αυτό απομακρύνεται από τον Θεό, δημιουργώντας μια ψεύτικη σχέση με τον Πλάστη του. Στο Μωσαϊκό Νόμο το ψεύτισμα τού ανθρώπου εντοπίζεται στην ειδωλολατρία. Η απομάκρυνση τού ανθρώπου από τον Θεό και η αντικατάσταση τούτου με άλλους ανύπαρκτους και ψεύτικους θεούς δημιουργεί διαστροφή στη σχέση του με τον αληθινό Θεό, που έχει σαν φυσικό επακόλουθο τη διαστροφή στη σχέση του με το συνάνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι σωστός και στις σχέσεις του με τον πλησίον. Το ίδιο και στο νόμο τού Ευαγγελίου. Στο νέο ήθος που στηρίζεται στην ατρωτική χάρη τού Χριστού, εντοπίζεται η αλήθεια τού πλάσματος, που πιστεύει βαθιά στον Θεό και μετουσιώνει την πίστη του σε έργα αγάπης προς τον πλησίον. Εκείνο που χαλάει την αλήθεια αυτή είναι η υποκρισία και το ψεύδος. Ο φαρισαϊσμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της ευαγγελικής αρετής. Είναι κι αυτός μια μορφή ειδωλολατρίας.
Στη θέση τού Θεού μπαίνει ο νοσηρός ατομισμός, μεταμφιεσμένος σε Πρόσωπο αρετής, για να ικανοποιήσει την εγωιστική του προβολή και τις προσωπικές του ιδιοτέλειες. Το νέο πνεύμα της χάριτος είναι πνεύμα ειλικρίνειας και αγάπης. Πάει βαθιά στην καρδιά, της οποίας ζητά την καθαρότητα και τη διαύγεια. Την καθαρή καρδιά την ανυψώνει σε ναό των αρετών. Αυτή μονάχα θα δει τον Θεό και θα συναντήσει σε μια σωστή σχέση το συνάνθρωπο. Τροφή της είναι η αληθινή πίστη, ο φωτισμένος λόγος, η δύναμη της χάριτος, η φανέρωση τού Λόγου τού Θεού, η οποία συνεπλήρωσε την παλαιά οικονομία στις πολλαπλές της ατέλειες, κτίζοντας τον άνθρωπο στην αλήθεια της θείας βασιλείας.
Σ’ αυτήν θα εισέλθουν οι ταπεινοί, οι μετανιωμένοι για τις αμαρτίες τους, οι πράοι και οι ειρηνοποιοί, οι ελεήμονες, αυτοί που αγαπούν τη δικαιοσύνη και διώκονται γι αυτήν· οι συνετοί και οι ενάρετοι άνθρωποι, αυτοί που κτίζουν τη ζωή τους στο θεμέλιο της πίστεως, που έχουν το νου τους στραμμένο στους θησαυρούς τού ουρανού και ακολουθούν το στενό μονοπάτι της αρετής, που οδηγεί στην αιώνια ζωή· τα παιδιά γενικά τού Θεού που είναι αγορασμένα με το αίμα τού Χριστού και κτισμένα στην άγια χάρη του.
ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
447. Γαλ. 5,6.
448. «Ο της ευσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Θάτερον γάρ θατέρου ου χρή διαζευγνύειν» (Νείλου, Επιστ. ΙΙ, 165. Ρύ 79,280 Α).
449. Εξ. 19,1 εξ.
450. Εξ. 19,5.
451. Γεν. 2,17.
452. Δευτ. 9,3.
453. Εβρ. 10,31.
454. Όπως είναι η βεβαίωση της αλήθειας ενώπιον των δικαστηρίων, η υπόσχεση πιστής τηρήσεως τού χρέους κατά την ανάληψη σημαντικών καθηκόντων, κ.ά.
455. Αποκ. 1,10.
456. Παροιμ. 6,20. 19,20.
457. Παροιμ. 29,10.
458. Παροιμ. 10,1, 15, 20.
459. Παροιμ. 18,24.
460. Παροιμ. 20,9.
461. Εξ. 12,15.
462. Ιω. 8,5.
463. Ματθ. 5,32.
464. Γεν. 4,8.
465. Εξ. 21,28.
466. Εξ. 21,37.
467. Ματθ. 26,60. 61.
468. Γεν. 3,4. 5.
469. Βασιλ. Β´ 11,2 εξ.
470. Εβρ. 4,12.
471. Ματθ. 9,17.
472. Ματθ. 5,17.
473. Ματθ. 5,1.
474. Ματθ. 5,1-10.
475. Λουκ. 18,13.
476. Λουκ. 18,11. 12.
477. Ιακ. 4,6.
478. 1 Κορ. 2,16.
479. Φιλιπ. 4,7. Ιω. 14,17.
480. Λουκ. 8,35.
481. Ματθ. 11,29.
482. Ματθ. 6,33.
483. Εφ. 2,17.
484. Εβρ. 11,36-38.
485. 2 Τιμ. 3,12.
486. Γαλ. 3,28· «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γάρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού».
487. Ιω. 13,34.
488. Ιω. 13,35.
489. Τωβ. 4,15.
490. Λουκ. 13,27.
491. Ματθ. 25,41.