Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ
Υπακοή
Κάποια καλογριούλα μου έγραψε, λέει: Γέροντα, ακούμε ότι θά ‘ρθουν οι Τούρκοι και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
-Α! άκουσε, παιδάκι μου, της λέω. Δεν έχεις υπακοή. Διότι αν είχες υπακοή, τότε: «Τι με νοιάζει εμένα; Ό,τι μου πει η Γερόντισσα· ό,τι μου πει η Γερόντισσα. Δεν είναι Γερόντισσα η Μ.; Ε, ό,τι πει η Μ., εμένα δεν με νοιάζει». Αυτή είναι υπακοή. Αλλά για να φοβάσαι, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα.
Ξερετε πολύ καλά ότι ο Γέροντάς μας (Ιωσήφ) ήταν των άκρων ησυχαστής και της νοεράς προσευχής. Και όμως δεν μας παρέδωσε ως πρώτο την ησυχία ή την νοερά προσευχή, αλλά μας παρέδωσε την υπακοή το κοινόβιο!
Και τα βιβλία των αγίων Πατέρων αν παρακολουθήσετε, θα δείτε ότι πολλοί με ευκολία, με πολλήν άνεση αγίασαν, αγιάσθησαν οι ψυχές των, δίχως να κάνουν κόπους, δίχως να κάνουν θυσίες, δίχως να κάνουν ασκητικούς αγώνας, αλλά τι; Εδιάλεξαν την υπακοή.
Η υπακοή φέρει τον άνθρωπο όχι μόνο σε απάθεια σωματική, αλλά και πνευματική.
Βολιδοσκοπήσατε από που ξεκινάει η υπακοή. Από την Τριαδική Θεότητα. Ο Χριστός λέει ότι « ήρθα να κάνω όχι το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). Από εκεί αρχίζει η υπακοή. Γι’ αυτό και όποιος κάνει υπακοή, γίνεται μιμητής του Χριστού!
Βεβαιώθηκα με πείρα ότι η υπακοή είναι ανωτέρα της προσευχής.
Θέλεις ν’ αποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, όταν λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ», να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι από τα μάτια σου; Θέλεις να ζήσεις τη ζωή των αγγέλων; «Ευλόγησον», «νά ‘ναι ευλογημένο». Υπακοή.
Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να μην πιστεύει τον λογισμό του. Ε, ο Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τον αδερφό σου κι ό,τι σου πει ν’ ακούσεις. Δεν είναι μικρός αγώνας να ρίξεις τον εαυτό σου κάτω, δεν είναι μικρός αγώνας. Μα αλλιώς δεν γίνεται, αλλιώς δεν γίνεται. Αν θέλεις ν’ ακολουθήσεις τον καλογερικό νόμο, εκεί θα πατήσεις.
Ερώτησαν κάτι καλογριούλες και τον πάτερ-Γεράσιμο, τον Υμνογράφο.
-Πάτερ-Γεράσιμε, τι θα πει τυφλή υπακοή;
-Να σας πω, λέει. Είπε η Ηγουμένη· φέρε Ευπραξία, ένα ποτήρι νερό. Τό’φερες. Χύσ’το. Τό’χυσες. Βρε παλαβή, γιατί τό ‘χυσες το νερό; Ευλόγησον. Να μη δικαιολογηθείς· μα καλά, εσύ δεν μου πες να το χύσω το νερό; Όχι έτσι, λέει. Ευλόγησον, αυτή είναι η τυφλή υπακοή.
Αν δεν κάνεις τυφλή υπακοή, δεν ανεβαίνεις απάνω σε πνευματικές σκάλες. Είδες αυτό το Γεροντάκι πώς είπε; Αυτή είναι η τυφλή υπακοή, να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου. Όχι μόνο στο Γέροντα, και στον αδερφό σου. Και στον αδερφό σου να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου, αλλά πάντοτε να τον έχεις τον εαυτό σου κάτω από όλους.
Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή στον Γέροντά του, μιμείται τον Χριστό, ο Οποίος έκανε Υπακοή στον Πατέρα Του. Και υποχρεούται κατά συνέχειαν ο Θεός να ευλογήσει εκείνον, ο οποίος τον μιμείται.
Αν ζητάτε ένα πράγμα από τον Γέροντα, προδιαθέσατε τον λογισμό σας· εάν μεν σας ακούσει, «νά’ναι ευλογημένο», εάν δεν σας ακούσει, πάλι «νά’ναι ευλογημένο. Μην προδιαθέτετε τον λογισμό σας ότι θα σας ακούσει ο Γέροντας και αν κατόπιν δεν σας ακούσει, και θα σκουντουφλιάσετε.
Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες μπορεί να κάνουμε κι ένα λάθος. Έσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγεί σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό! Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησις Χριστού.
Έκανες υπακοή, θα πας στον παράδεισο, δεν έκανες υπακοή, δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση. Να και ο Αδάμ, να και ο Προφήτης Ελισσαίος, να και ο Γιεζή, όλα αυτά τα παραδείγματα βεβαιώνουν ότι περισσότερο ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν· όπως ενεργεί η υπακοή δεν ενεργούν οι άλλες αρετές. Γι’ αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή.
Να σας πω, σ’ αυτό το πράγμα, σε μας εξαρτάται αν αυτό το φως που έχουμε μέσα μας, τη χάρη δηλαδή, μπορεί να την αυξήσουμε, μπορεί να την ελαττώσουμε. Αν είναι τώρα πέντε βαθμών, αύριο μπορούμε να την κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, εκατό. Από μας εξαρτάται, αν είναι τώρα δέκα βαθμούς, να την κάνουμε οχτώ, πέντε, τρία, ένα, από μας εξαρτάται. Και αυτό είναι από την αυταπάρνηση, από την πεποίθηση, την ευλάβεια, τον σεβασμό που θά’χουμε στον Γέροντα. Από την υπακοή που θά’χουμε στον Γέροντα αυτό το φως αυξάνει. Και όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας νά’χουμε υπακοή.
Μακάριος εκείνος ο αδερφός ο οποίος, προτού να τελειώσει το λόγο ή ο Γέροντας ή ο παραδερφός του, «νά’ναι ευλογημένο». Σε είπεν ένας αδερφός: «Έλα, πάτερ, να με βοηθήσεις εδώ», «νά’ναι ευλογημένο». Ακολούθησε αυτόν το δρόμο, να δεις τι θα αισθανθείς μέσα. Τι ειρήνη, τι γαλήνη θα αισθανθείς! Ενώ, «περίμενε πέντε λεφτά κι έρχομαι»…
Να σας πω μια περίπτωση που μου συνέβη εμένανε, όταν ο άνθρωπος, να πούμε, στηρίζεται στον λογισμό του, στην κρίση του, και δεν πάει να ρωτήσει έναν άλλονε.
Στα Καρούλια βρισκόταν κάποιος αδερφός και μου λέει: «Παπα-Εφραίμ, είμαι άρρωστος και έλα να με κοινωνήσεις». «Νάρθω να σε κοινωνήσω. Την τάδε μέρα μετά απ’ τη Λειτουργία».
Έχω ένα κουτάκι μικρό σαν τον καφέ αυτό, έτσι ερμητικώς κλείνει αυτό. Σαν τον σταυρό, το βάζω εδώ στον κόρφο μου και πηγαίνω κάτω και κοινωνώ, όποιος έχει ανάγκη. Όταν μελίζει ο παπάς τις μερίδες, παίρνει μια μικρή μερίδα σαν μία φακή και βάζει στην αγία λαβίδα μέσα στο άγιο Αίμα και τη βάφει έτσι. Κι’ είναι βαμμένη· Σώμα και Αίμα· και πηγαίνεις κατόπιν και μεταλαμβάνεις τον αδερφό, όποιος σε ζητήσει.
Λειτούργησα. Όταν τελείωσα, να πούμε, μετάλαβα εγώ, ξέχασα να βγάλω μια μερίδα από το άγιο δισκάριο να βάλω μέσα στο Αρτοφόριο και να τη βάψω. Ξέχασα. Ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, ξεχνάω. «Αδερφέ μου, να κάνεις λιγάκι υπομονή, γιατί ξέχασα». «Καλά».
Τον ειδοποιώ πάλι ότι την τάδε μέρα πάλι θα λειτουργήσω, αλλά θά’μαι στα Καρούλια κάτω· θα λειτουργήσω, και ‘κει θά’ρθω να σε μεταλάβω. Λέει: «Πάρε πάντως το Αρτοφόριο. Εάν με δεις εκεί στην εκκλησία, θα κοινωνήσω. Αν δεν με δεις, τότες δεν μπορώ, είμαι άρρωστος και νάρθεις να με κοινωνήσεις στο σπίτι μου». «Νάναι ευλογημένο».
Παπα-Εφραίμ, άνοιξε τα μυαλά σου, γιατί τάχεις κι εσύ λίγα τώρα. Λοιπόν, εκεί στο αντιμήνσιο βάζω το Αρτοφόριο -το κουτάκι που θα βάλω την μερίδα- να το βλέπω εκεί. Τελειώνω, αυτό εκεί, καταλύω. Βρε, να πάρει η ευχή, να πάρει. Πάλι ξέχασα! Βρε τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό το κακό που με βρήκε; «Αδερφέ μου, ζητώ συγγνώμη, πάλι ξέχασα. Θα πάω πάνω να λειτουργήσω και θάρθω πάλι στα Καρούλια να σε κοινωνήσω. Να κανονίσω τον εαυτό μου κάνοντας τον κόπο να κατέβω πάλι, γιατί τάχασα εγώ τα μυαλά μου». «Καλά».
Πάω λοιπόν, το βάζω το Αρτοφόριο απάνω στο αντιμήνσιο να το βλέπω. Το βλέπω το Αρτοφόριο, βάζω εκεί, το καταλύω, το αυτό, τίποτε. Μνήσθητί μου, Κύριε, τι είναι αυτό με μένα! Τι είναι αυτό με μένα τώρα; λέω. Τι να πω! Νά’ναι ευλογημένο, λέω. Κατεβάζω λοιπόν το Αρτοφόριο, που έχομε ξερές μερίδες· τις έχουμε αποξηράνει, τις έχουμε κάνει παξιμάδι τη Μεγάλη Πέμπτη· κατεβάζω κάτω λοιπόν, απλώνω το αντιμήνσιο και ανοίγω το κουτάκι και βάζω τη λαβίδα από κάτω, για να πάρω μια μερίδα. Τη βάζω τη λαβίδα από κάτω, δεν σηκώνεται ο άγιος Άρτος! Πιέζω! Δεν σηκώνεται! Μα τι γίνεται; Πετάγεται ο άγιος Άρτος, ευτυχώς που έπεσε απάνω στο αντιμήνσιο. Ει δε, θα έπεφτε κάτω. Φοβήθηκα, τρόμαξα. Βρε, λέω, μήπως είναι οι μερίδες, έχουν κολλήσει στη μούσα; (Μούσα λέγεται ένα θαλασσινό σφουγγάρι, που τόχουν πατήσει και γίνεται στρογγυλό, έτσι πέτρα, πέτρα γίνεται, και βάζομε απάνω εκεί τις μερίδες· γιατί όπου να τις βάλεις, τραβάει υγρασία). Πάω εκεί στις μερίδες, α, οι μερίδες κουνιόντουσαν! Α! Έχει κώλυμα ο αδερφός! Γι’ αυτό ξεχνάω εγώ ο λειτουργός, διότι έχει κώλυμα. Καλά. Παίρνω το αρτοφόριο, κατεβαίνω κάτω. Τον κοινώνησα. Λέω:
-Γέροντα, θέλω να σου πω έναν λογισμό, και ως αδερφός και περισσότερο ως πνευματικός.
-Τι θέλεις να μου πείς;
-Να κάνεις μία γενική εξομολόγηση.
-Έχω κάνει τρεις, λέει απότομα.
-Άκουσε, αδερφέ μου, μήπως και ξέχασες.
-Όχι, λέει, δεν έχω, έχω κάνει τρεις.
Α! Δεν το σήκωσα πλέον αυτό. Ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, δεν το σήκωσα. Να μιλάει έτσι! Εγώ να θυσιάζομαι και να σου λέω έναν πνευματικό λόγο…Άνθρωπος είσαι, πάτερ, ένα μικρό, όπως και πάνω εκεί, που πήγε ο πάτερ-Παΐσιος, ήταν ένας βλάχος και ήρθε η ώρα του να πεθάνει αυτός ο βλάχος και δεν παρέδιδε ψυχή, μόνον έβλεπε το διάβολο. Αυτός που τον υπηρετούσε, του λέει:
-Βλέπεις τον διάβολο;
-Ναι. ο διάβολος.
– Α, πάτερ, λέει, έχεις αμαρτία αξομολόγητη, Ρώτησε τον διάβολο τι αμαρτία έχεις.
Ρώτησε.
-Δεν θα παραδώσεις ψυχή.
-Γιατί, βρε διάβολε, δεν θα παραδώσω ψυχή;
-Γιατί έχεις αμαρτία αξομολόγητη.
-Ποια αμαρτία;
Δεν μπορεί να την πει.
-Α, η Μαρία, λέει, με βιάζει. (Τά’βαλε με την Παναγία, Μαρία τη λένε οι διαβόλοι). Δεν μπορώ λέει…
Στο τέλος ήταν παντρεμένος κι όλα όσα παιδιά γεννούσε, όλα απέθνησκαν. Και στο τέλος, στο τελευταίο, πηγαίνει σ’ έναν μάγο και τους έκανε μάγια ο μάγος και δεν το είχε εξομολογηθεί ο καλόγηρος αυτό. Του το θύμισε ο διάβολος. Το εξομολογήθηκε. Τώρα το εξομολογήθηκε κι έπειτα έπεσε και κοιμήθηκε (πέθανε).
Λοιπόν, άνθρωπος είσαι, πάτερ, τόχεις ξεχάσει αυτό. «Έχω κάνει τρεις». Α! Εγώ να μιλώ κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο άλλος να μου… «Πάτερ μου, αυτό κι αυτό συμβαίνει». Ξέρεις τι μου αποκρίνεται;
-Ξέρεις τι μου λέει ο λογισμός; λέει.
-Τι σου λέει;
-Παίρνεις ένα κομμάτι ψωμί, βάζεις λιγάκι νάμα κι έρχεσαι να με μεταλάβεις.
-Μνήσθητί μου, Κύριε! Να το κάνω αυτό το πράγμα, πάτερ, γιατί να το κάνω; Καλά, εσένα μπορεί να μη σε σέβομαι, να μη σε αγαπώ, αλλά τον κόπο που κάνω από το σπίτι μου νάρθω κάτω, να σε κοινωνήσω με ψωμί; του λέω. Σε τέτοια συνείδηση, σε φόβο, σε…
Επίστευσε στον λογισμό του. Και να τι αποτέλεσμα, ούτως ώστε να μην είναι άξιος να κοινωνήσει!
Γι’ αυτό, μην πιστεύει καθένας στο λογισμό του. Υπακοή. Βγάζω το δικό μου το μυαλό και βάζω το μυαλό του Γέροντά μου. Αυτή είναι υπακοή.
Αυτό θα πει υπακοή. Να βγάλεις τον λογισμό σου, τον δικό σου, και ν’ ακούσεις τι θα σου πει ο Γέροντάς σου.
Μοναχός: Να πω ένα άλλο. Ένα προσωπικό που συμβαίνει εδώ. Μετά το Απόδειπνο, όταν το αρχονταρίκι πλύνει τα σεντόνια, τα απλώνομε και μερικοί τα μαζεύουν. Είμαι από αυτούς που τα μαζεύουν τα σεντόνια που στέγνωσαν στην απλωταριά. Και όταν πηγαίνω το βράδυ να μαζέψω τα σεντόνια, δεν μπορώ μετά να κοιμηθώ, όπως κάνω τις άλλες μέρες, γιατί εγείρομαι μέσα μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ και χάνω λίγο απ’ την τάξη, το πρόγραμμα. Και το λυπάμαι.
Γέροντας: (Δεν κατάλαβε) Και το;…
Μοναχός: Δηλαδή κάνω την υπακοή πρόθυμα. Πρόθυμα πηγαίνω και μαζεύω τα σεντόνια, αλλά ξέρω όμως ότι δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ αμέσως και να σηκωθώ νωρίς, τόσο νωρίς, και να εφαρμόσω όλον τον κανόνα. Και λυπάμαι. Αυτή η λύπη πώς θεραπεύεται;
Γέροντας: Θεραπεύεται, διότι δεν έχεις βάλει ως ριζά την υπακοή. Εγώ δεν κοιτάω να κάνω προσευχή, κοιτάω να κάνω υπακοή. Σούπανε η αδελφότης εδώ, μάζεψε τα σεντόνια. Νάναι ευλογημένο. Ο Θεός μπορεί· εσύ τώρα ελαττώνεις την προσευχή σου μαζεύοντας τα σεντόνια, έστω, να πούμε, μισή ώρα. Όταν θα πας να προσευχηθείς, θα σου δώσει ο Θεός, γι’ αυτή την αυταπάρνηση και την υπακοή την οποίαν έκανες, διπλή τη χάρη. Αν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τη νύχτα τρεις ώρες, εύρισκες χάρη, να πούμε, δέκα βαθμών. Τώρα επιδή ελαττώνεις την ώρα της προσευχής και γίνεται δυόμιση ώρες, νομίζεις ότι δεν θ’ απολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θ’ απολαύσεις. Γιατί έβαλες το θεμέλιο της καλογερικής ζωής, του καλογερικού νόμου. Ήρθαμε εδώ να κάνουμε υπακοή, όχι να κάνουμε προσευχή. Υπακοή.
Μοναχος: Το πιστεύω αυτό, αλλά έχω ένα δισταγμό που μου τα χαλάει όλα.
Γέροντας: Εκεί να νικήσεις τον εαυτό σου. Να νικήσεις τον εαυτό σου.
Ο προφήτης Ελισσαίος, αυτές τις μέρες ήτανε. Κατά διαδοχήν του προφητικού χαρίσματος ο προφήτης Ηλίας διετάχθη να πάει να χρίσει τον Ελισσαίο, λέει, προφήτη. Έχρισε. Τώρα ο προφήτης Ελισσαίος κατά διαδοχήν έπρεπε ν’ αφήσει τον Γιεζή. Αλλά ο Γιεζή έκανε υπακοή; Δεν έκανε. ΄Οταν έφυγε ο Νεεμάν ο Σύρος, επήγε και τον είπε ότι, -ξέρετε την ιστορία τώρα εσείς (Δ’ Βασ. κεφ.5) -και λέει:
-Ο Γέροντας μ’ έστειλε να μου δώσεις μερικά ρούχα, άμφια μεγάλα.
-Πάρε.
-Και χρυσό.
-Πάρε και χρυσό.
-Και αμπέλια.
-Πάρε και αμπέλια.
Επήγε, ο Νεεμάν έφυγε. Ο δε Γιεζή γύρισε, πήγε στον Γέροντά του. Αυτός τά ‘κρυψε όμως, ο Γιεζή, να μην τα δει ο Γέροντας. Τόσο του έκοβε το μυαλό, ότι νομίζει ότι θα κρυφτεί από τον προφήτη.
Ο προφήτης προτού νά’ρθει ο Νεεμάν: -Πήγαινε και λούσου εφτά φορές στον Ιορδάνη, δεν τον είδε καθόλου, πήγαινε και λούσου, λέει.
-Πάρε και χρήματα, λέει.
-Εγώ δεν έχω ανάγκη από χρήματα, λέει, δεν πουλώ τη χάρη με τα χρήματα, πάνε και λούσου.
Ο Γιεζή, πήγε και τά’κρυψε.
-Πού ήσουνα; λέει.
-Στο τάδε μέρος.
-Τι έκανες;
-Να, είχα δουλειά.
Είπε την αλήθεια; Και την πρώτη προδοσία έκανε, που είπε ψέματα στον Νεεμάν· νόμιζε ότι θα κρυφτεί από τον Γέροντά του. Δεύτερη προδοσία, τά έκρυψε, και του είπε πού ήσουνα, είπε πάλι ψέματα. Του λέει ο προφήτης, εγώ εκεί ήμουνα, που έπαιρνες τα ρούχα. Τρίτη φορά τον κάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Δεν είπε, «Γέροντα, ευλόγησον, να με συγχωρέσεις, με προσέβαλε ο πειρασμός». Όχι, δεν είπε. «Ε, τότες», λέει, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».
Τρεις φορές τον εκάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη. Ε, τότες λοιπόν ο προφήτης, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».
Τι κατάλαβε ο Γιεζή; Και το προφητικό χάρισμα τό’χασε, και την υγεία του έχασε. Και τι τον ωφέλησαν τ’ αμπέλια και τα χωράφια; Όταν ο άνθρωπος είναι υγιής, όλα τα ευφραίνεται, όταν είναι άρρωστος, δεν θέλω τίποτε, άρρωστος είμαι, δεν με ευφραίνει τίποτε, διότι είμαι άρρωστος. Όταν είσαι υγιής, όλα. Και τη λέπρα πήρε και την υγεία του έχασε και τον προφήτη τον έχασε· και τι εκληρονόμησε; Και άδεται ο λόγος «η λέπρα του Γιεζή». Όχι του Νεεμάν, του Γιεζή η λέπρα.
Στο σπίτι μας πιο πάνω είναι ο πάτερ-Γεδεών, ο οποίος έχει τους Αρχαγγέλους. Εκεί καθότανε ένας υποτακτικός, ο οποίος πήγε μάλλον να γηροκομήση τους γέρους προ του Γεδεών. Αυτός ήταν παντρεμένος, και επειδή είχε δαιμόνιο, τον εχώρισε η γυναίκα του, πήγε στο Δαφνί των Αθηνών και στο τέλος κατέληξε στο Άγιον Όρος. Λέει, τουλάχιστον να πάω να σώσω την ψυχή μου, να κάνω υπακοή.
Εφόσον έκανε υπακοή στους γέρους, δεν φανερωνότανε το δαιμόνιο. Νύχτα πήγαινε κάτω στις αλυκές, με το φεγγάρι πήγαινε και γύριζε στον καιρό της Κατοχής, πήγαινε να μαζέψει λίγο αλάτι, να το δώσει στην Κερασιά, στα κελλιά, να πάρει είτε κρεμμύδια, είτε πατάτες, φασόλια. Και δεν έπαθε τίποτες. Όταν όμως η αδερφή του, δεν θυμάμαι καλά, τού’στειλε από την Αμερική εκατό δολλάρια, τά’βαλε στην τσέπη του. Ιδιορρυθμία! Αμέσως φανερώθηκε το δαιμόνιο.
Και αυτός λοιπόν μας έλεγε ότι του έλεγε το δαιμόνιο: «Βρε ‘συ, νομίζεις ότι εγώ θα βγω από σένανε; λέει. «Τι λέει ο Χριστός; «Τούτο το πνεύμα δεν εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» λέει (Ματθ. 17,21). Εδώ με τους γέρους, τρως και πίνεις, και νομίζεις θα βγω εγώ;» Ο σκοπός του δαίμονος ήταν να τον βγάλει απ’ την υπακοή. Οπότε κατόπιν τον κανονίζει όπως θέλει. «Θα πας κάτω στις αλυκές θα νηστέψεις και τότες εγώ», λέει, «θα βγω».
Ο λογισμός δεν ήτανε μέχρι εκεί του δαίμονος. Ήταν να τον φέρει σε μια απόγνωση και να τον ρίξει μέσα στη θάλασσα. Ν’ αυτοκτονήσει. Από πού άρχισε ο δαίμονας; Από το Ευαγγέλιο. Ναι, αλλά πού κατέληξε. Στο τέλος τον κατάφερε και βγήκε έξω στον κόσμο. Κι’ ήρθε κατόπιν ο πάτερ-Γεδεών.
Πέστε μου εσείς τώρα έναν άνθρωπο, ο οποίος έφυγε απ’ τη μετάνοιά του ή το μοναστήρι του ή τον Γέροντά του, αν πήγε υποτακτικός. Όλοι Γεροντάδες! Όλοι Γέροντες!!!
«Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Δεν είπε κληρονομούν, αρπάζουν. Αν δεν βιάσεις τον εαυτό σου, δεν θα νικήσεις. Δεν θα νικήσεις. «Οκνηρός εις οδόν αποσταλείς, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Έτσι είναι. Γιατί ούτε μπρος πάει, ούτε πίσω πηγαίνει. Γιατί είναι τεμπελάκος. Αν θέλεις να βρεις πνευματικά, να βιάσεις τον εαυτό σου. Πρώτα στην υπακοή.
Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θα πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τι θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας, «εδώ οι γείτονές μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα έπιαναν, θα έφερναν και σε μας. Να μην πας για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο υποτακτικός και φεύγει…
Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Διά τούτο μπαίνει στο κελλί του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.
Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την πετονιά· κάτι έπιασε τ’ αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στο μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του… Του λέει τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα· στη θάλασσα θα σ’ έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή.
Ενθυμούμαι, όταν ζούσε ο Γέροντας Νικηφόρος, τον κατέκρινα σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή· βλέπω “ντουβάρι”, δεν μπορώ να προχωρήσω στην ευχή… Κύριε Ιησού… Κύριε Ιησού… δεν προχωράει! Κάπου έχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν, την προηγουμένη ημέρα: πού πήγα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντά μου!
Την άλλη ημέρα ήτανε Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, που κατέκρινα τον Γέροντά μου· έσφαλα· ζητώ συγγνώμη». Τίποτε! «Καλά, για μένα δεν υπάρχει συγχώρησις; Δεν υπάρχει “ευλόγησον”; » Τίποτε! «Μα ο Πέτρος, Κύριε, σ’ αρνήθηκε τρεις φορές, και τον συγχώρεσες· εγώ δεν σ’ αρνήθηκα· κατέκρινα τον Γέροντά μου. Ε, τώρα βάζω κι εγώ μετάνοια· μετανόησα που κατέκρινα και ζητώ συγχώρεση». Τίποτε!…
Ξαναπιάνω το κομποσχοίνι· δεν προχωρεί η προσευχή! Άρχισα τα κλάματα· έβγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δεν υπάρχει για μένα “ευλόγησον”; Ο Θεός του ελέους και της ευσπλαγχνίας είσαι· κι εμένα γιατί δεν με συγχωράς; Και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν μετανόησε. τη συγχώρησες· και πολλούς αμαρτωλούς, τους συγχώρησες· και νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι, τους συγχώρησες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει συγχώρησις;»
Τρεις ώρες πέρασαν έτσι· έκανα όλη την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Εις το τέλος βλέπω μία ειρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρά μέσα μου. Άρχισε να λέγεται η ευχή τότε. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…» Α…, εντάξει· και έτσι προχώρησα στη Λειτουργία.
Δεν είναι λοιπόν τόσον να κατακρίνεις έναν ξένο, όσον να κατακρίνεις τον Γέροντά σου! Αλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τον ίδιο τον Θεό, να πούμε!
Μία φορά έφεραν ένα τσουβάλι με πατάτες, κάτω εις τον αρσανά μας. Έναν αρχάριο υποτακτικό που είχα (τώρα δεν είναι στη συνοδία μου) είπε ότι είναι κουρασμένος, και δεν θέλησε να πάει να το φέρει. Πήγα εγώ τότε κάτω, για να το φέρω. Όταν έφθασα κάτω, ήτο σταματημένο εκεί ένα κρις-κραφτ. Τους έκανα νόημα, και ήρθαν πιο κοντά μου οι δύο κύριοι που ήσαν μέσα. Ήσαν καθηγηταί Πανεπιστημίου. «Γέροντα», λέει ο ένας, «μήπως γνωρίζετε τον παπα-Εφραίμ,που μένει εκεί επάνω;» «Εγώ είμαι», απήντησα. Τότε εκείνος είπε: «Γέροντα, εσείς οι μοναχοί είσθε όντως μακάριοι, διότι εσείς ζείτε ακριβώς με συνέπεια τη χριστιανική ζωή».
Όταν επέστρεψα στο κελλί, λέω εις τον υποτακτικό το περιστατικό με τους καθηγητάς. Τότε λέει με πολλή αναίδεια: «Ναι, εδώ τους διώχνεις, όταν έρχονται· κάτω όμως, μόλις κατεβαίνεις μόνος σου, τους προσκαλείς». «Τι να κάνω, παιδί μου, έτσι ήλθε και ενήργησα την ώρα εκείνη. Τώρα ας πάμε, να κάνουμε κανένα κομποσχοίνι εις τα κελλιά μας. Ας κάνουμε μία ώρα κομποσχοίνι».
Όταν τελειώσαμε, έρχεται και με ερωτά: Πόσα κομποσχοίνια έκανες;» «Τόσα», απήντησα. «Σε μια ώρα μόνον τόσα έκανες; Εγώ έκανα περισσότερα, και μπορούσα να κάνω κι ακόμη περισσότερα». Τα έλεγε δε αυτά με αναίδεια και θράσος. Δεν μίλησα καθόλου· πήγα στενοχωρημένος εις το κελλί μου· και μόνο που δεν έκλαιγα για τη συμπεριφορά αυτού του παιδιού.
Πήγε ο υποτακτικός μου να κοιμηθεί· πού όμως να κοιμηθεί· έντονη δαιμονική ενέργεια. Έρχεται καταφοβισμένος εις το κελλί μου και μου λέει: «Γέροντα, αυτό και αυτό μου συμβαίνει· σώσε με». Τότε του είπα: «Αυτό συμβαίνει όταν κανείς συμπεριφέρεται άσχημα εις τον Γέροντα και τον λυπεί». Του διάβασα τότε μια ευχή και του έφυγαν όλα, όλη η δαιμονική ενέργεια. Κατόπιν πήγε και κοιμήθηκε ήσυχος.
Μετά από χρόνια έρχεται η διακριτική υπακοή, αλλά εσείς σ’ αυτήν την ηλικία που είσαστε, όλοι να έχετε τυφλή υπακοή. Είδες τι λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος; Ότι πήγε ο Γέροντας σ’ έναν αρχάριο. Πήγε και σε έναν άλλον που είχε δέκα-δεκαπέντε χρόνια καλόγερος. Λέει εις τον αρχάριον:
-Τραγούδησε.
-Νά’ναι ευλογημένο· τραγουδάω.
-Τραγούδησε, λέει και στον δεύτερο.
-Ευλόγησον, απαντά αυτός.
Και οι δύο κάνανε καλά. Δεν θεωρείται παρακοή αυτό που έκανε ο δεύτερος καλόγερος στον Γέροντα. Στον πρώτο θα ήτο παρακοή αν τό’κανε, διότι ακόμη είναι δόκιμος. Πρέπει να περάσεις από τον τροχόν· από τον δρόμον της αδιακρίτου υπακοής. Τίποτες· να είναι ευλογημένον.
Όταν περάσουν δέκα-δεκαπέντε χρόνια, τότε έρχεται η διακριτική υπακοή. Αυτή είναι απόρροια της αδιακρίτου υπακοής.
Κάποτε είδα υποτακτικόν τινά, να συμβουλεύει έτερον μπροστά στον Γέροντα. Τι ασέβεια, αλήθεια! Αν προσέξεις, ο Χριστός πρώτα προσεύχεται στον Πατέρα και ύστερα προβαίνει σε θαυματουργία.
Κοινόβιο
Το Κοινόβιο είναι η Κιβωτός του Νώε.
Βολιδοσκοπήσατε και τα βιβλία των αγίων Πατέρων. Πολλοί στο Κοινόβιο αγίασαν, στην ερημία ολίγοι, ολίγοι. Διότι ο ερημίτης όλο το θέλημά του κάνει. Το τέλειο είναι το κοινόβιο, όλοι μαζί. Και ο Χριστός το κοινόβιο παρέδωσε, όλοι μαζί τράπεζα, όλοι μαζί στην προσευχή, όλοι μαζί.
Την υπακοή φοβάται ο διάβολος, διότι είναι μίμησις Χριστού. Όπως λέει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ας έχει τα βουνά και τα όρη ο Ιωαννίκιος, εμείς εδώ όλοι μαζεμένοι εν πνεύματι αγάπης, με διαφόρους χαρακτήρας, με διάφορα επαγγέλματα, με διάφορες ηλικίες, όλοι αγαπημένοι, ηνωμένοι να υμνολογήσουμε το Θεό. Βλέπετε ο άγιος Θεόδωρος πώς μιλούσε; Άγιος, δεν επαινούσε την ησυχία. Είναι και η ησυχία καλή. Αλλά την σήμερον ημέραν, εγώ τουλάχιστον δεν την επαινώ.
Γέροντας.
Είπε ο Γέροντας, είπε ο Θεός. Το στόμα του Γέροντος είναι το στόμα του Χριστού.
Σου είπε ο Γέροντας; «Μη φοβάσαι»; Μη φοβάσαι!
Αν κάνεις διάκριση σ’ ό,τι σου λέει ο Γέροντας, δεν είσαι υποτακτικός, είσαι ελεγκτής του Γέροντος.
Όση ευλάβεια έχετε, όση αυταπάρνηση έχετε, όση πίστη έχετε εις τον Γέροντά σας, τόσο και περισσότερο λαμβάνετε.
Εις τον κόσμο αποθνήσκοντας ένας πατέρας έχει μία περιουσία, ας υποθέσουμε τώρα, εκατό δραχμές. Αφήνει τέσσερα παιδιά. Στα τέσσερα παιδιά θα διανείμει είκοσι πέντε, είκοσι πέντε, και είκοσι πέντε. Όλοι θα πάρουν από είκοσι πέντε δραχμές. Η κληρονομία του πατρός των.
Στο πνευματικό δεν ισχύει αυτό, όχι. Ένας έχει πίστη, ευλάβεια αυταπάρνηση, σεβασμό στον Γέροντά του είκοσι βαθμούς, είκοσι βαθμούς θα πάρει πνευματική δύναμη. Ο άλλος έχει δύο, δύο θα πάρει· άλλος έχει ογδόντα, ογδόντα θα πάρει.
Αυτό το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός είπε: «Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο δεχόμενος εις όνομα μαθητού, μισθόν μαθητού λήψεται, ο δεχόμενος εις όνομα προφήτου, μισθόν προφήτου θα πάρει» (Ματθ. 10,41). Αυτό είναι το πνευματικό. Όση ευλάβεια έχεις εις τον Γέροντα…
Αυτή τη μετάνοια την οποία βάζεις εις τον Γέροντα, «ευλόγησον, Γέροντα», ξέρετε πόση δύναμη έχει; Δεν μπορείτε να την φαντασθείτε εσείς. Αυτός που την πέρασε, αυτός γνωρίζει.
Δεν έχεις ευλογία να πας ένα βήμα αν δεν πάρεις ευλογία απ’ τον Γέροντα. Όταν πάρεις ευλογία απ’ τον Γέροντα, μη φοβάσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Γέροντά σου και πήγαινε και γίνε αστροναύτης πάνω στη σελήνη· μη φοβάσαι, διότι σε σκεπάζει η ευχή, η υπακοή σε σκεπάζει.
Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας.
Ο κατά σάρκα αδερφός αλλά και υποτακτικός του γερο-Ιωσήφ, ο πάτερ Αθανάσιος, είχε την Κοίμηση στη Νέα Σκήτη. Εκεί το Γεροντάκι που ζούσε πριν, εγώ το πρόλαβα, αλλά αυτό το ιστορικό που θα σας πω τώρα δεν το πρόλαβα, αλλά το άκουσα· το Γεροντάκι το πρόλαβα. Είχε έναν υποτακτικό. Ο υποτακτικός, ε, κρίσις Θεού, ήρθε στο τέλος να πεθάνει. Την προηγούμενη ημέρα, την παραμονή προτού να πεθάνει, πήγαν οι δαίμονες και του λένε: «Είσαι δικός μας, τώρα θα σε πάρουμε στην κόλαση γιατί έτσι κι έτσι…», τα συνηθισμένα των διαβόλων. Το παιδί ταράχθηκε. Μπήκε μέσα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, γιατί είσαι ταραγμένος; λέει.
-Γέροντα, Γέροντα, θα κολασθώ, ήρθαν οι δαίμονες να με πάρουν, μου είπαν ότι αύριο στις τρεις η ώρα θά’ρθουμε να σε πάρουμε.
-Αχ, παιδάκι μου, λέει, εσύ είσαι υποτακτικός, όταν έρθουν οι δαίμονες να τους πεις: «Εγώ έχω Γέροντα».
-Νά’ναι ευλογημένο.
Τέλειωσε, τον ειρήνευσε τον υποτακτικό! την άλλη μέρα παν οι δαίμονες κατά τη συνήθειά τους, βγάλε τη γλώσσα, τράβα από ‘δω… «Τι ερχόσαστε σε μένα», λέει, «εγώ είμαι υποτακτικός, έχω Γέροντα». Με το «έχω Γέροντα» άφαντοι όλοι οι δαίμονες! Αυτός είναι ο Γέροντας.
Κάποιος από ένα μοναστήρι ήρθε στο σπίτι και λέει «Μα ο Γέροντας αλάθητος είναι; δεν φταίει;» «Α, άκουσε, παιδί μου», του λέω, «αν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ότι ο Γέροντας φταίει, ποτέ δεν θα ορθοποδήσεις. Ήρθες να κάνεις υπακοή ή ήρθες να κρίνεις το Γέροντα, πότε λέει αλήθεια, πότε λέει ψευτιά;»
Μα, πώς αναπαύεται η ψυχή του Γέροντα όταν κάνει υπακοή ο υποτακτικός! Μα πώς αναπαύεται! Πώς, δηλαδή, από μέσα απ’ την την ψυχή βγαίνει η ανάπαυσις, η ευχή «ο Θεός, παιδί μου, να σ’ ευλογήσει», και σε πιάνει η ευχή αυτή.
Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, καθε είκοσι βλέπω τον Γέροντα Ιωσήφ. Τώρα τελευταία του λέω: «Γέροντα, εκεί που είσαι προσεύχεσαι για μας;» «Πως, λέει, προσεύχομαι και για σας». (στον ύπνο, στο όνειρο). Έχει τώρα δεκαπέντε μέρες, τον είδα πάλι, πήγα και τον φίλησα. Λέει: «Ο Γέροντάς σου εγώ είμαι». Βλέπετε; Όχι μόνο εδώ που ζει, αλλά και στον ουρανό που βρίσκεται υπάρχει αυτή η πνευματική ένωσις, υπάρχει.
Υπάρχουν τρόποι πολλοί για να ενωθείς έτι περισσότερο με τον Γέροντα. Πέφτεις να κοιμηθείς -όπως κάνω, έτσι παραδίδω και σε σας-, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ» και κοιμάμαι.
Ξυπνάω. «Η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ», αρχίζω την προσευχή. Πάω ταξίδι, από τα Κατουνάκια θα πάω στη Δάφνη, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Μαγειρεύω, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Πάω στο Βατοπαίδι, έχω την εικόνα του Γέροντα στο δωματιό μου, την ασπάζομαι και λέω «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Έτσι έρχεται κι ένας τεχνητός τρόπος για να είσαι περισσότερο ηνωμένος με τον Γέροντα. Όπως υπάρχει η νοερά προσευχή που λίγο, λίγο καθαρίζεται το εσωτερικόν του ανθρώπου και γίνεται κατόπιν και αυτός φωτεινός με τη νοερά προσευχή, υπάρχει και αυτός ο τρόπος που ενώνεσαι με τον Γέροντα περισσότερο.
Διαβάζοντας τη Θεία Γραφή, όσο πνευματική δύναμη έχεις, τόσο καταλαμβάνεις, περισσότερο δεν καταλαμβάνεις. Έτσι είχαμε με τον Γέροντα. Μας έλεγε, αλλά μας έλεγε κατά το βαθμό του· εμείς κατά το βαθμό μας καταλαμβάναμε.
Πολλά με δίδαξε και η υπακοή, πολλά διδάχτηκα και ως Γέροντας. Έτσι είναι. Να θυσιάσω τον εαυτό μου, μόνο να σε δω εσένα, το παιδί μου, να πας στον Παράδεισο· αυτός είναι ο δικός μου ο παράδεισος, να είσαι ‘σύ στον παράδεισο κι εγώ ας καώ, ας καώ. Έτσι είναι. Δεν μετριέται η πατρική αγάπη. Και ως Γέροντας και ως υποτακτικός, πήρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια υποτακτικός και δέκα-δεκαπέντε χρόνια ως Γέροντας. Είδα και τη μία αγάπη και την άλλη αγάπη. Η πατρική αγάπη, πάτερ μου, είναι πολύ ψηλά, πολύ ψηλά!
Όσο ισχύει η ευχή του Γέροντά σου, δεν ισχύει όλη η οικουμένη. Πήρες την ευχή του Γέροντά σου; Μη φοβάσαι πουθενά.
Κι’ εγώ στο σπίτι μας πολλά δέντρα φύτεψα, αλλά σε όσα ο Γέροντάς μου ήταν σύμφωνος, έπιασαν, εις άλλα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας, δεν έπιασαν. Εφύτευσα κλήματα, ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, ούτε ένα δεν έπιασε. Εφύτευσα δέντρα μηλιές και άλλα· δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας · έπιασαν μεν, αλλά δεν ευδοκίμησαν. Τα πήρε ο γερο-Κλήμης απάνω και γίνηκαν μεγάλα δέντρα και τρώει πολλές οκάδες, πολλά κιλά τρώει μήλα απ’ τα δικά μου. Δεν ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, όταν τα φύτεψα εγώ. Εφύτεψα και μια καϊσιά. Εφτά χρόνια έβγαλε δύο λουλούδια, εφτά χρόνια! Τα είχα φέρει από τα θερμοκήπια, από τη Θεσσαλονίκη. Εφύτευσα και μια μουριά, ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, και τρώμε τώρα ένα μήνα και περισσότερο όλο μούρα. Εφύτευσα και έναν λωτό, ήταν και ο Γέροντας σύμφωνος, και δεν ξέρω τριακόσια, τετρακόσια λώτα κάνει κάθε χρόνο· επειδή ο Γέροντας ήτανε σύμφωνος. Εις όλα τ’ άλλα τα πράματα, τα οποία ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, είτε θα τά ‘βγαζα και θα τα φύτευα αλλού ή δεν θα πρόκοφταν, δεν θα έπιαναν, δηλαδή δεν θα είχαν τέλος καλό, επειδή ο Γέροντάς μου δεν ήτανε σύμφωνος.
Όποιος βασίσθηκε στις δυνάμεις του επλανήθη. Θα πας σε άνθρωπο πνευματικό, ο οποίος θα σε διδάξει τις μηχανές του διαβόλου, θα σε διδάξει το δρόμο πώς θ’ ανέβεις στον ουρανό. Πάντως μονάχος σου αν πας…
Όταν βλέπω μπροστά μου ότι ο άλλος θα κάνει αντιλογία, οπισθοχωρώ εγώ, για να μην προβεί ο άλλος ότι, «Γέροντα, μα έτσι…» Οπισθοχωρώ εγώ. Οπισθοχωρώ. Για να μην έρθει ο υποτακτικός μου σε θέση να πει, «Γέροντα, δεν θα μπορέσω να το κάνω». Όταν το βλέπω αυτό, οπισθοχωρώ, για να μη γίνω εγώ αιτία να κάνει αυτός παρακοή. Είναι και κάποια διάκριση εκεί μέσα, να πούμε. Έτσι είναι.
Πάντως, ένα είναι: Η καλογερική στηρίζεται στην υπακοή. Δοκίμασα και την υπακοή, δοκίμασα και την παρακοή. Και τα δύο τα δοκίμασα. Και είδα ότι όταν κάνει κανένας υπακοή, είναι ειρηνικός, δεν τον ελέγχει ο λογισμός πουθενά!
Ανέπαυσες τον Γεροντά σου; Ανέπαυσες τον Θεό σου.
Άλλος πάλι επίστευσε τον λογισμό του, κακά αποτελέσματα είχε. Λέει ο Γέροντας μετά τη λειτουργία:
-Πατέρες, καθήστε να πιούμε ένα νερό.
-Ναί.
Γέροντα, αυτό που κάνεις δεν είναι καλό. Οι πατέρες να φύγουν σιωπώντες, να πάνε στα κελιά τους, στα σπίτια τους.
-Παιδί μου, εσύ είσαι υποτακτικός. Τώρα αρχίζεις και συμβουλεύεις τον Γέροντα; Δεν κάνεις καλά.Να πεις, να’ναι ευλογημένο, Γέροντα.
-Μα έτσι κι έτσι κι έτσι…
Τον κατόρθωσε ο πειρασμός, τον έβγαλε απ’ τη σκέπη του Γέροντά του. Πήγε στα Καρούλια. Ελαττωματικά πνευματικά έκανε. Πήγε σ’ άλλο μέρος. Στο τέλος πήγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος από την Πάτρα και μου λέει:
-Πάτερ-Εφραίμ, ο τάδε είναι ιερεύς;
-Όχι, του λέω.
-Όταν του χτύπησα την πόρτα, άνοιξε και με εσταύρωσε, έτσι. Λέω: «Είστε ιερεύς;» «Μόλις τελείωσα τη Λειτουργία», λέει.
Βλέπετε; Επίστευσε τον λογισμό του, έφυγε από τον Γέροντά του, έφυγε από τους γειτόνους, αυτοχειροτονήθηκε ιερεύς κι έτσι τελείωσε.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος να μην πιστεύει το λογισμό του. Έχεις το λογισμό σου; Να τον πεις στον Γέροντά σου. Κι ότι ο Θεός φωτίσει τον Γέροντα, αυτό ν’ ακούσεις. Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο και σε πάει εκεί που θέλει αυτός. «Κρείσσον το παραβάλλειν ή το ησυχάζειν».
Πέντε χρόνια με πολεμούσε ο διάβολος να φύγω από τον Γέροντά μου, τον παπα-Νικηφόρο. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα. Εωσότου ο πόλεμος έφυγε μοναχός του.
*
Το να φύγει κανένας απ’ τον κόσμο εύκολο είναι· το να βρει άνθρωπον οδηγό, είναι πολύ δύσκολο! Είναι δύσκολο!
Αν εσύ μόνο για τον εαυτό σου έχεις μέριμνα, ο Γέροντας που είναι τόσες ψυχές απάνω σ’ αυτόν και κρεμνιώνται; Εσύ θα πας να πεις το λογισμό σου, ο άλλος θα πάει να πει τον λογισμό του, ο άλλος το λογισμό του. Και τότες ο Γέροντας τι γίνεται; Όλους τους βαστάζει ο Γέροντας; Ε, βέβαια, τώρα δεν βαστάζει ο Γέροντας καθολικά, ο Χριστός τους βαστάζει όλους. Εν τούτοις όμως ο Γέροντας τους οικονομάει όλους.
Η πηγή της ειρήνης, η πηγή της χάριτος η πηγή της σωτηρίας, η πηγή του Παραδείσου είναι ο Γέροντας.
Ο Γέροντας παρακολουθεί το λογισμό του υποτακτικού του:
-Έλα ‘δω, παιδί μου.
-Ναι, ευλόγησον.
-Πώς με βλέπεις;
-Γέροντα, άγγελο σε βλέπω.
-Καλά. Θά’ρθει καιρός που θα με δεις άνθρωπο.
Μετά από λίγο καιρό:
-Πώς με βλέπεις, παιδί μου;
-Άνθρωπο.
-Αύριο θα με δεις ως διάβολο.
Ε, αύριο:
-Πως με βλέπεις;
-Διάβολο.
Έτσι είναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ο διάβολος -τό’χω πάθει, πατέρες, από πείρα το λέω- ο διάβολος προσπαθεί να σε ξεκολλήσει από τον Γέροντα, να σε ξεκολλήσει!
Δυο φορές πήγα στο σπίτι του Γέροντος, ίνα κάνω ευχέλαιο. έκεί ήτο και ένα νεαρό πρόσωπο, που με εσκανδάλιζε. Και τις δύο φορές, είπα εις τον Γέροντά μου, π. Νικηφόρο, να κάνει κομποσχοίνι. Την πρώτη φορά, μόλις έφθασα εις το σπίτι, ξέχασα το λογισμό, έκανα ευχέλαιο, και όταν έφευγα, τότε τον ξαναθυμήθηκα. Τη δεύτερη φορά ο λογισμός με τυραννούσε, και όταν άρχισα το ευχέλαιο. Όταν το έχρισα το παιδί, τελείως είχε φύγει από τη σκέψη μου ο λογισμός. Μόλις ετελείωσα το ευχέλαιο, και έφευγα, επανήλθε ο λογισμός.
Είδες τι δύναμη έχει η ευχή, το κομποσχοίνι, που κάνει ο Γέροντας, οιοσδήποτε κι αν είναι;
Δεν πρέπει να ανέχεσαι να κατηγορεί κανείς τον Γέροντά σου! Αυτό είναι το σωστό και πρέπον να γίνεται. Να αντιδράς, όταν ακούς να λέγουν κάτι κατά του Γέροντός σου.
Έφθασα στο τέρμα.Δεν άντεχα άλλο. Ζητούσα βοήθεια. Τότε είδα το γέρο-Ιωσήφ στον ύπνο μου. « Μεσ’ την καρδιά μου, παιδί μου, σε έχω»· και ξέρεις πόσο παρηγορήθηκα στον σταυρό που κρατούσα αυτήν την ώρα!! Πολύ παρηγορήθηκα· έστω και στον ύπνο μου που είδα τον Γέροντα.
Υποτακτικός
Ο υποτακτικός είναι βασιλιάς, δεν ελέγχεται.
Ξέρετε πώς ήμουνα τότε, όταν ήμουν υποτακτικός; Ήμουν αετός!
Ο υποτακτικός δεν έχει λογοθέσιο, δεν έχει τελώνια, διότι έχει το μητρώο του λευκό, δεν μπορούν να σε πιάσουν οι δαίμονες· εννοώ, όταν κάνεις υπακοή.
Γιατί μας είπε κι’ένα λόγο ο Γέροντας: «Αν δεν γίνεις καλός υποτακτικός, καλύτερα να μη γινόσουνα καλόγερος»! Βαρύς ο λόγος αλλά την αλήθεια λέει.
Ο άγιος Δοσίθεος πόσα χρόνια έκανε; Ή τρία ή τέσσερα χρόνια έκανε, αλλά τι υποτακτικός ήτανε! Και αγίασε! Και όταν ζήτησε από τον Μέγα Βαρσανούφιο: «Γέροντα, απόλυσέ με, δεν μπορώ» (πέθανε φθισικός), του λέει: «Ύπαγε, τέκνον, εν ειρήνη, παράστηθι τη Αγία Τριάδι και πρέσβευε υπέρ ημών».
Το άκουσαν οι άλλοι Γεροντάδες. Λένε: «Καλά τι έκανε αυτός; Αυτός στην ακολουθία, στη μισή ακολουθία ερχότανε».
Κι όταν κατόπιν πήγε ένας άλλος Γέροντας σ’ αυτό το μοναστήρι, στου Αγίου Σερίδου το μοναστήρι, και παρεκάλεσε τον Θεό να δείξει τους αγίους, οι οποίοι αγίασαν σ’ αυτό το μοναστήρι. Κι όλους τους είδε.
-Μα είδα, πατέρες, είδα κι έναν νεώτερο, λέει.
-Πώς τον λεν;
-Δεν ξέρω, δεν τον ρώτησα.
-Πες τα χαρακτηριστικά.
-Έτσι κι έτσι.
-Α, ο Δοσίθεος είναι!
Βλέπετε λοιπόν; Αλλά τι υπακοή έκανε αυτός ο άνθρωπος!
Ο υποτακτικός δεν φοβάται Θεό, όχι ότι είναι αθεόφοβος, όχι· «η πολλή αγάπη έξω βάλλει το φόβο» (Α’ Ιω. 4,18).
Παλαιά ο πάτερ-Μ. ήρθε στο σπίτι μας και έκτισε ένα τειχάκι από τούβλα μικρό, και μετά φύσηξε ένας πολύ δυνατός αέρας. Ξαναήρθε αργότερα στο σπίτι μας και, δεν ξέρω, ηθέλησε να χαριεντισθεί με μένα. Και μου λέει: «Πώς αυτό το ντουβάρι δεν έπεσε;» Του λέω: «Να σου πω. Όταν έφυγες εσύ, επήγα εγώ και το ευλόγησα και είπα, η ευχή του Γέροντός σου, και αυτό το στερέωσε· ειδάλλως εσύ δεν αξίζεις τίποτα».
Αλλά δεν είναι αυτό. Το ιστορικό φανερώνει, να πούμε, ότι, όταν άκουσε το όνομα του Γέροντά του, άστραψε το πρόσωπό του, έλαμψε. Και λέω, όντως αυτοί οι άνθρωποι είναι όντως υποτακτικοί.
Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή, αυτός βραβεύεται, αυτός αμείβεται, αυτός στεφανώνεται. Και ο πρώτος (ο εντελλόμενος) βέβαια, αλλά περισσότερο ο υποτακτικός. Διότι ο υποτακτικός είναι ο ίδιος ο Χριστός, μιμείται τον Χριστόν.
Μετεωρισμός – Συγκέντρωση
Σ’ ένα μοναστήρι , δεν θέλω να το ονομάσω, ο παπάς θυμίαζε. Κι όταν έφτασε σ’ έναν προϊσταμένο, δεν τον εθυμίασε. Ο προϊστάμενος, όταν προχώρησε παραπέρα:
-Παπά, γιατί δεν με θυμιάζεις;
-Γέροντα, ευλόγησον, δεν σε είδα στο στασίδι.
-Στο στασίδι ήμουνα, πάτερ, λέει.
-Όχι, δεν σε είδα στο στασίδι.
Οι άλλοι που άκουσαν αυτή τη φιλονικία του προϊσταμένου και του ιερέως, λένε:
-Γέροντα, ο παπάς είναι διορατικός, ξέρει τι σου λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε… -_Έχει δίκιο ο παπάς, λέει, διότι δεν ήμουνα εδώ, ήμουνα σ’ ένα μετόχι. Ο λογισμός του. Βλέπετε;
Ο άγιος Νεκτάριος στην Αίγινα, όταν πήγε μία να γίνει καλόγρια, να πούμε, ήταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, να βοσκήσεις, έχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, να τα βοσκήσεις».
-Ε, νά ‘ναι ευλογημένο.
Μια μέρα, δυο, «Γέροντα», λέει, «με πιάνουν και μένα οι λογισμοί, εγώ ήρθα να γίνω καλόγρια, δεν ήρθα να γίνω τσοπάνης».
-Παιδάκι μου, λέει, όταν θυμιάζω σε βλέπω στο στασίδι.
Η καλόγρια, καίτοι ήταν τσοπάνης, αλλά ο λογισμός της ήτανε στην ευχούλα, μέσα στην εκκλησία ήταν ο λογισμός της, οπότε και ο ο άγιος την έβλεπε μέσα.
Ο λογισμός κρίνεται. Από τον λογισμό αχρειούμεθα και από το λογισμό βελτιούμεθα.Ο καλόγηρος δεν έχει πράξη, έχει λογισμό. Ο λογισμός σου πήγε στο όχι καλό; Είσαι υπεύθυνος, είσαι υπεύθυνος. Θα πεις: Μα και ο λογισμός του ανθρώπου δεν μαζεύεται. Καλά, αλλά όταν φεύγει, μάζεψέ τον πάλι, μάζεψέ τον πάλι.
Είχα θανή -νομίζω, δεν θυμάμαι- τον Γέροντά μου. Και ήρθε ένας καλόγερος από πάνω απ’ την Κερασιά, και λέει: Όσο νά ‘ρθω εδώ, τρεις φορές είπα τους χαιρετισμούς της Παναγίας».
Βλέπετε πώς αγωνίζονται οι πατέρες! Πώς αγωνίζονται!
Αγιότης – Αρετή – Αγώνας
Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του, φθάνει σε μέτρα αγιότητος. Αν ζητάς εσύ από τον άλλονε, επειδή σε λύπησε, να σου βάλει μετάνοια, δεν είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στο δρόμο της καλογερικής.
Φθάσαμε, πατέρες, σ’ ένα τέτοιο σημείο, που μπορώ να πω ότι, όταν ήμασταν κοσμικοί, ήμασταν καλύτεροι. Τώρα δεν σηκώνουμε λόγο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός. Και πήγε άλλος και του λέει: «Τι αρετή έκανες, πάτερ, κι έφθασες σ’ αυτά τα μέτρα;»Λέει: «Αφότου μπήκα στο μοναστήρι, είπα, εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις, τόσο θα μιλήσω κι εγώ». Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουνε, «ευλόγησον». Τώρα εμείς φθάσαμε στο σημείο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού!
*
Γι’ αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, εφοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε ή μήπως αλλάζει ο Θεός; «Εμνήσθην των κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118,12· 52). Έτσι είναι.
Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφ’ όσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στο Σταυρό, κι εμείς θ’ ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ’ τη μια πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, απ’ την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός. Αν το πάρεις, δηλαδή, απ΄την άλλη πλευρά, τότες είναι βαρύς και ασήκωτος.
Γι’ αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν απ’ το Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις μα γιατί ετούτο, εκείνο, δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα· δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την Τετάρτη· ε, ο Θεός έτσι τά ‘φερε. Αν τα πάρεις απ’ την άλλη πλευρά με την κρίση τη δική σου, θα σφάλεις και μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!
Μέσα σου να βράζει η χαρά, να μη φαίνεται· μέσα σου να βράζει η λύπη, η κόλαση αλλά μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος.
Ειδάλλως, εσύ κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα· να μην ακούει ο ένας τον άλλονε. Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει, ή… θα το χάσεις.
Γι’ αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου ‘δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους, λέει: «Εωράκαμεν υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες» (Αριθ. 13,34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιος το λέει αυτό; Ποιος το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτες. Ενώ τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;
Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.
Πάτερ, όχι έτσι. Εσύ να διορθώσεις τον εαυτό σου, όχι να περιμένεις τους άλλους. Εσύ να σταθείς από κάτω, να σε πατάν όλοι. Τότες είσαι εν τάξει. Ειδάλλως…
Εσύ να αρματωθείς στην υπομονή. Ο δρόμος ο του Σταυρού αυτός είναι.
Ο άνθρωπος, όσο και σοφός να είναι, να συμβουλεύεται και λιγάκι. Δεν είμαστε εμείς θεοδίδακτοι. Ούτε ο Θεός και σύ· μπορείς να πάρεις πληροφορίαν από το Θεό; Δεν είμαστε σ’ αυτή την κατάσταση. Α, να ρωτήσουμε και κάναν άλλονε. Να ρωτήσουμε, να συμβουλευτούμε. Ε, δεν έχεις κανέναν άνθρωπο καλύτερό σου;
Θα κάνεις υπομονή στα δικά σου τα πάθη, θα κάνεις και στα δικά μου. Έτσι θα γίνεις άγιος.
Προσευχή
Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα. Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας…»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε. Θά ‘ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος ν’ αγιάσει τα Δώρα· πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις, από μέσα απ’ την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαμβάνεις τι λες.
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του Μοναχού.
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουν την υπηρεσία αυτή την ώρα. Μπορείς αυτή την ώρα να κάνεις τον εαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.
Θέλεις να γίνεις ένας καλόγηρος πολύ καλός; Μην αφήνεις την ευχή. Κατά το μέτρο σου και η ευχή σου.
Έλεγα κι εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, αρκεί την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή είναι, αλλά πόση δύναμη έχει!- οπότε λες, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε και σε σας.
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο, κι εγώ ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον γερο-Ιωσήφ. Φεύγοντας από το σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον Άγιο Παύλο. Κατουνάκια – Άγιος Παύλος είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα κοντά στο μύλο, εκεί από πάνω από τον Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα το δρόμο!
Θα κάνεις εργόχειρο, κάνεις ένα διακόνημα, μην αφήνεις την ευχούλα, γιατί και η ευχή σε θεοποιεί. Το πρώτο-πρώτο, πατέρες, που θα αισθανθείτε, θα είναι η χαρά! Το πρώτο στάδιο, το πρώτο σημείο, το οποίο θα αισθανθείτε λέγοντας την ευχή, είναι η χαρά. Και η χαρά δεν είναι τίποτες άλλο, ένα πετραδάκι στην ακροθαλασσιά, είναι το πράγμα ότι μέσα αρχίζεις να φωτίζεσαι! Γι’ αυτό λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο και να σκεφθείς, δεν μπορείς να σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου, ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.
Μία ψυχή πήγε στην τουαλέτα, κι έλεγε την ευχή. Α, και φανερώνεται ο διάβολος εκεί. Βρε ‘συ, λέει, βρώμικη ευχή λες. Α, μα, και ο καλόγηρος: Άκουσε αποστάτα της θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά ένωση.
Στο σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πάτερ-Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους μετελάμβανα. Αυτός μού ‘λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό που λένε τα βιβλία μας ότι:
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ’ αυτόν τον καλόγηρο.
Α, να πούμε και τον άλλο με το καλάθι.
Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα, λέει τον πατερ-Αρσένιο:
-Λέγε την ευχή.
-Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
-Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
-Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναί, θαύμα θέλω να δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. (Τα γράφουν τα πατερικά βιβλία).
-Καλά.
Έκανε προσευχή ο Γέροντας, έκανε και νηστεία, τριήμερο νηστεία.
-Έλα εδώ, παιδί μου, τώρα, πάρε το καλάθι, πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις νερό.
-Γέροντα, με συγχωρείς, εγώ, λέει, τα μυαλά μου τά ‘χω, το καλάθι θα γιομώσω νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου, δεν είπες ότι θέλεις να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναί, λέει.
-Ε, κάνε αυτό που σου λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Νά ‘ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι, αλλά λέει την ευχή. Εννοείται ο Γέροντας στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε το καλάθι.
Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το δείξει στον Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!» Στο δρόμο λοιπόν φανερώνεται ο διάβολος με μορφή ανθρώπινη, λέει:
-Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντά μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις καλόγερος;
-Πέντε-έξι.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια.
Πάει, έφυγε το νερό κάτω! Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον Γέροντα με άδειο το καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί μου;
-Γέροντα, έτσι κι έτσι.
-Άφησες την ευχή, παιδί μου, γι’ αυτό έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την ευχή, το καλάθι κρατούσε το νερό, όταν σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία, έφυγε το νερό.
Και ο Θεός μας δοκιμάζει καμιά φορά να μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν πειρασμό ο Θεός, ο Θεός θέλει να σε ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι, λέγε την ευχούλα.
Και ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται εις το Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες του Θεού. Ο Θεός, να πούμε, είναι αγαθός, δεν οργίζεται, μακροθυμεί. Και ‘συ μετά την προσευχή, σού ‘ρχεται ένα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ό,τι να σου κάνει ο άλφα, ο βήτα, δεν πειράζει, ε, δεν πειράζει αυτό. Επειδή η χάρις σε χαρίτωσε. Θα σε κάνει κατόπιν, πώς να πούμε, πάντα προσευχόμενον. Ναι. Επήρες αυτή την ιδιότητα, προσευχόμενος εις το Θεό, την πήρες αυτή την ιδιότητα του Θεού.
Ό,τι ο Γέροντας μας παρέδωσε, αλλά και οι νηπτικοί Πατέρες στη Φιλοκαλία που γράφουν, και ό,τι η μικρή μας πείρα μας δίδαξε, η καλυτέρα προσευχή γίνεται νύχτα.
Όταν ξυπνήσουμε το βράδυ και βολιδοσκοπήσουμε την ψυχή μας ότι ρέπει προς τη λύπη, τότες θα φέρουμε θεωρίες θλιβερές. Εγώ στο κελλάκι μου όταν βρίσκομαι και ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ότι πέθανα, μου έκαναν ανακομιδή οι πατέρες και φέραν ένα καλάθι μπροστά στο τραπέζι. Εκεί είναι τα κόκκαλά μου, εκεί είναι και η νεκροκεφαλή, η κάρα που λέμε. Δεν μου λες εσύ, παπα-Εφραίμ, τώρα που βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι στον παράδεισο; Καλώς. Αν βρίσκεσαι στην κόλαση, τότες άρχισε από τώρα και κλαίγε και θρήνησε ότι είσαι ανάξιος της αποστολής σου, να πούμε. Κι από ‘κει έρχονται οι διάφορες έννοιες, θεωρίες και προβιβάζεται η ψυχή, τρόπον τινά, από λίγη κατάνυξη σε μεγαλυτέρα, σε μεγαλυτέρα.
Όταν από την άλλη πλευρά έχει η ψυχή χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Το κυριότερο, να πούμε, η χαροποιά θεωρία είναι στη σοφία του Θεού. «Εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις Σου, εν ποιήμασι των χειρών Σου εμελέτων» (Ψαλμ. 142, 5).
Όταν φέρουμε τη δημιουργία του Θεού, με τι σοφία το έκανε αυτό ο Θεός όλο, δεν μπορεί παρά ο νους προβιβάζεται σε ανωτέρα θεωρία, σε ανωτέρα θεωρία και θαυμάζει και εκπλήττεται τη σοφία του Θεού, την αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, ότι εδημιούργησε όλο το σύμπαν και τελευταία έκανε τον άνθρωπο. Αφού τα έκανε όλα, τελευταίον έκανε τον άνθρωπο. Βασιλέα της κτίσεως. Από ‘κει θά ‘ρθουν όλες οι θεωρίες οι χαροποιές.
Τώρα ο αδερφός λέει στην εκκλησία. Το ίδιο είναι και στην εκκλησία. Αν μεν έχεις κατάσταση, μπορείς να πεις την ευχούλα. Όταν δεν έχεις, τότες θα παρακολουθήσεις τα ψαλσίματα, τα διαβάσματα, τα οποία ακούω εκεί στο αναλόγιο. Καθώς και στη Λειτουργία, έτσι είναι. Και στη Λειτουργία πολλές φορές ο άνθρωπος έρχεται σε έκσταση, δεν ακούει εκείνα τα λόγια, όχι μάλλον δεν ακούει, μεταποιεί, θεοποιεί τα λόγια. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Πού πηγαίνεις; Να πάρεις τον Θεό. Τότες χαίρεσαι. Εάν μεν έχει προηγηθεί η χαρά, δεν μπορείς παρά με δάκρυα να προσέλθεις· δάκρυα χαράς, να προσέλθεις να μεταλάβεις. Όταν έχουν προηγηθεί δάκρυα λύπης: «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τας αμαρτίας μου. Εις το έλεός Σου, εις την ευσπλαγχνία Σου, στην αγάπη Σου. Μας το είπες ότι “Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος” (Έξ. 34,6). Μας το είπες. Εκεί στηρίζομαι και προσέρχομαι αναξίως». Ουδείς άξιος, λέει και ο ιερεύς όταν προσεύχεται. Και εκεί περισσότερο στηρίζεσαι και προσέρχεσαι…
Να σας πω, πολλοί από τους πατέρας τους Κατουνακιώτας, πολλοί που ερχόντουσαν να μεταλάβουν, δεν άκουες τίποτες, μόνο έβλεπες τα δάκρυα που έτρεχαν και τους μετελάμβανες. Ε, ο γέρος αυτός, να πούμε, όλη τη Λειτουργία δεν μιλούσε καθόλου, αλλά ήτανε σκυμμένος και τώρα, είτε σε θεωρία ερχότανε, είτε σε βαθυτέρα έννοια της ευσπλαγχνίας του Θεού. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μας έδωσε το βάπτισμα, δωρεάν μας έδωσε το Σώμα Του και το Αίμα Του, δωρεάν μας δίδει και τον Παράδεισο. Δεν πληρώνουμε τίποτες.
Ο Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να προσέχουμε μόνο στο Θεό. Ο Θεός δεν θέλει μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να το πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε και εύκολα την καρδιακή προσευχή.
Η χάρις δεν μας εξετάζει εμάς πότε θά ‘ρθει. Λέει ένας από τη συνοδία μου, λέει, σήμερα ήταν της Μεταμορφώσεως, δεν εχάρηκα. Δεν εχάρηκες της Μεταμορφώσεως; Ναι. Μπορείς να χαρείς την άλλη μέρα που είναι καθημερινή. Όχι από το σεβάσμιο της ημέρας, από την κρίση του Θεού εξαρτάται η χάρις. Έχει βέβαια, δεν είναι και καθολικός νόμος αυτός. Αλλά πάντως όμως η κρίσις του Θεού είναι διαφοροτέρα από την κρίση των ανθρώπων.
Άλλος χαροποιήθηκε απάνω στο μοτόρ, άλλος απάνω στο αεροπλάνο. Η κρίσις του Θεού είναι διάφορος. Άλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στην Αγία Άννα ένα άλεσμα στο μύλο. Εκείνην την ώρα χαροποιήθηκε. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε γιατί ο Θεός, τρόπον τινά, δεν μας χαριτώνει μέσα στη Λειτουργία, αλλά μας χαριτώνει εκτός Λειτουργίας. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε αυτό. Μπορείς και μέσα στη Λειτουργία να χαριτωθείς, μπορείς στη Λειτουργία να μη χαριτωθείς, να χαριτωθείς απάνω στο εργόχειρο. Αυτό είναι η κρίσις Του. Το δικό μας είναι πάντοτε να προσευχώμεθα. Όταν ο Θεός επισκέπτεται την ψυχή μας, θέλει και απαιτεί να τη βρίσκει σε προσευχή. Να μη βρίσκει την ψυχή μας και τη διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αυτό λυπεί το Θεό. Λυπεί το Θεό. Μπορούμε νά ‘χουμε όλη την ημέρα αυτοσυγκέντρωση; Αυτό θα μας βοηθήσει.
Οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, το λέει μέσα ότι η ευχή δεν είναι μία για όλους τους ανθρώπους. Αναλόγως της καταστάσεως. Ο άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού Χριστέ μου, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού μου, ελέησόν με». Άλλος: «Ιησού μου». Άλλος τίποτε. Ε, το τίποτα είναι σ’ έναν ανώτερο βαθμό, να πούμε, που δεν μπορείς να μιλήσεις εκείνην την ώρα, μόνο απολαμβάνεις αυτήν τη γλυκύτητα. Όταν υποβιβάζεται αυτή η κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου και λέει την ευχή η καρδιά σου. Τότες εκείνη την ώρα μπορείς να λύσεις και πολλά προβλήματα. Ενώ προηγουμένως δεν άκουες την ευχή, όταν ήρθες στο τέρμα, στο ζενίθ δεν άκουες τίποτα, μόνο απολάμβανες έτσι. Όταν υποβιβάστηκε, ακούς και η καρδιά σου λέει την ευχή, οπότε μπορείς ν’ αυτοκυριαρχήσεις εκείνην την ώρα. Στο άλλο όμως δεν μπορείς ν’ αυτοκυριαρχήσεις. Όχι ότι δεν μπορείς, αλλά δεν σ’ αφήνει, σε τραβάει. Και τα παρατάς όλα και κάθεσαι σαν ένας άψυχος, να πούμε, και παρακολουθείς. Πόσο θα διαρκέσει αυτό είναι κρίσις Θεού. Πόσο θα διαρκέσει αυτό το πράγμα. Μπορεί να διαρκέσει και μισή ώρα, μπορεί να διαρκέσει και πέντε λεφτά, μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο.
Σ’ ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το γνωρίζετε, ιδιόρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς στον αγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το χειμώνα;
-Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.
Έφερε.
-Φερ’ τα από ‘δω.
-Όχι από ‘κει, το ζώο φοβάται, Γέροντα.
-Φερ’ τα από ‘δω, ντε.
Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
Κι εσύ ακοινώνητος.
Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι. Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι. Τι να κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θά ‘ρθει -γιατί ήτανε βραδάκι- αύριο που θά ‘ρθει ο αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει». Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις;» Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή. Δεν μπορείς εκείνη την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω;» Και σε βοηθάει η Παναγία. Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα». Πάτερ μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε κι αυτό.
Οι περισσότεροι που έρχονται στα Κατουνάκια, πές μας, λένε. Ε, να σας πω ότι, αφιερώστε τουλάχιστον το εικοσιτετράωρο μισή ώρα. Όποια ώρα, κατά την κοσμικιά δέκα, έντεκα προ του μεσονυκτίου. Και νά λέτε την ευχούλα δίχως να κρατάτε κομποσχοίνι στο χέρι σας. Ικετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έτσι.
Καλλιέργησέ το αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει. Από μισή ώρα θα το κάνεις κατόπιν μια ώρα· και πρόσεξε ότι εκείνην την ώρα είτε το τηλέφωνο θα σου χτυπήσει ή α, αυτή τη δουλειά πρέπει να την κάνω τώρα ή ύπνος θα σε χτυπήσει εκείνην την ώρα. Τίποτες. Κλείστο το τηλέφωνο, τελείωσε όλες τις δουλειές σου και κάνε αυτό, μισή ώρα, όχι περισσότερο. Και θα δεις, αυτό είναι, θα φυτέψεις ένα δεντράκι κι αύριο – μεθαύριο θα κάνει καρπό. Κι ο άγιος Χρυσόστομος κι ο άγιος Βασίλειος απ’ αυτό άρχισαν. Μικρό δεντράκι κι έγιναν φωστήρες της Οικουμένης.
Η ασματική Νύμφη όταν έφυγε με το λογισμό της από τη γη, διότι της είπαν ότι στον ουρανό υπάρχει ο Νυμφίος σου, επήγε εις τους ουρανούς, και είπε στους αγγέλους:
-Παραμερίστε, παραμερίστε.
-Τι θέλεις;
-Θέλω τον Νυμφίο μου, λέει.
-Και τι τον θέλεις;
-Θέλω να τον δω.
Κι έδειξε το δακτυλίδι το οποίο εχάρισε ο Χριστός απάνω εις την κουρά. Εχάρησαν τα τάγματα των αγγέλων, όταν είδαν το δακτυλίδι, ως η Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αικατερίνη.
Όταν δε κατόπιν έδειξε και το Σχήμα το αγγελικό, ανεβόησαν, κεκράγεσαν, επήρθη το υπέρθυρον εκ της βοής αυτών, εκ της χαράς, διότι εισήλθεν άνθρωπος εις το τάγμα τους. Και ήρξαντο να εναγκαλίζουν και να φιλούν την ασματική νύμφη.
Ξαφνικά εσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν να σιωπήσουν. Και μία φωνή ως αύρα λεπτή ηκούσθη :
-Και ίνα τι με ζητείς εδώ; Δεν ξέρεις ότι μέσα στην καρδιά σου υπάρχω;
Ε, τότες η ασματική Νύμφη συνήλθε, όπως ο θείος Αυγουστίνος, και είδε μέσα της Αυτόν τον οποίον ζητούσε και έτρεχε στα βουνά και στα όρη να ζητήσει, τον είδε μέσα της. Όντως «η βασιλεία των Ουρανών εντός ημών εστί»! (Λουκ. 17,21).
Κάτι τέτοιες θεωρίες έρχονται μέσα εις την ησυχία της νυκτός. Οπότε κατόπιν ο άνθρωπος κατά το μέτρο του απολαμβάνει. Τίποτε δεν θέλεις εκείνη την ώρα, μόνον αυτήν τη θεωρία, αυτήν τη γλυκύτητα, αυτήν την πνευματική ηδονή να αισθάνεσαι. Και στην κόλαση να υπάγω, αυτό θα αισθανθώ, δεν το θεωρώ τίποτες. Δεν είμαι μέσα στην κόλαση.
Δοκίμασε τον εαυτό σου, πάρε το κομποσχοινάκι σου, κάθησε μια ώρα, κάνε κομποσχοίνι, κουράστηκες. Ε, τότες θέλεις άλλην τροφή, βάλε λίγη ανάγνωση ή ψάλλε ή κάνε κανένα άλλο έτσι σωματικό έργο, να πούμε. Η αλλαγή δηλαδή της πνευματικής τροφής ωφελεί, πολύ ωφελεί…
Ένα όνομα να θυμηθείς για την άλλη τη ζωή, αυτό σε πυρώνει, οπότε όλα τ’ άλλα σβήνουνε και μένει αυτό το όνομα. Μόνο ένα όνομα ή τα αιώνια αγαθά. Δηλαδή αυτό που πέρασα, αυτό λέω, τ’ άλλα που δεν πέρασα, δεν μπορώ να τα πω.
Τα αιώνια αγαθά! Η αιώνιος ζωή! Η αιώνιος μακαριότης! Τακ, σταματάει ο νους. Μπορείς εκείνην την ώρα να επιβληθείς στον εαυτό σου, να διαβάσεις ευχές Λειτουργίας; Δεν μπορείς. Αυτό σε φθάνει. Οπότε, όταν προχωράς ιδίως στο «Ευλογημένη η Βασιλεία», δεν μπορείς να προχωρήσεις, πάτερ. Ενώνεσαι με το Θεό! Το πνεύμα σου με το Πνεύμα. Ενώνεσαι! Οπότε κατόπιν ούτε και μπορεις να προχωρήσεις, και από τα δάκρυα ιδίως, πώς να πω τώρα, σε πιάνει ένας ίλιγγος, σε πιάνει όχι φρίκη, γλυκιά φρίκη! Πώς να πω τώρα; «Τις ειμί εγώ, Κύριε, και τις ο οίκος του πατρός μου» (Β’ Βασ. 7,18), ώστε και μένα με γνωρίζει ο Θεός! Είσαι βαπτισμένος, πάτερ, και σε γνωρίζει και σένα ο Θεός! Μέχρι εκεί σταματάς. Σταματάει κι η λογική, σταματάνε όλα. Δεν μπορείς, πάτερ, να αυτοκυριαρχήσεις, να προσευχηθείς. Εκεί σταματάει. Δεν μπορείς, μόνο κάθεσαι και κλαις, και κλαις, και κλαις και κλαις και δεν μπορεί να μιλήσεις τίποτες.
Εσύ μπορείς να κατανυγείς και να μη σε παίρνει ο άλλος μυρωδιά. Κι εγώ εδώ κι εσύ εκεί και μπορεί να προσευχώμεθα και να κλαίμε και να μη μ’ ακούς εσύ. Αυτό μας δίδαξαν οι πατέρες. Όχι να φυσάς και να κραυγάζεις ότι κατανύσσεσαι. Όχι δεν είναι καλογερικό αυτό.
Ο Γέροντας είχε βγει έξω τη διακαινήσιμο εβδομάδα· πάνε πολλά χρόνια. Είπε ο γερο-Ιωσήφ εις τη Γερόντισσα Ευπραξία και τις άλλες αδελφές: «Βρήκα ένα παπαδάκι καλό» (για μένα έλεγε). Συνεννοήθηκε η Γερόντισσα με τις άλλες, και μου πλέξανε ένα σκουφάκι.
Όταν ήρθε ο γερο-Ιωσήφ, πήγε στις αλυκές· δεν ανέβηκε επάνω εις το σπίτι. Κατεβήκαμε όλοι κάτω. Λέει ο Γέροντας: «Βρε παπά, πάρε αυτό το σκουφάκι». Μόλις το φόρεσα εγώ το σκουφάκι αυτό, άναψα από προσευχή και θείο έρωτα! «Τι σκουφί είναι αυτό , Γέροντα;» του λέω. «Να ήξερες», λέει ο Γέροντας, «τι προσευχές έκανε η Γερόντισσα Ευπραξία σ’ αυτό το σκουφάκι!»
Η Γερόντισσα Ευπραξία έστειλε ένα κομποσχοινάκι. Νομίζω ήτανε πενηντάρι, «Γέροντα», λέω, «δώσε μου αυτό το κομποσχοινάκι». «Πάρ’ το», μου λέει. Εις την εικόνα που μου είχε δώσει ο Γέροντας, (μία εικόνα και ένα πολυσταύρι), το κρέμασα αυτό το κομποσχοινάκι. Και όταν αυτό ευωδίαζε την ημέρα, ήξερα ότι το βράδυ θα έχω προσευχή. Όταν δεν ευωδίαζε το κομποσχοινάκι, δεν είχα προσευχή Χρόνια πολλά αυτό.
Η προσευχή, το κομποσχοίνι, η ελεημοσύνη νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη από το έλεος του Θεού.
Ένα κομποσχοίνι που κάνεις για τον αδελφό σου, για τον συγγενή σου, δεν πάει χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν βρεθεί σε δύσκολη θέση. Το κομποσχοίνι, όχι βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση μπορεί να βγάλει! Τόση δύναμη έχει η προσευχή.
Εγώ μνημόνευα τον παππού μου, ο οποίος ήτο ιερεύς. Τότε ήμασταν ζηλωταί· πριν λάβουμε τις πληροφορίες. Δεν τον μνημονεύαμε εις την λειτουργία, διότι ήτο νεοημερολογίτης. Του έκανα πολλά κομποσχοίνια, και παρακαλούσα το Θεό λέγοντας: «Κύριε, τόσες λειτουργίες σου έκανε, τόσες εξομολογήσεις κλπ., ελέησον αυτόν». Τούτο έπραττα επί καιρόν.
Ένα βράδυ τον είδα εις τον ύπνο μου (όραμα· ήτο αποκάλυψις Θεού), να με φιλεί και να μου λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, τώρα βρίσκομαι σε καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω και τη γιαγιά μου, να με πιάνει από το χέρι και να μου λέει: «Παιδί μου, προσευχήσου και για μένα, ίνα πάω εκεί που είναι και ο παππούς σου τώρα». Ήταν ολοζώντανο αυτό που έβλεπα. Αισθανόμουνα ότι ήσαν νεκροί.
Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο γερο-Ιωσήφ μας είχε ειπεί, ότι όχι μόνο με τη Θ. Λειτουργία, αλλά και με την προσευχή μπορείς να βγάλεις ψυχή από την κόλαση.
Προσευχότανε ο Γέροντας Ιωσήφ για μια ψυχή αρκετό καιρό. Και στο τέλος νομίζω, ότι μας είπε, είδε όραμα, που η ψυχή είπε: «Μεγάλη μου ημέρα σήμερα. Πηγαίνω εις το καινούργιο μου σπίτι». Και ούτω πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.
Εγώ κάποτε, όταν ήμουν αρχάριος, πολεμήθηκα από τον διάβολο· είχα σαρκικό πόλεμο. Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αλλά ο πόλεμος της σαρκός δυνατός. Άρχισα με ζέση να λέω την ευχή. Τότε, μεταξύ ύπνου-ξύπνου βλέπω ένα όνειρο: Απέναντι εις την εξώπορτα, ήτανε ένας δαίμονας, όπως τον περιγράφουν οι Πατέρες, με κέρατα, με μαύρα φτερά κλπ., και κάγχαζε. Δεν ηδύνατο όμως να πλησιάσει εις το κελλί μου! Συνήλθα· πήγα και το διηγήθηκα κατόπιν εις τον γερο-Ιωσήφ. Μου λέει: «Βλέπεις, παιδί μου, ότι με την ευχή τον κρατάς εις την εξώπορτα, και δεν μπορεί να σε πλησιάσει!»
Η νοερά προσευχή ολίγον κατ’ ολίγον φέρνει τον άνθρωπο εις την πρώτη χάρη του βαπτίσματος.
Ο Θεός, ο Αόρατος, ο Αθάνατος, το Αιώνιον, το Άπειρον, το Ατελεύτητον το Ανεξιχνίαστον, το Αμετάβλητον.
Ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς· τον ήλιον, την σελήνην, τους αστέρας, τας θαλάσσας, τους ωκεανούς και πάντα τα εν αυτοίς κινούμενα ζώα.
Ο Θεός ο καθήμενος επί θρόνου δόξης και επιβλέπων αβύσσους.
Ο γλυκύτατός μας Ιησούς.
Μύριαι μυριάδες και χίλιαι χιλιάδες παρεστηκότες άγγελοι και αρχάγγελοι κύκλω της απροσίτου Σου δόξης, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τα κυκλούντά Σε και αναβοώντα τον γλυκύτατον και ακατανόητον ύμνον: Άγιος, Άγιος, Άγιος.
Η μεγάλη γέφυρα, η μεγάλη διαλλαγή, η μεγάλη συμφιλίωσις, ο μεγάλος σύνδεσμος ημών των πεπτωκότων και αχαρίστων ανθρώπων με τον Άναρχόν Σου και λελυπημένον Πατέρα Σου.
Ο γενόμενος το θύμα.
Ο αναλαβών τας αμαρτίας ημών και εκφέρων αυτάς εις τον Σταυρόν.
Δος και εις ημάς τους αμαρτωλούς μίαν ακτίνα της χάριτός Σου και βοήθησον ημάς και δίδαξον ημάς και φώτισον ημάς:
Πώς θα Σε ακολουθήσουμε.
Πώς θα Σε αναπαύσουμε.
Πώς θα Σε ευαρεστήσουμε.
Ίνα γίνωμεν και ημείς μέτοχοι εκείνων των ανεκλαλήτων αγαθών, των οποίων ετοίμασε η πατρική Σου αγάπη.
Ταις πρεσβείαις της γλυκυτάτης Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων των απ’ αιώνός Σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.
Η μεγάλη δόξα της Εκκλησίας μας αυτό είναι.
Να ακούσουμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία».
Πόσες φορές το είπα εγώ (σαν ιερεύς).
Όταν το λέει ο παπάς, μου έρχεται να κλάψω, να κλάψω.
Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Αυτή είναι η προσδοκία μας.
Εκεί θα πάμε όλοι.
Θα μας αγκαλιάσει, θα μας φιλήσει.
Διότι αυτός είναι ο Πατέρας μας, ο Δημιουργός μας.
Είναι λέξεις, οι οποίες σου τονώνουν το ηθικό.
Εκεί είναι η προσδοκία μας, η ανάπαυσίς μας.
Να πάμε στον Πατέρα μας. Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Επίσκεψαί μου την ψυχήν
και ίασαι τα τραύματα.
Άνοιξόν μου τα μάτια της ψυχής,
που τά ‘κλεισε η αμαρτία, η παρακοή, ο μακρυσμός.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι αυτός όλος αγάπη εστί.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός εν χαρά και αγάπη προσμένει ημάς,
πότε αναλύσωμεν εκ της φθοράς
και υπάγωμεν προς Αυτόν
αίροντες τον Σταυρόν.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
και ευρήσωμεν την χαράν.
Ο Θεός αγάπη εστί, ειρήνη και χαρά.
Αγαπήσατε τον Θεόν
και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού.
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού.
Πάντα εν σοφία, εν πατρική στοργή εποίησας.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι,
και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ανάγνωση
Αυτό που λένε, ανοίγονται τα μάτια της ψυχής, πατέρες, ξέρουν τι λένε οι άγιοι Πατέρες, ήξεραν τι λένε οι άγιοι Πατέρες. Γι’ αυτό να διαβάζουμε και τα πατερικά βιβλία και τη Θεία Γραφή. Μα δεν αδειάζεις; Έστω μισή ώρα κάθε μέρα να διαβάζεις. Αυτή η κάθαρση, αυτός ο φωτισμός, τον οποίον θα πάρεις διαβάζοντας τη Θεία Γραφή, θα σου κρατήσει όλη την ημέρα και τη νύχτα.
Δοξολογία Θεού
Λέει ο Γέροντας στον υποτακτικό: «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, αγαθέ, και των αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, δυνατέ· άγιος, άγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τα βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε και τα ελληνικά τώρα.
-Βρε παιδί μου, λέει, πήγαινε στα βατράχια και πές τα: Α, να σας πω, ο Γέροντας λέει, σταματήστε τώρα γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.
-Νά ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα.
Αυτός ήταν υποτακτικός! Βλέπεις; Δεν είπε, «ε, Γέροντα, τα βατράχια θα πάω να πω εγώ;» Όχι υπακοή.
-Ακούστε εδώ, βατράχια, είπε ο Γέροντας να σταματήσετε τώρα, γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.
Μίλησε το βατράχι εκεί! Λέει:
-Πες του Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι εμείς την δοξολογία του Θεού και θα πάμε κι εμείς να ξεκουραστούμε.
Και τα βατράχια υμνολογούν το Θεό! Όλη η φύση, να πούμε, υμνολογεί, δοξολογεί τον Θεό, και κατά την καθαρότητά μας ακούμε κι εμείς αυτήν τη μυστική δοξολογία, τη μυστική, την άφωνο υμνολογία που κάνουνε και οι πέτρες ακόμη. Αυτό πώς το λένε, κάτι στίχους που έχει η μεγάλη δοξολογία, δεν ξέρω πώς τα λένε, γιατί εγώ έχω χρόνια να πάω πάνω στην ακολουθία.
Μοναχοί: Πυρ, χάλαζα, χιών, πνεύμα καταιγίδος…
Γεροντας: Πυρ, χάλαζα, πυρ καταιγίδος κτλ., όλα, τότε αρχίζει η μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Και τα όρη και τα βουνά και τα δέντρα και η θάλασσα και τα ψάρια, όλα υμνολογούν τον Θεό. Αλλά εμείς, επειδή έχουμε αμαυρώσει, δηλαδή, το νοερόν της ψυχής μας, γι’ αυτό λίγο το καταλαμβάνουμε, λίγο. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο και περισσότερο λαμβάνεις έναν φωτισμό, λαμβάνεις μιαν αίσθηση ότι κανένα κτίσμα του Θεού δεν μένει αργό, αλλά όλα δοξολογούν τον Θεό. Και η μύγα και το κουνούπι, και το βόδι και το ζώο, όλα δοξολογούν τον Θεό. Όταν καθαριστείς μέσα σου, θα την δεις αυτήν τη μυστική δοξολογία του Θεού. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θα το δεις και λές: Ταλαίπωρε άνθρωπε, εσύ μόνο δεν δοξολογείς τον Θεό. Όλα δοξολογούν τον Θεό!
Εξομολόγηση – Μετάνοια
Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι. Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι. Αυτό σε κατηγορώ. Έπεσες; Στον πνευματικό. Έπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό. Και η οσία Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε.
Στη γειτονιά μας ήτανε κάποιος Κύπριος και είχε έναν υποτακτικό, ο οποίος τους γονείς του δεν είχε αναπαύσει, να πούμε. Όταν καλογέρευσε, και τον Γέροντά του δεν τον ανέπαυσε. Κι’ εκεί που καθόμαστε στη Μικρή Αγία Άννα, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον Γέροντα, τον Γέρο-Ιωσήφ, να πει τον λογισμό του και ό,τι μπορεί να τον βοηθήσει. Όταν ήρθε εκεί, ήμαστε γύρω έτσι με τον Γέροντα, λέει: «Άντε εσύ, πήγαινε εσύ, πηγαίνετε στα δωματιά σας· έλα ‘δω, πατερ- Ιωάννη». Ανεβαίνει, πήγαινε στο δωμάτιό του.
-Γέροντα, λέει, η ψυχή μου κλαίει,κλαίει, κλαίει σαν μικρό παιδί.
-Γιατί, παιδί μου, η ψυχή σου κλαίει;
-Διότι, λέει, δεν ανέπαυσα τον Γέροντά μου.
-Ε, πού καταλαμβάνεις ότι δεν ανέπαυσες τον Γέροντα;
-Να, λέει, έτσι στην υπακοή.
-Άκουσε, παιδί μου. Εκεί που γκρέμισες, εκεί να διορθώσεις. Εχαλάρωσες το “νά ‘ναι ευλογημένο”, την ταπείνωση και την αυταπάρνηση στον Γέροντα. Μη ζητάς τώρα με την ευχή ή με την Θεία Μετάληψη, πάτερ μιου, να διορθώσεις το λάθος σου. Εκεί έσφαλες, εκεί να βάλεις μετάνοια, εκεί να διορθώσεις.
Ο αββάς Παμβώ, όταν ήταν κοσμικός, πήγε και κλέψανε σύκα από άλλο γειτονικό αμπέλι. Και όταν τους πήρε μυρωδιά ο δραγάτης, τό ‘βαλαν στα ποδάρια να φύγουν, Αλλά από το μαντήλι που είχε τα σύκα, τού ‘πεσε ένα σύκο κάτω και να μην το χάσει, πήγε και τό ‘φαγε. Και λέει ο ίδιος: «Όποτε θυμάμαι αυτό το σύκο, κάθομαι και κλαίω». Κάθομαι και κλαίω… Αυτό το σύκο…
Έτσι κι εγώ, να πούμε. Όταν θυμάμαι αυτήν την παρακοή που έκανα στον Γέροντα, ως άλλος απόστολος Πέτρος, κάθομαι και κλαίω. Γιατί να κάνω αυτήν την παρακοή, να μην την κάνω υπακοή να κερδίσω;
Ένα πράγμα, άμα σε κεντάει η συνείδησή σου, πήγαινε και βάλε μετάνοια: «Αδερφέ μου, ευλόγησον, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, έσφαλα». Αυτό διορθώνει το λάθος σου. Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου. Άνθρωποι είμεθα, ένας στον άλλον φταίει. Ή σου είπε έναν λόγο είτε δεν έκανε εκείνο το οποίο είπες, και οπότε κατόπιν η συνείδηση έρχεται ελέγχουσα. Μην την παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου και πες το “ευλόγησον” εις τον αδελφό ή εις τον Γέροντα.
Εκκλησία
Πήγαμε εκεί, ήρθε ο Ιβηρίτης, ο Πρωτεπιστάτης. Μας κέρασαν, τέλος πάντων. Λέει: Πάτερ, τι θα κάνουμε με τον Πατριάρχη; Λέω: Γέροντα, το χώρισμα, το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος. Γέροντα, λέω, εγώ δεν παρακολουθώ τέτοια πράγματα, κοιτάω το κομποσχοινάκι μου, να πω την αλήθεια. Τι κάνουν οι Εκκλησίες, η Κοινότης, άλλοι μου τα λένε, ούτε ερευνώ να μάθω. Λέω: Γέροντα, είδες τι έκαναν οι Ρώσοι; Παρέδωσαν τα μυστήρια στους καθολικούς και οι καθολικοί στους Ρώσους. Η Εκκλησία τι τους έκανε, τους έδιωξε; Όχι. Υπομονή. Τώρα οι Ρώσοι, να με συγχωρέσετε, σφάλμα έχουνε κάνει. Έτσι κυβερνάται η Εκκλησία. Ναι, η Εκκλησία είναι Εκκλησία! Σε χωρίζω, ναι, αλλά να γίνει η ένωση δύσκολα είναι.
Ανέκαθεν, πάτερ, η Εκκλησία είναι Μάνα και κάνει και επιείκεια, κάνει και συγκατάβαση, κάνει και πως δεν βλέπει, κάνει πως δεν ακούει, να μη γίνει σχίσμα! Όχι. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που πήγε εξορία, οι άλλοι Δεσποτάδες ρωτούσαν. Όχι, λέει να συλλειτουργήσετε, να μη γίνει σχίσμα, προς Θεού!
Θεία Χάρις
Η θεία χάρις μία είναι, αλλά κατά το μέτρον του καθενός εμφανίζεται, εργάζεται, οράται, ναι, οράται! Αχ, και πόσον σκιρτάει μέσα σου όταν βλέπεις, όταν αισθάνεσαι αυτήν την θεία χάρη! «Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6)
Ω! χάρις, χάρις! Έλα και σε μας, έλα γρήγορα, έλα. Πόσον αλλάζει ο άνθρωπος, πώς μεταβάλλεται, πώς γίνεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος όταν τον επισκιάσει η θεία χάρις! Αυτή η θεία χάρις έκανε τους μάρτυρας όχι μόνον να μην αισθάνονται τους πόνους του μαρτυρίου των, αλλά και να χαίρονται που μαρτυρούν διά τον Χριστόν. «Ένεκα Σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. 43, 23). Άλλο να αισθάνεσαι και άλλο να διαβάζεις ή να ομιλείς περί θείας χάριτος.
Αυτή η θεία χάρις έκανε τον Μοτοβίλωφ, τον μαθητή του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Αγίου από την υπερβολική λάμψη αυτού. Να αναφέρω και άλλο; Διατί οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ατενίσουν, να ίδουν το πρόσωπον του προφήτου Μωϋσέως, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τας δύο θεοχαράκτους πλάκας του γραπτού Νόμου, και ηναγκάσθη ο Προφήτης να το σκεπάσει;
Υπάρχουν πολλά που ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε. Πολλές φορές απορούσα, πώς οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.
Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα.
Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!
Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, τό ‘φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε. Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς υπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει, νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4,17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, να, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.
Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: «Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μα, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις , αδελφέ μου.
Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό λέω. Όπως ένα μυρμήγκι, όταν βρίσκει μια τροφή εκεί, και πηγαίνει, ειδοποιεί όλο το κοπάδι, ας το πούμε, κι έρχονται πολλά μυρμήγκια να φάνε αυτήν την τροφή. Όπως κι ο άγιος Χρυσόστομος λέει: «Ο μόσχος πολύς, η τράπεζα γέμει, μηδείς εξέλθει πεινών» (στον πανηγυρικό λόγο της Αναστάσεως αυτό). Έτσι κι εγώ, δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Δηλαδή, αυτό που βρήκα, έλα και συ, ελάτε να φάτε, εδώ έχει θησαυρό!
Όταν πλησιάζεις έναν άνθρωπο πνευματικό, παίρνεις. Παίρνεις.
Δηλαδή, η χάρις μεταδίδεται, και διά μέσου της προσευχής και εξ αποστάσεως μεταδίδεται η χάρις. Και, αν έχω καμιά καλή προσευχή, λέω, ο Γέροντας εύχεται για μένα εδώ κάτω, το λέω. Έτσι το αισθάνομαι κι εγώ.
Η χάρις έρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, να πούμε. Όταν εγώ, πάτερ, κοιμήθηκα, είδα μπροστά μου ένα εξαπτέρυγο -ή εξαπτέρυγο ήταν ή πολυόμματο, δεν γνωρίζω. Έτσι τούπ και το φίλησα. Όταν το είπα στον Γέροντα, λέει: «Όχι , παιδί μου, ότι ήτανε πολυόμματο, εξαπτέρυγο απάνω στον Ουρανό. Η Χάρις έρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο».
Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί Θεός εν τω συσσεισμώ», κι έπειτα «πυρ, και ουκ ην ο Θεός εν τω πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ην ο Θεός» (Γ’ Βασ. 19, 11-12). Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει. Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος. Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα, Τη νύχτα το απολαμβάνει.
Όταν έρθει η χάρις ξεχνάς και τις θλίψεις και τα βάσανα, χαλάλι να γίνουν όλα. Όταν έρθει η λύπη, ξεχνάς τη χάρη και λες, αμάν, ο Θεός μ’ εγκατέλειψε, ούτε να προσευχηθώ τίποτε, πάει, ο Θεός μ’ εγκατέλειψε, , τρόπον τινά, μ’ έχει για την κόλαση. Όταν γυρίσεις απ’ την άλλη πλευρά, ξεχνάς τα πρώτα· γυρίζεις στα πρώτα, ξεχνάς τα δεύτερα. Έτσι είναι. Ε, αυτό, γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση. «Ουχί εγώ, αλλά η χάρις η συν εμοί», όπως έλεγε και ο Απόστολος (Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση.
Πολλές φορές πήγα μέσα στην εκκλησία, στο Ιερό, εδώ είναι ο Θεός. Σε πληροφορεί, να πούμε. Πολλές φορές που λειτουργούσε ο Γέροντας, εγώ δεν λειτουργούσα: ε, ή αυτός ή εγώ. Όλη η εκκλησία ήταν βουτηγμένη σε γλυγύτητα, στο μέλι, να πούμε. Ο Γέροντας λειτουργούσε κι εγώ αισθανόμουνα τη χάρη.
Όταν είχα το έκζεμα στη δράση του, να πούμε, δεν μπορούσα να καθίσω όπως κάθομαι τώρα, ξαπλωμένος όπως κοιμάται κανένας. Αν ήταν χειμώνας, είχα το πάπλωμα από πάνω κι έκανα ακολουθία. Να καθίσω έτσι δεν μπορούσα, όρθιος δεν μπορούσα να καθίσω. Έτσι και αυτό έδωσε και μία νύξη, άφησα τη Λειτουργία, δεν μπορώ, πονάω, πονάω πολύ.
Ξαπλωμένος λοιπόν όπως ήμουνα και σκεπασμένος με το πάπλωμα, μου έρχεται μια χαρά μέσα μου, πολλή χαρά, ποτέ στη ζωή μου δηλαδή, και σ’ αυτή την χάρη, δεν έχω αισθανθεί τόση πολλή χαρά. Η χαρά μεγάλωσε, μεγάλωσε κι ένα φως μέσα μου κι ένα φως απ’ έξω, γίνηκα κι εγώ ένα σαν φως όλο.
Παναγία μου, θα δω κάναν άγγελο τώρα, μήπως δω την Παναγία, καμιά θεοφάνεια θα δω τώρα, λέω, τόση χαρά.
Μετά, έτσι, λίγο-λίγο ταπεινώθηκε κι έσβησε. Ε, τέλειωσε αυτό και με πήρε ο ύπνος. Με πήρε ο ύπνος και βλέπω ότι θα γινόταν παρέλαση της βασιλικής οικογενείας. Καθόμουνα σ’ ένα θεωρείο και βλέπω λοιπόν, περνούσαν τ’ αυτοκίνητα ανοιχτά και κάθε πρίγκηπας είχε την οικογένειά του. Ε, λέω εγώ, φτωχόπαιδο, ερημίτης καλόγηρος, ν’ αξιωθώ να δω αυτά τα πράγματα!
Και περνούσαν, πέρασαν τρεις-τέσσερις οικογένειες, έπειτα έγινε ένα φως υπό τον ουρανό και λέει: Έρχεται ο Βασιλεύς τώρα. Μ’ αυτό ξύπνησα. Α, λέω, τον Βασιλέα δεν τον είδα! Τους πρίγκηπας τους είδα, αλλά οι πρίγκηπες μπροστά στον Βασιλέα δεν είναι τίποτες.
Ο γερο-Ιωσήφ μας έλεγε ότι, αν πάτε σ’ ένα σπίτι και έχετε πνευματική κατάσταση, μπορείτε να προσανατολισθείτε τι πνεύμα κυκλοφορεί στο σπίτι αυτό. Αν π.χ. υπάρχει πνεύμα αρπαγής ή ψεύδους ή χρημάτων κλπ. Αυτά που μας έλεγε εν μέρει τα καταλαβαίναμε. Τι εννοεί τώρα ο Γέροντας, να πας σ’ ένα σπίτι και να καταλάβεις τι πνεύμα κυκλοφορεί; Όχι απίστευτο σου φαίνεται, αλλά και παράλογο ακόμη. Και όμως έτσι είναι.
Είχα πάει μία ημέρα να λειτουργήσω στον γερο-Ιωσήφ. Μόλις μπήκα εις το κελλί του, λέω αμέσως: «Γέροντα, τι συμβαίνει εδώ μέσα;» «Τι είναι;» μου λέει. «Κάτι σαν να μου επιβάλλει σιωπή, Γέροντα». Αμέσως στην ψυχή μου δημιουργήθηκε τέτοια αίσθησις· σαν να ειδοποιήθηκε, τρόπον τινά, ότι εδώ μέσα υπάρχει σιωπή.
«Να σου ειπώ», λέει ο γερο-Ιωσήφ. «Τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, το Σάββατο θα λειτουργήσουμε· θα κοινωνήσουμε· θα φάμε και θα ομιλήσουμε με τον π. Αρσένιο μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Την Κυριακή βράδυ θα βάλουμε μετάνοια. Όλην την εβδομάδα κατόπιν δεν θα ομιλήσουμε. Μόνον με τα νοήματα συνεννοούμεθα. Θα έρθεις το Σάββατο εσύ, να κοινωνήσουμε, και τότε θα ομιλήσουμε κ.ο.κ.»
Τότε λοιπόν κατάλαβα, από την ιδική μου πείρα πλέον, εκείνα που μας έλεγε ο γερο-Ιωσήφ.
Πόσο, μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς! Όλος χαρά, όλος αγάπη, όλος ειρήνη, όλος γαλήνη, όλος αγαλλίαση, όλος σκιρτήματα. Μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς!
Η χάρις διατηρείται με την ταπείνωση και την ευχαριστία εις τον Θεό.
Η ταπείνωσις ότι «εγώ δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός Σου, ποίησόν με ως ένα εκ των δούλων σου» (Λουκ. 15,19).
Είναι όντως λυπηρό, ότι τον μέγα θησαυρόν που πήραμε στο άγιο βάπτισμα, δηλαδή την υιοθεσίαν, και κατέχουμε αυτόν, κατά τον Απόστολον (Β’ Κορ. 4,7), εν οστρακίνοις σκεύεσι, αγνοούμε. Και γι’ αυτό εύκολα ραθυμούμε, εύκολα αδιαφορούμε, εύκολα καταφρονούμε, και μ’ ένα λόγο εύκολα πίπτομεν.
Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος έλαβε την χάρη και απέθανε με αυτήν.
Μακαριότερος είναι εκείνος, ο οποίος έζησε και την ηύξησε, την εμαγάλωσε και έπειτα εκοιμήθη.
Είδα ένα όνειρο ότι πήγα στο χωριό μου, εκεί που γεννήθηκα. Και δεν πήγα στο πατρικό μου σπίτι, αλλά πήγα στην εκκλησία. Μπήκα στην εκκλησία, προχώρησα και μπήκα στο Ιερό. Εκεί είδα την κολυμβήθρα, εκεί που βαπτίσθηκα, εκεί που ήρθε η χάρις. Γονάτισα, την αγκάλιασα, τη φίλησα, τη φίλησα, τη φίλησα με πολλά δάκρυα.
Περί ιερωσύνης
Όταν λειτουργάς, νά ‘χεις υπόψη σου ότι είσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες, παρακλήσεις και τ’ αναφέρεις επάνω εις το θρόνο της θεότητος. Και μεταφέρεις κατόπιν στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας. Μεγάλο αξίωμα σ’ έχει αξιώσει, παιδί μου, ο Θεός. Να το καλλιεργήσεις. Το αυτί του Θεού είναι στο στόμα του ιερέως.
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι. Το πετραχήλι είναι ο διαλλάκτης του πεπτωκότος ανθρώπου με τον Πατέρα, με τον Δημιουργό του. Γι’ αυτό όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις. ΄΄Οσο μπορείς περισσότερα.
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοί παπάδες, άλλά ένας παπάς γύριζε και μάζευε ονόματα και τα μνημόνευε στη Λειτουργία. Και είπε ο καϊμακάκης, ο Τούρκος αστυνομικός: «Βρε, αυτός εγείρει τον κόσμο σε επανάσταση». Τον πιάνει και τον βάζει μέσα. Και στον ύπνο του φανερώνονται όλοι αυτοί που μνημόνευε και λένε: «Άκουσε, ή βγάζεις τον παπά έξω, διότι αυτός μας μνημονεύει και μας παρηγορεί, ή θα σου πάρουμε το πρώτο παιδί». Κι ο Τούρκος φοβήθηκε. Επί Τουρκοκρατίας. «Άντε, παπά, πάνε στο καλό», λέει, «πάνε, εγώ θα χάσω το παιδί μου;»
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
Ναι, εμένα παλιά μού ‘δωσε ο π, Αρσένιος, ο παραδερφός του γερο-Ιωσήφ, κάτι ονόματα απ’ ‘οταν ήταν μετανάστης απ’ τη Ρωσία και ήρθε στην Ελλάδα. Κι εγώ τα μνημόνευα. Κι έπειτα μου λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τι είδα; Είδα στον ύπνο μου ότι αυτά τα ονόματα που σού ‘δωσα, πήγα στο ένα σπίτι. Λέω, πώς τα περνάς εδώ; Ε, λέει, λιγάκι , καλά, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ και μας παρηγορεί». Είναι που του μνημόνευα τα ονόματα. Ναι. Έπειτα ο άλλος: «Εσύ πώς τα περνάς;» «Ναί, έτσι κι έτσι, αλλά πέφτει λιγάκι βροχή και κρυώνω, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ, λέει, και μας παρηγορεί». Λέω: «Είναι, αδερφέ μου, τα όνόματα που μνημονεύω».
Ο παπα-Πλανάς γιατί αγίασε; Εμνημόνευε ολόκληρα χαρτιά, εμνημόνευε. Κι εγώ θυμήθηκα κάτι ονόματα και τα τοιχοκόλλησα στην Προσκομιδή. Εκεί εκ του προχείρου. Και στον ύπνο μου βλέπω, λοιπόν, ότι ήρθαν κάτι γέροι παλαιοί, με παλαιϊκά ρούχα, όπως άκουγα εγώ από την μητέρα του πατέρα μου. Λένε: «Εσύ, παιδί μου, μας έγραψες, αλλά ο Γέροντας, παιδί μου, δεν μας μνημονεύει».
-Έλα, λέω του Γέροντα, γιατί δεν τα μνημονεύεις;
-Δεν τα έβλεπα καθαρά, λέει.
-Γέροντα, αυτό κι αυτό είδα: ότι ο Γέροντας δεν μας μνημονεύει, λέει.
Κι από τότες έλαβα προθυμία να μνημονεύω όσα ονόματα περισσότερα. Όσα ονόματα περισσότερα, περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη: να ενώσεις τον άνθρωπο με τον Θεό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη. Και μπορείς να το κάνεις. Όσα, παιδί μου, περισσότερα ονόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Ναι.
Ένας ιερομόναχος: Και για τα δάκρυα που είπατε; Πώς μπορεί κανείς, έτσι, νά ‘χει δάκρυα στην ώρα της Θ. Λειτουργίας;
Γέροντας: Να σου πω, εγώ τώρα έχω κάναν χρόνο που σταμάτησα, διότι δεν βλέπω, αλλά όλην την ημέρα προπαρασκευαζόμουνα για τη Θ.Λειτουργία. Να μην περιορισθείς, παιδί μου, στις ευχές της Μεταλήψεως. Διότι τη Μετάληψη τη διαβάζει και ο λαϊκός, κι ο παπάς, κι ο δεσπότης, κι ο πατριάρχης. Αλλά δεν είναι όλοι ένα. Ο κόσμος τα παραλαμβάνει έτοιμα τα Δώρα. Ενώ ο παπάς είναι χασάπης. Θυσιάζει τον Χριστό και Τον μεταδίδει κατόπιν στο πλήρωμα του λαού. Έχει μεγάλη διαφορά, δεν είναι το ίδιο. Γι’ αυτό, παιδί μου, αν θέλεις νά ‘χεις κατάσταση, μην περιορίζεσαι στις ευχές της Μεταλήψεως. Γιατί εσύ είσαι χασάπης. Σφάζεις και θυσιάζεις. Ενώ ο άλλος τον παίρνει έτοιμο τον άγιο Άρτο. Γι’ αυτό όλη την ημέρα να παρακαλάς την Παναγία, που έχεις κοντά: «Παναγία μου, αξίωσέ με να δω τι θυσιάζω, τι υπούργημα μού ‘δωσε ο Θεός. Να το αισθανθώ». Και θα σου το δώσει η Παναγία. Ναι. Άμα λειτούργησες και δεν δάκρυσες, είσαι λιγάκι… υπό μέμψιν, είσαι υπό κατάκρισιν.
Ιερομόναχος: Στενοχωριέμαι κι εγώ.
Γέροντας: Ναι. Άμα, όμως, κλάψεις στη Λειτουργία, θα καταλάβεις ότι λειτούργησες, ότι έφαγες κρέας πνευματικό, να πούμε. Αν, όμως, δεν έκλαψες είτε στην προσευχή σου, είτε στη Λειτουργία, είναι σαν να έφαγες νερόβραστο. Αν, όμως, κλάψεις, θα καταλάβεις ότι έφαγες πνευματικό κρέας.
Ιερομόναχος: Γέροντα, κανείς προσπαθεί να προετοιμάζεται όσο μπορεί, όμως βλέπει ότι ο εχθρός δεν κάθεται, δηλαδή φέρνει λογισμούς πολλές φορές αισχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τι κάνει, ας πούμε, τι πρέπει, πώς να τους αντιμετωπίσει;
Γέροντας: Άκουσε να δεις, άνθρωποι είμεθα. Ε, άνθρωποι είμεθα, δεν είμεθα άγγελοι. Φέρνει και λογισμούς αισχρούς, φέρνει και λογισμούς υπερηφανείας, φέρνει και λογισμούς κατακρίσεως, όλα. Εμείς θ’αγωνιζόμαστε.
Άλλη φορά ήρθε κάποιος εδώ πέρα και με την ομιλία προβήκαμε σε κατάκριση. Έπειτα πάω να λειτουργήσω και δεν μπορώ να πω τις ευχές. Βρε, τι έκανα; λέω. Μπρος! Ήρθε ο τάδε γείτονας και κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες και το αυτό. Απάνω στη Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Έσφαλα, Θεέ μου. Για ποιον είναι το “έσφαλα”, Θεέ μου; Υπάρχει και για μένα συγχωρητική ευχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, ευλόγησον». Και στο τέλος ειρήνευσα και λέω: «Αμα θέλεις άλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα είναι, μεγάλο κακό είναι η κατάκρισις. Ε, ως άνθρωποι θα σφάλλουμε, παιδί μου. Αλλά τι; Και η εξομολόγησις είναι μυστήριο, παιδί μου.
Εγώ μόνο το Γυμνάσιο έβγαλα, δεν πήγα παραπάνω. Κι έγραψα όλους τους συμμαθητάς μου, όλους τους καθηγητάς μου, τους δασκάλους από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Και όταν τα μνημονεύω, πόση χαρά λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρά λαμβάνω; Διότι μνημονεύω εκείνους, οι οποίοι με έκαναν άνθρωπο καλό. Τώρα, επειδή έχω ένα χρόνο που δεν πάω στη Λειτουργία, γιατί δεν ακούω, και θέλω να μνημονεύσω πάλι εκείνα τα ονόματα, και λίγο-λίγο πάλι τα θυμάμαι, αυτοί οι άνθρωποι ωφελούνται. Γι’ αυτό, παιδάκι μου, θέλεις να σωθεί η ψυχή σου δωρεάν; Όσα μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
Μεγάλη παρρησία έχει το πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι’ αυτό , παιδάκι μου, θες ν’ αποκτήσεις κατάσταση; Άμα λειτουργήσεις και δεν κλάψεις, κάπου έπταισες, κάπου έκανες λάθος. Εγώ όλη την ημέρα προπαρασκεύαζα τον εαυτό μου για την ώρα της Λειτουργίας. Κι όταν έμπαινα στη Λειτουργία, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ναι! Πολλές φορές δηλαδή είδα και απάνω στην αγία Τράπεζα σώμα νεκρό, να πούμε, σαν σε έκσταση, σώμα νεκρό.
Ιερομόναχος: Εγώ, Γέροντα, ήμουνα είκοσι χρόνια απλός μοναχός. Και είναι αλήθεια, όταν έγινα παπάς, μετά δυσκολεύτηκα, δεν μπορούσα να συνηθίσω ότι ήμουνα ιερεύς. Και από την άλλη μέρα που έγινα παπάς με πολέμησε ο διάβολος με λογισμούς, με αγωνία, με φόβο, με αυτά, με πάλεψε πολύ με αυτά.
Γέροντας: Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός. Τη δουλειά του, αλλά κι εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί εις την Παναγία, να παρακαλάς την Παναγία, παιδί μου, διότι όλοι οι Άγιοι παρακάλεσαν την Παναγία. Δεν δίνεται ένα χάρισμα από τον Θεό εις τον άνθρωπο, ει μη διά μέσου της Παναγίας. Η Παναγία μοιράζει τα χαρίσματα στον κόσμο, η Παναγία τα μοιράζει.
Ιερομόναχος: Κι έτσι εθαύμασα. Λέω, πως ο διάβολος ούτε τη Θ. Λειτουργία δεν φοβάται, με τους λογισμούς του, με αισχρά, με το ένα, με το άλλο.
Γέροντας: Δεν λείπουν, παιδί μου, αυτά τα πράγματα. Δεν λείπουν.
Ιερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται…
Γέροντας: Περιφρόνηση. Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός, παιδί μου, τη δουλειά του κάνει. Αλλά εμείς τη δουλειά μας, τη δουλειά μας.
Αποταγή
Όταν πήρα τον πρώτο ζήλο να γίνω κι εγώ καλόγερος, τον εφανέρωσα σε κάτι άλλους. Και ένας ήτανε σωφέρ, μου λέει:
-Άκουσε, Ευάγγελε (με λέγανε κοσμικά), εγώ θα περάσω, λέει, με τ’ αυτοκίνητό μου να πάω στα τάδε χωριά και περίπου κατ’ αυτήν την ώρα, τη σημερινή την αγιορείτικη, περίπου πέντε-έξι το μεσημέρι, θα περάσω, να είσαι εκεί, να σε πάρω να πάμε στο μοναστήρι.
-Εντάξει.
Πήρα κι’ εγώ μια μπλούζα, κοσμικό παιδί, κάτι τέτοιο, και πήγα και κάθισα σ’ ένα βραχάκι και έβλεπα μακριά το δρόμο. Προτού νά ‘ρθει η ορισμένη ώρα, σηκώθηκα κι έφυγα. Όταν ήρθε η ώρα, λέει, ήθελαν να τον πιάσουν, άλλά «ούπω ήκει η ώρα Αυτού» (Ιω. 8,20). Όταν ήρθε η ώρα, ούτε πατέρα ούτε μητέρα λογάριασα, σηκώθηκα κι έφυγα. Αν δεν στάξει απάνω, πώς να το πει κανένας, απρόκοφτος καλόγερος θά ‘σαι. Θέλει να στάξει μέσα στην ψυχή· αυτός ο θείος έρως όταν σού ‘ρθει, ούτε μένα θα ρωτάς ούτε θα λογαριάζεις, να πούμε, και θα πας με μεγάλη προθυμία.
Ρώτησα παλαιούς Γεροντάδες εγώ: «Τι είδατε;» «Όταν ήρθαμε στο Άγιον Όρος είχαμε φωτιά σαν τον Άθωνα και τώρα έχει μείνει ένα λεπτόκαρο». Εάν εσύ έρχεσαι μ’ ένα λεπτόκαρο, αύριο τι θα γίνει;
Γι’ αυτό κι ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αυτό λέει: Μακάριος εκείνος ο οποίος διατήρησε τον πρώτο ζήλο, έτσι που πήγε στο μοναστήρι, μέχρι τέλος της ζωής του, λέει. Αυτόν τον πρώτο ζήλο. Μακαριότερος εκείνος ο οποίος τον ηύξησε, να πούμε. Μακάριος εκείνος που τον ηύξησε.
Έρχονται πολλοί και με ρωτούν: «Λέτε να γίνω καλόγερος;» Κι εγώ να προσευχηθώ και να πάρω πληροφορία, δεν θα στο πω εσένα. Όχι. Το μόνο εγώ που μπορώ να προσευχηθώ, εσύ, να πούμε, να διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Όχι να στο πω. Γιατί αύριο-μεθαύριο δεν ξέρω τι θα γίνει. Έπειτα έχω ν’ ακούσω καμιά ευχή ανάποδη, ότι ο παπα-Εφραίμ με πήρε στο λαιμό του! Δεν στο λέω. Εσύ ο ίδιος θα διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Να, είναι η Γοργοϋπήκοος, είναι των Ιβήρων που είναι θαυματουργές εικόνες, εκεί να πας να κάνεις μια παράκληση και να σου ανοίξει Αυτή η Αγία που παρακαλάς, να πούμε, ποιο δρόμο εσύ θα διαλέξεις. Άλλως με τη φωτιά τη δική μου, πάτερ, εσύ θ’ ανάψεις; Όχι.
Πειρασμός
Το δαιμονικό, πώς να σας πω, προξενεί έτσι λιγάκι κρύο πράγμα, λιγάκι δισταγμό, να πούμε, λίγο αμφίβολο, δεν σε πληρώνει, δεν πληροφορείσαι να το κάνεις αυτό το πράγμα. Δεν πληροφορείσαι να το κάνεις. Έχει κάποιο δισταγμό, κάποια αμφιβολία μέσα σου, οπότε αυτό είναι δαιμονικό.
Πολλές φορές κι όταν λειτουργούσαμε, πάτερ, μη νομίσεις ότι είμαστε κι εμείς απείραχτοι απ΄τον πειρασμό· και λειτουργούντες έρχεται ο πειρασμός. Ε, ψάλλει άλλος απ’ έξω. Θυμώνεις: «Μα τι ψάλλεις έτσι αργά, λιγάκι γρήγορα, βρε παιδάκι μου». Πλησίασε ο άλλος (ο πειρασμός) τώρα.
Υπομονή
Αχ, τι να σας πω τώρα. Να σας πω και αυτό, καίτοι αυτό είναι ένα απόρρητο της ζωής μου, αλλά για την αγάπη σας, να πούμε, γιατί κι εσείς ανηψάκια μου είσαστε, θα σας το πω.
Το έκζεμα το οποίο έχω, αυτήν την πληγή που έχω στο ποδάρι, τό ‘χω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία, τότες περισσότερο επιδεινώθη το πράγμα. Καθήμενος στο κρεβάτι, το ονομάζω το “κρεβάτι του πόνου” εγώ. Διότι να καθίσω όπως καθόσαστε εσείς, δεν μπορώ. Θα καθίσω λίγο, δεν μπορώ, κατεβαίνουν τα αίματα και πονάει περισσότερο η πληγή, ενώ έτσι, τρόπον τινά, αν βάλεις κι ένα μαξιλάρι και σηκώσεις λιγάκι το ποδάρι πιο ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τα αίματα και ελαφρώνεται ο πόνος. Ε, τη νύχτα προσπαθώ έτσι να ελαφρώσω τον πόνο.
Αλλά καθήμενος εδώ μου δημιουργήθηκε και κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσθε αυτό, είναι το πλέον φρικωδέστερο, να πούμε. Διότι είναι… πολύ πόνο! Πώς να καθίσεις , βρε παιδί μου; Πώς να καθίσεις; Στο κρεβάτι κάθεσαι, Θα καθίσεις λίγο έτσι, θα καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι αριστερά. Υπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιά ο γλουτός εκεί σε πονάει, μετά από μισή ώρα σε πονάει, σε τσούζει, σε προειδοποιεί ότι θ’ ανοίξει πληγή. Γυρίζεις αριστερά. Πάλι μισή ώρα που κάθεσαι αριστερά, πάλι σε τσούζει, σε πονάει, σε ειδοποιεί ότι θ’ ανοίξει πληγή. Μα εδώ θ’ ανοίξει πληγή, δεξιά θ’ ανοίξει πληγή, αριστερά θ’ ανοίξει πληγή, έτσι ανάσκελα που κάθεσαι πάλι πληγή προμηνύει· ε, τότες εγώ πώς να καθίσω; Δοκίμασα να καθίσω μπρούμυτα, μα μπρούμητα μπορείς να καθήσεις;
Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή, εωσότου μια φορά δεν άντεξα κι έπεσα σε απόγνωση! Μόνο που το σκέπτεσαι, η απόγνωση είναι φρίκη, είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης, να πούμε. Σαν να έχω τώρα τούτα εδώ, πώς να περπατήσω, να πηδήξω να βγω απ’ έξω, πώς να το κάνω να φύγω, πώς να βγω; Με κράτησε έξι έως εφτά λεπτά.
Μέσα στον πόνο, μέσα στην απόγνωση, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουνα, στη συνοδεία μου δεν έλεγα τίποτες. Μια λεπτή φωνή άκουσα, σαν αύρα λεπτή, να πούμε, ότι: «Έτσι σε θέλει ο Θεός». Με αυτό έτσι σαν να πήρα μια βαθιά αναπνοή· ε, νάναι ευλογημένο, αφού με θέλει ο Θεός, νά ‘ναι ευλογημένο· μα δώσ’ μου και υπομονή, γιατί δεν αντέχω εγώ τώρα.
Τι να κάνω, να βγω έξω να κάνω εγχείρηση; Όλοι σου λένε, εγχείρηση να κάνεις, εγχείρηση να κάνεις. Πώς να βγω όμως; Εδώ θα μπω στο αυτοκίνητο, θα πάω, αλλά και στο αυτοκίνητο δεν σε τραντάζει; Σηκώνομαι απελπισμένος έτσι και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας, και το καντηλάκι της Παναγίας κι αυτό θαυματουργό είναι· πήρα λίγο βαμβάκι κι έρχομαι στο δωμάτιο, αλοίβω το μέρος που είναι η κύστη κόκκυγος και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα πάλι, την τρίτη μέρα άφαντα γινήκαν όλα. Εθαυματούργησε η Παναγία! Τώρα κάθομαι ώρες ολόκληρες, δεν με πονάει ούτε γλουτός ούτε κύστη κόκκυγος.
Και είναι σαν μια βεβαίωση, να πούμε, αυτά τα βιβλία του Γέροντος Ιωσήφ που λεν -και το πρώτο και το δικό σας και του Φιλοθεΐτη- υπομονή στας θλίψεις. Υπομονή. Σ’ όλο το βιβλίο αναπτύσσεται, να πούμε, το ρητό «υπομονή στας θλίψεις». Και το παίρνει ο Γέροντάς σας και ο άλλος ο Ηγούμενος και το αναπτύσσει σε διάφορες λεπτομέρειες.
Ναι, αλλά η Σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν τη βλέπουμε. Τότες τη βλέπουμε, όταν πρόκειται να πέσουμε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Όταν πρόκειται να πέσουμε, τότες βλέπουμε τη Σκέπη της Παναγίας που μας απαλλάσσει από το να πέσουμε σ’ αυτήν την καταβόθρα, να πούμε.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά το κυριότερο όταν εσταμάτησε, την τρίτη μέρα που έφυγαν οι πόνοι όλοι, μια χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου, σαν μια πληροφορία ότι ο Θεός από την πολλή Του αγάπη, την άμετρο αγάπη Του, την φανέρωσε στο να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να ευχαριστώ, να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό που μού ‘δωσε την πληγή. Ως δείγμα της αγάπης Του μου ‘δωσε την πληγή αυτή στο ποδάρι. Δεν χόρταινα, μέρα-νύχτα χαιρόμουνα και δοξολογούσα: «Η αγάπη Σου η μεγάλη σ’ αυτό φανερώθηκε· μα πώς να Σε δοξολογήσω, μα πώς να Σ’ ευχαριστήσω, μα πώς να πω. Η αγάπη Σου εμένα τον ελεεινό, την βρώμα, ο Θεός ο άπειρος, το Αιώνιον, το Ατελεύτητον, εμένα αγάπησες; Μα τι είδες σε μένανε; Δοξάζω την Δόξα, δοξάζω το Ελεήμον, το Οικτίρμον», έλεγα, τώρα δεν μπορώ να πω τέτοια ώρα, δεν μπορώ να πω όπως έλεγα τότες. Τρεις μέρες, μετά από τρεις μέρες σταμάτησε.
Γι’ αυτό καλά είναι οι θλίψεις, καλά είναι τα βάσανα, καλά είναι οι στενοχώριες, ξέρει ο Θεός γιατί τις δίνει. Γιατί έτσι περισσότερο πλησιάζουμε στον Θεό, με τις θλίψεις, με τα βάσανα. «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν Σου», λέει (Ησ. 26,16). Με τις θλίψεις πλησιάζουμε. Ο Θεός μας αφαιρεί τις θλίψεις; «Ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιον», λέει. Έτσι είναι.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται, να μην έρχεται σε απόγνωση για τη μια αποτυχία. Διότι δεν γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Όταν το γνωρίσεις το θέλημα του Θεού, κάνεις υπομονή, αλλά το θέλημα του Θεού δεν είναι πάντοτε γλυκό, είναι και πικρό, είναι και πικρό! «Το ποτήριον, ου μη πίω αυτό;» λέει. «Δεν θα το πιω το ποτήρι, Πέτρο;» λέει. «Θα το πιω το ποτήρι», και τον ονόμασε και σατανά, «ύπαγε οπίσω μου, σατανά, το ποτήριον ο δέδωκε ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. 18,11). Έτσι είναι. Ναι, αλλά διά μέσου του Σταυρού ήρθε η Ανάστασις. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»· διά μέσου του Σταυρού.
Και ο άγιος Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ όχι στον πρότερό του βίο, που ήταν ελεήμων. οικτίρμων, που ήταν φιλόξενος, που ήταν της προσευχής άνθρωπος, όχι. Την υπομονή που έκανε στη μεγάλη δοκιμασία που του παρεχώρησε ο Θεός, στον πειρασμό, στην ασθένειά του. Η ασθένεια αυτή έκζεμα ήταν, όλο το σώμα του τό ‘ξυνε κι έβγαζε ιχώρα, πύον έβγαζε. Εκεί επαινεί περισσότερο ο άγιος Χρυσόστομος τον Ιώβ. Αλλά «την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε» (Ιακ. 5,11).
Εγώ σας έχω πει ότι κάποτε με πλησίασε μια Γερόντισσα εκεί και λέει:
-Θέλω να εξομολογηθώ.
-Μα εγώ δεν εξομολογώ τους καλογήρους, θα εξομολογήσω καλογριές;
-Όχι, θέλω να πω τον λογισμό μου, λέει.
-Ε, πες τον λογισμό σου.
Αφού είπε κι εκείνη τα βάσανά της -γιατί πάντα βάσανα θα σου πει, δεν θα σου πει χαρές- λέει: «Είδα σαν ένα όραμα, ότι πάνω σ’ ένα βουναλάκι καθόντουσαν οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και λέω:
-Οι Πατριάρχαι είσαστε;
-Ναι, λένε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.
-Νά ‘ρθω κι εγώ εκεί;
-Έλα.
-Από πού νά ‘ρθω;
-Να, από ΄κει, απ’ τον δρόμο.
-Δεν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Εκεί είναι, ψάξε να τον βρεις.
-Μα, δεν βλέπω δρόμο.
-Ψαξε, βρε ευλογημένη, ψάξε και θα τον βρεις.
-Μα, αυτός ο δρόμος είναι δεκαπέντε πόντους, πώς θα περάσω; Όλο αγριοπούρναρα και αγκάθια. Θα σχίσω τα φορέματά μου, θα ματώσω τα ποδάρια μου.
-Α, κι εμείς από ‘κει περάσαμε και ήρθαμε εδώ πάνω.»
Το πράγμα θέλει να πει ότι διά μέσου των θλίψεων, δια μέσου των στενοχωριών, διά μέσου του αίματος, ο άνθρωπος θ’ ανέβει στον ουρανό. Με αμεριμνία και με άνεση, με αυτοκίνητο δεν πάμε, πάτερ, στον Παράδεισο. Θα δώσεις αίμα, να πάρεις πνεύμα.
Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομά της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στο θρόνο της. «Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες».
Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη. Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο! Και η Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε. Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στο Σταυρό.
Απαλλαγή κανένας Άγιος δεν εζήτησε από τον Θεό. Υπομονή να χαρίσει. Αν κάνεις υπομονή θά ‘χεις και λιγάκι μισθό, αν θά ‘χεις απαλλαγή, δεν έχεις τίποτες, μισθό δεν έχεις.
Εγώ είχα μια ξαδέρφη, η οποία έπαθε το μυαλό της και υπέφερε, να πούμε. Περίπου μετά από είκοσι χρόνια πέθανε. Πιστεύσατέ με, την είδα μέσα στα τάγματα των αγγέλων· μαζί με τους αγγέλους υμνολογούσε την Αγία Τριάδα! Ακούτε; Λίγη υπομονή που έκανε στη λύπη, στη θλίψη. Δεν μπορούσε, είχε έτσι σαν μια παραλυσία και δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό της να περιποιηθεί. Και εν τούτοις όμως την υπομονή που έκανε σ’ αυτόν τον πειρασμό, που τον έδωσε ο Θεός βέβαια, και που την αξίωσε ο Θεός! Μέσα στα αγγελικά τάγματα, μέσα κι αυτή. Βρε, Βασιλική, λέω, τέτοια δόξα ηξιώθη! Υμνολογούσε μαζί με τους αγγέλους την Αγία Τριάδα.
Δάκρυα
Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ’ ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ’ άλλα ανώτερα δάκρυα.
Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται “καθαρτικά δάκρυα”, καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός των “καθαρτικών”, έρχονται άλλα δάκρυα “χαροποιά”. Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.
Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..
Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.
Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.
Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι…» -όπως λέει το τροπάριο: “Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας…”- και μού ‘δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.
Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ’ ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ’ ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ’ ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».
«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ’ ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι’ αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να… αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι…», πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.
Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι…» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μού δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.
Ταπείνωση
Εις τι θα μας ωφελήσει εμάς αν μάθουμε ότι η φωνή ήταν του Πατρός ή ο Θεός μιλεί δι’ αγγέλου για τό ‘να και τ’ άλλο. Εις τι θα μας ωφελήσει εις τον δρόμο της σωτηρίας μας, αν γνωρίζουμε αυτό; Εσύ μιλάς θεολογικά. Τι θα μας ωφελήσει; Τίποτε. Θα σε προσβάλω. Άφησες το δρόμο της ταπεινώσεως και πιάνεις υψηλά επίπεδα θεολογικά. Όχι. Άφησε αυτόν το δρόμο κι ακολούθησε το δρόμο της καλογερικής. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άφησε αυτόν το δρόμο της ερεύνης, διότι…
Ήρθε κάποιος στο σπίτι και λέει: «Πάτερ, το σώμα που μεταλαμβάνομε είναι το Σώμα του Χριστού, το είπανε λέει…» Λέω: «Πάτερ, δεν μπορούμε να θεολογήσουμε, διότι δεν είμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε, μήπως και πέσουμε σε κάνα δογματικό λάθος και θα το βρούμε εμπόδιο μετά το θάνατό μας».
Τέτοια δεν μας ωφελούν, πάτερ. Άφησε αυτόν το δρόμο και πάρε το δρόμο της υπακοής και άφησε τα υψηλά επίπεδα.
Αι θλίψεις γεννούν την ταπείνωση και η ταπείνωση έχει κατόπιν!! Συντρίβεται ο άνθρωπος, συντρίβεται ο άνθρωπος μέσα του.