ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΤΣΙΠΗ – ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ
Σ Μ Υ Ρ Ν Η
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Η Μικρά Ασία μέσα από τη Λογοτεχνία
Η Σμύρνη ήταν το κέντρο όλων των αναφορών στη Μικρά Ασία και σήμερα παραμένει η εστία όλων των χαμένων αξιών. Ένας μέγιστος εμπορικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης και κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών. Από τους 370.000 κατοίκους της πόλης, οι 165.000 ήταν Έλληνες.
Το ελληνικό στοιχείο, που ήταν διάσπαρτο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ανατολίας, μακροημέρευε κυρίως στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη. «Kαι, να σου πω, κατά τη γνώμη μου, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κ’ οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί ανθρώποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Tο λέω γιατί είμαι καλός Έλληνας… Aυτά και άλλα μου ‘λεγε ο μπαρμπέρης, κι εγώ κούναγα το κεφάλι μου μη ξέροντας τι ν’ αποκριθώ. M’ ένα μπαρμπέρη δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα στο λακριντί. Aνάθεμα την ώρα, είπε στο τέλος ο μπαρμπέρης».55 Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, ήξεραν όλοι να μιλούν ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει «η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας».
Η αστική έκταση της Σμύρνης διακρινόταν στον «Άνω Μαχαλά» και στον «Κάτω Μαχαλά».
Ο Άνω Μαχαλάς απλωνόταν στις παρυφές του όρους Πάγος και φιλοξενούσε τη συνοικία των Τούρκων, των Εβραίων και ελάχιστων Ελλήνων.
Τη διαδρομή προς τον Απάνω Μαχαλά την πληροφορούμαστε από τον Πολίτη διαβάζοντας για την εκδρομή των παιδιών του Χατζηφράγκου στο «ρημαγμένο φράγκικο κάστρο». «Ξεκινήσανε, δυο δυο στη γραμμή, καμιά εβδομηνταριά παιδιά. Το πρόγραμμα είτανε να περάσουν πρώτα από την εκκλησιά του Άι-Γιάννη του Απάνω Μαχαλά, κι έτσι, αφού διασχίσανε το κέντρο της Αρμενιάς βγήκανε στης χάβρας το σοκάκι, κι από τα παρασόκακα της Οβραιακής ανηφορίσανε στο μικρό απομονωμένο ρωμιομαχαλά, σφηνωμένο ανάμεσα στην Οβραιακή και τον Τουρκομαχαλά».56 Στον Κάτω Μαχαλά κατοικούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί. Μερικές από τις συνοικίες του Κάτω Μαχαλά ήταν η ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η αρμένικη του Αγίου Στεφάνου, τα Γυαλάδικα, η αγορά «Μεγάλες Ταβέρνες», ο Φραγκομαχαλάς, η συνοικία των Νοσοκομείων, η συνοικία του Φασουλά, η αριστοκρατική Μπέλα Βίστα, τα Σχοινάδικα, το Κερασοχώρι, η Πούντα με τους Ιταλούς και τους Μαλτέζους, τα Χιώτικα με τους οίκους ανοχής και οι λαϊκές συνοικίες του Αγίου Τρύφωνα, των Ταμπάκικων, των Μορτακιών και του Αγίου Κωνσταντίνου.
Στα προάστια της Σμύρνης βρίσκονταν το Κορδελιό, το Γκιόζ Τεπέ, το Κοκάργιαλί, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κουκλουτζάς, το Σεβντίκιοϊ και ο Μπουτζάς με τις επαύλεις του.
Ο Φραγκομαχαλάς Αρχικά, κατά τον 16ο ως τον 17ο αιώνα η περιοχή αποτελούσε ξεχωριστό προάστιο και ανήκε αποκλειστικά στην εκμετάλλευση των Φράγκων. Όταν αναφερόμαστε στους Φράγκους ή Λεβαντίνους, εννοούμε τους Ευρωπαίους έμπορους, Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, Ολλανδούς και Σουηδούς, οι οποίοι επωφελούμενοι από τις θεσμικές αλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα ευνοϊκές για το εμπόριο, εγκαταστάθηκαν έξω από τα παλιά τείχη της Σμύρνης. Έτσι συγκροτήθηκε ο Φραγκομαχαλάς, αρχικά σε άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα και το λιμάνι, ως συνοικία κατοίκησης και εμπορίου, γεμάτη καταστήματα, ξένα προξενεία και καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες. Χαρακτηριστικό της συνοικίας ήταν «οι βερχανέδες»57, διώροφα δηλαδή σπίτια με αποθήκη, εργαστήριο και ισόγειο μαγαζί, με τον πάνω όροφο να χρησιμεύει ως κατοικία.
Μετά τα έργα της προκυμαίας τον 19ο αιώνα, ο Φραγκομαχαλάς «κατακτήθηκε» από Έλληνες και Αρμένιους εμπόρους, με τους βερχανέδες των Φράγκων να περνούν στα χέρια τους και τους παλιούς ιδιοκτήτες τους να μετακινούνται προς τις συνοικίες της Μπέλλα Βίστα και της Πούντας. Έκτοτε οι βερχανέδες στέγασαν λέσχες, τυπογραφεία, ξενοδοχεία και εμπορικά γραφεία, ιδιοκτησίας Ελλήνων, Αρμενίων και ελάχιστων Μουσουλμάνων.
Ο Κοσμάς Πολίτης είχε περπατήσει πολλές φορές ο ίδιος στο Φραγκομαχαλά. Στο μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» ο αφηγητής παρακολουθεί τον παπα-Νικόλα και ξεναγεί τον αναγνώστη: (…) Άλλοτε, ο Φραγκομαχαλάς είταν αποκλειστικά φράγκικος μαχαλάς.
Τώρα είχε μονάχα τ’ όνομα. Βέβαια είταν δυο τρεις φραγκόκλησσες σ’ αυτό το δρόμο, αλλά τα σπίτια -λιγοστά- τα ραφεία και τα μαγαζιά, είταν ανάκατα ρωμαίικα και φράγκικα. Το ίδιο ανάκατοι ήταν κι αυτοί που κατοικούσανε στους μαχαλάδες (…) είχε κάμποσους φράγκους η πολιτεία. Μερικοί κατάγονταν από Ευρωπαίους, φαμίλες εγκατεστημένες πριν δυο και τρεις και τέσσερις γενεές. Οι άλλοι, οι πολλοί, είτανε Φραγκολεβαντίνοι. Είτε Αρμενοκαθολικοί, που είχανε αφαιρέσει από το όνομά τους την κλασική κατάληξη, είτε καθολικοί Ατζέμηδες, Σαμλήδες, Χαλεμπήδες. Είταν και αρκετοί από τα ελληνικά νησιά, Σύρο, Τήνο, Νάξο, Σαντορίνη, μα τους παραλαβαίνανε οι Φραγκοπαπάδες και οι Καπουτσίνοι, έτσι που καταντούσανε κι αυτοί λεβαντίνοι από την πρώτη κιόλας γενεά (…) όλοι αυτοί οι Φραγκολεβαντίνοι μιλούσανε αναμεταξύ τους ρωμαίικα.
Συμπαθητικοί άνθρωποι, ανοιχτόκαρδοι, λιγάκι γαλίφηδες, ούλου μουσιού και μαντάμ, μερσί και μπαρδόν. Αν τους ρωτούσες «τι είσαι;» αποκρίνονταν: «Κατολίκ».58 Ο Φραγκομαχαλάς ήταν η κεντρική αρτηρία της πόλης. «Μα εδώ από το Φραγκομαχαλά, περνούσε αναγκαστικά όλος ο κόσμος, όχι μονάχα οι φαντασμένοι κ’ οι φιγουράτοι. Είταν η κεντρική αρτηρία ανάμεσα στους μαχαλάδες και τα ταρσιά. Δευτερότριτοι συναφλήδες, μαγαζάτορες, εργατιά, μικροϋπάλληλοι, ένας κόσμος ανάκατος, λιγάκι αργοκίνητος μα πάντα κεφάτος κι ανοιχτόκαρδος, με το γκεβεζελίκι του στα χείλη. Τούρκος, σχεδόν κανένας, όπως και σε ολάκερη την κάτω πολιτεία. Ένα αδιάκοπο πάνε κι έλα στο Φραγκομαχαλά. Κι αν τύχαινε να περάση καμιά καρότσα, βροντολογώντας πάνω στο ντουσεμέ -βάρδα μπρος! βάρδα μπρος!- ο δρόμος είτανε τόσο στενός, που ο κόσμος κόλλαγε στα ντουβάρια, δεξιά, ζερβά, για να γλιτώσει. Κι αν τύχαινε να διασταυρωθούνε δυο καρότσες, έπρεπε να χωθείς μέσα σε κάποιο μαγαζί. Τώρα τελευταία είχανε κάνει την εμφάνισή τους και δυο τρεις καρότσες με λάστιχα τριγύρω στα καρούλια. Φαινότανε αφύσικο, κάτι σα μαγικό, να περνάνε αθόρυβα και ν’ ακούγονται τα πέταλα μονάχα, τάκα τάκα, πάνω στις μαλτεζόπετρες».59
Και βέβαια, δεν είναι μόνο ο Πολίτης που σαν πίνακα ζωγραφικής απλώνει μπροστά μας την πολύβουη συνοικία. Σχεδόν σε όλα τα έργα που αναφέρονται στη μεγάλη πολιτεία οι ήρωες περνούν από τους κεντρικούς δρόμους, στέκονται στα όμορφα μαγαζιά και κοιτάζουν τις βιτρίνες με όλου του κόσμου τα καλά, συναντούν πλήθος ανθρώπων και μιλούν με θαυμασμό για το άφθαστο μεγαλείο. Η σύγκριση αναπόφευκτη και πάντα υπέρ της «Γκιαούρ Ιζμίρ».
Αυτό διαπιστώνει ο ήρωας στο μυθιστόρημα του Σωκράτη Προκοπίου «Σαν ψέματα και σαν αλήθεια». «Στο Φραγκομαχαλά το βράδυ έκανε ο Αλέκος περίπατο. Νόμιζε πως πρώτη φορά έβλεπε τον αριστοκρατικό εκείνο δρόμο. Του φαινότανε στα νοσταλγικά του μάτια κάτι σαν φαντασμαγορικό, που άξιζε να διαθέση ώρες να το χορτάση. Οι ηλεκτροφωτισμένες και πλούσιες βιτρίνες, οι στολισμένες με τόσο λεπτό γούστο, των ωραίων καταστημάτων του «Μ π ο ν Μ α ρ σ έ», του «Σ α λ -ν τ ε- β ά ν τ», του Λαδοπούλου, του Σταμπαδοπούλου, του Σολάρι, του Σκούρου, του Συλλαΐδη, του Σίγγερ, του Μωραϊτίδη, του Μωραΐτη, του Ατζιτίρη, του Γεωργιάδη, του Ξενοπούλου, του Αγγλοΐστερν, του Ορόσδι-Μπακ, του Καλούμενου, του Δημητριάδη, του Κοκώνη, από το Φασουλά ίσαμε τα Γιαλάδικα, ήτανε για τον Αλέκο σαν πελώρια διαμάντια που τον τραβούσανε με την λάμψι και την ευμορφιά τους. Τις καμάρωνε μια μια σα να ήτανε δικές του. Το ίδιο έκανε, δηλαδή παραλόγιαζε με τις Σμυρνιές, που μπαίνανε και βγαίνανε σα φρεγάδες στα καταστήματα με τα κομψοπακεταρισμένα ψούνια τους, γελαστές, σκορπώντας γύρω ωραίες αστραφτερές ματιές και ευγενικά μύρα και αρώματα. Αυτός που δεν πρόσεχε άλλοτε παρά μόνο τα βιβλία του, κοίταζε τώρα με αθώα περιέργεια τα λούσα και τη χάρι και τις ομορφιές των γυναικών, κ’ εύρισκε πως ο Φραγκομαχαλάς με τις φερχανέδες του έχει πιότερο μεγαλείο από το Πέρα της Πόλης και πως η Σμύρνη νικά και την Οδησσό, και την Κωνστάντζα σ’ όλα τα πάντα».60
Όμως, είναι εξακριβωμένο από φωτογραφίες και μαρτυρίες, ότι πριν το 1922 σε πολλές πόλεις, ιδιαίτερα στην Ιωνία και στον Πόντο, οι δρόμοι με τα παζάρια, τα μαγαζιά τα ελληνικά, τις βιοτεχνίες και τις Τράπεζες παρουσίαζαν, τηρουμένων των αναλογιών παρόμοια κίνηση και μεγαλοπρέπεια. Η γειτνίαση με τη θάλασσα, η εύκολη πρόσβαση, η αγροτο-οικονομία του τόπου και οι εμπορικές συναλλαγές ήταν οι παράγοντες που συντελούσαν στην ανάπτυξη, στην ευημερία των κατοίκων και στην απεικόνισή της σε κτίρια και δρόμους.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, στις πόλεις και στα χωριά που υπήρχαν Έλληνες η παρουσία τους ήταν διακριτή, αλλά όχι τόσο έντονα. Οι Ρωμιοί κατοικούσαν στους δικούς τους μαχαλάδες, είχαν τις εκκλησιές και τα σχολεία τους, κρατούσαν το εμπόριο και την οικονομία του τόπου, αλλά ήταν η μειονότητα που δεν έπρεπε να προκαλεί τον Τούρκο αφέντη.
Τα Αρμένικα Η αρμενική συνοικία, η λεγόμενη Χαϊνότς στην αρμένικη γλώσσα (τόπος των Αρμενίων), ήταν μέρος του αστικού χώρου της πόλης. Βρισκόταν ανάμεσα στην τουρκική συνοικία και την ελληνική αλλά και δίπλα στην εβραϊκή.
Προς το τέλος του δρόμου των Μεγάλων Ταβερνών, ξεκινούσε η είσοδος της «Αρμενιάς», δηλ. της συνοικίας των Αρμενίων, η οποία έφτανε ως το σιδηροδρομικό σταθμό του Μπασμαχανέ και τη Γέφυρα των Καραβανιών, στον ποταμό Μέλητα.
Οι Αρμένιοι της Σμύρνης, είχαν δυναμική παρουσία στο εμπόριο. Ασχολούνταν παραδοσιακά με το εμπόριο του μεταξιού από την Περσία, γι’ αυτό και κατοικούσαν κοντά στη Γέφυρα των Καραβανιών, αλλά και είχαν εισχωρήσει σε αρκετά εμπορικά σινάφια της σμυρναίικης αγοράς, φτιάχνοντας τις δικές τους δυναστείες. Διέθεταν το «δικό» τους ναό, τον Άγιο Στέφανο και δικό τους νοσοκομείο, στο κέντρο της αρμένικης συνοικίας. Η Χαϊνότς φαίνεται πως, για ένα παράξενο λόγο, συνδέεται με την φωτιά. Κάηκε και ανοικοδομήθηκε δύο φορές, αλλά η τρίτη ήταν και η οριστική. Από αυτή τη συνοικία ξεκίνησε η πυρκαγιά το Σεπτέμβρη του 1922.
Ο Τουρκομαχαλάς Πίσω απ’ το Κονάκι (διοικητήριο) και ως τις παρυφές του Όρους Πάγου (Kadifekale) απλωνόταν η μεγάλη συνοικία των Τούρκων, ο δικός τους μαχαλάς. Η Σμύρνη πέρασε στα χέρια των Τούρκων από τις αρχές του 14ου αιώνα και στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1425. Έκτοτε, μετά από κάθε μεγάλη πολεμική σύρραξη (Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854, Ρωσοτουρκικό του 1877-78, Βαλκανικούς πολέμους), μουσουλμάνοι μετανάστευαν στη Σμύρνη, για να κατοικήσουν στη συνοικία kefe, μεταξύ δηλαδή του Πάγου, των παλαιότερων γειτονικών συνοικιών και των μουσουλμανικών νεκροταφείων. «(…) Μια γαλήνη ανατολίτικη βασίλευε σε τούτα τα σοκάκια(…)»61 Η μουσουλμανική θρησκεία παρέμενε το κυριότερο στοιχείο για να χαρακτηρισθούν οι διάφορες ομάδες, αλλά, με κριτήριο την προέλευση, ήταν Τούρκοι, Βόσνιοι, Τάταροι, Αλβανοί, Τσερκέζοι κ.α.
Στον Τουρκομαχαλά κατοικούσαν μουσουλμάνοι των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, εργάτες, αχθοφόροι, βαρκάρηδες, τεχνίτες κ.ο.κ. Ωστόσο στη Σμύρνη υπήρχαν και εύποροι Οθωμανοί. Ήταν μεγαλογαιοκτήμονες, στρατιωτικοί, ιδιοκτήτες χανιών και ορισμένοι απ’ αυτούς διατηρούσαν προνομιακή σχέση με την Υψηλή Πύλη. Λιγότεροι ήταν εκείνοι που ανήκαν στην ανερχόμενη μεσαία τάξη των εμπόρων και των μορφωμένων. Οι ευκατάστατοι Οθωμανοί για τόπο διαμονής επέλεγαν άλλες συνοικίες από τον Τουρκομαχαλά. Είτε την προκυμαία και τη Μπέλλα Βίστα, είτε και τα προάστια της Σμύρνης, όπως το Γκιοζ Τεπέ, τον Μπουτζά και τον Μπουρνόβα.
Η Οβριακή ή ο μαχαλάς των Εβραίων Μετά τα παζάρια, στο τέλος της οδού Kemeralti, ξεκινούσε της Χάβρας το σοκάκι. Εκεί βρισκόταν η παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία, η οποία συγκέντρωνε και το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού της Σμύρνης.
Οι Εβραίοι της Σμύρνης ήταν Σεφαραδίτες, Εβραίοι δηλαδή που εκδιώχθηκαν το 1492 από την Ιβηρική Χερσόνησο και απορροφήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην εβραϊκή συνοικία των παζαριών, οι Εβραίοι κατοικούσαν σε cortijos, σπίτια ισπανικής αρχιτεκτονικής προέλευσης, με κεντρική αυλή (patio), έχοντας γύρω της τα δωμάτια. Κατά τη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της πόλης, από το 19ο αιώνα και μέχρι την καταστροφή, στης Χάβρας το σοκάκι κατοικούσαν οι ασθενέστεροι οικονομικά Εβραίοι. Οι ευπορότεροι, αποζητώντας άνεση χώρου και λιγότερη πολυκοσμία, μετακόμιζαν στα αριστοκρατικά προάστια της Σμύρνης, όπως στο Καρατάσι (ή αλλιώς Μελαντία), στην Καραντίνα και στο Γκιοζ-Τεπέ.
Οι Εβραίοι παραδοσιακά ασχολούνταν με το εμπόριο, κυρίως υφασμάτων, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων. Διατηρούσαν καταστήματα στο Μεγάλο Παζάρι και σε άλλα σημεία, αλλά δεν κυριάρχησαν στο σμυρναίικο εμπορικό κόσμο.
Αν και από τα μέσα του 19ου αιώνα η εβραϊκή κοινότητα εξευρωπαΐσθηκε στα ήθη, οι σχέσεις της με τις υπόλοιπες κοινότητες ήταν τεταμένες. Εξαιτίας ίσως των θρησκευτικών συνηθειών στην ενδυμασία, στο φαγητό και γενικά στην καθημερινότητα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες εθνότητες. Στην πόλη υπήρχαν 9 συναγωγές γύρω από το σοκάκι της Χάβρας, εκ των οποίων τρεις διατηρούνται και σήμερα.
Η Προκυμαία Η προκυμαία της Σμύρνης –το διάσημο Και (Quais) κατά τον 19ο αι., λεωφόρος Κεμάλ Ατατούρκ σήμερα– αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα σημεία της πόλης και χωριζόταν σε δύο μέρη, το εμπορικό και το κοσμικό.
Στο εμπορικό τμήμα υπήρχαν «(…)οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο, έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι».62 Το κοσμικό είχε ως αφετηρία του το μικρό τελωνείο (Κουμερκάκι) και έφτανε ως το σιδηροδρομικό σταθμό της Πούντας. «Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς! Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά».63 Σχηματικά θα λέγαμε ότι η Προκυμαία ήταν το «θέατρο των επιχειρήσεων» της Σμύρνης, εκεί όπου γίνονταν οι καθημερινές συναθροίσεις των κατοίκων της σε όλες τις ώρες της ημέρας. «Από τα βαθιά χαράματα άκουγες τους σαλεπιτζήδες να φωνάζουν: Σαλεέπ… Σαλεέπ… Νόμιζες ότι άκουγες: Σε βλέεπ…Σε βλέεπ… Ύστερα οι κουλουρτζήδες με τα γκιουβρέκια και τα σιμίτια… Από τα ξημερώματα ξεχυνότανε ο κόσμος στους δρόμους. Οι χωρικοί κατεβαίνανε από τα χωριά και τα προάστια με τα ζαρζαβατικά, τα φρούτα, τα λογής φαγώσιμα. Ό,τι είδος έβγαζε ο τόπος εδώ πρωτόφτανε. Άλλοι τρέχανε να τα παραδώσουνε στα μαγαζιά. Άλλοι να τα πουλήσουνε οι ίδιοι στο τσαρσί. άλλοι στα πεσκέσια. Άλλοι γιατί τα είχανε παραγγελιά.
Πρωί πρωί οι άντρες στις δουλειές τους. Φίσκα οι δρόμοι. Πρωί πρωί και τα σχολιαρόπουλα. Μικρά και μεγάλα. Καμαρωτά πήγαιναν τα γυμνασιόπαιδα. Το καθένα περηφανευόταν για το σκολειό του. (…) Βιαστικοί, βιαστικοί οι μαγαζάτορες ν’ ανοίξουνε τα μαγαζιά τους. Τα τσιράκια να σκουπίζουνε, να καθαρίζουνε και να διαλαλούνε το εμπόρευμα. Ύστερα άρχιζε το ψώνισμα. Πολλοί νοικοκυραίοι, παραγιοί, παρακόρες, αγόρια γεμίζανε τα ζεμπίλια με τρόφιμα και ίσια στο σπίτι. Να ετοιμάσει η νοικοκυρά ως το μεσημέρι τα φαγητά. Οι γυναίκες δεν πηγαίνανε στην αγορά να ψωνίσουνε φαγώσιμα.
Ιδιαίτερα οι καλοστεκούμενες πηγαίνανε μόνο στο Φραγκομαχαλά. Θαυμάζανε πρώτα τις βιτρίνες κι ύστερα μπαίνανε μέσα. (…) Κι η πιο όμορφη ώρα ήτανε το ηλιοβασίλεμα στο «Και». Τότε ξεχύνονταν τα κορίτσια στο σεργιάνι. Το κορίτσι του μαχαλά και η πλουσιοκόρη από τα Τράσα και το Παραλέλι. Λουλούδιαζαν τα νιάτα. Τ’ ανάλαφρο χτύπημα από το τακουνάκι της Σμυρνιοπούλας ακομπάνιαρε τις κουβεντούλες και τα γελάκια. Γεμάτα κόσμο και τα κέντρα. Πού να πρωτοπάει τα βράδια ο Σμυρνιός με τη γυναίκα του. (…) Στου Κρέμερ, στο Σπόρτινγκ, στο Καφέ ντε Παρί, το Κόρσο, το Λούνα Παρκ… Τα βραδάκια, τα κορίτσια και παλικαράκια στο νυφοπάζαρο στο «Τσάι». Το ξεχείλισμα της χαράς, το σφρίγος της νιότης, τα όμορφα πειράγματα των αγοριών, τ’ ακκίσματα των κοριτσιών, το κελάρυσμα του τρεχούμενου νερού…»64
Άλλοτε οι Σμυρνιοί τη διέσχιζαν τρεχάτοι κι άλλοτε έκαναν αμέριμνοι τον περίπατό τους. Ήταν η βιτρίνα της πόλης η πρώτη και ελκυστική εικόνα για τον επισκέπτη, σημείο ευχάριστης αναφοράς για το μόνιμο κάτοικο. Εκεί υψώνονταν τα δημόσια κτίρια, τα προξενεία, τα γραφεία των εταιριών, οι λέσχες, οι αίθουσες θεάτρου, τα μαγαζιά πολυτελείας και οι αρχοντικές κατοικίες. «Και να και τα σπίτια με τα τζαμλικένια μπαλκόνια του ξακουσμένου «Κ α ι» και τα τραμβάγια με τ’ αργοκίνητα αλόγατα κι’ οι καρότσες που τρέχουνε στις πλάκες του, να και του Ντισού τα Μπάνια, το Κόρσο, το Λούναπαρκ, το θέατρον Σμύρνης, η Αλάμπρα, το Σπόρτιγκ, το καφέ Παρί, η Λέσχη των Κυνηγών, του Φώτη Κλωναρίδη, το ωραίο καφενείο που παίζουν και τραγουδούν τα Πολιτάκια, η Ήβη, το Ζάππειον, του Ποσειδών κι’ ο κόσμος που κάθεται στα τραπεζάκια ή περπατά απάνω κάτω ή ψαρεύει στην ακρογιαλιά. Να και το Κουμερκάκι με την Ελληνικιά σημαία, να και τα βαποράκια του Κορδελιού και του Κιοζ-Τεπέ, που βγαίνουν από το λιμάνι να κάνουν τη γραμμή τους και καπνίζουν τα φουγάρα τους και φωνάζουν οι μπουρούδες τους…».65 Το Και, με τα κτίρια, τον πολύχρωμο κόσμο και τις φωνές περιγράφει κι ο Κοσμάς Πολίτης, βάζοντας τον ήρωά του, τον Αρίστο, να πηγαίνει το φαγητό στον πατέρα του που δούλευε σε κάποιο από τα σαπωνοποιεία της περιοχής. «Ύστερ’ από την απότομη στροφή που έκανε το Κιαι, άλλαζε ο κόσμος. Ο Αρίστος καμάρωνε τα πλουσιόσπιτα, λες κι’ είτανε δικά του, διάλεγε πότε το ένα πότε το άλλο για μοντέλο του σπιτιού που θα ‘χτιζε μια μέρα, σα θα μεγάλωνε.
Μα σιγά-σιγά, τα σχήματα γίνονταν φλου μέσα σε μια θαλασσινή γλαράδα, τρεμοπαίζανε μαζί με θαλασσόχορτα και φύκια. (…) Θέατρα, λέσχες, ξενοδοχεία, μεγάλοι καφενέδες, στον ίσκιο οι λουστρατζήδες, ο Δήμος, πλάι του ο Μογγόλος με το σπανό μουστάκι, μάστορης κι αυτός στο γυάλισμα, καθρέφτης οι μποτίνες. (…)Πιο πέρα, εκείνος ο στρογγυλομούρης ο ξανθός, ο αμίλητος, καθισμένος στο σκαμνί του, μπροστά του αραδιασμένα πέντ’ έξι μπουκαλάκια, και πλάι του στημένο ένα χαρτόνι με κεφαλαία γράμματα: ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ, ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΠΟΝΤΑΙ. Κ’ η θάλασσα πάντα δεξιά, γλάροι, αφροί, αρμύρα, λατίνια, φλόκοι, σμάλτα, κεχριμπάρια, ύστερα το λιμάνι, παπόρια που αφροστέκουνε αδειανά, κι άλλα πλακουτσωτά πάνω στη θάλασσα, γεμάτα ώσαμε τα μπούνια, δεμένα με την πρύμη στο μουράγιο, παντιέρες, κάθε λογής παντιέρες, μηχανόλαδα, μπογιές, κατράμι, σιδερίλα – η πιο κρύα μυρωδιά- σφυρίγματα των παποριών, σφυρίγματα του παραστάτη, η τσαμπούρνα του τραμβαγιέρη, φωνοκόπι, βλαστήμιες, πέταλα και καρούλια βροντολογάνε πάνω στο ντουσεμέ, αλυσίδες, κουδουνίσματα, ανάκατα και μπερδεμένα, το μυαλουδάκι ενός παιδιού δεν προφταίνει να ειδοποιήσει χωριστά, μια μια, την κάθε αίσθηση, κερεστές απ’ το Τριέστι, δοκάρια, τάβλες, μαδέρια, πυργώνουνε σε ξανθές στοίβες, αραμπάδες πλευρισμένοι σε μαούνες ξεφορτώνουνε σακιά κριθάρι, μαούνες γεμάτες κάρβουνο κολλητά σ’ ένα κάργκο, δυο τάβλες τις ενώνουνε με το μουράγιο, μιαν αράδα μαύρα μερμήγκια, μαύροι άνθρωποι, μ’ ένα τσουβάλι για κουκούλα στο κεφάλι, ανεβαίνουνε αδειανοί από τη μια, κατεβαίνουν φορτωμένοι από την άλλη, πετάνε μαύρο σάλιο τρία μέτρα πέρα, συντριβάνι, ένα βίντσι ανεβάζει μπάλες καπνά, βαρούλκα, βίρα, μάινα, κι από την άλλη μπάντα, σοτοβέντε, άλλο βίντσι κρατάει μετέωρο ένα καζάνι ατμομηχανής, λασκάρησε το παλαμάρι –μάινα! Μάινα, τη Μπαναΐα σου!– κι ο ήλιος πάνω στ’ άλμπουρα, πάνω σε χρυσαφιά σουσάμια, γιουβρέκια, σιμίτια, σάμαλι– και τέλος Αυγούστου θα φορτώσουνε τα πρώτα σύκα για το εξωτερικό, μπόμπες θα σκάζουνε στον αέρα, σημαιοστολισμός του καραβιού, κεράσματα της εργατιάς από το φορτωτή κι από την ατζεντσία– o Θεός να ‘χει καλά τις πλούσιοι, κοντά σ’ αυτοί κάτι τσιμπολογάει κ’ η φτωχολογιά».66
Υπάρχουν στη λογοτεχνία αναφορές και για άλλα λιμάνια της Μικράς Ασίας, της Κων/λης και του Πόντου, αλλά κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεγαλύτερο σε κίνηση λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, τη Σμύρνη. Έμελλε να μείνει και στη μνήμη μας μοναδική.
Στην προκυμαία του Και αποτυπώθηκαν σκηνές ευμάρειας και ευτυχίας και στον ίδιο τόπο έγινε η φοβερή πάλη της ζωής με την απελπισία, τη φωτιά και το θάνατο. Τότε… «Μπροστά η θάλασσα, πίσω οι Τσέτες…».
55 Κοσμάς Πολίτης 1988, «Στου Χατζηφράγκου», εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, σελ.148
56 Ό. π. σελ 51
57 Παραφθορά του της τουρκικής λέξης frekhane για το φράγκικο σπίτι.
58 Κοσμάς Πολίτης ό. π. σελ. 33 (με διατηρημένη την ορθογραφία της έκδοσης).
59 Ό. π. σελ 32.
60 Σωκράτης Προκοπίου, «Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας» Αθήνα 1928, σελ. 124).
61 Κοσμάς Πολίτης, ό. π. σελ 51.
62 Σωκράτης Προκοπίου, ό. π.
63 Ό. π. 64 Ιφιγένεια Χρυσοχόου, «Εδώ Σμύρνη…εδώ Σμύρνη», 2η έκδοση, Νέα Σύνορα Λιβάνη, Αθήνα 1995, σελ 53-54.
65 Σωκράτης Προκοπίου, ό. π.
66 Κοσμάς Πολίτης, ό. π. σελ 114-115.
Η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΤΣΙΠΗ – ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ
ISBN: 978-618-81588-7-0 © ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. ΔΗΜΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ 2019
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Οι δύο συναθλήσαντες στο μαρτύριο του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης