π. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
ΤΟ «ΠΗΔΑΛΙΟΝ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
Η Εκκλησία ήτο δια τον Άγιον Νικόδημον η ατμόσφαιρα εντός της οποίας ανέπνεεν εν πνευματική ελευθερία. Μόνον εντός του θριγκού της Ορθοδοξίας η ύπαρξίς του ελάμβανε νόημα, έζη βαθέως, εμόρφωνεν αποστολήν, υπετάσσετο εις τον Θεόν, διηκόνει τους αδελφούς του. Ο βίος του ευωδιάζει το θυμίαμα του σεβασμού του προς την Εκκλησίαν. Ενδιεφέρετο σφοδρώς όχι μόνον να μη προσκρούση εις την Εκκλησίαν, αλλά και να καταστήση το κύρος αυτής σεβαστόν εις πάντα πιστόν. Όλοι οι αγώνες του, οίτινες ωδήγησαν αυτόν πολλάκις εις αντίθεσιν με τους ανθρώπους, αφετηρίαν είχον την προάσπισιν των νόμων και των θεσφάτων της Εκκλησίας. Εις την θείαν του ζωήν, δύο οδούς εγνώρισε. Την οδόν της πνευματικότητας της Ορθοδοξίας, η οποία αποτελεί συμπύκνωσιν, εις συνεχιζομένην παράδοσιν, του βίου των Πατέρων, τους οποίους ζηλωτώς εμιμείτο, και την οδόν της τηρήσεως των δογμάτων αυτής, άτινα διετυπώθησαν εις Κανόνας, υπέρ της κωδικοποιήσεως των οποίων τόσον εμόχθησεν.
Είναι εκ των παραδοξωτάτων, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μέχρι του 1800 εστερείτο κώδικος των I. Κανόνων, δε’ ων κατευθύνεται η μυστική αυτή ολκάς. Κωδικοποιημένους, παρεφρασμένους επί το απλούστερον, δια την κατανόησιν υπό του πιστού λαού, και συμφωνούντας, μετά πλήθους υποσημειώσεων, έδωκεν ο Άγιος Πατήρ δια του «Πηδαλίου» του.
Δεν έδωκε μόνον τον προσφυέστερον τίτλον εις την Ολκάδα — Εκκλησίαν. Έγεινεν ο ίδιος και πηδαλιούχος. Παρέλαβεν άθροισμα άμορφον Κανόνων, πολλάκις αντιφασκόντων και διαφερόντων γραμματικώς και κατ’ έννοιαν, και ζυγοστατήσας με θεϊκήν σοφίαν, καθιέρωσεν ιδικόν του εξηγητικόν σύστημα, τας «συμφωνίας», δια των οποίων κατατοπίζεται ο σοφός και ο αμαθής. Αι δε υποσημειώσεις του, γραφείσαι πνευματοκινήτως, προσέλαβον ισοδύναμον κύρος προς τους εν σχέσει Κανόνας, ως επέκτασίς των, και ουδείς προσέχει τόσον Ράλλην και Ποτλήν, αλλά τι λέγει ο ιερός Νικόδημος.
Το «Πηδάλιον» είναι κτήμα πολύτιμον, αναλλοίωτον εις τους αιώνας, όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ο Ορθόδοξος Κώδιξ δια τους ξένους. Όλη η Ιεραρχία θεωρεί τας υποσημειώσεις του εις το «Πηδάλιον», ως ταυτοσήμους με το Κανονικόν κείμενον και ο Ορθόδοξος κόσμος μελετά αυτό ως γνησιοτάτην Εκκλησιαστικήν διδασκαλίαν. Ο Πορφύριος Ουσπένσκυ, εκφράζει βαθυτάτην λύπην και πικρόν παράπονον κατά των εκδοτών των συγγραμμάτων του Αγίου Νικοδήμου, διότι δεν «είδε μεταξύ των συνδρομητών ονόματα ρωσικά», ως επεθύμει. «Στενής, λέγει, αντιλήψεως άνθρωποι, ηγνόησαν ότι ο Νικόδημος εδίδαξεν όλον τον Ορθόδοξον κόσμον και η αγία του ψυχή ηγάλλετο με την χριστιανικήν ορθόδοξον προκοπήν των αλλογλώσσων». Το «Πηδάλιον» εις την Ρωσίαν θεωρείται ως επέκτασις της Αγίας Γραφής, με τα σχόλια του Αγίου, και έκφρασις των Οικουμενικών Συνόδων.
«Μετά την τελείωσιν του βιβλίου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά — γράφει ο Ευθύμιος — ήλθεν ο διδάσκαλος παπα-Αγάπιος από την Πελοπόννησον, έφερε και το νεοτύπωτον Κανονικόν του και βλέπων το ιδικόν μας χειρόγραφον εξηγημένον παρά του μακαρίτου Παπα-Διονυσίου του Πιπεριώτου επαρακινήθη να το τυπώση και αυτό».
Τότε ο Όσιος Πατήρ ήτο 39 ετών. Αν και δεν δυνάμεθα ευχερώς να διακρίνωμεν εποχάς μεγαλειτέρας ή μικροτέρας συγγραφικής αποδοτικότητος, εν τούτοις εν τη περιόδω ταύτη πολλούς κατέβαλε κόπους. Μία εργασία απαιτούσα μεγάλην προσοχήν εις την ταξινόμησιν των I. Κανόνων και η εφαρμογή του εξηγητικού του συστήματος, όπερ είναι προσωπική του καινοτομία, ασφαλώς κατεπόνησαν τον άνδρα, υποβασταζόμενον από την αγάπην του προς την Εκκλησίαν και ενισχυόμενον υπό του Δομήτορος αυτής. Εάν δεν είχωμεν την πληροφορίαν από τον Ευθύμιον και Κύριλλον, ουδείς ποτέ θα υποπτεύετο, ότι η εργασία επί του «Πηδαλίου» ανήκε: εξ ολοκλήρου εις τον Άγιον, διότι ως γνωστόν φέρεται υπογεγραμμένος και ο Αγάπιος.
Ο Αγάπιος της εν Δημητσάνη περιωνύμου Σχολής διδάσκαλος υπήρξε βοηθός του θείου Νικοδήμου απλώς, αν και προσέλαβεν από μεγάλην ταπείνωσιν, θεωρών εαυτόν μικρόν να εμφανισθή εις τοιαύτα ύψη Κανονολόγου. Όλη η εργασία είναι ιδική του και δια τούτο ήλγησε τόσον όταν ενοθεύθη υπό του Θεοδωρήτου το «Πηδάλιον». Η φράσις του βιογράφου του, «και ευθύς εσύναξαν τρεις και τέσσαρας καλλιγράφους εις το Κυριακόν, και ο Αγάπιος με τον Ιερόθεον εφρόντιζον βιβλία και τα προς ζωοτροφίαν τους», αίρει περί τούτου πάσαν εμφιβολίαν, ότι ο Άγιος Νικόδημος υπήρξεν ο μόνος συγγραφεύς του «Πηδαλίου».
Τούτο, άλλωστε, καταφαίνεται και εκ των εξής ειδήσεων του Ευθυμίου. «Ο δε Νικόδημος εκατέβη εις την Καλύβην του γερο-Λουκά δια το εγγύτερον — δηλ. προς την Μονήν Παντοκράτορος —. Και όντως θαύμα ήτο να τον βλέπη τις τον ευλογημένον, όπου εκάθητο εις το σκαμνίον και πέριξ του είχε τα βιβλία, άλλα ανοικτά και αλλά κλεισμένα και με το κονδύλιον εις την δεξιάν εθεωρούσε πότε το ένα και πότε το άλλο…» Και ούτω από υπερβάλλουσαν ταπείνωσιν δέχεται να τεθή εις την έκδοσιν πρώτον το όνομα του Αγαπίου και εις τον Πρόλογον και την αφιέρωσιν του «Πηδαλίου» να υποσημειούνται ως «εν Χριστώ πεφιλημένη δυάς».
Εις τον Άγιον Νικόδημον δεν ήτο οικείον μόνον να μερίζεται μετ’ άλλων την τιμήν των πολυχρονίων μόχθων του, αλλά και να την παραχωρή ολόκληρον εις έτερον. Οι ασχολούμενοι με την συγγραφήν είναι εις θέσιν παντός άλλου να εκτιμήσουν την ηθικήν αξίαν τοιούτων μεγάλων πράξεων. Να εργασθή τις 2-3 έτη ακαταπαύστως, να δημιουργήση έργα αιωνίου κύρους, δι’ ων η Εκκλησία ποντοπορεί ακλυδωνίστως, και αυτός να μη θέλη να φαίνεται, επειδή επιθυμεί να είναι γνωστός μόνον τω Θεώ, σημαίνει ότι ο τοιούτος «πνεύμα Θεού έχει».
Ο θείος Νικόδημος εμίσει την προσωπικήν του προβολήν εκ νεότητας. Εθεώρει εαυτόν «έκτρωμα» και «άσοφον», αποδεικνύων πόσον εναργώς έζη εν Κυρίω, δια να έχη την δύναμιν να κρύπτη τους καρπούς των πνευματικών ωδίνων του, καθ’ όσον μάλιστα και αυτήν η φύσις βιάζει να επιδείξωμεν αυτούς μετά σεμνότητός τίνος, ως κάποιαν ηγαπημένην κυοφορίαν μας. Ο Όσιος Πατήρ ήτο ευγενής φύσις και δεν ηνείχετο την αχρείωσιν της θείας εικόνας με τας μικρότητας ταύτας. Η εκ νεαράς ηλικίας βαθύτης του πνεύματός του, η περί τον βυθόν της θεολογίας διαρκής ενασχόλησίς του, η γεύσις της εν Κυρίω υψίστης αγαλλιάσεως, η γνώσις της αμαρτωλότητός του, ως ατελούς ανθρωπίνης φύσεως, η ενατένισις του άφατου μεγαλείου του Θεού, ο διαπρύσιος έρως προς Χριστόν, η προς τους αδελφούς του φλογερά αγάπη, όλα ταύτα συνέθετον μίαν ψυχήν αδιαλείπτως μαστιζομένην από ταπείνωσιν και αυτομεμψίαν και εν Χριστώ πένθος.
Η ανέφικτος τη ανθρωπίνη φύσει τελειότης του Θεού αφ’ ενός και η ημετέρα ευτέλεια αφ’ ετέρου, τας οποίας καθαροτάτω κατείδε με σπανίαν διαύγειαν, τον εκράτουν πάντοτε εντός των όρων της εκουσίου εξουθενώσεως. Ήσαν έννοιαι, αίτινες κατήλθον από του εγκεφάλου εις την καρδίαν. Έπαυε πλέον να νοή αυτάς «ψιλώ λόγω», αλλά τας έζη κατά τρόπον εναργή, ως εσωτερικήν βίωσιν, ως αίσθησιν ψυχής.
Και ότε έδιδε το «Πηδάλιον» εις την Εκκλησίαν, ήτις επί δέκα και οκτώ αιώνας εστερείτο, και ότε προσέφερε τοις Ιεράρχαις, τοις πνευματικούς, τοις ιερωμένοις και τω λαώ του Θεού αποσεσαφηνισμένους τους Ιερούς Κανόνας εις τρόπον, που και ένα παιδίον να δύναται να μανθάνη τους νόμους και τα δόγματα της Εκκλησίας του, ο θείος Πατήρ δεν ενόμιζεν ότι έκαμνε τι το σημαντικόν. Το καθήκον δι’ αυτόν δεν είχε πέρας, δεν εξηντλείτο εις τας επιταγάς. Ανακιρνώμενον εν τη ψυχή του με την εις απείρους διαστάσεις κινουμένην αγάπην, εγένετο και τούτο άπειρον. Δια τούτο, όταν είχε τελειώσει πλέον μέγαν προορισμόν εις την γην, δώσας τηλαυγή πνευματικά φώτα εις τους επερχομένους αιώνας, δεν εθεώρησεν εαυτόν άξιον να επαναλάβη το Αποστολικόν, «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα…». Επίστευεν, ότι δεν είχε προσφέρει τίποτε εις τον κόσμον και εξητείτο το Θείον έλεος αποθνήσκων, ως μεγάλος αμαρτωλός, ο μέγας Νικόδημος, όστις ήτο χιόνος λευκότερος, ήτο αληθής χριστιανός.
Μέχρι της εκδόσεως του «Πηδαλίου» υπήρχον παρά τοις έλλησι κληρικοίς τε και λαϊκοίς Νομοκάνονες χειρόγραφοι, ατελείς και ούτω παραμεμορφωμένοι, ώστε αι ερμηνείαι αυτών να προσφέρωνται ως νόμοι, εν οις ασυναρτησίαι και προσθήκαι. Ο ίδιος ο Πατήρ γράφει: «Δεν υπεφέραμεν, αγαπητοί, να βλέπωμεν εις πολλά πολλών πνευματικών χυδαιονομοκάνονα χειρόγραφα, κατακερματισμένους τους θείους τούτους και ιερούς Κανόνας, νοθευμένους, ψευδεπιγράφους, άλλους άντ’ άλλων και τας ερμηνείας των εξηγητών αντί των κυρίως Κανόνων εκλαμβανομένας, και το χειρότερον, ότι και τας ερμηνείας ταύτας περιέχοντα, διεφθαρμένας, παρεξηγημένας και αλλόκοτα τινα και εσφαλμένα διδασκούσας…»
Ανεζητήθησαν εν ταις Αγιορειτικαίς Βιβλιοθήκαις οι καλύτεροι χειρόγραφοι Πανδέκται, οίτινες περιείχον τους Κανόνας των Αποστόλων, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, ως επίσης των υπό της Εκκλησίας εγκεκριμένων ερμηνειών, των διάσημων Κανονολόγων Ζωναρά, Βαλσαμώνος, Αριστινού, Κεδρινού, Βλαστάρεως, Ανωνύμου και άλλων ολιγώτερον γνωστών. Η τεραστία αυτή εργασία του χαλκεντέρου Ερημίτου της Καψάλας, δεν συνέστη μόνον από την συλλογήν των I. Κανόνων και τας εγκύρους ερμηνείας αυτών, αλλ’ ως λέγει εις τον Πρόλογόν του: «Τα εν τοις εξηγηταίς ελλείποντα αναπληρώσαντες, τα ασαφή σαφηνίσαντες, τα εναντία διορθώσαντες και τα περιττά περικόψαντες…»
Ό,τι όμως αποτελεί τον μέγαν άθλον και την πρωτοτυπίαν του θείου συγγραφέως μας, είναι αι «συμφωνίαι», αίτινες τον ανέδειξαν, κατά κοινήν των κριτικών ομολογίαν, μέγαν Κανονολόγον. Αι «συμφωνίαι» προϋποθέτουν οξύτητα κρίσεως, βαθείαν γνώσιν των Κανόνων, την ιστορίαν των και ευχερή απομνημόνευσιν όλων ομού, δια να καταστή δυνατή η ταύτισις, η διάκρισις απ’ αλλήλων και η σύνθεσίς των. Δια δε των ίσου κύρους με τας ερμηνείας υποσημειώσεών του, αίτινες αποτελούν το ήμισυ σχεδόν του εξ 750 σελίδων «Πηδαλίου», σχολιάζονται οι ιστορικοί λόγοι και αι ανάγκαι της Εκκλησίας εις την διατύπωσιν των Κανόνων, αναλύονται αι αιρέσεις και παρέχονται πλείσται πληροφορίαι, σχετικαί με τα δόγματα, την διοίκησιν και ευταξίαν της Εκκλησίας, ως και περί των Αυτοκρατορικών Νεαρών, Διγέστων, Ινστιτούτων κ.λ.π., εμφανίζουσαι την πολυμάθειαν του θείου ανδρός.
Βιβλιογραφίας μεν και λεξικών και βοηθημάτων εστερείτο, έχων την απέραντον μνήμην του ταμείον πάσης γνώσεως. Και τούτο είναι το θαυμαστόν εν αυτώ. Ότι συνεδυάσθησαν αρμονικώτατα εις εν πρόσωπον η σπανιωτάτη μνήμη με την φωτεινήν κρίσιν και την άνευ προηγουμένου φιλοπονίαν, ενθυμίζουσαν Χρυσόστομον και Ωριγένην. Σήμερον δύναταί τις να σύνταξη μίαν Πατρολογίαν ή βιβλίον περί των I. Κανόνων ευκολότατα, χάρις εις την έτοιμον ύλην και χωρίς πολύν χρόνον. Αλλ’ ο Όσιος Πατήρ ήτο υποχρεωμένος να αναγινώσκη ολοκλήρους τόμους δια να εύρη μίαν είδησιν που εζήτει.
Εκεί όμως, όπου επέφερεν αληθή αναστάτωσιν εις τας μέχρι τότε αντιλήψεις, είναι εις την γλώσσαν, γράψας το «Πηδάλιον» εις την δημοτικήν χάριν των απλουστέρων. Εις τούτο φαίνεται το ευρύ πνεύμα του και η αγάπη του, όπως οι Κανόνες της Εκκλησίας γίνουν κτήμα όλων των πιστών, «σοφοίς και ανοήτοις», ίνα δύνανται να μορφώσουν υπεύθυνον Εκκλησιαστικήν συνείδησιν. Ενταύθα ο Άγιος υπήρξεν αληθώς ανατροπεύς μιας τάξεως. Ήτο νοητόν να υπάρχουν βιβλία εις την νεοελληνικήν, αλλά το I. «Πηδάλιον» όμως όχι, «ότι ου δει τα Κανονικά της Εκκλησίας πεζή φράσει εκδίδοσθαι, ίνα μη τα των I. Κανόνων γνώριμα γίνωνται τω χύδην λαώ», ως είπον, αντιδρώντες εις την έγκρισιν του «Πηδαλίου», ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως κυρ Γεράσιμος και ο πρώην Λαρίσσης Μελέτιος. Ευτυχώς, ότι εις τον θρόνον τότε ήτο ο παλαιός φίλος του Αγίου Νεόφυτος Ζ’.
Μετά την περάτωσιν του τεραστίου τούτου έργου ο θείος Νικόδημος ανέθεσεν εις τον Ιερομόναχον Αγάπιον όπως, μεταβαίνων εις την Κωνσταντινούπολιν, μεριμνήση δια την έγκρισιν του «Πηδαλίου» υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Όπως θα ίδωμεν, έως ότου εγκριθή, υπέστη, όπως κάθε καλόν, απροσδοκήτους περιπέτειας, αίτινες κατελύπησαν τον «πάντα πενία τρυχόμενον και γιγαντωθέντα προ της ασήμου ημών γενεάς» γενναίον του Χριστού αθλητήν.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, 1749-1809 (σελ. 213-219)
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – 1959
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ