π
. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Η ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗ ΝΟΘΕΥΣΗ ΤΟΥ «ΠΗΔΑΛΙΟΥ»
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΨΕΥΔΑΔΕΛΦΟ» ΘΕΟΔΩΡΗΤΟ
Τα έτη «ωσεί σκιά παράγουσι» και ο «άνθρωπος μέντοι γε εν εικόνι διακορεύεται πλην μάτην ταράσσεται». Τον Άγιον Νικόδημον κατά την εποχήν αυτήν απησχόλει η έκδοσις του «Πηδαλίου» του, όπερ ενεπιστεύθη εις τον Ιερομόναχον Θεοδώρητον. Ούτος ήτο Λαυριώτης και διετέλεσεν Ηγούμενος της εν Αγίω Όρει Μονής του Εσφιγμένου επί τι διάστημα, μετά το οποίον διήγε βίον Ησυχαστικόν εν τοις ορίοις της Λαύρας. Ήτο εκ των λογίων της εποχής και απετέλουν μετά του Αγίου Νικοδήμου, Χριστοφόρου Προδρομίτου, Ονουφρίου Κοντούρογλου, Κυρίλλου Καστανοφύλλη, Ιωσήφ Βατοπεδινού και άλλων, την αριστοκρατίαν του πνεύματος εν Αγίω Όρει, επηρεάζοντες την ιστορικήν ζωήν του τόπου.
Εις την εποχήν εκείνην των διενέξεων, ο Θεοδώρητος , αν και ευλαβής μάλλον ανήρ, μετ’ άλλων τινών είχε ταχθή κατά των συντηρητικών απόψεων του Αγίου Νικοδήμου, Μακαρίου Κόρινθου, Παρίου και άλλων, εν τω θέματι της συνεχούς Θ. Μεταλήψεως και των Μνημοσύνων. Φαίνεται όμως, εκ του γεγονότος της αναθέσεως εις τούτον υπό του Αγίου, της επιβλέψεως κατά την εκτύπωσιν του «Πηδαλίου», ότι ασχέτως της διαφοράς αντιλήψεων, διετήρει μετά του θείου Νικοδήμου καλάς σχέσεις, ως αφήνεται να νοηθή εκ του χαρακτηρισμού του Θεοδώρητου υπό του Ευθυμίου ως «ψευδαδέλφου», δηλαδή αδελφού μη ειλικρινούς, όταν το «Πηδάλιον» εστάλη εκ Λειψίας νοθευμένον.
Εν πάση περιπτώσει, ο Άγιος Νικόδημος εθεώρει εαυτόν υποχρεωμένον έναντι του Θεοδωρήτου δια τον κόπον της επιβλέψεως εν τη εκτυπώσει του «Πηδαλίου». Ο Θεοδώρητος ανεγνώριζε την πνευματικήν υπεροχήν και πολυμάθειαν του Αγίου, γεγονός βεβαιούμενον και εκ μιας επιστολής του Χρυσάνθου Λαυριώτου προς τον Θεοδώρητον, εχούσης ως εξής: «… Εύρον εις του διδασκάλου Κυρίλλου ασθενούντος, τους ελλογίμους κύρ Νικόδημον, κύρ Χριστοφόρον και άλλους. Έδωκα την ερμηνείαν εις την Αποκάλυψιν εις τον Νικόδημον, όστις ανεφώνησεν: είμαι υποχρεωμένος εις τον αδελφόν Θεοδώρητον, παραιτώ βέβαια όλας μου τας μελέτας, δια να θεωρήσω την ερμηνείαν μ’ όλον όπου δεν είμαι άξιος…». Η επιστολή φέρει χρονολογίαν 15.9.1799, δηλαδή εν έτος προ της εκδόσεως του «Πηδαλίου».
Παρεμπιπτόντως παρατηρούμεν, ότι η ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν υπό του Θεοδωρήτου εκρίθη υπό της Μ. του Χριστού Εκκλησίας ως αντορθόδοξος, απαγορευθείσης της κυκλοφορίας αυτής και είναι λίαν αμφίβολον εάν ο Άγιος Νικόδημος ενεθάρρυνε την έκδοσίν της. Ο Θεοδώρητος ήτο άνθρωπος ευλαβής μεν, πλην δε είχεν αδυναμίαν, αδικαιολόγητον δια Μοναχόν, εις τα οράματα, τα ενύπνια, τας «αποκαλύψεις» και εις τας παρακεκινδυνευμένας αλληγορικάς και συμβολικάς ερμηνείας, δι’ ον λόγον έγραφε πολλάκις παράδοξα πράγματα.
Είναι χαρακτηριστική η σκιαγραφία του Θεοδωρήτου υπό του Μανουήλ Γεδεών: «Αλλ’ ο μάλλον ακουσθείς εν τη εποχή αυτού και δια τας γνώσεις και δια το ελευθεριάζον αυτών, ην ο Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος της φιλομούσου πόλεως των Ιωαννίνων γέννημα, φιλοπονώτατος ανήρ, αλλ’ ανηρέμου χαρακτήρας, παιδεύσεως στοιχειώδους της έσω και της θύραθεν ην κάτοχος, και κατ’ εμέ, άξιος επαίνων πολλών ως περιελθών τας Αθωίτιδας Μονάς και τα παλαιά αυτών έγγραφα μελετήσας και ασχοληθείς εις την ιστορίαν του Αγίου Όρους. Αναφέρεται δε, ότι λησταί ποτέ μη ευρόντες εν τω Κελλίω αυτού χρήματα ήρπασαν μεθ’ εαυτών πολλά χειρόγραφα του Θεοδώρητου, όστις κατά της δυσμενούς αυτώ τύχης οργισθείς έρριψε και τα εναπολειφθέντα εις το πυρ…».
Αδιαφόρως πάντως αν εφρόνη ούτως ή άλλως ο Θεοδώρητος , ηδύνατο να διατηρή τας ιδέας του δι’ εαυτόν, χωρίς να δικαιούται να επιφέρη οιανδήποτε μεταβολήν εις ξένην εργασίαν και μάλιστα επί σημείων, καταστάντων χρονίως επιμάχων, εις τα οποία ο Άγιος Νικόδημος ετοποθετείτο αντίκρυς προς αυτόν.
Εν τούτοις ο Θεοδώρητος, επιβλέπων την εκτύπωσιν του «Πηδαλίου», ενόμισεν ότι εύρε κατάλληλον ευκαιρίαν δια να παρεισάξη τα πεπλανημένα φρονήματά του, αχρηστεύων ούτω την ογκωδεστάτην εργασίαν του θείου Πατρός, προβάς εις προσθήκας όλως αυθαιρέτως—«δείξας την δολιότητά του»—αίτινες κατέστησαν το «Πηδάλιον» αμφίβολον φορέα της γνήσιας διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Διό και ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ε’, δύο έτη αργότερον έγραφε: «… αι προσθήκαι αυταί εσκεπάσθησαν, ίνα μη τα γνήσια τοις νόθοις παραμιγνύμενα, το ευγενές της Βίβλου διαλυμαίνωνται και αντ’ ωφελείας τοις αναγινώσκουσι βλάβην ου την τυχούσαν προξενήσωσι και σωματικήν και ψυχικήν».
Τα δε παρείσακτα υπό του Θεοδωρήτου, εσημειώθησαν από τον Πατριάρχην, όστις διέταξεν όπως αποκαλυφθούν δια χρώματους, «ένα μη διαλυμαίνωνται το ευγενές της Βίβλου», και τα οποία είναι τα ακόλουθα:
«Α’, διατί εν ταις προσθήκαις λέγει, ότι τω Σαββάτω ανέστη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Β’, ότι να γίνωνται γονυκλισίαι εν τη ημέρα της Κυριακής, και κατ’ αυτήν την κυρίαν ημέραν της Πεντηκοστής.
Γ’, ότι το Σάββατον έχει τα αυτά προνόμια όπου έχει και η Κυριακή, δια τι και αυτό τύπος είναι της Αναστάσεως.
Δ’, ότι με ένα τρόπον σοφιστικόν ανακαινίζει τα παλαιά σκάνδαλα, όπου ηκολούθησαν εν Αγίω Όρει περί των μνημοσύνων, τα οποία χάριτι Χριστώ, και ήτον και είναι κατασεσιγασμένα, εις καιρόν όπου η του Χριστού Αγία Εκκλησία, προνοουμένη της κοινής ειρήνης των Μοναχών, δια τριών Συνοδικών γραμμάτων αυτής με φρικτάς αράς εμπόδισεν, ίνα μη κινηθή τινάς να γράψη περί τούτων.
Ε’, ότι κατηγορεί ως ασύμφωνα και εναντία άπαντα τα Τυπικά του Αγίου Όρους, τα οποία δεν είναι εναντία με το Καθολικόν Τυπικόν, αλλ’ είναι σαφήνεια μάλλον και ανάπτυξις των ασαφών και συνεπτυγμένων τύπων του Καθολικού Τυπικού.
ΣΤ’, ότι απλώς εν ταις προσθήκαις ταύταις αντίκειται εις τους Κανόνας των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, και εις τας παραδόσεις της του Χριστού Εκκλησίας.
Ζ’, δε και τελευταίον, ετόλμησεν ο πάντολμος να γράψη μέσα εις ένα τοιούτον βιβλίον, εν οις αναφέρει περί του αντιχρίστου, ένα τόσον φοβερόν και τολμηρόν λόγον, ώστε οπού εφρίξαμεν, όχι μόνον να παραδώσωμεν γραφή, αλλ’ ουδέ όλως ονομαστί να τον προφέρωμεν, δια το κινδυνώδες και δια την της ατοπίας υπερβολήν αυταί δε αι προσθήκαι ευρίσκονται εις τα ακόλουθα της Βίβλου καταβατά 96, 104, 141, 167, 183, 184, 203, 204, 212, 300, 383, 399, 449, 502, 504, 533, 548, 549, και ει τις των αλλαχού της γης αγορασάντων εκ των κανονικών τούτων βιβλίων, βούλεται εξαλείψαι τας ρηθείσας νόθους προσθήκας και διορθώσαι το εαυτού βιβλίον, ευρέτω τους αριθμούς των άνω καταβατών, εν οις αι προσθήκαι ευρίσκονται. Επί τούτω και εγένετο το παρόν δι’ ημετέρας Πατριαρχικής υπογραφής κατασφαλισθέν, και δια την σύστασιν του Βιβλίου και δια το κοινή συμφέρον. Είη δε η του Θεού χάρις πάσι τοις εν ειλικρίνεια αναγινώσκουσι».
αωβ’. κατά μήνα Αύγουστον
Ο Πρώην Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης ΝΕΟΦΥΤΟΣ
Ο Άγιος Νικόδημος ήτο μαχητής, ησκημένος εις την υπομονήν των πειρασμών, γνωρίζων ότι, όχι μόνον «θλίψιν έξει εν τω κόσμω», αλλά και ότι απετέλει ιδιαίτερον προνόμιον των εκλεκτών του Θεού, «το υπέρ του Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν», πράγμα το οποίον εχαροποίει μεγάλως την καθαράν ψυχήν του. Άλλωστε όλος ο βίος του Αγίου Πατρός ήτο ακατάπαυστος πόλεμος προς «τας εξουσίας του σκότους», ουχί ολίγας εξ αυτών θλίψεις και τραύματα δεχθείς — «πολλούς δε πειρασμούς των νοητών εχθρών και κατηγορίας απείρους των αισθητών, ήτοι απαιδεύτων και την αρετήν υποκρινομένων γενναίως υποστάς…», γράφει ο Ονούφριος — ώστε να φέρη καρτερικώς και τον μέγαν αυτόν πειρασμόν της νοθεύσεως του «Πηδαλίου» του.
Το «Πηδάλιον» όμως, αν και ιδικός του μόχθος, δεν ήτο πλέον κτήμα του προσωπικόν αφ’ ότου αφιερώθη εις την Εκκλησίαν και τον χριστώνυμον Ορθόδοξον λαόν. Και ένα τοιούτον έργον τοσαύτης αποστολής απέκτα ιδιάζουσαν και γενικήν σημασίαν δια την ζωήν της Εκκλησίας. Διό και όταν είδεν ο Άγιος Νικόδημος το «Πηδάλιον» ηλλοιωμένον με τας αστόχους προσθήκας του Θεοδώρητου, ήλγησε τόσον, δια την ανυπολόγιστον ζημίαν της Εκκλησίας, ώστε ευχαρίστως θα προετίμα να ζημιωθή αυτός μόνος και μη ο Ορθόδοξος λαός, θυσιάζων και αυτήν την ζωήν του, κατά την χαρακτηριστικήν φράσιν του, ην διέσωσεν ο Ευθύμιος: «Κάλλιον να με εκτύπα ο Θεοδώρητος εις την καρδίαν με την μάχαιραν, παρά να προσθέση ή να αφαιρέση εις το βιβλίον μου».
Εξ άλλου εθλίβετο ο Διδάσκαλος και δια τας υπό πτωχών Αγιορειτών καταβληθείσας δαπάνας δια την έκδοσιν, η οποία «ουκ εκ του περισσεύματος, αλλ’ εκ του υστερήματος των περισσοτέρων γέγονε». «Ούτοι και γαρ οι ευλογημένοι, κοντά εις τα άλλα καλά οπού κάμνουσι φιλοξενούντες τους ξένους και πολυειδώς ελεούντες τους πτωχούς αδελφούς, ακούσαντες περί της βίβλου ταύτης, ότι είναι αναγκαία και ωφελιμοτάτη εις όλον το γένος των ορθοδόξων χριστιανών, προεθυμήθησαν άπαντες και κατέβαλον έκαστος κατά την δύναμιν και προαίρεσίν του τα εις την τυπογραφίαν ταύτης δαπανηθέντα χρήματα…». Αλλά και αυτήν την θλίψιν έφερε γενναίως, ο Πατήρ, ενδυναμούμενος τη του Χριστού χάριτι. Διό και ήρξατο μετά ζήλου ενθέου και σπουδής νέων συγγραφών, ωσεί προησθάνετο, ότι ο καιρός της αυτού «αναλύσεως εφέστηκε».
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, 1749-1809 (Σελ. 264-268)
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – 1959
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ