του π. Ανανία Κουστένη (+)
7 Νοεμβρίου
Άγιος Ιέρωνας
Και πάμε, τώρα, στην τελευταία ημέρα του σημερινού επταημέρου, του Φθινοπωρινού Συναξαρίου, 7 του μηνός Νοεμβρίου. Πάμε, τώρα, στην Ανατολή. Στην Αρμενία. στη Μελιτηνή. Είχαμε κι εκεί πολλούς χριστιανούς. Γιατί στα βάθη της Μικρασίας πέρασε ο απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος. Κι έκαμε εκεί πάρα πολλούς χριστιανούς. Πέρασε από ‘κει, πήγε στον Πόντο, πήγε στην Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη, στη σημερινή Βουλγαρία, στη σημερινή Σερβία, στη σημερινή Αλβανία και κατέβηκε στας Πάτρας και εμαρτύρησε. Εκεί ήταν ένας υπέροχος χριστιανός, χωρικός και αγρότης, ταπεινός και άσημος, Αλλά είχε μεγάλη πίστη και μεγάλη χάρη, Αλλά και μεγάλη μυϊκή δύναμη. Καλό κι αυτό! Κι ήταν στα χωράφια του κι έκαμε το έργο του κι έκήρυττε και τον Χριστό μας και βοηθούσε και τους ανθρώπους.
Ήταν στα χρόνια του Διοκλητιανού κι αυτός. Οι διωγμοί ήταν φοβεροί και απάνθρωποι και ο κίνδυνος προφανής. Τον πονούσε τον άγιο Ιέρωνα αυτό το κακό που γινότανε. Και μια μέρα, κάποιοι ειδωλολάτρες όρμησαν, τριάντα τον αριθμό, στο χωράφι του, και τον άρπαξαν να τον πάνε με το ζόρι στον αυτοκράτορα, να τον κάνουν να αρνηθεί την πίστη του και να μαρτυρήσει. Κι εκείνος, τότε, στενοχωρήθηκε μ’ αυτό τον βιασμό, δεν του άρεσε.
Και καθώς ήταν παλληκαράς, τι κάνει; Αρπάζει το στυλιάρι απ’ την αξίνα, ξέρετε τι είναι το στυλιάρι, το στέλεχος. Λοιπόν. Βγάζει το στυλιάρι απ’ την αξίνα και τους πλακώνει και τους τριάντα στο ξύλο. Είχε, είπαμε, και μεγάλη μυϊκή δύναμη. Ο Ιέρων. Ελληνικό όνομα. Ιερόν είναι. Αλλά Ιέρων το βάνουμε, ανεβάζουμε τον τόνο, γιατί το ιερόν είναι άλλο πράγμα. Λοιπόν. Ιερός στον πληθυντικό. Τους έριξε ένα ξύλο και δεν ξέρανε που να πάνε να κρυφτούνε. Και πώς να φύγουνε. Και ύστερα μετάνοιωσε γι’ αυτό που έκανε η ψυχούλα.
Και πάει και παραδίνεται αυτόκλητος στον τύραννο εκεί, τον διοικητή. Τον αντιπρόσωπο του Διοκλητιανού. Και λέει: Έκανα αυτό κι αυτό, και ζητώ να με τιμωρήσετε, Αλλά επιπλέον εγώ είμαι χριστιανός. Και του λένε: Έ, και τι έγινε; θα πας εκεί πέρα, θα σου πει αρνήσου τον Χριστό και μετά δεν τρέχει τίποτα, είμαι χριστιανός, λέει. Αυτό δεν άρεσε.
Και διατάσσει ο τύραννος να του κόψουν το χέρι, το χέρι εκείνο που καταχέριασε τους τριάντα. Και τι έγινε; Ας κοπεί το χέρι, για να ζήσω αιώνια στον Παράδεισο. Όπως λέγαν οι άγιοι Τεσσαράκοντα. Λοιπόν. Τον ρίξαν στη φυλακή με το ένα χέρι, ήταν εκεί και άλλοι 33. Είχαν συλληφθεί ως χριστιανοί. Και περίμεναν και αυτοί να δικασθούν και καταδικασθούν. Τ/ην άλλη μέρα τους έβγαλαν όλους, ο άγιος Ιέρων τους είχε βοηθήσει και εμψυχώσει, τόσο πολύ, που ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή και το αίμα τους για τον φιλάνθρωπο Χριστό. Και το έκαμαν.
Τους οδήγησαν σε φρικτά και φοβερά βασανιστήρια και περισσότερο τον άγιο Ιέρωνα. Κι αφού υπέφεραν τόσα πολλά, που δεν μπορούμε ούτε να τα πούμε, δεν τ’ αντέχομε, πώς τ’ αντέχανε εκείνοι, είχαν μεγάλη θέληση αφενός, μεγάλη πίστη αφετέρου, και μεγάλη δύναμη εκ τρίτου, εκ μέρους του Ιησού Χριστού, και τα κατόρθωναν όλα. με την πίστη, με τη θέληση και με τη χάρη. Και τα τρία μαζί συνεργούσαν. Και έτσι εμαρτύρησαν στις 7 του Νοεμβρίου, στον 3ο μ.Χ. αιώνα, εκεί στη Μελιτηνή της Αρμενίας. Και ανέβηκαν στον θρόνο του Χριστού, μαζί με τους αγίους Πάντες. Και από ‘κεί παρακαλούν για μας.
Εξεφωνήθη την 31η Οκτωβρίου 2007
Φθινοπωρινό Συναξάρι τόμος Β΄, του π. Ανανία Κουστένη του Αρχιμανδρίτη π. Ανανία Κουστένη – Εκδόσεις Ακτή, Λευκωσία 2008 – Για την αντιγραφή: Παναγιώτης Κακάμπουρας – https://www.zoiforos.gr