ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΑΤΣΟΥ
ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ
ΑΠΡΙΛΗΣ 1943
Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για τη δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου.
Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραξαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί. Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρησή του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον.
Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε. Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες.
Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάξω τη ζωή μου που πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ, πρόλογος στην Α’ έκδοση, 1965
4 Απρίλη 1943
Τώρα κάθε πρωί, στις εννιά, βρίσκομαι στο γραφείο μου. Κόσμος πολύς έρχεται. Κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε δύσκολη ώρα περνάει να μας δη.
5 Απρίλη 1943
Ο επιτετραμμένος της Ιταλίας Chigi επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο και διαμαρτυρήθηκε ζωηρά για την υπηρεσία μας. Με φώναξαν και μένα. Έκανα τον διερμηνέα.—«Αυτή η Υπηρεσία, μας είπε, ενοχλεί πολύ τις στρατιωτικές αρχές. Οι εκτελέσεις γίνονται για να φοβίσουν τον κόσμο. Όταν οι Έλληνες ξέρουν, πως οι οικογένειές τους είναι εξασφαλισμένες από τη στέρηση, γίνονται πιο γενναίοι ακόμα».
— «Πως θέλετε ν’ αφήση η Εκκλησία του Χριστού ολ’ αυτά τα ορφανά απροστάτευτα;» απάντησε ο Μακαριώτατος με το πιο καλογερίστικο ύφος του. Και αμέσως άλλαξε κουβέντα, ζητώντας μεγαλύτερη αποδέσμευση του λαδιού. Τότε ο Chigi μου είπε πιο έντονα.
—«Μα τότε γιατί δεν φροντίζετε και για τις οικογένειες των ανθρώπων των ταγμάτων ασφαλείας που σκοτώνουν οι κομμουνισταί. Γιατί επί τέλους ως ιθύνουσα τάξις δεν παίρνετε θέση εναντίον του κομμουνισμού;». Μετάφρασα στον Μακαριώτατο. – «Πες του» μου απαντά «πως ούτε για καντηλανάφτης δεν μου κάνει». Εγύρισα προς τον Chigi κρατώντας όλη μου τη σοβαρότητα. Γνωρίζω καλά πως σκέπτεται ο Δεσπότης και πήρα την πρωτοβουλία να του ειπώ : — «Όταν θα φύγετε, εξοχώτατε, θα πάρωμε θέση. Τώρα, σ’ αυτόν το τόπο, υπάρχουν για μας μόνο Έλληνες και ξένοι. Αυτή είναι και η βασική διαφορά μας με τους κομμουνιστάς».
6 Απρίλη 1943
Στο πρώτο πάτωμα της Αρχιεπισκοπής έχομε μιαν αποθήκη για ρούχα, κουβέρτες, τρόφιμα. Δε σκέπτομαι ποτέ το μέλλον, αφού κάθε ώρα μπορεί να είναι και η τελευταία μας. Γι’ αυτό δεν έρχεται άνθρωπος που να έχη ανάγκη και να μη βοηθηθή την ίδια στιγμή. Αδειάζει η αποθήκη, μα πάλι γεμίζει με καινούργιες προσφορές.
8 Απρίλη 1943
Κάθε μέρα στο γραφείο μας τα πιο απίθανα, τα πιο επείγοντα προβλήματα μπορούν να παρουσιαστούν. Αντάρτες έρχονται από το Ζέρβα, από τον Ψαρρό, που θέλουν και δεν έχουν τον τρόπο να γυρίσουν πίσω. Η Μέση Ανατολή και οι αξιωματικοί ζητούν πληροφορίες για τις ομάδες αντιστάσεως. Νέα παιδιά θέλουν να προσφέρουν υπηρεσίες, χωρίς να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Και είναι σωστό να μη μείνουν έξω από το καθολικό πνεύμα της αντίστασης. Διωγμένοι αστυνομικοί και χωροφύλακες πρέπει να βοηθηθούν. Οφείλομε να βρίσκωμε λύσεις, χωρίς να εκθέτωμε τον Αρχιεπίσκοπο. Προδότες υπάρχουν παντού.
10 Απρίλη 1943
Ο Δεσπότης δεν είναι γραφειοκράτης. Τον ενδιαφέρει να διασώση μέσα από το χάος όσες περισσότερες ψυχές. Πιστεύει πως είναι σκόπιμη η διαφήμιση γύρω από τον Έρανο υπέρ των κρατουμένων. Και δεν έχει άδικο. Το φανερό θα ελαττώση τις υποψίες τους.
12 Απρίλη 1943
Σήμερα στο γραφείο συζητήσαμε το θέμα μιας φιλανθρωπικής γιορτής για τον Έρανο. Βρίσκομε πως είναι ο καλύτερος τρόπος δημοσιότητας. Θα την κάνωμε στα «Ολύμπια» και θα παρακαλέσωμε τη Ρένα Κυριακού να μας παίξη πιάνο.
13 Απρίλη 1943
Οργανώσαμε την επιτροπή της γιορτής από γνωστές κυρίες των Αθηνών. Η προθυμία όλων είναι μεγάλη.
Από τώρα άρχισαν να κρατούν θέσεις στα «Ολύμπια». Προβλέπομε αληθινή κοσμοσυρροή.
17 Απρίλη 1943
Αυτές τις μέρες άλλο άμεσο πρόβλημα απασχολεί τον Αρχιεπίσκοπο. Οι εβραίοι.
Η κακή διάθεση των Γερμανών είναι φανερή. Από τις αρχές του χρόνου έγινε η απογραφή τους. Έπειτα ήρθε η διαταγή, όσοι δεν είναι Έλληνες υπήκοοι, να πάνε στις χώρες τους και οι Έλληνες Ισραηλίτες με τις οικογένειές τους να πάνε στην Πολωνία. Αυτό το τελευταίο μας αναστάτωσε.
Για το Δεσπότη είναι αδύνατο να εγκαταλείψη ανθρώπους μελλομάρτυρες. Έκανε όλα τα διαβήματα προς τον Γερμανό πληρεξούσιο. Οι προσπάθειες αυτές φυσικά δεν πέτυχαν. Οι Γερμανοί έχουν από καιρό διαγράψει την πολιτική τους. Και οι τραγικοί διωγμοί των εβραίων άρχισαν. Ο Δεσπότης προσπαθεί να ελαφρύνη τα μαρτύριά τους, να διακόψη την απομόνωσή τους. Ζήτησε από τον Ερυθρό Σταυρό να οργάνωση γι’ αυτούς συσσίτια.
20 Απρίλη 1943
Μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, βαφτίζομε εβραίους στην Αρχιεπισκοπή. Ο Αρχιεπίσκοπος, με μεγάλο προσωπικό του κίνδυνο, κάνει μια τεράστια προσπάθεια να σώση όσους μπορεί. Συνεννοήθηκε με τον Παναγιώτη Χαλδέζο του Δήμου Αθηναίων. Αυτός έχει ανοίξει ιδιαίτερο δημοτολόγιο και μετά τη βάφτιση, τους δίνει πιστοποιητικά ότι είναι Έλληνες Χριστιανοί.
21 Απρίλη 1943
Επιτέλους, έπειτα από τόση καθυστέρηση ήρθε η βοήθεια στον Μήτσο Ψαρρό που μέρες και μέρες περιμέναμε. Οι σύμμαχοι στις 16 του Απρίλη έριξαν στο σύνταγμα πυρομαχικά, όπλα, ασύρματο, ιματισμό και τέσσερες άγγλους αξιωματικούς με επί κεφαλής το λοχαγό Jef.
25 Απρίλη 1943
Πως χτυπούσαν έτσι τα κουδούνια της κάτω και της πάνω εξώπορτας του σπιτιού. Έτρεξα ν’ ανοίξω η ίδια. Ήταν δυο γερμανοί αξιωματικοί και ένας Έλληνας . Ο ένας αξιωματικός κρατούσε τυλιγμένο σύρμα στα χέρια του.
— «Θέλομε το σπίτι» είπε ξεκάθαρα ο ρωμηός. Μπήκαν μέσα και προχωρούσαν στα σαλόνια και στα δωμάτια, σά να ήταν όλα δικά τους. Τους ακολουθούσα, χωρίς να καταλαβαίνω καλά καλά τι συμβαίνει. Ανέβηκαν στην ταράτσα. Ο αξιωματικός που κρατούσε το σύρμα, έδεσε τη μιαν άκρη του σ’ ένα στύλο, κ’ έρριξε το δέμα προς την ταράτσα του πλαϊνού σπιτιού, που ήταν επιταγμένο κι’ αυτό. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Τους άρεσε το περιβολάκι. Μου είπαν πως θάρθουν τ’ απόγεμα μαζί με τους άλλους, κι’ έφυγαν.
Έμεινα στήλη άλατος. Και τώρα που θα πάμε; Τι να μεταφέρω και που να τα μεταφέρω; Είναι και το σπίτι του πατέρα από κάτω, γεμάτο πράματα αξίας, σαν μουσείο.
Το κεφάλι μου και η ψυχή μου είναι άδεια.
Εμείς οι γυναίκες έχομε καμιά φορά ανάποδη ιεραρχία αξιών. Πόλεμος είναι, σκλαβιά, θανατικό, μα το σπίτι είναι σπίτι. Χωρίς αυτό είμαστε γυμνοί, ζητιάνοι.
Τι να κάνω ; Νοιώθω απόγνωση.
Γονατίζω μπροστά στην Παναγία. Μου φαίνεται πως μαζί με το Χριστό κρατά την καρδιά μου στα χέρια Της.
Δεν έφαγα το μεσημέρι. Το κεφάλι μου πονούσε πολύ. Νόμιζα πως είχα πάθει συμφόρηση. Ξάπλωσα μια στιγμή και θ’ αποκοιμήθηκα βέβαια, Γιατί όνειρο ήταν. Ό,τι με κρατούσε πάνω στη σκληρή, στερεή γη, είχε σπάσει. Βρέθηκα μόνη μέσα στο δυνατόν αέρα που βούιζε. Τρεμάμενη, στο σκοτεινό διάστημα, ήρθες Εσύ Μεγάλη Σκιά, να με βοηθήσης. Κι έβλεπα στρατό, πολύ στρατό να προχωρή στην οδό Κυδαθηναίων. Μια γυναίκα όμως με σκούρα πέπλα άνοιγε τα μπράτσα Της κ’ έκλεινε το δρόμο. Τα μπράτσα Της και τα πέπλα γίνονταν τείχος αδιαπέραστο. Κανείς δεν μπορούσε να εισχωρήση.
Σηκώθηκα, βαρειά, με κόπο και γονάτισα πάλι μπροστά στην εικόνα Της, με μιαν εμπιστοσύνη απέραντης γλύκας.
Δεν ξαναφάνηκαν. Και μέσα μου έχω τη σιγουριά πως δεν θα ξαναφανούν.
28 Απρίλη 1943
Γέμισε μοιρολόι το γραφείο μας.
Μια γυναίκα από την Κύμη, η Χαρτσά, γονάτισε στη μέση της κάμαρας και μοιρολογούσε τα δυο σκοτωμένα αγόρια της, σα να τα είχε μπροστά της. Τραγουδούσε με καμάρι τη λεβεντιά τους, τραγουδούσε τα νανουρίσματα που τους έλεγε σαν ήταν μικρά. Ούτε την έμελλε για τον κόσμο γύρω της. Ούτε καμιά μας τολμούσε να τη διακόψη. Όταν απόκαμε πια, της δώσαμε να πιή λίγο νερό και τη βάλαμε να καθήση. Άρχισε να μας λέη την ιστορία της. Κάθε τόσο εικόνες σκότιζαν το μυαλό της και την έπαιρνε το παράπονο.
Συμμαχικά αεροπλάνα είχαν ρίξει οπλισμό στην Κύμη και οι νέοι Χαρτσά μαζί με τον Ψαράκη(Ο Χρήστος Ψαρράκης, ανάπηρος του πρώτου πολέμου, μαζί με τα παλληκάρια της Χαρτσά μάζευε και έκρυβε τον οπλισμό που έρριχναν τα συμμαχικά αεροπλάνα. Κατόρθωσε τότε να δραπετεύση. Τον έπιασαν όμως αργότερα.) τον μάζεψαν και τον έκρυψαν. Μα οι Ιταλοί τους παραμόνευαν. Τους σκότωσαν και τους θάψανε μπροστά στη μάνα τους.
Προσπαθήσαμε να την παρηγορήσουμε. Να της δώσωμε λίγη δύναμη. Μα ποια μπορεί να είναι η παρηγοριά μιας μάνας, όταν βλέπη ανοιχτόν μπροστά της τον τάφο των παιδιών της ;
Προσπαθήσαμε να την απαλλάξωμε από τη φροντίδα της ζωής, να ζεστάνωμε λίγο την ερημιά της. Της δώσαμε χρήματα και της υποσχεθήκαμε πως θα της στέλνωμε κάθε μήνα. Της δώσαμε ρούχα και τρόφιμα. Της είπαμε πως, ό,τι θελήση, θα είμαστε πάντα εκεί κοντά της. Μα δεν ήξερε τι να τον κάνη τον εαυτό της. Ήταν άδεια.
Έφυγε λίγο πιο ήσυχη.
Γυρίζει πάλι στην Κύμη.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ – ΕΚΔΟΣΗ “ΤΟ ΒΗΜΑ”
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ