ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Με τι λοιπόν να παρομοιάσουμε την παρούσαν κατάστασιν; Ομοιάζει πράγμα με ναυτικό πόλεμο, τον οποίο διωργάνωσαν φιλοπόλεμοι και ναυμάχοι άνδρες, αφού άφησαν μέσα τους να αυξηθή το μίσος εναντίον αλλήλων, λόγω παλαιών συγκρούσεων. Φαντάσου λοιπόν στην εικόνα αυτήν να εφορμά ο στόλος με σφοδρότητα και από τας δύο πλευράς, κατόπιν δε, ενώ η οργή έχει φθάσει εις το αποκορύφωμα, να έχουν αλληλοπλευρισθή τα πλοία και να μάχωνται οι άνδρες.
Υπόθεσε, αν θέλης, ότι τα πλοία συγκλονίζονται συγχρόνως από βιαία καταιγίδα και ότι η μαυρίλα από τα σύννεφα σκοτεινειάζει το κάθε τι, ώστε να μην ημπορή να διακρίνη κανείς εχθρούς και φίλους, διότι τα χαρακτηριστικά σύμβολά των δεν διακρίνονται μέσα στη σύγχυσιν. Για να κάμουμε πλέον σαφή την εικόνα ας προσθέσουμε και φουσκωμένη θάλασσαν, που να στριφογυρίζη τα νερά της από τον βυθό μέχρι επάνω, και το νερό να πέφτη από τα σύννεφα ορμητικό, και να δημιουργήται από την τρικυμία φοβερή θαλασσοταραχή. Έπειτα τους ανέμους να φυσούν απ’ όλας τας κατευθύνσεις προς το αυτό σημείο και να συνταράσσουν ολόκληρο τον στόλο, και εκ των αντιπάλων άλλους μεν να καταπροδίδουν την παράταξίν τους και να ενώνωνται παρά την αγωνία για την έκβασιν προς τους άλλους, άλλους δε και να αγωνίζωνται να κυβερνήσουν τα σκάφη που φέρονται εδώ και εκεί από τους ανέμους για να αντεπιτεθούν εις τους εφορμώντας, και να αλληλοφονεύωνται λόγω ανταρσίας την οποία εδημιούργησε ο φθόνος προς τον υπερέχοντα στην μάχην και η επιθυμία να νικήση ο καθένας μόνος του.
Αναλογίσου κοντά εις αυτά και κάποιο ανάμεικτο θόρυβον να επικρατή εις όλο το σημείον εκείνο της θαλάσσης, και εκ των ανέμων που ολόγυρα σφυρίζουν, και από τα κτυπήματα των πλοίων, και από το κόχλασμα της τρικυμίας, και από τη βοή των πολεμιστών, οι οποίοι κραυγάζουν με ποικίλας φωνάς αναλόγως προς ό,τι παθαίνουν. Εξ αίτιας αυτού τού θορύβου λοιπόν δεν ακούγεται η φωνή ούτε τού ναυάρχου ούτε τού κυβερνήτου, αλλ’ επικρατεί φοβερή αταξία και σύγχυσις, και το μέγεθος αυτό των κακών συντελεί ώστε να διαπράττουν σωρεία λαθών, από απόγνωση ως προς την τύχην της ζωής τους. Πρόσθεσε εις αυτά και βαρυτάτην ασθένεια δοξομανίας, ώστε ενώ το πλοίον ήδη βυθίζεται, οι επιβάται του να μη παραιτούνται από τας έριδας για τα πρωτεία.
Να μεταφερθής τώρα από την εικόνα εις το ίδιο το κακό.
Μήπως παλαιότερα το αρειανικό σχίσμα, αφού διεχωρίσθη από την Εκκλησία ως αντίπαλος μερίς, δεν ενεφανίζετο ως η μοναδική εχθρική παράταξη; Όταν δε μετά από τη μακροχρόνιο και φοβερά έριδα κατήλθον εις ανοικτό εναντίον μας πόλεμο, τότε ο πόλεμος διεχωρίσθη εις πολλά και ποικίλα μέρη, ώστε και λόγω τού γενικού εχθρικού κλίματος και λόγω των υποψιών δια τον καθένα υπήρχε εις όλους άσβεστον μίσος.
Ο σάλος αυτός των Εκκλησιών δεν είναι αγριώτερος από κάθε θαλασσινή τρικυμία; Κατ’ αυτόν κάθε όριο που έθεσαν οι πατέρες έχει μετακινηθή, κάθε θεμέλιο και οχυρό της δογματικής διδασκαλίας έχει διασαλευθή. Τα πάντα δε συγκλονίζονται και σειόνται, διότι στηρίζονται επί σαθράς βάσεως. Με το να επιτιθέμεθα δε ο εις εναντίον τού άλλου, καταστρεφόμεθα μεταξύ μας. Ακόμη και αν δεν προλάβη να σε κτυπήση ο εχθρός, σε πληγώνει ο σύντροφος. Και αν πέσης κάτω πληγωμένος, σε καταπατά ο συμπολεμιστής. Συνδεόμαστε μεταξύ μας επί τόσον χρόνο, όσον από κοινού μισούμε τους εχθρούς. Όταν όμως φύγουν οι εχθροί, βλεπόμαστε μεταξύ μας ως εχθροί. Προσέτι δε ποιος ημπορεί να μετρήση το πλήθος τους ναυαγίων;
Άλλοι βυθίζονται, επειδή εδέχθησαν επίθεση των εχθρών, άλλοι λόγω της κεκαλυμμένης των συμμάχων επιβουλής, άλλοι λόγω απειρίας των αρχηγών τους. Ολόκληροι Εκκλησίες ακόμη, επειδή προσήραξαν ως εις υφάλους επάνω εις τας αιρετικάς δολοπλοκίας, εβυθίσθηκαν αύτανδροι, άλλοι δε εξ αυτών, οι οποίοι δεν θέλουν να ακολουθήσουν τον Σωτήρα εις το πάθος, αφού παρέλαβαν τη διακυβέρνηση της Εκκλησίας, εναυάγησαν ως προς την πίστιν. Αι ταραχές επίσης, αι οποίαι προέρχονται από τους πολιτικούς άρχοντας, δεν συνταράσσουν τους λαούς σφοδρότερο πάσης καταιγίδας; Θλιβερό και σκυθρωπόν σκοτάδι όντως έχει καλύψει τας Εκκλησίας, διότι οι λαμπτήρες του κόσμου, τους οποίους ετοποθέτησε ο Θεός για να φωτίζουν τας ψυχές των λαών, έχουν εκδιωχθή. Ενώ δε ήδη επικρέμαται ο φόβος να διαλυθή το παν, η υπερβολική μεταξύ των φιλονικία δεν αφήνει να αντιληφθούν τον κίνδυνο.
Υπολογίζεται περισσότερο η προσωπική βλάβη από τον κοινό και γενικό πόλεμο, η επικράτηση επί των αντιπάλων είναι ο στόχος και όχι το κοινό καλό, προτιμάται η άμεσος ικανοποίηση τού εγωϊσμού από τας αμοιβάς αι οποίαι θα δοθούν αργότερο. Γι’ αυτό όλοι ανεξαιρέτως, με οποιονδήποτε τρόπο ημπορεί ο καθένας, σηκώνουν τα φονικά χέρια και κτυπούν ο ένας τον άλλο. Κάποια τραχεία κραυγή από τας αντιλογίας αυτών οι οποίοι αντιμάχονται αλλήλους, και μία ακατανόητη βοή, και ένας δυσδιάκριτος ήχος από τους ακαταπαύστους θορύβους, έχουν γεμίσει σχεδόν όλη την Εκκλησία, και η ευσεβής δογματική διδασκαλία διαστρέφεται από τας ακρότητας, από τας υπερβολάς και από τας ελλείψεις. Διότι άλλοι μεν με το να συγχέουν τα πρόσωπα της Τριάδος οδηγούνται εις Ιουδαϊσμό, άλλοι δε με το να δέχωνται αντίθεση των φύσεων οδηγούνται εις Ελληνισμό.
Ούτε η θεόπνευστος Γραφή αρκεί για να τους συμβιβάση, ούτε αι αποστολικαί παραδόσεις να τους οδηγήσουν εις συμφιλίωση. Μία είναι μόνο η προϋπόθεση της φιλίας· το να ομιλήση κανείς κολακευτικά. Για τη δημιουργία δε έχθρας είναι αρκετό το να μη συμφωνή κανείς προς τη γνώμην τού άλλου. Η ομοιότης του σφάλματος προκαλεί εμπιστοσύνη για τη συμμετοχή στην ανταρσία περισσότερο από κάθε είδους συνωμοσία. Θεολόγος δε είναι ο οιοσδήποτε, έστω και αν η ψυχή του είναι στιγματισμένη από αναριθμήτους κηλίδας. Δια τούτο οι νεωτεριστές ευρίσκουν εύκολα πολλούς συνεργάτας στην ανταρσία τους. Γι’ αυτό αυτοχειροτόνητα πρόσωπα και επιδιώκοντα με παν μέσον την κατάληψη της εξουσίας έχουν αναλάβει τη διοίκηση της Εκκλησίας, αφού ηγνόησαν την οικονομία τού αγίου Πνεύματος. Και ενώ οι ευαγγελικοί θεσμοί ευρίσκονται λόγω της αταξίας εις παντελή σύγχυσιν, υπάρχει απερίγραπτη σπουδή για τα αξιώματα, και ο καθένας εξ αυτών οι οποίοι θέλουν να επιδειχθούν αγωνίζεται να ανέλθη ο ίδιος εις το αξίωμα. Φοβερή δε αναρχία λόγω αυτής της φιλαρχίας επικρατεί μεταξύ των λαών. Γι’ αυτό αι συστάσεις των υπευθύνων αποβαίνουν ανωφελείς και χωρίς αποτέλεσμα, διότι ο καθένας σκέπτεται ότι πρέπει όχι να υπακούη εις άλλους, αλλά να εξουσιάζη αυτός άλλους, λόγω τού εκ της αμαθείας εγωϊσμού.
Δια τούτο εθεώρησα ότι είναι προτιμότερο να μη ομιλήσω αλλά να σιωπήσω, διότι μέσα εις τόσους θορύβους δεν είναι δυνατόν να εισακουσθή η φωνή ουδενός ανθρώπου. Διότι αν είναι αληθείς οι λόγοι τού Εκκλησιαστού, «οι λόγοι των σοφών ακούγονται όταν επικρατή ησυχία», δεν θα ήρμοζε καθόλου στην παρούσαν κατάστασιν να ομιλήσω περί αυτών.
Ενθυμούμαι ακόμη και το προφητικό εκείνο λόγιον, ότι «ο συνετός θα σιωπήση κατά τον καιρό εκείνο, διότι ο καιρός είναι πονηρός». Και είναι όντως πονηρός, διότι άλλοι φροντίζουν να πέση κανείς κάτω, άλλοι χοροπηδούν γύρω απ’ αυτόν που έπεσε, άλλοι δε επικροτούν την πτώσιν, και δεν υπάρχει κάποιος που από συμπάθεια θα δώση το χέρι του για να σηκωθή αυτός που εγονάτισε. Και να σκεφθή κανείς ότι κατά τον παλαιό νόμο κατακρίνεται ακόμη και αυτός που επροσπέρασε αδιάφορα το ζώον τού εχθρού που εγονάτισε από το βάρος.
Τώρα όμως δεν ισχύουν τα ίδια. Διατί; Διότι γενικά εψυχράνθη η αγάπη, εξηφανίσθη η σύμπνοια μεταξύ των αδελφών, το όνομα της ομονοίας δεν είναι καν γνωστόν. Εχάθησαν αι εξ αγάπης νουθεσίες, πουθενά δεν υπάρχει χριστιανική συμπάθεια, πουθενά δεν χύνεται ένα δάκρυ συμπαθείας. Δεν υπάρχει αυτός που θα στηρίξη τον ασθενή στην πίστιν, αλλά έχει ανάψει τόσον μίσος μεταξύ των συμπολιτών, ώστε ο καθένας χαίρεται περισσότερο για τας συμφοράς τού πλησίον παρά για τα ιδικά του επιτεύγματα. Όπως δε συμβαίνει με τας επιδημίας, όπου και όσοι προσέχουν με πολλή ακρίβεια τη δίαιταν υποφέρουν εξ ίσου προς τους άλλους, επειδή λόγω της συναναστροφής προς τους ασθενείς ασθενούν και αυτοί, έτσι και τώρα εξωμοιωθήκαμεν όλοι μεταξύ μας, διότι η φιλονικία που ως επιδημία κατέλαβε τας ψυχάς μας μας ωδήγησε εις το να φροντίζουμε δια το κακό.
Γι’ αυτό και εις τας θέσεις των δικαστών κόβονται πρόσωπα χωρίς έλεος μεν και σκληρά δι’ όσους σφάλλουν, ενώ υπάρχουν από την άλλη πλευρά κριταί αγνώμονες που δυσμενά αντιμετωπίζουν τα κατορθώματα. Έχει στερεωθή, όπως φαίνεται, το κακό τόσον πολύ, ώστε εγίναμεν αλογώτεροι και από τα άλογα ζώα· διότι εκείνα συγκροτούν μία αγέλη ειρηνική μεταξύ τους, εις ημάς όμως ο φοβερός αυτός πόλεμος έχει εκσπάσει εναντίον των ομοφύλων μας.
Δι’ όλους αυτούς τους λόγους έπρεπε να σιωπήσω από την αντίθετο όμως πλευρά με είλκυεν η αγάπη, η οποία δεν ζητεί το ιδικό της συμφέρον και απαιτεί να υπερνικά κανείς όλας τας δυσκολίας τους καιρών και των πραγμάτων. Μας εδίδαξαν δε και οι ριφθέντες στην Βαβυλωνία κάμινο παίδες, ότι και αν δεν υπάρχη κανείς σύμμαχος της ευσεβείας, πρέπει να επιτελή κανείς και μόνος το καθήκον αυτοί λοιπόν μέσα από την φλόγα της καμίνου υμνούσαν τον Θεόν, χωρίς να υπολογίζουν το πλήθος των ασεβών, αλλ’ οι τρεις των ήσαν αρκετοί για να στηριχθούν μεταξύ τους.
Γι’ αυτό ούτε εμάς μας εφόβισε το πλήθος των αντιπάλων, αλλ’ αφού εστηρίξαμεν την ελπίδα στην βοήθεια του αγίου Πνεύματος, διεκηρύξαμεν με πολλή παρρησία την αλήθεια. Θα ήτο άλλωστε το πιο παράλογο απ’ όλα, αν αυτοί μεν που βλασφημούν το Πνεύμα, εξαγγέλλουν με τόσον θράσος και ευκολία την ασέβειάν τους, εμείς δε που έχουμε τέτοιο σύμμαχον και συνήγορο διστάζουμε να υπηρετήσουμε τη διδασκαλία, η οποία έφθασε μέχρις ημών εκ της παραδόσεως των πατέρων, διασωθείσα μέσω της από γενεάς εις γενεάν μνήμης. Επί πλέον δε ενίσχυσε τη διάθεσίν μας αυτήν και η φλόγα της ειλικρινούς σου αγάπης και η σοβαρότης και πραότης του χαρακτήρος σου, τα οποία ήσαν εγγύηση ότι δεν επρόκειτο να γίνουν γνωστά εις πολλούς όσα θα εγράφοντο· όχι διότι ήσαν άξια να αποκρυβούν, αλλά διότι δεν έπρεπε να ριφθούν τα μαργαριτάρια εις τους χοίρους.
Αυτά εγώ είχα να ειπώ. Δι’ εσέ όμως, αν μεν είναι αρκετά όσα έχουν λεχθή, ας μη γίνεται πλέον λόγος δι’ αυτό το θέμα. Αν όμως σου φανούν ελλιπή, δεν θα με πειράξη να ασχοληθής φιλοπόνως με την έρευναν και δι’ ερωτήσεως όχι εριστικής να συμπληρώσης την περί τού θέματος γνώσιν. Εύχομαι να βοηθήση ο Κύριος είτε μέσω εμού είτε δι’ άλλων να συμπληρωθούν τα ελλείποντα μέσω της γνώσεως, η οποία δίδεται υπό του Πνεύματος εις τους ανταξίους των δωρεών αυτού.
ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λ’
ΕΠΕ τόμος 10, σελ. 493-503
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ