Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν
Βαρύς ο σταυρός της αμαρτίας, που έχει φορτωθεί ο ρώσος… Κάποια νύχτα, σ ένα καλύβι, έγινα μάρτυρας μιας άγριας ρώσικης κραιπάλης.
Πέντε άνδρες του κόκκινου στρατού, μαζί με το σπιτονοικοκύρη, τον ψαρά Συμεών, και τον καμπούρη γιό του Πέτρο, έφτιαχναν παράνομο πιοτό. Το ξέρω πως έπρεπε να είχα φύγει από κεί, αλλά έμεινα σκόπιμα: Γιατί απ το μεθύσι και την αμαρτία του ρώσου, που έχει πάντα κάτι το μελαγχολικό, μπορεί να βγάλει κανείς πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε η ψυχή αποκαλύπτεται!… Και σ’ αυτές τις «θανάσιμες ώρες», τις χρειάζεται ένας παρηγορητής…
Οι στρατιώτες ήταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι, με πλακουτσωτές μύτες. Όσο τους έβλεπα ξεμέθυστους και νηφάλιους, τους καμάρωνα. Συλλογιζόμουν:
«Τι καλά που θα ταν, αν δούλευαν παραγωγικά για την πατρίδα μας και το λαό μας… αν καλλιεργούσαν τα χωράφια, αν θέριζαν το σιτάρι…».
Τα λόγια τους είναι σκληρά. Φτύνουν και βλαστημάνε.
Με πήρε το μάτι τους — ήμουνα μαζεμένος σε μία γωνιά.
— Ποιος είν αυτός; ρωτάει ένας τους φτύνοντας αηδιαστικά.
— Περιπλανώμενος τσαγκάρης! αποκρίνεται ο Συμεών.
— Έ, τότε φτιάξε μου τις μπότες! πετάχτηκε ένας άλλος.
Έβγαλε αμέσως τις μισοδιαλυμενες μπότες του και μου τις πέταξε.
— Θα σε πληρώσω! Μη φοβάσαι! πρόσθεσε.
Καταπιάστηκα με τη δουλειά.
Εκείνοι κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να πίνουν, θέλησαν να με κεράσουν. Ήπια ένα ποτήρι, αλλά μου πρόσφεραν και δεύτερο. Για να τ αποφύγω, δικαιολογήθηκα:
— Όχι άλλο, παιδιά. Η καρδιά μου είναι αδύνατη…
Παραήπιανε. Το λαθραίο οινόπνευμα τους μέθυσε για τα καλά. Άρχισαν να παινεύονται σαν μικρά παιδιά και να περιγράφουν τους ηρωισμούς τους. Πολλές και φοβερές ιστορίες διηγήθηκαν, αλλά μία απ όλες με συνετάραξε «έως θανάτου».
— Έ, και τι ν αυτά που είπαμε ως τώρα; τίποτα! Εμείς κάναμε πιο παστρικές δουλειές, που ούτε στον ύπνο σας δεν τις έχετε δεί!
Μιλούσε ένας μικρόσωμος νεαρός με κόκκινα, στρογγυλά φρύδια. Η φωνή του ήταν τσιριχτή, διαπεραστική. Με τα μάτια έκανε νόημα στον αντικρινό του — ένα παλληκάρι με πλατύ, μαλλιαρό μέτωπο και λιπαρές, βρώμικες ρυτίδες.
— Θυμάσαι πως κοινωνήσαμε με σαμογόν; ( Βότκα οικιακής κατασκευής, πολύ δυνατή και με βαρειά μυρωδιά.)
— Σώπα, καλύτερα…, κατσούφιασε ο άλλος.
— Δεν μπορώ!… Πω πω, τι νταβαντούρι έγινε!…
— Σκάσε!… φώναξε βραχνά ο μαλλιαρός. Αυτός όμως είχε πάρει φόρα.
— Δεν είναι πολύς καιρός που έγινε… Είχαμε φτάσει σ ένα κεφαλοχώρι. Η εκκλησία ήταν ήδη κλειστή και σφραγισμένη. Τον παπά τον καψαλίσανε, λέει, σά γουρουνόπουλο πάνω στη φωτιά… κι έπειτα του χώσανε στο λαρύγγι έναν αναμμένο δαυλό… Ναί… Λοιπόν, ακούστε παρακάτω… Είμαστε ακόμα στον πρόλογο… Αρχηγός μας ήταν ο Παύλος Νικοντήμοβιτς Βοζνεσένσκυ… Κεφάλας και φαφλατάς — τέλος πάντων!… Σπούδαζε κάποτε σε ιερατική σχολή… Ακούς εκεί, παπάς ήθελε να γίνει!… Χά!… Σε μια στιγμή λοιπόν, εκεί που το γλεντούσαμε, σηκώνεται ο Βοζνεσένσκυ και λέει με τη βροντερή του φωνή:
«Σύντροφοι! θέλετε να κάνω μία φάρσα στους βλάκες χωρικούς;».
Έδειχνε τα δόντια του σαν πεινασμένος λύκος… και τα φλογισμένα μάτια του, ω, πόσο φοβερά ήταν…
— Μά γιατί τα λες τώρα; τον έκοψε πάλι με οργή ο μαλλιαρός.
– Πάψε!… Λοιπόν… «θέλετε», λέει, «να κάνω τη φάρσα;». Εμείς φυσικά ρωτήσαμε, τι είδους φάρσα εννοούσε. «Ναί», βρόντηξε ο Βοζνεσένσκυ τη γροθιά του στο τραπέζι. «Αύριο θα λειτουργήσω στην εκκλησία και θα κοινωνήσω το λαό… με σαμογόν!…». Εμείς χλωμιάσαμε απ την ταραχή και το φόβο… Αλλά μετά το γλέντι, αφού σκορπίσαμε, το είχαμε ξεχάσει — ή μάλλον αδιαφορήσαμε. Αφού «η θρησκεία είναι το όπιο», κ.λπ.,κ.λπ.
Την άλλη μέρα, γύρω στις δέκα, ένας δικός μας χτύπησε την καμπάνα. Όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Καμπάνα;… απορούν. Τι συμβαίνει; Τους ανακοινώνουμε ότι η κρατική εξουσία, δείχνοντας κατανόηση στα λαϊκά αιτήματα, αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη τέλεση της δημόσιας λατρείας. Γι αυτό έστειλε ακόμα και Ιερέα…
Οι χωρικοί άρχισαν να πανηγυρίζουν. Κίνησαν ομαδικά για την εκκλησία… Ήταν δακρυσμένοι από χαρά… Πέσανε πάνω στις εικόνες και τις φιλούσανε με μία λαχτάρα… τις στολίζανε με λουλούδια, τις ξεσκονίζανε… Ο Παύλος Νικοντήμοβιτς φόρεσε τ άμφια, όλα όπως πρέπει… Έγινε μία αυτοσχέδια χορωδία… Βρέθηκε κι ένας γέρος νεωκόρος… Τέτοια λειτουργία έγινε, που όλοι μέσα στην εκκλησία κλαίγανε με λυγμούς…
Όσο διηγιόταν ο νεαρός, το μαλλιαρό παλικάρι του έριχνε οργισμένες ματιές. Τελικά δεν άντεξε.
— Πάψε, κάθαρμα! Ούρλιαξε.
Και μ αυτά τα λόγια, έχασε την ισορροπία του, έπεσε απ το σκαμνί και σωριάστηκε κατάχαμα. Όπως ήταν μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε αμέσως. Άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Πότε-πότε ταραζόταν από ακούσια αναφιλητά..-
Μεσολάβησε μικρή σιωπή.
— Και λοιπόν; τι έγινε; Κοινώνησε τους χωριάτες; ρώτησε ψιθυριστά ο καμπούρης γιός του Συμεών, ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά στον κοιμισμένο.
— Ναί, τους κοινώνησε… είπε, και συνέχισε πιο χαμηλόφωνα, με φανερή ψυχική ταραχή, που ήταν ζωγραφισμένη στο φοβισμένο του βλέμμα. Τους κοινώνησε… κι ύστερα βγήκε να κάνει κήρυγμα!… Τι έγινε τότε!… Άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει το Χριστό, την Παναγία, τους αγίους… Εγώ απ την τρομάρα μου είχα κολλήσει στο πάτωμα, είχα κοκαλώσει… Κι ο λαός… Τι έγινε με το λαό!…
Στο σημείο αυτό ο νεαρός αφηγητής έκλεισε τα μάτια, ζάρωσε το μέτωπο και σκούπισε τον ιδρώτα του με το μανίκι της χλαίνας του.
Το πρόσωπό του συσπάστηκε. Τα δόντια του χτυπούσαν. Και τα χέρια του δεν ήξερε που να τα βάλει… Ήταν σαν χαμένος.
— Αν δεν μπορείς, μη συνεχίσεις…, του είπε ο ψαράς, τρέμοντας κι αυτός απ την ταραχή.
—Όχι, πρέπει να τελειώσω! Πείσμωσε εκείνος. Δεν μπορώ να μην τα πω όλα!… Λοιπόν, που σταμάτησα;… Ναί, ο λαός… Έχετε δεί πως η θύελλα σηκώνει τις σκεπές, πως ξεριζώνει τα βράχια και τα συντρίβει; Έ, έτσι έκαναν κι αυτοί με τον Βοζνεσένσκυ! Τον σήκωσαν, τον πέταξαν κάτω, κι άρχισαν να τον χτυπάνε κραυγάζοντας αγανακτισμένα… να τον χτυπάνε με τις μπότες, με τις γροθιές, με τα κηροπήγια… να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στ αχαμνά… Χύθηκαν τα μυαλά του… τα σωθικά του… τα έντερά του!!!… Οι εικόνες ολόγυρα πιτσιλίστηκαν με το αίμα του!».
Το παλικάρι αναστέναξε μ ένα βογγητό, ταλαντεύτηκε και ζήτησε νερό.
— Λοιπόν, μετά τι έγινε; ρώτησε με άκαμπτη σκληρότητα ο Πέτρος, αλλοιωμένος απ το φόβο και την περιέργεια.
— Δε σου φτάνουν όσα άκουσες, διάβολε καμπούρη; ξέσπασαν οι υπόλοιποι νεαροί, που ως εκείνη τη στιγμή κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί σαν πεθαμένοι.
— Ρωτάς τι έγινε μετά;… είπε ο άλλος, ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του. Κάλεσαν ένα απόσπασμα… με πολυβόλα… Έπεσαν πάνω στο λαό… Ρά-τα-τα-τα!… Ξεκάνανε καμιά πενηνταριά… χωρίς να λογαριάζουμε τους τραυματίες… Ύστερα μιλήσανε για στάση και εξέγερση ενάντια στη νόμιμη εξουσία!…
Δεν ήθελε πια κανένας να πιεί. Κάθισαν ώρα πολλή αμίλητοι και σκυθρωποί. Ύστερα άρχισαν να φεύγουν ένας-ένας. Τις μπότες δεν κατόρθωσα να τις διορθώσω. Από ένα λεπτότατο νήμα αράχνης κρατιόταν το μυαλό μου. Λίγο ακόμα και θα το έχανα…
Απόσπασμα από το :
Το οδοιπορικό ραβδί
Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν
Μετάφραση από τα ρωσικά
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Στους «αθλήσει και ομολογία διαλάμψαντας» ορθοδόξους κληρικούς όλων των αιώνων