Ἀρχιμ. Βαρνάβα Λαμπροπούλου
Αιρέσεις καί κήρυγμα
Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός, ὅταν δικαζόταν ἀπό τόν Πιλάτο, ἀποκάλυψε ὅτι ἡ ὁριοθέτηση καί περιφρούρηση τῆς ἀλήθειας εἶναι ὁ βασικός σκοπός τῆς ἐνανθρώπησής Του: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγένημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18, 37). Ἔκτοτε τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν, εἶναι καί πρέπει νά παραμείνει πρώτιστα «μαρτυρία τῆς Μιᾶς Ἀληθείας». Ἀπαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση αὐτῆς τῆς μαρτυρίας εἶναι ἡ διδασκαλία περί ὀρθοδόξου γνωσιολογίας.
Πρίν ἀρχίσει ὁ ποιμένας νά ἐκθέτει στούς ἐντός ἤ καί στούς ἐκτός τά δόγματα, πρέπει νά τούς μάθει τίς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν· δηλαδή, πῶς θεραπεύεται ἡ τύφλωση, τήν ὁποία προκαλοῦν τά πάθη. Ὁ Μ. Βασίλειος, λέει ὅτι, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν «ἐν κηρῷ γράψαι, μὴ προκαταλεάναντα τούς ἐναποκειμένους χαρακτῆρας», ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά φυτέψεις στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τά θεῖα δόγματα, ἄν πρῶτα δέν ξεριζώσεις τίς ἄλογες προλήψεις τῶν παθῶν, πού συνήθως ἀπό τήν πολυκαιρία ἔχουν ριζώσει βαθιά.
Τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ κηρύγματος οἰκοδομῆς στήν ὀρθοδοξία κατά τούς Πατέρες εἶναι:
α) Δέν πρέπει νά «διανθίζεται» εὐκαίρως – ἀκαίρως μέ ἀντιαιρετικές «κορῶνες».
Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο «κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον» δέν σημαίνει ὅτι στό κήρυγμα κάθε Κυριακῆς πρέπει νά κατακεραυνώνουμε, ἄς ποῦμε, τόν … Πάπα! Σέ κάποια ἐνορία, πού συμβαίνει αὐτό, οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἀναρωτιοῦνται: «Γιά νά δοῦμε, ὁ παπούλης πῶς θά “κολλήσει” τήν κριτική τοῦ Πάπα μέ τό σημερινό Εὐαγγέλιο;»
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν θεώρησαν τόν ἐκκλησιαστικό ἄμβωνα ὡς μέσο ψυχολογικῆς ἐκτόνωσης ἤ πολεμικῆς ἀντιπαράθεσης μέ ὑπαρκτούς ἤ κατά φαντασίαν ἐπικίνδυνους ἐχθρούς.
β) Δέν ἐξαντλεῖται σέ «πετροβόλημα» ἁγιογραφικῶν χωρίων, πού ἔχει ἁπλῶς σκοπό νά δείξει ὅτι «παίζουμε τή Γραφή στά δάχτυλα». Κάποτε ἐπισκέφθηκαν τόν ἀββᾶ Σισώη ἀρειανοί καί ὅταν «ἤρξαντο καταλαλεῖν τῶν ὀρθοδόξων, ὁ γέρων οὐκ ἀπεκρίθη αὐτοῖς οὐδέν». Μόνο φώναξε τόν μαθητή του καί τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ, φέρε μοι τὸ βιβλίον τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ ἀνάγνωθι αὐτό». Ἔτσι «ἐγνώσθη ἡ αἵρεσις αὐτῶν· καὶ ὁ γέρων ἀπέλυσεν αὐτοὺς μετ’ εἰρήνης». Ὁ Μ. Σισώης δέν χρησιμοποίησε γυμνό τό κείμενο τῆς Γραφῆς, γιά νά δείξει τήν πλάνη τους. Διετράνωσε ὅτι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» δέν εἶναι ἕνα βιβλίο, ἤ κάποιες λεκτικές διατυπώσεις, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία. Δέν «γέννησε» ἡ Γραφή τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τή Γραφή. Συνεπῶς, ὁ μόνος αὐθεντικός ἑρμηνευτής της εἶναι ἡ Ἐκκλησία μέ τούς ἁγίους Πατέρες Της.
γ) Εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μέ τή Λατρεία. Σχεδόν ὅλοι οἱ ἀντιαιρετικοί λόγοι τῶν Πατέρων ἐκφωνήθηκαν μέσα στή Θ. Λειτουργία. Κήρυγμα καί λατρεία, ἄρρηκτα δεμένα, ἀποτελοῦν τό Ζωντανό Γεῦμα τῆς Ἀληθείας, πού δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ νεφελώδη ἰδεολογήματα, ἀλλά εἶναι ἕνα Πρόσωπο. ῎Ετσι, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιοι πού ἔχουν ἁπλῶς τή σωστή ἄποψη περί ᾿Αληθείας ἤ κάποιοι πού τήν «κατάλαβαν» καλύτερα ἀπό ἄλλον. ῾Η ὀρθοδοξία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δέν κατακτᾶται οὔτε μέ τό νά πάρουν πτυχίο ἀπό κάποιο ὀρθόδοξο σεμινάριο, οὔτε ἄν ἀποστηθίσουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. ῾Η ὀρθοδοξία τους οὐσιαστικά ἀρχίζει καί τελειώνει στό ὅτι εἶναι μέλη τοῦ ῾Ενός Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν Εὐχαριστία μποροῦν καί γίνονται «σύσσωμοι» καί «σύναιμοι» μέ τή Σαρκωμένη ᾿Αλήθεια, τόν Χριστό.
δ) Δέν διαπνέεται ἀπό ἄκριτο ζῆλο. Σέ ἔκθεση ἀντιαιρετικῆς δράσης μιᾶς ἐνορίας ἀναφέρεται: «Ὅταν κάποτε ἦλθαν Χιλιαστές στήν ἐνορία μας, μέ τά μεγάφωνα καί τίς καμπάνες εἰδοποιήθηκε ὅλος ὁ λαός, πώς κατέφθασαν “λύκοι βαρεῖς”. Ἀμέσως ὁμάδα παιδιῶν βγῆκε στούς δρόμους, φωνάζοντας συνθήματα ἐναντίον τους. Κάποιοι πού διέθεταν μεγαλύτερη δεξιότητα, ἐντόπισαν τό ἁμάξι τους καί ξεφούσκωσαν τά λάστιχα…»!
Ἄν τό ἀντιαιρετικό κήρυγμα (συνεπικουρούμενο ἀπό ντουντοῦκες καί καμπάνες) καταλήγει στό νά ξεφουσκώνουν οἱ πιστοί τά λάστιχα τοῦ αὐτοκινήτου τῶν αἱρετικῶν, σύντομα θά «ξεφουσκώσει» καί ὁ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλος ποιμένος καί ποιμενομένων θά ἀποδειχθῆ κενός ἀπό ὑγιᾶ ποιμαντική ἀγωνία καί διάκριση πνευματική.
ε) Δέν ἔχει διανοουμενίστικο ὕφος. Ὁ διανοουμενισμός καί ὁ θεολογικός ἀκαδημαϊσμός ὁδηγεῖ στήν ξερή διατύπωση κάποιων ἀρχῶν, πού μπορεῖ νά τίς δέχεσαι σάν ἰδεολογικές πεποιθήσεις, χωρίς ὅμως ἡ ζωή σου νά μεταβάλλεται σέ τίποτα. Ἀπόρροια τέτοιας διαστροφῆς εἶναι νά νομίζεις ὅτι, γιά νά σωθῆς, ἀρκεῖ νά κρατᾶς στά χέρια σου ἕνα καλό ἐγχειρίδιο δογματικῆς. «Τί νά τό κάνω τό δόγμα ξεκομμένο ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως;» ἀναρωτιέται ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης. «Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι σκέτη βλακεία. Δέν πείθει κανένα. Μόνο μέ στρατιωτικές δυνάμεις μπορεῖ νά σταθῆ». Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἐξαντλεῖται τό ἀντιαιρετικό κήρυγμα στή σύνταξη λίστας «λογικῶν» ἐπιχειρημάτων, γιά «νά κολλήσουν τούς αἱρετικούς στόν τοῖχο».
Ὁ σκοπός εἶναι οἱ ἐντός τῆς Μάνδρας «περισσεύοντες ἄρτων μίσθιοι τοῦ Πατρός» νά βοηθήσουν τούς ἐκτός νά ἐννοήσουν ὅτι θά μένουν πάντοτε πεινασμένοι καί ὅτι στό Σπίτι τούς περιμένει ὁ Πατέρας τους, ὄχι γιά νά τούς κατσαδιάσει, πού τόσο καιρό ἀλήτευαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλά γιά νά τούς ἀγκαλιάσει καί νά τούς χορτάσει μέ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν».
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ: Σεπτέμβριος – Ὀκτώβριος 2018 Τεῦχος 5ον