1941 – 1944
ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
ΕΚΒΟΥΛΓΑΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Άμα τη εισβολή του βουλγαρικού στρατού εξετοπίσθησαν οι Μητροπολίται της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής, Θράκης, Σερρών, Κωνσταντίνος, Σιδηροκάστρου Βασίλειος, Ζιχνών Αλέξανδρος, Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος και ο αναπληρωτής του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος. Οι δύο μάλιστα εξ αυτών, ο Σιδηροκάστρου και ο Μαρωνείας και Θάσου, εκακοποιήθησαν και εληστεύθησαν κατά την αναχώρησίν των υπό των συνοδευόντων αυτούς Βουλγάρων αστυνομικών. Μετά των Μητροπολιτών εξετοπίσθησαν ή εξηναγκάσθησαν εις εκπατρισμόν, κατόπιν παντοειδών προπηλακισμών και εξευτελισμών, και οι ιερείς. Ανεκτοί υπήρξαν ευάριθμοι μόνον ιερείς, ασθενείς και υπερήλικες κατά το πλείστον, εις τους οποίους όμως απηγορεύθη η τέλεσις πάσης ιεροπραξίας. Αι ελληνικαί Μητροπόλεις υπήχθησαν εις τας βουλγαρικάς Μητροπόλεις Νευροκοπίου και Φιλιππουπόλεως, διοικούμεναι δι’ επιτρόπων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εις τα μέγαρα των ελληνικών Μητροπόλεων. Όλοι οι ναοί των πόλεων και των χωρίων και το μεγαλύτερον μέρος των μονών, μεταξύ των οποίων η παρά τας Σέρρας μονή του Προδρόμου, η παρά την Δράμαν Λαυρεντιανή μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, καθώς και αι μοναί της Μητροπόλεως Ζιχνών, της Αγίας Τριάδος και της Αγίας Παρασκευής κατελήφθησαν υπό των βουλγαρικών αρχών, κατεσχέθη δε η κινητή και η ακίνητος περιουσία αυτών.
Οι Έλληνες ιερείς αντικατεστάθησαν υπό Βουλγάρων ιερέων, περιοδικώς εναλλασσόμενων, οι οποίοι ετέλουν την λειτουργίαν και τας ιεροπραξίας εις την βουλγαρικήν γλώσσαν. Τα ελληνικά εκκλησιαστικά βιβλία, όσα δεν απεκρύβησαν, εκάησαν. Αλλά και άλλως αι βουλγαρικαί Αρχαί εφρόντισαν να απαλείψουν από των ναών και των μονών παν ίχνος μαρτυρούν περί της ελληνικής προελεύσεώς των. Αι εξωτερικοί ελληνικαί επιγραφαί των ναών και των μονών απεξέσθησαν ή εκαλύφθησαν δι’ ασβεστοκονιάματος, ως του εν Καβάλλα ναού του Αγίου Ιωάννου. Αι Ελληνικαί επιγραφαί των εικόνων αντικατεστάθησαν δια βουλγαρικών. Τα εικονοστάσια εβάφησαν δια των βουλγαρικών χρωμάτων. Και αυταί ακόμη αι ελληνικοί επιγραφαί των τάφων εις τα νεκροταφεία των αποθανόντων όχι μόνον κατά την διάρκειαν της κατοχής, αλλά και προ αυτής αντικατεστάθησαν δια βουλγαρικών.
Ούτως, εναντίον παντός θείου και ανθρωπίνου νόμου, οι Έλληνες κάτοικοι των πέραν του Στρυμώνος επαρχιών της Μακεδονίας και της Θράκης υπεχρεώθησαν να παρακολουθούν την λειτουργίαν εις τους ναούς εις ξένην γλώσσαν και να δέχωνται κατά την τέλεσιν των ιεροπραξιών, βαπτίσεων, γάμων, κηδειών κλπ. τας ευλογίας ιερέων, οι οποίοι ανήκον εις εκκλησίαν ορθόδοξον μεν, αλλά καταδικασθείσαν κατά το έτος 1872 υπό της Μ. Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως σχισματικήν.
Επειδή όμως οι Έλληνες κάτοικοι απέφευγον τον εκκλησιασμόν εις ναούς, εις τους οποίους η λειτουργία ετελείτο εις την βουλγαρικήν γλώσσαν και υπό βουλγάρων ιερέων, αι δε εισπράξεις των ναών, κατατιθέμεναι εις τας Τραπέζας, προωρίζοντο δια τας βουλγαρικάς Μητροπόλεις Νευροκοπίου και Φιλιππουπόλεως, χάριν της εισπράξεως του χρήματος των Ελλήνων πιστών εγίνετο παρέκκλισις από του κανόνος προκειμένου περί των προσοδοφόρων ναών των πόλεων. Ούτω, επετρέπετο εν Καβάλλα εις μεν τον ναόν του Αγίου Νικολάου να ιερουργή Έλλην ιερεύς, εις δε τον ναόν του Αγίου Iωάννου να ψάλλη εις την ελληνικήν γλώσσαν ο αριστερός χορός.
Ενταύθα πρέπει να προστεθούν ολίγαι λέξεις περί της διαγωγής των Βουλγάρων ιερέων, οι οποίοι αντικατέστησαν τους Έλληνας ιερείς εις τα βουλγαρακρατηθέντα ελληνικά εδάφη. Κατά τας πληροφορίας αξιόπιστων κατοίκων της Δράμας, κατά το σκηνοθετηθέν κίνημα του Σεπτεμβρίου 1941, ο τότε γραμματεύς του αρχιερατικού επιτρόπου Δράμας και, κατόπιν επίτροπος του μητροπολίτου Νευροκοπίου εν τη αυτή πόλει Αντώνωφ, έδωσε την τελειωτικήν βολήν εις ημιθανείς Έλληνας κατωκειμένους εν τη πλατεία Ελευθερίας της πόλεως. Κατά τας πληροφορίας του εφημερίου Νέας Γαληψού της Ελευθερουπόλεως Κωνστ. Ορφανού, ο αντικαταστήσας αυτόν Βούλγαρος ιερεύς ελειτούργει τοποθετών το περίστροφόν του επί της Αγίας Τραπέζης.
Κατά τας πληροφορίας κατοίκων της Κομοτηνής, ο εν τη πόλει επίτροπος του Μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως Μάξιμος, εις δημοσίους λόγους του εν τη πλατεία της πόλεως, εξήμεσε κατ’ επανάληψιν τας χυδαιοτάτας των ύβρεων κατά του Ελληνισμού και των Ελλήνων. Εις φωτογραφίαν παρατιθεμένην εις το παράρτημα 111 υπ’ αριθ. 3 εικονίζεται ο αυτός επίτροπος του μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως Μάξιμος μεθ’ ενός διακόνου και Βουλγάρων στρατιωτών, έμπροσθεν δε αυτών υπάρχουν δύο κεφαλαί Ελλήνων αποκαμμέναι. Βούλγαρος ιερεύς εις την Σαμοθράκην, περιερχόμενος τας οικίας των πιστών κατά την ημέραν των Φώτων δια να τους αγιάση, ήνοιγε τα ερμάρια και τα συρτάρια και επεσήμαινεν ό,τι πολύτιμον αντικείμενον υπήρχε, κατόπιν δε, δι’ εμπίστου προσώπου υπό το πρόσχημα της ερεύνης προς αναζήτησιν οπλών κλπ. , υπεξήρει αυτά.
ΔIΑΡΠΑΓΑΙ, ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ, ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Η όρεξις των βουλγάρων δια την διαρπαγήν και την καταστροφήν του ακινήτου και του κινητού πλούτου των Ελλήνων υπήρξεν ανάλογος προς το μίσος και την απέχθειαν, την οποίαν έδειξαν προσωπικώς προς αυτούς. Το έδαφος ήτο πρόσφορον προς καταστροφήν και διαρπαγήν. Η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη είναι αι ευφορώτεραι και αι πλουσιώτεραι επαρχίαι του Ελληνικού Κράτους. Κατά την τελευταίαν μάλιστα ειρηνικήν εικοσαετίαν εξειλίχθησαν θαυμασίως και παρουσίασαν εξαιρετικήν ακμήν και πλούτον. Εβοήθησαν δε προς τούτο οι κάτοικοι δια της ακαμάτου εργασίας και του ιδρώτος των και κυρίως το Κράτος, το οποίον διέθεσεν εκ του προϋπολογισμού του μεγάλα χρηματικά ποσά προς αποξήρανσιν ελών, διαρρύθμισιν της κοίτης ποταμών, την εκτέλεσιν αρδευτικών έργων και την κατασκευήν οδών και γεφυρών. Κατά του εθνικού και του ιδιωτικού τούτου πλούτου επέπεσαν οι βούλγαροι με αφάνταστον βουλιμίαν και βαρβαρότητα, διαρπάζοντες και καταστρέφοντες. Αυτουργοί δε της διαρπαγής και της καταστροφής ήσαν οι εκ βουλγαρίας έποικοι, οι δυσανάλογοι εις αριθμόν εν σχέσει προς τας ανάγκας της υπηρεσίας δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι. Εις την Ξάνθην υπήρχον 4000 περίπου δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι, εις δε την Κομοτινήν οι δημοτικοί υπάλληλοι συνεποσούντο εις 380, ο στρατός, η αστυνομία, οι ιερείς, οι αγροφύλακες και οι δασοφύλακες. Πάντες ούτοι προσήλθον μετά των οικογενειών των, ρυπαροί, ρακένδυτοι και εστερημένοι και αυτών ακόμη των στοιχειωδών μέσων δια την πρώτην εγκατάστασίν των, εντελώς όμως ανεπιτήρητοι και ανεξέλεγκτοι υπό των προϊσταμένων των ήσαν εφωδιασμένοι με δικτατορικήν εξουσίαν.
Περί της υποκαταστάσεως του βουλγαρικού δημοσίου εις την ακίνητον περιουσίαν και περί της διαρπαγής της κινητής περιουσίας των βιαίως ή οικειοθελώς εκπατρισθέντων Ελλήνων, περί της ληστεύσεως αυτών μέχρι της αφίξεως εις τα σύνορα του Στρυμώνος, περί της διαρπαγής και της καταστροφής της κινητής και της ακινήτου περιουσίας των Ελλήνων κατοίκων κατά την διάρκειαν του ψευδοκινήματος του Σεπτεμβρίου 1941 και περί της διαρπαγής των γεωργικών και των κτηνοτροφικών προϊόντων και των ζώων των παραμεινάντων επί τόπου Ελλήνων κατοίκων, έγινεν ανωτέρω λόγος και παρετέθησαν αριθμοί τινές, ίνα κατοοδειχθή το μέγεθος της εντεύθεν ζημίας.
Η διαρπαγή όμως της κινητής περιουσίας των Ελλήνων κατοίκων συνεχισθείσα και μετά το κίνημα του Σεπτεμβρίου 1941 εγίνετο εις πάσαν ευκαιρίαν υπό διαφόρους προφάσεις και κατά τον βαρβαρότερον τρόπον. Κατά τας συχνοτάτας κατ’ οίκον έρευνας υπό το πρόσχημα της αναζητήσεως οπλών, στρατιωτικών ειδών και ελληνικών σημαιών και βιβλίων, καθ’ οδόν υπό το πρόσχημα της χρησιμοποιήσεως της ελληνικής γλώσσης και της παραβιάσεως της ώρας της νυκτερινής κυκλοφορίας, κατά την διάρκειαν της κρατήσεως εις τας φυλακάς, κατά την σύλληψιν προς τον σκοπόν του εκτοπισμού εις την Βουλγαρίαν κλπ. Τα δε αντικείμενα της διαρπαγής ήσαν κατά προτίμησιν χρήματα, κοσμήματα, τιμαλφή, ρούχα ιδίως μάλλινα και μεταξωτά, εργαλεία, μηχανήματα και τρόφιμα. Τα τελευταία μετεπωλούντο εις τους Έλληνας εις υπερβολικάς τιμάς.
Εις σπανίας περιπτώσεις εξεβιάζοντο οι Έλληνες κάτοικοι υπό την απειλήν της φυλακίσεως, του εκτοπισμού κ.λ.π. να πωλήσουν αντικείμενα εις ευτελείς τιμάς.
Εκ της Κομοτινής και της περιφέρειας της με 94.554 κατοίκους, κατά πρόχειρον απογραφήν της 1 Νοεμβρίου 1944, κατά το κίνημα του Σεπτεμβρίου και μετ’ αυτό διαρπαγέντα μετεφέρθησαν εις την Βουλγαρίαν αυτοκίνητα φορτηγά 19, λεωφορεία επιβατικά 11, ταξί επιβατικά 16, ελκυστήρες Χάνομακ και Ντιέσελ 8, βενζινάροτρα στοκ 33, διάφορα τρακτέρ 14, άροτρα μεγάλα των τεσσάρων βάσεων 34, άροτρα μικρά της μιας βάσεως 60, δισκάροτρα 22, αλωνιστικά συγκροτήματα (μπατόζες) 10, μοτοσυκλέττες (τριόμφ) 11, ποδήλατα 305, μηχαναί σπαρτικαί 75, μηχαναί θεριστικαί 40, μηχαναί σιτοκαθαριστικαί 42, μηχαναί απολυμάνσεως σίτου 2, μηχαναί χαρτοδετικαί 70, σβάρναι 20, ραπτομηχαναί 28, γραφομηχαναί 36, αποβουτυρωτικαί γαλακτομηχαναί 12, αεροσυμπιεστικαί κατασκευής γεφυρών 2, ραδιόφωνα, μεγάλα και μικρά 127, γραμμόφωνα μεγάλα και μικρά 205, βοϊδάμαξαι 480, ιπποκίνητοι άμαξαι 92, κυνηγετικά όπλα, μονόκανα και δίκαννα 1920, ψαρόβαρκες 32.
Η αξία των αρπαγέντων κοσμημάτων και τιμαλφών ανέρχεται εις 230 χιλ. Χρυσών αγγλικών λιρών, των χρημάτων εις 15 εκατ. Προπολεμικών δραχμών και των επίπλων, οικιακών σκευών, εργαλείων τεχνιτών, γεωργικών εργαλείων και εμπορευμάτων πάσης φύσεως εις 2 εκατ. Χρυσών αγγλικών λιρών. Εις δε τον νομόν Δράμας με 145. 089 κατοίκους, κατά την επίσημον ελληνικήν στατιστικήν του Οκτωβρίου 1940, κατά την διάρκειαν του κινήματος και μετ’ αυτό, ελεηλατήθησαν 3. 332 οικίαι.
Τα έπιπλα και αι βιβλιοθήκαι των δημοσίων και των δημοτικών καταστημάτων, των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, των επιστημονικών και των εμπορικών συλλόγων, εταιριών κ.λ.π. διαρπαγέντα ή απεστάλησαν εις την Βουλγαρίαν ή εχρησιμοποιήθησαν υπό των Βουλγάρων υπαλλήλων εις τας κατοικίας των.
Από των σχολείων διηρπάγησαν μετά των επίπλων και τα πλούσια εποπτικά μέσα διδασκαλίας (Πρβ. Εις το παράρτημα II υπ’ άριθμ. 29). Της διαρπαγής δεν εξηρέθησαν ουδέ αυτοί οι ναοί, αι μοναί και τα μέγαρα των Ελλήνων μητροπολιτών. Δράσται δε της διαρπαγής ήσαν ως επί το πλείστον οι Βούλγαροι λειτουργοί του Υψίστου.
Εικόνες αρχαιολογικής αξίας, πολύτιμα άμφια, αργυρά λειτουργικά σκεύη, αργυραί επενδύσεις ευαγγελίων και εικόνων, έπιπλα, βιβλιοθήκαι, τάπητες, κ.λ.π. διαρπαγέντα απεστάλησαν ή συναπεκομίσθησαν εις την Βουλγαρίαν μετά την ανακωχήν. Ούτω βεβαιώνουν ο μητροπολίτης Ελευθερών, ότι αφηρέθησαν εκ της βιβλιοθήκης του 1500 τόμοι βιβλίων, ο εφημέριος Δοξάτου της Δράμας Χαρίτων Χατζή βασιλείου, ότι από του ναού της κωμοπόλεως διηρπάγησαν παλαιαί εικόνες προερχόμενοι εξ Αγίου Όρους, οι κάτοικοι Κομοτινής, ότι αφηρέθησαν εξ ενός ναού της πόλεως δύο πλήρεις Ιερατικαί στολαί και πολύτιμοι τάπητες υπό του επιτρόπου του μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως Μαξίμου, ο εφημέριος Κίρφης της Κομοτινής, ότι διετάχθη υπό του εν Αλεξανδρουπόλει επιτρόπου του μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως να αποστείλη εις αυτόν, όταν ειδοποιηθή, τας πέντε μεγάλας εικόνας του ναού του χωρίου, ο εν Ξάνθη αρχιμανδρίτης Δημητριάδης, ότι Βούλγαρος στρατιωτικός ιερεύς αφήρεσεν εκ του ναού των Αγίων Αποστόλων της πόλεως δύο πλήρεις ιερατικάς στολάς και ένα σταυρόν αγιασμού, οι δε εκ Δράμας ιερείς Γ. Θεοδωρίδης και Π. Παπαμιχαήλ ότι διηρπάγησαν όλα τα πολύτιμα λειτουργικά σκεύη των ναών της πόλεως.
Περί των επενεχθεισών ζημιών εις τους αρχαιολογικούς τόπους και της διαρπαγής έργων τέχνης εκ των Μουσείων Καβάλλας και Θάσου και των αρχαιολογικών συλλογών Σερρών και Κομοτινής (πρβ. Εις το παράρτημα 11 την από 7 Μαΐου 1945 έκθεσιν του καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης π. Ίω. Παπασταύρου και του έφορου αρχαιοτήτων κ. Γεωργίου Μπακαλάκη άριθμ. 30).
Ούτω εντός ολίγου χρόνου από της εισβολής του βουλγαρικού στρατού, οι εκ Βουλγαρίας επήλυδες και οι πολυάριθμοι υπάλληλοι, πολιτικοί, δημοτικοί και στρατιωτικοί, ευρέθησαν εις οικίας καθαράς και καλώς επιπλωμένας και ενεδύθησαν με τα ενδύματα και τα υποδήματα των Ελλήνων κατοίκων, αι δε σύζυγοί των προσελθούσαι βρακοφόροι προσηρμόσθησαν κατά την αμφίεσιν προς τας απαιτήσεις της μόδας δια των ενδυμάτων των Ελληνίδων, όταν δε μετά την συνομολόγησιν της ανακωχής απήλθον εις τα ίδια δια της υποστηρίξεως του βουλγαρικού στρατού συναπεκόμισαν εν ανέσει όλον τον κινητόν πλούτον των Ελλήνων κατοίκων, όσος δεν είχε προηγουμένως αποσταλή εις την Βουλγαρίαν.
Εκ της Ξάνθης κατά το διάστημα από των μέσων Σεπτεμβρίου μέχρι των μέσων Οκτωβρίου 1944 διήλθον 6000 μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα και εκ της Χρυσουπόλεως ανεχώρουν καθ’ εκάστην κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 1944 επί δέκα ημέρας μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα μεταφέροντα εις την Βουλγαρίαν τον κινητόν πλούτον των Ελλήνων κατοίκων της Κομοτινής, της Αλεξανδρουπόλεως, της Χρυσουπόλεως και των πέριξ χωρίων.
Τας διαρπαγάς της κινητής περιουσίας συμπληρώνουν αι καταστροφαί και αι πυρπολήσεις της ακινήτου περιουσίας των Ελλήνων κατοίκων: Πολυάριθμοι οικίαι εις τας πόλεις και τα χωρία κατεδαφίσθησαν υπό το πρόσχημα του εξωραϊσμού αυτών, κυρίως όμως δια να χρησιμοποιηθή το εξ αυτών οικοδομικόν υλικόν δια την κατασκευήν ή την επισκευήν οικιών προοριζομένων δια τους Βουλγάρους εποίκους, στρατώνων, στρατιωτικών παραπηγμάτων, μαγειρείων κλπ., άνευ ουδεμίας αποζημιώσεως, οι δε ένοικοί των υπερχρεώθηκαν να συγκατοικήσουν μετ’ άλλων ελληνικών οικογενειών. Ούτω κατεδαφίσθησαν εις τας Σέρρας περί τας 20 οικίας και καταστήματα, δια να κατασκευασθή πλατεία εις κεντρικόν σημείον της πόλεως, εις την Καβάλλαν 3—4 μεγάλαι οικίαι, δια να διευρυνθή παρά την παραλίαν πλατεία, εις την Αλεξανδρούπολιν 800, και σποραδικός εις τα διάφορα χωρία ανά 5 — 60 οικίας, δια να χρησιμοποιηθή το εξ αυτών υλικόν προς κατασκευήν οικιών των εποίκων Βουλγάρων, στρατώνων κ.λ.π Εις την μεγαλυτέραν έκτασιν επυρπολήθησαν οικίαι υπό διαφόρους προφάσεις, κυρίως όμως προς αντεκδίκησιν των Ελλήνων κατοίκων από της ενάρξεως της δράσεως των ελληνικών αντάρτικών σωμάτων. Εάν παραλειφθούν αι σποραδικαί πυρπολήσεις χωρίων εν όλω ή εν μέρει, 75 χωρία εν συνεχεία μεταξύ του Νέστου και των δυτικών αντερεισμάτων της Ροδόπης επυρπολήθησαν εν όλω ή εν μέρει επί τη υπονοία της υποθάλψεως των εθνικοφρόνων ανταρτών μετά την συμπλοκήν κατά Μάϊον 1944 μεταξύ του βουλγαρικού στρατού και Ελλήνων ανταρτών μεταξύ του Νέστου και του οχυρού των Μπουκιών, οι δε κάτοικοί των άστεγοι και άνεργοι ηναγκάσθησαν να αναζητήσουν φιλοξενίαν εις άλλα ελληνικά χωρία.
Ίνα αντιληφθή τις το μέγεθος της καταστροφής, αρκεί να λάβη υπ’ όψιν, ότι εις μόνον τον νομόν Δράμας με 145. 089 κατοίκους κατεστράφησαν εντελώς 67 χωρία με 2163 οικίιας, εις δε 461 χωρία επυρπολήθησαν 993 οικίαι. Εις δε την Κομοτινήν και την περιφέρειάν της με 44. 554 κατοίκους κατεστράφησαν δια μερικής κατεδαφίσεως και αφαιρέσεως των θυρών, των παραθύρων και των σανιδωμάτων οικίαι 2078, καταστήματα 944 και εργοστάσια 37, επυρπολήθησαν δε 15 οικίαι με 64 ένοικους συνολικής αξίας 1. 500. 000 χρυσών αγγλικών λιρών.
Της καταστροφής δεν εξηρέθησαν ουδέ αυτοί οι ναοί και τα σχολεία. Εις το χωρίον Ορφανόν της επαρχίας Παγγαίου κατεστράφη ο ναός και το Μετόχι της αγιοριτικής μονής των Ιβήρων, εχρησιμοποιήθησαν δε αι μεν εικόνες προς κατασκευήν κιβωτίων, εις τα οποία ετοποθέτουν διαρπαγέντα αντικείμενα, το δε οικοδομικόν υλικόν των προς κατασκευήν μαγειριών. Επίσης πολλά σχολεία κατεστράφησαν δια της αφαιρέσεως των θυρών, των παραθύρων και των σανιδωμάτων, ως π. χ. Το διδακτήριον του Γυμνασίου Δράμας και του δημοτικού σχολείου Αισύμης της Αλεξανδρουπόλεως, ή εχρησιμοποιήθησαν προς ενσταυλισμόν ζώων, ως το σχολείον του Δοξάτου της Δράμας.
Την αυτήν τύχην είχον και τα φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύματα, ως το ορφανοτροφείον της Ξάνθης. Εν αυτώ διητώντο προ του πολέμου 130 περίπου ορφανά συντηρούμενα κυρίως εκ της πωλήσεως των προϊόντων της εργασίας των, ταπητουργίας, χειροτεχνίας κλπ. Κατόπιν της απειλής των βουλγαρικών Αρχών, ότι θα προέβαινον εις την σύλληψιν της διευθύντριας και των ορφανών, ηναγκάσθησαν δια της φροντίδος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού να καταφύγουν εις Θεσσαλονίκην. Τα πλούσια σκεύη, έπιπλα, είδη ρουχισμού, μηχανήματα και έργα χειροτεχνίας διηρπάγησαν υπό των βουλγαρικών Αρχών και των Βουλγάρων εποίκων, το δε οίκημα χρησιμοποιηθέν υπ’ αυτών έπαυσε να είναι κατοικήσιμον ένεκα των επενεχθεισών εις αυτό καταστροφών.
ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΝΟΙ
Αλλά και αι παντοειδείς κακώσεις και οι φόνοι εξηκολούθησαν μέχρι του τέλους της κατοχής. Οι χρησιμοποιούντες την Ελληνικήν γλώσσαν, οι αρνούμενοι ή βραδύνοντες να προσέλθουν εις τας καθωρισμένας αγγαρείας, οι αποκρύπτοντες ή εν μέσω παντοειδών κινδύνων μεταφέροντες τρόφιμα εκ της υπαίθρου χώρας εις τας πόλεις, οι διατηρούντες κατ’ οίκον Ελληνικάς σημαίας και βιβλία, οι διδάσκοντες κρυφίως τα τέκνα των, οι παρακολουθούντες ραδιοφωνικάς εκπομπάς, οι παραβιάζοντες την ώραν της κυκλοφορίας, όσοι δεν εξετοπίζοντο εις την Βουλγαρίαν, αναλόγως των διαθέσεων των Βουλγάρων υπαλλήλων ή εδέροντο ή φυλακιζόμενοι υφίσταντο τον ξυλοδαρμόν εις την φυλακήν. Δεν υπάρχει σχεδόν Έλλην κάτοικος της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης αδιακρίτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξεως, ο οποίος δεν υπέστη άγριον ξυλοδαρμόν. Πολλοί φέρουν μέχρι σήμερον ακόμη έκδηλα τα στίγματα των κακώσεων, άλλοι κατέστησαν ανάπηροι ή παρεφρόνησαν και άλλοι απέθανον. Τα συνήθη δε μέσα των κακώσεων ήσαν οι γρόνθοι, οι πάδες, αντικείμενα σιδηρά, βούρδουλα, ξύλα και οι υποκόπανοι των όπλων.
Εκ των πολλών αναφέρομεν ελάχιστα μόνον παραδείγματα: Ο Αθανάσιος Μπογιανίτης, κάτοικος της Πετρούσης Δράμας καταθέτει εγγράφως: «Με συνέλαβον οι Βούλγαροι και με ωδήγησαν εις το αστυνομικόν τμήμα. Εκεί με εξεγύμνωσαν και αφού με έδεσαν χειροπόδαρα εις το κάθισμα κατά τον βαναυσότερον τρόπον, ήρχισαν να με ξυλοκοπούν εμπηγνύοντες την αιχμήν της μαχαίρας των εις το γυμνόν μου σώμα. Επί εξ ολοκλήρους ώρας διήρκεσε το μαρτύριον. Την επομένην ημέραν με εφόρτωσαν εις ζώον, διότι δεν ηδυνάμην να βαδίσω και με μετέφεραν εις την Πρωσοτσάνην».
Ο Αριστείδης Τόλιας, κάτοικος Πετρούσης, της Δράμας, καταθέτει εγγράφως: «Με συνέλαβον εις την εξώθυραν του σπιτιού μου την ημέραν του Πάσχα και δίχως καμμίαν ανάκρισιν και απολογίαν ήρχισαν να με ξυλοκοπούν αγρίως με τον βούρδουλα και τους υποκοπάνους των όπλων των. Επί ημίσειαν ώραν διήρκεσε το άγριον ξυλοκόπημα. Με υπέβαλαν εις φρικτά βασανιστήρια και τέλος έπεσα αναίσθητος με το σώμα μελανιασμένον και τα γόνατα σπασμένα. Έμεινα 35 ημέρας κλινήρης. Αλλά και κατόπιν επανειλημμένως ωδηγήθην εις την αστυνομίαν και υπεβλήθην εις βασανιστήρια με μόνην την κατηγορίαν ότι εξεδήλωσα τα ελληνικά φρονήματά μου».
Ο εν Σαμοθράκη ασβεστοποιός Παναγιώτης Χαλκιάς εργαζόμενος δια λογαριασμόν των Βουλγάρων εδάρη εις βαθμόν ώστε έχασε την ακοήν του, διότι ετόλμησε να ζητήση την αμοιβήν των κόπων και της εργασίας του.
Ο εν Ξάνθη εργάτης Ιωσήφ Σπάρταλης, προφασισθείς ασθένειαν δια να αποφύγη την αγγαρείαν, εδάρη και εκακοποιήθη δια της αφαιρέσεως των ονύχων των χειρών του.
Οι κάτοικοι Θάσου, προσκληθέντες εις αγγαρείαν προς κοιτάσβεσιν της πυρκαγιάς τμήματος του δάσους της νήσου, ηναγκάζοντο δια ξυλοκοπημάτων να εισέλθουν εις την καιομένην περιοχήν, πολλοί δε έμειναν επί ημέρας κλινήρεις εκ του ξυλοδαρμού και των εγκαυμάτων.
Ο Αθανάσιος Λογοθέτης, κάτοικος Αλιστράτης των Σερρών, απέθανεν εκ του ξυλοδαρμού, διότι δεν επρόφθασε να αλλάξη το κυανούν χρώμα της εξωτερικής προσόψεως της οικίας του (Πρβ. Παράρτημα 11, απ’ άρ. 32. )
Των κακώσεων δεν εξηρούντο ουδέ αυτοί οι παραμείναντες επί τόπου γέροντες, ως επί το πλείστον ιερείς. Κατά τας πληροφορίας του Μητροπολίτου Σερρών ο εφημέριος του χωρίου Βίσανης τοποθετηθείς μεταξύ δύο στρατιωτών εις το προαύλιον των φυλακών Σερρών εδέρετο υπ’ αυτών εξ υπαμοιβής ανοικτιρμόνως, μέχρις ότου έπεσε κατά γης λιπόθυμος, διότι παρά τας απαγορευτικάς διαταγάς των βουλγαρικών Αρχών ελειτούργησεν εις τον ναόν του χωρίου.
Ο εφημέριος του χωρίου Νέος Σκοπός των Σερρών Αλέξανδρος Χρίστου κατέθεσεν εν Θεσσαλονίκη: «Την εσπέραν της Κυριακής των Βαΐων εδάρην ανηλεώς μετά του ιατρού Ιωάννου Καπνίστρη, διότι ετόλμησα να ψάλλω ελληνικά, λόγω της απουσίας του Βουλγάρου ιερέως, ο οποίος δεν προσήλθεν εις την εκκλησίαν, διότι την προηγουμένην ημέραν είχε γλέντι.»
Ο εφημέριος του χωρίου Χρυσοχωρίου της επαρχίας Νέστου Ίω. Σφενδελάκης, αφού εκακοποιήθη δια της αποσπάσεως της γενειάδος του, εφυλακίσθη επί δύο μήνας εν Ξάνθη και κατόπιν εξωρίσθη εις την Στάραν Ζαγοράν της Βουλγαρίας, διότι ενεθάρρυνε τους κατοίκους εις την εγκαρτέρησιν της δυστυχίας των.
Ο εφημέριος του χωρίου Ερατεινόν της επαρχίας Νέστου, Μιχαήλ Χρυσοβέργης, ενοχοποιηθείς με την κατηγορίαν της υποθάλψεως Ελλήνων ανταρτών, εφυλακίσθη, αφού προηγουμένως εξυρίσθη η γενειάς του.
Μοναχός του Μετοχιού της μονής των Ιβήρων εν Σαμοθράκη, οδηγηθείς εις το νεκροταφείον, εδάρη ανηλεώς και κατόπιν αφέθη ημιθανής κατά διαταγήν του στρατιωτικού διοικητού της νήσου, διότι δεν είχε δώσει εις αυτόν τα αιτηθέντα χρήματα, τα οποία δεν είχεν.
Ο εφημέριος Προυσόβου Κωνστ. Αντωνίου, οδηγηθείς εις το αστυνομικόν τμήμα, εκακοποιήθη υπό των στρατιωτικών, οι οποίοι αφού τον εγύμνωσαν, τον ετραβούσαν από τα μαλλιά και τα γένεια, τον ελάκτιζον και τέλος τον ετραυμάτισαν εις το μέτωπον με την ξιφολόγχην.
Ο εφημέριος του χωρίου Φτελιάς της Δράμας εκακοποιήθη επί παρουσία των ενοριτών του και επλήρωοε πρόστιμον δρχ. 10.000, διότι εδήλωσεν εις τον Βούλγαρον αρχιερατικόν επίτροπον ότι ένεκα του γήρατος δεν ηδύνατο να εκμάθη την βουλγαρικήν γλώσσαν.
Συνηθέσταται ήσαν αι περιπτώσεις βιασμών γυναικών, συνοδευομένων ενίοτε υπό του φόνου των θυμάτων, αν και αι περισσότεροι εξ αυτών παρέμειναν άγνωστοι δια λόγους κοινωνικής φύσεως.
Αναφέρομεν μερικάς εκ των περιπτώσεων τούτων.
Εις το χωρίον Κουμαριά των Σερρών διασκεδάζοντες Βούλγαροι στρατιώται, εβίασαν γυναίκας, τας οποίας συνεκέντρωσαν εις το σχολείον και κατόπιν εφόνευσαν τας περισσοτέρας εξ αυτών. Εις χωρίον του δυτικού Παγγαίου, ενώπιον αιμορφύτου εκ του ξυλοκοπήματος ιερέως, εβιάσθησαν εκ περιτροπής υπό των ανδρών βουλγαρικού αποσπάσματος, η θυγάτηρ, η νύμφη και η πεντηκοντούτις πρεσβυτέρα. Εις τους Φιλίππους της Καβάλλας εβιάσθησαν τέσσαρες αδελφαί υπό Βουλγάρων στρατιωτών και κατόπιν εκάησαν εντός της οικίας των μετά τεσσάρων συγγενών των. Εις το Μεσόρρεμα της Δράμας εβιάσθησαν δύο γυναίκες και κατόπιν εκάησαν ζωνταναί. Εις την Καβάλλαν Βούλγαρος αξιωματικός απεπειράθη να βιάση τριετή παιδίσκην, εις την οποίαν μετέδωσεν αφροδίσιον νόσημα. (Πρβ. Παράρτημα III, φωτογραφίαν υπ’ αριθ. 2 3 και παράρτημα 11, υπ’ άριθμ. 31. )
Οι ενοχοποιούμενοι με την κατηγορίαν της υποθάλψεως ανταρτών ή οπωσδήποτε καθιστάμενοι ύποπτοι δια τα πατριωτικά φρονήματά των, άνευ ανακρίσεως εφονεύοντο. Χίλιοι κάτοικοι εκ των προς βορράν της Δράμας και μεταξύ του ποταμού Νέστου και του οχυρού των Μπουκιών χωρίων, κατόπιν της συμπλοκής βουλγαρικού στρατού μετά Ελλήνων ανταρτών κατά Μάϊον 1944, ενοχοποιηθέντες με την κατηγορίαν της υποθάλψεως των ανταρτών, εθανατώθησαν. Άλλοι δεμένοι ανά 5—10 με συρματοπλέγματα οπισθάγκωνα ερρίφθησαν εις τον ποταμόν Νέστον, άλλοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, εκάησαν ζώντες εντός οικιών και αχυρώνων και άλλοι ετυφεκίσθησαν.
Εκ της επαρχίας του Παγγαίου με 33. 996 κατοίκους, κατά πρόχειρον υπολογισμόν του Μητροπολίτου Ελευθερών, εφονεύθησαν δια παντοειδών μέσων 78. Γενικώς δεν υπάρχει χωρίον ή πόλις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, η οποία να μη προσέφερε τον φόρον του αίματος εις τον βουλγαρικόν Μολώχ, δεν υπάρχει βουνόν, χαράδρα, ποταμός, τα οποία να μη εβάφησαν με το αίμα αθώων Ελλήνων.
Ούτω, εάν εξαιρεθούν οι κατά τα ανωτέρω ευρόντες τον θάνατον παρά τας όχθας του Στρυμώνος και κατά τα παραμεθόρια χωρία της Αλεξανδρουπόλεως Αβάς και Αισύμης κατά την προσπάθειάν των, ίνα διέλθουν εις την γερμανοκρατουμένην περιοχήν και την ουδετέραν ζώνην του Έβρου 8. 500 περίπου, εφονεύθησαν κατά διαλείμματα μετά το κίνημα του Σεπτεμβρίου 1941 και μέχρι του τέλους της βουλγαρικής κατοχής: εκ των Κιργίων της Δράμας 20, εκ της Χρυσουπόλεως της έπαρχίας Νέστου 6, εκ του χωρίου Αχλωδηνή της αυτής επαρχίας 36, εκ των χωρίων της Κομοτινής Ξυλαγανή, Κόσμος, Έβρανον, Κρωβύλη, Ασκηταί, Πρώπτιον εν όλω 59 κ.λ.π. (Πρβ. Παράρτημα III, φωτογραφίας υπ’ αριθ. 1—11).
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΝ ΘΡΑΚΗΝ 1941 – 1944 – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1945
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ