Η μάνα του Πορφύρη είχε οχτώ παιδιά. Έκλαψε τον σκοτωμένο μέρες και νύχτες- όσο μπορούν να κλάψουν δυό μάτια ανθρώπινα. Ύστερα ήρθε ο παπάς στο σπίτι, να κουβεντιάσουν με τη μάνα για τα παιδιά. Είπανε, να κρατήσει η χήρα τα μισά, τ’ άλλα μισά να βρουν αλλού ψωμί.
Ο παπάς έστειλε τα δυό μεγάλα αγόρια στη χώρα, στη δούλεψη του Δεσπότη. Ίσως αργότερα να πήγαιναν και στο σχολειό. Τη μικρή αδερφούλα, τη Λενίτσα, ένα σγουρόμαλλο αγριμάκι, το πήρε η αδερφή του μακαρίτη, στο διπλανό χωριό. Και για τον Πορφύρη, αποφάσισαν να πάει λίγα χρόνια στο Όρος, στον αδερφό της μάνας, τον καλόγερο κι αργότερα αν θέλει να γίνει παπάς.
Έτσι ξεκίνησε ο Πορφύρης για το Όρος. Η μάνα ετοίμασε ένα μπογαλάκι ρούχα και λίγο παξιμάδι για το δρόμο. Φίλησε τον Πορφύρη κι ο Πορφύρης έκλαιγε. Έκλαιγε κι η μάνα, γιατί αυτός ο γιος ήταν ο πιο αγαπημένος. Ύστερα ο παπάς τον πήγε στην Αρναία-δεν ήταν μακριά. Βρήκε μια συντροφιά προσκυνητές και τους παράδωσε τον Πορφύρη.
Ο δρόμος για το Όρος πήγαινε τότε από την ξηρά κι ήταν λιθόστρωτος, από την Ιερισσό στη Λαύρα. Ο Πορφύρης χάζευε τα δάση, τη θάλασσα κι’ όταν έφτασαν στο Όρος θαύμαζε τα μεγάλα μοναστήρια και τις εκκλησιές.
Αλλά ο θειος του, ο καλόγερος, δεν ήταν σε μοναστήρι, ήταν από τους αυστηρούς και ζούσε στην έρημο. Όταν κάποτε έφτασε ο Πορφύρης ως εκεί, είδε ένα δίπατο καλύβι, χτισμένο άκρη στο βράχο. Μπροστά γκρεμός, στο πλάι γκρεμός, μόνο στο πίσω μέρος είχε μονοπάτι. Ο γέροντας τον έστησε μπροστά του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια, είπε πως μοιάζει του πατέρα του. Είδε και το παιδί τον γέροντα, που έμοιαζε της μάνας έτσι ψηλός, με ρουφηγμένο πρόσωπο και μεγάλη γενειάδα. Ήταν κι ένας διάκος, υποταχτικός, στο καλύβι. Στρώσανε στον Πορφύρη για να κοιμηθεί, μια κουρελού για στρώμα και δυό κουβέρτες για σκέπασμα. Ήρθε η νύχτα και το παιδί φοβότανε, τόση ερημιά στον τόπο και τόσο σκοτάδι. Έπιασε να κλαίει κρυφά, μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Έτσι ο Πορφύρης μπήκε στη ζωή των καλόγερων. Του φόρεσαν ένα ρασάκι κι ένα σκούφο. Έμεινε ακούρευτος κι όταν τρίχωσε το πρόσωπό του άρχισε να φτιάχνει γένι. Έμαθε όλες τις δουλειές και τις έκανε πρόθυμα. Άναβε τη φωτιά, ψευτομαγέρευε, έφερνε νερό, μάζευε και το βρόχινο.
Στο καλύβι του γέροντα δεν κοιμόντουσαν τη νύχτα. Όταν σκοτείνιαζε, ο καθένας στο κελλί του έλεγε την ευχή του Ιησού. μετρώντας τους κόμπους στο κομποσκοίνι. Ο γέροντας δίδαξε και το παιδί να λέει την ευχή. Τέσσερις ώρες από τη δύση του ήλιου, διάβαζαν τα γράμματα. Τέλειωναν με την πρώτη αυγή. Ύστερα αναπαύονταν λίγες ώρες. Τη μέρα πελέκαγαν μικρούς ξύλινους σταυρούς και φρόντιζαν δυό μέτρα περιβολάκι με κουκιά και δυό μυγδαλιές. Μαγέρευαν κουκιά, ρεβύθια και στις γιορτές κανένα ψάρι από τη θάλασσα.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο Πορφύρης δεν έδειξε ποτέ κόπο ή αντίρρηση. -Έλα εδώ Πορφύρη! -Ευλογείτε γέροντα. -Τρέξε εκεί Πορφύρη ! -Ευλογείτε γέροντα. Το πρόσωπό του στέγνωσε και σοβάρεψε, σα να μην ήταν πρόσωπο παιδιού. Οι αναμνήσεις απόμεναν μέσα του μάκρυνες, λίγο τη μάνα του θυμόταν, άλλη γυναίκα δεν ήξερε, αυτήν και την Κυρία Θεοτόκο, και συχνά κοιτάζοντας την εικόνα τις μπέρδευε. Άνθρωπος κοσμικός δεν έφτασε ποτέ στο καλύβι, ούτε ξυλοκόπος, μόνο τους καλόγερους έβλεπε στο πέρα κονάκι, όταν πήγαινε τους σταυρούς κι έπαιρνε τρόφιμα.
Έτσι έγινε είκοσι χρονώ ο Πορφύρης κι ο γέροντας είπε πως είναι καιρός να πάρει τη δωρεά του μεγάλου και αγγελικού σχήματος. Τον κάνανε λοιπόν μοναχό, μεγαλόσχημο. Του άλλαξαν το όνομα, τον είπανε Νήφωνα. Ο Πορφύρης απόμεινε μέσα στις αναμνήσεις μαζί με τη μορφή της μάνας και το κορμί του πατέρα τυλιγμένο στην κουβέρτα. Άλλο τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του, μόνο που φόρεσε τα σημάδια του μεγαλόσχημου I(ησούς, Χ(ριστός) ΝΙ(κά), στη μέση ένας σταυρός πάνω στο κρανίο του Αδάμ. Τ(ούτο) Σ(ημείον) Φ(οβερόν) Δ(αίμοσι).
Στην άκρη του βράχου οι μέρες κι οι νύχτες κυλούσαν καθώς το βρόχινο νερό. Ο γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν το βήμα του κι η φωνή αδυνάτισε. Τότε ήταν που έφτασε στο καλύβι ο πρώτος άνθρωπος από τον κόσμο, ένας αρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελλος, με σιδερωμένο ράσο κι άσπρα μανικέτια. Τον κέρασαν σύκα και ρακί. Έμεινε μαζί τους και στην αγρυπνία. Το πρωί ξεμονάχιασε το Νήφωνα, ρωτούσε τα χρόνια του και τα γράμματα που ξέρει. -Να τον πάρω στην πόλη; είπε στο γέροντα. Θα πάει στη Σχολή να βγει κληρικός. – Ο,τι πει μονάχος του, απάντησε ο γέροντας. Κι ο Νήφωνας είπε όχι, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρη γιατί, μόνο που είπε “όχι”.
Δεν πέρασαν μέρες πολλές και κάποια νύχτα ο γέροντας άφησε στη μέση την αγρύπνια του. Ξάπλωσε στα στρωσίδια κι όταν ο ήλιος ψήλωσε το πρόσωπό του ήταν λευκό, σαν τη γενειάδα του. Δε σάλεψε. Ήρθε ο παπάς από τη σκήτη, τον δίπλωσαν στο ράσο, τον έρραψαν μέσα στο ράσο, και τον απόθεσαν στη ρίζα της μυγδαλιάς, δίπλα στο περιβολάκι. Ο Νήφωνας μάζεψε αγριολούλουδα και στόλισε το σταυρό. Έφτιαξε κι ένα καντύλι για τον τάφο με το περισσευούμενο ποτήρι του γέροντα.
Ο καινούργιος γέροντας ήτανε δύστροπος, είχε ρευματισμούς και θύμωνε, τάβαζε με το Νήφωνα. Ο Νήφωνας δεν ήταν πια παιδί, μα δε γύρισε ποτέ λέξη στο γέροντα. Πέρασαν οι δυο τους δέκα χρόνια ζωής. Στο τέλος των δέκα χρόνων ήρθε ο δεύτερος επισκέπτης στο καλύβι. Ήταν ο αδερφός του Νήφωνα, είχε γίνει στην πόλη παπάς. Ο Νήφωνας του φίλησε το χέρι κι εκείνος τον φίλησε στο μέτωπο. Ήταν παντρεμένος, είχε και τρία παιδιά. Του είπε για τη μάνα, που είχε πεθάνει πριν πέντε χρόνια. Του είπε και για την αδερφούλα, τη μικρή μικρή, τη Βάγγω, που είχε πεθάνει με το Δάγκειο. Η Λενίτσα ήταν παντρεμένη στο χωριό, ο άλλος αδελφός βγήκε γιατρός και ζούσε στην πόλη, έμεναν κι άλλοι δυο, oι πιο μικροί, που τέλειωναν τώρα το γυμνάσιο. Ο Νήφωνας χάραξε στη μέση ένα χαρτί. Έγραψε στη μια τους ζώντες, στην άλλη τους τεθνεώτες. Έβαλε πρώτο τον γέροντα, ύστερα τον πατέρα, τη μάνα και τη μικρή Ευαγγελία. Μα και οι ζώντες ήταν στη μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνά δε μπορούσε να τους ξεχωρίσει μεσ’ στη σκέψη του.
Ύστερα κι απ’ αυτά ο Νήφωνας πήρε ευχή από το γέροντα να φύγει για τα Καρούλια. Είχε πεθάνει ένας ρώσος ασκητής κι ο Νήφωνας πήρε το κελλάκι του. Ήταν χτισμένο καταμεσής στον κατακόρυφο βράχο, στο κοίλωμα μιας σπηλιάς. Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ο Νήφωνας. Κατέβαινε το βράχο κρατημένος από την αλυσίδα, πατώντας σ’ ασήμαντες προεξοχές της πέτρας, πάνω απ’ τη θάλασσα. Το κελλί είχε μια πορτούλα στο πλάγι, μπροστά ένα παραθύρι, το άνοιγες κι έχασκε από κάτω το χάος του γκρεμού. Το χειμώνα η θάλασσα βόγκαγε σαν πληγωμένο θεριό. Από δω και πέρα τα χρόνια δε μετριούνται. Ο Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος κι ολοένα περσότερο κυρτωμένος. Οι νύχτες κυλούσαν άγρυπνες κι οι μέρες κουραστικές. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, έτρωγε λιγώτερο παξιμάδι και τα κουκιά δεν τάβραζε στη φωτιά, μόνο που τα μούσκευε για να ξεφλουδίζουν. Μάζευε τη βροχή με το λούκι σ’ ένα πιθάρι και το νερό ευώδιαζε σαν αγιασμός. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν ήρεμο κι ένοιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δεν είχε νοιώσει στη ζωή. Την Κυριακή σκαρφάλωνε στο βράχο, ν’ ανέβει στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει. Τις άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τα γράμματα, όπως πάντα. Έλεγε και την ευχή, ασταμάτητα. Τα καράβια περνούσαν αλάργα, μα δεν ήξερε να φανταστεί τον κόσμο και τους ανθρώπους, μόνο που έκανε το σημείο του σταυρού στα καράβια που περνούσαν, νάχουν ταξίδι καλό.
Είχε ακόμα κι εκείνο το χαρτί με τους ζώντες και τους τεθνεώτες καρφωμένο κάτω από τις εικόνες του. Μόνο που τώρα δε μπορούσε να ξέρη πια πόσοι από τους αγαπημένους ζουν και πόσοι έφυγαν. Γι’ αυτόν ήτανε όλοι ζωντανοί και τους μνημόνευε στους ζώντες. Ακόμα και τον πατέρα του που τον είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα και το γέροντα, που τον έθαψε με τα χέρια του.
Ο Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.
Είχε ανεβεί στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί. Έστησε τη λαμπάδα του αναμμένη στο στασίδι, προχώρησε στο άγιο Βήμα και κοινώνησε. Ύστερα γύρισε στο στασίδι, σταύρωσε τα χέρια κι έγειρε το κεφάλι. Μερικοί είπαν πως τον είδαν να χαμογελάει. Η λαμπάδα έκαιγε δίπλα του. Οι μοναχοί τον σήκωσαν, τον έρραψαν στο ράσο του και τον κατέβασαν στα Καρούλια. Λίγα μέτρα από το κελλί του, σ’ ένα μικρό κοίλωμα του βράχου, έσκαψαν και τον απόθεσαν ν’ αναπαυτεί. Τον έβαλαν έτσι, σα να κοιτάζει το πέλαγο. Στο βράχο είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα. Βρήκαν μεσ’ στο κελλί του και το σταυρό έτοιμο. Τον είχε φτιάξει ο ίδιος «Νήφων μοναχός» έγραφε. Είχε χαράξει μόνος του τ’ όνομά του στα δίπτυχα των ζώντων.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ (Καλοκαίρι 1964, τεύχος 30)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Nephon the Cell-dweller
Christos Giannaras
translation: Michael Capsilis
Porfyris was only twelve years old when his father died. He saw the men bringing his rigid body back from the fields where he was working, wrapped in a blanket. The entire village gathered and the men said that a mule kicked him in the kidneys. His mother had eight children. She wept for her dead husband for many days and nights-as much as two eyes are humanly able to weep. After that the priest came to visit her so that they might decide what should be done with the children. They talked and decided that she would keep half of them, and for the rest to be sent out so that all might be able to survive the poverty of the times.
The priest sent the two older boys to the city, to work for the bishop. Perhaps later they’d be able to go to school as well. The second youngest daughter, Helen, a curly-haired imp, was adopted by her aunt at another village. As for Porfyris, they decided that he’d go to the Holy Mountain, to his mother’s brother who was a monk there, and if he wanted to he could become a priest. This is how Porfyris ended up at the Holy Mountain. His mother prepared a few clothes in a little sack for him and some dried bread for the trip. She kissed him and he was crying. His mother was crying as well, because Porfyris was her favorite son. After that, the priest took him to Arnaia which wasn’t too far away. He asked a group of pilgrims who were taking an excursion to the Mountain to take Porphyris with them. This is how Porfyris entered his new life with the monks. They put a habit on him and a cap. He never cut his hair and with time a few hairs grew on his chin until he grew a beard. He learned how to do everything there, and he worked willingly and happily. He lit a fire, cooked, gathered wood, went down to the well to draw water and collected rain water. In the elder’s hut they kept vigil all night. When it got dark, everyone went to his own cell and prayed the Jesus prayer with their prayer ropes. Four hours after sunset they read the prayer services. They would finish at first light and rest for a few hours. In the daytime they sculpted little wooden crosses and took care of a small garden with beans, peas and a couple of almond trees. They cooked peas and beans and occasionally on major holidays they’d eat fish from the sea. There at the edge of the rock, days and nights went by like running water. His elder became an old man, walked with a limp and his voice weakened. That’s when the first man from the world came to visit them, an archimandrite with ironed robes and white sleeves. They offered him figs and raki. He stayed with them for vigil. In the morning he asked about Nephon, how old he was and if he had an education. He asked the elder, “May I take him to the city? I’ll put him through seminary and make him a priest.” The elder replied that whatever Nephon decides for himself, he can do. Nephon said no, not knowing why, but he said “No.” His new elder was a hard man to obey; he suffered from rheumatism, taking his frustrations and pain out on Nephon. Nephon was no longer a child, but he never talked back to his elder. After ten years, the second visitor from the world came to their hut. It was Nephon’s brother, who became a priest in the city. Nephon kissed his hand while he kissed Nephon’s forehead. He was a married priest and had three children. He told Nephon about their mother who died five years before. He told him about the little sister who died from Dengue fever. Helen was married at the village, the other brother was a doctor and lived in the city, and the two youngest brothers were still in high school. Nephon took a piece of paper and folded it in two. On one side he wrote the names of the living and on the other the names of the dead. First he wrote down his elder, then his father, his mother and little Evaggelia. Then he wrote down the names of the living on the other side. Nephon then received the elder’s blessing to go to Karoulia. A Russian ascetic had died and Nephon took over his cell. It was built along a huge rock in a cave. That’s where he lived for the rest of his life. He would climb the rock holding a chain, walking along the edge with the sea underneath him. His cell had a door on its side, and a window in front. He would open it and look down at the abyss. In winter the sea roared like a wounded animal. The years went by really fast from this point onward. Nephon’s complexion was very ashen and he stooped over when he walked. The nights went by sleeplessly and the days were hard and strenuous. He now sculpted less crosses, ate less food and didn’t really cook his beans, he just soaked them in water to soften them up. He collected rainwater and it smelled sweet, like holy water. His face was calm and he felt a certain joy that he had never felt before in his life. On Sundays he climbed the rock to go up to Katounakia to attend liturgy and take communion. All the other days he read the services by himself, as always. And he always said the prayer without ceasing. He saw the boats sailing along in the sea and he made the sign of the cross for them so that they might have a safe trip. He still had that piece of paper with the names of the living and dead nailed under all his icons. Only now he didn’t know which of his dear ones were still alive and which were dead. For him all were alive, and he commemorated all of them as living, even his father whom he saw wrapped in a blanket and his elder whom he buried with his own hands. Nephon left this life during Bright Week. He was at Katounakia for liturgy. He placed his lit candle on the stand, crossed his hands and leaned his head. A few who saw him thought he was smiling. The candle was lit beside him. The monks lifted him up, stitched him in his robe and took him to Karoulia. A few feet from his cell, they buried him facing the sea. A few wildflowers had grown on the rock next to his grave. They found the cross ready in his cell; he had made it himself and had written “Monk Nephon” on it. He had written his own name on the paper, under “living”. |