Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Η μνήμη του εορτάζεται την 5ην Μαρτίου.
Φὺς ἐξ Ἀθηνῶν ὦ Μᾶρκε θεοφόρε,
ὡς ἄγγελος ἔζησας ἐν τῇ ἐρήμῳ.
ΔΙΗΓΗΣΗ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΠΙΩΝΟΣ
ΓΙΑ ΑΓΙΟ ΜΑΡΚΟ ΑΣΚΗΤΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο όσιος Μάρκος, ο Αθηναίος, ανήκε στην ισαγγελική πολιτεία της μοναχικής ζωής. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια και προτίμησε το δύσκολο και σκληρό δρόμο της Ασκητικής ζωής. Επί 95 χρόνια έζησε στο όρος «Θράκη», της Αιθιοπίας εντός σπηλαίου, «μόνος μόνω Θεώ», χωρίς να δει άνθρωπο. Με τους σκληρούς αγώνες του κατά της αμαρτίας και των πειρασμών του κακού και με την μεγάλη του πίστη αναδείχθηκε νικητής και εκέρδισε την Ουράνιο Βασιλεία. Ο Θεός τόσο πολύ τον αγάπησε, ώστε τον αξίωσε να επιτελέσει και θαύματα. Αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι μ’ ένα λόγο του άρχισε ένα βουνό που ήταν απέναντι του να κινείται.
Τέλος, προς ενημέρωση του πληρώματος της Εκκλησίας μας γνωρίζουμε ότι, τελευταίως, στην περιοχή Μεγάρων, πλησίον της Ι.Μ. του Αγίου Ιεροθέου διαρρυθμίζεται μεγάλο σπήλαιο εις ναόν προς τιμή του Αγίου. Ενδεχομένως, να είναι και ο πρώτος ναός του Οσίου στην Ορθοδοξία. Επίσης, ότι στον μέγα τούτο Ασκητή συντάχθηκε από τον Μοναχό π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη Ασματική Ακολουθία μετά Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Αββάς Σεραπίων πραγματοποιεί το όραμά του.
Ο Αββάς Σεραπίων, ο οποίος κατοικούσε εις το εσωτερικόν της Αιγυπτιακής ερήμου, μας διηγήθη όσα είδε και ήκουσε, από τον Όσιον Μάρκον ως εξής:
«Όταν κάποτε ευρισκόμην εις τον Αββάν Ιωάννην, τον μέγαν γέροντα, μίαν νύκτα, ενώ εκοιμώμην, είδα εις τον ύπνον μου ότι ήλθον προς τον Ιωάννην δύο ασκηταί και αφού τους ηυλόγησε, του είπον αφού μ’ έδιωξαν: «Αυτός είναι ο Αββάς Σεραπίων;». Απεκρίθη τότε ο ένας προς τον άλλον: «Ναι, και ας σηκωθούμε να πάρωμεν την ευλογία του». Τότε ο Αββάς Ιωάννης τους λέγει: «Αφήσατέ τον να ξεκουρασθή ολίγον, διότι προ ολίγου έφθασεν από την έρημον, και είναι ως εκ τούτου κουρασμένος». Εκείνοι τότε ηρώτησαν τον Ιωάννην: «Πόσον καιρόν έχεις που αγωνίζεσαι σ’ αυτήν την έρημον, και δεν επήγες να συναντήσης τον Αββάν Μάρκον που ευρίσκετο εις το όρος Θράκη της Αιθιοπίας; Μεταξύ όλων των Ασκητών της ερήμου δεν υπάρχει άλλος όμοιός του, επειδή είναι εκατόν είκοσι χρόνων και επί ενενήκοντα πέντε χρόνια δεν είδε κανέναν άνθρωπον. Ύστερα από 40 ημέρες θα έλθουν οι Άγιοι Πατέρες και Άγγελοι και θα τον παραλάβουν μαζί των εις τους ουρανούς».
Μόλις είπαν αυτά, εξύπνησα, και είδα ότι δεν ευρίσκετο κανένας κοντά εις τον Όσιον Ιωάννην. Αφού τον επλησίασα τότε εγώ, του είπα όσα είδα εις τον ύπνον μου. Και αυτός μου απεκρίθη: «Από τον Θεόν προέρχεται το όραμα αυτό. Αλλά που ευρίσκεται το όρος Θράκη, δια να πας προς τα εκεί;». Τότε είπα προς τον γέροντα: «Ευλόγησόν με, Πάτερ, και ο Θεός θα με όδηγήση εκεί». Αφού προσευχηθήκαμε και τον εφίλησα, λαβών την ευχήν του, εξεκίνησα δια την Αλεξάνδρειαν, η οποία ευρίσκετο εις απόστασιν πορείας δώδεκα ημερών. Εγώ όμως έφθασα εις διάστημα πέντε ημερών αφού εβάδισα βιαστικά τα πλέον ανώμαλα και δύσκολα μέρη της ερήμου, ημέρα και νύκτα, και κάτω από τον καύσωνα του ήλιου που κατέκαιε το χώμα. Όταν έφθασα εις την Αλεξάνδρειαν, συνήντησα ένα έμπορον ο οποίος εγνώριζε τους τόπους εκείνους και τον ηρώτησα: «Το όρος της Θράκης, της Αιθιοπίας, είναι μακριά απ’ εδώ»; Μου απάντησε εκείνος: «Πράγματι, Αββά, είναι πολύ μεγάλη η απόστασις του τόπου αυτού. Και καθώς υπολογίζω, Πάτερ, εάν θα ταξιδεύσης δια θαλάσσης θα χρειασθούν είκοσι ημέρες και εάν θα πας δια ξηράς θ’ απαιτηθούν τριάντα ημέρες».
Εγώ τότε προμηθεύθηκα ένα κολοκύνθινον φλασκί (δοχείον νερού) και ολίγους φοίνικας και εμπιστεύθηκα τον εαυτόν μου εις τον Θεόν. Περιεπάτησα λοιπόν την φοβερόν εκείνην έρημον επί είκοσι ημέρες, χωρίς να συναντήσω ούτε ένα θηρίον, ούτε όρνεον, ούτε τίποτα άλλο, επειδή εις αυτήν την έρημον δεν υπήρχε τίποτα το φαγώσιμον ή πόσιμον. Επίσης δεν έβρεξε ποτέ εις αυτήν την έρημον και ούτε έπεσε ποτέ δρόσος.
Ύστερα λοιπόν από οδοιπορίαν είκοσι ημερών μου έλειψε το νερό και εκινδύνευα να πεθάνω από την δίψαν. Μάλιστα δεν ημπορούσα να βαδίσω και έπεσα εις την άμμον σαν αποθαμένος.
Τότε είδα τους δύο εκείνους αδελφούς του οράματος, να εμφανίζωνται μπροστά μου και να μου λέγουν: «Σήκω και συνέχισε την πορείαν σου μαζί μας». Αφού εσηκώθηκα, είδα τον έναν απ’ αυτούς να κοιτάζη προς την γην, και μετά να στρέφεται προς εμένα και να μου λέγη : «θέλεις να πιής ολίγον νερόν;». Εγώ απάντησα λέγων: «Όπως διατάξης Πάτερ». Μου έδειξε εν συνεχεία μίαν ρίζαν θάμνου της ερήμου και μου είπε: «Πάρε και φάγε και συνέχισε τον δρόμον σου με την δύναμιν του Κυρίου». Αφού λοιπόν επήρα και έφαγα ολίγον από την ρίζαν που μου έδειξε, αμέσως ίδρωσα σαν να ερραντίσθηκα με νερό. Εδροσίσθη τότε η ψυχή μου και έγινα εντελώς καλά και μου εφάνη ότι ουδέποτε λιποψύχησα. Μετά μου υπέδειξαν τον δρόμον που ωδηγούσε εις τον Άγιον, και αφού μου είπαν να μην καθυστερήσω, εξηφανίσθησαν. Εγώ δε αφού περιεπάτησα επί επτά ημέρας, έφθασα εις το όρος της Θράκης και ανέβηκα μέχρι την κορυφήν του. Εις ολόκληρον το όρος δεν υπήρχε ούτε ένα δένδρον, ούτε ένας ξηρός θάμνος. Ήτο όμως τόσον υψηλόν, ώστε εφαίνετο ότι έφθανε μέχρι τον ουρανόν. Εις τους πρόποδας του όρους ηπλώνετο η απέραντη θάλασσα.
Αφού επί επτά ημέρας εγύριζα το όρος εδώ και εκεί, εις εκείνην την νύκτα είδα τους αγγέλους του Θεού να κατεβαίνουν προς τον Άγιον, και εδοξολογούσαν λέγοντας: «Ας είσαι ευτυχής, και ας υπάρχη εις την ψυχή σου κάθε γλυκύτης, Αββά Μάρκε, διότι ιδού σου εφέραμεν τον Αββά Σεραπίωνα τον οποίον εποθούσε να ίδη η ψυχή σου».
Μόλις ήκουσα αυτά έμεινα άφωνος, και επεριπατούσα σύμφωνα με την οπτασίαν μέχρις ότου έφθασα εις το σπήλαιον εκείνο όπου κατοικούσε ο Άγιος Μάρκος. Όταν επλησίασα την θύραν του σπηλαίου ήκουσα ν’ απαγγέλλη τους εξής στίχους από τας Αγίας Γραφάς: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως ημέρα εχθές» και την συνέχειαν αυτού του Ψαλμού. Ενώ προχωρούσε ο Όσιος έλεγε : «Μακαρία η ψυχή σου Μάρκε, διότι δεν έπεσες εις τον βόρβορον αυτού του κόσμου. Ευτυχισμένο το σώμα σου διότι δεν εμέθυσε από τας αισχράς επιθυμίας του λογισμού. Ευτυχείς οι οφθαλμοί σου διότι δεν ημπόρεσε ο διάβολος να τας αποπλανήση ώστε να ιδούν ξένας μορφάς. Ευτυχής η ακοή σου που δεν ήκουσε τας κραυγάς των γυναικείων σειρήνων του ματαίου αυτού κόσμου. Ευτυχείς αι χείρες σου, που δεν εκράτησαν ή εψηλάφησαν τίποτα εκ των ανθρωπίνων πραγμάτων, ούτε τους ρώθωνάς σου εύφραναν αι οσμαί του διαβόλου ούτε οι πόδες σου εβάδισαν εις τον δρόμον που παρασύρει εις τον θάνατον και τα βήματά σου παρημποδίσθησαν».
Όταν ήκουσα τον Όσιον να λέγη αυτά εθαύμασα, και εκείνος συνέχιζε να λέγη: «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το όνομα το Άγιον Αυτού. Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον, και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις Αυτού. Ας μη λυπήσαι ψυχή μου αλλά να ευφραίνεσαι εν τω ονόματι του Κυρίου σου. Επειδή αυτός έχει ειπή: «Να μην φοβάσαι το μικρόν ποίμνιον, διότι ο Πατήρ μας ηυδόκησε να μας δώση την Βασιλεία» και πάλιν αλλού λέγει ότι «Μακάριος ο δούλος εκείνος ο οποίος κάνει το θέλημα του Κυρίου αυτού». Και ο προφήτης Δαυίδ λέγει: «Παρεμβαλεί Άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς».
Συνάντησις Αββά Σεραπίωνος και Οσίου Μάρκου.
Αφού είπε τέτοια και πολλά άλλα από τας άγιας Γραφάς, ο Όσιος εβγήκε μέχρι την θύραν του σπηλαίου και κλαίων με εκάλεσε λέγων: «Με την ειρήνη του Χριστού έφθασες Αββά Σεραπίων; Πλησίασε τέκνον μου». Και αφού επλησίασα, με αγκάλιασε και με εφίλησε λέγων: «Ευωδία του υιού μου Σεραπίωνος, είναι ως ευωδία πνευματικού τέκνου. Είθε ο Κύριος να σου ανταποδώση τον μισθόν του κόπου σου που ήλθες εδώ δια να ιδής την λευκήν μου κεφαλήν. Ευρίσκομαι εδώ ενενήκοντα πέντε χρόνια, τέκνον μου, και δεν έχω ιδή άλλον άνθρωπον εκτός από την αγιωσύνην σου σήμερον, την οποίαν επιθυμούσα να ιδώ εδώ και πολλά χρόνια. Σ’ ευχαριστώ που δεν εδίστασες ν’ αναλάβης την υποχρέωσιν να συναντήσης ένα ελεεινόν γέροντα. Αλλ’ όπως σου είπα, ο Θεός θα σου ανταποδώση τον μισθόν κατά την ημέρα της Κρίσεως που θα κρίνη τα κρύφια των ανθρώπων».
Και όταν μου είπε αυτά, με διέταξε ο Όσιος και εκαθήσαμε. Εγώ τότε ήρχισα να τον ερωτώ δια την άμεμπτον ζωή του. Εκείνος απαντών μου είπε: «Ιδού, τέκνον μου, εις αυτήν εδώ την φωλεαν έχω ενενήκοντα πέντε χρόνια και τα μάτια μου δεν είδον ποτέ θηρίον, ούτε όρνεον, ούτε έφαγα ψωμί κατασκευασμένον από ανθρώπινα χέρια, ούτε εντύθηκα ποτέ μου ενδύματα κοσμικά. Επί τριάκοντα χρόνια έζησα σε μεγάλην ανάγκην και ένοιωσα πολλήν στενοχώριαν εξ αιτίας της πείνης, της δίψης και της γυμνότητός μου. Και δεν μου αρκούσαν μόνον αυτά. Είχα και τους δαίμονας που μ’ ενωχλούσαν και μου έστηναν παγίδας, τας οποίας δεν μπορώ να σου διηγηθώ. Έφαγα, τέκνον μου, από την πείνα μου χώμα και έπια εξ αιτίας της δίψης μου νερό της θαλάσσης, επί είκοσι χρόνια. Και εζούσα με γυμνότητα και με μεγάλην στενοχώριαν. Οι δαίμονες αμέτρητες φορές ωρκίσθησαν μεταξύ των να με πνίξουν εις την θάλασσαν. Πολλές φορές με ετράβηξαν δια της βίας μέχρι τους πρόποδας του όρους σε σημείον που να μην μου απομείνη ούτε δέρμα, ούτε σάρκα. Μάλιστα φωνάζοντας μου έλεγον: «Φύγε από την γην μας. Από της δημιουργίας του κόσμου δεν ήλθε άλλος κανείς εδώ. Εσύ πως ετόλμησες να έλθης;». Άντεξα με μεγάλην υπομονήν την πείνα, την δίψα, την γυμνότητα επί τριάκοντα χρόνια και μαζί μ’ αυτά όπως σου είπα, είχα και τον αφόρητον πόλεμον των δαιμόνων.
Αφού επέρασαν έτσι τα τριάκοντα χρόνια, επεφοίτησε η Χάρις του Θεού και η πολλή ευσπλαχνία Του ώστε με την προσταγήν Εκείνου, ήλλαξαν τα σωματικά μου γνωρίσματα, και εφύτρωσαν τρίχες εις το σώμα μου μέχρι που εβάρυνα εξ αυτών. Μου απεστέλλετο πνευματική τροφή διαρκώς, και Άγγελοι κατέβαινον προς εμέ και ακόμη παρετήρησα θαυμάζων, τέκνον μου, τους τόπους της Βασιλείας των ουρανών και τας Μονάς των δικαίων. Είδα τον Παράδεισον του Θεού και μου έδειξαν το ξύλο της Γνώσεως από το οποίον έφαγον οι Προπάτορές μας. Είδα τον Ενώχ και τον Ηλίαν εις γην ζώντων. Δεν υπάρχει τέκνον μου, κάτι που να το εζήτησα από τον Θεόν και να μην μου το έδειξε. Όταν μου διηγήθη αυτά ο Όσιος του είπα: «Πες μου, Πάτερ, από που είσαι και πως συνέβη να έλθης εδώ;». Και ο Όσιος Μάρκος μου απήντησε: «εγώ, τέκνον μου, είμαι από την Αθήνα και περνώντας τον καιρόν μου, εμαθήτευσα κοντά σε φιλοσόφους. Όταν απέθανον οι γονείς μου, είπα εις τον εαυτόν μου, ποιον όφελος θα έχω σαν παρασυρθώ απ’ αυτόν τον κόσμον; Ας αναχωρήσω λοιπόν προτού οι άγγελοι του Θεού έλθουν και με αρπάξουν. Αμέσως λοιπόν εντύθηκα και αφού εκάθισα εις μίαν σανίδα ερρίφθηκα εις την θάλασσα. Η σανίς με το χέρι ενός Αγγέλου με έφερε εις τους πρόποδας αυτού του όρους. Αφού περιεπλανήθην λοιπόν εδώ και εκεί, εύρον αυτό το σπήλαιον εις το οποίον κατώκησα και επέρασα, καθώς σου ανέφερα προηγουμένως, τον τραχύτατον δρόμον της εδώ διαμονής μου, με πολλούς πόνους και θλίψεις μέχρι σήμερον».
Αφού μου διηγήθη αυτά και πολλά άλλα ο Όσιος, εφάνη ο άγιος. Όταν είδα εγώ τας τρίχας του που εκάλυπτον όλον το σώμα του, όπως του θηρίου, εφοβήθηκα πολύ και εταράχθηκα επειδή από άλλο σημείον ήτο αδύνατον ν’ αναγνωρισθή ότι ήτο άνθρωπος, εκτός μόνον από την ομιλίαν του. Μόλις με είδεν ο Όσιος ότι εφοβήθηκα τόσον πολύ, μου είπε: «Διατί εφοβήθης τέκνον μου εκ της θέας του δυστυχούς τούτου σώματος; Δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά σώμα φθαρτόν που αποτελείται εκ σώματος φθαρτού εις αυτό το σχήμα». Και πάλιν ο Όσιος, επειδή ήθελε να μάθη τι γίνεται εις τον κόσμον με ηρώτησε: «Στέκει καλά ο κόσμος και ανθεί όπως παλαιότερα;». Και του απήντησα: «Ναι πάτερ μου, με την Χάριν του Χριστού ο κόσμος στέκει καλά, και σήμερα ακμάζει περισσότερον από ό,τι παλαιότερα».
Θαύματα του Οσίου Μάρκου
Κατόπιν ο Όσιος μ’ ερώτησε: «Υπάρχει ειδωλολατρεία ή διωγμός των χριστιανών μέχρι σήμερον;». Και εγώ του απεκρίθην: «Με την βοήθειαν των ευχών σου, έχει σταματήσει ο διωγμός και ούτε υπάρχει ειδωλολατρεία που να ενεργή φανερά». Μόλις το ήκουσε αυτό ο γέρων εχάρη πολύ και μου είπε: «Υπάρχουν σήμερον, έστω μερικοί, άγιοι εις τον κόσμον οι οποίοι κάνουν υπερφυσικά πράγματα και θαύματα; Όπως ο Χριστός αναφέρει εις τα Ευαγγέλια ότι «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται» και «Άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν και γενήσεται»; Μόλις είπε ο Όσιος αυτό, και εδείκνυε το όρος, ανεσηκώθη εκείνο περί τους πέντε πήχεις, και μετεκινήθη προς την θάλασσαν. Όταν εσήκωσε τα μάτια του ο Όσιος και είδε το όρος να περιπατή, αφού εκτύπησε τα χέρια εις το πρόσωπόν του, είπε: «Τι σου συνέβη όρος; Εγώ δεν σου είπα να μετακινηθής, μείνε εις την θέσιν σου». Και αμέσως το όρος επανήλθε εκεί απ’ όπου απεχωρίσθη και μόλις το είδα εγώ από τον φόβον μου έπεσα χαμαί (κάτω εις την γην). Ο Όσιος αφού με επήρε από το χέρι με εσήκωσε επών: «Δεν είδες τοιαύτα θαύματά εις τας ημέρας σου;». Και εγώ είπα όχι. Και τότε εκείνος, εστέναξε, έκλαυσε και είπε: «Αλλοίμονον εις την γην, διότι οι χριστιανοί είναι μόνον εις το όνομα χριστιανοί και ουχί εις τα έργα. Ευλογητός ο Θεός που με ωδήγησε εις αυτόν τον άγιον τόπον, δια να μην αποθάνω εις την ιδικήν μου πατρίδα και ταφώ εις γην μολυσμένην από τας πολλάς αμαρτίας».
Όταν ήρχισε να βραδυάζη μου είπε: «Αδελφέ Σεραπίων, δεν ήλθε η ώρα να κάνωμεν αγάπην και ευχαριστίαν;». Εγώ όμως δεν απάντησα. Ο Όσιος άμέσως εσηκώθη, και αφού ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανόν απήγγειλε τον Ψαλμόν «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει» και εσυνέχισε μέχρι τέλους τον Ψαλμόν. Έπειτα αφού εστράφη προς το σπήλαιον με μεγάλη φωνήν είπεν: «Ετοίμασε τέκνον μου την τράπεζαν» και μετά μου λέγει: «Ας προχωρήσωμε μέσα εις το σπήλαιον τέκνον μου, και ας φάγωμεν τροφήν την οποίαν μας απέστειλεν ο Θεός». Εγώ εθαύμαζα και απορούσα και έμενα έκθαμβος, διότι δεν έβλεπα κανέναν άλλον εκτός από τον Όσιον. Είδα εν συνεχεία μίαν τράπεζαν εστρωμένην και γεμάτη με διάφορα φαγώσιμα, δύο καθίσματα (σκαμνία) και άρτον φρέσκον, μαλακόν και λευκόν σαν το χιόνι, καθώς επίσης δύο ιχθείς οπτούς (ψητούς), ωραιότατα λαχανικά και φοίνικας, άλας και ένα δοχείον με γλυκύ νερό σαν το μέλι. Και όταν εκαθήσαμε ο Όσιος μου είπε: «Ευλόγησον αδελφέ Σεραπίων». Και απεκρίθην εγώ: «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ». Ευθύς τότε λέγει ο Όσιος: «Κύριε ευλόγησον». Και βλέπω αμέσως κάτι σαν δεξί χέρι, να απλώνεται από τον ουρανόν, και να σχηματίζη το σημείον του Σταυρού εις την τράπεζαν. Όταν εφάγαμε είπε ξανά ο Όσιος: «Σήκωσε τέκνον μου απ’ εδώ την τράπεζαν». Και αμέσως η τράπεζα αοράτως εξηφανίσθη. Εγώ έμεινα απορημένος και εθαύμαζα, επειδή εις ολόκληρον την ζωήν μου δεν εγεύθηκα τόσο γλυκυτάτην τροφήν ούτε είχα ξαναπιή τόσο γλυκύ νερό».
Ο Όσιος αφού μου εμίλησε είπε: «Είδες, αδελφέ, πόσον αγαπά ο Θεός τους δούλους του; Μέχρι τώρα μου εστέλλετο καθημερινώς μόνον ένας ιχθύς. Σήμερον ο Θεός απέστειλε και δι’ εσέ ακόμη έναν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ο Θεός μου αποστέλλει και τροφήν πνευματικήν και ποτόν πνευματικόν.
Επί τριάκοντα χρόνια ευρισκόμην εις αυτόν τον τόπον και δεν εύρον ούτε μίαν ρίζαν από χόρτον. Από την μεγάλην και αμέτρητόν μου πείναν έφαγα χώμα από την γην, και από την πολλήν μου δίψα έπιον αλμυρό νερό της θαλάσσης. Και ήμην γυμνός και ανυπόδητος μέχρι σημείου που απεχωρίσθη το δέρμα από τα υπόλοιπα μέλη του σώματός μου, εξ αιτίας του καύσωνος και του ψύχους. Και εκοιμόμην χαμαί ωσάν νεκρός, και οι δαίμονες με επολεμούσαν διαρκώς ημέρα και νύκτα, και με έσυραν βίαια εδώ και εκεί εις το όρος. Ο Θεός μ’ εγκατέλειψε τριάκοντα χρόνια και εζούσα μέσα εις την πείνα, την δίψαν και γυμνότητα ταλαιπωρημένος από το ψύχος και τον καύσωνα. Εις αυτό το όρος ποτέ δεν είδα ούτε θηρίον ούτε πτηνόν.
Και ιδού κατοικώ επί ενενήκοντα πέντε χρόνια εδώ και επί τριάκοντα χρόνια δεν είδα κανένα από τα ζώντα δημιουργήματα του Θεού, παρά μόνον δαίμονας. Όταν συνεπληρώθησαν τα τριάκοντα χρόνια, κατά τα οποία εκινδύνευσα πολλές φορές, διέταξε ο Θεός και εφύτρωσαν εις ολόκληρον το σώμα μου τρίχες, καθώς βλέπεις, και εκάλυψαν όλα τα μέλη μου. Από τότε, μέχρι σήμερον, δεν ημπόρεσαν να με πλησιάσουν οι δαίμονες, ούτε με ηνώχλησαν ποτέ το κρύο, η υπερβολική ζέστη, η πείνα, η δίψα, ούτε αρρώστησα το παραμικρόν.
Σήμερον σε απέστειλεν ο Θεός, επειδή έχει φθάσει το τέλος της ζωής μου, να κηδεύσης το ταπεινόν μου σώμα με τα άγια σου χέρια. Έπειτα πάλιν είπε: «Αδελφέ Σεραπίων, όταν κηδεύσης το σώμα μου, τοποθέτησέ το εις το σπήλαιον εν ειρήνη Χριστού. Αφού κλείσης το στόμιον του σπηλαίου με λίθους, πήγαινε εν ειρήνη και μη παραμείνης εδώ».
Εγώ ήρχισα να κλαίω, να θρηνολογώ και με φωνήν διακοπτομένην από τους λυγμούς είπα προς τον Όσιον: «Πάτερ μου, ζήτησε να με παραλάβης μαζί σου όπου και αν πάης». Και εκείνος απεκρίθη: «Μην κλαίης, τέκνον μου, κατά την ημέραν της χαράς μου. Ο Θεός που σε ωδήγησε εδώ, αυτός θα σε διασώση εν ευθυμία. Και η επιστροφή σου θα γίνη από άλλον δρόμον και όχι απ’ αυτόν που ήλθες και σ’ εταλαιπώρησε τόσον.
Αδελφέ Σεραπίων, η σημερινή ημέρα μου είναι η πιο υπέροχη απ’ όλας τας άλλας ημέρας της ζωής μου. Διότι σήμερον η ψυχή μου εγκαταλείπει το φθαρτόν (μεταβλητόν) σώμα και φεύγει δια να αναπαυθή εις τας Μονάς της αιωνίου ζωής. Σήμερον το σώμα μου θ’ αναπαυθή από τους πολλούς κόπους και πόνους. Σήμερον θα εισαχθώ εις την χαράν της αναπαύσεως.
Μόλις ετελείωσε τους λόγους του, ξαφνικά, εγέμισε το σπήλαιον από φεγγοβόλον φως και εις το μεγάλον όρος διεχύθη αρωματική ευωδία. Αφού εκράτησε το χέρι μου ο Όσιος Μάρκος συνέχισε λέγων: «Ας διατηρήσαι σπήλαιόν μου ευλογημένον, που εντός σου ευχαρίστησα Εκείνον που ωδήγησε και ενεδυνάμωσε το κατασκευασμένον από τον πηλόν σώμα μου, και μ’ αυτόν τον τρόπον να διανύσω τον δρόμον της διαμονής μου. Με εκάλυψε υπό το σκήνωμά Του μέχρι τώρα και μέχρι την ημέρα της αναστάσεως. Ας διατηρηθής και συ σώμα μου, η κατοικία των πόνων και των κόπων μου. Σε αναλαμβάνει ο Κύριος και θα σου αποδώση τους μισθούς. Ηγωνίσθης και υπέμεινες τους πειρασμούς και τας βλαβερός επενεργείας του εναντίου (δαίμονος) που ανταγωνίζεται μόνον την αγάπην και τας βουλάς Εκείνου. Δια την γύμνωσιν που υπέστης, ας ενδυθής το ένδυμα της αφθαρσίας κατά την ημέραν της δόξης Του που θα είναι φρικτή και φοβερά.
Ας διατηρηθήτε και εσείς οφθαλμοί μου που έχετε μαραθή από τας ολονυκτίους ορθοστασίας και αγρυπνίας. Τώρα ξεκουρασθήτε. Ας σώζεσθε και εσείς πόδες μου, που σάς κατεκοπίασα με ολονυκτίους ορθοστασίας εν προσευχή. Σώζεσθε, Ασκηταί, που ζήτε εις τα όρη και εις τα φαράγγια και εσείς που έχετε κοιμηθή. Σώζεσθε, δέσμιοι που έχετε κατακουρασθή δια την ουράνιον Βασιλείαν. Σώζεσθε και εσείς οι οποίοι ευρίσκεσθε εις τας θλίψεις και τας φυλακάς χάριν της αγάπης του Χριστού. Ας διατηρηθήτε ιερά μοναστήρια, ιδιόρρυθμα κελλία των μοναχών και όλα τα ιερά καταφύγια. Ας διασωθή και ολόκληρη η κτίσις.
Κατόπιν στραφείς προς εμένα ο Όσιος με εφίλησε και είπε: «Ας διαφυλαχθής και συ Σεραπίων αδελφέ. Ο Χριστός παρά του οποίου ελπίζεις την ανταπόδοσιν, επειδή υπέμεινες εξ αιτίας μου τόσον κόπον, ας σου χορηγήση τον μισθόν του κόπου σου κατά την φρικτήν και φοβέραν ημέραν της Παρουσίας Του». Και εσυνέχισε ο Όσιος: «Αδελφέ Σεραπίων, σε ορκίζω εις το όνομα του Χριστού του Υιού του αληθινού Θεού του ζώντος, να μην πάρης τίποτα από το ταπεινόν μου σώμα ούτε μίαν τρίχαν, ούτε να προσπαθήσης να μου φορέσης ένδυμα, αλλ’ όπως ο Θεός το έντυσε με τρίχας έτσι ας ενταφιασθή. Και να μην παραμείνης εδώ σήμερον».
Το τέλος του Όσιου Μάρκου.
Μόλις μου είπε αυτά και ενώ εθρηνούσα, ηκούσθη φωνή εξ ουρανού η οποία έλεγε: «Καθοδηγήσατε προς εμέ, την εκλεκτήν ψυχήν της ερήμου. Οδηγήσατε προς εμέ, τον εργάτην της δικαιοσύνης και πιστόν δούλον. Έλα Μάρκε, έλα ν’ αναπαυθής εις την χώραν της πνευματικής ζωής και χαράς». Αμέσως μου λέγει ο Όσιος: «Ας γονατίσωμεν αδελφέ». Και αφού εγονατίσαμεν ήκουσα αγγελικήν φωνήν απευθυνομένην προς τον άγγελον και που έλεγε: «Άνοιξον τας αγκάλας σου και δέξου την μακαρίαν ψυχήν». Όταν ήκουσα τα λόγια αυτά, εσηκώθηκα και καθώς εκοίταζα προς τα επάνω, είδα την ψυχήν του αγίου, να βαστάζεται από αγγέλους, ενδεδυμένην με λευκήν στολήν και μεταφερομένην εις τους ουρανούς. Μετά απεκαλύφθη η στέγη και είδα τας φυλάς των δαιμόνων να στέκωνται και να περιμένουν. Ήκουσα και φωνήν η οποία έλεγε: «Φύγετε εις το σκότος, φύγετε από το πρόσωπον του φωτός της δικαιοσύνης». Εκρατήθη επί μίαν περίπου ώρα η ψυχή του Oσίου και μετά ήκουσα μίαν φωνήν, που προέτρεπε τους αγγέλους, λέγουσα: «Υψώσατε την ηγαπημένην μου ψυχήν η οποία κατήσχυνε τους δαίμονας». Αφού η ψυχή επέρασεν τας φυλάς των δαιμόνων, αμέσως μετά είδα ν’ απλώνεται από τον ουρανόν κάτι που ωμοίαζε σαν χέρι και να παίρνη την ψυχήν. Από της στιγμής εκείνης τίποτα δεν είδα πλέον. Ήτο δε η ώρα 6 της νυκτός.
Αφού παρέμεινα προσευχόμενος μέχρι το πρωί, και έκαμα την υμνωδίαν επί του σώματος του Οσίου, έσκαψα λάκκον εις το σπήλαιον όπου ετοποθέτησα το ιερόν του λείψανον, όπως ακριβώς μου παρήγγειλε. Μετά έκλεισα την θύραν με πέτρες, κατέβηκα από το όρος ικετεύων και παρακαλών τον Θεόν να με βοηθήση να περάσω την φοβεράν εκείνην έρημον.
Περί την δύσιν του ήλιου, μου επαρουσιάσθησαν οι δύο εκείνοι άγγελοι, που είδα όταν ευρισκόμην εις τον Αββά Ιωάννην, και αφού με επλησίασαν μου είπαν: «Αληθώς, αδελφέ, σήμερον εκήδευσες το σώμα του οποίου δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος. Αλλά σήκω και βάδισε μαζί μας καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός που υπάρχει δροσιά, διότι την ημέρα δεν θα ημπορέσης να περιπατήσης εξ αίτιας της υπερβολικής ζέστης». Και εσηκώθηκα και συνεβάδισα μαζί των μέχρι το πρωί. Έπειτα μου είπαν: «Πορεύου εν ειρήνη και να εύχεσαι υπέρ ημών». Δεν απομακρύνθηκα πολύ απ’ αυτούς και σαν εκοίταξα είδα ότι ευρισκόμην έξω από την θύραν του Αββά Ιωάννη, και έμεινα έκθαμβος δοξάζων τον Θεόν μεγαλοφώνως, όταν ενεθυμήθην τους λόγους του Οσίου Μάρκου που μου είχε ειπή ότι «δεν θα επιστρέψης από τον ίδιον δρόμον που ήλθες εδώ». Είχα πιστεύσει εις την αόρατον προστασίαν του, την οποίαν επήρα δια των ευχών του Οσίου. Έτσι έφθασα, εκεί που ευρισκόμην προηγουμένως, δοξάζων τον Θεόν δια τα ελέη, τα οποία έκανε εις εμέ τον ανάξιον δια των πρεσβειών και ευχών του Οσίου και πιστού του δούλου Μάρκου.
Όταν ήκουσε τας φωνάς αυτάς ο Αββάς Ιωάννης εβγήκε έξω και μου είπε: «Εν ειρήνη μετά Θεόν παρεγένου Αββά Σεραπίων». Εισήλθομεν εν συνεχεία εις την εκκλησίαν και διηγήθην εις τον Αββά και τους συγκεντρωθέντας, λεπτομερώς όλα τα συμβάντα και όλα τα γεγονότα. Πάντες εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα τόσα μεγάλα και εξαίσια των οποίων δεν υπάρχει αριθμός. Ο Αββάς Ιωάννης εγερθείς εις το μέσον μας, είπε: «Αληθώς, αδελφοί, εκείνος (ο Όσιος Μάρκος) ήτο τελείως χριστιανός. Εμείς είμεθα μόνον κατ’ όνομα χριστιανοί και όχι εις τα έργα. Ο φιλάνθρωπος Θεός, ο οποίος παρέλαβε τον Άγιον Μάρκον, δούλον και γνήσιον φίλον Του εις τας αιωνίους ουρανίους αυλάς της Βασιλείας Του, Αυτός ας μας σκεπάση με τας πτέρυγας της Χάριτός Του, και ας μας οδηγή εις το να πράττωμεν το θέλημά Του, δια των πρεσβειών και ευχών του Οσίου ημών Πατρός Μάρκου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ πόλεως ἤνθησας τῶν Ἀθηνῶν τῆς λαμπρᾶς, καὶ βίον ἰσάγγελον ἐπολίτευσω ἐν γῇ, τρωθεὶς θείῳ ἔρωτι, ὅθεν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, εὗρέ σε νεύσει θείᾳ, ὁσιώτατε Μάρκε, διὸ τῆς πολιτείας σου τὸν τρόπον ἀγάμεθα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄγγελος ἔζησας ἐν τῇ ἐρήμῳ σοφέ, καὶ ὤφθης ἀνάπλεως τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν, ὦ Μᾶρκε Πατὴρ ἡμῶν· ὅθεν ἐν σοὶ ἐξέστη, Σεραπίων ὁ θεῖος, καὶ ἤγγειλε τοῖς ἐν κόσμῳ, τὴν ἁγίαν ζωήν σου, μεθ’ οὗ ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἐρήμῳ Ὅσιε, στεῤῥῶς ἀσκήσας, καὶ τραφεὶς ὡς ἄγγελος, ἀπ’ οὐρανοῦ ὑπερφυῶς, Ἀγγέλων ὤφθης ἰσότιμος, Μᾶρκε παμμάκαρ, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Βλάστημα ὑπάρχων τῶν Ἀθηνῶν, ἄνθος τῆς ἐρήμου, διὰ βίου ἀγγελικοῦ, Μᾶρκε ἀνεδείχθης, καὶ κόσμῳ διαπνέεις, τῶν ἀρετῶν σου Πάτερ, ὀσμὴν τὴν κρείττονα.
Ὁ Οἶκος
Τὰ ἐν κόσμῳ ἐμφρόνως κατέλιπες, καὶ Χριστῷ ἀκλινῶς ἠκολούθησας, ἀρνησάμενος σαυτόν, ἀνενδοιάστῳ λογισμῷ, καὶ θεολήπτῳ γνῶμῃ· καὶ ἐν βαρείᾳ ἐρήμῳ θεόθεν ὁδηγηθείς, ἠγωνίσω ἐν αὐτῇ ὑπερφυέσι πόνοις, μόνος μόνῳ Θεῷ συγγινόμενος, καὶ τὰς θείας δωρεὰς παρ’ Αὐτοῦ δεχόμενος· ἄρτῳ γὰρ οὐρανίῳ ἐτρέφου, καὶ τὸ τῆς ἐρήμου ἐπίπονον καὶ σκληρόν, ὡς τρυφὴν ἡγοῦ, τῇ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἐλπίδι καὶ μεθέξει· ὅθεν προσελθών σοι θαυμαστῶς ὁ θεῖος Σεραπίων, ἐξέστη ἐν σοί· καὶ τὸ σεπτόν σου σῶμα κηδεύσας ἀνύμνει σε, Μᾶρκε παμμάκαρ, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογία
Λιπὼν τὰ ἐπὶ γῆς, θεολήπτῳ καρδίᾳ, ἐσκήνωσας σοφέ, ἐν ἐρήμῳ ἀβάτῳ, καὶ βίον τὸν ἰσάγγελον, μετὰ σώματος ἔζησας Μᾶρκε Ὅσιε· ὅθεν συνήφθης Ἀγγέλοις, μεθ’ ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν τελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογία
Ὁδηγηθεὶς τῇ τοῦ Θεοῦ προμηθείᾳ, πρὸς σὲ ἀφῖκται Σεραπίων ὁ θεῖος, καὶ τῆς ζωῆς τὸ τρόπον σου ἐθαύμασεν· ὅθεν καὶ κηδεύσας σου, Πάτερ Μᾶρκε τὸ σκῆνος, τὰ λαμπρά σου τρόπαια, ἀνεκήρυξε πᾶσι· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἐν ἐρήμῳ σκηνώσας νοὸς στεῤῥότητι, ἀπενέκρωσας πάσας τὰς τῆς σαρκὸς ἡδονάς, δι’ ἀγώνων καρτερῶν Μᾶρκε μακάριε, καὶ τῶν ἐνθέων δωρεῶν, σκεῦος τίμιον φανείς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τῇ πρὸς Χριστὸν ἱκεσίᾳ, τῶν αἰτημάτων τὴν ἐκπλήρωσιν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν τοῦ σώματος πρόνοιαν ὁλικῶς, ἀρνησάμενος πόθῳ τῷ θεϊκῷ, ὡς ἄσαρκος ἔζησας, ἐν ἐρήμῳ μακάριε, καὶ οὐρανίῳ ἄρτῳ, τραφεὶς θείῳ νεύματι, ἐγνώσθης μετὰ τέλος, ὁ πρὶν ἀγνοούμενος· ὅθεν καὶ τελέσας, τὸν ἀγῶνα ὁσίως, τῆς ἀνω λαμπρότητος, ἀνεδείχθης συμμέτοχος, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ορθ. Ιδρ. Ο Απόστολος Βαρνάβας
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ