π.ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η αναγέννηση
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα.
Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το χριστιανικό βάπτισμα (Πράξ. ιθ’ 3-5). Το χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη’ 19).
Με το χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ. γ’ 26-29. Ρωμ- η’ 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τους πιστούς· το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο χρίσμα, είναι η «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ’ 3-5.
Το χριστιανικό λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ’ 16. Α’ Πέτρ. γ’ 20-21). Με αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β’ 38. Ρωμ. στ’ 1-11. Τίτ. γ’ 5). Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η’ 5-11. ΓαΛ. δ’ 5-6), γιατί με το βάπτισμα εντασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β’ 41-47. Α’ Κορ. ιβ’ 13. Γαλ. γ’ 26-28)· «εν σώμα και εν πνεύμα… μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφεσ. δ’ 4-5). Η εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15), ερμήνευσε το Ιω. γ’ 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος (165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ’ 3-5. Ο Ωριγένης (185-254) λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τους μεταλαβόντας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (Παρά Αθαν., Προς Σεραπ., έπ. Δ’ 10). Ο Τερτυλλιανός (220) αναφέρει πώς χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, «όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του λόγου του Κυρίου, εάν τις δεν αναγεννηθή εξ ύδατος, δεν έχει την ζωήν» (Περί βαπτ., 12). Ο Μ. Αθανάσιος (295-373) αναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος, «τον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Προς θεραπ., έπιστ. Δ’ 13). Αλλά και στην εποχή των μεγάλων πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τους λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω. γ’ 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχίαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον δημιουργίας τρόπον… εξ ύδατος και Πνεύματος»· «και αν ρωτήσει κανείς πώς από ύδωρ, τότε πρέπει να δοθεί η απάντηση: όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτο το χώμα και το παν ήτο έργον του Δημιουργού, έτσι και τώρα, το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος» (Χρυς., Εις το Ιω,, ομιλ. ΚΕ’ 2).
«Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωσεν ο Χριστός· αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά. Έτσι και το βάπτισμα, η μεν δωρεά του ύδατος γίνεται με αισθητόν πράγμα, αλλά τα συντελούμενον, δηλαδή η αναγέννησις και ανακαίνισις, είναι νοητά. Διότι, εάν μεν ήσουν ασώματος, γυμνά θα σου παρέδιδε τα ασώματα αυτά δώρα. Επειδή όμως η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα, με αισθητά πράγματα σου παραδίδει τα νοητά» (Χρυσ., Εις το Ματθ. όμιλ. ΠΒ’ 4).
Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (381) αναφέρει τρεις γεννήσεις; «την σωματική, την δια του βαπτίσματος και την δια της αναστάσεως» (Λόγος Μ’ 2, Εις το άγιον βάπτισμα).
Αλλά και οι πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος, ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγεννήσεως». Γι’ αυτό και όποιος αρνείται το νηπιοβαπτισμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγία Γραφή, αλλά και με το «τυπικό της Εκκλησίας, που παραδόθηκε από παλαιά και τηρείται πάντοτε» (Αυγουστ., Επιστ. προς Σίξτο VII 32. Χ43).
Το γεγονός της ταύτισης του βαπτίσματος με την αναγέννηση, δεν σημαίνει βέβαια πώς το βάπτισμα μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για την διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου. Αντίθετα η Εκκλησία εύχεται στον Κύριο να αναδείξει τον νεοφώτιστο «αήτητον αγωνιστήν κατά των μάτην έχθρα φερομένων κατ’ αυτού» και να δώσει σ’ αυτόν «πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστα σοι πράττειν».
Όπως αναφέρθηκε, το βάπτισμα μας «ενδύει» τον Χριστό και μας εισάγει στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στη «βασιλεία του Θεού» (Ίω. γ’ 3-5)· όμως αυτός είναι ο «αρραβών» (Β’ Κορ.ε’ 5. Έφεσ. α’ 14), τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί και να χάσει. Άλλωστε η περίοδος του αρραβώνα, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι περίοδος δοκιμασίας. Γι’ αυτό και απαιτείται άσκηση και αγώνας (Α’ θεσ. ε’ 6-11. Α’ Πέτρ. ε’ 8-9). Στην περίπτωση του νηπιοβαπτισμού ο νεοφώτιστος καλείται να κάνει συνειδητά αποδεκτό το δώρο της σωτηρίας με την αύξηση του στην ηλικία, να ζήσει άξια της ουράνιας κλήσης του.
Η ΕΕ αρνείται όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας και επομένως δεν δέχεται ούτε το βάπτισμα σαν Ιερό μυστήριο. Τα μυστήρια, λέγει, είναι αποτέλεσμα «παχυλής αγνοίας» και δεισιδαιμονίας, πού άρχισαν να εισβάλλουν εις την Εκκλησία από του Δ’ αιώνος και εξής» (Πίστις 53-53). Επομένως κατά την ΕΕ και οι «μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας» (Πίστις 144) έπεσαν θύματα «παχυλής αγνοίας και δεισιδαιμονίας».
Το βάπτισμα με νερό δεν έχει σχέση με την αναγέννηση, λέγει η ΕΕ. Είναι απλώς «εξωτερίκευση» της αναγέννησης, πού προηγείται. Δεν συγχωρεί αμαρτίες, ούτε σώζει· είναι «εξωτερικόν σύμβολον της συγχωρήσεως» (Πίστις 52-53). Και όμως κάνει δεκτό το νηπιοβαπτισμό, σαν «αφιέρωση» (Πίστις 55). Έτσι υπάρχουν ουσιαστικά δύο βαπτίσματα· το ένα σαν εξωτερικό σύμβολο μιας εσωτερικής κατάστασης (της σωτηρίας) και το άλλο σαν αφιέρωση, πράγμα που ασφαλώς είναι αντίθετο με τη Γραφική διδασκαλία (Έφεσ. δ’ 5).
ΤΟ «εξ ύδατος» του Ιω. γ’ 3-5, λέγει η ΕΕ, σημαίνει το «λουτρόν του ύδατος δια του Λόγου» (Εφεσ. ε’ 26), δηλαδή το κήρυγμα (Πίστις 51, σημ. 1). Όμως η πρώτη Εκκλησία αντιλήφθηκε διαφορετικά το πράγμα. Έτσι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυστόστομος ρωτά: Με ποιο «ρήμα», δηλαδή με ποιο «λόγο»; «Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», απαντά ο ίδιος (Χρυσ., Υπομν. εις Εφεσ., Λόγος Κ’ 2) Ο Κύριος λοιπόν εννοούσε εδώ (Ιω. γ’ 3-5) όχι το κήρυγμα, ΑΛΛΑ το «ύδωρ, μαζί με το βαπτιστικό λόγο, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου (Ματθ. κη’ 19).
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ-ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ