Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
Η αυταξία της ανθρώπινης ζωής
στη χριστιανική σκέψη και η Νεωτερικότητα
Ο τονισμός της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και ο σεβασμός της ζωής του κυριαρχεί στις ποικίλες δημόσιες διακηρύξεις πολιτικών συστημάτων, κρατών και οργανισμών. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελεί κατάκτηση της Νεωτερικότητας και των ιδεολογικών-φιλοσοφικών στοιχείων που εισήγαγε.
Με τον όρο «Νεωτερικότητα» (modernity, modernite) ονομάζεται η ιστορική περίοδος μετά το Διαφωτισμό η οποία χαρακτηρίζεται από ένα αίτημα αυτονομίας και αυτό-προσδιορισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού είχε ασκηθεί αυστηρός κριτικός έλεγχος κάθε αυθεντίας και αμφισβήτηση της έννοιας και του περιεχομένου της θρησκείας με ταυτόχρονη εκκοσμίκευση της γνώσης, την πίστη στον ορθό λόγο και τη λατρεία της επιστήμης. Κατά συνέπεια, γνώρισμα της Νεωτερικότητας είναι η εκκοσμίκευση της θρησκευτικής μεταφυσικής, έτσι ώστε η πίστη του ανθρώπου στον Θεό μετατράπηκε σε πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του. Ταυτόχρονα, εξέφρασε μια γενικευμένη αμφισβήτηση των εξουσιών του παλαιού καθεστώτος, με αντίστοιχη προβολή της αξίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη1.
Όπως επισημαίνει ο Χρ. Γιανναράς, «η Νεωτερικότητα χαρακτηρίστηκε από την πολεμική απόρριψη κάθε μεταφυσικής θεμελιώσεως τής Ηθικής καὶ τού Δικαίου και την απόλυτη αποδοχή τής Φύσεως (Φυσικής). Κατά συνέπεια οι κανονιστικὲς αρχὲς καὶ οι κανόνες τού Δικαίου δεν θα έπρεπε να εξάγονται από τον υποθετικό “Θείο Νόμο”, αλλ’ από την λογικὴ των φυσικών νόμων. Εφόσον ο άνθρωπος είναι φύσει λογικὴ ύπαρξη· κατά συνέπεια μπορούμε να εξαγάγομε κανονιστικὲς ηθικὲς αρχὲς απὸ τον λογικὸ καθορισμὸ τού κοινού καλού και συμφέροντος»2.
Όλα τα πολιτικά συστήματα που γέννησε η Νεωτερικότητα είχαν ως σύνθημά τους τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επαγγέλλονταν την απελευθέρωση από το δογματισμό που επέβαλλε η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ουσιαστικά, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγινε το σύμβολο τού σύγχρονου (νεωτερικού) δυτικού πολιτισμού. Μολονότι η Νεωτερικότητα εγκαινίασε ένα ελπιδοφόρο όραμα ορθολογικού εκσυγχρονισμού και την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης, μολονότι ο Καντ διακήρυττε ότι ο Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα του3, όμως η ζοφερή απαισιοδοξία μετά τις καταστροφές των παγκοσμίων πολέμων και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά του νεωτερικού εγχειρήματος και αποδεικνύει ότι η λογική της ανθρώπινης απελευθέρωσης μετεξελίχθηκε βαθμιαία σε λογική του αυταρχισμού και της καταπίεσης. Το Ολοκαύτωμα και οι διάφορες γενοκτονίες του 20ου αιώνα εκφράζουν την κορύφωση αλλά και τη χρεοκοπία του νεωτερικού εγχειρήματος.
Ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ αποτυπώνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την τραγικότητα του πολέμου που βίωσε κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Με συγκλόνιζε η αίσθηση των παθημάτων της ανθρωπότητας. Ζούσα επί χρόνια σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα αδελφοκτόνου μίσους καταρχάς εξαιτίας του Παγκοσμίου και έπειτα του εμφυλίου πολέμου. Έκτοτε θα προτιμούσα να ακούω για χιλιάδες θύματα εξαιτίας σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και καταστροφών οι οποίες συνήθως προκαλούν την συμπάθεια όλων παρά για πολέμους, οι οποίοι ανεξαιρέτως παρασύρουν όλους σε ηθική συμμετοχή σε φόνους. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου. Εκείνα τα χρόνια ζούσα τη Θεία Λειτουργία, ενθυμούμενος τον Χριστό να προσεύχεται στη Γεθσημανή και να πεθαίνει πάνω στον Γολγοθά. Βρισκόμουν σε απόγνωση. Διηνοίχθησαν σε μένα οι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του ανθρώπου»4.
Οι προσδοκίες των πολιτικών ιδεολογιών της Νεωτερικότητας ότι θα εγκαταστήσουν έναν επίγειο παράδεισο επί της γης διαψεύδονται από το γεγονός ότι η ζωή μας έγινε ένας διαρκής και συνεχόμενος θάνατος, με χιλιάδες αθώα θύματα που αφανίζονται καθημερινά σε πολέμους μίσους από άπληστους και μισαλλόδοξους ανθρώπους χωρίς ηθικούς κανόνες. Αναρίθμητοι άνθρωποι απειλούνται από διάφορες μορφές αδικίας στην κοινωνική και ιδιωτική σφαίρα. Η αδικία οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε στερήσεις, φτώχεια, εξαθλίωση. Οι προσδοκίες των πολιτικών ιδεολογιών που επαγγέλλονται τη διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης συγκρούονται με το γεγονός ότι η διαφορετική άποψη καταπολεμείται όχι με το διάλογο αλλά με τη βία. Οι διάφορες δολοφονίες λόγω ιδεολογικών πολιτικών διαφορών το αποδεικνύει.
Ταυτόχρονα, η αντίληψη της Νεωτερικότητας ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος στις πράξεις και τις επιλογές του συγκρούστηκε και συγκρούεται με διάφορα πολιτικά συστήματα τα οποία, ενώ μεν υπόσχονται την ελευθερία, όμως κάθε άλλο παρά απαλλαγμένα από το δογματισμό και την ανελευθερία προσπαθούν να επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις με τη βία και όχι με την πειθώ. Το πολιτικό-αλληγορικό μυθιστόρημα του Τζώρτζ Όργουελ «Η φάρμα των ζώων» παρουσιάζει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την αποτυχία των πολιτικών συστημάτων της Νεωτερικότητας να προασπίσουν την ελευθερία του ανθρώπου και την απαλλαγή τους από το δογματισμό ο οποίος έχει ποικίλες αποχρώσεις και διαστάσεις.
Αν και ο νεωτερικός άνθρωπος κομπάζει για την α-θρησκευτικότητα του και την απαλλαγή από τις προκαταλήψεις και την καταπίεση που επέβαλλε η καθεστηκυία εξουσία του Μεσαίωνα όμως δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τον δογματισμό που είχε επιβάλλει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς απλά αντικατέστησε τη θρησκευτική πίστη με την πίστη στην επιστήμη, τη λατρεία του Θεού με τη λατρεία του χρήματος και την αυθεντία του αλάθητου Πάπα με τους διάφορους θεωρητικούς της πολιτικής φιλοσοφίας που επαγγέλλονται μια ιδανική κοινωνία η οποία καταλήγει σε Ουτοπία. Μνημειώδες και κλασικό θα παραμείνει το έργο του Max Weber «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού», όπου παρουσιάζει τον καπιταλισμό να γεννιέται μέσα από τις θεολογικές προϋποθέσεις του Προτεσταντισμού, κάτι το οποίο αποδεικνύει περίτρανα τα παραπάνω.
Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε εμπειρικά είναι ότι μέσα στις κοινωνίες που διοικούνται με τις αρχές των πολιτικών συστημάτων που γέννησε η δυτική φιλοσοφία και η Νεωτερικότητα, δεν εξαλείφθηκε ο βιασμός της ανθρώπινης ζωής ο οποίος εκφράζεται με διάφορους τρόπους όπως ο πόλεμος, οι πολιτικές δολοφονίες, η βία, η κοινωνική αδικία που συνεπάγεται τον θάνατο εκατομμυρίων υποσιτισμένων ανθρώπων, οι αμβλώσεις, η θανατική ποινή, κ.α. Αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Η γήινη ατμόσφαιρα αποπνέει οσμή αίματος. Όλος ο κόσμος τρέφεται καθημερινά με ειδήσεις για φόνους ή βασανιστήρια των ηττημένων σε αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Τα σκοτεινά νέφη του μίσους καλύπτουν από τα μάτια μας το Ουράνιον Φως. Μόνοι τους οι άνθρωποι δημιουργούν για τον εαυτό τους την κόλασή τους. Χωρίς την ολοκληρωτική αλλαγή και μεταμόρφωσή μας μέσω της μετάνοιας, δεν θα έλθει η λύτρωση του κόσμου»5.
Ο Πιλάτος, απευθυνόμενος προς τον Ιησού Χριστό, τού έθεσε το ερώτημα: «τί ἐστιν ἀλήθεια; »(Ιωάν.18,38). Το συγκεκριμένο ερώτημα δεν απασχόλησε μόνο τον Πιλάτο, αλλά είναι ένα πανανθρώπινο ερώτημα και διατυπώνεται με αγωνία από τους ανθρώπους κάθε εποχής. Ενώ τα πολιτικά συστήματα και οι διάφορες κοινωνικές ιδεολογίες αναζητούν την αλήθεια σε ιδέες και αφηρημένος προτάσεις, για την χριστιανική θεολογία η αλήθεια μήτε ιδεολογία είναι, μήτε αντικειμενοποιημένη αξία, αλλά πρόσωπο, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός6, «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (Ιωάν. 14,6)», και κατά συνέπεια ο κατ΄ εικόνα του Θεού Λόγου δημιουργημένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος ως δημιούργημα κατ’ εικόνα του δημιουργού Θεού είναι και αυτός πρόσωπο και η ζωή του έχει αυταξία7. Αυτή την αλήθεια, ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ την ονόμασε υποστατική αρχή8. Η υποστατική αρχή σχετίζεται με το Είναι του Θεού. Αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Η υπόστασις συνιστά την εσωτάτην αρχήν του Απολύτου Είναι, την αρχικήν και τελικήν Αυτού διάστασιν: “Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ”(Αποκ. α’ 8, κβ’ 23)9… Ο Θεός αποκάλυψε στον Μωυσή το όνομά Του: Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. Αποκαλύφθηκε ως Είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Δια τον άνθρωπον, την εικόνα του Υψίστου η λέξις αύτη “Ἐγώ” μαρτυρεί την αρχή της υποστάσεως μέσα μας»10. Εφόσον ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Αυτού, κατά συνέπεια «εν τω ανθρώπω ωσαύτως, τη εικόνι του Υποστατικού Θεού, η αρχή της υποστάσεως είναι αυτός “ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καὶ ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α’ Πέτρ. γ’ 4)”»11.
Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο η Αλήθεια, αλλά και η Ζωή (Ιωάν.14,6), «Ζωή άναρχος υπό ουδενός περιοριζομένη, αδέσμευτος, συναϊδιος τω Πατρί, αχώριστος απ’ αυτού και αδιαίρετος»12. Κατά συνέπεια, όχι μόνο η αλήθεια είναι πρόσωπο αλλά και η ζωή και αυτό σημαίνει ότι η αξία της ζωής δεν ταυτίζεται με κάτι το αφηρημένο, με την υποτιθεμένη ιδέα μιας αφηρημένης ανθρωπότητας, με ένα αφηρημένο και απρόσωπο κοινωνικό σύνολο αλλά με τον συγκεκριμένο άνθρωπο που βρίσκεται και κινείται στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και έχει τα συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες. Για τη χριστιανική θεολογία, αξία έχει η ζωή του κάθε ανθρώπου, όχι αόριστα και αφηρημένα αλλά του ανθρώπου που αποτελεί αντικείμενο της καθημερινής εμπειρίας. Στη χριστιανική θεολογία η ανθρώπινη ζωή δεν έχει αξία κατ΄ επιλογήν (à la carte) και γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε συμβαίνει και το παράδοξο, με τα κοσμικά δεδομένα, η ζωή των δημίων και των διωκτών των χριστιανών να έχει την ίδια αξία με αυτή των μαρτύρων (όπως ο Χριστός προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του έτσι και οι άγιοι μάρτυρες προσεύχονται για τους δημίους τους). Αυτή η ριζοσπαστική θεώρηση έρχεται σε αντίθεση με ορισμένα ακραία πολιτικά συστήματα και θεωρίες οι οποίες θεωρούν άκρως θεμιτή την εξόντωση, ακόμη και τη δολοφονία των πολιτικών τους αντιπάλων τους προς χάριν και όφελος των δήθεν δικαιωμάτων ενός αφηρημένου κοινωνικού συνόλου.
Η ακραία αυτή θεώρηση από ορισμένες πολιτικές θεωρίες εκφράζει εξάπαντος μια μανιχαϊστική κατηγοροποίηση των ανθρώπων σύμφωνα με την οποία όσοι δεν αποδέχονται τις δικές μας ιδέες είναι από τη φύση τους κακοί και πρέπει να εξαφανιστούν. Παροιμιώδης και διαχρονική θα μείνει η φράση του Τζώρτζ Όργουελ: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα», που εκφράζει την προαναφερθείσα μανιχαϊστική κατηγοροποίηση, και υπάρχει στο αλληγορικό-πολιτικό του μυθιστόρημα «Η φάρμα των ζώων». Στο συγκεκριμένο αλληγορικό μυθιστόρημα τα ζώα μιας φάρμας αποφάσισαν να επαναστατήσουν εναντίον του αφεντικού τους, του ανθρώπου. Αφού απελευθερώθηκαν από την ανθρώπινη κυριαρχία αντιλήφθηκαν όμως ότι ο νέος ηγέτης τους, ένα μεγαλόσωμο γουρούνι, ο Ναπολέων, ο οποίος και κατέλαβε την εξουσία, ήταν μεγαλύτερος δυνάστης από τον προηγούμενο αφεντικό τους. Ο νέος αρχηγός τους δεν άργησε λοιπόν να διαφθαρεί από την εξουσία και να επιβάλλει μια χειρότερη σκλαβιά στα υπόλοιπα ζώα καθώς θεωρούσε τον εαυτό του και τους συνεργάτες του ανώτερους από τα υπόλοιπα ζώα καθώς έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα (προφανώς οι κάτοχοι της ιδεολογικής αυθεντίας που αντιπροσώπευε ο ίδιος) είναι πιο ίσα από τα άλλα». Αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Όργουελ στο αλληγορικό του μυθιστόρημα έχει συμβεί και στις περισσότερες πολιτικές επαναστάσεις όπου οι νέοι διαχειριστές της εξουσίας έγιναν μεγαλύτεροι δυνάστες από τους προηγούμενους κατόχους της εξουσίας. Ακριβώς αυτή η ιδέα κείται πίσω από τη διάπραξη των λεγόμενων πολιτικών δολοφονιών: «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι αλλά όμως όσοι δεν αποδέχονται τις δικές μας ιδέες, η ζωή τους δεν έχει την ίδια αξία με τη ζωή αυτών που τις αποδέχονται».
Ενώ η αλληγορία της «Φάρμας των ζώων» μιλά για ιδεολογίες – φορείς ενός κεκαλυμμένου δογματισμού, καθώς στο όνομα μιας κατ΄ επίφασιν ελευθερίας είναι έτοιμες να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, η χριστιανική θεολογία ποτέ δεν ταύτισε τις πράξεις–ιδέες του ανθρώπου με την ουσία και την αξία της ζωής του. Αυτό είναι το νόημα της διάκρισης που κάνει η χριστιανική Θεολογία μεταξύ της αμαρτίας και του αμαρτήσαντος. Η αντίληψη αυτή έχει έναν βαθύτατο ανθρωπιστικό χαρακτήρα καθώς αρνείται να καταδικάσει την ανθρώπινη ύπαρξη εξαιτίας των άστοχων ενεργειών της και να την θεωρήσει με έναν μανιχαϊστικό τρόπο ότι είναι από τη φύση της κακή και δεν επιδέχεται αλλαγή. Οι πρώην δολοφόνοι, ληστές, ακόμη και δήμιοι των μαρτύρων, οι οποίοι, αφού μετανόησαν πορεύθηκαν τον δρόμο της αγιότητας αποδεικνύει τα παραπάνω. Αντίθετα, όσοι πράττουν δολοφονίες για ιδεολογικούς λόγους ταυτίζουν αναπόφευκτα την ανθρώπινη ζωή του θύματος με τις ιδέες του ή τις ενέργειές του και εφόσον δεν είναι σύμφωνο με τις δικές τους ιδέες δεν έχει αξία η ζωή του.
Αυτή η υποκρισία και αδυναμία πολλών σύγχρονων πολιτικών θεωριών να αναγνωρίσουν αξία στον εκάστοτε συγκεκριμένο άνθρωπο της κοινής εμπειρίας, όπως πράττει η χριστιανική θεολογία και να μιλούν γενικά για την αξία και τα δικαιώματα ενός αφηρημένου κοινωνικού συνόλου εκφράζεται με άριστο τρόπο στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμαζόφ», όπου εκεί ο στάρετς μάς διηγείται για έναν μορφωμένο γιατρό ο οποίος διατεινόταν ότι μπορεί να αγαπάει γενικά και αφηρημένα την ανθρωπότητα αλλά να μην μπορεί να αγαπήσει τον συγκεκριμένο άνθρωπο της καθημερινής εμπειρίας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο μεγάλος συγγραφέας: «Μου διηγόταν ένας γιατρός εδώ και πολλά χρόνια, παρατήρησε ο στάρετς. Ήταν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος κι αναντίρρητα ευφυής (ενν. ο γιατρός). Μίλαγε κι αυτός το ίδιο ειλικρινά, αν κι αστειευόταν, κι αστειευόταν πικρά. Εγώ, έλεγε, αγαπάω την ανθρωπότητα μα απορώ κι ο ίδιος με την εαυτό μου: όσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο αγαπάω τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Στις ονειροπολήσεις μου, έλεγε ο γιατρός, φτάνω συχνά να λαχταράω μέχρι πάθους να εξυπηρετήσω την ανθρωπότητα και ίσως και στ’ αλήθεια να δεχόμουνα να σταυρωθώ για τους ανθρώπους, αν παρουσιαζόταν ξαφνικά μια τέτοια ανάγκη. Κι όμως, παρ ‘ όλ ‘ αυτά, δεν μπορώ ούτε δυό μέρες να ζήσω στο ίδιο δωμάτιο μ’ άλλον άνθρωπο. Αυτό το ξέρω από πείρα. Μόλις βρεθεί κάποιος κοντά μου, νιώθω πως μου πληγώνει την ατομικότητα μου και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μπορώ μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο να μισήσω τον πιο καλόν άνθρωπο, άλλον γιατί τρώει αργά, άλλον γιατί έχει συνάχι και σκουπίζει συνεχώς τη μύτη του με το μαντήλι. Γίνομαι, έλεγε, εχθρός των ανθρώπων μόλις οι σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μα γι’ αυτό, όσο περισσότερο μισούσα ορισμένους ανθρώπους προσωπικά, τόσο πιο φλογερά αγαπούσα την ανθρωπότητα στο σύνολό της!»13.
Αυτή η αδυναμία και συνάμα υποκρισία του παραπάνω ήρωα του διηγήματος, να αναγνωρίσει αξία και να περιβάλλει με αγάπη τον συγκεκριμένο άνθρωπο της καθημερινής εμπειρίας που ζει στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, κατατρέχει και τον νεωτερικό άνθρωπο (άλλωστε ο Ντοστογιέφσκι αναφερόταν εμμέσως σε αυτόν), ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει διαδηλώσεις και πορείες υπέρ των αστέγων αλλά δείχνει αδυναμία να φροντίσει τον άστεγο που συναντά σε μια γωνιά του δρόμου κατά τη διάρκεια της διαδήλωσής του, βγάζει πρόθυμα πύρινους λόγους υπέρ των μεταναστών αλλά αρνείται να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στον πεινασμένο μετανάστη που βρίσκεται έξω από την πόρτα του σπιτιού του, αγωνίζεται υπέρ των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων αλλά τον άρτι αποφυλακισθέντα κατάδικο που μένει στην γειτονιά του τον θεωρεί μίασμα της κοινωνίας και τον περιθωριοποιεί, αγωνίζεται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης αλλά αυτόν που έχει αντίθετες απόψεις τον μισεί θανάσιμα και δεν ησυχάζει έως ότου πετύχει την εξόντωσή του.
Η χριστιανική Θεολογία δεν αναγνωρίζει αυταξία μόνο στη ζωή του αισθητού ανθρώπου της καθημερινής εμπειρίας αλλά και σε αυτόν που δεν υποπίπτει ακόμη στις σωματικές μας αισθήσεις διότι δεν έχει γεννηθεί, στο αγέννητο παιδί.
Και εδώ είναι η μέγιστη αποτυχία της Νεωτερικότητας: να αναγνωρίσει αξία στην αγέννητη ζωή, το δικαίωμα του αγέννητου βρέφους να ζήσει, το δικαίωμα στο βρέφος να ανήκει μόνο στον εαυτό του και όχι στους γονείς του οι οποίοι μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε στιγμή την απόφαση να του στερήσουν τη ζωή μέσω της άμβλωσης. Ο νεωτερικός άνθρωπος είναι έτοιμος να καταδικάσει τη γυναίκα που σκότωσε το παιδί της μόλις το γέννησε αλλά θεωρεί ότι είναι δικαίωμα της γυναίκας να «αυτοδιαχειρίζεται» το σώμα της που το σκοτώνει λίγο πριν γεννηθεί.
Σύμφωνα με τη χριστιανική Θεολογία, η αυταξία της αγέννητης ζωής δεν εδράζεται επάνω σε κάποιες αφηρημένες ηθικές ουμανιστικές αξίες οι οποίες οποτεδήποτε μπορούν να ανατραπούν, ούτε είναι διατυπωμένη σε κάποιο ανθρώπινο νόμο ο οποίος μπορεί να ανασκευαστεί και να αναθεωρηθεί, αλλά έχει οντολογική βάση και βασίζεται στο γεγονός ότι το άγιο Πνεύμα εισέρχεται εντός του ανθρώπου «ἅμα τῇ συλλήψει», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο μακαριστός Ηγούμενος Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης. Επομένως, από τη στιγμή της σύλληψης το έμβρυο έχει ζωή, γιατί λαμβάνει το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος. Περαιτέρω, αποτελεί την πλήρη εικόνα του Θεού και φέρει τα στοιχεία της θείας και ανθρώπινης φύσεως. Με το βάπτισμα, ο άνθρωπος ενδύεται τη χαρισματική ζωή και το Άγιο Πνεύμα γίνεται ο κλήρος της υπάρξεώς του. «Έκτοτε βάλλεται αδιαλείπτως έσωθεν από το Πνεύμα το Άγιον και εκβάλλει αφ’ εαυτού του τους σπινθήρες, το φως της θεότητος», συμπληρώνει ο μακαριστός Γέροντας14. Η συγκεκριμένη φωτισμένη τοποθέτηση του μακαριστού Γέροντος Αιμιλιανού θέτει την αξία της αγέννητης ζωής όχι εντός των πλαισίων του κτιστού και φθαρτού κόσμου αλλά εντός των πλαισίων του Ακτίστου. Κατά συνέπεια, η αξία της αγέννητης ζωής δεν εδράζεται σε έναν αφηρημένο ουμανισμό, εν πολλοίς φλύαρο και ανούσιο όπως πολλές φορές προβάλλει η Νεωτερικότητα, αλλά πηγάζει από το Θείο Νόμο. Είναι η παρουσία του αγίου Πνεύματος εντός του ανθρώπου που δίνει ιερότητα και αυταξία στην αγέννητη ζωή.
Οι συνέπειες της παραπάνω θεώρησης είναι τεράστιες: κανένας δεν έχει δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή ενός ανθρώπου, είτε αγέννητου είτε γεννηθέντα διότι αυτή η ανθρωποκτονία είναι ταυτόχρονα και θεομαχία, είναι εναντίωση στον θεϊκό προορισμό του ανθρώπου να ομοιάσει το Θεό δια της ανιδιοτελούς αγάπης15. Ο προορισμός του ανθρώπου εξ άκρας συλλήψεως είναι να φτάσει στο καθ’ ομοίωσιν, να γίνει ένας κατά χάριν Θεός. Για την Εκκλησία ο άνθρωπος από τη στιγμή της συλλήψεώς του εισέρχεται στην προοπτική της αιωνιότητος. Αποτελεί ανεπανάληπτη και ανεκτίμητη ύπαρξη που καλείται να ομοιωθεί προς τον Δημιουργό της16. Άλλωστε, η έννοια της υποστατικής αρχής εντός του ανθρώπου, όπως την διατύπωσε ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ όπως επισημάναμε παραπάνω, δεν εκφράζει μια στατική κατάσταση αλλά μια δυναμική: δεν έχει αξία ο άνθρωπος μόνο εξαιτίας της δημιουργίας του από το Θεό αλλά και εξαιτίας του προορισμού του που είναι να γίνει κατά χάριν θεός. Καλείται ο άνθρωπος σε πνευματικό αγώνα για να οικειωθεί την προσωπική-υποστατική αρχή, την οποία ενέσπειρε ο Θεός μέσα του κατά τη δημιουργία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος Κόιος17. Δια της ανιδιοτελούς αγάπης υπερβαίνει τον ατομισμό και ζώντας σε αγαπητική κοινωνία με τους συνανθρώπους του αυτοπραγματώνεται διότι φανερώνει αυτό που έχει εντός του: την υποστατική αρχή. Ο άνθρωπος παύει να είναι ένα εγωιστικό άτομο που ζει μόνο για τον εαυτό του αλλά γίνεται πρόσωπο-υπόσταση που ζει για τον πλησίον: «Η υποστατική ύπαρξις έρχεται εις αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας ή πολλών υποστάσεων», αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος18.
Οι αμβλώσεις είναι έγκλημα φόνου εναντίον μιας αθώας και ανυπεράσπιστης ζωής, μια νομιμοποιημένη δολοφονία σε ένα κράτος δικαίου που κομπάζει και υπερηφανεύεται ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη ζωή19. Η Ορθόδοξη Εκκλησία βλέπει με σεβασμό όλη την ιστορία του προσώπου από τη στιγμή της γονιμοποίησής του μέχρι την πορεία του προς το «έσχατον» του κόσμου τούτου, την αιωνιότητα. Το έμβρυο δεν ανήκει απλά στο ανθρώπινο είδος -αυτό είναι άνθρωπος-, αλλά έχει συγκεκριμένα φυσικά ιδιώματα και χαρακτηριστικά που του δίνουν ταυτότητα, το διακρίνουν και το διαφοροποιούν από κάθε άλλο ανθρώπινο έμβρυο και αυτό για τον άνθρωπο είναι πρόσωπο. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, και η διαφοροποίησή του από τους άλλους αρχίζει από τη στιγμή της σύλληψής του, οπότε αποκτά ανθρώπινη φύση, οντότητα, ταυτότητα και δυνατότητα, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που μπορεί να υποστεί στο μέλλον20.
Οι απειλές κατά της ανθρώπινης ζωής στην εποχή μας πολλαπλασιάστηκαν και εντάθηκαν. Αν δεν σεβόμαστε, περιθάλπουμε και προάγουμε την ανθρώπινη ζωή, αυτό σημαίνει, ότι οδηγούμαστε προς τον ολοκληρωτισμό και την ανελευθερία. Επειδή πολλές φορές γίνεται λόγος για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλες σχεδόν τις ιδεολογίες που γέννησε η Νεωτερικότητα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο σεβασμός προς τον άνθρωπο φανερώνεται καταρχήν ως σεβασμός προς τη ζωή του. Ο σεβασμός αυτός εκδηλώνεται με θετικό και αρνητικό τρόπο. Εκδηλώνεται με ενέργειες που προστατεύουν και υπερασπίζονται τη ζωή, ή αποτρέπουν ενδεχόμενη απειλή ή καταστροφή της. Η προσβολή ή καταστροφή της φανερώνει αλλοτρίωση ή διαστροφή και χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο της πτώσεως21.
Ο Θεός είναι η Ζωή και Αυτός ο οποίος δίνει τη ζωή στον κόσμο. Αυτός ο οποίος δίνει την ύπαρξη στα όντα. Άλλωστε το λυτρωτικό έργο του Χριστού κορυφώνεται στην πράξη μετάδοσης ζωής (Ιωάν.11,26). Ο θάνατος εμφανίστηκε ως παρασιτική δύναμη εξαιτίας της απομάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό που είναι η Ζωή. Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον(Ιωβ 12,10). Ο «Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1,13) και όποιος θανατώνει τον συνάνθρωπό του αντιστρατεύεται στο θέλημα του Θεού και καθυβρίζει το έργο της δημιουργίας του Θεού.
Σημ.: Η μορφοποίηση με έντονα γράμματα έγινε από την ιστοσελίδα
1Βλ. Φ. Ηλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Η νεωτερική πρόταση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 2, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 9.
2Ανθρώπινα δικαιώματα και Ορθόδοξη Εκκλησία, https://www.ideotopos.gr/posts/
3Βλ. Ε. Καντ, Τι είναι Διαφωτισμός, Berlinische Monatsschrift, Δεκέμβριος 1784, σελ. 8.
4 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν, Μετάφραση Ιερομονάχου Ζαχαρίου, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ.170εξ. και 353.
5 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π. σελ. 47.
6 Γ.Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 125.
7Νικόλαου Κόιου, Ηθική θεώρηση των τεχνικών παρεμβάσεων στο ανθρώπινο γονιδίωμα, (Αθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2003), σελ. 256 .
8 Περισσότερα για την έννοια της υποστατικής αρχής βλ.Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π., σελ. 293-347.
9 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π. σελ. 296.
10Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π., σελ. 313.
11Αρχιμ. Σωφρόνιου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π., σελ. 296.
12Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π., σελ.89.
13Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζόφ, τ. Ι., μτφ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβοστής, Αθήνα 1990,σελ.109.
14 Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγος περί νήψεως, εκδ. Ίνδικτος, 2007, σελ. 4-5.
15Περισσότερα για το ζήτημα των αμβλώσεων βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεραπεία του κόσμου. Η Ορθόδοξη Θεολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, Θεσσαλονίκη 2004,σελ.132-144.
16 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 439.
17Νικόλαου Κόιου, Ηθική θεώρηση των τεχνικών παρεμβάσεων στο ανθρώπινο γονιδίωμα,ο.π., σελ. 256.
18 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ο.π., σελ. 300.
19 Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεραπεία του κόσμου. Η Ορθόδοξη Θεολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις, Θεσσαλονίκη 2004,σελ.132εξ.
20 Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικολάου, Ελεύθεροι από το γονιδίωμα. Προσεγγίσεις ορθόδοξης βιοηθικής, Αθήνα 2003, σελ. 181.
21 Γ. Μαντζαρίδη, ο.π., σελ. 433.