ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ. ΒΕΛΛΑ
Η εορτή της Σκηνοπηγίας
Η εορτή της Σκηνοπηγίας υπάγεται εις τον κύκλο των ετησίων μεγάλων εορτών. Εκ του χωρίου Εξ. 5,1 εξ. δύναται τις να εικάσει ότι και προ του Μωυσέως υπήρχε τουλάχιστον μία ετησία εορτή, αγομένη εν τη ερήμω. Μετά την έξοδο των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου και την είσοδόν των εις την Παλαιστίνη αι ετήσιαι εορταί μεγάλως αναπτύσσονται, αγόμενοι είτε προς ανάμνησιν των σπουδαίων γεγονότων, τα οποία συνέβησαν κατά την έξοδο και μετ’ αυτήν, είτε φέρουσαι χαρακτήρα, απορρέοντα εκ της γεωργικής ζωής, εις την οποίαν οι Ισραηλήται επεδόθησαν μετά την είσοδον εις την Παλαιστίνην.
Εδόξαζον κατά τας ετησίας εορτάς τον Θεόν, αναμιμνησκόμενοι των μεγάλων γεγονότων της εξόδου, ηυχαρίστουν τον Θεόν επί τη γενομένη συγκομιδή των καρπών ή παρεκάλουν των Θεόν προς έγκαιρον κατάπεμψιν της βροχής, δια να καταστή το έδαφος κατάλληλον προς σποράν και βλάστησιν των σιτηρών. Διό και πάσαι αι ετήσιαι εορταί, πλην της εορτής του Εξιλασμού, έφερον χαρμόσυνον και φαιδρόν χαρακτήρα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε κατά τάς εορτάς ταύτας εις τα Ιεροσόλυμα εκ παντός μέρους της Παλαιστίνης και της διασποράς των Ιουδαίων, διό και οι προφήτες συνήθιζαν να απαγγέλλουν προφητείας προ του συγκεντρωμένου πλήθους1. Η δεσπόζουσα θέσις, την οποίαν κατέλαβεν ο ναός των Ιεροσολύμων, ενίσχυσε το ρεύμα των προσκυνητών κατά τάς μεγάλας ταύτας εορτάς. Αλλά και αι διοργανούμεναι ιεραποδημίαι προς την Ιερουσαλήμ έφερον πλήθος προσκυνητών, τοσούτο μάλλον καθ’ όσον ο νόμος επέβαλλεν εις έκαστον πιστόν την άνοδον εις Ιεροσόλυμα τρεις φοράς το έτος2. Αι ιεραποδημίαι αύται εγίνοντο κυρίως κατά τας μεγάλας ετησίας εορτάς. Η συγκέντρωσις τοσούτου πλήθους εις τα Ιεροσόλυμα καθίστα εις πάντα Ισραηλίτην συνειδητήν την ενότητα και την αξίαν του έθνους. Διό και αι εορταί αύται δεν ήσαν άμοιροι εθνικού χαρακτήρος, ιδίως αι εορταί αι συσχετιζόμεναι με την απολύτρωσιν και την προσδοκίαν του μέλλοντος λυτρωτού και της μελλούσης εσχατολογικής εποχής. Μάλιστα εις χρόνους υποδουλώσεως των Ισραηλιτών εις ξένους δυνάστες ο εθνικός χαρακτήρ των εορτών τούτων υπήρξε πλέον έκτυπος.
Η πρώτη μεγάλη ετησία εορτή ήτο η της Σκηνοπηγίας ή των Σκηνών (Sukkoth), αγομένη την 15η του μηνός Tisri, μετά την πανσέληνον. Αντιστοιχούντος προς τον ημέτερο Σεπτέμβριο – Οκτώβριο, ή κατ’ άλλον προσδιορισμών του νόμου «κατα την καμπήν του έτους»3, ή αφού έχουν συναθροιστεί οι καρποί και αι σταφυλαί4.
Δέον να σημειωθεί ενταύθα προς κατανόησιν των ανωτέρω ότι παλαιότερα το Ισραηλιτικό έτος, ως και παρ’ ημίν το εκκλησιαστικό, ήρχιζεν από του φθινοπώρου και ο μην από της πανσελήνου. Βραδύτερον οι Ισραηλίται παρέλαβον το βαβυλωνιακόν ημερολόγιο, κατά το οποίον το έτος ήρχιζεν από της Ανοίξεως και ο μην από της νέας σελήνης. Αι εορταί όμως παρέμειναν αμετάθετοι, ως ήσαν εις την αρχαίαν εποχήν.
Η συγκομιδή των καρπών έκλειε το προηγούμενο έτος και εν νέον τοιούτον ήρχιζε με τη φθινοπωρινήν βροχήν και την νέαν σποράν. Η εορτή αυτή εκαλείτο εορτή τής Σκηνοπηγίας, διότι κατ’ αυτήν παρέμεναν υπό σκηνάς κατεσκευασμένας εκ μύρτων, φοινίκων, λεύκης κλπ., επί επτά ημέρας, ωνομάζετο δε και εορτή της συγκομιδής5. Η παραμονή υπό σκηνάς υπεμίμνησκεν εις τους Ισραηλίτας την παραμονήν αυτών υπό σκηνάς εν τη ερήμω. Προήλθε δε τω έθιμον τούτο πιθανώς εκ του ότι κατά την συγκομιδήν των καρπών παρέμεναν εις τους αγρούς υπό σκηνάς. Εις το έθιμον ευχερώς οι Ισραηλίται προσέδωσαν και ιστορικόν χαρακτήρα. Η εορτή κατά το περιεχόμενον αυτής είχε πρωτίστως γεωργικόν χαρακτήρα. Συνήρχοντο κατ’ αυτήν οι Ισραηλίται, δια να ευχαριστήσουν τον Θεόν επί τη γενομένη συγκομιδή των καρπών και να παρακαλέσουν αυτόν να καταπέμψη, επικείμενης της νέας σποράς, την φθνοπωρινήν βροχήν, ώστε να αποβή πλουσιώτερον εις καρπούς το νέον έτος.
Κατά την εορτήν ταύτη, ήτις διήρκει επτά ημέρας6, συνήθιζον να προσφέρουν την δεκάτην των καρπών και του οίνου ως και τα πρωτότοκα των ζωών7. Κατά οικογενείας και γένη ανέβαιναν οι Ισραηλίται εις τα Ιεροσόλυμα, δια να εορτάσουν. Ένεκα του χαρμόσυνου χαρακτήρος της εορτής, οπότε αντήχουν θορυβώδεις ύμνοι και ψαλμοί, και εξ αιτίας του συγκεντρωμένου πλήθους, ο θόρυβος ήτο μέγας.
Ο Αμώς8 ομιλεί περί θορυβωδών ύμνων και εις το βιβλίου των Θρήνων9 ο θόρυβος των επερχομένων εχθρών παραβάλλεται προς τον θορύβου της εορτής ταύτης. Ο Πλούταρχος, όστις είδε την περί ης ο λόγος εορτή αγομένην εν τη διασπορά των Ιουδαίων, παραβάλλει αυτήν με την εορτή του Βάκχου. Ένεκα του θορύβου και της ευθυμίας των εορταζόντων.
Είχεν όμως η εορτή και χαρακτήρα σοβαρόν, διότι τότε ανεμιμνήσκοντο των μεγάλων γεγονότων της πορείας δια της ερήμου και παρεκάλουν τον Θεόν να καταπέμψη εγκαίρως την φθινοπωρινή βροχήν.
Την πρώτη ημέρα προσεφέροντο θυσίαι εν μεσώ πλήθους πολλού πανηγυρίζοντος. Περί το τέλος δε της ημέρας ταύτης συνηθροίζοντο εν τη αυλή των γυναικών και με την επέλευσιν του σκότους εκλείοντο αι πύλαι του ναού και εγένετο μεγάλη εν αυτώ φωταψία, μετά φανών και λαμπάδων. Κατά την διάρκειαν της νυκτός τα μέλη της χορωδίας του ναού, ιστάμενα μετά μουσικών οργάνων επί των βαθμίδων, αι οποίαι έφερον από της αυλής των γυναικών εις την εσωτερικήν αυλήν, έψαλλον τους Ψαλμούς των αναβαθμών 120-134, ιερός δε χορός εγένετο καθ’ άπασαν την νύκτα. Την φωταψίαν της νυκτός ταύτης πιθανώς βλέπων ο Κύριος, αντιπαραβάλλει προς το αισθητό φως το πνευματικό «εγώ ειμί το φως του κόσμου»10. Την πρωίαν ηνοίγοντο αι πύλαι και ο λαός απήρχετο.
Τι ακριβώς εγίνετο κατά τας υπολοίπους ημέρας, δεν γνωρίζομε». Ασφαλώς θυσίαι θα προσεφέροντο και ύμνοι και ψαλμοί θα αναπέμποντο. Κατά την εβδόμη ημέρα, την τελευταίαν ημέρα της εορτής, ήτις εν Ιωάν. 7.37 καλείται «η μεγάλη ημέρα της εορτής», ενώ προσεφέρετο η πρωινή θυσία και ο Αρχιερεύς μετά των υιών του ευρίσκετο επί του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, εις Ιερεύς, κρατών υδρίαν, κατήρχετο εις την πηγήν του Σιλωάμ και ελάμβανεν ύδωρ. Εις την εξωτερική πύλην του ναού ανέμενον αυτόν άλλοι Ιερείς, οίτινες υπεδέχοντο τον υδροφόρον Ιερέα μετά σαλπισμάτων και ευφημιών και μετά την άφιξιν αυτού ανεγίνωσκον την Προφητείαν του Ησ. 12,3 εξ., «αντλήσατε ύδωρ μετ’ ευφροσύνης εκ των πηγών του σωτηρίου…», την οποίαν και ημείς αναγινώσκομεν κατά τον Μέγαν Αγιασμόν. Μετά τούτο εσχηματίζετο πομπή, έχουσα εις τω μέσον τον ιερέα, κρατούντα την υδρία και βαδίζοντα προς το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, ένθα ανέμενεν ο Αρχιερεύς, όστις παραλαμβάνων την υδρία έχυνε το ύδωρ εις την βάσιν του θυσιαστηρίου, το οποίον ήτο κεκοσμημένον δια κλάδων φοινίκων, μύρτης κλπ.11. Οι εορτασταί έφερον εις την δεξιάν χείρα κλάδους φοινίκων και μύρτης και εις την αριστερά καρπούς. Πάντες νυν οι ιερείς περιήρχοντο επτάκις κύκλω τω θυσίαστήριον, ψάλλοντες τον ψαλμό 118 (Ο’ 117), όταν δε έφθανον εις τον 25ον στίχον ανεφώνουν το «Ωσαννά», ενώ ο λαός προσεκύνει, επανελάμβανε το «Ωσαννά» και έσειε τούς κλάδους των φοινίκων. Τέλος ο Αρχιερεύς, υψώνων τάς χείρας, ηυλόγει τον λαόν, όστις ούτως απελύετο.
Την ογδόην ημέρα εγίνετο πανηγυρική συγκέντρωσις του λαού εις τον ναόν, χωρίς να επιτελεστεί ιδιαίτερου τι πλην των θυσιών. Η φωταψία έχει συμβολικόν χαρακτήρα. Ως νυν νέον φως ηνάπτετο, ούτω και ο Θεός ας χαρίση νέον φως κατά το επικείμενον νέον έτος εις τούς ανθρώπους. Και η έκχυσις του ύδατος εις την βάσιν του θυσιαστηρίου είχεν επίσης συμβολικόν χαρακτήρα, να αποστείλει ο Θεός την φθινοπωρινήν βροχήν, δια να καταστή το έδαφος καλλιεργήσιμον.
Ο Κύριος, λαμβάνων αφορμήν εκ της τελετής της τελευταίας ημέρας της εορτής και δη της εκχύσεως του ύδατος, παραβάλλει προς το αισθητόν ύδωρ το ζων ύδωρ, όπερ αυτός παρέχει «Εν δε τη εσχάτη ήμερα της μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξεν λέγων εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω, ο πιστεύων εις Εμέ, καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος»12.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Λεϋιτ. 23,35.39.
2. Εξ. 23.17.
3. Εξ. 23.16· 34,22. Λευϊτ. 23.34 εξ.
4. Δευτ. 16,13.
5. Εξ. 23,26· 34,22.
6. Λευϊτ. 23,34.
7. Λευϊτ. 23.36.39.
8. Αμ. 5,23.
9. Θρην. 2,7.
10. Ιωάν. 8,12.
11. Ψαλμ. 118,27.
12. Ιωάν. 7.37-38.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ