Κωνσταντίνος Νιχωρίτης
Η επίδραση τον Αγίου Όρους
στην παιδεία των Βουλγάρων (18ος- 19ος αι.)
Το Άγιον Όρος αποτέλεσε Σχολή για τους νότιους και ανατολικούς Σλάβους, στην οποία, πέρα από την επίδοση στην πνευματική άσκηση, ασχολούνταν με τη μετάφραση και την αντιγραφή έργων του ελληνικού χριστιανικού πνεύματος στην ορθόδοξη σλαβική παράδοση. Εδώ έφτασε η Ορθόδοξη σλαβική γραφή και γραμματεία των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους μέσω των φιλολογικών κέντρων που ίδρυσαν οι ίδιοι: της Μοραβίας, της Πλισκο-Πρεσλάβας και της Αχρίδας.
Η ενδεικτική παρουσία στο Άγιον Όρος γλωσσικών και γραμματολογικών κειμένων της περιόδου της πρώιμης σλαβικής γραμματείας μας παρέχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε τα παραπάνω. Όπως στα γλωσσικά μνημεία, έτσι και στα γραμματολογικά το Άγιον Όρος διατήρησε τ’ αντιπροσωπευτικότερα απ’ όλα τα είδη και τις μορφές της πρώιμης σλαβικής γραμματείας. Μοναδικά αντίγραφα έργων φυλάσσονται η διασώθησαν στο διάβα των αιώνων δια μέσου του Αγίου Όρους. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το Άγιον Όρος διατήρησε τα αντιπροσωπευτικότερα μνημεία της πρώιμης Κυριλλο-Μεθοδιανής σλαβικής γραμματείας και τα καλύτερα γλωσσικά μνημεία της εποχής των Θεσσαλονικέων αδελφών και των μαθητών τους.
Εάν το «Περιβόλι της Παναγίας» κατά την περίοδο του Βυζαντίου διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην ενίσχυση του πνευματικού παλμού του Ορθοδόξου βιώματος, τότε τι πρέπει να πούμε για τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς των υπόδουλων Ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής; Όταν τα σχολεία έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο και η παιδεία σχεδόν εκμηδενιζόταν; Όταν οι άνθρωποι, πολλές φορές, για να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς και για να επιτύχουν πιο ανθρώπινη μεταχείριση και αποφυγή του σκληρού φορολογικού συστήματος, ασπάζονταν το Μωαμεθανισμό; Κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο της σκλαβιάς το Άγιον Όρος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εθνική παρουσία και πνευματική αυτοτέλεια των Ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής και δημιούργησε αμυντικούς μηχανισμούς που στρέφονταν ενάντια στον κατακτητή και στις ποικίλες μεθόδους του εξισλαμισμού. Κατά τους δύσκολους εκείνους καιρούς ο Άθωνας δεν έπαυσε να εκπέμπει την πνευματική του ακτινοβολία, την οποία οι υπόδουλοι ορθόδοξοι λαοί είχαν ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
Η λειτουργία της Αθωνιάδος
Την περίοδο αυτή έλαβε χώραν το μεγαλύτερο γεγονός της Αθωνικής χερσονήσου, η ίδρυση της Αθωνιάδος Σχολής το 1753 και, ειδικότερα, η παρουσία του Σχολάρχη της Ευγενίου Βούλγαρη. Ανάμεσα στους μαθητές που φοιτούσαν στην Αθωνιάδα κατά την εποχή του Βουλγάρεως ήταν και Ορθόδοξοι Σλάβοι και Μολδαβοί, όπως βεβαιώνεται από τα ακόλουθα:
Ο Φ. Μιχαλόπουλος στο έργο του «Τα Γιάννενα και η νεοελληνική αναγέννηση» (Αθήνα 1930), καταγράφοντας το πάθος της διδασκαλίας και τη φιλοτιμία του Ευγενίου αναφέρει: «Εν τη Σχολή ειργάζετο εξ ώρας την ημέραν, έστιν ότε δε και επτά, λίαν ευχαρίστως χάριν των μαθητών αυτού, οι βλέποντες την φιλοπονίαν αυτού και την υπέρ αυτών αδιάκοπον εργασίαν ημιλλώντο εν τη μαθήσει να υπερβή τον έτερον, αφ’ ου και αυτός ο τεσσαρακοντούτης περίπου Βούλγαρος Βησσαρίων υπέστη ευδοκίμως εξετάσεις»1.
Ο ίδιος, αναφερόμενος στην παραίτηση του Ευγενίου, αναφέρει τα εξής: «Παρητήθη ταύτης επισήμως ελλείψει μαθητών, διότι μόλις είχεν εις τας τάξεις 15 μαθητάς, εξ ων οι ημίσεις, ει μη οι πλείους, ήσαν Ρώσοι και Βούλγαροι, επειδή αι Ελληνικαί Μοναί δεν ήθελον ίνα στείλωσι τοιούτους».
Στις 8 Ιανουάριου το 1759 μια ομάδα από μαθητές του Βούλγαρη απευθύνει επιστολή προς τον πρώην Πατριάρχη Κύριλλο και τον παρακαλεί να επέμβει για να ματαιώσει «την του καθηγεμόνος….και φιλοστόργου πατρός εντεύθεν μελετωμένην οσονούπω αποδημίαν» από τη Σχολή. Αρκεί ν’ αναφέρω ότι μεταξύ των μαθητών που υπέγραψαν την επιστολή προς τον Πατριάρχη, για να παραμείνει ο Βούλγαρης στη Σχολή, αναφέρονται και τα ονόματα «Κυριακού μοναχού του Σέρβου, Παϊσίου του εκ Μουντανίας, Μιχαήλ του εκ Μολδαβίας, Κωνσταντίνου του εκ Μοσχοπόλεως κ.α.»2 .
Κατά τον Φ. Μιχαλόπουλο3, «Ακολουθώντας το παράδειγμα του διδασκάλου Ανθρακίτη, ενέπνευσεν ο Βούλγαρις στους μαθητές του την ιδέα της ηθικής και πνευματικής αναγεννήσεως του Γένους. Αποφοιτώντας οι διάφοροι μαθηταί του και μεταβαίνοντας στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες έφερναν μαζί τους και τον φλογερό πόθο, που τους ενέπνευσεν ο διδάσκαλος. Σε κάθε πόλη σε κάθε κωμόπολη και χωριό “προς το αυτού παράδειγμα μορφωθέντες” ίδρυαν σχολεία και διέλυαν τα σκότη της βαρβαρότητας. Σκοπός η καταπολέμηση της αμαθείας και η πνευματική άναγέννηση της εθνότητος». Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη Βουλγαρία.
Τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή ρίχνεται και ο σπόρος της αφύπνισης στους υπόδουλους σλαβικούς λαούς της Βαλκανικής. Κατά τον I. Π. Μαμαλάκη «Της τοιαύτης ζωηράς πνευματικής εν Αγίω Όρει κινήσεως, αλλά και ψυχικής αναγεννήσεως δεν ήτο δυνατόν να μείνωσι όλως αμέτοχοι και ασυγκίνητοι και οι μη Έλληνες Αγιορείται. Ούτως ο βούλγαρος μοναχός Παΐσιος4, της μονής Ζωγράφου, το 1745 (sic 1762) συγγράφει πρώτος αυτός Ιστορίαν των Βουλγάρων, κινούμενος από εθνικά και πατριωτικά συναισθήματα5. ( Ο Παΐσιος αρχίζει την ιστορία του με τις εξής φράσεις: «Βούλγαρε! Μάθε να γνωρίζεις τη φυλή και τη γλώσσα σου. Αγάπα την πατρίδα σου και προσπάθησε να μάθεις ποιο υπήρξε άλλοτε το έθνος σου…Οι άλλοι λαοί σπουδάζουν και γνωρίζουν την ιστορία τους, γράφουν και διαβάζουν βιβλία στη γλώσσα τους, την οποία αγαπούν και εκτιμούν. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας ειρωνεύονται ισχυριζόμενοι ότι είμαστε από κατώτερη φυλή». Και συνεχίζει: «Γνωρίζω Βουλγάρους, οι οποίοι τόσο πολύ εισχωρούν στην πλάνη τους, ώστε δεν αναγνωρίζουν πλέον τη φυλή τους, αλλά μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν στα ελληνικά, και ντρέπονται μάλιστα να λέγονται Βούλγαροι. Γιατί ντρέπεσαι, ανόητε, να ονομάσεις τον εαυτό σου Βούλγαρο και δεν θέλεις να διαβάζεις στα βουλγάρικα; Λέγεις – οι Έλληνες είναι περισσότερο γραμματισμένοι και επιτηδειότεροι, ενώ οι Βούλγαροι είναι αμαθείς και απλοί και είναι σε θέση οι Έλληνες να χρησιμοποιήσουν τις λέξεις τους επιτηδείως. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να είμαι Έλληνας. Υπάρχουν λαοί, οι οποίοι είναι πιο γραμματισμένοι και δοκιμότεροι από τους Έλληνες, αποβάλλουν όμως αυτοί τη φυλή και τη γλώσσα τους για να παραδεχτούν ξένη φυλή και γλώσσα; Συ, ανόητε, όμως τι κάνεις; Βούλγαρε, μην απατάσαι, αλλά μάθαινε, εκτίμα και τίμα τη δική σου γλώσσα και φυλή, γιατί η δική σου εντιμότητα και απλότητα είναι προτιμότερες από την ελληνική υπουλότητα και τον ελληνικό δόλο». Ο Παΐσιος, κατά το Λάσκαρη (Βλ. Μ. Λάσκαρης, Το Ανατολικό Ζήτημα, τ. Α„ Θεσσαλονίκη 1978, σ. 254), στρέφεται κυρίως εναντίον των “ελληνιζόντων” συμπατριωτών του και αγωνίζεται να εμφυσήσει σ’ αυτούς την αγάπη προς το περιφρονούμενο έθνος τους, τη στοργή προς τη μητρική γλώσσα και υπερηφάνεια για το ιστορικό παρελθόν.
Ο ακαδημαϊκός Ν. Todorov, επιμένει ότι ο Παΐσιος δεν ήταν κατά βάθος μισέλλην, αλλ’ απλώς στρεφόταν εναντίον εκείνης της ελληνικής κοινωνικής τάξης, την οποία θα μισούσε και ο ίδιος ο ελληνικός λαός, δηλ. την τάξη των πλουσίων, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των προκρίτων.- (Πρβλ. Ν. Todorov, Balgaro-grackite otnosenija prez XVIII v. otrazeni v Paisievata Istorija, Paisij Hilendarski i negovata epoha, Sofia 1962, 435-460). Κατά τη γνώμη μου, ο Ν. Todorov έχει κατ’ ένα μέρος δίκιο, διότι σ’ ένα σημείο ο Παΐσιος αναφέρει, ότι: «εάν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι είχαν αγάπη και ομόνοια μεταξύ τους, οι Τούρκοι δε θα μπορούσαν να τους νικήσουν με κανένα τρόπο».
Εκτός από την αντίθεσή του προς την “Γκραικομανία” ο Παΐσιος ήταν επηρεασμένος και από το ρωσικό μοναστικό αγιορείτικο ρεύμα, το οποίο είχε μια κάποια επίδραση και επιβολή στους νότιους Σλάβους. Τη θέση αυτή υποστηρίζει ο καθηγητής Α. Ταχιάος (Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων και η εμφάνιση βουλγαρικής εθνικής κινήσεως εν Μακεδονία, Μακεδονική λαϊκή Βιβλιοθήκη 28(1974) 14-15). Εάν λάβει κανείς υπ’ όψη ότι οι Ρώσοι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας προμήθευαν με έντυπα τους συγγενικούς προς αυτούς και φίλα προσκείμενους σλαβικούς λαούς, θα γίνει κατανοητό. Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ο μοναχός Αρσένιος Σουχάνοφ, καθώς επίσης και άλλοι Ρώσοι περιηγητές και ερευνητές έκαναν αισθητή την παρουσία τους και την επίδρασή τους στους Σλάβους του Αγίου Όρους. (Βλ. λεπτομερέστατη κλασική βιβλιογραφία για τους Ρώσους και το Άγιον Όρος: A. Prosvimin, Afon i Rysskaja ierkov’. Bibliografija, Bogoslovskie trudy 15 (1976, 185-276).
Όταν επισκέφθηκε την I. Μ. Ζωγράφου ο ρώσος πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάντιεφ (1874) και ρώτησε τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο- αργότερα μητροπολίτη της βουλγαρικής Εξαρχίας – που εφησύχαζε εκεί, φίλο του από τη Ρωσία, «γιατί δεν κοινοβιάζετε Ρώσους στην μονή σας;», έλαβε την απάντηση, «διότι φοβούμαστε μήπως εκβάλουν εμάς από την μονήν μας». Ο Ιγνάντιεφ βέβαια ικανοποιήθηκε από την άλλη απάντηση των πατέρων της μονής, ότι δεν υπάρχουν πλέον σ’ αυτήν Έλληνες μοναχοί και φώναξε· «δόξα σοι o Θεός που τουλάχιστον δεν υπάρχει κανείς Έλλην εδώ»(Βλ. Γερ. Σμυρνάκης, Άγιον Όρος, σ. 560).
Το ιστορικό βοήθημα του Καθολικού Mauro Orbini, που χρησιμοποίησε ο Παΐσιος σ’ ένα σημείο, κατά τον Παΐσιο πάντα, αναφέρει τα εξής: « …έτσι λένε οι Έλληνες εξ αιτίας του φθόνου και του μίσους που έτρεφαν εναντίον των Βουλγάρων…». (Βλ. Ιστορία του Παϊσίου, σ. 154 της έκδοσης του ακαδημαϊκού Ρ. Dinekov, Sofia 1972). Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε σε ρωσική μετάφραση και η έκδοση αυτής της μετάφρασης καθιστά αντιληπτή τη στάση των Δυτικών καθώς και των Ρώσων απέναντι στο βουλγαρο-ελληνικό δεσμό (Kniga jstoriograflja podatija imene, slaby razSirenija naroda slavijanskago, i ih Carej i Vladetelej pod mnogimi imenami, i so mnogimi carstvjamikorolevskami, iprovinciainL.v Sankt Peterburskoj tupografii, 1722, Avgusta, v 20 den).
Στην παρούσα εργασία μελετώντας αντιπροσωπευτικά κείμενα Βουλγάρων συγγραφέων θα κάνω μία σφαιρική παρουσίαση του θέματος, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις πολιτικο-θρησκευτικές επιδράσεις που διέπουν τη Βαλκανική κατά το 18ο-19ο αι.
Η βασική αιτία που επηρέασε κατ’ εξοχήν τις σχέσεις των Ελλήνων και των Βουλγάρων κατά τη μεταγενέστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν το θέμα της Εξαρχίας. Ο Β. Aprilov τονίζει: «Το 1821, όταν έπρεπε να βοηθήσουμε τους Έλληνες, που ήθελαν να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους, εγώ τους παραχώρησα ένα μεγάλο μαγαζί στο εργοστάσιό μου της παραγωγής βότκας, για να ετοιμαστούν εκείνοι που επιθυμούσαν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα, αφού τους έδωσα και τα απαραίτητα χρηματικά ποσά. Επίσης στην τότε εφορευτική επιτροπή για τον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδος, εγώ έδωσα και ένα μεγάλο ποσό, το οποίο υπερέβαινε κατά πολύ τις δυνάμεις μου, το οποίο ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο και από τα ποσά εκείνων των Ελλήνων που φέρονται σήμερα θιγέντες από μένα για τη στάση που τηρώ στο θέμα της Εξαρχίας. Για τη δωρεά μου αυτή έχω απόδειξη από τους κ. εφόρους· νομίζω ότι μόνο λίγοι από τους δυσφορούντες έχουν να επιδείξουν κάτι ανάλογο. Αυτές μου οι ενέργειες εμφαίνουν έναν εχθρό η φίλο της Ελλάδος;» (Β. Aprilov, Dopilnenie kirn kn. Denicata na Novobdlgarskoto obrazovanije, Odesa 1841, σ. 83). Τέλος Ο K. Ognianovic θαρραλέα διακηρύσσει: «Εμείς πιστεύουμε και διακηρύσσουμε ότι ανάμεσα στους Έλληνες και στους Βούλγαρους δεν υπάρχει καμμία διαίρεση και διαφορά, γιατί όλοι έχουμε εξαγορασθεί από την ίδια μεσιτεία με το ίδιο αίμα του Χριστού, με το ίδιο αποστολικό κήρυγμα, με το ίδιο βάπτισμα, με την ίδια πίστη στον Ιησού Χριστό, και οδηγούμεθα όλοι σε μία καταφυγή που είναι η αιώνια ζωή…και γιατί να μην είναι δυνατόν να στολίσει την Εκκλησία με την παρουσία του και κάποιος Βούλγαρος το γένος επίσκοπος» (Κ. OgnianoviS, Zabavnik za Ijato, Paris 1845, σ. 107).
Γεγονός είναι ότι στη βουλγαρική βιβλιογραφία, παλαιά και νεότερη, συναντά κανείς αρκετές κατηγορίες εναντίον των Ελλήνων ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου που στέλνονταν στις βουλγαρικές χώρες μετά την κατάργηση του βουλγαρικού Πατριαρχείου του Τυρνόβου. Κατ’ αυτούς οι Έλληνες μητροπολίτες όχι μόνον εμπόδιζαν την ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης αλλά επεδίωξαν και τον εξελληνισμό τους. Το περίεργο όμως είναι ότι αντίθετες ακριβώς κατηγορίες εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκτόξευσε και ο πατέρας της νεοελληνικής ιστορικής επιστήμης Κων. Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος κατηγορεί το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, γιατί δεν εκτέλεσε το κεφαλαιώδες καθήκον του, να εξελληνίσει δηλαδή μέσω της Εκκλησίας και της παιδείας τους βορείους γείτονες του Ελληνισμού, που βρίσκονταν κάτω από τον κοινό οθωμανικό ζυγό. Μ’ αυτά τα λόγια οι ιστορικοί Μ. Λάσκαρης και Στ. Παπαδόπουλος χαρακτηρίζουν την περίοδο η οποία μας ενδιαφέρει. (Βλ. Μ. Λάσκαρης, Το Ανατολικό Ζήτημα, τ. Α., Θεσσαλονίκη 1978, σ. 254.· Στ. Παπαδόπουλος, Γύρω από την πατριωτική δράση μερικών ελλήνων αρχιεπισκόπων βουλγαρικών χωρών κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. – ΑΝΑΔΡΟΜΗ (Τιμητικό αφιέρωμα στον αρχιεπίσκοπο πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρόν Ιάκωβον Βαβανάτσον), Μέγαρα 1991, σ. 337-345).
Νομίζω ότι το παράδειγμα του του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ δηλώνει την αδυναμία του Πατριαρχείου να χαράξει δική του πολιτική, παραβλέποντας τη Υψηλή Πύλη. Όσο για τη στάση επισκόπων που κατηγορούνται για σιμωνία, καθώς και για άλλες παρατυπίες απέναντι στο βουλγαρικό ποίμνιο, δεν είναι συκοφαντίες, αλλά αποτελούν πραγματικότητα. Ο αείμνηστος καθηγητής Στ, Παπαδόπουλος, ο οποίος στη μελέτη του «Δράση Ελλήνων αρχιεπισκόπων Βουλγαρικών χωρών» αναφέρει χαρακτηριστικά: «…σήμερα καμιά από τις δύο πλευρές δεν επιμένει πια στις απόλυτες απόψεις της. Αρκετοί αναγνωρίζουν τη θετική συμβολή της Ελληνικής Εκκλησίας στην πνευματική ανέλιξη του βουλγαρικού λαού και αρκετοί επίσης, από την ελληνική πλευρά παραδέχονται τον καταπιεστικό ρόλο μερικών εκπροσώπων της Εκκλησίας, εναντίον του δεσποτισμού των οποίων έχουν διατυπωθεί επικρίσεις και από μέρους του ελληνικού ποιμνίου τους», (Στ. Παπαδάπουλος, όπ.παρ., σ. 340).
Η θέση μου ταυτίζεται με τα ανωτέρω και διαχωρίζεται από τη θέση, η οποία ισχυρίζεται ότι «όλοι οι Έλληνες επίσκοποι της Βουλγαρίας αποσκοπούσαν στη ελληνοποίηση των Βουλγάρων». Πιο κάτω θα αναφέρω πως καταγράφει τη θετική συμβολή Ελλήνων επισκόπων στο ποιμαντικό έργο της Βουλγαρίας ο σημαίνων ερευνητής αείμνηστος Ιορντάν Ιβανόφ: «Από τις αρχές του 19ου αι„ Έλληνες ιεράρχες βοηθούν, όχι μόνο στην ίδρυση και λειτουργία βουλγαρικών σχολείων, αλλά και στη συγγραφή και έκδοση βουλγαρικών βιβλίων. Το πρώτο σχολείο στο Κιουστεντίλ, όπου διδασκόταν η σλαβική και η ελληνική γλώσσα, άνοιξε το 1816 επί αρχιερατίας του ελληνικής καταγωγής μητροπολίτη Αυξεντίου. Αυτός συνέδραμε οικονομικά στην έκδοση του βουλγαρικού βιβλίου του Χατζή Ιωακείμ που φέρει τον τίτλο «Τα θαύματα», το 1817 (J. Ivanov, Izbrani proizvedenija, t. 1, Sofia 1982, σ. 165-166.). Ο ίδιος ποιμενάρχης προσκαλεί το 1820 το Βούλγαρο ιεροκήρυκα Σεβαστιανό της I. Μ. Ρίλας, για να κηρύξει το λόγο του Θεού στα βουλγαρικά όπ. παρ. σ. 166). Το 1838 ο ελληνικής καταγωγής μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Νικηφόρος έδωσε την ευλογία του να ιδρυθεί το πρώτο βουλγαρικό σχολείο στο Σόποτ και συνέδραμε και οικονομικά (όπ. παρ.). Ο μητροπολίτης Τυρνόβου Ιλαρίων το 1831 ανέθεσε στον ιεροδιδάσκαλο Νεόφυτο Ριλιώτη την ακριβή μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη βουλγαρική γλώσσα, την οποία και εξέδωσε στη Σμύρνη το 1840» (ό. π.). Κατά τον ίδιο ιστορικό πάντα, και τα ονόματα εκείνων των εθνεγερτών μητροπολιτών που απαγχονίστηκαν από τους Τούρκους θα μείνουν στην αιωνιότητα: «..του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, του μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως Κυρίλλου, του μητροπολίτη Τυρνόβου Κυρίλλου, του επισκόπου Νύσσης Μελετίου, του πνευματικού Ιωάσαφ στο Πίροτ κ. α.» (όπ. παρ. σ. 166- 167). Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα περισσότερο για να καταστώ πειστικός.
Κατά τη γνώμη μου, οι κατ’ εξοχήν παράγοντες που επέδρασαν καθοριστικά στην όλη διαμόρφωση της έντασης ανάμεσα σε Βούλγαρους και Έλληνες την περίοδο του 18συ-19ου αιώνα είναι οι εξής:
- Οι Δυτικοί – συγγραφείς και η Ουνία.
- Το ρεύμα της “Γκραικομανίας”.
- Η ρωσική επίδραση και προπαγάνδα του πανσλαβισμού και της ιδέας της τρίτης Ρώμης.
- Η τουρκική πολιτική.
- Οι προσωπικές αδυναμίες των μητροπολιτών και η αδυναμία του Πατριαρχείου ν’ ασκήσει μία ανεξάρτητη πολιτική.
- Η αρνητική στάση του ελληνικού τύπου, αναφορικά με το χαρακτηρισμό των Βουλγάρων.
- Και τέλος η μειονεκτικότητα που αισθάνονταν οι Βούλγαροι που ήταν μέτοχοι της ελληνικής παιδείας, έναντι του ελληνικού πολιτισμού και της παιδείας.
Κατά τον I. Μαμαλάκη, Το Άγιον Όρος Άθως δια μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 479: «Λόγω της εντάσεως των σχέσεων μεταξύ της Βουλγαρικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του επακολουθήσαντος σχίσματος, η θέσις των Βουλγάρων Αγιορειτών κατέστη δύσκολος. Εν τέλει όμως παρέμειναν ούτοι πιστοί εις το Πατριαρχείον».)
Δεν έχει σημασίαν, αν όσα έγραφεν εις αυτήν ήσαν η όχι επιστημονικώς ορθά. Το σπουδαίον είναι ότι το έργον αυτό εύρε σπουδαίαν απήχησιν εις τας ψυχάς των Βουλγάρων»6.
Ο Βούλγαρος ακαδημαϊκός Χρηστό Χρήστοφ, υποστηρίζει ότι ο Παΐσιος, αν όχι άμεσα, ως μαθητής, έμμεσα τουλάχιστον επηρεάστηκε από το Βούλγαρη: «Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Παΐσιος ο Χιλανδαρινός φοίτησε στην Αθωνιάδα Ακαδημία. Οι ιδέες όμως του Βούλγαρη διαδόθηκαν σε όλη την αθωνιτική κοινότητα, δηλ. και στους μοναχούς της I. Μ. Χιλανδαρίου»7.
Παράλληλα με την Ιστορία του Παϊσίου, στο Άγιον Όρος και, συγκεκριμένα, στην I. Μ. Ζωγράφου, συναντούμε και άλλα δύο ιστοριογραφικά πονήματα, του ιερομονάχου Σπυρίδωνος και του Ανωνύμου8.
Το 1758 στο Χιλανδάρι εργάστηκε ο Σέρβος ιστορικός Γιόβαν Ράιτς, γνωστός ως πρώτος Σέρβος ιστοριογράφος, με το έργο του «Ιστορία όλων των σλαβικών λαών και ειδικότερα των Βουλγάρων, των Κροατών και των Σέρβων».
Στη συνοδική επιστολή του Πατριάρχη Καλλινίκου του Ε’ το 1801 προς το ανά την Ευρώπη Χριστεπώνυμο πλήρωμα για συλλογή χρημάτων για επαναλειτουργία της Σχολής αναφέρονται επίσης και ονόματα Σλάβων αντιπροσώπων, π.χ.: «τους δώδεκα άρχοντες – Κνέζηδες στο Μονσαράι, τον ευλαβέστατον παπά Βελίκον στη Σούμλα, τον κυρ Μαργαρίτη Ιωβίτζα και τον κυρ Κόιον Γκέντζον από το Μέγα Τύρνοβο της Βουλγαρίας»9 κ. α.
Η επαναλειτουργούσα Σχολή τον 19ο αι., στις Καρυές, ενέταξε στις τάξεις της και Σλάβους μοναχούς10.
Βούλγαροι λόγιοι που αποφοίτησαν από την Αθωνιάδα είναι:
Ο Ιλαρίων Μακαριουπόλεως11, ο Δωροστόλου Γρηγόριος (1828-1898)12 και ο επ. Λευκίας Γερβάσιος, μετέπειτα μητροπολίτης Σλίβεν (1838-1919)13, ο ιερέας Πολύκαρπος Τσούκλεφ14 κ. α.
Ακόμη και στις αρχές του 20ου αι., βλέπουμε να φοιτούν στην Αθωνιάδα Σλάβοι: Το σχολικό έτος 1919/20 φοιτούν οι: Χρυσόστομος ποπ Ιωάν από την Προύσα, ηλικίας 27 ετών και ο Αλέξιος Κορατάγιεφ από τη Μόσχα, 39 ετών. Το 1925/26 σπουδάζει σ’ αυτήν ο Χιλανδαρινός Δοσίθεος. Το 1929/30 φοιτούν οι μοναχοί Νικόλαος Κουτλουμουσιανός, 18 ετών από τη Σόφια, και ο Μωυσής ο Χιλανδαρινός, Σέρβος 25 ετών κ. α.15.
Η επαναλειτουργία της Αθωνιάδος έδωσε το παράδειγμα στους Βούλγαρους μοναχούς στη Ζωγράφου να λειτουργήσουν Σχολείο για τους αδελφούς κατά τη χρονική περίοδο 1846-1853, στο οποίο διδάσκονταν τα μαθήματα της σλαβικής, της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας από τον απόφοιτο της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών, αρχιμανδρίτη Άνθιμο (1846- 1848). Το 1851-1852 από τον Παρθένιο της Ζωγράφου διδάχτηκαν τα μαθήματα Γραμματικής, Κατήχησης, Ιεράς Ιστορίας, Γεωγραφίας και Αριθμητικής· ομοίως και το 1853 από το Ναθαναήλ, επίσης αδελφό της Μονής, ο οποίος συνέχισε τη διδασκαλία αυτών των μαθημάτων»16.
Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού της Βαλκανικής δε θα είναι υπερβολή εάν υποστηρίξω ότι δεν υπάρχει λόγιος της περιόδου αυτής, ο οποίος να μην εντρύφησε στα σκηνώματα και τις βιβλιοθήκες του Όρους.
Στη βουλγαρική ιστοριογραφία έχει καταγραφεί εκτενέστατα η τύχη της βουλγαρικής παιδείας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σε πρώτη φάση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η στοιχειώδης παιδεία είναι αρκετή για τις ανάγκες των βουλγάρων τους δύο πρώτους αιώνες. Κατά την περίοδο αυτή στη Βουλγαρία ο ρόλος της παιδείας είχε αφεθεί στα χέρια των μοναστηριών και του κλήρου γενικά. To «Kilijno» σχολείο (παράγωγο του «κελιού») ως μορφή, περιεχόμενο, μέθοδος και διδασκαλία αποδείχθηκε ικανό για να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτές17 (Ο αριθμός των μαθητών που φοιτούσαν σε αυτό το είδος σχολείου κυμαινόταν μεταξύ των 10 και 20. Ο δάσκαλος συντηρούνταν από τους χωρικούς η εξασκούσε και παράλληλο επάγγελμα. Σ’ αυτό διδάσκονταν ανάγνωση εκκλησιαστικών κειμένων (Ωρολόγιο, Ψαλτήρι, Απόστολος και εκκλησιαστική μουσική». Το επόμενο ανώτερο στάδιο περιλάμβανε αριθμητική (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση) και ανάγνωση. Την περίοδο αυτή στα αγιορείτικα μετόχια της Βουλγαρίας δημιουργήθηκαν σχολεία, στα οποία δίδασκαν αγιορείτες μοναχοί η απόφοιτοι αθωνιτικών σχολείων. Έτσι έχουμε τη λειτουργία σχολείων στα εξής μετόχια της Ζωγράφου στη Βουλγαρία: Στο Λιάσκοβο (1815-1820), στο Τατάρ (Πάζαρντζικ) αρχές 19ου αι. κ. α.
Οι Έλληνες δάσκαλοι και τα ελληνο-βουλγαρικά σχολεία στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αι.
Η διδασκαλία γινόταν στην ελληνική γλώσσα, γιατί την περίοδο αυτή η ελληνική γλώσσα ήταν γλώσσα του εμπορίου και χρησιμοποιούνταν ευρύτατα σ’ όλο το φάσμα της τουρκικής επικράτειας. Κατά τον Δ. Μπαλαμπάνωφ «Η ελληνική γλώσσα, δίπλα στην επίσημη τουρκική, παρέμεινε ως διεθνής γλώσσα στα μέρη αυτά και ο ελληνικός πολιτισμός ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατώτερης και της ανώτερης παιδείας. Δεν γινόταν τότε χρήση της ιταλικής ή της γαλλικής γλώσσας σε εκείνα τα μέρη. Ο πολιτισμός εδώ ήταν ελληνικός και η γλώσσα επίσης ελληνική. Διεθνής γλώσσα για τις εμπορικές σχέσεις ήταν η ελληνική». Ένας άλλος λόγος που διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα ήταν και η έλλειψη διδακτικών εγχειριδίων.
Παρά τις πολυποίκιλες δυσκολίες, οι έλληνες δάσκαλοι εκτελούσαν το διδακτικό τους καθήκον στο ακέραιο. Άνοιξαν μία σειρά ελληνο-βουλγαρικών σχολείων στις πόλεις Σφιστώφ, Κάρλο- βο, Σλίβεν, Στάρα Ζαγόρα, Άιτος κ.α. (μετά το 1835 τα σχολεία αυτά μετατράπηκαν σε καθαρά βουλγαρικά. Δηλαδή η διδασκαλία γινόταν στη μητρική γλώσσα των μαθητών).
Κατά τη Βουλγάρα ερευνήτρια Αντοανέτα Κυρίλλοβα «είναι φυσικό να υποθέσει κανείς ότι αυτός ο τύπος σχολείου κατ’ αρχάς αναπτύχθηκε στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας η σε μέρη όπου υπήρχαν ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης σχολείων. Πιθανότατα στα κελιά μερικών λογίων μοναχών του Αγίου Όρους είχε αναπτυχθεί πρωταρχικά αυτός ο τύπος σχολείου και διαμέσου των πεπαιδευμένων αποφοίτων αυτών των σχολείων, μοναχών και ιερομονάχων, αυτός ο τύπος σχολείου διαδόθηκε και στη Βουλγαρία»18. Κατά τον Μ. Γκέτζεφ, τον 15° αι. στην I. Μ. Ζωγράφου ιδρύθηκε το πρώτο βουλγαρικό σχολείο αυτού του τύπου19.
Κατά τον 18° αι. ο διδάσκαλος της Μόσχας Ιάκωβος Μποννίτσκι (1711- 1774), που εργαζόταν μαζί με άλλους για μία νέα έκδοση της σλαβικής Βίβλου, εγκατέλειψε ατελή τη μετάφρασή του και ταξίδεψε ξαφνικά στο Όρος. Έζησε 10 έτη στη μονή Ζωγράφου, συνεχίζοντας τις μελέτες του στα ελληνικά και σλαβικά γράμματα και πήρε πολλές εμπνεύσεις για το έργο του. Συνέταξε εδώ λεξικά- ελληνοσλαβικό, σλαβοελληνικό και λατινοσλαβικό, καθώς και εγχειρίδια γραμματικής20.
Αθωνίτες μοναχοί που ίδρυσαν σχολεία στη Βουλγαρία
Είναι ο Αλέξανδρος ο Ζωγράφος21, ο Διονύσιος επίσκοπος Αγαθονεικίας22, ο Πάντο Ιβανόφ23, ο Ιλαρίων ο Χιλανδαρινός24, ο Αγιορείτης μοναχός Νικόδημος25, ο Χιλανδαρινός μοναχός, Κύριλλος Πεϊτσίνοβιτς (1771- 1845)26, ο Σάββας Ραντούλοφ (1817-1887)27. Επίσης, αγιορείτες μοναχοί – ταξιδιώτες, όπως ο Γαβριήλ ο Ζωγραφίτης, το 1790 ιδρύει σχολείο στο μετόχι της μονής Μοσίνα-Τυρνόβου, στο οποίο διδάσκει για μια δεκαετία. Το πρώτο σχολείο στο χωριό Κοζλούκ (Δραγκόινα) της Φιλιππσυπόλεως, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των αποφοίτων του σχολείου της I. Μ. Ζωγράφου – ιερέως Νικόλα Κωνσταντίνωφ και του μοναχού Ζαχαρία. Το σχολείο αυτό είχε δύο τμήματα. Στο πρώτο η διδασκαλία γινόταν στα βουλγαρικά και στο άλλο στα ελληνικά. Ο Συμεών Βέντζεφ από το Ετροπολέ, αφού μαθήτευσε για δύο έτη στο Άγιον Όρος, επιστρέφοντας το 1850 στη Βουλγαρία ιδρύει σχολείο στο σπίτι του, αλλά η μεγάλη προσέλευση των μαθητών τον αναγκάζει να το μεταφέρει στο μετόχι της I. Μ. Ζωγράφου.
Αθωνίτες δάσκαλοι, που δίδαξαν σε σχολεία της Βουλγαρίας
Σε σλαβικά αρχεία συναντάμε την είδηση ότι αγιορείτες μοναχοί, επί το πλείστον από τις μονές Χιλανδαρίου και Ζωγράφου, ανταποκρίνονταν στο αίτημα του βουλγαρικού λαού που ζητούσαν δασκάλους για τα παιδιά τους28.
Ο ηγούμενος της I. Μ. Πλιατσκόβου Σέργιος Ρούχοβι το 1830 ιδρύει σχολείο στη Μονή του και καλεί δασκάλους από το Άγιον Όρος να το επανδρώσουν. Το 1805 ο εφημέριος της πόλεως Καζανλάκ μαζί με τους προύχοντες στέλνουν επιστολή στο Χιλανδάρι, με την οποία ζητούν από την I. Μονή να τους στείλει «έναν προκομένο δάσκαλο για τα παιδιά τους και για τον ναό εκκλησιάρχη, όπως είχαμε τον π. Μηνά, από τον οποίο μείναμε πάρα πολύ ευχαριστημένοι απ’ αυτόν». Λίγα έτη αργότερα οι ίδιοι εκ νέου παρακαλούν το Χιλανδάρι να τους στείλει για δάσκαλο τον π. Μηνά η κάποιον άλλον, αλλά δίχως δάσκαλο να μην έρθει ο ταξιδιώτης -μοναχός. Κατά το 1806 οι ιερείς μαζί με τους προύχοντες της πόλεως Ελένα απευθύνονται στην I. Μ. Χιλανδαρίου με τις λέξεις: «Για χάρη του Θεού, κάντε καλό και στείλτε μας για τώρα δάσκαλο….το ταξίδι δικό μας, ο δάσκαλος δικός σας»38, δηλ. τους υπόσχονταν να βοηθήσουν οικονομικά το μοναστήρι, εάν τους στείλουν δάσκαλο. Παρόμοια παραδείγματα έχουμε και από τις άλλες πόλεις της Βουλγαρίας, όπως τη Βράτσα, τη Στάρα Ζαγόρα κ.α. Σε μία επιστολή των κατοίκων της Στάρα Ζαγόρα το 1808 προς την I. Μ. Χιλανδαρίου αναφέρονται τα εξής: «Να μας στείλετε έναν άνθρωπο ικανό για το εκκλησιαστικό έργο και να διδάξει τα παιδιά κατά το παλαιό έθος, αλλά να μην είναι κανένας ανεπρόκοπος, σαν τον πρώην Σωφρόνιο, αλλά να είναι για το συμφέρον το δικό μας και της μονής»39. Τα ανωτέρω στοιχεία πιστοποιούν τις σχέσεις του βουλγαρικού λαού με το Άγιον Όρος σε θέματα παιδείας. Πιο κάτω θα σας δώσουμε μερικά παραδείγματα αγιορειτών μοναχών που δίδαξαν σε σχολείο των Βουλγάρων.
Ο ιερομόναχος Αρκάδιος40, ο ιερομόναχος Αθανάσιος41, ο ιερομόναχος Γρικέντιος42, ο ιερομόναχος και διδάσκαλος της I. Μ. Ζωγράφου Ζαχαρίας43, ο Αθωνίτης μοναχός Ιγνάτιος44, ο Χιλανδαρινός μοναχός Κωνσταντίνος45. Επίσης, ο Χιλανδαρινός μοναχός Μηνάς46, ο Χιλανδαρινός μοναχός Σίμων47, ο Αγιορείτης μοναχός Σάββας48, ο Αγιορείτης μοναχός Σέργιος49, ο Χιλανδαρινός ιερομόναχος Χρύσανθος (1800-1871)50.
Απόφοιτοι αθωνίτικων σχολείων που δίδαξαν στη Βουλγαρία
Τα σλαβικά αρχεία επίσης μας πληροφορούν ότι στο Άγιον Όρος και ειδικά στις μονές Χιλιανδαρίου και Ζωγράφου έρχονταν να μαθητεύσουν νέοι απ’ όλη τη Βουλγαρία.
Από μία επιστολή του γιου του ιερέα Στάνκο – Νικόλα – από το Τέτεβεν μαθαίνουμε ότι μαθήτευσε το 1795 στην I. Μ. Χιλανδαρίου. Σε μία άλλη επιστολή της I. Μ. Χιλανδαρίου, αναφέρεται ότι έστειλαν από το Κάρλοβο το 1801 στο Χιλανδάρι να μαθητεύσει ένα παιδί, τον ξάδερφο του Πέτρου Παπάζογλου. Το 1808 ο Χιλανδαρινός προηγούμενος Μακάριος από τη Βουλγαρία στέλνει στο μοναστήρι ένα μαθητή με το όνομα Βασίλειος, να διδαχθεί τα ιερά γράμματα.
Ένα μέρος από αυτούς τους αποφοίτους επιστρέφουν στη γενέτειρά τους και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του διδασκαλικού έργου της περιοχής.
Μέρος από τους προαναφερθέντες ανωτέρω αγιορείτες που ίδρυσαν σχολεία στη Βουλγαρία μαθήτευσαν στο Όρος. Συγκεκριμένα ο Αλεξάνδρος Ζωγράφος – από το Γιάμπολ, ο Πάντο Ιβανόφ από τη Στάρα Ζαγόρα, ο Ιλαρίων Χιλανδαρινός από το Σεβλίεβο και ο Σάββας Ραντούλοφ (1817- 1887) από το Παναγκιούριστε . Το παράδειγμά τους μιμήθηκαν και άλλοι όπως: Ο μοναχός Αλέξιος ο ζωγράφος51, ο Μπογιατζή Ιβάντζο Στογιάνογλου52,ο Πέταρ Στοίτσκοφ (αρχές του 19ου αι.)53, ο Στόικο Τσολάκα54, ο Στογιάν ο Γραμματικός55 κ.α.
Αγιορείτικη σχολή αγιογραφίας στην οποία φοίτησαν Βούλγαροι ζωγράφοι
Το Άγιον Όρος για τους ορθόδοξους Σλάβους αναδεικνύεται σε σχολή καλών τεχνών. Έρχονται εδώ μαθητές από όλη τη Βαλκανική να μαθητεύσουν στα αθωνίτικα εργαστήρια της ζωγραφικής, της αρχυροχρυσοχοίας, της ξυλογλυπτικής κ.α. Πιο κάτω θα αναφέρουμε τους πιο αξιόλογους βούλγαρους καλλιτέχνες που μαθήτευσαν στο Άγιον Όρος:
Ο όσιος Ποιμήν56, ο Αλεξάνταρ πόπ Γεωργίεφ (1800-1880)57, ο ζωγράφος (αγιογράφος) Αβραάμ49, ο ζωγράφος Αλέξανδρος50, ο αγιογράφος Δαμασκηνός51. Τα τρία αδέλφια, ο μοναχός Ζαχαρίας και οι ιερομόναχοι Βενιαμίν και Μακάριος52, ο Χρηστό Δημητρόφ (1745-1819)53, ο γιός του Ζαχαρίας ο Ζωγράφος54,ο Ιβάν Κωνσταντίνοφ (1850-1917)55, ο Λάζαρος Πετρόφ Πένεφ (1811-1900)56, ο Ιβάν Κώστοφ Τερζίεφ (1832-1907)57 και ο μοναχός της Μ. Ζωγράφου Κύριλλος (1710)58.
Μουσικές σπουδές Βουλγάρων μαθητών στο Άγιον Όρος
Ο Νεόφυτος Ριλιώτης μας πληροφορεί ότι ο προηγούμενος της I. Μ. Ρίλας Ιωάσαφ, συντάκτης πολλών μελωδιών – ελληνικών και σλαβικών – γνωστός πλέον σε 12 χφφ των συλλογών της Ρίλας, της I. Μ. Ξενοφώντος και της I. Μ. Διονυσίου, στάλθηκε από την I. Μ. Ρίλας να μαθητεύσει στο Άγιον Όρος, όπου παρέμεινε 10 συναπτά έτη58.
Από το Όρος έστελναν και μουσικοδιδασκάλους να διδάξουν στη Βουλγαρία, όπου το αγιορείτικο μοντέλο μουσικής είχε παράδοση και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του μέχρι και σήμερα, όπως μας πιστοποιούν οι ακόλουθες μαρτυρίες:
Στη Βράτσα το 18ο αι. δίδαξαν μουσικοδιδάσκαλοι από τις μονές Ζωγράφου, Χιλανδαρίου, Βατοπεδίου, Ρίλας και Σινά59.
Στη βουλγαρική πόλη Ελένα εργάστηκαν Χιλανδαρινοί μουσικοδιδάσκαλοι, μερικοί από τους οποίους χρημάτισαν και ψάλτες σε εκκλησίες. Είναι γνωστό το παράδειγμα του μουσικοδιδασκάλου από την Ελένα, Ντόιτσο του Γραμματικού, που δίδασκε τους μαθητές του την αγιορείτικη ψαλτική60. Παρομοίως και ο πατέρας του Σάββα Ντομπροπλόντνι από το Σλίβεν μαζί με τον αδερφό του παπά-Νικηφόρο δίδασκε τους μαθητές του την αγιορείτικη μελωδία61.
Στη Ζέραβνα στις αρχές του 19ου αι., υπήρχαν δύο μουσικοδιδάσκαλοι, ο Κωνσταντίνος, που είχε διδαχθεί τη μουσική στην I. Μ. Ζωγράφου και ο δάσκαλος Μανώλ στο Βατοπέδι62.
Ο Χιλανδαρινός μοναχός Σίμων μεταξύ των ετών 1828-1830 χρημάτισε ψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος στον I. Ν. της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Καλόφερ63.
Επίσης, ο Χιλανδαρινός μοναχός Βησσαρίων64 το 1867 στη Βιέννη εξέδωσε μία μουσική συλλογή (καταβασιών, ειρμών,τροπαρίων και κοντακίων όλων των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών του έτους).
Αγιορείτες μοναχοί που χειροτονήθηκαν μητροπολίτες στη Βουλγαρία
Ικανός αριθμός αγιορειτών μοναχών χειροτονούνται μητροπολίτες στη Βουλγαρία. Οι πιο αξιόλογοι από αυτούς είναι:
Ο Έξαρχος Άνθιμος, Χιλιανδαρινός μοναχός(1816-1888)65.
Ο Μητροπολίτης Νίσσης Βίκτωρ, μοναχός της I. Μ. Χιλανδαρίου (1871)67
Ο Δωροστόλου και Τσερβένου Γρηγόριος(1828-1898) ήταν Χιλιανδαρινός μοναχός.
Ο μητροπολίτης Σλίβεν Γερβάσιος (1838-1919) ήταν Χιλανδαρινός μοναχός (1897)66.
Ο επίσκοπος Αγαθονεικίας Διονύσιος, μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου(1763)67.
Ο μητροπολίτης Σόφιας και μετά Σκοπιών Δωρόθεος (1861, 1872), Χιλιανδαρινός μοναχός (1847)68.
Ο επίσκοπος Τιμόσκι – Δοσίθεος, ήταν μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου(1834)69.
Ο μητροπολίτης Πελαγωνίας Ευστράτιος (1832-1885),(1872), μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου70.
Ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Ναθαναήλ (1820-1906), μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου71.
Ο μητροπολίτης Νίσσης Παρθένιος(1818-1876), μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου72.
Ο μητροπολίτης Σαμοκοβίου Φιλόθεος, μαθητής του σχολείου της I. Μ. Ζωγράφου κείρεται μοναχός στο μοναστήρι το 1760 και χειροτονείται μητροπολίτης Σαμοκοβίου το (1772-1819)73.
Αγιορείτικες εκδόσεις στη βουλγαρική και στην εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα.
Τα αγιορείτικα μοναστήρια – συγκεκριμένα Ζωγράφου και Χιλανδαρίου επιχορηγούν εκδόσεις βουλγαρικών βιβλίων, (8 βιβλία η Ζωγράφου και 10 η Χιλανδαρίου). Επίσης, χορηγούν και υποτροφίες σε μαθητές να σπουδάσουν σε Αθήνα και Μόσχα.
Ο ηγούμενος της I. Μ. Χιλανδαρίου Αγαθάγγελος74 χρηματοδοτεί την έκδοση «Χρηστομάθειας των σλαβικών κειμένων» του Ιβάν Μομτσίλοφ (1847).
Ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος ο Βατοπεδινός από το Γκάμπροβο χρηματοδοτεί τις εξής εκδόσεις: Μηναίον του Χρ. Νικόλοφ (1840), τη σύντομη γραμματική του Ιβάν Μπογκόροφ (1844) και μία εγκυκλοπαιδική συλλογή του Στ. Κόλεφ (1855)75.
Ο ιερομόναχος της I. Μ. Ζωγράφου Χαράλαμπος76, οικονόμος του Μετοχιού της Μονής στο Παναγκιούριστε, στηρίζει οικονομικά τις εκδόσεις της «Ακολουθίας του Αγίου Χαραλάμπους», «Εγχειριδίου Γεωγραφίας» (1843) και μιας «Εισαγωγής Γενικής Ιστορίας» (1851).
Ο Χρύσανθος ο Χιλανδαρινός από το Καλόφερ βοηθάει στην έκδοση δύο βιβλίων της «Χρηστομάθειας» του Ρ. Πόποβιτς 1837 και της «Ακολουθίας του αγίου Χαραλάμπους»77.
Ο ιερομόναχος Σεραπίων ο Χιλανδαρινός, ως ηγούμενος της I. Μ. του Καρλόβου – βοηθεί στην έκδοση δύο βιβλίων της «Αριθμητικής» του Χρ. Πάβλοβιτς 1835 και της «Υγειονομίας» του Σ. Ντομπροπλόντι (1846).
Επίσης, τέσσερις μοναχοί της Ζωγράφου συντάσσουν και εκδίδουν 25 βιβλία, από τα οποία τα 14 είναι έργα του Ναθαναήλ του Ζωγραφίτου. Επίσης 10 βιβλία εκδίδονται από την αδελφότητα της I. Μ. Χιλανδαρίου.
Αθωνίτες νεομάρτυρες και εικόνες τους
Ένα άλλο μέσο, με το οποίο εκφράζεται η επίδραση του Αγίου Όρους στον κόσμο των Σλάβων της Βαλκανικής και στους Ορθόδοξους Βούλγαρους γενικά είναι οι Νεομάρτυρες42. Η συμβολή του Αγίου Όρους στον τομέα αυτό δεν ήταν τυχαία και απλώς αυθόρμητη, αλλά οργανωμένη. Τη θέση αυτή τη στηρίζω με τα εξής στοιχεία:
– Αθωνίτες γέροντες πνευματικοί περιέρχονταν τους υπόδουλους λαούς και τόνωναν το ηθικό των “ραγιάδων” με το φλογερό τους κήρυγμα. Με το κήρυγμά τους οδήγησαν εξισλαμισθέντες στη μετάνοια, δείχνοντάς τους το δρόμο προς το Αγιον Όρος. Τα πολλά Μετόχια των I. Μονών σε διάφορα σημεία των Βαλκανίων αποτέλεσαν κέντρα πνευματικής αναζωπύρωσης.
– Το Όρος ήταν «τόπος καθάρσεως». Εδώ με την καθοδήγηση ειδικών πνευματικών Γερόντων – Αλειπτών και την εφαρμογή των Ιερών Κανόνων συνέβαινε η τελική επανένταξη των αλλαξοπίστων στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Πολλοί απ’ αυτούς ακολούθησαν το δρόμο του μαρτυρίου· εκεί που είχαν αρνηθεί το Χριστό, μαρτύρησαν για χάρη του. Έτσι επέρχονταν η πλήρης αποκατάσταση και αρμονία της προσωπικότητας και του συνειδότος.
-Ειδικοί πνευματικοί ονομαζόμενοι Αλείπτες, αναλάμβαναν την προετοιμασία των πρώην μουσουλμάνων για το μαρτύριο. Αυτή συνίστατο σε αυστηρές νηστείες και κακώσεις, για να αντέξει το σαρκίον, παράλληλα με την πνευματική ανύψωση της αγίας ταπείνωσης.
-Αγιορείτες μοναχοί αναλάμβαναν να συνοδεύσουν τους υποψήφιους μάρτυρες στον τόπο του μαρτυρίου και να τους στηρίξουν και δεν αποχωρούσαν εάν δεν έβλεπαν το αίσιον τέλος του μαρτυρίου.
-Περισυνέλεγαν τα ιερά τους λείψανα και ό,τι πολύτιμο ενθύμιζε τους Αγίους και το μετέφεραν στο Όρος, όπου αυτόματα άρχιζε η τιμή και η προσκύνησή τους, με τη συγγραφή Βίου και Ακολουθίας, καθώς επίσης και με την εικονογράφηση των ιερών τους μορφών, συνοδευομένων από σκηνές του μαρτυρίου. Όλες αυτές οι μαρτυρίες της αγιότητας των Νεομαρτύρων διαδίδονταν ταχύτατα σ’ όλους τους ορθόδοξους λαούς της Βαλκανικής και με τον τρόπο αυτό δρούσαν ανασταλτικά στην διάδοση του εξισλαμισμού. Στον τομέα αυτό το Άγιον Όρος είχε τέτοια παραγωγικότητα, ώστε ο αριθμός των αγιορειτών νεομαρτύρων έφτασε το ήμισυ του συνολικού αριθμού των Νεομαρτύρων.
Σεβαστός αριθμός αγιορειτών Νεομαρτύρων ήταν ξενόγλωσσοι: Ο Νικόδημος ο Αλβανός, οι Ρώσοι Παχώμιος και Κωνσταντίνος, οι Βούλγαροι Ιωάννης, Δαμασκηνός, Ονούφριος, Ιγνάτιος, Προκόπιος, Παρθένιοςκ.α. Οι βίοι τους συντάχτηκαν στα ελληνικά και πολύ σύντομα διαδόθηκαν στον κόσμο των Σλάβων σε σλαβική μετάφραση. Οι μορφές τους φιλοτεχνήθηκαν ως επί το πλείστον από αγιορείτες ζωγράφους και διαδόθηκαν στην υπόδουλη Βαλκανική, αναζωπυρώνοντας έτσι το φρόνημα των ορθοδόξων Σλάβων ενάντια στον κατακτητή που πάσχιζε να το εξαλείψει και αυτόματα να τους αποκόψει από την εθνική τους ορθόδοξη κοινότητα. Οι Τούρκοι το επιτύγχαναν αυτό με τον εξισλαμισμό των Ορθοδόξων που προοδευτικά τους οδηγούσε στον εκτουρκισμό τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται σήμερα σε Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Σκόπια και Βουλγαρία. Αυτές είναι οι εγκαιροφλεγείς βόμβες («εθνικόναρκες»), τις οποίες άφησε φεύγοντας πριν έναν αιώνα ο Τούρκος κατακτητής και προσπαθεί τώρα να τις πυροδοτήσει43.
Η I. Μ. Χιλανδαρίσυ στη συγκεκριμένη περίσταση συνεισέφερε με τους Νεομάρτυρες Δαμασκηνό και Ονούφριο. Ο Ονούφριος πέρασε από το Χιλανδάρι ως μοναχός Μανασσής και κατόπιν, με την ετοιμασία του γέροντος Νικηφόρου της Σκήτης των Ιβήρων, μαρτύρησε στη Χίο το 1818. Θα ήθελα να σταθώ σ’ ένα περιστατικό του Βίου του νεομάρτυρος Ονουφρίου: Ως ιεροδιάκονος Μανασσής από το Γκάμπροβο «δι’ ιδίων εξόδων» παραγγέλλει το 1818 (έτος του μαρτυρίου του) μια εικόνα των τριών νεομαρτύρων της Σκήτης των Ιβήρων – Ιγναντίου, Ακακίου και Ευθυμίου – στο ζωγράφο Δοσίθεο από το Ιππέκιον (Πέτς) της Σερβίας. Η εικόνα αυτή είναι ένα μικρό αριστούργημα με σκηνές από το μαρτύριο των νεομαρτύρων αυτών. Στην ίδια Σκήτη, επίσης, έργο του ιδίου ζωγράφου είναι και μία εικόνα του νεομάρτυρος Ονουφρίου, που φιλοτεχνήθηκε λίγα έτη αργότερα. Ο Ονούφριος είχε προσωπική γνωριμία με το Σέρβο ζωγράφο και η φιλοτέχνηση της ιερής του εικόνας είναι σαν πορτραίτο. Για το ζωγράφο, τη ζωή και το έργο του δεν έχω στοιχεία. Εδώ, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, παραθέτω δύο επιγραφές της εικόνας του: «Ιστορουμένης της σεβάσμιας ταύτης εικόνος δι’ εξόδων του ιεροδιακόνου Μανασσή από Γαμβρόβου, μετονομασθείς Ονούφριος, εμαρτύρησε εις Χίον δια ξίφους το 1818».
Στις γωνίες αναφέρει: «Χειρ Δοσιθέου μοναχού από Πέκι της Σερβίας 1818».
Η εικόνα αυτή44 είναι ένα σημαντικό κειμήλιο της νεότερης Ορθοδοξίας· κατασκευάστηκε μόλις ενάμισι έτος μετά από το μαρτύριο του τρίτου της ομάδας, και ήταν παραγγελία ενός συμμοναστού τους, ο οποίος μαρτύρησε και αυτός το ίδιο έτος της κατασκευής της εικόνας (1818): Αφορά μία ομάδα συνασκητών και συναθλητών νεομαρτύρων «παραδερφών» που είχαν τον ίδιο γέροντα, το Νικηφόρο, τον ίδιο καθοδηγητή, τον Ακάκιο, τον ίδιο συνοδό στο μαρτύριο, το Γρηγόριο, τον ίδιο συντάκτη των αγιολογικών και υμνολογικών τους κειμένων, τον Ονούφριο Ιβηροσκητιώτη, τον ίδιο εκδότη αυτών των κειμένων, τον Ακάκιο Ιβηροσκητιώτη και τέλος, τον ίδιο ζωγράφο, το Δοσίθεο. Ο Δοσίθεος πρέπει να διδάχθηκε τη ζωγραφική στον Άθωνα, καθώς ακολουθεί την τεχνοτροπία του Νικηφόρου του εξ Αγράφων και της ομάδας του. Μπορούμε να πούμε ότι η Σκήτη των Ιβήρων κατά την περίοδο αυτή εντάσσεται στην οργανωμένη κίνηση παραγωγής νεομαρτύρων στο Άγιον Όρος, γύρω στις αρχές του 19ου αιώνα, κίνηση στην οποία φαίνεται να είχε ανάμειξη και ο μαρτυρήσας στη συνέχεια πατριάρχης Γρηγόριος Ε’.
Αθωνίτες μοναχοί-Ταξιδιώτες
Τα ανά τους αιώνες διεσπαρμένα στη Βουλγαρία αγιορείτικα μετόχια αποτελούν πνευματικά προξενεία του Αγίου Όρους45.
Επίσης, οι περιοδείες των πιο διακεκριμένων αγιορειτών μοναχών για «ζητείες» και η μακροχρόνια παρουσία τους στη Βουλγαρία στα εκεί μετόχια βοηθούν στην ανάπτυξη της βουλγαρικής παιδείας. Οι πιο αξιόλογοι απ’ αυτούς τους μοναχούς είναι: Ο Παΐσιος ο Χιλανδαρινός, ο Νεόφυτος ο Μπόζβελη, ο Έξαρχος Άνθιμος, ο οποίος ως Χιλανδαρινός μοναχός περιήλθε για ζητεία το Λόζενγκραντ· ο Νίσσης Παρθένιος, ο οποίος ως μοναχός της Ζωγράφου, περιήλθε για ζητεία το Γκάμπροβο και το Σεβλίεβο· ο Βράτσης Δωρόθεος, που ως Χιλανδαρινός μοναχός περιήλθε για ζητεία στο Πλέβεν ο Λευκίας Γερβάσιος, ο οποίος ως Χιλανδαρινός μοναχός, περιήλθε για ζητεία στη Στενήμαχο· ο Δοσίθεος, επίσκοπος Τίμοφσκι, που ως μοναχός της I. Μ. Ζωγράφου, περιήλθε για ζητεία στο Πίρντοπ κ.α. Αυτοί καλλιεργούν το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Διδάσκουν, κηρύττουν, διαπαιδαγωγούν και μεταφέρουν τη θεολογική, την ιστορική και την πνευματική σκέψη του Όρους στα μέρη που περιέρχονται και ενημερώνουν επιπλέον το ποίμνιο για τους αγώνες των Αγιορειτών ενάντια στον κατακτητή. Φαεινό παράδειγμα αποτελούν οι Χιλανδαρινοί μοναχοί Νικηφόρος και Ιερόθεος από το Τρογιάν της Βουλγαρίας, οι οποίοι καταγράφουν τη συμμετοχή των αγιορειτών στο κίνημα του Εμμανουήλ Παππά και τους διωγμούς που υπέστησαν.
* * *
Για να εκτιμήσουμε αντικειμενικότερα σε ποιο βαθμό το Άγιον Όρος επέδρασε στην παιδεία των Ορθοδόξων Σλάβων, οφείλουμε να μνημονεύσουμε ότι στη δημιουργία της Σλαβικής Φιλολογίας τον 19ο αι. βοήθησαν πολύ οι αγιορείτικες βιβλιοθήκες, οι άγγλοι Καρλάιτ και Δρ. Χάντ του Πανεπιστημίου του Κέμπριτς (1818) και ο Λόρδος Κάρζον, οι Ρώσοι Βίκτωρ Γκριγκορόβιτς, ο Πορφύριος Ουσπένσκι, ο Π. Σεβαστιάνοφ, ο Π. Σύρκου, ο Π. Α. Λαβρόφ, ο Γ. Ηλίνσκι κ.α.. Στην έρευνα των σλαβολόγων επιστημόνων και μελετητών οφείλουμε σήμερα τον προσδιορισμό του ρόλου του Αγίου Όρους στη δημιουργία και διάσωση των γλωσσικών και γραμματολογικών μνημείων, που συντέλεσαν πολύ στην ανάπτυξη της Σλαβικής Φιλολογίας. Παρά την πρόθεσή μου να παρουσιάσω λεπτομερέστατα την επίδραση του Αγίου Όρους στην παιδεία των Ορθοδόξων Βουλγάρων κατά τον 18ο-19ο αι., δεν τολμώ να ισχυρισθώ ότι πέτυχα πλήρως τον σκοπό μου, για το λόγο ότι δεν έχουν καταγραφεί ακόμη όλα τα σλαβικά αρχεία και χειρόγραφα του Όρους, καθώς επίσης και τα αγιορείτικα που φιλοξενούνται σε βιβλιοθήκες εκτός Αγίου Όρους. Πολύ φοβούμαι ότι όσα εκφραστικά μέσα και εάν χρησιμοποιήσει κανείς για να καταγράψει το ρόλο του Αγίου Όρους στην παιδεία των ορθοδόξων Σλάβων, πάλι θα το αδικήσει, για το λόγο ότι η προσφορά του δε μπορεί να αποδοθεί και να αποτιμηθεί επακριβώς. Ευχή για μένα είναι το Άγιον Όρος να συνεχίσει τον παιδευτικό του χαρακτήρα προς τους ορθοδόξους Σλάβους, όπως στα χρόνια της δουλείας, έτσι και στην παρούσα περίοδο, οπότε τον έχουν ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ – ΙΗ’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
(31 Μαΐου -1 Ιουνίου 1997) – Πρακτικά Θεσσαλονίκη 1998
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ