Το ιστορικό της θαυμαστής κατασκευής της
Η Θαυματουργός Εικόνα της
Παναγίας Προδρομιτίσσσης
Μετά την αποπεράτωσι των χτισμάτων και της κεντρικής εκκλησίας της Σκήτης, ο κτίτωρ αυτής Νήφων Ιερομόναχος σκεπτόταν με τι τρόπο θα μπορούσε ν’ αποκτήση μία εικόνα της Παναγίας, ως παρηγορητρίας όλης της αδελφότητος. Όλα τα μεγάλα αγιορείτικα Μοναστήρια έχουν μία ή και περισσότερες θαυματουργές εικόνες και σ’ αυτή την ευλογία δεν ήθελε να υστερή και το ιδικό του πνευματικό αυτό καθίδρυμα.
Κατ’ αρχάς απευθύνθηκε σε αγιορείτας πατέρας ζωγράφους. Τους επρότεινε τους όρους κατασκευής της, το μέγεθος, την χρήσι χρωμάτων και το είδος του ξύλου. Με κανέναν όμως δεν συμφώνησε. Έτσι παρέμεινε πάλι σε αγωνία.
Το έτος 1863 ο πατήρ Νήφων επήγε στο Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου είχαν εκεί και το Μετόχιό τους, την σκήτη Μπουτσίουμ. Μαζί του επήρε και τον στενό συνεργάτη του στην ανοικοδόμησι της Σκήτης, τον Ιερομόναχο π. Νεκτάριο. Το πρόγραμμά τους ήταν να εύρουν οικονομικές βοήθειες για τις αναγκαίες βελτιώσεις των κτιρίων και να ψάξουν για ένα καλό αγιογράφο για την κατασκευή της Εικόνος της Παναγίας.
Πράγματι, με την χάρι του Θεού ευρέθηκε ένας ευλαβής αγιογράφος, υπέργηρος στην ηλικία με το όνομα Νικόλαος Ιορδάκε. Του επρότεινε τα εξής για αυτό το έργο: 1) Να ζωγραφίση την Κυρία Θεοτόκο με τον Κύριο ως Βρέφος στον αριστερό βραχίονά της, όσο το δυνατόν ωραία. 2) Να έχη μήκος 1,10 μ. και από ξύλο φλαμουριάς. 3) Όσο θα εργάζεται, να διαβάζη πρώτα τους Χαιρετισμούς ή την Παράκλησι της Θεοτόκου. 4) Να νηστεύη προ της εργασίας του, ενώ μετά το φαγητό του να μην εργάζεται. 5) Να φυλάγη σωματική καθαρότητα μέχρι να τελειώση το έργο. 6) Να έχη εξομολογηθή στον Πνευματικό και να μην έχη μαλώση με κανέναν.
Ο ευλαβής αγιογράφος δέχθηκε τους ανωτέρω όρους, αλλά από ταπείνωσι έλεγε ότι είναι γέρος και τρέμουν τα χέρια του. Οι πατέρες όμως τον ενεθάρρυναν να έχη πίστι στην Θεομήτορα και εκείνη θα τον βοηθήση. Πράγματι, σε λίγο χρόνο είχε τελειώσει τα ενδύματα και τα άλλα μέρη της Εικόνος, αφήνοντας να κάνη τελευταία τα άγια Πρόσωπά τους, όπως είναι το τυπικό της αγιογραφίας.
Ήλθε η ώρα να αναλάβη και τα ιερά Πρόσωπα. Έβαλε όλη την ζωγραφική του ικανότητα την πρώτη ημέρα. Εβράδυασε και δεν επέτυχε αυτό που ποθούσε. Σταμάτησε το έργο λυπημένος. Την δεύτερη ημέρα με τον ίδιο ζήλο προσπάθησε να διαμορφώση με τα κατάλληλα χρώματα τα Πρόσωπα. Αλλά, τι το θαυμαστό! Αλλοιώνονταν τα Πρόσωπα και παρέμεναν σχεδόν άμορφα, στραβά και ευκαταφρόνητα.
Βλέποντας ο δυστυχής αγιογράφος, μετά από τόσο κόπο και φροντίδα, να μη μπορή να κάνη τίποτε, σταμάτησε και καταδίκαζε τον εαυτό του: «Κρίμα στον κόπο μου και την νηστεία που έκανα επί τόσες ημέρες. Ο Θεός και η Παναγία να με συγχωρέσουν. Μήπως δεν είναι θέλημά τους να φτιάξω εγώ την Εικόνα τους; Πάω να χάσω το μυαλό μου! Πως έτσι μουτζούρωσαν και αλλοιώθηκαν τα πρόσωπά τους»;
Εκείνες τις ημέρες της αφορήτου λύπης του καλού αγιογράφου Νικολάου ήλθαν στο εργαστήριο του και οι Πατέρες Νήφων και Νεκτάριος να ιδούν αν τελείωσε η κατασκευή της Εικόνος. Ευρήκαν τον μάστορα λυπημένο και την Εικόνα σχεδόν άχρηστη. Λυπήθηκαν και αυτοί και εξήγησαν το γεγονός ότι δεν θα είναι θέλημα της Παναγίας να αποκτήση και η Σκήτη τους την αγία Μορφή της. Η Θεοτόκος όμως τους ετοίμαζε ένα απροσδόκητο και πολύ παρήγορο δώρο. Μάλιστα ενεθάρρυναν τον ευλαβή αγιογράφο λέγοντάς του να δοκιμάση πάλι μία φορά και εάν αποτύχη θα του πληρώσουν τον κόπο του και θα την πάρουν ατελείωτη.
Οι πατέρες ανεχώρησαν για το Μετόχιό τους. Ο αγιογράφος εσκέπασε την Εικόνα με ένα πανί, εκλείδωσε το εργαστήριο του και ανεχώρησε για το σπίτι του. Η πρόθεσίς του ήταν να αυξήση τις μετάνοιες και την προσευχή παρακαλώντας τον Θεό να τον βοηθήση.
Μετά από πολλή προσευχή, ξαναπήγε το πρωί στη δουλειά του.
Μετά δακρύων την παρεκάλεσε την Θεοτόκο να τον βοηθήση για να δοξασθή το όνομα του Υιού της και το Ιδικό της. Ετοίμασε τα χρώματα και επήγε να σηκώση το πανί που την εσκέπαζε. Τότε ευρέθηκε προ μιας μεγάλης εκπλήξεως. Τα Άγια Πρόσωπά τους είχαν ζωγραφισθή και μάλιστα με μια υπέρλαμπρη δόξα και χάρι, όπως είναι σήμερα.
Ο αγιογράφος ευχαρίστησε συγκινημένος και συγκλονισμένος για αυτό το θαύμα την Θεομήτορα. Μάλιστα προς αποφυγή κάθε αμφιβολίας συνέταξε ο ίδιος ιδιοχείρως και το παρακάτω έγγραφο, το οποίο διασώζεται στο αρχείο της Σκήτης. Το περιεχόμενό του είναι το εξής: «Εγώ, ο Νικόλαος Ιορδάκε, ζωγράφος από την πόλη του Ιασίου, εζωγράφισα αυτή την άγια Εικόνα της Θεομήτορος με το ίδιο μου το χέρι, στην οποία ακολούθησε ένα παράδοξο θαύμα με τον επόμενο τρόπο: Αφού αποτελείωσα τα ενδύματα, σύμφωνα με την τέχνη της ζωγραφικής μου, άρχισα να εργάζομαι τα Πρόσωπα της Θεοτόκου και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αφού έκανα το πρώτο και δεύτερο χέρι, την νύκτα ήλθα να την αποτελειώσω. Είδα όμως στις Μορφές τους το τελείως αντίθετο. Λυπήθηκα πολύ και απόρησα. Άραγε εξέχασα την τέχνη μου; Επειδή ήταν βράδυ, εξάπλωσα να κοιμηθώ πολύ στενοχωρημένος, χωρίς να φάγω τίποτε εκείνη την ημέρα. Εσκεπτόμουν ότι την δεύτερη ημέρα πρέπει ν’ αρχίσω πάλι το ίδιο έργο.
Αφού σηκώθηκα τη δεύτερη ημέρα, έκανα πρώτα τρεις μετάνοιες στην Παναγία παρακαλώντας την να φωτίση τον νου μου για να μπορέσω ν’ αποτελειώσω την Εικόνα της. Όταν επήγα ν’ αρχίσω το έργο, ω του παραδόξου θαύματος της Μητρός του Κυρίου μου: ευρέθηκαν οι Μορφές τελειωμένες, όπως φαίνονται και τώρα. Εγώ βλέποντας το θαύμα, δεν επρόσθεσα πλέον ούτε μία πινελιά, εκτός μόνο έβαλα το ανάλογο λούστρο για στιλπνότητα, και αυτό είναι το σφάλμα μου να δώσω γυαλάδα σε ένα αληθινό θαύμα. Αυτή είναι η διήγησις αυτής της Εικόνας. Υπογράφομαι Νικόλαος Ιορδάκε, 29 Ιουνίου 1863 Ιάσιο Μολδαβίας».
Το θαύμα αυτό έγινε τη νύκτα της 28ης Ιουνίου. Η πανηγυρική εορτή όμως μετατέθηκε στις 12 Ιουλίου, διότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν δυο εορτές με αγρυπνίες την ίδια νύκτα, δεδομένου ότι στις 29 του μηνός είναι των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στις 13 Ιουλίου τελείται η σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, ο οποίος είναι πάντοτε ο πλησιέστερος υπηρέτης της Θεοτόκου, και πιστεύουμε ότι απ’ αυτόν επίσης έγινε αυτό το θαύμα.
Το θαύμα αυτό πανηγυρίσθηκε από όλο τον λαό του Ιασίου, ο οποίος κατέκλυσε κυριολεκτικά το Μετόχιο Μπουτσίουμ, όπου είχε μεταφερθή η Εικόνα. Ήλθε και ο μητροπολίτης Μολδαβίας Καλλίνικος Μικλέσκου με πολλούς κληρικούς και την επροσκύνησαν. Ετέλεσαν ενώπιόν της Αγιασμό, έψαλλαν Χαιρετισμούς και την Παράκλησί της. Ο λαός συνέχιζε να την προσκυνή με πολλή ευλάβεια και πίστι. Από τότε άρχισε η Εικόνα να κάνη και θαύματα στους πιστούς χριστιανούς, από τα οποία θα μνημονεύσουμε μερικά:
1) Κάποιος άνθρωπος είχε τυφλωθή τελείως από λεύκωμα των ματιών του. Όλα τα έβλεπε λευκά σαν το γάλα. Τον έφεραν και επροσκύνησε την Εικόνα. Ήπιε αγιασμό με πίστι και προσευχή στην Θεοτόκο, ιατρεύθηκε τελείως. Κατόπιν ήλθε με ευγνωμοσύνη μόνος του πλέον να την προσκυνήση και ευχαριστήση.
2) Ένας άλλος είχε λέπρα σ’ όλο το σώμα του. Προσκύνησε με πίστι. Ραντίσθηκε με αγιασμό και το θαύμα έγινε. Έπεσαν τα λέπια της λέπρας και καθαρίσθηκε τελείως.
3) Ένας άρχοντας ήλθε με δάκρυα να πη το παράπονό του στην Βασίλισσα των Ουρανών: Το παιδί του επί τρεις ημέρες ευρίσκεται σαν νεκρό στο κρεββάτι. Μόνο η αναπνοή του δείχνει ότι είναι ακόμη στη ζωή. Προσευχήθηκε ο πονεμένος πατέρας του με πίστι, ευλάβεια και ελπίδα στην Θεομήτορα. Επήρε αγιασμό και έδωσε να πιή το παιδί του. Και το θαύμα συνετελέσθηκε. Εξύπνησε και στάθηκε στα πόδια του τελείως υγιές.
4) Οι Πατέρες της Σκήτης π. Νήφων και π. Νεκτάριος εβιάζοντο να πάρουν την Εικόνα για το Άγιον Όρος, που ήταν ο προορισμός τους. Κατά παράκλησιν των κατοίκων καθυστερούσαν σε διάφορες πόλεις για να την προσκυνήσουν. Ένα βράδυ έμεινε στον κεντρικό ναό της πόλεως Μπιρλάντ. Κάποιος διδάσκαλος των αθέων γραμμάτων περισσότερο παρά των χριστιανικών, που μόνο το Πάσχα επήγαινε στην εκκλησία, εζήτησε να πάη η Εικόνα στο σπίτι του και όχι αυτός στην εκκλησία. Προς τούτο παρεκάλεσε τους πατέρες και τους έστειλε την άμαξά του να την φέρουν στο σπίτι του. Οι πατέρες με κανένα τρόπο δεν συγκατατίθεντο. Τέλος πάντων υπέκυψαν στην παράκλησι και άλλων πιστών, που επίστευαν ότι ίσως αυτός ο διανοούμενος αλλάξη ζωή, γιατί ήταν και διδάσκαλος των παιδιών τους.
Όταν απεφάσισαν να την σηκώσουν και να την βάλουν στην άμαξα, είχε τόσο βάρος ώστε ούτε τέσσερις άνθρωποι δεν μπορούσαν να τη σηκώσουν. Αφού την έβαλαν μετά δυσκολίας επάνω, έτριζε τόσο δυνατά η ξύλινη θήκη της, ώστε όλοι ταράχθηκαν. Τα βόδια της άμαξας τινάχθηκαν μακριά και η θήκη διαλύθηκε τελείως. Τότε όλοι εγνώρισαν ότι δεν θέλει η Θεοτόκος να πάη εκεί, που δεν υπάρχει πίστι και ευλάβεια. Όταν την κατέβασαν ήταν αρκετοί δύο άνθρωποι για να την σηκώσουν.
5) Μία επίσημη και ευλαβής κυρία ήταν πολύ άρρωστη. Ήθελε να πάη για να προσκυνήση την Εικόνα, όταν ήταν ακόμη στο Ιάσιο, αλλά φοβόταν ν’ ανέβη στο κάρο μήπως και πεθάνη. Τότε παρουσιάσθηκε η Θεοτόκος στον ύπνο της με τη μορφή αυτής της Εικόνας της και της είπε: «Πήγαινε ταχέως στην πόλι Μπιρλάντ να προσκυνήσης την Εικόνα μου και θα εύρης την υγεία σου». Την ώρα που ανέβαινε η ευσεβής αυτή κυρία στην άμαξα αισθάνθηκε τελείως υγιής. Επροσκύνησε με ευχαρίστησι και ευγνωμοσύνη την Θεοτόκο και είπε στους πατέρες: «Αλήθεια, είδα την Εικόνα αυτή στον ύπνο μου και μου είπε να έλθω το ταχύτερο να την προσκυνήσω. Και να είμαι τώρα πολύ καλά. Γι’ αυτό ας δοξάσουμε τώρα όλοι την Παναγία μας».
6) Κατόπιν μετέφεραν την Εικόνα στο Γαλάτσι και την εναπέθεσαν για προσκύνημα στον ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Εκεί αγιογραφούσε τον ναό ένας ευλαβής χριστιανός. Ενώπιόν του παρουσιάσθηκε κάποιος ξένος και ωνείδιζε με πικρά λόγια τον λαό που ήδη είχε συρρεύσει στον ναό, λέγοντας: «Τι προσκυνείτε! Αυτά είναι καλογερικές απάτες. Υπάρχουν ζωγράφοι που μπορούν να κάνουν καλύτερες και ωραιότερες εικόνες». Με την ίδια θρασύτητα και ασέβεια ωμιλούσε ενώπιον των ευλαβών χριστιανών. Τότε ξαφνικά έγινε κάτι το ασυνήθιστο και τρομερό. Άλλαξε τόσο πολύ το Πρόσωπο της Θεοτόκου και αγρίεψε, ώστε οι πάντες και αυτός ο δυσσεβής ετρόμαξαν. Μετανόησε γι’ αυτά που είπε και έκτοτε έγινε κήρυξ όχι μόνο της Αχειροποιήτου Εικόνος, αλλά και αυτής της αλλαγής του Θείου Προσώπου της.
7) Ένας Εβραίος έμενε σε ένα πανδοχείο του δρόμου μαζί με την οικογένειά του. Κάποια ημέρα έφυγε, κατά τη συνήθειά του για το εμπόριο, αφήνοντας τη σύζυγο, τα παιδιά του και ένα δούλο του στο πανδοχείο. Συνέβη και απέθανε και άλλος Εβραίος φίλος του τον έθαψε σε εκείνο τον τόπο. Ό,τι χρήματα είχε από το εμπόριο, τα έδωσε στη σύζυγό του. Τότε μπήκε ο διάβολος στην καρδιά του δούλου και απεφάσισε να σκοτώση την οικοδέσποινά του, για να της πάρη τα χρήματα και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε. Μία νύκτα, μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιό της και με απειλές της ζητούσε τα χρήματα. Εκείνη για να γλυτώση τη ζωή της, του έδωσε όλα όσα είχε. Ο πονηρός δούλος δεν έμεινε ευχαριστημένος. Φοβούμενος μήπως γίνη φανερή η πράξις του από την Εβραία, απεφάσισε να την κρεμάση. Εκείνη τον παρεκάλεσε να της χαρίση τουλάχιστον τη ζωή, αλλά αυτός το σχέδιό του.
Τότε η δυστυχισμένη γυναίκα ακούοντας από περαστικούς για τη Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας, την πρακάλεσε με δάκρυα λέγοντας: «Μητέρα του Θεού, εάν πράγματι η Μορφή σου ζωγραφίσθηκε με θείο θαύμα, όπως άκουσα, και ότι εσύ είσαι η αληθινή Μητέρα του Θεού, γλύτωσέ με απ’ αυτό τον κίνδυνο και τότε θα πιστεύσω και θα βαπτιστώ με όλη την οικογένειά μου». Αυτά και άλλα έλεγε η Εβραία με πολλά δάκρυα. Την επλησίασε ο δούλος της και ετοίμαζε το σχοινί να την κρεμάση. Έβαλε το σχοινί στον λαιμό της, αλλά είδε ότι πρέπει να το δέση υψηλότερα για να την σηκώση. Εδοκίμασε πρώτα στον εαυτό του. Έβαλε το σχοινί στον λαιμό του, ενώ ήταν ανεβασμένος επάνω στο σκαμνί και κανόνιζε για την επιτυχία του εγχειρήματος. Έπεσε όμως στραβά το σκαμνί και χωρίς να το καταλάβη ευρέθηκε κρεμασμένος μόνος του. Βλέποντας αυτό το θαύμα η Εβραία, έσφιξε από τον φόβο της. Εθεώρησε το γεγονός ως θαύμα της Παναγίας και βαπτίσθηκε με όλη την οικογένειά της, όπως άλλωστε είχε υποσχεθή.
8) Η Εικών έγινε δεκτή στη Σκήτη με μεγάλη υποδοχή, λαμπάδες και θυμιάματα. Όλοι οι μοναχοί την προσκύνησαν και έψαλαν ενώπιόν της τους Χαιρετισμούς και την Παράκλησί της. Στο γηροκομείο ήταν και ένας αδελφός, ονόματι Ιννοκέντιος, καθηλωμένος στο κρεββάτι από αρρώστια. Μόλις ανέπνεε και επί τρεις εβδομάδες δεν είχε φάγει τίποτε. Έμαθε ότι ήλθε η Εικών της Θεοτόκου και εζήτησε να την προσκυνήση. Ασπαζόμενος αυτήν της είπε: «Μητέρα του Θεού, εάν μου είναι ωφέλιμο ακόμη να ζήσω, δώσε μου την υγεία, διότι πιστεύω ότι μπορείς το κάνης· εάν όχι, τότε ας γίνη το θέλημά σου, Δέσποινά μου, όπως εσύ ξέρεις». Λέγοντας αυτά επέστρεψε στο κελλίο του ειρηνικός και χαρούμενος. Δεν είπε τίποτε σε κανέναν, παρά μόνο εζήτησε να αλλάξη το υποκάμισό του και να φορέση τα καθαρά καλογερικά ρούχα του, διότι ήταν μεγαλόσχημος. Εκοινώσησε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά από μία ώρα έδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Η προσευχή του ευρήκε αμέσως ανταπόκρισι από την Προστάτιδα των μοναχών του Αγίου Όρους.
Π Ρ Ω Τ Α Τ Ο Ν
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Ιερά Καλύβη Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Ιεράς Σκήτης Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους
Έκδοτης – Αρχισυντάκτης:Μοναχός Μωυσής, Καρυές Αγίου Όρους
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ & ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΡΣΑΛΗ ΤΗΣ Μ.ΑΣΙΑΣ