(+) Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Η ΘΕΤΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Είμαστε χριστιανοί. Ζούμε και κατανοούμε τη ζωή μας υπό το πρίσμα των προοπτικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κέντρο της ζωής μας είναι η Εκκλησία μας. Όχι η «θρησκεία» μας, σαν γενική και αφηρημένη αρχή και ιδεολογία, ούτε η Ορθοδοξία μας, σαν άθροισμα στοιχείων μιας πολιτισμικής παράδοσης και κληρονομιάς, αλλά η Εκκλησία. Ο Χριστός μας επήρε από τον κόσμο και μας έκαμε Εκκλησία Του (Ιωάν. 15,18-19). Και εμείς σήμερα ευρισκόμαστε εδώ, για να μελετήσουμε μαζί αν, πως και πόσο η Εκκλησία του Χριστού είναι αγία. Ας ιδούμε λοιπόν:
Α. Γιατί ο Χριστός θέλει την Εκκλησία αγία;
Β. Γιατί ό λαός της οφείλει να ζει την αγιότητα της;
Γ. Γιατί εμείς οφείλουμε να εργαζόμαστε για την αύξηση της αγιότητας της;
Α. Γιατί ο Χριστός θέλει την Εκκλησία αγία.
Τι σημαίνει η φράση: Η Εκκλησία του Χριστού είναι αγία; Ποίοι είναι η αγία Εκκλησία;
Ούτε οι αρχιερείς. Ούτε οι Πατριάρχες. Ούτε οι παπάδες. Ούτε οι λαϊκοί. Ούτε όλοι μαζί. Ούτε κάποιοι πιο πολύ. Και κάποιοι άλλοι πιο λίγο.
Για όλους μπορεί να ισχύει το: «μεθ’ ημών ήσαν, αλλ’ ουκ ήσαν εξ ημών» (Α’ Ιωάν. 2,19). Αφού και ο Ιούδας ήταν απόστολος και ο Νεστόριος Πατριάρχης και ο Αλέξανδρος Βοργίας πάπας και ο Άρειος παπάς και φυσικά και ένα μεγάλο πλήθος λαϊκοί, επώνυμοι και ανώνυμοι. Και όλοι αυτοί ήσαν κάποτε μέσα στον άγιο αγρό του Κυρίου. Όχι όμως σίτος του Χριστού, αλλά ζιζάνια. Όχι πλούτος και ποικιλία αλλά ζημία. Αφού έπρεπε να είχαν μεταποιηθεί σε σίτο, αλλά δεν μεταποιήθηκαν!…
Τι είναι η αγία Εκκλησία;
Όχι ένα Νομικό Πρόσωπο. Ούτε Δημοσίου Δικαίου. Ούτε Ιδιωτικού Δικαίου. Όχι ένας θεσμός!
Τι είναι λοιπόν;
Η σύναξη των πιστών; Ναι
- αλλά όχι μόνο.
Η νύμφη του Χριστού; Ναι
- αλλά όχι μόνο.
Το σώμα του Χριστού; Ναι
- αλλά όχι μόνο.
Και τα τρία αυτά είναι για το γεγονός της Εκκλησίας εικόνες, όχι η περιγραφή του. Η Εκκλησία δεν είναι υπόθεση δική μας. Αν ήταν, τότε οι αποφάσεις των όποιων Γενικών Συνελεύσεών της θα ήσαν σ’ αυτήν ο υπέρτατος νόμος. Αλλά δεν είναι. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι δική μας, αλλά του Θεού.
Ο Θεός είναι ο μόνος άγιος.
Όμως το κάθε τι, που έρχεται σε σχέση με τον Θεό, μετέχει και σ’ Αυτόν και στην αγιότητά Του. Και γίνεται άγιο. Έτσι και η Εκκλησία του Θεού δεν είναι αφ’ εαυτής αγία, αφού είναι έτερον τι, κάτι άλλο, από τον Θεό. Γίνεται αγία, επειδή ο Χριστός «εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση» (Εφεσ. 5,25-26). Εκκλησία είναι οι κλητοί Κυρίου, εκείνοι που αποδέχονται τον Υιό του Θεού σωτήρα και Κύριο και που καθαρίζονται από Αυτόν «τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι» (έ.α.) Αυτοί, με την πίστη και με το βάπτισμα γίνονται Εκκλησία.
Και ο Χριστός «παριστά εαυτώ (δηλαδή με δικές του ενέργειες καθίστα) ένδοξον την Εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων αλλά αγίαν και άμωμον» (Εφεσ. 5,27). Και παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Άρα, (λίγο πριν) ακάθαρτος ην, άρα μώμον είχεν, άρα άμορφος ην, άρα ευτελής. Και τω λουτρώ του ύδατος λούει αυτής την ακαθαρσίαν» (P.G. τ. 62, σελ. 137).
Κανένα μέλος της Εκκλησίας δεν ήταν, πριν κληθεί, άγιο. Και άρα και η Εκκλησία, στο σύνολό της, δεν ήταν αγία. Καθόλου αγία. Ο Χριστός την εκάλεσε, ενώ ήταν γεμάτη σπίλους και ρυτίδες, ενώ ήταν «πόρνη»! Και λοιπόν; «Πόρνης επεθύμησεν ο Θεός; Ναι, λέγω: πόρνης, της φύσεως της ημετέρας» (Ιω. Χρυσ.)• «εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού» (Εβρ. 12,10)• να γίνουμε, «κατά τον καλέσαντα ημάς άγιον, και ημείς άγιοι» (Α Πέτρ. 1,15). Γιατί το θέλημα του Θεού είναι σαφές και απόλυτο: «Έσεσθέ μοι άγιοι, ότι εγώ άγιος ειμί Κύριος ο Θεός υμών» (Λευίτ. 20,26).
Εντάσσομαι στην Εκκλησία σημαίνει αποδέχομαι την κλήση του Θεού.
Εξωτερικά, δικαιακά, η ένταξή μου αυτή είναι ένας τύπος, εσωτερικά και κατά ουσίαν, μία ολοκάρδια επιθυμία να γίνω αυτό που θέλει ο Θεός: «όμοιος αυτώ» (Α Ιωάν. 3,2)• «κατενώπιον αυτού» (Εφεσ. 1,4), με τα κριτήρια τα ΔΙΚΑ ΤΟΥ, όχι με δικά μου. Δεν αρκεί λοιπόν μία τυπική ένταξη. Χρειάζεται (πρώτα) μια ολόψυχη αποταγή, και (στη συνέχεια) μία ολόψυχη σύνταξη. Και η υποταγή και η σύνταξη σημαίνουν και προϋποθέτουν πορεία, αγώνα, πάλη, για μια όλο και βαθύτερη βίωση, γιατί ο άνθρωπος αγιάζεται μόνο όταν αγωνίζεται να στήκει τη πίστει (να μένει σταθερός στην πίστη) και να βιώνει την πίστη.
Χωρίς πίστη στον Χριστό, το κάθε άτομο και το κάθε σύνολο, είναι «Ραάβ πόρνη», «δια δε της πίστεως γίνεται σώφρων (= παρθένος) Εκκλησία» (αγ. Νείλου, Επιστ. Α, 53).
Η Εκκλησία είναι μία και αγία. Η ενότητά της είναι η ουσιωδέστερη ιδιότητά της.
Όμως, η πολυτιμότερη ιδιότητά της είναι η αγιότητά της. Και αγία γίνεται η Εκκλησία (= και ο καθένας μας) «κατ’ επίγνωσιν Θεού», ανάλογα με το μέτρο επίγνωσης του Θεού, (ανάλογα με το πόσο αποδέχεται και βιώνει την ενότητα της πίστεως, δηλαδή την τέλεια πίστη στον Χριστό (Κλήμης Αλεξ.Στρωμ. Ζ, 5).
Αναζητούμε λοιπόν εμείς την αγιότητα της Εκκλησίας, όταν φροντίζουμε να είμαστε «εν σώμα και εν πνεύμα», και στο βαθμό που το έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι: «εις Κύριος, μια πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και πατήρ πάντων ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν ημίν» (Εφεσ. 4,5-6).
Αγία γίνεται η Εκκλησία επειδή κρατάει την αγία πίστη στον Χριστό. Κατά την παρακαταθήκη της πίστεως. Και άγιοι εμείς, κατά την αναλογία της πίστεως.
Β. Γιατί ο λαός της Εκκλησίας οφείλει να ζει την αγιότητά τnς.
Η Εκκλησία σαν σύνολο, και ο κάθε χριστιανός καλείται να βιώνει την πορεία προς την αγιότητα, όπως την δέχεται και την βιώνει η Εκκλησία, καλείται να μετέχει στην αγιότητα του Θεού και της Εκκλησίας Του. Κύρια στοιχεία αγιότητας για τον κάθε πιστό είναι: η αγάπη, η ταπείνωση και η υπακοή. Η αγάπη μέσα στην Εκκλησία δεν είναι μια φίλαυτη ενέργεια, που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, αλλά μια αγάπη λυτρωτική, είναι θυσία, για τον άλλον.
Και το πιο κύριο στοιχείο της αγιότητος είναι η υπακοή της πίστης (Ρωμ. 1,5), η υπακοή της αληθείας (Α’ Πέτρ. 1,23) και απλά η ακοή (Ρωμ. 10,17). Στην Έξοδο (κεφ. 15,25-26) ο Κύριος μας το ξεκαθάρισε, τι απαιτεί από εμάς, με λόγια σταράτα: «Εάν ακοή ακούσης της φωνής Κυρίου του Θεού σου, και τα αρεστά αυτώ ποίησης, και ενωτίση ταις εντολαίς αυτού, και φυλάξης πάντα τα δικαιώματα αυτού», τότε θα γίνεις και θα είσαι μέλος άγιο της αγίας Εκκλησίας Του.
«Άγιος δε και άμωμος και ανέγκλητος κατενώπιον Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος» (Εφεσ. 1,4), μόνο όταν «το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου» το θεωρεί και αυτός εξίσου πονηρό. Διαφορετικά, χωρίς ακοή πίστεως, είναι όχι άμωμος και ανέγκλητος, αλλά «τάφος κεκονιαμένος», «έξωθεν» μεν ωραίος, «έσωθεν» δε γεμάτος, με κάθε είδους ακαθαρσίες (Ματθ. 23,27).
Ο χριστιανός που δεν βιώνει την κλήση του, αποβαίνει μέλος «σαπρόν», «πρόβατον απολωλός», στον αγρό του Κυρίου «ζιζάνιον» (Ματθ. 13,25-40). Και δεν την ζει, την αγιότητα της Εκκλησίας. Και στη ροή του χρόνου μέλη σαπρά, πρόβατα απολωλότα και ζιζάνια αποδείχθηκαν: και λαϊκοί, και μοναχοί, και ιερείς, και αρχιερείς, και πατριάρχες.
Η ύπαρξη μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και ζιζανίων, και απολωλότων προβάτων, και μελών σαπρών, είναι μια πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη, σημείο φθοράς και κατάπτωσης. Όμως. Η τυχόν αδιαφορία των μελών, των θεωρουμένων υγιών, για τα σαπρά μέλη, είναι σημείο ακόμη πιο μεγάλης κατάπτωσης, και κάνει τα μέλη αυτά πιο σαπρά από τα σαπρά, και τη σαπρότητά τους πιο μεγάλη και πιο απογοητευτική (Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τ. Β, σελ. 355).
Έτσι, μέσα στο άγιο σώμα της στρατευόμενης Εκκλησίας, που αγωνίζεται να κρατάει την αγιότητα που υπαγορεύει η πίστη, κανένας δεν μπορεί να ξέρει: ποίος είναι υγιές και άγιο μέλος, και ποίος σαπρό και ζιζάνιο.
Και ακριβώς γι αυτό, η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο θεραπευτήριο. Και μέσα σ αυτήν, όλοι πρέπει να μεριμνούν υπέρ αλλήλων. Ο Χριστός, σαν ο καλός ποιμήν, μεριμνάει για τα πρόβατά του, και μόνος του «δι’ εαυτού» (Εβρ. 1,3), και με όργανά Του τους πιστούς δούλους Του Ιερείς και λαϊκούς (είτε κινούνται ατομικά, είτε ενεργούν συλλογικά), και αγωνίζεται να τούς κρατεί μέλη του σώματός Του. Και παρακαλεί τον Πατέρα: «Τήρησον αυτούς» (Ιωάν. 17,11).
Ζούμε την αγιότητα της Εκκλησίας μας, όταν αγωνιζόμαστε να είμαστε όχι ζιζάνια, αλλά μέλη τίμια «συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα της επαγγελίας» (Εφεσ. 3,6), όταν «περπατούμε αξίως της κλήσεώς» μας (Εφεσ.4,1), βιώνουμε την πίστη σε κάθε μας στιγμή, όχι μόνο μετέχοντας στα μυστήρια, αλλά και «εν λόγω, εν ανάστροφη, εν αγάπη, εν πίστει, εν αγνεία» (Α’ Τιμ. 4,12).
Γ. Γιατί εμείς πρέπει να εργαζόμαστε για αύξηση της αγιότητας της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι ένα σώμα, του Χριστού το σώμα και, «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει (= πρέπει να συμπάσχουν) πάντα τα μέλη, και είτε δοξάξηται εν μέλος, συγχαίρει ( πρέπει να συγχαίρουν) πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12,26). Η στάση του Ιερέα της παραβολής του καλού Σαμαρείτη είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, ασύμβατη με την πίστη. Και τα μέλη, που έχουν έστω και ένα ίχνος επίγνωσης, πρέπει να είναι πρόθυμα, όχι μόνο κάτι να κάμουν, αλλά να μιμηθούν τον καλό Σαμαρείτη, και να ανταναπληρώσουν όλα τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού «εν τη σαρκί εαυτών υπέρ του σώματος του Χριστού, ο έστιν Εκκλησία» (Κολ. 1,24)
Πως όμως τα ανταναπληρούμε τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού υπέρ της σωτηρίας των μελών του σώματός Του, της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία είναι μία. Εν ουρανώ και επί γης, μία. Θριαμβεύουσα και στρατευομένη, μία. Την θριαμβεύουσα εν ουρανώ Εκκλησία συναποτελούν τα πνεύματα των τετελειωμένων δικαίων. Ονομάζονται δε τετελειωμένοι, επειδή ετελειώθησαν με τον δικό τους αγώνα και με το αίμα του Χριστού.
Η επί γης Εκκλησία στο σύνολό της δεν είναι τετελειωμένη. Και κανένα από τα μέλη της, τα υγιέστερα και τα αρρωστότερα, δεν είναι, ούτε έξω από ρύπο, ούτε πολύ περισσότερο έξω από κάθε δυνατότητα να υποστούν τροπή. Η στρατευόμενη Εκκλησία στο σύνολο των μελών της αγωνίζεται από πόρνη να γίνει παρθένος. Και πράγματι γίνεται. Δια της υπακοής της πίστεως. Εκείνοι που πιστεύουν, ότι η Εκκλησία είναι το όργανο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου και αγωνίζονται να κρατούν την Εκκλησία, από άποψη υπακοής στην πίστη και βίωσης της πίστης, ΨΗΛΑ, ανταναπληρούν «το γε υπ αυτοίς (= από δική τους πλευρά) τα υστερήματα των θλίψεων (= των παθών και του θανάτου) του Χριστού, εν τη σαρκί τους (= σε ολόκληρο το ψυχοσωματικό τους είναι) υπέρ του σώματος αυτού (= για τη σωτηρία κάποιου ή κάποιων μελών της)».
Το έργο αυτής (= της ανταναπληρώσεως των υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού) ξεκινάει από την αγαθή πρόθεση υπακοής στο θέλημα του Κυρίουκαι αποδοχής της κλήσης Του, και συνεχίζεται με την εντατικοποίηση του αγώνα για τη σωτηρία, τη δική μας και άλλων με όλα τα μέσα που μας υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος και οι μαθητές Του, δηλαδή, με τη μαρτυρία για τον Χριστό, με τη διαμαρτυρία για μετάνοια και σωτηρία, με συμβουλές, με προσευχές, με νηστείες, με κάθε είδους αγαθή μέριμνα προς την κατεύθυνση εκείνων, που εμπίπτουν στο πεδίο της υπευθυνότητας μας.
Και διευκρινίζει ο άγιος Ιωάννης: «Α εγώ πάσχω, δι Εκείνον πάσχω. Ώστε μη εμοί χάριν ομολογείτε, αλλ’ Εκείνω» (P.G. τ. 62, σελ. 326). Και «ανταναπληρώ έτσι τα υστερήματα», «ει γε έτι ελλείμματα έμεινεν» (έ.α, σελ. 327). Πνευματικός στόχος αυτής της εργασίας είναι να μη μείνει μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας ούτε ένα μέλος σαπρό, ούτε ένα ζιζάνιο, ούτε ένα πρόβατο απολωλός (Βλ. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 114). Αυτό υπαγορεύει η αγάπη.
Αυτό είναι το έργο πίστης και αγάπης. Το εκτελούμε, όταν έχουμε την προθυμία να θυσιάζουμε κάτι από τον εαυτό μας, κάτι που το αγαπάμε.
«Εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην: ότι Εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έθηκε, και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς ημών θείναι» (Α Ιωάν. 3,16). Τέτοιο φρόνημα πρέπει να έχουν οι ποιμένες της Εκκλησίας. Τέτοιο είχαν οι αναγνωρισθέντες ως μεγάλοι πατέρες της. Και γι αυτό και ήσαν και είναι, της Εκκλησίας: στήριγμα, στόλισμα, προπύργια, άνθη ευώδη, υπόληψις των αξιωμάτων της, και πλούτος της πτώχειας της.
Όποιος, είτε κληρικός είτε λαϊκός, δεν έχει τέτοια προθυμία, έχει καταντήσει μέλος σαπρό, ζιζάνιο, πρόβατο απολωλός. Όποιος δεν ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των άλλων έχει έλλειμμα πίστης- και αγάπης- ενδιαφέροντος για τους άλλους. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα άνθρωπου με έλλειμμα πίστης και αγάπης είναι ο Ιερέας της παραβολής του καλού Σαμαρείτη.
Όλοι οι χριστιανοί και προεχόντως οι κληρικοί πρέπει να είναι αλάτι, φως και ζύμη. Να αλατίζουν και να νοστιμίζουν την κάθε ταλαιπωρημένη «φτωχή» ψυχή. Η δράση τους δεν πρέπει να φαίνεται, όπως δεν φαίνεται η «δράση» του αλατιού στο φαί. Όμως, τα αποτελέσματα της, αν υπάρξουν, οπωσδήποτε θα φανούν όπως φαίνεται η πόλις η επάνω όρους κειμένη (Μακάριος Αιγύπτιος, Ομιλία Α, 5). Και να σκορπίζουν γύρω τους φως, και να κάνουν τους ανθρώπους, όχι πιο χαλαρούς αλλά πιο γερά ζυμωμένους με τον λόγο του Θεού. Να θέλουν να πάνε όσο το δυνατόν πιο κοντά στον Χριστό, όχι να φεύγουν μακριά του (Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις Α Κορ. Ομιλ. ΚΕ, 2). Τότε ανταναπληρούμε τα υστερήματα του Χριστού. Τότε δουλεύουμε για την αύξηση της αγιότητας της Εκκλησίας.
Είναι θλιβερό, ενώ οφείλουμε να είμαστε φως του κόσμου και αλάτι και ζύμη, να μιμούμαστε τον ιερέα της παραβολής του καλού Σαμαρείτη και να προτιμάμε: η (όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος) τη σωματική μας άνεση και την προσωπική μας προβολή και καταξίωση, ψάχνοντας για δροσιές, πηγές, φλογέρα, τραγουδάκια (Λόγος Β, κεφ. 9)• ή (όπως μας θυμίζει ο Μέγας Βασίλειος) την ενασχόληση με θέματα προσωπικών μας επιλογών, με τις οποίες γεμίζουμε με ταραχή τις ψυχές των ποιμαινομένων (Λόγος Περί Κρίματος Θεού, κεφ. 1).
Λοιπόν:
Χρέος όλων μας, χρέος όλων των μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, είναι: να φροντίζουμε να το συνειδητοποιούμε όλο και πιο βαθιά, τι σημασία έχει η σωστή θεώρηση της αγιότητας της Εκκλησίας
- για την πίστη μας
- για τη ζωή μας
- και για το έργο μας.
Εισήγηση στο Συνέδριο με θέμα: Αγιότητα και Εκκοσμίκευση στην Εκκλησία (Βόλος, 6 Μαΐου 2006).
Από το βιβλίο Λογισμοί και Απολογισμοί – Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com