ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Σε δύο προηγούμενα κείμενά μας ασχοληθήκαμεν εξ επόψεως ιστορικής με την κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας, Ιησού Χριστού. Συγκεκριμένα στο ένα, σχετικό με την καθιέρωση σε Ανατολήν και Δύση της γιορτής των Χριστουγέννων, και στο άλλον, αναφερόμενον στη χρονολογίαν και ημερομηνίαν αυτού τούτου του ιστορικού γεγονότος «της κατά σάρκα γεννήσεως του Ιησού Χριστού», σύμφωνα με τις οπωσδήποτε ισχνές σχετικές ιστορικές μαρτυρίες των Ευαγγελίων. Και σαν τέτοιες ιστορικές ενδείξεις είχαμεν τότε αναφέρει και αναλύσει τέσσαρες, τις εξής:
Πρώτον: Τη χρονολογία θανάτου Ηρώδη τού Α’ του Μεγάλου. Δεύτερον: Την επίσκεψη των Μάγων και το χρόνο εμφάνισης του αστέρα της Βηθλεέμ. Τρίτον: Τη Λουκάνειον απογραφή γενόμενην επί Κυρήνιου. Τέταρτον: Τη χρονολογία Βάπτισης του Ιησού σε συνδυασμό με τη μαρτυρούμενην ηλικίαν του, τότε.
Εξ άλλου, έμειναν δύο ακόμη Ιστορικές ενδείξεις, που δεν εθίξαμεν εκεί: 1) Ο συσχετισμός, που έγινεν απ’ τους σύγχρονους τού Ιησού Ιουδαίους ανάμεσα στην ηλικίαν του και στα έτη, που διήρκεσεν η ανέγερση τού Ναού των Ιεροσολύμων. 2) Στον προσδιορισμόν του χρόνου σύλληψης υπό της Ελισάβετ τού Ιωάννη Βαπτιστή και στον καθορισμόν τού αντίστοιχου χρόνου σύλληψης τού Ιησού υπό της Παναγίας μας. Αυτή η δεύτερη Ιστορική ένδειξη δεν μας δίνει άμεσα τη χρονολογίαν, αλλά την ημερομηνίαν της Γέννησης τού Χριστού. Σήμερον, ωστόσο, θα μας απασχολήσει αυτό το ίδιον ιστορικό γεγονός της Γέννησης τού Κυρίου, αλλά κυρίως βάσει των υπολογισμών, που έκαναν οι παλαιοί «χρονολόγοι» και χρονογράφοι μέχρι τέλους του τρίτου μ.Χ. αιώνα, δηλαδή βάσει εξωκαινοδιαθηκικών μαρτυριών.
Και είναι, πάντως, σίγουρον ότι η οπτική γωνία, υπό την οποίαν η σχετικά πρόσφατη επιστήμη της «Χρονολογίας» μας εμφανίζει το γεγονός της Γέννησης τού Θεανθρώπου, παρουσιάζει, όπως θα διαπιστώσουμεν, κατά την ανάπτυξη του θέματός μας, ιδιαίτερα μεγάλον ενδιαφέρον και όχι μόνον. Η νέα αυτή επιστήμη της Χρονολογίας θα εκτυλίξει επίσης προ των έκπληκτων οφθαλμών μας και πληροφορίες, οι οποίες, σε μας τους Χριστιανούς του 21ου αιώνα, θα φανούν, αν μη τι άλλον, τουλάχιστον από άκρως παράδοξες μέχρι και ιδιαίτερα εντυπωσιακές.
Οι «Χρονολογικές εποχές» και οι «κύκλοι ετών» για τη μέτρηση του χρόνου, τον προσδιορισμόν των ιστορικών γεγονότων και τον καθορισμόν τού χρόνου των εορτών:
Μέσα στο διάβα της ιστορίας και για τη μέτρηση περιορισμένου χρονικού διαστήματος είναι πασίγνωστον ότι ο άνθρωπος επινόησεν και εχρησιμοποίησεν σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου το έτος, είτε αυτό είναι σεληνιακόν, είτε ηλιακόν. Για δε τη μέτρηση κάπως περισσοτέρων εκτεταμένων χρονικών διαστημάτων, επινόησεν τις λεγόμενες «Χρονολογικές εποχές», που τις μετρούσε με τους ονομαζόμενους «κύκλους ετών», που επίσης ο ίδιος επινόησεν.
Αυτοί, λοιπόν, οι τελευταίοι δεν ήσαν τίποτε άλλον παρά μία επαναλαμβανόμενη σειρά ετών, κατά την οποίαν, είτε εναρμονιζόταν, όσον αυτό ήταν δυνατόν, το ηλιακό με το σεληνιακόν έτος, είτε δια της περιοδικής επανάληψής τους επαναλαμβανόταν η σύμπτωση της ίδιας μέρας της βδομάδας με την ίδιαν ημερομηνίαν τού μήνα και την ίδια φάση της σελήνης, κάτι, εκτός των άλλων, χρήσιμον και για τις θρησκευτικές γιορτές.
Για τη λειτουργίαν όμως αυτών των «εποχών» και των «κύκλων» χρειαζόταν να ορισθεί η αφετηρία των. Αλλά, βέβαια, η ίδια η Φύση δεν μας παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο γεγονός, προκειμένου αυτό να μας χρησιμεύσει σαν η αρχή τόσο μιας «Χρονολογικής εποχής», όσον και ενός «κύκλου ετών». Γι’ αυτό και ποτέ δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι, εν τελευταία αναλύσει, κάθε τέτοια μέτρηση χρόνου είναι συμβατική, είναι δηλαδή ζήτημα παραδοχής εκ των προτέρων και ανθρώπινης συμφωνίας και, άρα, κάτι το τελείως αυθαίρετον και υποκειμενικόν.
Περιττεύει, επομένως, να παρατηρήσουμεν ότι ο άνθρωπος στην πορείαν του κατασκεύασεν πολλές και διάφορες τέτοιες «Χρονολογικές εποχές», καθώς και πολλαπλούς «κύκλους ετών», που αμφότερα τα ερευνά η προαναφερθείσα νέα επιστήμη της Χρονολογίας.
Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα αναφέρουμε μόνο μερικά σχετικά παραδείγματα:
Απ’ την αρχαιότητα, λοιπόν, μας είναι γνωστόν ότι διάφοροι συγγραφείς, αστρονόμοι, ηγεμόνες ή Ιερείς επέλεγαν ένα σημαντικόν κατ’ αυτούς γεγονός και μ’ αυτό σαν αφετηρίαν άρχιζαν να μετρούν το χρόνο, χρονολογώντας τα μετέπειτα γεγονότα. Έτσι π.χ. απ’ τους αλεξανδρινούς συγγραφείς του γ’ π.Χ. αιώνα εισήχθη η χρονολόγηση κατά Ολυμπιάδες με αφετηρίαν την Ολυμπιάδα, στην οποίαν αναδείχτηκεν ολυμπιονίκης ο Κόροιβος και η οποία αντιστοιχεί στο έτος 776 π.Χ. Οι αρχαίοι Έλληνες χρονολογούσαν επίσης «από Αλεξάνδρου» (323 π.Χ.), ή «από Σελευκιδών» (312 π.Χ.). Ο δε Κλαύδιος Πτολεμαίος (β’ αιώνας μ.Χ.), ο μεγάλος αυτός Έλληνας αστρονόμος της αρχαιότητας, χρονολογούσεν «από της βασιλείας Ναβονοσάρου» (συγκεκριμένα από 26 Φλεβάρη του έτους 747 π.Χ., κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον), αφότου δηλαδή ανακηρύχθηκεν αυτός βασιλιάς της Βαβυλώνας.
Οι Ρωμαίοι, έπειτα, ως αρχή χρονολόγησης τους είχαν καθιερώσει το έτος κτίσης της Ρώμης (Ab Urbe Condita. ή A.U.C.). που είχε λάβει χώραν το 753 π.Χ., ένας τρόπος χρονολόγησης, που, σημειωτέον, διατηρήθηκε μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Κατά δε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η πλειοψηφία χρονολογούσεν από της «εποχής Διοκλητιανού», δηλαδή από τις 29 Αυγούστου του 284 μ.Χ., κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον, ημέραν ανακήρυξης του Διοκλητιανού σε Αυτοκράτορα. Μερικοί μάλιστα χριστιανοί χρονολογούσαν με αφετηρίαν το 19ον έτος της βασιλείας τού Διοκλητιανού. Αλλ’ επειδή ο τελευταίος αυτός απεδείχθη ένας από τους σκληρότερους διώκτες του Χριστιανισμού, άρχισε να εδραιώνεται στους Χριστιανούς η αντίληψη ότι κάποτε θα έπρεπε να σταματήσουν να τον αναφέρουν και να τον μνημονεύουν.
Η Γέννηση τού Ιησού υπολογιζόμενη «από κτίσεως κόσμου»:
Ιδιαίτερην σπουδαιότητα, λόγω της χριστιανικής μετεξέλιξής του έχει ο εβραϊκός τρόπος χρονολόγησης. Είναι δε εντυπωσιακός, διότι ισχυρίζεται ότι αρχίζει απ’ το ίδιον το έτος Δημιουργίας τού κόσμου (Anno Mundi. ή Α.Μ.). Έτσι, μολονότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δίνει χρονολογίες ή ημερομηνίες για τη Δημιουργίαν, η Ιερά Παράδοση των Εβραίων τοποθετεί τη Δημιουργίαν στις 7 Οκτώβρη τού έτους 3761 π.Χ.!
Και αφού μιλάμε για εβραϊκήν Παράδοση, ένας απ’ τους μάρτυρές της, το λεγόμενο βιβλίον των Ιωβηλαίων, έργον Ιουδαίου ιερέα του β’ π.Χ. αιώνα, χρονολογεί τα γεγονότα με αφετηρίαν τη Δημιουργίαν τού κόσμου και οιονεί κατά ένα 50ετη κύκλον (Ιωβηλαίον): τοποθετεί συγκεκριμένα τη μεν παράδοση του Νόμου από το Θεόν στον Μωϋσή επί του όρους Σινά στον γ’ μήνα τού έτους 2410, τη δε είσοδον των Εβραίων στη Γη της Επαγγελίας (τη Χαναάν) στο 50ον Ιωβηλαίον. Εφόσον δε σαν Ιωβηλαίον έτος στους Εβραίους ήταν και γιορταζόταν το κάθε 50ον έτος, το 50ον Ιωβηλαίον ήταν το κατ’ εξοχήν Ιωβηλαίον (50×50 = 2.500 έτη από κτίσεως κόσμου)1.
Μετά δύο περίπου αιώνες, ένας άλλος μάρτυρας της εβραϊκής Παράδοσης, ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος2 υπολόγιζεν το χρόνο Δημιουργίας τού κόσμου βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και της Εβραϊκής παράδοσης, για λόγους όμως απολογητικούς, τους εξής: Είχε, δηλαδή, σαν στόχον του δια της αρχαιότητας της Παλαιάς Διαθήκης και δια της χρονικής προτεραιότητας τού Μωϋσή να αποδείξει τη θρησκευτικήν ανωτερότητα3 των Εβραίων σε σχέση με τους «μεταγενέστερους» και άρα «κατωτέρους» Έλληνες φιλόσοφους και ποιητές.
Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμεν ότι δεν ήσαν μόνον oι Εβραίοι, που χρησιμοποιούσαν αυτό το περί «αρχαιότητας» και άρα, «ανωτερότητας» θρησκευτικούς επιχείρημα των Εβραίων σε σχέση με τους Έλληνες σοφούς. Το ίδιον έκαναν και πολλοί Χριστιανοί.
Περιοριζόμαστε στο Θεόφιλον, επίσκοπον Αντιοχείας, ο οποίος στο γ’ βιβλίον του έργου του «Προς Αυτόλυκον»4 αναπτύσσει μία λεπτομερή χρονολόγηση της βιβλικής Ιστορίας, υπολογίζοντας ότι από τον Αδάμ μέχρι τον αυτοκράτορα Μάρκον Αυρήλιον διέρρευσαν 5695 έτη. Δεδομένου δε ότι, ως είναι γνωστόν, ο Μάρκος Αυρήλιος απέθανεν το έτος 180 μ.Χ., η Δημιουργία, κατά το Θεόφιλον, έγινε το 5515 π.Χ., αριθμός, που συνάμα αποτελεί την από κτίσεως κόσμου χρονολογία Γέννησης του Χριστού, κατά το Θεόφιλον.
Παρατηρητέον, ωστόσον, ότι ο επίσκοπος αυτός εκανεν τους υπολογισμούς του χωρίς καμίαν συνειδητήν και ρητήν αναφοράν εις την χρονολογίαν του Χριστού, ούτε, επομένως, ειδικά εις τη Γέννησή του, την οποίαν όμως εμείς, μελετώντας τους δικούς του υπολογισμούς, συμπεραίνομεν.
Αλλ’ ούτε και οδηγήθηκεν ο Θεόφιλος σ’ αυτούς τους υπολογισμούς ελαυνόμενος από κάποια μυστικιστικήν ιδέαν ή διάθεση, όπως έκαναν άλλοι, καθώς θα δούμεν παρακάτω. Ο επίσκοπος Αντιόχειας απλώς προχώρησεν εκτιμώντας προσωπικά και εξηγώντας κατά την κρίση του, όσα χρονολογικά δεδομένα του παρέσχεν η μελέτη της Βίβλου.
Ο προαναφερθείς όμως αυτός απολογητικός σκοπός Ιουδαίων και Χριστιανών διανοούμενων, ήταν το ένα μόνον ελατήριον, που κινούσεν τους αρχαίους Χρονολόγους και Χρονογράφους. Αλλ’ όπως ήδη υπαινιχθήκαμεν, υπήρχεν και άλλον αποδειχθέν παντοδύναμον κίνητρον σ’ αυτούς, καθώς προκύπτει από τα ακόλουθα:
Ενωρίς ήδη επεκράτησαν σε αρχαίους χριστιανούς συγγραφείς κάποιες παράξενες αντιλήψεις και τουταυτό μυστικιστικές ιδέες, προερχόμενες απ’ το χώρον του Ιουδαϊσμού, και που συχνά είχαν αιρετικές προεκτάσεις και διαστάσεις. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, συγκεκριμένα η πεποίθηση ότι η διάρκεια ύπαρξης και ζωής του κόσμου αντιστοιχεί στις εξ ημέρες της Δημιουργίας του. Αλλά, πως έφθαναν σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Η Παλαιά Διαθήκη, για να δείξει την αιωνιότητα και το χρονικά απεριόριστον του Θεού, πράγματι λέγει ότι «χίλια έτη στα μάτια του Θεού είναι σαν μια μέρα», άρα και αντίστροφα, μια μέρα σαν χίλια έτη. Βασιζόμενοι, λοιπόν, σ’ αυτόν το λεκτικόν και εκφραστικόν τρόπον της Γραφής, και επειδή, κατ’ αυτήν, η Δημιουργία διάρκεσε μόνον εξ ημέρες, συνεπέραιναν ότι, άρα, η διάρκεια του κόσμου θα είναι συνολικά (6 χ 1.000 = ) 6.000 έτη. Και συνέχιζαν: Με το τέλος των 6.000 ετών, όπως στη Δημιουργίαν η έβδομη μέρα ήταν ημέρα ανάπαυσης του Δημιουργού, έτσι και στην ζωήν του κόσμου, θα επακολουθήσει η λεγόμενη σαββατική ανάπαυση της αιωνιότητας, ή, η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή, η δεύτερη παρουσία του Χριστού, ή η έναρξη της βασιλείας του Χριστού. Επρόκειτο, δηλαδή, για ύποπτες αντιλήψεις, που προέρχονταν από, αλλά και οδηγούσαν, σε ένα εβραϊκής καταγωγής κρυπτοχιλιασμόν. Το περίεργο δε είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις κάνουν την εμφάνισή τους απ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και ότι τις συναντώμεν ήδη στη λεγόμενην «Επιστολή Βαρνάβα»5, στον άγιον Ειρηναίον6, στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα7 και στον άγιον Ιππόλυτον8.
Επί πλέον, δύο απ’ αυτούς, ο Κλήμης Αλεξανδρέας και ο Ιππόλυτος, είναι και οι πρώτοι, που διατυπώνουν την άποψη ότι η Γέννηση του Χριστού πρέπει να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτήν την έκτη χιλιετίαν από κτίσεως κόσμου. Φαίνεται δε ότι οδηγήθηκαν σ’ αυτό το συμπέρασμα εκ της μελέτης της μακραίωνης Ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως τη διηγείται η Βίβλος και την οποίαν ιστορία μας την παρουσιάζουν σαν μία μακράν προετοιμασίαν της ανθρωπότητας και μίαν εναγώνιαν αναμονήν του Λυτρωτή. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς προσδιορίζουν με διαφορετικόν τρόπον ο ένας απ’ τον άλλον, όπως θα δούμε, τη χρονολογίαν της Γέννησης του Ιησού.
Θα πρέπει στο σημείον αυτό να παρατηρήσουμεν αμέσως ότι γενικότερα και εκτός κάποιων εξαιρέσεων, αυτή η χρονολογία της Γέννησης του Χριστού αποκρυσταλλώθηκεν ακριβώς εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Έτσι, το έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου σημαίνει το χωρισμόν ανάμεσα στο χρόνον υπόσχεσης και αναμονής του Μεσσία, απ’ τη μιαν και στο χρόνον της εκπλήρωσης και πραγματοποίησης της υπόσχεσης έλευσης τού Μεσσία Ιησού, απ’ την άλλην.
Αυτό το ενδιαφέρον χρονικόν σημείον, κατά το οποίον έλαβε χώραν η Γέννηση τού Κυρίου, εθεωρήθη απ’ τους περισσότερους Χρονολόγους και Χρονογράφους σαν πρωταρχικής σημασίας κι’ όσοι απ’ αυτούς συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε να το παραβιάσουν, δυσανασχετούσαν και το έκαναν με μισήν καρδιάν κι’ όσον το δυνατόν περισσότερον περιορισμένα.
Οστόσον, τα χρονολογικά συστήματα, που αυτοί επεξεργάστηκαν και πρότειναν, δεν αφορούσαν μόνον στον καθορισμόν τού πρώτου έτους της Δημιουργίας, ή στα συνακόλουθα διάφορα βιβλικά γεγονότα, ούτε και στα γεγονότα της ζωής τού Ιησού, ανάμεσα στα οποία είναι και η Γέννησή του, αλλά και στην προσπάθειαν προπαντός και κυρίως για ακριβή χρονολόγηση της συντέλειας τού κόσμου, που αναμενόταν από στιγμήν σε στιγμήν, απ’ τα τέλη κι’ όλας τού δεύτερου αιώνα!
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμεν ότι στους Χρονολογικούς Πίνακες των δύο πρώτων μ.Χ. αιώνων συνήθως δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπον τού Ιησού Χριστού, ούτε ειδικότερα στη Γέννησή του, είτε καθ’ αυτήν είτε και σαν αφετηρία μιας νέας περιόδου, διότι οι χρονολογήσεις αφορούσαν σφαιρικά στη βιβλικήν Ιστορίαν, δηλαδή στο σύνολόν της. Μόνον αργότερα, στον Κλήμεντα και στους Χρονολογικούς Πίνακες τού Ιουλίου Αφρικανού και τού Ιππόλυτου συμπεριελήφθη και η Γέννηση τού Χριστού9.
1) Κλήμης ο Αλεξανδρέας για τη χρονολογία Γέννησης τού Χριστού:
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (πέθανεν ολίγον προ τού 215 μ.Χ.) πραγματεύεται για την αρχαία χρονολογία με την προοπτικήν, που προαναφέραμεν10. Παρουσιάζει την αρχαιότητα τού κόσμου και μας δίνει επίσης ορισμένες ενδείξεις περί της χρονολογίας γενικότερα τού Χριστού. Βέβαια, το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν τού το προσήλκυσεν η τότε εκσπάσασα έριδα περί τού Πάσχα. Σχετικά λοιπόν με τη Χρονολογία Γέννησης τού Χριστού, κατά τον Κλήμεντα, μαθαίνομεν απ’ το μεταγενέστερο βυζαντινό χρονογράφο Μαλάλαν, ο οποίος δυστυχώς δεν παραθέτει αυτούσιον το κείμενον τού Κλήμεντα, ότι ο Κλήμης την τοποθετούσεν «τη έκτη ημέρα της χιλιάδος»11. Μολονότι δε η διατύπωση δεν είναι σαφής, όμως η έκφραση αυτή ανακλά την ίδια μυστικιστικήν ιδέαν περί της 6000ετούς διάρκειας τού κόσμου, σαν αντίστοιχης της εξαήμερης Δημιουργίας, για την οποίαν κάναμεν ήδη λόγον.
Πιο συγκεκριμένα όμως, εκείνο που θέλει να δηλώσει ο Μαλάλας μ’ αυτήν την πληροφορίαν, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενά του, είναι το ίδιον το έτος 6000, στο οποίον ο ίδιος τοποθετεί την Σταύρωση και Ανάσταση τού Χριστού. Είναι όμως περισσότερον από αμφίβολο να διακρίνουμεν σ’ αυτόν τον υπολογισμόν τού Μαλάλα τη γνήσιαν σκέψη τού Κλήμεντα, ο οποίος διετύπωσε την άποψή του στο σύγγραμμά του «Περί τού Πάσχα», το οποίον όμως δυστυχώς και χάθηκε για μας12, ενώ για το Μαλάλα ήταν κάτι το προσιτόν.
Η αρχαιότερη, πάντως, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή μας μαρτυρία για το έτος (χρονολογίαν) και την ημέραν (ημερομηνίαν) της Γέννησης τού Ιησού Χριστού ανάγεται στο 210 μ.Χ και προέρχεται απ’ αυτόν τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος, σ’ ένα άλλον έργον του, τους «Στρωματείς»13, για το μεν έτος Γέννησης τού Ιησού σημειώνει σαν και δικήν του γνώμην την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικοστώ έτει, ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου»11. Για δε την ημερομηνίαν της Γέννησης, γράφει στην συνέχειαν: «Εισί δε οι περιεργότερον τη Γενέσει τού Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φάσιν έτους κη’ Αυγούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» ( = 20 Μαΐου), άποψη, που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά, απαξιωτικά και απορριπτικά (: «εισί δε οι περιεργότερον… φασίν»). Στην συνέχειαν ο ίδιος ο Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλλους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία Γέννησης τού Ιησού τη 19ην,ή την 20ην Απρίλη («και μην τινές αυτών φασι Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ’ και κε‘»).
Εξ άλλου, και για να ολοκληρώσουμεν τη θεώρησή μας για τον Κλήμεντα, παρατηρούμεν και τα εξής:
Σ’ εκείνα τα χρονολογικά συστήματα, που τοποθετούν κατά τρόπο μυστικιστικόν τη Γέννηση του Χριστού, είτε, δηλαδή, στο 5.500, είτε στο 5501 από κτίσεως κόσμου, οι χρονολογίες αυτές δεν αποτελούν ούτε αρχήν κύκλου, ούτε συνάμα αρχήν αιώνα. Γεννιέται, λοιπόν, εύλογον το ερώτημα: Άραγε δεν υπήρξαν άλλα «συστήματα Χρονολογικών Εποχών», που να τοποθετούσαν τη Γέννηση τού Χριστού στην αρχήν κύκλου, που να ήταν αυτός συνάμα και αρχή αιώνα; Μια καταφατική απάντηση θα διαφώτιζε δύο περιπτώσεις «Χρονολογικών Εποχών», που εκ πρώτης όψης φαίνονται παράξενες: αυτήν τού Κλήμεντα Αλεξανδρέα, ο οποίος τοποθετεί τη Γέννηση τού Χριστού στο 5590 από κτίσεως κόσμου και εκείνην τού Ευσέβιου, ο οποίος χρονολογεί το ίδιο γεγονός με το έτος 5199, επίσης από κτίσεως κόσμου.
Ο Κλήμης, επίσης, στο σύγγραμμα του «Στρωματείς» χρονολογεί τη Γέννηση του Χριστού 194 έτη από το θάνατον του Κομμόδου και 5784 από κτίσεως κόσμου μέχρι αυτό το ίδιο γεγονός. Ο Grumel διορθώνει ένα ψηφίον τού έτους αυτού, ώστε ο αριθμός από 5784 να διορθωθεί σε 5794, έτσι ώστε να μεσολαβήσουν από τη Δημιουργία τού κόσμου μέχρι τη Γέννηση τού Χριστού 5.600 χρόνια (δηλαδή, = 5794 – 194). Αλλά, γιατί ο αριθμός 5600 αντί του γνωστού 5500;
Ασφαλώς διότι ο αριθμός 5600 συνδυάζει δύο πλεονεκτήματα: Απ’ τη μιαν επειδή αναμφίβολα αντιστοιχεί στον κύκλον 8 ετών, του οποίου ο αριθμός αυτός είναι πολλαπλάσιον, και, δεύτερον, για το λόγον ότι αυτός είναι το πλησιέστερον στο μέσον της έκτης χιλιετίας επαιώνιον πολλαπλάσιόν του. Έτσι, η Γέννηση του Χριστού θα ετοποθετείτο στο 5601 από κτίσεως κόσμου, που είναι ταυτόχρονα και αρχή αιώνα και αρχή κύκλου. Είναι η υπόθεση, που κάνει ο Grumel15.
2) Ιούλιος Αφρικανός16 και η Γέννηση τού Χριστού:
Ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός γεννήθηκεν στην Aeliam Capitolinam, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ονομάστηκεν από τους Ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. Δεν είναι δε τυχαίον ότι, όσοι αυτήν ειδικά την περίοδον ασχολήθηκαν με την ιστορίαν και χρονολογίαν, προέρχονταν από την Παλαιστίνην, όπου προφανώς υπήρχεν κάποια παράδοση, αλλά και ενδιαφέρον για την ιστορίαν της Εκκλησίας και τού Χριστού. Ο Αφρικανός με το έργον του, που, κατά τον Ευσέβιον, το ονόμασε «Χρονογραφίαι» αναδείχθηκεν σε «πατέρα της χριστιανικής χρονογραφίας». Αλλ’ όπως διαμορφώθηκεν αυτή απ’ τον Αφρικανόν, αποτελεί προέκταση τού εβραϊκού χιλιασμού, κατά τον οποίον η ανθρώπινη Ιστορία θα ολοκληρωνόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας.
Εξ επόψεως, πάντως, χριστιανικής η χρονογραφία του ή, όπως αλλοιώς ονομάζεται: η «Περιγραφή των χρόνων» από Δημιουργίας του Αδάμ και όχι ab origine mundi μέχρι υπατείας Γκράτου και Σέλευκου (221 μ.Χ.), είναι σημαντικότατη. Απ’ αυτήν σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα. Πρόκειται για παράλληλην ιστορίαν των βιβλικών γεγονότων με την ελληνικήν και ρωμαϊκήν ιστορίαν από Αδάμ μέχρι το 221 μ.Χ.
Ο Αφρικανός υιοθετεί την προγενέστερην του χιλιαστικήν αντίληψη ότι ο κόσμος επρόκειτο να διαρκέσει 6.000 χρόνια, οπότε και θα εισέλθει στην τελικήν του φάση, που είναι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού. Ως προς δε τη χρονολογίαν της ζωής τού Χριστού, ο Αφρικανός τοποθετούσεν στο 5531 από κτίσεως κόσμου την «παρουσίαν και ανάστασιν τού Χριστού», εννοώντας μ’ αυτά την Σταύρωση και Ανάσταση. Τη δε Γέννηση έθετεν εις το μέσον της έκτης χιλιετίας. Οι αντιλήψεις όμως του Αφρικανού απαιτούσαν τα μεν 5500 έτη να έχουν ήδη παρέλθει, η δε έλευση τού Χριστού να έλαβε χώραν όχι στο 5500, αλλά στις αρχές τού 5501. Μόνον έτσι πρέπει να αντιληφθεί κανείς την τοποθέτηση του Αφρικανού. Πράγματι, έτσι κατανόησεν την άποψη τού Αφρικανού και ο Γεώργιος Σύγκελλος17, ο οποίος μας διευκρινίζει ότι ο Ιούλιος Αφρικανός τοποθετούσεν στον έτος 5500 όχι τη Γέννηση, αλλά τη θείαν Ενσάρκωση, πράγμα – λέγει ο Σύγκελλος -σύμφωνο με την αποστολικήν παράδοση. Ο Σύγκελλος όμως ψέγει τον Αφρικανό μόνο για το ότι έπεσεν έξω στους υπολογισμούς του για την Σταύρωση, που την τοποθετούσεν στο 5531 από κτίσεως κόσμου.
Αλλά, θα πρέπει να παρατηρήσουμεν ότι ο Γεώργιος Σύγκελλος εκτιμώντας τις χρονολογίες των προκατόχων του Χρονογράφων δεν βλέπει παρά μόνον τους αριθμούς των χρονολογιών, χωρίς να ασχοληθεί με την αληθινήν ιστορικήν αντιστοιχίαν των, που μάλλον δε την εγνώριζεν. Έτσι, π.χ. εγκωμιάζει τον Αφρικανόν, επειδή θέτει την Ενσάρκωση του Χριστού στο 5500, όπως δηλαδή κάνει και ο ίδιος και δεν συνειδητοποιεί ότι η μεν δική του χρονολογία, 5500, αντιστοιχεί στο έτος 8 της χρονολογίας μας, ενώ εκείνη του Αφρικανού αντιστοιχεί στο έτος -2.
Εξ άλλου, συγκρίνοντας γενικότερα τον Αφρικανό με τον Κλήμεντα, βλέπομεν ότι στο ζήτημα της χρονολογίας ο πρώτος είναι πολύ πιο προχωρημένος απ’ το δεύτερον. Κι’ αυτό διότι ο Αφρικανός εχρησιμοποίησε χρονολογικούς Πίνακες και δεδομένα χρονολογικά από τον Αλέξανδρον τον Πολυΐστορα, τον Κάστορα το Ρόδιον και το Μανέθωνα. Στην πραγματικότητα όμως απώτερος στόχος του ήταν να εντάξει την Ιστορίαν σε ένα χιλιαστικόν σχήμα, σύμφωνα με το οποίον η συντέλεια των αιώνων θα ερχόταν στο τέλος της έκτης χιλιετίας. Για τον Αφρικανόν, τα ιστορικά γεγονότα από μόνα τους δεν είχαν καθοριστικό ρόλον, ούτε είχαν ιδιαίτερην σημασίαν. Ό,τι προείχεν στο σχέδιόν του ήταν η χρονολογική ακολουθία και η διαδοχή των γεγονότων με αποκορύφωμα το τέλος της έκτης χιλιετίας.
3) Ιππόλυτος και χρονολογία Γέννησης τού Χριστού:
Την ίδιαν σχεδόν εποχή με τον Ιούλιον Αφρικανόν και μετά μόλις μερικά χρόνια απ’ αυτόν, έχομεν την συγγραφήν τριών έργων, που μέχρι προ τίνος απεδίδοντο ασυζητητί στον Ιππόλυτον. Οι τρεις αυτές ιστορικές πηγές είναι:
1) Το (Υπόμνημα) εις Δανιήλ, που χρονολογείται από το 203 – 204 μ.Χ.
2) Το «Χρονικόν» τού Ιππόλυτου.
3) Ο «Πασχάλιος Πίνακας», εγχαραγμένος στο βάθρον ανακαλυφθέντος αγάλματος, που θεωρείται από πολλούς ότι παριστάνει τον Ιππόλυτον. Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι που το 1947 πρώτος ο P. Nautin18 αμφισβήτησεν σχεδόν απόλυτα στον Ιππόλυτον την πατρότητα του «Χρονικού», καθώς και του «Πασχάλιου Κανόνα»19. Ο Nautin συγκεκριμένα υποστήριξεν ότι υπό το όνομα Ιππόλυτος πρέπει να δεχθούμεν ότι κρύπτονται δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Ο ένας, ονόματι Ιώσηπος, ο οποίος ήταν ρωμαίος πρεσβύτερος και έγινεν αντιπάπας, τον οποίον είναι δυνατό να παριστά το ανακαλυφθέν άγαλμα και ο οποίος είναι ο συγγραφέας τού «Χρονικού», καθώς και των έργων, που αναφέρονται χαραγμένα στο βάθρον τού αγάλματος. Ο άλλος, ονόματι Ιππόλυτος, είναι, κατά το Nautin, ανατολίτης επίσκοπος και ο οποίος, μεταξύ άλλων, έγραψεν το Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Κατά της θεωρίας του Nautin αντεπεξήλθαν οι G. Bardy, J. Danielou, Μ. Richard, Β. Botte, Β. Capelle και St. Giet, για να περιοριστούμεν στους πιο διάσημους, οι οποίοι ομιλούν για ένα και μόνον Ιππόλυτον, συγγραφέα όλων αυτών των έργων και ανήρεσαν την υπόθεση περί Ιώσηπου. Σ’ αυτούς ανταπάντησεν ο Nautin επιμένοντας να υποστηρίζει τη θέση του εξ άλλου, ο J. Μ. Hansens υποστήριξε μίαν άλλη θέση, ότι δηλαδή ο Ιππόλυτος ήταν μεν ένας, ήταν και συγγραφέας όλων των έργων, που τού αποδίδονταν μέχρι το 1947, άλλ’ ήταν πρεσβύτερος αλεξανδρινός και μάλιστα μέλος της αίρεσης των Νοβατιανών.
Οι δε V. Loi και Μ. Simonetti, έπειτα, στο συνέδριον εν Ρώμη τού 1976 περί τού Ιππόλυτου, πρότειναν παρόμοια με τις άποψεις τού Nautin. Και αρνούνται μεν αυτοί την ύπαρξη του Ιώσηπου του Nautin, αλλά ομιλούν για δύο συνώνυμους Ιππόλυτους: ένα Ιππόλυτο, ρωμαίον πρεσβύτερον και μάρτυρα, που έγραψεν το «Περί Πάσχα» και τον «Πασχάλιον Πίνακα», δεύτερον Ιππόλυτον, ανατολίτην επίσκοπον, συγγραφέα των (Υπομνημάτων) εις Δανιήλ.
Μολονότι, λοιπόν, η επιστημονική έριδα συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τις αναφερθείσες τρείς ιστορικές πηγές, διότι κι’ αν υποθέσουμεν ότι δεν προέρχονται από τη γραφίδα τού Ιππόλυτου, όμως είναι της ίδιας εποχής. Ούτως η άλλως, δηλαδή, δεν αίρεται η ιστορική τους αξία.
α) Το Υπόμνημα εις Δανιήλ και η Γέννηση τού Ιησού:
Οι χρονολογίες τού «Ιππόλυτου» σε σχέση μ’ εκείνες των προκατόχων του βασίζονται σε έδαφος κατά πολύ στερεότερον. Στο Υπόμνημα εις Δανιήλ ο «Ιππόλυτος» μας πληροφορεί ότι ο Χριστός γεννήθηκεν ολομεσίς της έκτης χιλιετίας από κτίσεως κόσμου. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει προς τούτο μίαν συμβολικήν ένδειξη στις διαστάσεις της Κιβωτού τού Νώε: Καθώς μας είναι γνωστόν από την Παλαιά Διαθήκην, αυτή είχεν 300 πήχεις μήκος, 50 πλάτος και 30 ύφος. Αυτές, λοιπόν, οι πήχεις, κατά τον «Ιππόλυτον», αντιστοιχούν σε 5500 έτη από κτίσεως κόσμου, «χρόνον, κατά τον οποίον ο Σωτήρας δημιούργησεν το δικόν του σώμα, το οποίον είναι κιβωτός χρυσωμένη με καθαρό χρυσάφι, έσωθεν μεν υπό τού Λόγου, έξωθεν δε υπό τού Αγίου Πνεύματος»20. Επομένως, από το χρονικόν σημείον της Γέννησης τού Χριστού, πρέπει να υπολογίσουμεν 500 έτη ακόμη, για να ολοκληρωθούν τα 6.000 έτη, οπότε και θα επέλθει η συντέλεια τού κόσμου.
β) Ο «Πασχάλιος Πίνακας» στο βάθρον τού αγάλματος τού «Ιππόλυτου»:
Ο συγγραφέας τού Πασχάλιου Πίνακα μας δίδει ρητώς την ημερομηνία Γέννησης τού Χριστού στη δεύτερην σειράν της πρώτης δεκαεξαετίας τού 112ετούς κύκλου του. Πρόκειται συγκεκριμένα για μίαν Τετάρτη, 2 τού Απρίλη. Αυτήν δε την ημέραν της εβδομάδας μ’ αυτήν την ημερομηνίαν την έχομεν κατά το έτος 224 μ.Χ. Πρέπει, επομένως, να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν την ημερομηνίαν και σ’ εκείνην της Γέννησης τού Σωτήρα ή ένα μεσοδιάστημα 112 ετών, ή ένα πολλαπλάσιον των 112 ετών. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν παρά να πρόκειται εδώ για το έτος 224 ( = 112×2). Άρα, αυτή η διαφορά καταλήγει να τοποθετήσει τη Γέννηση τού Σωτήρα στο 5502. Δηλαδή αυτή θέτει το γεγονός της Γέννησης στο έτος -2 της «Χρονολογικής Εποχής» τού «Ιππόλυτου». Αυτά κατά τον Πασχάλιον Πίνακα τού «Ιππόλυτου».
γ) «Χρονικόν Ιππόλυτου» και χρονολογία Γέννησης τού Χριστού:
Ο «Ιππόλυτος» έγραψεν τα πέντε βιβλία τού «Χρονικού» του πιθανότατα εμπνεόμενος από το έργον τού Αφρικανού καθώς και από το χρονολογικόν τμήμα των «Στρωματέων»21 του Κλήμεντα τού Αλεξανδρέα. Ευθύς όμως εξ αρχής πρέπει να σημειώσουμεν ότι ο «Ιππόλυτος» συνέθεσεν το σύγγραμμα του προκειμένου να δώσει απάντηση στις εσχατολογικές και χιλιαστικές προσδοκίες, τις οποίες διάφοροι σύγχρονοι του με αυτοσχέδιους χρονολογικούς υπολογισμούς προκαλούσαν ή ανερρίπιζαν τότε σε κάποιες χριστιανικές κοινότητες και τις ετάραζαν.
Κατά το «Χρονικόν», λοιπόν, τού «Ιππόλυτου», το σύνολον των ετών από Δημιουργίας μέχρι της Εξόδου είναι 3811, στα οποία, προσθέτοντας τα 1688 έτη από της Εξόδου μέχρι τη Γέννηση του Χριστού, έχομεν το σύνολον 5499 (= 3811 + 1688) ετών. Αυτός είναι ο συνολικός αριθμός ετών, που διέρρευσαν από της Δημιουργίας μέχρι το προ της Γέννησης του Χριστού έτος. Άρα και κατά το «Χρονικόν» του «Ιππόλυτου» η ίδια η Γέννηση του Χριστού φαίνεται να επισυνέβη το 5.500 από κτίσεως κόσμου.
Αυτή, λοιπόν, είναι η «Χριστιανική Εποχή» τού «Ιππόλυτου», εάν βέβαια έχουμε ως αφετηρίαν ότι η πασχαλινή σελήνη κατά τη Δημιουργίαν έλαβε χώραν, κατά τον ίδιον «Ιππόλυτον», στις 29 Μάρτη, ημέραν Πέμπτην.
Διερωτώμεθα πάντως: μας είναι δυνατό να υποθέσουμεν και άλλον σύστημα υπολογισμού, που κι’ αυτό να τοποθετεί τη Γέννηση του Χριστού στο έτος 5.500 από κτίσεως κόσμου;
Ο Grumel στο σημείον αυτό δίνει την εξής λύση: μειώνει κατά δύο έτη την παραδοσιακήν ημερομηνίαν σταματώντας μας στο 7ο έτος της 7ης δεκαεξαετίας: η κατά «κύκλους», δηλαδή, επανάληψη μας οδηγεί, σ’ αυτήν την περίπτωση, στο έτος 324 της δικής μας χρονολογίας. Τούτο μας δίνει μία Χρονολογικήν Εποχήν του «Ιππόλυτου» από κτίσεως κόσμου των 5501 ετών, όπου το έτος 1 της διονυσιακής Εποχής αντιστοιχεί προς το έτος 5.502 της εποχής του «Ιππόλυτου». Επομένως, η Χριστιανική Εποχή του «Ιππόλυτου» μειώνεται επίσης κατά δύο έτη. Έτσι, φθάνομεν στο έτος 5500, έτος που μας υποδεικνύει ο «Ιππόλυτος» και στο Υπόμνημα εις Δανιήλ.
Άρα, κατά τον «Ιππόλυτον», ο Ιησούς γεννήθηκε μία 2 Απρίλη και πέθανε μίαν 25 Μάρτη. Επομένως, πέθανεν το έτος 5530 της Χρονολογικής Εποχής του «Ιππόλυτου» που την υποθέσαμεν και που είναι το έτος 31 της Χριστιανικής Εποχής τού «Ιππόλυτου», και το 29 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος δε, κατά το «Χρονικόν» του, η Γέννηση τού Χριστού είναι το 5.500 αντί τού 5502 και η Χρονολογική Εποχή από κτίσεως κόσμου είναι το 5501 αντί τού 5503.
4) Ανατόλιος22, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας:
Έζησεν τον γ’ αιώνα και πέθανεν περί το 282 μ.Χ. Γεννήθηκεν στη Αλεξάνδρειαν, όπου ίδρυσε μίαν αριστοτελίζουσα Φιλοσοφικήν Σχολήν και πέτυχε να καταλάβει έδραν εις την Σύγκλητον. Κατά δε την πολιορκίαν τού αλεξανδρινού προάστειου, τού Βρούχιου, με την επανάσταση επί Έπαρχου Αιμιλιανού (262 μ.Χ.), επινόησεν και μηχανεύτηκεν στρατήγημα, για να ανακουφίσει τους συμπολίτες του Χριστιανούς. Αμέσως μετά χειροτονήθηκεν υπό του Θεότεκνου, επίσκοπου Καισαρείας της Παλαιστίνης βοηθός επίσκοπος του. Αλλά ταξιδεύοντας το 268, για να λάβει μέρος στην σύνοδον της Αντιόχειας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο αιρετικός Παύλος ο Σαμοσατέας, και διερχόμενος από τη Λαοδίκειαν της Συρίας, εκρατήθη σχεδόν βίαια σαν επίσκοπος αυτής της πόλης από τους εκεί χριστιανούς, επειδή πρόσφατα είχεν αποθάνει ο επίσκοπος τους Ευσέβιος.
Ο Ανατόλιος υπήρξεν ανήρ υψηλότατης μόρφωσης με εξ ίσου μεγάλη φήμην και διασημότητα και εθεωρείτο κορυφή υπό τού Ευσέβιου23 και υπό τού άγιου Ιερώνυμου24, δυστυχώς όμως τα συγγράμματα του δεν εσώθησαν. Πάντως οι χρονολογικές και αστρονομικές του απόψεις επηρέασαν τις αποφάσεις ακόμη και της μεταγενέστερης του Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Σε δικήν του δε εισήγηση αποδίδεται και η κατόπιν επικρατήσασα βυζαντινή «Χρονολογική Εποχή» και ο αντίστοιχος «κύκλος ετών», που τελικά επιβλήθηκεν.
Μεταξύ, λοιπόν, των έργων του περιλαμβανόταν και μία πραγματεία περί υπολογισμού της ημερομηνίας του εκάστοτε Πάσχα25, βασισμένου στο 19ετή κύκλον, που είχεν επινοηθεί από τον αρχαίον Αθήναιον αστρονόμο Μέτωνα, αλλά που αποτέλεσεν αντικείμενον πρότασης και εισήγησης τού ίδιου τού Ανατόλιου στους σύγχρονους του. Ο Ιστορικός Ευσέβιος, μάλιστα, μας διασώζει26 ένα απόσπασμα απ’ αυτό το σύγγραμμα του επίσκοπου Λαοδίκειας. Λόγω όμως της σπουδαιότητας της προσωπικότητάς του και της επίδρασής του μεταγενέστερα στο Βυζάντιον, σκοπεύομεν να αφιερώσουμε μελλοντικώς, αν το επιτρέψει ο Θεός, ειδικόν τεύχος του φυλλαδίου μας στον επίσκοπον Ανατόλιον γι’ αυτό και περιοριζόμαστε εδώ να δώσουμε μιαν πρώτη βιβλιογραφία27 γι’ αυτόν. Προς το παρόν, λοιπόν, αρκούμεθα να σημειώσουμε μόνον τα εξής:
Μελετώντας τον υπό του Ανατόλιου εισαχθέντα 19ετή κύκλον, οδηγούμεθα και στη Χρονολογικήν Εποχήν από κτίσεως κόσμου, δηλαδή στο 5788, που αντιστοιχεί στο έτος 287 της δικής μας χρονολογίας. Τέλος επισημαίνομεν ότι ο κύκλος, που υιοθέτησεν ο Ανατόλιος, δεν είχε θεμέλιον και βάση συμβατικήν, αλλ’ εβασίζετο εις το φυσικό φαινόμενον της Ισημερίας, ως δε έτος Γέννησης τού Χριστού εδέχετο το 5501 από κτίσεως κόσμου.
Τελευτώμεν την παρούσαν σύντομη μελέτη με τον Ανατόλιο, με τον οποίον και εξαντλείται ο μέχρι και τον γ’ αιώνα μ.Χ. αριθμός των Χρονολόγων, όσοι προσεπάθησαν να χρονολογήσουν επακριβώς το ιστορικό γεγονός της κατά σάρκα Γέννησης του Κυρίου μας, Ιησού Χριστού.
1. Α. Jaubert, Le calendrier des Jubiles, εν Vetus Testamentum, III, 1953 σελ. 250 – 254. Και Η. Cazelles, Sur les origines du calendrier des Jubiles, εν Biblica, 1962, σελ. 202 -212.
2. Κατά Απίωνος, 1,1.
3. Την ανωτερότητα αυτή δεν την εννοούσε «φυλετικήν» – «βιολογικήν», αλλά θρησκευτικήν: επειδή δηλαδή οι Εβραίοι επίστευαν στο μόνον αληθινό Θεόν, κατά το μέτρον που τους αποκαλύφθηκεν και άρα η θρησκεία τους ήταν ανώτερη της των λεγόμενων «εθνικών» – ειδωλολατρών.
4. Προς Αυτόλυκον, III, 29.
5. Επιστολή Βαρνάβα, XV, 4-5.
6. Κατά αιρέσεων, V. 28,2 – 4.
7. Παρά τω Ιωάννη Μαλάλα, Χρονογρ., Χ, σελ. 228 (Εκδ. Βόννης).
8. (Υπόμνημα) εις Δανιήλ, IV, 24 (Εκδ. Bonwetsch – Achelis. 244 – 246). 2
9. L. Koep., “Chronologie”, εν Reallexicon fur Antike und Christentum. (‘Έκδ. Th. Klauser, Stuttgart, 1957, τόμ. 3,38-60).
10. Κλήμης Αλεξ., Στρωματείς, 1,21.
11 .Έκδ. Βόννης, σελ. 228. Migne, Pair. Gr. 97,353.
12. Αποσπάσματα απ’ το έργον τού Κλήμεντα «Περί τού Πάσχα» μας διασώζει ο Ιστορικός Ευσέβιος, το «Πασχάλιο Χρονικόν», τα «Ιερά Παράλληλα» και ο Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως. Τα σπαράγματα αυτά ευρίσκει ο ενδιαφερόμενος συγκεντρωμένα στην έκδοση των έργων τού Κλήμεντα, που έκανεν ο Ο. Stahlin, Clemens Alexandrinus, τόμ. 111,216-218.
13. C. Mondesert – Μ. Caster, Clement d” Alexandrie, Stromate I (Sources Chretiennes, 30), Paris, 1951. C. Mondesert – P. Th. Camelot, Stromate II (Sources Chretiennes, 38), Paris 1954. A. Le Boulluec – P. Voulet, Clement d’ Alexandrie, Les Stromates. Stromate I. Tome 1. Introduction, texte critique et index (Sources Chretiennes, 278), Paris 1981. Tome II, Commentaire, bibliographic et Index (Sources Chretiennes, 279), Paris, 1981.
14. Κλήμ. Αλεξ., Στρωματείς, Α’, XXI.
15. V. Grumel, La Chronologie, Paris, 1958.
16. Kroll – Sickenberger. “Julius Africanus”, εν Paulys Real-Encyclop. d. classischen Altertumswis-senschaft. Neue Bearbeitung, Stuttgart, τόμ. X (1918), 116 – 128. Ιερωνύμου Κοτσώνη, «Ιούλιος ο Αφρικανός, ο πρώτος Χριστιανός Χρονογράφος», εν «Θεολογία» 15 (1937), 227 – 238.
17. Εκλογή Χρονογραφίας, εκδ. Βόννης, 63.
18. Hippolyte et Josipe. Contribution a Γ histoire de la litterature chretienne du troissieme siecle. Paris, 1947.
19. M. Guarducci. La statua di “Sant’ Ippolyto” εν Ricerche su Ippolyto (Studia Ephemeridh •Aueustinianum”. 13). Roma, 1977, σελ. 17-30.
20. Ιππολύτου, Εις Δανιήλ, IV, 24 (Έκδ. Bonwetsch), 244 – 246.
21. Στρωματείς. 1.109- 136.
22. F. Hultsch, “Anatolius”, εν Paulys Realencycl. d. class. Altertumswissenschaft. Stuttgart, 1894,1,2, col. 2073 εξ. και “Anatole”, εν Diction, d’ histoire et de geographic ecclesiastique des six premiers siecles, Paris 1693, τόμ. IV, σελ. 304 – 308.
23. Εκκλησ. Ιστορία, 7.32.6 – 19.
24. De viris illustrious, 73.
25. Α. Strobel, Ursprung und Geschichte des fruhchristlichen Osterkalenders (T.U. 121). Βερολίνο 1977, σελ. 134 -137. V. Grumel, La date de Γ epuinoxe vernal dans le canon pascal d Anatole de Laodicee, εν Melanges E. Tisserant, I) (Studi e Testi, 232), Citta del Vaticano, 1964, σελ 217 – 240. Ιδέ και C. Η. Turner, The Pascal Canor of Anatolius of Laodicea, εν English Historica! Review, London, 10 (1895), σελ. 699-710.
26. Παρά τω Ed. Schwartz, Eusebius Werke, II. 2 (Griech. Christl. Schriftstel. 9, 2), Leipzig, 1908 σελ. 722,14-726,5.
27. A. Harnack, Geschichte der altchristl Literatur bis Eusebius, Teil 1: Die Uberlieferunj und der Bestand, I, σελ. 436 και εξ. Teil II: Dk Chronologic 2, σελ. 75 – 79. W. Schmid – Ο Stahlin, Geschichte der griechischen Literatur, σελ 834,1343 και εξής.
Χρίστος Βασιλειάδης Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη. |
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993).Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας