Πρωτοπρεσβύτερος Στυλιανός Εμμ. Καρπαθίου
Η ψυχοσωματική ταυτότητα του ανθρώπου
κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης
Πρόλογος
Με το κείμενο που ακολουθεί θα επιδιώξουμε να ανιχνεύσουμε την ιατροφιλοσοφική σκέψη του Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης επάνω στο συνεχώς συζητούμενο πρόβλημα της σχέσεως σώματος και ψυχής.
Το πρόβλημα αυτό δεν τίθεται μόνο στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής αναζητήσεως περί του «τι εστίν άνθρωπος», αλλά συναρτάται αμέσως και με την σύγχρονη ιατρική σκέψη, κυρίως δε με τις παρατηρήσεις των λεγομένων νευροεπιστημών που προσβλέπουν όλο και περισσότερο σε μια καθολική θεώρηση του ανθρώπου, τόσο σε διαγνωστικό όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο. Επιχειρείται μάλιστα να ψηλαφηθεί μέσα από την κλινική φαινομενολογία η αθεώρητη φύση του ανθρώπου σε σχέση με την υπερανατομική συγκρότηση του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Στην ψυχοσωματική ιατρική με τα υπ’ αυτής χρησιμοποιούμενα ανθρωπολογικά σχήματα κατανοήσεως της ανθρωπίνης ψυχολογίας, ο προβληματισμός στην αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας του ανθρώπου είναι ολοένα αυξανόμενος. Πρόκειται για μια αναζήτηση κατά βάθος και πλάτος, που κρύβει μέσα της την αέναη δίψα του ανθρώπου για γνώση και το μεγαλείο της ελπίδος για μια «όντως ζωή».
Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης αποτελούν πράγματι μια έκπληξη θεωρούμενα υπ’ αυτήν την οπτική γωνία.
Οι παρατηρήσεις που θα ακολουθήσουν είναι κατ’ εξοχήν ερανισμένες από τα ερμηνευτικά του έργα τα κυρίως ανθρωπολογικά: «Περί κατασκευής του ανθρώπου», «Απολογητικός περί εξαημέρου» και «Περί του ανθρώπου γενέσεως».
Η συνείδηση ως ψυχοσωματικό βίωμα
Τι είναι το σώμα
Η ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου γίνεται φανερή μέσα από την εκφραστική λειτουργία και την πλαστικότητα της σωματικής του υποστάσεως (ΚΑ 212 ΓΑ 400).
Το σώμα, όμως, ως ουσία υλική δεν ταυτίζεται προς τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν, αλλά αποτελεί περίβλημα ή παραπέτασμα πίσω από το οποίο κατασκηνώνει η αθεώρητη φύση του (ΓΑ 372,400).
Είναι το πλέον οικείο και άμεσο κτήμα του ανθρώπου, με το οποίο θα συνυπάρχει εσαεί, πέρα από κάθε φυσική τροπή ή βιολογική αλλοίωση. Το σώμα είναι ο φαινόμενος άνθρωπος (ΚΑ 208 ΓΑ 376).
Ο Άγιος Γρηγόριος προάγεται στην διάκριση της ψυχικής από την σωματική υπόσταση του ανθρώπου, μέσω της εννοιολογικής διακρίσεως των ρημάτων «πλάσσω» και «ποιώ», τα οποία χρησιμοποιούνται στην Παλαιά Διαθήκη για να περιγράφει η δημιουργία του ανθρώπου. Το μεν «πλάσσω» κυριολεκτείται στη δημιουργία του υλικού σώματος, το δε «ποιώ» (ρήμα, δηλαδή, που φέρει στο εννοιολογικό του εύρος και την έννοια του «φέρω εις ύπαρξιν») στη δημιουργία της ψυχής (ΓΑ 412, 454).
Η συγγένεια του ανθρώπου προς τον Θεό δεν αναφέρεται στην υλική σύσταση και ρευστή φύση των σωμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αναγνωρίζεται υπό την σημερινή μεταπτωτική της μορφή. Και τούτο, διότι το σώμα ως υλική φύση βρίσκεται σε μια διαρκή τροπή και αλλοίωση — στοιχεία ξένα προς την άτρεπτη και αναλλοίωτη Θεία Φύση (ΚΑ 122, 156).
Στο σώμα είναι προσοικειωμένη η ασθένεια αλλά και η ροπή του ανθρώπου προς την «αλογωτέρα» φύση (ΚΑ 122). Κύρια δε κριτήρια για την ύπαρξη βιολογικής ζωής είναι η κίνηση και η θερμότητα, η άρση των οποίων χαρακτηρίζει την κατάσταση του θανάτου (ΚΑ 212, 242).
Παρά ταύτα, όμως, παραμένει ανεπηρέαστη η ουσία του σωματικού «εγώ», τα χαρακτηριστικά του οποίου μένουν αμετάβλητα σε κάθε φυσική μεταβολή. Η αύξηση του σώματος, π.χ., κατά τα ηλικιακά στάδια της ζωής καλλιεργεί τον σωματικό χαρακτήρα του ανθρώπου (ΚΑ 194, 210). Στην περίπτωση δε που φαίνεται ότι καταλύεται η σωματική ταυτότητα από την παρεμβολή μιας διαβρωτικής νόσου, ο προσωπικός αυτός σωματικός χαρακτήρας διασώζεται και επανεμφανίζεται ακέραιο το ίδιο σωματικό «εγώ», όταν καταπέσει το προσωπείο της αμορφίας, όταν δηλαδή, και εφ’ όσον, επέλθει ίαση (ΚΑ 194).
Η ταυτότητα αυτή είναι παρούσα σε μια δυναμική συμπερίληψη κατ’ αυτήν τη στιγμή της συλλήψεως του ανθρώπου και αποκαλύπτεται ολίγον κατ’ ολίγον με την πρόοδο της ηλικίας (ΚΑ 206, 242 ΓΑ 388).
Η ροπή του σώματος προς το αλογώτερον επισημαίνεται κυρίως από τη σωματική διάκριση των δύο φύλων (ΚΑ 166, 122). Ο Άγιος Γρηγόριος, με βάση τη βιβλική διήγηση περί της δημιουργίας του ανθρώπου , ομιλεί για μια πρώτη δημιουργία άνευ διακρίσεως των δύο φύλων, η οποία όμως δεν έλαβε ιστορική ύπαρξη. Η βιολογική αυτή διάκριση εισάγεται σε έναν δεύτερο χρόνο από τον Θεό, ως αποτέλεσμα της προγνωστικής Του πρόνοιας απέναντι στον άνθρωπο, εν όψει της πτώσεως (ΚΑ 118, 130, 132).
Το σώμα κατεσκευάσθη ως οικοδομή, για να υποδεχθεί το θεοειδές της ψυχής. Γι’ αυτό και η σοφία του Δημιουργού επενόησε ό,τι τελειότερον ώστε να το καταστήσει λειτουργικά ικανό να γίνεται ο δυναμικός εκφραστής της εντός αυτού πραγματικότητας (ΚΑ 38, 58, 212).
Τέλος, ως σύμβολο της έμφυτης ροπής του ανθρώπου προς το αγαθόν θεωρεί την όρθια στάση του σώματος, στάση, δηλαδή, με φορά προς τα άνω (ΚΑ 50 ΓΑ 438).
Τι είναι η ψυχή
Η έννοια της ψυχής έχει ένα τεράστιο νοηματικό εύρος. Αναφέρεται γενικά σε ολόκληρη την έμβιο δημιουργία, δηλαδή τα φυτά, τα ζώα, τον άνθρωπο. Διακρίνει δε ο Άγιος Γρηγόριος τρία επίπεδα (ΚΑ 56, 214, 242 ΓΑ 416).
α. Την φυσική ψυχή, που χαρακτηρίζεται ως αυξητική και θρεπτική και είναι οικεία προς τα φυτά.
β. Την φυσική και αισθητική ταυτόχρονα ψυχή, προς την οποία είναι οικειωμένα τα ζώα.
γ. Την τελεία ψυχή, που φέρει ο άνθρωπος και στην οποία, πλην του φυσικοαισθητικού χαρακτήρα της, υπάρχει η παρουσία νου και λόγου (ΚΑ 108 ΓΑ 416).
Παρατηρεί ο ιερός Πατήρ ότι επί των φυτών και των ζώων η έννοια της ψυχής χρησιμοποιείται «κατ’ αναλογίαν» και όχι κατά κυριολεξίαν. Έχουμε, δηλαδή, μια συμβατική χρήση του όρου. Εκεί πρόκειται για μια ζωτική ενέργεια, στον άνθρωπο όμως αποτελεί τον «χώρο» όπου αποτυπώνεται «κατ’ εικόνα», επειδή η ψυχή του ανθρώπου έχει νου και λόγο και, κατά συνέπεια, κατέχει την δυνατότητα του αυτεξουσίου.
Στην αληθινή φύση της ψυχής είναι ξένη η ασθένεια άλλ’ οικεία η δύναμη, γι’ αυτό και η απόσπασή της από το σώμα (που είναι κατά τη φύση του ασθενές) αποτελεί τον λόγο της βιολογικής νεκρότητας (ΚΑ 181 ΓΑ 398). Χρήζει να σημειωθεί πως η ψυχή ούτε παράγει ούτε καταναλώνει ενέργεια, άλλ’ είναι ο ρυθμιστής της ενάρξεως της λειτουργίας του ενεργειακού συστήματος που ονομάζεται σώμα. Η ύπαρξή της είναι απαραίτητη για να τεθεί σε λειτουργία το σώμα (ΚΑ 171).
Οι ενέργειες της ψυχής στον μεταπτωτικό άνθρωπο συναναπτύσσονται με την σωματική αύξηση και διάπλαση του ανθρώπου, τα δε χαρακτηριστικά της υπάρχουν σε δυναμική κατάσταση από τη στιγμή της συλλήψεως (ΚΑ 211).
Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι μία, επειδή μία είναι και η θεία φύση, αλλά τα αρχέτυπα της εικόνας τρία, πλην όμως όμοια μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη, η αθανασία, η αρετή, η καθαρότης, η παρρησία, η αϊδιότης, το αυτεξούσιον είναι τα άνθη της θείας εικόνος που ο Δημιουργός «διεχάραξε» πάνω στην ανθρώπινη φύση (ΚΑ 18, 45).
Παρ’ ότι όμως αυτή είναι η αληθινή φύση της ψυχής, ο Άγιος Γρηγόριος δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι μεταπτωτικά η ψυχή αναμιγνύεται και προς το πάθος. Πυρήνα δε του πάθους θεωρεί την ομοίωση προς το άλογο, ως συνεπακόλουθο της εξασθενήσεως ή και καταργήσεως της ροπής προς την αρετή. Η ψυχή «εκ προαιρέσεως» εκτρέπεται προς την κτηνώδη φύση και έτσι μεταχωρεί σταδιακά προς το «μη ον».
Η ψυχή, λοιπόν, αποτελεί τον αληθινό άνθρωπο. «Άνθρωπος δε κυρίως κατ’ αυτήν την ψυχήν» (ΓΑ 377).
Οργανική ενότητα σώματος και ψυχής
Η διάκριση σώματος και ψυχής ούτε προϋποθέτει άλλ’ ούτε και συνιστά στη σκέψη του Αγίου Γρηγορίου οντολογικό δυϊσμό. Στην ψυχοσωματική διαλεκτική του δεν αντιπαρατίθεται το «κακό σώμα» προς το «θείο στοιχείο, την ψυχή», αλλά συνυπάρχουν αμφότερα σε μια οργανική ενότητα της οποίας ο προσδιορισμός υπερβαίνει κάθε φιλοσοφική σχηματοποίηση που ποτέ επιχειρήθηκε για να περιγράφει και να συσχετίσει τα δύο αυτά συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως. Ο ενιαίος άνθρωπος «από ψυχής έως σαρκός», κατά τον Ησαΐα, σε μία ταυτόχρονη αλλά και άφραστη λειτουργική αμοιβαιότητα είναι το αντικείμενο της ανθρωπολογίας του (ΚΑ 208).
Η ενότητα αυτή κατακυρώνεται γύρω από τρεις βασικούς άξονες αναφοράς:
α. Κατά τον αφετηριακό χρόνο της προσωπικής υπάρξεως κάθε ανθρώπου δεν αναγνωρίζεται από τον Άγιο Γρηγόριο πρόταξη του ενός έναντι του άλλου συστατικού της ανθρωπίνης υπάρξεως. Ψυχή και σώμα γεννώνται ταυτόχρονα για να διασώζεται το ενιαίο της ανθρωπίνης φύσεως και να μη στασιάζει ο άνθρωπος «προς εαυτόν» (ΚΑ 206, 210).
β. Με την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ζωής και τον θάνατο, παρά την διάλυση του σώματος, παραμένει στην ψυχή η δυνατότητα να αναγνωρίζει τα οικεία προς αυτήν σωματικά στοιχεία και να τα διακρίνει μέσα στην καθολική αμορφία της ύλης. Είναι γνωστό ότι με τον θάνατο δεν εξαφανίζεται η σωματική ύλη· αλλάζει μόνο φυσική κατάσταση και χημική σύνθεση. Κατά την ανάσταση, τα υπαρκτά αλλά παρηλλαγμένα αυτά στοιχεία θα αποσπασθούν από το «κοινό» και θα συντρέξουν προς το «ίδιον» για την αναστοιχείωση (ανάπλαση) του σώματος και την οριστική ανάδειξη του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής υπάρξεως (ΚΑ 192-196).
γ. Η συνείδηση του ανθρώπου είτε στα πλαίσια της φυσιολογικής της λειτουργίας είτε μέσα από μια ενδεχόμενη παθολογία είναι πάντοτε ψυχοσωματική με βάση το αξίωμα: «ούτε ασώματη ψυχή ούτε άψυχο σώμα» (ΚΑ 238).
Η συγκρότηση της συνειδήσεως
Νους
Η αληθινή έννοια του Νου κυριολεκτείται από τον ιερό Πατέρα επί της Θεότητας, σύμφωνα και με την βιβλική διδασκαλία (ΚΑ 42). Επί του ανθρώπου ο νους λειτουργεί ως κάτοπτρο το οποίο δέχεται και επί του οποίου μορφώνεται το πρωτότυπο κάλλος. Διαδοχικά δε το κάλλος αυτό ανακλάται σε ένα δεύτερο κάτοπτρο —αυτό της υλικής υποστάσεως του ανθρώπου — και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνειρμικά καλλωπίζεται το επόμενο από το προηγούμενο, δημιουργώντας μια θαυμαστή οργανολειτουργική συμφυΐα που ενώνει τη νοητή με την αισθητή φύση. Κατ’ αυτόν τον εκπληκτικό τρόπο ο Άγιος Γρηγόριος αποδέχεται ότι το κατ’ εικόνα αποτυπώνεται και επάνω στον σωματικό χαρακτήρα του ανθρώπου (ΚΑ 84).
Ο νους αποτελεί πρωτογενή καταβολή στον άνθρωπο, γι’ αυτό και η φυσική του ροπή είναι το φρόνημα για τα υψηλά (ΓΑ 455). Παρά ταύτα, σε σχέση προς τον θείο Νου, είναι παχυλός, δι’ ο και αδυνατεί να κατανοήσει την Θεία Ουσία (ΑΕ 346).
Η συγγένεια και η κοινωνία του νου προς το άλογο είναι επιγέννημα και δηλωτικό της εκτροπής του ανθρώπου από τη φύση του (ΚΑ 118, 136, 202)
Η φύση του νου είναι ακατάληπτη, όπως άλλωστε και η Θεία Φύση (ΚΑ 72 ΓΑ 372). Δεν έχει ως έδρα του ένα μόνο ανατομικό σύστημα, αλλά διαποτίζει ομότιμα, κατά τρόπο άφραστο και ανεξήγητο, ολόκληρη τη σωματική υπόσταση του ανθρώπου. Έτσι η συνείδηση δεν εντοπίζεται (ΚΑ 76, 80 ΓΑ 454).
Ο νους προσομοιάζεται με ευρύχωρη πόλη προς την οποία εισρέει δια των αισθητηρίων ένα άπειρο πλήθος εισερχομένων, κάθε μονάδα του οποίου κατευθύνεται άμικτα και ασύγχυτα στον «προσωπικό» της λειτουργικό στόχο. Ομιλεί, δηλαδή, για την κατ’ αρχήν ύπαρξη μιας χωρικής τάξεως στον νου, την οποία ο ίδιος επιβλέπει ως ο πλέον τέλειος αυτοματικός αναλυτής της αντιλήψεως. Γι’ αυτό ο νους είναι εκείνος που διοικεί την ανθρωπίνη φύση (ΚΑ 66-68, 86).
Με το σώμα ο νους έχει αμεσότατη οργανική και λειτουργική σχέση (ΚΑ 104). Αδυνατεί να εκφρασθεί όταν το σώμα ασθενεί για οποιονδήποτε λόγο και αναπτύσσεται παράλληλα προς τη σωματική αύξηση. Ο νους, ως ασώματος, είναι απρόσιτος στις κατ’ αίσθησιν δυνατότητες του ανθρώπου. Με το σώμα όμως οι ενέργειές του γίνονται φανερές, στο μέτρο πάντα της — ως προελέχθη — σωματικής ικανότητας και ακεραιότητος (ΚΑ 42).
Λόγος
Η έννοια του λόγου αποδίδεται με θεολογικό ή ανθρωπολογικό ή κοσμολογικό περιεχόμενο:
— Ο Υιός είναι ο Λόγος του Πατρός (θεολογικό) (ΚΑ 42).
— Ο άνθρωπος έχει λόγον (ανθρωπολογικά) (ΓΑ 374, 382,394).
— Η φύση συνίσταται από τους «λόγους» των «νοητών δυνάμεων» (κοσμολογικό) (ΚΑ 170, 268, 282).
Ο λόγος, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ως βασικό στοιχείο του «κατ’ εικόνα» στον άνθρωπο. Έχει την ίδια με τον νου φύση. Είναι και αυτός νοητή θεωρία (ΓΑ 377).
Ο λόγος, ως έκφραση και μέσο επικοινωνίας, έχει διπλό χαρακτήρα. Μπορεί να είναι έναρθρος ή μη. Εσωτερικός ή εξωτερικός (εδώ ο λόγος συνιστά ένα αποτύπωμα ψυχοσωματικό). Είναι ο προβολέας του νου, η δε συμμετοχή της κατάλληλης σωματικής διαπλάσεως του ανθρώπου για την απόδοσή του είναι καταλυτικά καθοριστική (ΓΑ 382, 394). Ειδικότερα:
α. Η στοματική κοιλότητα και τα ανατομικά μόρια που περιέχονται σε αυτήν έχουν τέτοια κατασκευή, ώστε η εκφορά του λόγου να θεωρείται ως ο πρωταρχικός τους ρόλος (ΚΑ 60).
β. Το χέρι αναπληρώνει την αδυναμία του στόματος να συλλέξει τροφή — όπως στα ζώα — λόγω της υψηλής διαφοροποιήσεώς του ως οργάνου του λόγου (ΚΑ 52, 60).
γ. Το χέρι, αυτό καθ’ εαυτό, είναι όργανο του λόγου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ανθρωπάριο του Penfield το πρόσωπο και τα χέρια κατέχουν εξίσου σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος στην φλοιώδη κινητική περιοχή του εγκεφάλου. Γι’ αυτό και η παρατήρηση του Αγίου Γρηγορίου «ότι τα χέρια έχουν φανεί ως ιδιαίτερο γνώρισμα της λογικής» δεν αποτελεί θεωρητική αποστροφή, αλλά κατακυρωμένη ήδη επιστημονική θέση (ΚΑ 52, 60).
Η έννοια, όμως, του λόγου χρησιμοποιείται από τον ιερό Πατέρα και για να χαρακτηρίσει «τα μέρη» ή «τις αναλογίες» ή «τα μερίσματα» από τα οποία συντίθεται το όλο και ιδιαίτερα οι νοητές δυνάμεις. Ανάγει δε με συλλογιστική δεινότητα την προέλευση της ύλης από το νοητό και άϋλο. Το συλλογιστικό του σχήμα έχει ως εξής:
Ο Θεός είναι νοητός κατά φύσιν —— γεννά τις νοητές δυνάμεις (χρώμα, βάρος, ποσότητα, ποιότητα, εκ των οποίων κάθε μία έχει διαφορετικό «λόγο» στη σύνθεση του όλου) —— οι νοητές δυνάμεις παράγουν το υλικοενεργειακό σύστημα (ΚΑ 262). Καμιά «νοητή δύναμη» δεν νοείται χωρίς ύλη, αλλά ούτε η ύλη χωρίς «νοητές δυνάμεις».
Μετατρέπει, λοιπόν, ο Θεός το νοηθέν σε ενέργεια και έτσι δημιουργεί την ύλη. «Ενεργώ», λοιπόν, σημαίνει κατ’ αρχήν «δημιουργώ» και θέτω σε ενέργεια την ύλη (ΚΑ 170, 262).
Εγκέφαλος
Ο εγκέφαλος θεωρείται ως το βασικότερο ανατομολειτουργικό σύστημα στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται ως ο αμαξηλάτης δια του οποίου χαρίζεται «η κίνηση και η στάση, η ορμή και η δύναμη» στο σώμα (ΚΑ 234).
Ο εγκέφαλος αποτελεί το βιολογικό θεμέλιο της ζωής (ΚΑ 224, 234).
Από τον εγκέφαλο, ως από ρίζα και αρχή, διακλαδίζονται σε ολόκληρο το σώμα τα νεύρα, τα οποία και διαπερνά «προαιρετικό πνεύμα» με συνέπεια να παρέχεται η πλαστικότητα στα σωματικά μέλη (ΚΑ 220). Χαρακτηριστικό δε στοιχείο της φύσεως του εγκεφάλου είναι η αναγνώριση σε αυτόν προσωπικής αυτονομίας και όχι απρόσωπου αυτοματισμού (ΚΑ 224).
Συνεπώς, ο εγκέφαλος είναι το βιολογικό κατευθυντήριο των άπειρων δυναμικών διεργασιών του νου και, ως εκ τούτου, παίζει τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της συνειδήσεως, συνδέοντας το υποκείμενο με τον κόσμο (ΚΑ 234).
Παθολογία της συνειδήσεως
Η αποργάνωση της συνειδήσεως, στον Άγιο Γρηγόριο, κατανοείται ως διολίσθηση του «εγώ» σε κατώτερα ή τροποποιημένα επίπεδα συνειδήσεως.
Οι παθολογικές εμπειρίες του υποκειμένου που ακολουθούν είναι δυνατόν να κριθούν και να αξιολογηθούν, διότι τα αποτυπούμενα υπ’ αυτών βιώματα, αν και παθολογικά, δεν εξαφανίζονται αλλά και ούτε αφανίζονται στο «μη πραγματικό».
Ως τοιούτου είδους καταστάσεις αναγνωρίζονται τα όνειρα, η ψυχική νόσος, ως κατ’ εξοχήν ψυχοσωματικό φαινόμενο, και οι ψυχικές διαταραχές που προέρχονται από δαιμονική προβολή.
Το όνειρο
Το όνειρο δεν έχει πραγματική υπόσταση. Μορφώνεται ως είδωλο της πραγματικότητας. Εκδηλώνεται ως απόμακρη ηχώ της μνήμης, η οποία συγκροτείται όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση (ΚΑ 101).
Ο καθρέπτης επί του οποίου σχηματίζεται η ειδωλική παράσταση και το φράγμα στο οποίο ανακλάται ο ήχος της συνειδήσεως τοποθετούνται στο άλογο μέρος της ψυχής, δηλαδή το φυσικοαισθητικό, τον χρόνο κατά τον οποίο αδυνατεί να ενεργήσει ο νους κρυμμένος υπό την απραξία των αισθήσεων (δηλαδή κατά τον ύπνο). Παρ’ ότι όμως αδυνατεί να φανερωθεί η ενέργεια της συνειδήσεως, το υποκείμενο δεν καταργείται (ΚΑ 92-98).
Το όνειρο αφηγείται το πάθος του ανθρώπου στην ολότητά του, είτε πρόκειται για πάθος διαβλητό ή αδιάβλητο είτε ψυχικό ή σωματικό (ΚΑ 102-104).
Το όνειρο λειτουργεί μέσα στον ευρύτερο χώρο της συνειδήσεως και εντοπίζεται στα κατώτερα επίπεδά της, στα πλαίσια μιας δομικής, τρόπον τινά, θεωρήσεώς της. Αιχμαλωτίζονται έτσι τα μηνύματα της γρηγορούσης συνειδήσεως στο χαμηλό αυτό επίπεδο της ψυχικής οργανώσεως και επενδύονται με συμβολικό χαρακτήρα (ΚΑ 92).
Τον συμβολισμό του ονείρου μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν μόνον θεοκίνητοι άνθρωποι, όπως αυτό αποδεικνύεται από συγκεκριμένα γεγονότα βιβλικών διηγήσεων (ΚΑ 98-100).
Η ψυχική νόσος
Στη σκέψη του Αγίου Γρηγορίου, το ψυχοσωματικό «είναι» του ανθρώπου αναδύεται και μέσα από την φαινομενολογία της ψυχοπαθολογίας. Αποδίδεται δε εκπληκτικά με το παράδειγμα του μουσικού (επί του ανθρώπου, στον μουσικό αντιστοιχεί ο νους) ο οποίος αποδίδει με προσωδία και ρυθμό το μέλος μόνον υπό την προϋπόθεση της ακεραιότητας του μουσικού οργάνου (για τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, όργανο μουσικό είναι το σώμα και κυρίως ο εγκέφαλος). Έτσι καθορίζεται η άμεση και αιτιατή σχέση μιας ανατομολειτουργικής διαταραχής σε σχέση με τη ψυχική νόσο (ΚΑ 82).
Η ψυχική νόσος, στη σκέψη του Αγίου Γρηγορίου, έχει διπλή αφετηρία: είναι είτε ψυχοσωματική είτε σωματοψυχική (ΚΑ 77). Στην πρώτη περίπτωση, οι αμιγώς ψυχικές διαταραχές συμπαρασύρουν και τις βιολογικές συνιστώσες σε μια συγκεκριμένη παθολογία, στη δεύτερη δε τα σωματικά προβλήματα δημιουργούν σημειολογία ψυχικής παθολογίας.
Επαληθεύει μάλιστα τις παρατηρήσεις του αναλύοντας τη φυσιολογία και παθοφυσιολογία του οργανισμού, κατά τις ιατρικές αντιλήψεις και γνώσεις της εποχής του.
Με βάση την περί «νοητών δυνάμεων» θεωρία του ιερού Πατρός, που ήδη αναπτύξαμε, και το γεγονός ότι η συνδρομή των δυνάμεων αυτών μας οδηγεί στο υλικοενεργειακό σύστημα, μπορούμε να αναχθούμε στη σκέψη ότι το ανθρώπινο σώμα, ως αποτέλεσμα του λόγου «νοητών δυνάμεων», είναι αδύνατον να μην επηρεάζεται από τη διαταραχή κάποιας «νοητής δυνάμεως», π.χ. η αλλαγή του χρώματος σε ένα υλικό σώμα σημαίνει και αλλοίωση του υλικού που μας δίδει τη χρωματική αυτή αίσθηση. Κατά συνέπεια, λοιπόν, η οποιαδήποτε δυνατή μεταβολή στη φυσιολογική σύσταση και λειτουργία μιας «νοητής δυνάμεως» στο κεντρικό νευρικό σύστημα μας δίδει και αλλαγή συμπεριφοράς, λόγων, ενεργειών κ.λπ. του υποκειμένου, δηλαδή ψυχική διαταραχή (ΚΑ 172).
Ειδικότερα, η βλάβη των μηνίγγων (και κατά συνέπεια του εγκεφάλου) επηρεάζει τις εκδηλώσεις του ανθρώπου με συγκεκριμένη φαινομενολογία ψυχικής νόσου. Φέρει δε ως κλινικό παράδειγμα την περίπτωση συγγενικού του προσώπου, που έπασχε ως φαίνεται από παραληρηματική διαταραχή με καταθλιπτικό περιεχόμενο, σύμφωνα με τη θαυμάσια σημειολογία που καταγράφει ο Άγιος Γρηγόριος. Χαρακτηριστικό δε είναι το γεγονός ότι επιχειρεί με επιτυχία μια αμιγώς βιολογική θεραπεία και θεμελιώνει την εκπληκτική θεωρία της αδυναμικής συσχετίσεως του ονείρου με την παραφορά (την τρέλλα) (ΚΑ 103).
Η ψυχική νόσος και το όνειρο είναι η διέξοδος — φυγή ή καταφυγή — από τις επώδυνες εμπειρίες της ζωής. Δεκαπέντε αιώνες αργότερα, οι παρατηρήσεις στη δυναμική ψυχιατρική θα μας διαβεβαιώνουν πως «η βασιλική οδός που οδηγεί στο ασυνείδητο περνά από την τρέλλα, το όνειρο, το παραλήρημα, τη νεύρωση».
Ο Άγιος Γρηγόριος, με τις παρατηρήσεις του και την επακόλουθη συλλογιστική του, δημιουργεί ένα τέλειο θεωρητικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο με εκπληκτική σαφήνεια ερμηνεύεται και δια της ψυχοπαθολογίας το ψυχοσωματικό «είναι» του ανθρώπου.
Δαιμονική ενέργεια
Διαταραχή ψυχικού τύπου είναι δυνατόν να δημιουργήσει η δαιμονική ενέργεια προκαλώντας «παραφορά των μηνίγγων», δηλαδή, διαταραχή της κατά φύσιν λειτουργικότητας του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Φαίνεται ότι αποδίδεται στην προκειμένη περίπτωση μια κλινική σημειολογία παρόμοια προς αυτήν της μείζονος ψυχικής νόσου, για την οποία ήδη μιλήσαμε και στην οποία προφανώς προέχει η αίσθηση αλλοιώσεως ή αλλοτριώσεως του «εγώ».
Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι και εδώ συμπλέκεται σε ενιαίο σχήμα το ψυχοσωματικό στοιχείο. Μια πνευματική εξωγενής δύναμη επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται ψυχοπαθολογία ισοδύναμη προς αυτήν των καλουμένων ψυχικών νόσων («Περί της εγγαστριμύθου», 470-472).
Συμπεράσματα
- Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο, δεν υπάρχει αμιγής βιολογική ή αμιγής ψυχική λειτουργία. Και οι δύο συνυπάρχουν σε μια ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα.
- Ο οντολογικός δυϊσμός που αυτονομεί την ύλη από το πνεύμα είναι ξένος προς την σκέψη του Αγίου Πατρός. Τα πάντα και αυτή η ύλη ανάγονται στη «νοητή φύση». Δεν κάμνει διάκριση μεταξύ πνευματικού και υλικού στοιχείου, αλλά μεταξύ της άκτιστου Θεότητας και των κτιστών ενεργειών.
- Συνδυάζει κατά τρόπο εκπληκτικό το βιολογικό πρότυπο ερμηνείας των λεγόμενων ψυχικών νόσων με αυτό της ψυχοδυναμικής θεωρίας, για την αποτίμηση της ανθρωπίνης ψυχοπαθολογίας.
- Δεν συγκροτεί σε σύστημα τις σκέψεις του περί της ψυχοσωματικής ταυτότητας του ανθρώπου, διότι θεωρεί πως το «είναι» του ανθρώπου υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μιας στεγανώς λογικής οριοθετήσεως. Πέραν ενός σημείου, ο άνθρωπος είναι άφραστος και ακατανόητος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Τα εντός παρενθέσεως γράμματα παραπέμπουν σε κείμενα του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης:
α) Περί κατασκευής του ανθρώπου (Κ.Α.),
β) Απολογητικός περί εξαημέρου (Α.Ε.) και
γ) Περί της γενέσεως του ανθρώπου (Γ.Α.), ενώ οι ακολουθούντες αριθμοί στην αντίστοιχη σελίδα του 5ου τόμου των έργων του Αγίου Πατρός, που εξέδωκαν οι εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» (Θεσσαλονίκη 1984) υπό τον καθηγητή Π. Χρήστου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
Brightman R.S. Gregory of Nyssa and John Wesley in Theological Dialogue on the Christian Life. Diss. Boston 1969 XI, 381, s. (Diss. Abstr. No 69-18 757).
Cappuyns Μ. Le «de imagine» de Gregoire de Nysse. Löwen 1965.
Courceller P. Tradition platonicienne et tradition chétienne du corps – prison (Phédon262b Cratyle 400c). REL 43 (1965), 406-443.
Danielen J. «Grégoire de Nysse et la philosophie». Εν Gregor von Nyssa und die Philosophie, 3-18.
Μούτσουλα Η. Η σάρκωσις του Λόγου και η θέωσις του ανθρώπου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Αθήναι 1965.
Του αυτού, «Γρηγόριος Νύσσης (Βιογραφικά, συγγράμματα, Διδασκαλία, Γενική βιβλιογραφία)» εν Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, τόμος 65, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1996.
— Ο πρωτοπρεσβύτερος Στυλιανός Εμμ. Καρπαθίου είναι ψυχίατρος.
Νέα Κοινωνιολογία, τεύχος 30, Άνοιξη 2000, σελ. 120-125
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ