ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι κανόνες Οικογενειακού δικαίου που περιλαμβάνονται στο Κανονικό Δίκαιο είναι πάρα πολλοί αριθμητικά και ρυθμίζουν εξίσου πάρα πολλά ζητήματα. Ωστόσο στη παρούσα εργασία θα αναφερθούμε στους κανόνες των τοπικών συνόδων κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Αρχικά μας ανατέθηκε η εργασία περιλαμβάνοντας όλους τους κανόνες των τοπικών συνόδων, αλλά επειδή αυτή θα ήταν πολύ εκτενής ασχοληθήκαμε μόνο με τους κανόνες των τοπικών Συνόδων κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Βέβαια προχωρώντας στην ερμηνεία των κανόνων παραπέμπουμε σε κάποιους άλλους ώστε να γίνει κατανοητό το νόημα του κανόνα που εξετάζουμε σε κάθε περίπτωση. Τούτο συμβαίνει διότι πολλές φορές περισσότεροι από έναν κανόνα ρυθμίζουν περί του ιδίου θέματος με ποτέλεσμα να είναι αδύνατη η μη αναφορά σε αυτούς.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ορισμός και έννοια Οικογενειακού Δικαίου
Εισαγωγικά στοιχεία περί των Συνόδων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Διατάξεις Οικογενειακού δικαίου στους κανόνες της εν Αγκύρα Συνόδου
Οι διατάξεις στον ι΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον ια΄ κανόνα
Οι διατάξεις στους ιστ΄ και ιζ΄ κανόνες
Οι διατάξεις στον ιθ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον κ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον κε΄ κανόνα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Λαοδικείας Συνόδου.
- Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα
- Οι διατάξεις στον ι΄ και λα΄ κανόνες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Γάγγρα Συνόδου.
Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον δ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στους θ΄ και ι΄ κανόνες
Οι διατάξεις στον ιδ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον ιε΄ και ιστ΄ κανόνες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Νεοκαισαρεία Συνόδου.
Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον β΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον γ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον δ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον ζ΄ κανόνα
Οι διατάξεις στον η΄ κανόνα
Οι διατάξεις στους θ΄ και ι΄ κανόνες
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βραχυγραφίες
Α.Κ.
Ανωτ. Απ. βλ. Δ΄ Ζ΄ Νεοκ. ό.π. Πηδάλιον
Ρ.Π.
σελ. ΣΤ΄Τιμοθ.υποσημ. |
Αστικός κώδικας.
Ανωτέρω Αποστολικός κανόνας. Βλέπε. Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος. Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος. Κανόνας Συνόδου Νεοκαισαρείας. Όπου παραπάνω. Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἀγίας Καθολικής καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὄρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θείοι κανόνες… ἑρμηνευόμενοι, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1998. Γ.Α.ΡΑΛΛΗ – Μ.ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ιερών κανόνων τῶν τε Ἀγίων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ιερών Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος Ἀγίων Πατέρων, ἐκδοθέν, συν πλέισταις άλλαις την ἐκκλησιαστικὴν κατάστασην διεπούσαις διατάξεσι, μετὰ τῶν ἀρχαίων εξηγητῶν, καὶ διαφόρων ἀναγνωσμάτων, τ. Α-ΣΤ, Ἀθήνισιν 1852-1859, εκδ. Γρηγόρη, Φωτοτυπική Ανατύπωσις, Αθήνα 1992. Σελίδα, σελίδες. Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος. Κανόνας Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Υποσημείωση.
|
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Ορισμός και έννοια Οικογενειακού Δικαίου
Το Οικογενειακό δίκαιο στη σημερινή εποχή είναι το δίκαιο που ασχολείται με τη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στην οικογένεια. Ωστόσο νομοθετικός ορισμός της οικογένειας δεν υπάρχει στο δίκαιο της πολιτείας αλλά ούτε στο κανονικό δίκαιο. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την οικογένεια με δύο έννοιες. Πρώτον με τη στενή έννοια του όρου όπου αυτή περιλαμβάνει τη συμμετοχή δύο τουλάχιστον ατόμων που είναι παντρεμένα με νόμιμο τρόπο (γάμος) και τη συμμετοχή ή μη των τέκνων τους υπό την ίδια στέγη, και δεύτερον την οικογένεια με την ευρεία έννοια όπου σε αυτή συμμετέχουν όλα τα πρόσωπα που συνδέονται με γάμο ή κοινή καταγωγή, άσχετα από το βαθμό συγγένειας και αν συμβιούν υπό την ίδια στέγη.
Στην στενή έννοια του όρου οικογένεια αναφέρεται και το Σύνταγμα της Ελλάδας όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008. Συγκεκριμένα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21 όπου αναφέρονται τα εξής: «H οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και o γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος». Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμα και η πολιτεία αναγνωρίζει το σημαντικό ρόλο της ύπαρξης της οικογένειας διότι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει είναι θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους. Έτσι λοιπόν το κράτος προστατεύει την οικογένεια με την αναφορά της στο Σύνταγμα αλλά ταυτόχρονα ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της με τον Αστικό Κώδικα και συγκεκριμένα με τα άρθρα 1346 – 1694.
Το ίδιο ακριβώς πράττει το Κανονικό Δίκαιο με τις ρυθμίσεις που προβάλλει σε διάφορους κανόνες οι οποίοι εκτείνονται από τους Αποστολικούς μέχρι και την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο αλλά και στους κανόνες των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί ασχολούνται με όλα τα θέματα που είναι δυνατόν να αφορούν την οικογένεια. Συνήθως γίνεται άμεση αναφορά όταν προσβάλλεται ο θεσμός της οικογένειας, ωστόσο πολλές φορές συναντάμε και κανόνες που φαινομενικά ρυθμίζουν άλλο θέμα αλλά με την ρύθμισή τους επηρεάζουν το οικογενειακό δίκαιο. Οφείλουμε να πούμε ότι οι κανόνες της Εκκλησίας έχουν ως πηγή τους την Αγία Γραφή, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να θεωρούνται ανθρώπινο φιλοσόφημα αλλά Θείον Δίκαιον. Οι κανόνες αυτοί παρόλο που έχουν ως πηγή τους την Αγία Γραφή, θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια ότι συναντώνται στο σημερινό δίκαιο, πράγμα που δείχνει το πόσο σύγχρονοι είναι αυτοί οι κανόνες.
2. Εισαγωγικά στοιχεία περί των Συνόδων
Από την έρευνα που διεξήγαμε διαπιστώσαμε ότι από το σύνολο επτά Συνόδων που συγκροτήθηκαν κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι τέσσερις εξ’ αυτών ασχολήθηκαν με θέματα που άπτονται της οικογένειας. Συγκεκριμένα έχουμε τις εξής Συνόδους: α) Η εν Αγκύρα Σύνοδος, β) η εν Νεοκαισαρεία Σύνοδος, γ) η εν Γάγγρα Σύνοδος και δ) η εν Λαοδικεία Σύνοδος.
Η εν Αγκύρα Σύνοδος συγκροτήθηκε το 315 μ.Χ. στην Μητρόπολη της Γαλατίας και παρευρέθηκαν σε αυτή ιη΄ Πατέρες. Εξέδωσε κε΄ κανόνες για αυτούς που αρνήθηκαν τον Χριστό υπό τα μαρτύρια Μαξίμου του τυράννου, θυσίασαν στα είδωλα και έπειτα επανήλθαν στην Εκκλησία. Οι κανόνες της Συνόδου αυτής επικυρώνονται άμεσα από τον β΄ κανόνα της ΣΤ΄ και έμμεσα από τους κανόνες α΄ της Δ΄ και α΄ της Ζ΄ και με τον τρόπο αυτό αποκτούν οικουμενικό κύρος.
Η εν Νεοκαισαρεία Σύνοδος συγκροτήθηκε το 315 μ.χ. στη Νεοκαισαρεία της Καππαδοκίας που βρίσκεται στο Πόντο. Η σύνοδος αυτή αποτελείτο από κγ΄ Πατέρες σύμφωνα με το Δοσίθεο και εξέδωσαν ιε΄ κανόνες. Οι κανόνες αυτοί επικυρώνονται ορισμένως από τον β΄ κανόνα της ΣΤ΄ και αορίστως από τους κανόνες α΄ της Δ΄ και α΄της Ζ΄ και έτσι λαμβάνουν οικουμενικό κύρος.
Η εν Γάγγρα Σύνοδος συγκροτήθηκε το έτος 340 μ.Χ. όπου παρευρέθηκαν ιγ΄ Επίσκοποι. Η Γάγγρα βρίσκεται στη Μητρόπολη της Παφλαγονίας στη Μικρά Ασία και εξέδωσε κα΄ κανόνες κατά του Επισκόπου Σεβαστείας εν τη Αρμενία Ευσταθίου ο οποίος δίδασκε αιρετικά φρονήματα. Η Σύνοδος αυτή αφόρισε και αναθεμάτισε τους αιρετικούς αυτούς καθώς αναίρεσε και τις κακοδοξίες τους. Η Σύνοδος αυτή επικυρώνεται ορισμένως από τον β΄ κανόνα της ΣΤ΄ και αορίστως από τους κανόνες α΄ της Δ΄ και α΄ της Ζ΄ και έτσι λαμβάνει Οικουμενικό κύρος.
Η εν Λαοδικεία Σύνοδος συγκροτήθηκε στη Μητρόπολη της Πακατικής Φρυγίας το έτος 364 μ.Χ. Παρευρέθησαν σ’ αυτήν πολλοί Πατέρες από διάφορες επαρχίες της Ασιανής και εξέδωσαν ξ κανόνες για διάφορα θέματα. Η Σύνοδος αυτή επικυρώνεται έμμεσα από τους κανόνες α΄ της Δ΄ και ά της Ζ΄ και άμεσα από τον β΄ κανόνα της ΣΤ΄ και με τον τρόπο αυτό απολαμβάνει Οικουμενικού κύρους.
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Αγκύρα Συνόδου.
1. Οι διατάξεις στον ι΄ κανόνα.
Στον ι΄ κανόνα της εν Αγκύρα συνόδου φαίνεται εν πρώτοις να ορίζει ποιοι από τους κληρικούς δύνανται να νυμφευθούν μετά τη χειροτονία τους. Συγκεκριμένα ορίζει ότι οι διάκονοι οι οποίοι προ της χειροτονίας τους είχαν ενημερώσει τον επίσκοπο, ο οποίος έμελε να τους χειροτονήσει, ότι θέλουν να νυμφευθούν, σ’ αυτούς είναι επιτρεπτό να το πράξουν. Εάν όμως δεν είχαν ενημερώσει τον επίσκοπο και προέβησαν σε μία τέτοια πράξη ο κανών ορίζει ότι πρέπει να παύονται από τα καθήκοντά τους.
Από τον κανόνα αυτό είναι δυνατόν να αντλήσουμε μερικές από τις προϋποθέσεις που πρέπει να έχει κανείς ώστε να νυμφευθεί μετά τη χειροτονία του, καθώς και μερικά από τα κωλύματα του Γάμου, εκ των οποίων ένα είναι η χειροτονία. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στον στ΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου σύμφωνα με τον οποίο ο παρών κανόνας καθίσταται κατά κάποιον τρόπο ανενεργός, πράγμα το οποίο αναφέρει και ο Αριστήνος, η μάλλον θα λέγαμε καλύτερα ότι διορθώνεται από τον κανόνα αυτόν αφού θεσπίζεται σύμφωνα με τις Αποστολικές διαταγές και τούτο φαίνεται από την αυτολεξί επανάληψη στο κανόνα της Πενθέκτης.
Σύμφωνα λοιπόν με τον στ΄ κανόνα της Πενθέκτης είναι επιτρεπτό μόνο στους αναγνώστες και τους ψάλτες να νυμφεύονται, ενώ όσοι είναι υποδιάκονοι, διάκονοι , πρεσβύτεροι και επίσκοποι, σ’ αυτούς δεν είναι επιτρεπτό μετά τη χειροτονία τους να νυμφεύονται. Αν τυχόν κάποιος από αυτούς το πράξει, τούτος επιτιμάται με καθαίρεση.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Βαλσάμωνα ότι επί Λέοντος Σοφού οι ιερωμένοι είχαν άδεια εντός μιας διετίας από της χειροτονίας τους να λάβουν νόμιμα σύζυγο. Τούτο μας δεικνύει πόσο συχνό φαινόμενο ήταν να τελείται ο Γάμος μετά τη χειροτονία την εποχή που θεσπίστηκαν οι κανόνες.
Με αυτά που αναφέραμε παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι την εποχή που θεσπίστηκαν οι κανόνες της εν Αγκύρα Συνόδου τελούνταν Γάμοι και μετά τη Χειροτονία των κληρικών. Θέλοντας οι πατέρες της παρούσης συνόδου να διορθώσουν το άτοπο αυτό θέσπισαν τον κανόνα αυτόν και επέτρεψαν μόνο στους διακόνους και κατ’ επέκταση στους υποδιακόνους να έχουν την δυνατότητα να νυμφευθούν μετά τη χειροτονία τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν ενημερώσει τον επίσκοπό τους για αυτή τους τη θέληση. Τούτος όμως ο κανών κατέστη όπως προείπαμε ανενεργός από τον στ΄ κανόνα της Πενθέκτης.
2. Οι διατάξεις στον ια΄ κανόνα.
Ο ια΄ κανών της εν Αγκύρα ορίζει ότι οι γυναίκες , οι οποίες ήταν αρραβωνιασμένες και αρπαχθήκαν από άλλους, αυτές θα πρέπει να επανέρχονται στους αρραβωνιαστικούς τους, όχι βέβαια απαραιτήτως, παρ’ εκτός και αν το ζητήσουν οι ίδιοι οι αρραβωνιαστικοί.
Τούτος ο κανόνας δεν φαίνεται εν πρώτοις να έχει έρεισμα οικογενειακού δικαίου. Παρ’ όλα αυτά εάν τον ερευνήσουμε πιο σχολαστικά θα διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο αναφέρεται σε θέματα που άπτονται του οικογενειακού δικαίου αλλά ότι αποτελεί κατ’ εξοχήν κανών οικογενειακού δικαίου. Αυτό προκύπτει απ’ το ότι σε μία τέτοια περίπτωση αρπαγής έχουμε διατάραξη του οικογενειακού βίου, όχι μόνο μεταξύ των μνηστευμένων αλλά και των οικογενειών αυτών, διότι διαταράσσονται τόσο οι σχέσεις μεταξύ των οικογενειών των μνηστευμένων όσο και οι ίδιοι οι μνηστευμένοι. Έτσι έρχεται ο παρών κανών και ορίζει το πρέπον που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η επιστροφή της αρπαχθείσας υπό τη προϋπόθεση όμως ότι την ζήτησε ο μνηστήρας της.
3. Οι διατάξεις στους ιστ΄ και ιζ΄ κανόνες.
Οι ιστ΄ και ιζ΄ κανόνες την εν Αγκύρα ασχολούνται με ένα ιδιαίτερο θέμα το οποίο είναι η κτηνοβασία.
Συγκεκριμένα ο ιστ΄ κανών καταδικάζει την πράξη αυτή, όπως είναι αναμενόμενο, αλλά το ξεχωριστό σ’ αυτόν τον κανόνα είναι ότι τα επιτίμια που επιβάλει σ’ αυτούς που έπραξαν αυτό το αδίκημα δεν είναι τα ίδια. Παρατηρούμε ότι τους χωρίζει σε τρεις κατηγορίες οι οποίες ορίζονται βάσει των ηλικιών τους.
Πρώτον έχουμε αυτούς που ηλικία τους είναι μέχρι είκοσι ετών. Για αυτούς λοιπόν ορίζει να υποπίπτουν 15 χρόνια, ύστερα αφού συνίστανται άλλα 5 χρόνια με τους πιστούς να μεταλαμβάνουν των Θείων Αγιασμάτων. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει ο κανών. Ότι θα πρέπει να εξετάζεται ο βίος τους κατά τη διάρκεια που υποπίπτουν και έπειτα να δέχονται τη «φιλανθρωπία». Η εξέταση του βίου σημαίνει ότι ο αμαρτήσας θα πρέπει να ελέγχεται κατά κάποιο τρόπο, που στη περίπτωσή μας είναι η εξομολόγηση, ώστε να μη πέσει πάλι στο ίδιο αμάρτημα και αν και εφόσον δεν περιπέσει στο ίδιο αυτό αμάρτημα, αλλά επιδείξει και με τη στάση της ζωής του ειλικρινή μεταμέλεια, τότε θα μπορέσει να μεταλάβει της Θείας Κοινωνίας. Η εξέταση αυτή του βίου εφαρμόζεται εξίσου το ίδιο και στις άλλες δυο κατηγορίες που θα αναφέρουμε παρακάτω.
Δεύτερον έχουμε όσους έχουν υπερβεί το εικοστό έτος της ηλικίας τους, έχουν σύζυγο και παρ’ όλα αυτά υπέπεσαν σ’ ένα τέτοιο βαρύτατο αμάρτημα. Τούτοι θα πρέπει να υποπίπτουν για 25 χρόνια , ύστερα να συνίστανται με τους πιστούς 5 χρόνια και έπειτα να μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων.
Τρίτον έχουμε όσους έχουν υπερβεί το 50 έτος της ηλικίας τους για τους οποίους ο κανών είναι αμείλικτος ορίζοντας πως αυτοί θα πρέπει να μεταλαμβάνουν μόνο κατά την έξοδό τους από την ζωή.
Ο ιζ΄ κανών χαρακτηρίζει τους αλογευσαμένους, δηλαδή τους κτηνοβάτες, ως λεπρούς στους οποίους ορίζει να προσεύχονται με τους χειμαζομένους. Χειμαζομένους χαρακτηρίζει ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τους δαιμονιζομένους, αυτούς δηλαδή που ενεργούν υπό πνευμάτων ακαθάρτων, με τους οποίους θα πρέπει να συμπροσεύχονται οι κτηνοβάτες. Σύμφωνα όμως με τον Βαλσαμών και τον Ζωναρά οι χειμαζομένοι δεν είναι οι δαιμονισμένοι αφού κατά τον γ΄ Τιμοθ. συγχωρείται στους δαιμονιζομένους να μεταλαμβάνουν των θείων μυστηρίων, πράγμα το οποίο δεν είναι εφικτό με τους κτηνοβάτες κατά τον ιστ΄ της εν Αγκύρα.
Αξιοθαύμαστος είναι ο τρόπος με τον οποίο επιβάλουν τα επιτίμια. Ενώ πρόκειται για το ίδιο έγκλημα εντούτοις δεν τα επιβάλουν αδιακρίτως αλλά πραγματοποιείται διάκρισης, όχι με την έννοια της εξαιρέσεως αλλά υπό το πρίσμα της υποκειμενικής αντίληψης των πραγμάτων. Δηλαδή οι κανόνες λειτουργούν και με το υποκειμενικό στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο λαμβάνονται υπ’ όψιν οι λόγοι που οδήγησαν στο να τελεστεί ένα έγκλημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το υποκειμενικό αυτό στοιχείο είναι η ηλικία του αμαρτήσαντος αλλά και η ψυχική διάθεση υπό το πρίσμα της οποίας τελέσθηκε το έγκλημα . Επομένως άλλο επιτίμιο επιβάλλεται στο νεαρό που δεν ξεπερνάει το 20 έτος της ηλικίας του που διακατέχεται από τη φλόγα της σαρκικής επιθυμίας, άλλο επιτίμιο σ’ αυτόν που είναι παντρεμένος και δεν έχει ξεπεράσει το 50 έτος της ηλικίας του και άλλο επιτίμιο αυτός που έχει περάσει το 50 έτος της ηλικίας του.
Με μία πρώτη ματιά γίνεται φανερό πως πρόκειται για κανόνα ο οποίος ορίζει επιτίμια για ένα έγκλημα που προσβάλει τη γενετήσια ζωή και όχι την οικογενειακή ζωή. Ωστόσο το έγκλημα αυτό της κτηνοβασίας ταράσσει και τα θεμέλια της οικογενειακής ισορροπίας αφού εάν εις εκ των συζύγων πράξει κάτι τέτοιο, ταυτόχρονα μιαίνεται και η κοίτη που σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος» και εφόσον η κοίτη μιανθεί, μιαίνεται και οικογενειακός βίος.
Γίνεται αντιληπτό απ’ τα προαναφερόμενα ότι οι παρόντες κανόνες άπτονται του οικογενειακού δικαίου. Τα επιτίμια ωστόσο που επιβάλουν χρησιμοποιούνται στη συνείδηση του πιστού ως ανασταλτικός παράγων με αποτέλεσμα κάποιος ο οποίος θελήσει να πράξει το φρικτό αυτό έγκλημα της κτηνοβασίας να αποθαρρύνεται. Αν τυχόν κάποιος πράξει κάτι τέτοιο επεμβαίνουν με έξοχο τρόπο επιβάλλοντας επιτίμια που έχουν κατ’ εξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα, αφού θέτουν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του με σκοπό να συναισθανθεί το μέγεθος της αμαρτίας του υπό το πρίσμα της μετάνοιας.
4. Οι διατάξεις στον ιθ΄ κανόνα.
Ο ιθ΄ κανών της εν Αγκύρα Συνόδου ορίζει περί παρθένων που αθετούν την υπόσχεσή τους περί παρθενίας. Αναφέρει ο κανόνας ότι όσοι υπόσχονται παρθενία και αθετούν την υπόσχεσή τους αυτή πρέπει να επιτιμώνται με τον όρο των διγάμων. Ο κανών απαγορεύει και την συγκατοίκηση των παρθένων με τρίτους που θεωρούνται αδέρφια τους, ενώ στη πραγματικότητα δεν είναι. Ο όρος των διγάμων αναφέρεται στον δ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου όπου εκεί ορίζεται ότι είναι ενιαυτόν, ενώ μερικοί πατέρες ορίζουν περί διετίας.
Ο Ζωναράς στην ερμηνεία του αναφέρει ότι στους παρθένους ανήκουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες και ότι η παρούσα σύνοδος απαγόρευσε τη συγκατοίκηση με άλλους ώστε να μην υπάρχει ούτε καν υποψία αθέτησης της υποσχέσεως. Ωστόσο στον ιθ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου αναφέρεται ότι δεν γνωρίζουμε ομολογία ανδρών περί παρθενίας.
Στην ερμηνεία του ο Βαλσαμών λέει ότι η αθέτηση της επαγγελλόμενης παρθενίας γίνεται με προοπτική το Γάμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορίζεται το επιτίμιο των διγάμων και όχι των πορνών. Επίσης θα πρέπει να λογίζονται ως παρθένοι τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, όχι όμως μόνο αυτοί που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια για τον μοναχισμό, αλλά και όσοι επαγγέλλονται παρθενία φέροντας λαϊκό σχήμα. Αυτοί λοιπόν που έχουν επιλέξει τον μοναχισμό εάν τυχόν αθετήσουν την υπόσχεσή τους δεν επιτιμώνται ως δίγαμοι αλλά ως μοιχοί σύμφωνα και με τον ιη΄ κανόνα του Μ.Βασιλείου. Αντίστοιχα και ο Βλάσταρης ακολουθεί την ίδια ερμηνεία.
5. Οι διατάξεις στον ιη΄ κανόνα.
Στον ιη΄ κανόνα του ο Μ. Βασίλειος ασχολείται με το θέμα των παρθένων όπου χαρακτηριστικά λέει πως οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έως τώρα νομοθέτησαν και βρήκαν πως είναι καλό οι παρθένοι οι οποίοι αθέτησαν την υπόσχεσή τους να επιτιμώνται με τον όρο των διγάμων. Επειδή όμως η εκκλησία ενδυναμώνεται περισσότερο και αυξάνεται η τάξη των παρθένων, πρέπει να προσέξουμε το νόημα της παρθενίας υπό το πνεύμα της Γραφής, υπό το πρίσμα της οποίας είναι δυνατό να διαπιστώσουμε το μέγεθος της αμαρτίας των αθετούντων παρθένων.
Έτσι ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιώντας την Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του Παύλου όπου ομιλεί για τις χήρες που είναι νέες σε ηλικία, προτρέπει να μην τις δέχονται στον κατάλογο της Εκκλησίας, δηλαδή σ’ αυτές που αφιερώνονται στον Θεό, διότι όταν οι επιθυμίες τους νικούν τον πόθο τους να υπηρετήσουν τον Χριστό, αυτές θέλουν να παντρευτούν. Αποτέλεσμα αυτής της στάσεως είναι να αποκτούν κρίμα, δηλαδή αμαρτία, διότι αθετούν την πρώτη υπόσχεσή τους να υπηρετούν τον Χριστό.
Χρησιμοποιώντας ο Μ. Βασίλειος τη ρήση αυτή του Παύλου καταλήγει στο εξής συμπέρασμα. Η χήρα θεωρείται ένοχη επειδή αθέτησε την πίστη της στο Χριστό, τότε τί πρέπει να πούμε για την παρθένο η οποία είναι κατ’ ουσία νύμφη Χριστού και ιερό σκεύος αφιερωμένο στο Χριστό. Σύμφωνα μ’ αυτόν το συλλογισμό ο Μ. Βασίλειος δεικνύει ότι η χηρεία είναι έλασσον της παρθενίας και ως εκ τούτου η αθέτηση της παρθενίας πρέπει να επιτιμάται αυστηρότερα από την αθέτηση της χηρείας ως υπόσχεση, διότι η μεν χηρεία συνάδει με ομολογία σωφροσύνης η δε παρθενία με ομολογία πίστεως. Η χήρα κολάζεται ως δούλη διεφθαρμένη, διότι όπως η δούλη προσβάλει το κύριό της έτσι και η χήρα με τη δική της ζωή προσβάλει το Κύριο και Θεό της. Αντίστοιχα η παρθένα κολάζεται ως μοιχαλίδα διότι είναι νύμφη Χριστού και μοιχάται εφόσον τον εγκαταλείπει.
6. Οι διατάξεις στον κ΄ κανόνα.
Ο κ΄ κανόνας της εν Αγκύρα Συνόδου διαλαμβάνει περί μοιχείας. Ο κανόνας τούτος αναφέρεται στη μοιχεία με την στενή έννοια του όρου, δηλαδή την μοιχεία που τελείται από έγγαμο. Η μοιχεία είναι έγκλημα σκοπού και ο σκοπός προκύπτει απ’ το ότι οι μοιχεύοντες θέλουν να ικανοποιήσουν τη γενετήσιο ορμή τους αθέσμως.
Η μοιχεία είναι ουσιαστικά έγκλημα το οποίο προσβάλει φαινομενικά τη γενετήσιο ζωή. Προσβάλλοντας όμως τη γενετήσιο ζωή ενός νυμφευμένου θίγεται και ο θεσμός του Γάμου και κατ’ επέκταση της Οικογενειακής ζωής. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η μοιχεία είναι ένα έγκλημα το οποίο διαβρώνει τα θεμέλια της οικογενειακής γαλήνης.
Έτσι έρχεται ο κ΄ κανών της παρούσης Συνόδου ο οποίος επιτιμά με ακοινωνησία επτά ετών τόσο τη μοιχαλίδα όσο και το μοιχό. Στον οζ΄ κανόνα του Μ. Βσιλείου επαναλαμβάνεται η επταετία ως επιτίμιο. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι ο Μ. Βασίλειος στον νη΄ κανόνα του επιβάλει στους μοιχευθέντες ακοινωνησία ιε΄ ετών, ενώ ο Γρηγόριος Νύσσης στον δ΄κανόνα του ιη΄ έτη ακοινωνησίας. Είναι χαρακτηριστικό στους Πατέρες ότι αυξάνουν το επιτίμιο της ακοινωνησίας, γεγονός που δείχνει το μέγεθος της αμαρτίας που διαπράττεται.
Στο κανόνα τούτο του Αγ. Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης είναι πραγματικά εντυπωσιακή η διάκριση που γίνεται μεταξύ πορνείας και μοιχείας. Ο Γρηγόριος θεωρεί τη μοιχεία ειδεχθέστερο έγκλημα από αυτό της πορνείας, αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που επιβάλει ακοινωνησία εννέα ετών στους πόρνους ενώ στους μοιχούς διπλασιάζει το επιτίμιο.
7. Οι διατάξεις στον κε΄ κανόνα.
Ο κε΄ κανόνας διαχειρίζεται ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα που δεν εμπίπτει μόνο στο οικογενειακό δίκαιο. Συγκεκριμένα αναφέρεται στη περίπτωση κατά την οποία κάποιος που έχει μνηστευθεί μία κοπέλα, βίασε την αδερφή της με αποτέλεσμα να την αφήσει έγκυο. Ύστερα από αυτή την πράξη νυμφεύθηκε την αρραβωνιαστικιά του, με αποτέλεσμα αυτή που βιάστηκε να κρεμαστεί μη μπορώντας να αντέξει το βάρος των πράξεων που επιτελέστηκαν. Αυτός λοιπόν επιτιμάται με δεκαετή ακοινωνησία χωρίς όμως να εξαιρούνται αυτοί οι οποίοι γνώριζαν το περιστατικό και δεν μίλησαν, ώστε να αποτρέψουν το γεγονός της αυτοκτονίας, οι οποίοι επιτιμώνται εξίσου με το ίδιο επιτίμιο.
Σύμφωνα με τον Ζωναρά και τον Βαλσαμών κατά οη΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου, αυτός που νυμφεύεται δυο αδερφές επιτιμάται με αποχή από τα Θεία Μυστήρια επί επταετία. Εδώ βλέπουμε μία διαφορά όσον αφορά την εφαρμογή των επιτιμίων μεταξύ του κε΄ της παρούσης συνόδου μ’ αυτόν του Μ. Βασιλείου. Στο μεν κε΄ αναφέρεται η δεκαετία στον δε οη΄ η επταετία. Ωστόσο διαφορά δεν υπάρχει, διότι όπως αναφέρουν και οι δύο κανονολόγοι στον οη΄ του Μ. Βασιλείου πρόκειται για εφαρμογή του επιτιμίου της μοιχείας επί αθεμιτογαμίας, ενώ στη περίπτωση του κε΄ της εν Αγκύρα συνόδου δεν έχουμε μόνο αθεμιτογαμία αλλά επιπλέον πορνεία και φόνο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιτιμώνται με δεκαετή ακοινωνησία.
Χαρακτηριστικό επίσης του κανόνα τούτου είναι το ότι δεν τιμωρείται μόνο ο πράξας το έγκλημα αλλά και οι συνηδότες, δηλαδή αυτοί που γνώριζαν για το έγκλημα που είχε διαπραχθεί και δεν μίλησαν ώστε ν’ αποτραπεί. Γι’ αυτ’ο και ο Μ. Βασίλειος στον οα΄ κανόνα του ορίζει γι’ αυτούς που γνώριζαν για το έγκλημα το ίδιο επιτίμιο μ’ αυτόν που έπραξε το έγκλημα.
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Λαοδικείας Συνόδου.
1. Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα.
Ο α΄ κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου διαλαμβάνει περί διγάμων και συγκεκριμένα για το πότε μπορούν να απολαμβάνουν των Θείων Αγιασμάτων. Ο κανών αυτός δεν απαγορεύει την διγαμία ούτε όμως την επικροτεί. Άλλωστε και ο Παύλος επιτρέπει το δεύτερο Γάμο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του. Στους συγκεκριμένους στίχους, αφού έχει ήδη αναλύσει στους προηγούμενους επτά στίχους περί Χριστιανικού Γάμου, καταλήγει ότι οι χήρες και οι άγαμοι καλόν είναι να μένουν ως έχουν όπως μένει και αυτός, δηλαδή άγαμος. Εάν παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να εγκρατεύονται τότε να παντρεύονται , διότι είναι προτιμότερο να παντρευτεί κάποιος παρά να καίγεται από τη φλόγα της επιθυμίας.
Ο κανών αυτός ορίζει ότι αυτοί που έχουν δευτεροϋπανδρευθεί μετά από λίγο καιρό νηστείας και προσευχής να αποδίδεται σ’ αυτούς η Θεία Κοινωνία αρκεί ο Γάμος τους να είναι «νομίμως συναφθῆς», δηλαδή να μην εμποδίζεται από κάποια συγγένεια ή γενικώς από κάποιο ελάττωμα κωλυματικό του Γάμου. Πέραν τούτου στο κανόνα γίνεται μία επισήμανση «μή λαθρογαμίαν ποιήσας», που σημαίνει να μην έχουν προβεί σε σαρκική μίξη πριν τον Γάμο. Όλα δηλαδή τα παραπάνω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν συνευρεθεί, διότι εάν έχει συμβεί κάτι τέτοιο τότε έχουμε πορνεία σύμφωνα με τον Ζωναρά και αναλόγως πρέπει να επιτιμώνται.
Χαρακτηριστικό του κανόνα αυτού είναι ότι δεν ορίζει συγκεκριμένο χρόνο προσευχής και νηστείας προς τους διγαμούντας προτού μεταλάβουν της Θείας Κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά στον δ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου ορίζεται ένα ή δυο χρόνια και με τον τρόπο αυτό καλύπτεται το κενό που υπάρχει. Ωστόσο κενό δεν υπάρχει. Η μη αναφορά του κανόνα σε ορισμένο χρόνο επιτιμίων είναι πολύ πιθανό να υπάρχει για τους εξής λόγους.
Πρώτον να ήταν πολύ γνωστό το επιτίμιο των διγαμούντων την εποχή που εκδόθηκε ο κανόνας γι’ αυτό δεν αναφέρεται και δεύτερον, πιο πιθανό κατά την άποψή μας, το επιτίμιο να εξαρτιόταν από τον ίδιο τον διγαμούντα. Αυτό σημαίνει ότι το επιτίμιο ήταν δυνατό να αυξάνεται ή να μειώνεται από τον Πνευματικό, ανάλογα με την μετάνοια που υποδείκνυε ο πιστός. Τούτο είναι πιο πιθανό να συνέβαινε διότι είναι πιο κοντά στο πνεύμα των Κανόνων όπου σύμφωνα με τον πδ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου «οὐ γὰρ πάντως τῷ χρόνῳ κρίνομεν τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ τῷ τρόπῳ τῆς μετανοίας προσέχομεν». Δηλαδή δεν πρέπει να κοιτάμε εάν κάποιος συμπλήρωσε το χρόνο της μετανοίας αλλά εάν πραγματικά έχει αισθανθεί το μέγεθος της αμαρτίας και εάν η μεταμέλειά του είναι ειλικρινής.
2. Οι διατάξεις στους ι΄ και λα΄ κανόνες.
Ο ι΄ κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου ασχολείται με τους γάμους των Χριστιανών και συγκεκριμένα για το ποίοι γάμοι είναι επιτρεπτοί. Αναφέρει λοιπόν ο κανόνας ότι οι άνθρωποι της εκκλησίας, τόσο οι κληρικοί όσο και οι λαϊκοί, δεν θα πρέπει να παντρεύουν τα παιδιά τους με αιρετικούς.
Το ίδιο ακριβώς θέμα διαλαμβάνει και εξηγεί καλύτερα ο λα΄ κανόνας της παρούσης σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να δίνονται τα παιδιά των ευλαβών Χριστιανών σε αιρετικούς με σκοπό να υπανδρευθούν διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσουν την ορθή πίστη τους στα δόγματα και να υποπέσουν στην κακοδοξία. Καλύτερο βέβαια είναι να λαμβάνονται οι αιρετικοί από τους Χριστιανούς προς Γάμου κοινωνία, υπό την προϋπόθεση ότι θα ασπασθούν τα ορθόδοξα δόγματα. Αυτό φαίνεται από το σημείο του κανόνα που λέει «εἴγε ἐπαγγέλλοιντο χριστιανοὶ γίνεσθαι».
Στους δύο αυτούς κανόνες δεν γίνεται διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών σε σχέση με τον ιδ΄ κανόνα της Δ΄ όπου αναφέρεται στο ίδιο θέμα αλλά μόνο για τους ψάλτες και τους αναγνώστες. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν τον κανόνα σε κάποιες επαρχίες ήταν επιτρεπτοί οι Γάμοι των αναγνωστών και ψαλτών μετά χειροθεσία τους όπως αναφέρει ο Ζωναράς. Ως εκ τούτου συνάγεται ότι εκείνη την εποχή επιτρεπόταν σε πολλές επαρχίες ο Γάμος αναγνώστου ή ψάλτου με αιρετικό μετά τη χειροθεσία.
Σύμφωνα με τον ιδ΄ κανόνα της Δ΄ εφόσον κάποιος ψάλτης ή αναγνώστης είχε λάβει ετερόδοξο γυναίκα θα πρέπει τα τέκνα που είχε αποκτήσει από τον Γάμο αυτό να τα βαπτίσει σύμφωνα με τον ορθόδοξο τύπο. Εάν όμως τα τέκνα του είχαν βαπτιστεί από αιρετικούς τότε θα πρέπει να γίνει διάκριση εάν το βάπτισμα αυτό είναι αποδεκτό ή όχι από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη περίπτωση που το βάπτισμα των αιρετικών είναι δεκτό τότε τα παιδιά γίνονται δεκτά μόνο με το χρίσμα, ενώ στην περίπτωση που το βάπτισμα δεν συνάδει μ’ αυτό των Ορθοδόξων τότε έχουμε αναβαπτισμό.
Οι δυο αυτοί κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν εφαρμογή στο σύνολο των Ορθοδόξων, κληρικών και λαϊκών, σε σχέση με τον ιδ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που αναφέρεται μόνο στους αναγνώστες και ψάλτες των επαρχιών εκείνων στις οποίες ήταν επιτρεπτοί οι Γάμοι μετά τη χειροθεσία.
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Γάγγρα Συνόδου.
1. Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα.
Ο α΄ κανών της εν Γάγγρα Συνόδου αναθεματίζει αυτούς που βδελύσσονταν το Γάμο. υποστήριζαν πως η γυναίκα που κοιμάται με το νόμιμο σύζυγό της δεν είναι δυνατό να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Οι ισχυρισμοί αυτοί έρχονται σε αντίθεση τόσο με τους ε΄ και να΄ κανόνες των Αποστόλων οι οποίοι μάλλον έχουν προηγηθεί της παρούσης Συνόδου, όσο και με το πνεύμα της Αγίας Γραφής το οποίο αναφέρουν οι Ζωναράς και Βαλσαμών στις ερμηνείες τους.
Συγκεκριμένα οι δυο αυτοί ερμηνευτές αναφέρονται σε τρία χωρία της Αγίας Γραφής Πρώτον το χαρακτηριστικό εκείνο του Παύλου στην προς Εβραίους επιστολή «Τίμιος ὁ γάμος καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος». Στηριζόμενοι μόνο σ’ αυτό το χωρίο είναι δυνατόν να κατανοήσουμε γιατί η παρούσα σύνοδος καταδίκασε αυτή την κακοδοξία χωρίς να προχωρήσουμε σε κάποια ιδιαίτερη ερμηνεία. Μόνον ότι προσβάλλεται ο θεσμός του Γάμου από την αποστροφή κάποιου προς αυτόν είναι καταδικαστέα πράξη.
Το δεύτερο χωρίο βρίσκεται στην Ά επιστολή του Παύλου προς Τιμόθεο στο οποίο ο Παύλος ομιλεί περί της διδασκαλίας των ψευδοδιδασκάλων. Εκεί λέει ο Παύλος ότι τα επόμενα χρόνια πολλοί θα κατέχονται από πνεύμα πλάνης και η διδασκαλία τους θα προέρχεται από τα δαιμόνια, η οποία θα εμποδίζει τους πιστούς να παντρεύονται και θα τους προτρέπει να απέχουν από τις τροφές τις οποίες έκτισε ο Θεός για να μεταλαμβάνουν οι πιστοί με ευχαριστία προς το Θεό. Σε τούτο το χωρίο βλέπουμε ότι ο ίδιος ο Παύλος καταδικάζει τη συμπεριφορά αυτή του απέχεσθαι τόσο από το Γάμο που είναι το θέμα του κανόνος που εξετάζουμε όσο και από τη βρώση των αγαθών του Θεού που είναι κτίσμα Του. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθούμε στο βιβλικό εκείνο της Γενέσεως «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Όσα δηλαδή έχει δημιουργήσει ο Θεός είναι καλά και επομένως ότι είναι καλό και εκ του Θεού προερχόμενο δεν θα πρέπει να το αποστερούμαστε.
Το τρίτο χωρίο είναι στην προς Τίτον επιστολή του Παύλου όπου μιλώντας πάλι για τους ψευδοδιδασκάλους και πώς να τους αποφεύγουν αναφέρει ότι αυτοί που έχουν καθαρή συνείδηση σ’ αυτούς είναι όλα ξεκάθαρα και γνωρίζουν την αλήθεια ενώ οι μολυσμένοι και οι άπιστοι τίποτα δεν είναι σ΄ αυτούς καθαρό διότι έχει μολυνθεί και ο νους και η συνείδησή τους με αποτέλεσμα να παρεκλίνουν της αληθείας.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε στους δύο Αποστολικούς κανόνες που προαναφέραμε. Σύμφωνα με τους ε΄ και να΄ κανόνες αυτός που εκβάλει τη γυναίκα του με πρόφαση την ευλάβεια αφορίζεται και αν επιμένει στην απόφασή του αυτή, καθαιρείται. Είτε είναι επίσκοπος, είτε πρεσβύτερος είτε διάκονος.
Ο κανόνες αυτοί πέραν του ότι εν γένει διαλαμβάνουν περί του ιδίου θέματος με τον κανόνα που εξετάζουμε έχουν κάτι ξεχωριστό. Βλέπουμε ότι στους Αποστολικούς χρόνους οι Επίσκοποι ήταν έγγαμοι πράγμα το οποίο διεκόπη από τον ιβ΄ της Στ΄. Επίσης οι κανόνες των Αποστόλων είναι ειδικοί ενώ της εν Γάγγρα γενικός. Ειδικοί διότι αναφέρονται μόνο σε κληρικούς και όχι σε λαϊκούς. Βέβαια κάνοντας διασταλτική ερμηνεία των κανόνων θα ήμασταν σε θέση να ισχυριστούμε ότι αφού καλύπτουν το μείζον τότε καλύπτουν και το ελάσσων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ελάσσων είναι οι λαϊκοί ενώ στον στον α΄κανόνα της παρούσης έχουμε το γενικό «Εἴ τις» με αποτέλεσμα να μην προκύπτει διαχωρισμός μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Το πιο πιθανό είναι ότι κατά τους αποστολικούς χρόνους το φαινόμενο αυτό της εκδίωξης των γυναικών με πρόφαση την ευλάβεια να ήταν χαρακτηριστικό κυρίως στους κύκλους των κληρικών και όχι στους λαϊκούς. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι κανόνες αναφέρονται μόνο στους κληρικούς.
2. Οι διατάξεις στον δ΄ κανόνα
Ο δ΄ κανών αναθεματίζει τους Ευσταθιανούς οι οποίοι απέφευγαν να μεταλαμβάνουν των θείων Αγιασμάτων από έγγαμο Ιερέα υποστηρίζοντας ότι λόγο του Γάμου, τον οποίο οι Ευσταθιανοί βδελύσσονταν, δεν πρέπει να τελεί ιεροπραξίες. Θεωρούσαν το Γάμο μιαρό και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταδίκασαν οι Πατέρες της Συνόδου τη πράξη αυτή με τη ποινή του αναθεματισμού, διότι καταφέρονταν εναντίον του Ευαγγελίου αλλά και των Αποστολικών Κανόνων.
3. Οι διατάξεις στους θ΄και ι΄ κανόνες.
Οι θ΄ και ι΄ κανόνες της εν Γάγρα Συνόδου αναθεματίζουν όσους παρθενεύουν και βδελύσσονται το Γάμο ως μιαρό και υπερηφανεύονται έναντι των εγγάμων, ότι τάχα αυτοί είναι σωφρονέστεροι. Δεν τους καταδικάζει ο παρών κανών επειδή παρθενεύουν αλλά επειδή λειτουργούν αλλαζονικά.
Χρησιμοποιούν την παρθενία, την οποία αποδέχονται οι Πατέρες της Εκκλησίας, όχι με σκοπό τον εξαγιασμό αλλά ως μέσον στηλιτεύσεως του εγγάμου βίου ο οποίος οδηγεί εξίσου στον εξαγιασμό των πιστών. Τόσο η παρθενία όσο και ο έγγαμος βίος πρέπει απαραιτήτως να βρίσκονται υπό το πρίσμα της αρετής και της ευλάβειας που λειτουργούν ως προϋποθέσεις εξαγιασμού, διότι χωρίς αυτές μεμφόμαστε εξίσου και τα δύο με αποτέλεσμα να καταλήγουμε εραστές της κακοδοξίας.
4. Οι διατάξεις στον ιδ΄ κανόνα.
Ο ιδ΄ κανών αναφέρεται στην εγκατάλειψη του ανδρός από τη σύζυγό του στην οποία επιβάλει την ποινή του αναθεματισμού. Ωστόσο στην ερμηνεία του Πηδαλίου γίνεται αναφορά και στην εγκατάλειψη της γυναικός από τον άνδρα σύμφωνα με τα τηρούμενα από τη διδασκαλία των Ευσταθιανών. Δηλαδή δεν ήταν φαινόμενο μόνο των γυναικών η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης αλλά και των ανδρών. Τούτο συνέβαινε εκατέρωθεν γιατί σύμφωνα με τη διδασκαλία τους η εγκατάλειψη των συζύγων πραγματοποιούνταν με πρόφαση την ευλάβεια ενώ ο πραγματικός λόγος ήταν η βδελυγμία του Γάμου που τον θεωρούσαν μιαρό.
Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία του Ζωναρά κατά τον οποίο «οὐ καλόν τό καλόν, ὅταν μή καλῶς γίνηται». Δηλαδή το «καλόν» που στη περίπτωσή μας είναι ο Γάμος γίνεται «οὐ καλόν», δηλαδή κακό διότι «μή καλῶς γίνηται», όταν γίνεται με λανθασμένο τρόπο. Το «μή καλῶς γίνηται» αναφέρεται στην εναντίωση των Γραφών και συγκεκριμένα όταν ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του προτρέπει τους Κορινθίους να μην αποστερούνται των συζυγικών σχέσεων αν πρωτίστως δεν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη και των δύο. Με τον τρόπο αυτό θα είναι σε θέση να αφοσιώνονται περισσότερο στη προσευχή και τη νηστεία αφού ο σατανάς δεν θα είναι σε θέση να τους πειράζει επειδή δεν ήταν εγκρατείς.
Την αναφορά αυτή στο χωρίο του Παύλου τη συναντάμε επίσης στην ερμηνεία του Βαλσάμονα καθώς και την ρήση του Παύλου στην στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του κατά την οποία τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα δεν είναι αυτοεξουσιαστές των σωμάτων τους αλλά ο καθείς εξουσιάζει το έτερον ήμισυ. Αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας είναι εξουσιαστής του σώματος της γυναικός του και αντίστοιχα η γυναίκα εξουσιάζει το σώμα του ανδρός της.
Στη συγκεκριμένη ρήση του Παύλου ο όρος εξουσία δεν έχει την ιεραρχική έννοια κατά την οποία ο ανώτερος εξουσιάζει ,δηλαδή χειραγωγεί το κατώτερο, αλλά την έννοια της εξουσίας επί ισοτιμίας. Δηλαδή εφόσον ο ανήρ είναι αυτεξούσιος και η γυνή αυτεξούσια, τούτοι υπό το πρίσμα της γαμικής ενώσεως γίνονται ένα και εφόσον γίνονται ένα τότε έχουν αμφότεροι τη δυνατότητα να εξουσιάζουν επί του άλλου. Αυτό έρχεται σε απόλυτη συνάφεια με το βιβλικό «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν».
5. Οι διατάξεις στον ιε΄ και ιστ΄ κανόνες.
Ο ιε΄ κανών ομιλεί περί γονέων που εγκαταλείπουν τα τέκνα τους προφασιζόμενοι πνευματική άσκηση με αποτέλεσμα να μην παρέχουν τα δέοντα για την ανατροφή τους. Ο κανών αναθεματίζει τους γονείς αυτούς για τη δήθεν θεοσέβεια που υποδυκνείουν, πράγμα που έκαναν την εποχή εκείνοι οι Ευσταθιανοί, αλλά και για την εγκατάλειψη των τέκνων τους προτού να είναι αυτάρκης και αυτεξούσια.
Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία που μας παρέχει ο Ζωναράς λέγοντας ότι τα θηρία και συγκεκριμένα οι λέοντες φροντίζουν, τρέφουν τα νεογνά τους και τα προστατεύουν από τους κινδύνους της φύσης. Αφού λοιπόν τα θηρία φροντίζουν για τα νεογνά τους, πόσο μάλλον ο άνθρωπος θα πρέπει να φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών του.
Οι αναφορές που κάνουν οι Βαλσαμών και Ζωναράς στις επιστολές του Παύλου δεικνύουν το σημαντικό του θέματος τούτου. Η πρώτη αναφορά γίνεται στην Ά προς Τιμόθεο επιστολή του Παύλου. Εκεί ο Παύλος λέει προς τις χήρες που έχουν παιδιά, να τα ανατρέφουν με τέτοιο τρόπο κατα τον οποίο να μαθαίνουν να σέβονται τους γονείς τους, ώστε αργότερα να μπορούν οι ίδιοι οι γονείς να γίνουν αποδέκτες αυτού του σεβασμού. Στη συνέχεια αναφέρεται στα τέκνα και γενικότερα στους απογόνους λέγοντας ότι όποιος δεν φροντίζει για τους δικούς του ανθρώπους ισοδυναμεί με άρνηση στη πίστη του Χριστού.
Τούτα τα λόγια δεικνύουν πόσο σημαντική είναι η ανατροφή των τέκνων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη ρήση του Παύλου στην προς Εφεσίους επιστολή στην οποία προτρέπει τους γονείς να μην γεμίζουν τα τέκνα τους με οργή και θυμό αλλά να τα νουθετούν υπό το πνεύμα του Κυρίου, αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολη αλλά και πόσο σημαντική είναι η διαπαιδαγώγηση των νέων. Η διαπαιδαγώγηση αυτή όμως γεννά και την υποχρέωση της ανταμοιβής από τα τέκνα προς τους γονείς πράγμα το οποίο αν και εφόσον δεν τηρηθεί με πρόφαση την ευλάβεια, επιτιμάται με αναθεματισμό από τον ιστ΄ κανόνα της παρούσης συνόδου.
Εδώ βλέπουμε ότι τα παιδιά δεν είναι άμοιρα των ευθυνών τους. Πρέπει και αυτά με τη σειρά τους να φροντίσουν για τους γονείς τους όταν παραστεί ανάγκη, όπως φρόντισαν αυτοί όταν αυτά δεν ήταν σε θέση να φροντίσουν για τον εαυτό τους. Μάλιστα ο Παύλος λέει στην προς Εφσεσίους επιστολή ότι τα τέκνα πρέπει να υπακούουν στους γονείς τους γιατί αυτό είναι δίκαιο επαναλαμβάνοντας το βιβλικό εκείνο «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς». Όποιος λοιπόν τιμά τους γονείς του θα ευτυχήσει και θα ζήσει μακρόν επί της γης.
Χαρακτηριστικό του κανόνα αυτού είναι ότι δεν αναφέρεται μόνο σε πιστούς, αλλά και σε άπιστους γονείς. Τούτο διαφαίνεται από το «μάλιστα πιστῶν» που συναντάμε στο σώμα του κανόνα. Το «μάλιστα πιστῶν» δεικνύει ότι η εγκατάλειψη των γονέων είναι άδικη πράξη από τη φύση της για όλους τους ανθρώπους τόσο πιστούς όσο και άπιστους. Η φράση αυτή παρεμβάλλεται στο κανόνα για δύο λόγους. Αρχικώς για να δώσει έμφαση ότι τα παιδιά των πιστών που εγκαταλείπουν τους γονείς τους είναι χείρον από τα παιδιά των απίστων και δευτερευόντως αφήνει ένα περιθώριο στα τέκνα εκείνα των οποίων οι γονείς είναι άπιστοι να μην επιτιμώνται για την επιλογή τους αυτή. Διότι παραμένοντας με τους γονείς τους διέτρεχαν το κίνδυνο να παρακινηθούν σε κάποια αίρεση.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε στο πόσο σύγχρονοι είναι οι δύο αυτοί κανόνες της εν Γάγγρα Συνόδου που ομιλούν περί εγκατάλειψης τέκνων από τους γονείς και το αντίστροφο. Τούτο γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι μέχρι και ο Αστικός Κώδικας που είναι σε ισχύει σήμερα στην Ελλάδα διαλαμβάνει περί των δύο αυτών θεμάτων.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 1485 του Α.Κ. αναφέρεται ότι οι ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με τους όρους των επόμενων άρθρων που ορίζουν σχετικώς. Αλλά και το άρθρο 1507 όπου γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό. Τα δύο αυτά άρθρα του Α.Κ. είναι στην ουσία οι δύο κανόνες της εν Γάγγρα Συνόδου που αναλύσαμε προηγουμένως, οι οποίοι έχουν απόλυτη εφαρμογή στο σύγχρονο δίκαιο. Βλέπουμε λοιπόν πόσο σύγχρονο είναι το δίκαιο της Εκκλησίας αλλά και πόσο σύγχρονη είναι η Αγία Γραφή εκ της οποίας πηγάζει το δίκαιο της Εκκλησίας που είναι Θείον Δίκαιο.
Διατάξεις Οικογενειακού Δικαίου στους κανόνες της εν Νεοκαισαρεία Συνόδου.
- 1. Οι διατάξεις στον α΄ κανόνα.
Ο α΄ κανών της Νεοκαισαρείας Συνόδου ορίζει ότι ο εάν κάποιος Πρεσβύτερος νυμφευθεί τότε αυτός καθαιρείτε. εάν όμως μοιχεύσει ή πορνεύσει τότε αποστερείται της Θείας Κοινωνίας σύμφωνα με τα οριζόμενα για τέτοιου είδους εγκλήματα.
Κατά τις ερμηνείες των Βαλσαμών και Ζωναρά ο κανόνας αυτός τιμωρεί τον πεσόντα εις την αμαρτία δις, πράγμα το οποίο αντιτίθεται στο πνεύμα των κανόνων του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα στο λβ΄ κανόνα αναφέρει «οὐ γὰρ ἐκδικήσεις δὶς ἐπὶ τὸ αὐτό» το οποίο προέρχεται εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως δεν είναι δυνατό να τιμωρείται κάποιος δυο φορές για το ίδιο έγκλημα. Όμως εάν προσέξουμε καλύτερα τον κανόνα θα διαπιστώσουμε ότι δεν αναφέρεται σ’ ένα έγκλημα , αλλά σε τρία. Αυτά είναι τα εξής.
Πρώτον έχουμε το έγκλημα του Πρεσβυτέρου που έρχεται εις Γάμου κοινωνία μετά την χειροτονία του πράξη που επιτιμάται από τον παρόντα κανόνα αλλά και από άλλους με καθαίρεση. Δεύτερον έχουμε το έγκλημα της πορνείας και τρίτον της μοιχείας. Προτού προχωρήσουμε θα πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση. Άλλο έγκλημα η πορνεία και άλλο η μοιχεία.
Σύμφωνα με τον δ’ κανόνα του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης πορνεία είναι η άθεσμος ηδονή χωρίς να βλάπτεται τρίτος, ενώ η μοιχεία εμπεριέχει την άθεσμο ηδονή αλλά με επιβουλή και αδικία τρίτου που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο σύζυγος. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αγ. Γρηγόριος επιτιμά τον μοιχό διπλάσιο χρόνο από τον πόρνο θεωρώντας με τον τρόπο αυτό τη μοιχεία ως ειδεχθέστερο έγκλημα.
Ακολουθώντας την διάκριση που κάναμε προηγουμένως μεταξύ μοιχείας και πορνείας γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο πόρνος δεν είναι απόλυτα και μοιχός διότι για να επιτελεστεί μοιχεία προϋποθέτει την ύπαρξη Γάμου ενός τουλάχιστον εκ των μερών. Επομένως όταν ο παρών κανών τιμωρεί τον Πρεσβύτερο, που έχει καθαιρεθεί για τον άθεσμο Γάμο που τέλεσε ως μοιχό, δεν τον τιμωρεί για την ίδια τη πράξη του Γάμου αλλά για τη προσβολή που πράττει στο θεσμό του Γάμου αλλά και στη σύζυγό του με ένα τρίτο πρόσωπο. Ενώ όταν τιμωρεί τον Πρεσβύτερο ως πόρνο τον επιτιμά για πράξη πορνείας εκτός Γάμου, αφού για να επιτελεστεί είναι απαραίτητο να μην υφίσταται Γάμος. Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Πρεσβύτερος ικανοποιεί την σεξουαλική του επιθυμία αθέσμως.
Βλέπουμε ότι από τα παραπάνω εκτεθέντα κάθε άλλο παρά διορθώνεται ο παρών κανόνας από τις επόμενες Συνόδους όπως ισχυρίζονται οι Βαλσαμών και Ζωναράς στις ερμηνείες τους. Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε και στην υποσημείωση του Πηδαλίου όπου ερμηνεύεται ο παρών κανόνας. Σύμφωνα με την ερμηνεία που συναντάμε εκεί ο κανών έρχεται σε απόλυτη συνάφεια με τον κστ΄ Αποστολικό εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι αναφέρεται σ’ αυτούς που αμαρτάνουν δις και τρις φορές ή πολλάκις. Αυτοί θα πρέπει να αφορίζονται τελείως από την Εκκλησία.
2. Οι διατάξεις στον β΄ κανόνα.
Ο β΄ κανών της εν Νεοκαισαρεία Συνόδου ασχολείται με το θέμα της αθεμιτογαμίας των γυναικών. Η γυναικά λοιπόν που θα παντρευτεί με δύο αδέρφια, αποστερείται της Θείας Κοινωνίας μέχρι τέλους της ζωής της. Εάν τυχόν κινδυνεύσει η ζωή της, βρεθεί κοντά στο θάνατο και υποσχεθεί ότι θα λύσει τον αθέμιτο Γάμο όταν αναρρώσει, τότε αυτή ας μεταλαμβάνει των Θείων Αγιασμάτων. Εάν όμως πεθάνει βρισκόμενη ακόμα στον αθέμιτο Γάμο, τόσο η γυναίκα όσο και ο άνδρας, είναι δύσκολο σ’ αυτόν που απομένει η μετάνοια.
Σ’ αυτόν το κανόνα συναντάμε τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα των κανόνων της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του κανόνα κατά τα οποία «διὰ τὴν φιλανθρωπίαν» επιτρέπεται να μεταλάβει κάποιος των Θείων Αγιασμάτων εάν και εφόσον κινδυνεύσει η ζωή του «ἐν τῷ θανάτῳ». Δεν είναι εξαίρεση αλλά οικονομία. Οικονομία διότι ο κανών δεν θέλει να τιμωρήσει αλλά να σώσει τον άνθρωπο «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμο, ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον». Οικονομεί λοιπόν ο παρών κανόνας, ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο και κυρίως για τον πεσόντα.
Αυτό που μας προξενεί εντύπωση είναι ότι ενώ στην αρχή ο κανών ομιλεί περί γυναικών όπου αθεμιτογαμούν με το να παντρεύονται δυο αδέρφια, στο τέλος καταλήγει να λέει ότι είναι δύσκολη η μετάνοια στο εναπομείναν μέλος μετά το θάνατο του ενός εκ των συζύγων, κάτι που μαρτυρεί ότι και ο άνδρας που αθεμιτογαμεί επιτιμάται το ίδιο. Εντούτοις στον οη΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου γίνεται λόγος για επταετή αποχή από τη Θεία Κοινωνία εάν κάποιος έχει αθεμιτογαμήσει, ενώ στο παρόντα κανόνα μέχρι τέλους της ζωής. Έτσι φαίνεται να υπάρχει διαφορά μεταξύ των κανόνων κάτι όμως που δεν ισχύει και θα εξηγήσουμε γιατί.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Βαλσαμών ο β΄ κανών της Νεοκαισαρείας ομιλεί περί γυναικός η οποία αθεμιτογαμεί και δεν θέλει να λύσει τον παράνομο Γάμο, ενώ ο οή κανόνας του Μ. Βασιλείου ομιλεί περι αθεμιτογαμήσαντα και επιβάλει σε αυτόν επιτίμιο αφού έχει πρώτα λύσει τον παράνομο Γάμο. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο μεν της Νεοκαισαρείας αναφέρεται σ’ αυτούς που δεν μετανοούν, ο δε του Μ. Βασιλείου σ’ αυτούς που έχουν μετανοήσει.
Επίσης ο Βαλσαμών θέτει ένα πολύ εύλογο ερώτημα στο οποίο καταθέτει την άποψή του η οποία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Τούτο έχει ως εξής. Εάν κάποια γυναίκα δεν υποσχεθεί να λύσει τον αθέμιτο Γάμο εφόσον αναρρώσει, θα πρέπει να μεταλαμβάνει ή όχι; Λέει χαρακτηριστικά πως ο κανόνας δεν αναφέρει τι πρέπει να πράξουμε στη περίπτωση αυτή αλλά θεωρεί ότι δεν είναι σωστό να μην μεταλάβει κάποιος τις τελευταίες ώρες της ζωής του όντας Χριστιανός. Ακόμα και εάν δεν έχει δώσει την υπόσχεση να λύσει τον αθέμιτο Γάμο θα πρέπει να μεταλαμβάνει και στη περίπτωση που αναρρώσει τότε θα πρέπει να λύσει το Γάμο. Εάν δεν το πράξει τότε θα πρέπει να διωχθεί από την Εκκλησία.
Τέλος εντοπίσαμε μία διαφορά μεταξύ των κειμένων του Συντάγματος και του Πηδαλίου. Αυτή βρίσκεται στη τελευταία πρόταση του κανόνα και αφορά το διαζευκτικό «ἤ». Ενώ στο Πηδάλιο αναφέρει ο Αγ. Νικόδημος το «ἤ» στο Σύνταγμα έχουμε το «ἤτοι». Το «ἤτοι» εκτός από διαζευκτικός σύνδεσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιβεβαιωτικό και επεξηγηματικό μόριο.
Στη περίπτωσή μας και σύμφωνα με τις ερμηνείες του Συντάγματος και του Πηδαλίου έχει διαζευκτικό χαρακτήρα. Ωστόσο θα μπορούσε να έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα υπό την εξής έννοια. «Εάν πεθάνει η γυναίκα, βεβαίως και αν πεθάνει ο άντρας , σ’ αυτόν που απομένει είναι δύσκολη η μετάνοια.»
Στη περίπτωση που χρησιμοποιηθεί ως επεξηγηματικό μόριο θα πρέπει να αλλάξει η σειρά της πρότασης με αποτέλεσμα να παραποιείται το νόημα του κανόνα. Σε μία τέτοια περίπτωση θα είχαμε το εξής. «Ἐὰν δὲ τελευτήσῃ ἡ γυνὴ ἐν τοιούτῳ γάμῳ οὖσα, δυσχερὴς τῷ μείναντι ἡ μετάνοια, ἤτοι ὁ ἀνήρ». Εάν ακολουθήσουμε αυτό το παράδειγμα τότε επιτιμάται μόνο η γυναίκα και στη περίπτωση που πεθάνει είναι δύσκολο στον άνδρα να μετανοήσει. Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της Αγίας Γραφής περί ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών αλλά και με τους κανόνες των Πατέρων που επιτιμούν και την αθεμιτογαμία των ανδρών.
Επομένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη περίπτωσή μας το «ἤτοι» χρησιμοποιείται ως διαζευκτικός σύνδεσμος. Προφανώς ο λόγος για τον οποίο στο κείμενο του Πηδαλίου χρησιμοποιείται το διαζευκτικό «ἤ» είναι για να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Ο Αγ. Νικόδημος αντιλήφθηκε το κίνδυνο παρερμηνειών και έτσι τροποποίησε το κείμενο του κανόνος χωρίς όμως να αλλοιώσει την ουσία του.
3. Οι διατάξεις στον γ΄ κανόνα.
Ο γ΄ κανών της Νεοκαισαρείας Συνόδου ασχολείται με το θέμα της τριγαμίας. Λέγει λοιπόν ο κανών ότι τα επιτίμια που επιβάλουν στους τρίγαμους είναι γνωστά. Παρέχεται όμως η δυνατότητα στο πνευματικό να συστέλλει τα επιτίμια υπό το πρίσμα της μετάνοιας που θα υποδείξουν οι αμαρτάνοντες.
Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι δεν αναφέρονται συγκεκριμένα επιτίμια. Ωστόσο ο κανών αναφέρει «ὁ μὲν χρόνος σαφὴς ὁ ὡρισμένος », που δηλώνει ότι ο χρόνος των επιτιμίων ήταν γνωστός. Το γεγονός αυτό μας αποκαλύπτει ότι εκείνη την εποχή η τριγαμία ήταν συχνό φαινόμενο και ίσως είναι αυτός ο λόγος που δεν αναφέρεται στο κανόνα.
Παρ’ όλα αυτά μαθαίνουμε από τον δ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου τα επιτίμια τόσο των τρίγαμων όσο και των δίγαμων. Έτσι οι δίγαμοι επιτιμώνται με ένα οι δύο χρόνια ενώ οι τρίγαμοι με τρία, τέσσερα ή και πέντε χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που κάνει ο κανόνας περί τριγαμίας αποκαλώντας τη «πορνεῖα κεκολασμένην» και συνεχίζει λέγοντας ότι τα επιτίμια αυτά δεν τα έχουμε παραλάβει από κάποιο κανόνα αλλά από τη συνήθεια των προηγούμενων Πατέρων. Το γεγονός αυτό συμβαδίζει και με τον γ΄ κανόνα που εξετάζουμε αφού και σ’ αυτόν οι Πατέρες αναφέρονται σε επιτίμια που έχουν ληφθεί από συνήθεια.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε σε άλλους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου. Αυτοί είναι οι ν΄ και π΄. Στο μεν πρώτο αναφέρεται ότι ο τρίτος γάμος είναι ρυπάσματα της Εκκλησίας, στο δε δεύτερο λέει ότι η πολυγαμία είναι χειρότερη από την πορνεία.
- 4. Οι διατάξεις στον δ΄ κανόνα.
Σύμφωνα με τον δ΄ κανόνα εάν κάποιος πρόκειται να κοιμηθεί με γυναίκα την οποία επιθύμησε αλλά δεν πραγματοποιήσει την επιθυμία του, φαίνεται ότι σώθηκε από τη Θεία Χάρη.
Στις ερμηνείες των Ζωναρά και Βαλσαμών γίνεται αναφορά στις βαθμίδες των αμαρτημάτων οι οποίες κατά τους Πατέρες είναι τέσσερις, η προσβολή, η πάλη, η συγκατάθεση και η πράξη. Από αυτές τις τέσσερις οι δύο πρώτες μένουν ανεπιτίμητες ενώ οι δύο τελευταίες επιτιμώνται. Λέει συγκεκριμένα ο Ζωναράς ότι η μεν συγκατάθεση κρίνεται και αιτιάται η δε πράξη κολάζεται. Το ότι η συγκατάθεση επιτιμάται βεβαιώνεται και από τον ο΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου. Σ’ αυτόν ο διάκονος που αμάρτησε μέχρι του φιλήματος επιτιμάται με αποχή από τη Θεία Λειτουργία, ειδάλλως καθαιρείτε. Κατ’ επέκταση τα ίδια ισχύουν για Πρεσβύτερο και για Επίσκοπο. Η αμαρτία του διακόνου μαρτυρείται από τη συγκατάθεσή του στην αμαρτία, η οποία συγκατάθεση είναι η αρχή και η αιτία των επιτιμίων σύμφωνα με τον Αγ. Ιωάννη το Νηστευτή.
Επομένως και κατά τον δ΄ κανόνα της παρούσης Συνόδου πρέπει να επιτιμάται ο αμαρτάνων διότι με τη λέξη «συγκαθευδῆσαι» δηλούται η συγκατάθεση στην αμαρτία.
5. Οι διατάξεις στον ζ΄ κανόνα.
Ο ζ΄ κανών της Συνόδου διαλαμβάνει επί των δίγαμων αλλά με ένα ιδιαίτερο τρόπο. Ιδιαίτερο διότι δεν ασχολείται συγκεκριμένα με τους δίγαμους αναφέροντας επιτίμια, αλλά δεν επιτρέπει στους κληρικούς να συνφάγουν με τους δίγαμους μετά το πέρας της τελέσεως του μυστηρίου του γάμου. Ωστόσο τα επιτίμια γίνονται γνωστά σε εμάς από την ερμηνεία του Βαλσάμονα όπου σύμφωνα με τον δ΄ κανόνα του Μ. Βασιλείου οι διγαμούντες επιτιμώνται με αποχή από των Θείων Αγιασμάτων με ένα έως δύο χρόνια.
Η απαγόρευση του κανόνα προς τον Ιερέα που τέλεσε το μυστήριο να παραστεί στο γεύμα που παραθέτουν οι νεόνυμφοι μετά το μυστήριο ίσως φανεί σε κάποιους αντιφατικό. Αντιφατικό διότι αρχικά επιτρέπεται στον Ιερέα να ευλογήσει το γάμο και έπειτα δεν επιτρέπεται να παραστεί σε μία κοινωνική εκδήλωση. Η άποψή μας είναι ότι δεν υπάρχει αντίφαση διότι το γεγονός της ιερουργίας του γάμου είναι υποχρεωτικό για τον Ιερέα ούτος ώστε να ευλογηθεί ο γάμος ενώπιον του Θεού. Από την άλλη η παρουσία του Ιερέως στο κοινωνικό γεγονός της τράπεζας δεν έχει να προσφέρει κάτι.
Η παρουσία ή η αποχή του ιερέως από το γεύμα των νεόνυμφων δεν πρέπει να παρερμηνευτεί. Ο κανών δεν προτρέπει τους ιερείς να μέμφονται τους νεόνυμφους, αλλά να αποφεύγουν να συνφάγουν μ’ αυτούς στο γεύμα που παραθέτουν μετά το γάμο και για όσο χρόνο βρίσκονται υπό το επιτίμιο που τους έχει επιβληθεί. Όπως προείπαμε ο χρόνος αυτός ορίζεται περίπου στα δύο χρόνια, τούτο όμως εξαρτάται και από τη μεταμέλεια που υποδεικνύουν. Επομένως ενδέχεται ο χρόνος αυτός είτε να μειωθεί είτε ν’ αυξηθεί.
6. Οι διατάξεις στον η΄ κανόνα.
Ο η΄ κανών της συνόδου ασχολείται με το θέμα της μοιχείας. Αναφέρει τι πρέπει να πράξουν οι σύζυγοι, των οποίων η γυναίκα μοιχάται, είτε είναι λαϊκοί είτε κληρικοί.
Εάν λοιπόν η γυναίκα ενός λαϊκού έχει πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας δεν επιτρέπεται σ’ αυτόν να χειροτονηθεί. Τούτο συμβαίνει στη περίπτωση που η γυναίκα του έχει «ἐλεγχθῇ φανερῶς». Στη περίπτωση που μοιχεύσει μετά τη χειροτονία του συζύγου της, αυτός «ὀφείλει ἀπολῦσαι αὐτήν », δηλαδή να πάρει διαζύγιο. Εάν όμως συνεχίσει να συζή μαζί της τότε δεν επιτρέπεται να ιερουργεί και ως εκ τούτου καθαιρείται.
Εκείνο που προβληματίζει στο παρόντα κανόνα είναι το «ἐὰν ἐλεγχθῇ φανερῶς». Εδώ φαίνεται ότι ο κανόνας εισάγει ένα διαχωρισμό. Από τη μία έχουμε τη γυναίκα που μοιχάται κατηγορούμενη από τρίτους για τη πράξη της και από την άλλη τη γυναίκα που μοιχάται αλλά δεν κατηγορείται από κανένα. Με αυτό το προβληματισμό ασχολείται ο Βαλσαμών στην ερμηνεία του. Ισχυρίζεται πως κάποιοι νόμοι ορίζουν ότι δεν πρέπει να καταδικάζουν τη γυναίκα που μοιχάται εάν δεν υπάρχουν αποδείξεις, δηλαδή η επ’ αυτοφώρω σύλληψη της και η μαρτυρία τουλάχιστον πέντε ατόμων. Την ίδια ακριβώς θέση κρατάει και ο Ζωναράς λέγοντας πως δεν πρέπει να κατηγορείται κάποιος με υποψίες χωρίς να υπάρχουν μαρτυρίες. Αυτή η θέση των Βαλσαμών και Ζωναρά είναι εφάμιλλη με την Ευαγγελική ρήση «Ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἤ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα», προερχόμενη εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν χρειάζονται πέντε μάρτυρες, όπως ισχυρίζεται ο Βαλσαμών, αρκούν δύο ή τρεις μάρτυρες για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία.
Στη περίπτωση όμως που η μοιχευθείσα γυνή εξομολογηθεί στο πνευματικό τη πράξη της αυτή, τότε τι γίνεται; Τη λύση στο ερώτημα αυτό τη δίνει ο Αγ. Νικόδημος με την ερμηνεία του. Σε μία τέτοια περίπτωση οφείλουν οι άνδρες να χωρίζουν από τις γυναίκες τους διότι εάν δεν το πράξουν και κοιμηθούν μαζί τους τότε γίνονται συμμέτοχοι της μοιχείας με αποτέλεσμα να είναι ανάξιοι προς ιεροσύνη τόσο οι λαϊκοί όσο και οι κληρικοί. Ο Αγ. Νικόδημος κινούμενος υπό το πνεύμα αυτό δεν κάνει διαχωρισμό λαϊκών και κληρικών όπως πραγματοποιεί ο Βαλσαμών.
Ο Βαλσαμών επηρεαζμένος από τον ιη΄ Αποστολικό κανόνα υποστηρίζει ότι ο λαϊκός του οποίου η γυναίκα μοιχάται δεν μπορεί να γίνει κληρικός. Στο κανόνα αυτό αναφέρεται πως αυτός που θα νυμφευθεί χήρα η γυναίκα την οποία απέλυσε ο άνδρας της, ή πόρνη κ.τ.λ. δεν μπορεί να είναι πρεσβύτερος, διάκονος η επίσκοπος. Δεν πρόσεξε όμως ότι ο ιη΄ Αποστολικός κανόνας αναφέρεται στη περίπτωση όπου ο άνδρας εν γνώση του έλαβε αυτή τη γυναίκα. Γνώριζε το ποιόν της και παρ’ όλα αυτά δέχτηκε να την νυμφευθεί. Αυτό δηλούται από τη μετοχή «λαβὼν ». Ενώ στη περίπτωση του η΄ κανόνα της Νεοκαισαρείας συνόδου τόσο ο κληρικός όσο και ο λαϊκός έχουν νυμφευθεί κανονικώς και έπειτα μοιχάται η σύζυγός τους, όχι δηλαδή κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρει ο ιη΄ κανών των Αποστόλων. Άρα έχουμε μία τελείως διαφορετική κατάσταση.
Ο Βαλσαμών συγχαίοντας αυτές τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις υποστηρίζει πως ο λαϊκός του οποίου η γυναίκα μοιχάται δεν μπορεί να χειροτονηθεί ακόμα και αν πάρει διαζύγιο. Αντιθέτως ο κληρικός του οποίου η γυναίκα μοιχάται μπορεί να κατέχει τη θέση του εάν διαζευχθεί. Αυτή η θέση ανατρέπεται πλήρως από τον Αγ. Νικόδημο.
Ο Αγ. Νικόδημος αναφέρει στην ερμηνεία του πως ο Βαλσαμών λανθασμένα ισχυρίζεται τα παραπάνω εκτεθέντα διότι με αυτή τη θέση εισάγει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αυτή η θέση αναιρείται από τον Αγ. Νικοδήμου ο οποίος ισχυρίζεται πως τόσο ο κληρικός όσο και ο λαϊκός των οποίων η γυναίκα μοίχευσε εάν διαζευχθούν έχουν τη δυνατότητα ο μεν πρώτος να διατηρήσει το αξίωμα του ο δε δεύτερος να δεχτεί το αξίωμα της ιεροσύνης. Για να συμβεί όμως αυτό εισάγεται η προϋπόθεση να μην έχουν κοιμηθεί με τις μοιχευθείσες γυναίκες, διότι εάν κοιμηθούν μαζί τους συνεμολύνονται από την μοιχεία. Έτσι δεν είναι δυνατό ο μεν κληρικός να κατέχει την ιεροσύνη ο δε λαϊκός να τη λάβει. Άρα γίνεται αντιληπτό ότι τόσο ο κληρικός όσο και ο λαϊκός των οποίων η γυναίκα μοιχεύσει μπορούν να κατέχουν ο μεν πρώτος το αξίωμά του, ο δε δεύτερος την αξία προς ιεροσύνη υπό τη προϋπόθεση ότι θα διαζευχθούν δίχως να συνευρεθούν με τις συζύγους τους.
7. Οι διατάξεις στους θ΄ και ι΄ κανόνες.
Οι θ΄ και ι΄ κανόνες της Συνόδου ασχολούνται με τα αμαρτήματα των πρεσβυτέρων και διακόνων που πραγματοποιήθηκαν πρό της ιεροσύνης εκ των οποίων άλλα είναι κωλυματικά της ιεροσύνης και άλλα όχι. Ο θ΄ κανών ορίζει περί πρεσβυτέρων ενώ ο ι΄ περί διακόνων.
Λέει λοιπόν ο θ΄ κανών της συνόδου ότι εάν κάποιος πρεσβύτερος ομολογήσει ότι αμάρτησε σωματικώς προ της χειροτονίας του αυτός θα πρέπει να παύεται από τα καθήκοντά του. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να ιερουργεί και να τελεί τα μυστήρια αλλά του παρέχεται η δυνατότητα να κατέχει τη τιμή της καθέδρας, εξ’ αιτίας της καλής διάθεσης που επέδειξε με την εξομολόγηση του αμαρτήματός του. Εάν όμως δεν το ομολογήσει και δεν μπορεί να ελεγχθεί φανερώς τούτος πρέπει να παραμένει ως έχει, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα αποδείξεως της πράξεώς του. Στη περίπτωση όμως που ελεγχθεί φανερώς και αποδειχθεί ότι αμάρτησε προ της χειροτονίας του, τότε καθαιρείται. Η σωματική αμαρτία στην οποία αναφέρεται ο κανών είναι η σαρκική μίξη και συγκεκριμένα η συνουσία, διότι σύμφωνα με το κανόνα τα λοιπά αμαρτήματα εξαφανίζονται με τη χάρη της χειροτονίας.
Ο ι΄ κανών ορίζει ακριβώς τα ίδια περί διακόνων οι οποίοι υποβιβάζονται στη τάξη του υπηρέτη. Ο Αριστήνος αναφέρει περί διακόνων ότι αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν ούτε το Άγιο Ποτήριο, ούτε το Τίμιο Άρτο, ούτε να διδάσκουν το λαό, ούτε να ιερουργούν, αλλά να είναι μόνο υπηρέτες της Εκκλησίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά από την έρευνα που κάναμε είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλοί από τους κανόνες της Εκκλησίας ασχολούνται με θέματα που άπτονται του οικογενειακού δικαίου. Από το σύνολο των επτά Συνόδων που εξετάσαμε, στις τέσσερις από αυτές εντοπίσαμε κανόνες που διαλαμβάνουν περί οικογενειακού δικαίου. Συγκεκριμένα οι τέσσερις αυτοί Σύνοδοι εξέδωσαν συνολικά 121 κανόνες εκ των οποίων 25 κανόνες αφορούν το οικογενειακό δίκαιο. Βλέπουμε ότι το ποσοστό είναι αρκετά μεγάλο, πράγμα που αποδεικνύει το πόσο σημαντικός ήταν για τους Πατέρες ο οικογενειακός βίος αλλά και η προστασία του.
Οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν ποικίλα θέματα, όπως είναι η διγαμία, η τριγαμία, η μοιχεία, η αθεμιτογαμία, ο γάμος των κληρικών, ο γάμος με αιρετικούς, η κτηνοβασία, περί παρθένων, για την εγκατάλειψη των τέκνων από τους γονείς αλλά και την εγκατάλειψη των γονέων από τα τέκνα τους. Εκείνο που πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού είναι ότι οι κανόνες αυτοί δεν προήλθαν από σκέψεις των Πατέρων ως φιλοσόφημα, αλλά καθοδηγούμενοι από τον Παράκλητο, εξέδωσαν αυτούς έχοντας ως αρχή το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Άρα ομιλούμε περί θείου δικαίου αφού η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστο έργο, επομένως και οι κανόνες είναι θεόπνευστοι. Άλλωστε όλοι οι κανόνες των Συνόδων έχουν ως αρχή τους την Αγία Γραφή, από εκεί πηγάζει το όποιο περιεχόμενό τους. Αυτό δεικνύεται είτε από την αναφορά συγκεκριμένων χωρίων στο σώμα του κανόνα, είτε καταλήγουμε σε κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής κατά την ερμηνεία του κανόνα.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα πολλοί από τους κανόνες καταλήγουν να έχουν αντίκρισμα ακόμη και στο σημερινό δίκαιο της πολιτείας που είναι ανθρώπινο δίκαιο, δηλαδή δίκαιο που δημιουργήθηκε για να διεκπεραιώνει τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Έτσι βρίσκουμε κανόνες της Εκκλησίας να έχουν απόλυτη εφαρμογή στο Αστικό Δίκαιο.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθούμε στο γεγονός ότι τα επιτίμα που επιβάλλονται από τους κανόνες στα μέλη της Εκκλησίας δεν έχουν σκοπό να τιμωρήσουν τους πιστούς. Σκοπός τους είναι να παιδαγωγηθούν οι πιστοί μέσα από αυτά, ώστε να συναισθανθούν το μέγεθος της αμαρτίας που έπραξαν και αν είναι δυνατόν να μην πέσουν πάλι στο ίδιο αμάρτημα. Έτσι λοιπόν μέσα από την επιτιμούμενη αμαρτία θα μπορέσει και πάλι ο πιστός να μεταλάβει των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθούμε στο γεγονός ότι για το χρόνο εφαρμογής των επιτιμίων έχουμε την αρχή της «οικονομίας». Ο χρόνος δηλαδή των επιτιμίων ορίζεται ως μέτρο, όχι όμως μέτρο που δεν έχει τη δυνατότητα να μειωθεί ή να αυξηθεί. Ο Πνευματικός πρέπει να παρακολουθεί την πρόοδο του πιστού. Δηλαδή εάν ο πιστός έχει συναισθανθεί ή όχι το μέγεθος της αμαρτίας του και εάν η μεταμέλεια που υποδεικνύει είναι ειλικρινής. Και αναλόγως της μεταμέλειάς του είτε να συστέλλει είτε να επιμηκύνει το χρόνο του επιτιμίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΓΑΦΙΑ
Α. ΠΗΓΑΙ
Π.ΔΙΑΘΗΚΗ, υπό Alfred Rahlfs, εκδ. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart, 1979.
Κ.ΔΙΑΘΗΚΗ, υπό E.Nestle – K.Aland, εκδ. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart, 199827.
ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΔ., Κώδικας Ιερών Κανόνων(Κείμενο – Ερμηνεία – Σχόλια) και Εκκλησιαστικών νόμων, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 20063.
ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ – ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἀγίας Καθολικής καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὄρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θείοι κανόνες… ἑρμηνευόμενοι, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1998.
Γ.Α.ΡΑΛΛΗ – Μ.ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ιερών κανόνων τῶν τε Ἀγίων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ιερών Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος Ἀγίων Πατέρων, ἐκδοθέν, συν πλέισταις άλλαις την ἐκκλησιαστικὴν κατάστασην διεπούσαις διατάξεσι, μετὰ τῶν ἀρχαίων εξηγητῶν, καὶ διαφόρων ἀναγνωσμάτων, τ. Α-ΣΤ, Ἀθήνισιν 1852-1859, εκδ. Γρηγόρη, Φωτοτυπική Ανατύπωσις, Αθήνα 1992.
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ Π., (Μητροπολίτου Σουηδίας), Ιστορική Εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990.
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ Ι., Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 19992.
ΤΡΩΙΑΝΟΥ ΣΠ., Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 19992.
ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Π., Η απόπειρα Eκκλησιαστικού εγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική και ισστορικοσυγκριτική, διατριβή επί διδακτορία, Αθήναι 1978.
-Θέματα Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου Α΄, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1994.
ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ ΕΛ., Ισότητα των δύο φύλων και μορφές γυναικών στη Βίβλο, (προς χρήση των φοιτητών), Μέρος πρώτο, Αθήνα 2003.
Βλ. Σπυριδάκη, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου, σελ. 131.
Πηδάλιον, σελ. 371.
Ό.π., σελ. 385.
Ό.π., βλ. υποσημ., σελ. 396.
Ο.π., σελ. 395-397.
Ό.π., βλ. υποσημ. 1, σελ. 420.
Ό.π., βλ. υποσημ. 2, σελ. 420.
Ό.π., βλ. υποσημ. 3, σελ. 420.
Ό.π., σελ. 420.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 39-40.
Ρ.Π.Β΄, σελ. 318.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 41.
Ρ.Π.Β΄, σελ. 33.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 41.
Ρ.Π.Γ΄, σελ 41.
Ό.π., σελ 53.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 56.
Πηδάλιον, βλ. υποσημ.1, σελ. 379
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 56 και εξής.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 332-333.
Εβρ. Ιγ΄,4
Ρ.Π.Γ΄ σελ. 60.
Για την έννοια της διγαμίας βλ. Χριστινάκη, Η Απόπειρα, σελ. 647,651.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 61-62.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 145.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 60-61.
Για την έννοια της μοιχείας βλ. Χριστινάκη, Η Απόπειρα, σελ. 630 και εξής.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 140-142.
Ρ.Π.ΣΤ΄, σελ. 391.
Βλ. ερμηνεία Πηδαλίου σελ. 380-381.
Α΄ Τιμ. ε΄,11
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 62
Χριστινάκη, Τα υποκειμενικά στοιχεία, σελ .267.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 239-240.
Ό.π., σελ. 216.
Ό.π., σελ. 310.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 68.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 68-69.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 240.
Ό.π., σελ. 230-231.
Βλ. ερμηνεία Πηδαλίου σελ. 384.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 171.
Α΄ Κορ. ζ΄ 8-9.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 171-172.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 102.
Ό.π., σελ. 253.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 180.
Ό.π., σελ. 198.
Ρ.Π.Β΄, σελ. 251-252.
Ό.π., σελ 252.
Λέγοντας αποδεκτό εννοούμε εάν έχει γίνει σύμφωνα με τον τύπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Βλ. ερμηνεία Ζωναρά και Βαλσαμών, Ρ.Π.Β΄, σελ. 252-254.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 100.
Ρ.Π.Β΄, σελ. 7-8.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 67-68.
Πρβλ. Σπ. Τρωϊάνου, Οι Πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, σελ. 63, Π. Μενεβίσογλου, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 33.
Ό.π., σελ. 100-101.
Εβρ. Ιγ΄ 4
Ά Τιμ. δ΄ 1,3
Γεν. α΄31
Τιτ. α΄ 15
Βλ. υποσημ., 10,11.
Ρ.Π.Β΄, σελ. 330-331.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 103.
Βλ. ερμηνεία Πηδαλίου, σελ.399.
Βλ.ανωτ., ερμηνεία του α΄ κανόνα της εν Γάγγρα Συνόδου.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 106.
Του ιδίου θέματος διαλαμβάνουν οι ε΄ και να΄ Αποστολικοί κανόνες των οποίων βλ. ερμηνεία ανωτέρω.
Ρ.Π.Γ΄, σελ.110.
Πηδάλιον, σελ. 402.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 110.
Ά Κορ. ζ΄ 5
Ά Κορ. ζ΄ 4
Γεν. β΄ 24
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 110.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 111.
Ό.π.
Ά Τιμ. έ 4,8,10
Εφεσ. στ 4
Ρ.Π.Γ΄ σελ. 112.
Εφες. στ 1-3
Εξ. κ΄ 12, Δευτ. ε΄ 16
Βλ. ερμηνεία Πηδαλίου σελ. 402 καθώς και ερμηνεία Ζωναρά και Βαλσαμών, Ρ.Π.Γ΄, σελ. 112-113.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 70.
Ό.π., σελ. 70-71
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 173.
Ναούμ α΄ 9.
Απ. κστ΄, ΣΤ στ΄, Δ ιδ΄
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 308.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 70-71.
Πηδάλιον, σελ. 386.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 33.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 71.
Αθεμιτογαμία είναι ο άνομος Γάμος που εμποδίζεται εξαιτίας κανονικού κωλύματος.
Ιωανν. γ΄ 17, ιβ΄ 47
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 240.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 73.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 73.
Ό.π. , σελ. 71.
Πηδάλιον, σελ. 386.
Βλ. Χριστινάκη, Ισότητα, σελ. 118-123.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 74.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 102.
Ό.π., σελ. 203.
Ό.π., σελ. 242-243.
Βλ. υποσημ. Πηδαλίου, σελ. 387-388.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 75.
Ό.π., σελ. 75-76.
Για τις βαθμίδες των αμαρτημάτων βλ. Χριστινάκη, Η Απόπειρα, σελ. 360-371.
Ρ.Π. Δ΄, σελ. 228.
Χριστινάκη, Η Απόπειρα, σελ. 367-370.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 436.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 80.
Ό.π., σελ. 81.
Ρ.Π.Δ΄, σελ. 102.
Βλ. υποσημ. Πηδαλίου, σελ. 390.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 82.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 83.
Ό.π., σελ. 82-83.
Ματθ. ιη΄, 16
Δευτ. ιθ΄, 15
Πηδάλιον, υποσημ.1, σελ. 391.
Ρ.Π.Β΄ σελ. 25.
Ό.π.,
Πηδάλιον, υποσημ.1, σελ. 391.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 84.
Ό.π., σελ. 87.
Βλ. ερμηνεία του η΄ κανόνα της Νεοκαισαρείας Συνόδου σελ. 29.
Βαλσαμών, ερμηνεία στον θ΄ Νεοκ., Ρ.Π.Γ΄, σελ. 85-87.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Βαλσαμών, θέση υπηρέτη κατέχει ο αχειροτόνητος υποδιάκονος ή αναγνώστης . Ρ.Π.Γ΄, σελ. 88.
Ρ.Π.Γ΄, σελ. 88.