Κωνσταντίνος Μ. Νίγδελης
ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Ο Αύγουστος Καίσαρας για να τιμήσει τον Ιούλιο Καίσαρα μετονόμασε τον μήνα Εκατομβαιώνα σε Ιούλιο. Τον βρίσκουμε επίσης και ως:
Αλωνάρης, Χορτός, Άγιος Κούρκος-Κήρυκος, Αγισκήρκους, ο Θεριστής, Τεμούζ, Ρεζέπ…
Ο δεύτερος μήνας του καλοκαιριού, ο μήνας του θερισμού, του αλωνισμού και ορισμένων μεγάλων εορτών.
Το στάρι, Θεού δώρο, για τους Καππαδόκες, ήταν ιερό και συνάμα σημαντικό, για τις διατροφικές τους συνήθειες, οι οποίες στο σύνολο τους στηρίζονταν ακριβώς σε αυτό και τα παράγωγά του, με τη γη τους να είναι σχεδόν αποκλειστικά ικανή να φιλοξενεί μόνο τέτοιες παραγωγές…
Επίσης, ενώ το όργωμα- σπορά ήταν και ανδρική υπόθεση, ο θερισμός ήταν κυρίως γυναικεία απασχόληση, μιας και η λειψανδρία την περίοδο του καλοκαιριού ήταν φαινόμενο που είχε λάβει επιδημικές διαστάσεις. Με τις ίδιες μάλιστα να νιώθουν υπερήφανες γι’ αυτό, να απασχολούνται με τούτο το ευλογημένο προϊόν αδιαμαρτύρητα, προσφέροντας μάλιστα με τις μετέπειτα μαρτυρίες τους πανέμορφες γεωργικές εικόνες του χθες.499
- «Μέσα στον ήλιο, στα χωράφια δουλεύαμε όλες μαζί οι γυναίκες. Ζέστα έκανε. Έτσι λέγαμε και λαλούσε (φυσούσε). Μόλις το λέγαμε, ένας καλός αέρας, απ’ τον αϊ Γιώργη επάνω… α, α, α, φωνάζαμε και πιάναμε πάλι τη δουλειά. Όλες στη σειρά. Σα σιδηρόδρομος. Δέκα γυναίκες στη σειρά πηγαίναμε και ερχόμασταν μέσα στο σιτάρι και τραγουδούσαμε».
- «Τραγουδούσαμε όλες μαζί, όταν θερίζαμε στα χωράφια. Λέγαμε πολλά τραγούδια, για να ξεκουραστούμε, για να κάνουμε κουράγιο στη δουλειά. Σε μας όλες οι γυναίκες δούλευαν στα χωράφια. Δώδεκα χρονών κορίτσια δίπλα μας δούλευαν. Τα παιδιά μας ζυμάρια ζυμωμένα-μαθημένα στη δουλειά ήτανε. Εμείς λέγαμε αυτό το τραγούδι, αλλά μη γελαστείς από αυτό, πολλή ζέστη στο χωριό μας δεν είχε, μόνο η Μαλακοπή έβραζε.
Του χιόρους – θέρους το τραγούδι
Λαλεί (φύσα) βοριάμ’, λαλεί εσύ μ’
Α σον αϊ Γιώργη απάνω να λαλήσεις
Δεν ‘μαι σταφύλ ’ να νταμλαντίσω (δακρύσω)
Δεν ’μαι μαλάσκηνο (δαμάσκηνο) κι να μαυρίσω
Δεν ’μαι βορκόκ’ (βερίκοκο) ν’ αχνίσω (κοκκινίσω)
Δεν ’μια κιράσ’(κεράσι) κι να γενώ κι να με φάει κόζμος
Εγώ είμαι άνθρωπος…
Έχουμε ψυχή, έχουμ’ και σώμα,
δεν μπορούμε να βαστάξουμε στη ζέστα.
Δώσε μας σερινίκ (δροσιά) κι να βαστάξουμε.
Να χερίσουμ’ το χιόρος μας μι το καλό
Να κατεβάσουμ τ’ αλώνια και να τα σηκώσουμε με το καλό
κι να τα φάμε μι το καλό μι τα παιδιά μας.
Κι άντρες μας να παν στην ξενιτιά μι το καλό
Και να γυρίσουν πάλι.
Εγώ είμαι άνθρωπος…
Έχουμε ψυχή, έχουμ’ και σώμα,
δεν μπορούμε να βαστάξουμε στη ζέστα».
Γενικές δοξασίες – πρακτικές
Η έναρξη του θερισμού των σπαρτών γινότανε πάντοτε και σχεδόν σε όλες τις κοινότητες του χώρου τελετουργικά με τη συμμετοχή του τοπικού κλήρου. Ένα τρισάγιο, μια ευχή, και, στο Όνομα του Θεού,500 ξεκινούσαν τα πάντα. Από τον θερισμό- μάζεμα των σπαρτών, το αλώνισμα-λίχνισμα, έως και την αποθήκευσή τους.
Στα Κενάταλα είχαν μια ξεχωριστή συνήθεια: μετά τις σχετικές ευχές, κάποιος πιτσιρικάς της οικογένειας έτρεχε στα χωράφια, μάζευε ένα δεμάτι μικρό και το προσέφερε στον αρχηγό της οικογένειας λέγοντας «τόση να είναι η ζωή του οχτρού σου».501
Στο Ανταβάλ, στη Μαλακοπή και στην Αξό προ του θερισμού έριχούφτα καρπών για το κουρμπάνι των πουλιών.502
Στο Ανταβάλ επιπλέον, μετά τις σχετικές ευχές του ιερέως, την πρώτη δέσμη των σταχυών τη βάζανε καταγής πλαγιαστή σε σχήμα σταυρού.
Στο Ταλάς προ του αλωνισμού σχημάτιζαν ένα σταυρό με πέτρες σε σχήμα σταυρού, τις μπερεκέτ τασί-πέτρες αφθονίας και εκεί πάνω κάνανε τους πρώτους αλωνισμούς.
Στα Φλαβιανά αλλά και την Κέρμιρα, πριν αρχίζουν το αλώνισμα, έριχναν μια φτυαριά στάχυα έξω από το αλώνι, έτσι απλά ως μια σπονδή προς τα φτερωτά του κόσμου. Επίσης, προτού ξεκινήσουν το κοσκίνισμα, έστρωναν στο χώμα πέτρες σε σχήμα σταυρού κι άφηναν να πέσει εκεί πάνω το στάρι… Τις πέτρες αυτές τις λέγανε μπερεκετιού, δηλαδή πέτρες της αφθονίας.503
Στο σύνολο σχεδόν των κοινοτήτων του χώρου, με το πέρας του θερισμού, καλείτο και πάλι ο ιερέας για τις σχετικές ευχαριστίες προς τον Θεό…
Στην κοινότητα του Μπορ υπήρχαν μερικά μάλλον δυσερμήνευτα δρώμενα. Εκεί, λοιπόν, με το τέλος του θερισμού πετούσαν το δρεπάνι στον αρχηγό της οικογένειας ή τον ιδιοκτήτη, σε περίπτωση μισθωτής εργασίας, ζητώντας το σχετικό μπαξίσι λέγοντας: Ντουσμανίν ομρού μπούκανταρ ολσούν- του εχθρού σου η ζωή τόση να είναι, υπονοώντας δηλαδή να κρατήσει τόσο, όσο το θέρισμα του χωραφιού.
7 Ιουλίου
Της Αγίας Κυριακής, άε Κερκή, εν Τζερετζή…
Μπορεί μεν να μην ήταν τόσο γνωστή αγία, αλλά σε κάθε περίπτωση σε όποια κοινότητα υπήρχε εκκλησία ή ξωκλήσι, λάμβαναν χώρα πολλά και ποικίλα έθιμα.
Έτσι, παρατηρήθηκαν εγκοιμήσεις, κρέμασμα λωρίδων υφάσματος από ενδυμασίες ασθενών στους τοίχους ή σε παρακείμενα δένδρα για ιαματικούς σκοπούς, αλλά και θυσίες ζωντανών, με την πλέον γνωστή αυτής της κοινότητος των Λιμνών την οποία και αναφέρουμε ως η σφαγή των αμνών!
Επρόκειτο για μια ιδιαίτερη γιορτή της κοινότητας μιας και υπήρχε το ομώνυμο βουνό με τις λαξευτές σπηλιές μεταξύ των οποίων και η λαξευτή εκκλησιά της αγίας.
«Ανέβαινε ο παπάς και λειτουργούσε. Άμα τέλειωνε η λειτουργία, βγαίναμε έξω και όσοι είχανε να κάνουνε κουρμπάνι μαζεύανε τα αρνιά έξω από την πόρτα της εκκλησιάς, τα βάζανε ένα- ένα επάνω σε πέτρες και τα σφάζανε, ο καθένας το δικό του και το αίμα έφτανε ως την πόρτα της εκκλησιάς. Δεν ήτανε κακό αυτό, γιατί το κάνανε, για να τιμήσουν την άε Κερκή, ήτανε για τ’ όνομά της, για τη χάρη της να ευχαριστηθεί. Κι ο παπάς εκείνη την ώρα που κόβανε τ’ αρνιά, το ήξερε και διάβαζε μέσα στην εκκλησία ευχές. Ύστερα παίρνανε τ’ αρνιά πιο μακριά λίγο και βάζανε σούβλες και τα ψήνανε. Ο τόπος γέμιζε από τη μυρουδιά κι αρχίζανε τα τραγούδια και οι χαρές και το γλέντι».504
Επισήμανση
Η θυσία των ζωντανών ήταν μια συνηθισμένη λατρευτική προσφορά, η οποία γινότανε για πολλούς και διαφόρους λόγους και πάντοτε ύστερα από τις ευλογίες της τοπικής εκκλησίας. Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις, εντός του αύλειου χώρου του ναού, σε μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα, ειδική για την περίπτωση, την οποία ονόμαζαν θάλι.505
17 Ιουλίου
Της Αγίας Μαρίνας, Μάινε… δηλαδή αϊ Μάινε τεκτέ ντουζντέ- στη μοναξιά και στο ίσωμα, θεραπεύτριας του παιδικού βήχα και των θερμών- ελονοσίας. Σχεδόν το σύνολο των παρεκκλησιών και εκκλησιών που φέρανε το όνομά της, ανήμερα της εορτής, γινότανε τόποι πανηγυριών και επισκέψεων. Στο Γκέλβερι μάλιστα, στο «παρεκκλήσι της αγίας, στο λαξευτό βράχο, έφερναν τα άρρωστα παιδιά και τα περνούσαν μέσα από την τρύπα, την τρύπα του βήχα- οξουρέκ ντελιγί, για ίαση».506
Σε κάποιες από τις κοινότητες του χώρου, ιδιαίτερα μάλιστα σε αυτές που υπήρχαν παραγωγές βερίκοκων, υπήρχε το έθιμο της πρώτης διανομής-απαρχής507 στους… αγροφύλακες, με ταυτόχρονη διασκέδαση για το καλό της σοδειάς. Ή το δόσιμο του πρώτου καρπού από κάθε δένδρο σε μια «καρπερή γυναίκα», δηλαδή μια που είχε πολλά παιδιά για να αποδώσει μαζικά η παραγωγή.
Βεβαίως, οι ιστοριοδίφες του χώρου καταγράφουν μερικά παράξενα έως και παράδοξα, σχετικά με την αγία και τις αποδιδόμενες τιμές στο πρόσωπό της, oι οποίες μάλλον δεν ήταν του αυτού μεγέθους. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ στην Ανακού, όπου υπήρχε παρεκκλήσι της, τιμούσαν το όνομά της και την ημέρα της εορτής γινότανε πολλά και διάφορα, στην παραδιπλανή κοινότητα της Μαλακοπής αντιμετώπιζαν αρνητικά έως και επιτιμητικά τους πιστούς, δημιουργώντας μεταξύ των άλλων και μυθοπλασίες που ευτέλιζαν ή σε κάθε περίπτωση διακωμωδούσαν την πίστη τους. Λέγανε, λοιπόν, πως «τιμούσαν πολύ οι Ανακιώτες την Αγία Μαρίνα, τόσο που οι Μαλακοπίτες τους κοροΐδευαν. Πήγε, λένε, μια Ανακιώτισσα ν’ανάψει τα κανδήλια της εκκλησιάς και βρήκε μια χελώνα που έβγαινε από τη σπηλιά. Την πήρε για την Αγία, άναψ’ ένα κερί και το κόλλησε στο καβούκι του ζώου. Μπήκε η χελώνα στα χωράφια που περίμεναν το θέρος και όταν σε λίγο τα σπαρτά πήραν φωτιά και ο κόσμος καιγόταν, η Ανακιώτισσα σταύρωσε τα χέρια και παρακαλούσε: Αϊ Μαρίνα μ’, κάψε κιόλας, άφ’ σε κιόλας».508
Τα μάλα παράξενη επίσης ήταν και η διατροφική συνήθεια της ημέρας στις κοινότητες του Μιστί… στις οποίες κατανάλωναν μόνο κουκιά, κόλλυβα και ξινές πιπεριές.509 Δεν γνωρίζουμε το γιατί, ούτε έχουμε καμία πληροφορία περί αυτού. Απλά εικάζουμε πως ήταν η εποχή των και κατά συνέπεια κάπου, κάποιος, κάποτε, συνέδεσε την τούτη τη διατροφική συνήθεια.
20 Ιουλίου
Του προφήτη Ηλία, του αμαξά που ανέβηκε στον ουρανό με τα άλογά του… ντα νταγντά, τασντά, του αγίου των βουνών και των βράχων, αγίου των βροντών και των ευεργετικών βροχών, ιδιαίτερα σεμνυνόμενου από τον πληθυσμό της Καππαδοκίας, εξαιτίας φυσικά της ικανότητάς του να φέρει τη βροχή με τα ευεργετικά της θαύματα στα σπαρτά.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη οι βροντές οφείλονταν στο πέρασμά του με το πύρινο άρμα που, συρόμενο από τέσσερα άλογα, διαπερνούσε τον ουρανό…510
Φυσικά, σε περίπτωση ανομβρίας γινόταν αποδέκτης θερμών ικεσιών και λιτανειών που περιελάμβαναν μια σειρά αρχέγονων πρακτικών, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, υιοθετήθηκαν από τη χριστιανική κοινότητα.511 Τις παρουσιάζουμε καταθέτοντας πως τις αντλήσαμε από το βιβλίο «Λίμνα της Καππαδοκίας».512
Να σημειώσουμε επίσης πως:
- η ανομβρία αφορούσε και τις δυο κοινότητες…
- δεν υπήρχε συγκεκριμένη ημερομηνία για τη λιτανεία βροχής, αλλά γινόταν και σε άλλους μήνες όπως για παράδειγμα τον μήνα Μάιο, ιδιαίτερα μάλιστα ανήμερα της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Λιτανεία που στο Τσαρικλί την ονόμαζαν Σάλιντζικ και την περιγράφουμε στο οικείο κεφάλαιο.
Επισήμανση
Για τους κατοίκους του υπό έρευνα χώρου, ο άγιος ήταν ζωντανός. Απλά μετακόμισε-ανέβηκε στους ουρανούς και από εκεί:
- φρόντιζε να έχουν οι καλοί άνθρωποι τα απαραίτητα νερά για τις παραγωγές τους.
- να τιμωρούνται οι αμαρτωλοί, ιδιαίτερα μάλιστα αυτοί που δούλευαν την ημέρα της εορτής του.
- κατά τις υπάρχουσες δοξασίες το κτίσιμο παρεκκλησίων του στις νεφοσκεπείς πλαγιές και κορυφές των βουνών, αποδιδόταν στη δημιουργία καταφυγίων-αναπαυτηρίων του προφήτου… «για να αποστάσουν τ’ άλογα κι ο Αϊ Αίας».
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε ένα μικρό χαρακτηριστικό δείγμα από τα μουχαμπέτια που αποδίδονται στη χάρη του.
α’
«Ο προφήτης Ηλίας είναι ζωντανός… δεν πέθανε, αλλά ανέβηκε τον ουρανό με πύρινο άρμα. Έχει τ’ αραμπάδια του, έχ’ τ’ άλογά τ’. Τα λέϊσκαν αυτά.
Αμα ο καιρός είναι καλός και βροντίζει, έλεγαν ότι ο προφήτης έζεψεν τ’ άλογα του και θα κάνει βροχή ή προφήτ’ Ηλίας βροντά, τ’ άλογα τ’ ανεβαίνουν στον ουρανό…
Λέϊσκαμ: Προφήτ’ Ηλίας αραπασινάν γκιντέρ… δηλαδή, ο Προφήτης Ηλίας με το κάρο του πηγαίνει.
Λέϊσκαμ: Προφήτ’ Ηλίας κατακαίει τα αμαρτωλούς που δουλεύουν τη μέρα τ’ με φωτιά (αστραπές).
Πάντως, είναι καλός προφήτης ο Αίας, γιατί μας έδινε βροχή όποτε θέλαν τα καρπούζια μας για να γίνουν».513
β’
«Ο προφήτης Ηλίας είναι ο αφέντης των χωρικών. Τη μέρα εκείνη μήτε θέρος έχει, μήτε αλώνι. Όταν βροντάει, λέμε πως περνάνε οι αραμπάδες του προφήτη Ηλία στον ουρανό. Ο προφήτης έχει άλογα και άρμα από φωτιά.
Τη μέρα εκείνη, όταν είχαμε σύννεφα, λέγαμε πως θα είχαμε όλο τον χρόνο φθήνια και αφθονία. Όταν δεν είχε σύννεφα, λέγαμε πως θα έχει ξηρασία. Και ένα μικρό σύννεφο να είχε, σαν κόσκινο, πάλι για καλό ήτανε.
Όταν ζούσε ο προφήτης για πάνω από τέσσερα χρόνια δεν έβρεχε. Έκανε την προσευχή του και έβρεξε».514
Λιτανεία για την ανομβρία
μια θρησκευτική εκδήλωση διαφορετική από τις άλλες
Έχουμε δηλώσει κατ’ επανάληψη πως η Καππαδοκία αφενός μεν είναι άξυλος, αφετέρου δε άνυδρος, εκτός ελάχιστων περιοχών με πλούσιους υδροφόρους ορίζοντες όπως, για παράδειγμα, η κοινότητα του Γκολτσούκ. Όμως και πάλι οι ποσότητες των υπαρχόντων υδάτων δεν μπορούσαν να καλύψουν όλη την παραγωγή, εξαιτίας της μη ύπαρξης τεχνολογίας μεταφοράς των.
Συνεπώς και αρκετές περιοχές της κοινότητας «απόμνεισκαν» από νερά με τα σπαρτά να καίγονται κυριολεκτικά, ιδιαίτερα μάλιστα όταν φυσούσε ο σάμ τσαλμασί, ένας ιδιαίτερα ζεστός αέρας που κρατούσε τρία ημερόνυχτα και σήκωνε τόνους ολάκερους από σκόνη επικαλύπτοντας τις παραγωγές και τα χωριά… “Ούτε γη ούτε ουρανό έβλεπες, μόνο ένα άσπρο πράγμα να σε τυλίγει… Οι άνθρωποι χάνανε το δρόμο και δεν μπορούσαν να γυρίσουν σπίτι τους, όλοι κλαίγανε και προσεύχονταν, χάνεται ο κόσμος λέγανε”.515
Φυσικά, κατά την κοινή αντίληψη η καταστροφή ήταν ή θα πρέπει να ήταν απότοκος της θεϊκής επέμβασης για κάποια συντελεσθείσα αμαρτία. Δίκαιη τιμωρία για κάποια ασέβεια που έπρεπε να σβηστεί μόνο με κάποια εξιλέωση. Έτσι, λέγανε πως «μεγάλο το κακό, άρα… καμιά χριστιανή θα έγινε τουρκάλα, θα αλλαξοπίστησε και γι’ αυτό ο Θεός έριξε αυτό το κακό».516
Η πρώτη ενέργεια προς αντιμετώπιση αυτού του υπαρκτού φαινομένου, του αέρα δηλαδή σε συνδυασμό με την υπάρχουσα ανομβρία, ήταν η επέμβαση της τοπικής εκκλησίας με τους εκπροσώπους της. Αυτοί, με τις ιδιαίτερες ευχές για βροχή εντός του χώρου της εκκλησίας, τις παρακλήσεις, τις ικεσίες προς τον Θεό για παύση του αέρα και τον ερχομό μιας καλής, δυνατής βροχής, απέτρεπαν την ανομβρία.
Σε περίπτωση όμως που αυτά δεν απέδιδαν, προετοιμάζονταν για τη λιτανεία, που ήταν μια θρησκευτική εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, ακόμα και οι μουσουλμάνοι, εφόσον αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα, μιας και τα φυσικά φαινόμενα είναι ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Σχηματίζονταν λοιπόν ολάκερη πομπή. Μπροστά η εικόνα του Προφήτη Ηλία, την οποία κρατούσε κάποιο παιδί, γιατί σύμφωνα με την παράδοση «ο Προφήτης μαζεύει τα σύννεφα και τα κάνει να βροντούν», ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα, οι ιερείς, οι προύχοντες, ο κόσμος όλος κρατώντας στα χέρια τους αναμμένα κεριά… πορευόμενοί στους δρόμους, στις πλατείες, στα χωράφια, ψάλλοντας και παρακαλώντας τη μεγαλοθυμία του Κυρίου…
Επισήμανση
- Η επίκληση για βροχή γινότανε σε όλους ανεξαιρέτως τους αγίους. Εθεωρείτο αμαρτία η παράλειψη, έστω και ενός, καί γι’ αυτό τον λόγο γινότανε η σχετική προετοιμασία.
- Στη μεγάλη ξηρασία του ’15, σύμφωνα με τους πληροφορητές, οι δυο θρησκευτικές ενότητες κάνανε μαζί τη λιτανεία για τη βροχή, αφού προηγουμένως καθεμία από αυτές έκανε «τα δικά της στους δικούς της ναούς. Μετά ενώθηκαν στο λόφο Παναή, γονάτισαν και προσευχήθηκαν στο Θεό, για το καλό του χωριού, των ανθρώπων και των ζωντανών».
- Υπήρχε και η ομαδική προσευχή των μικρών παιδιών. Όλα τα φσάχα της κοινότητας μαζευότανε στην εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη και εκεί, υπό την καθοδήγηση των ιερέων, έψαλαν προσευχές – επίκληση στο Θεό για την πολυπόθητη βροχή.
- Ο γυναικείος πληθυσμός την ώρα της λιτανείας φορούσε πένθιμο ρουχισμό και κυρίως κατάμαυρες μαντήλες…
- Δεν έδιδαν στα φσάχα βυζί-γάλα για να κλαίνε, αλλά και τροφή στα ζωντανά για να μουγκανίζουν.517 518
- Ιδιαίτερα παράξενη σχετικά με την πρόκληση βροχής ήταν μια πρακτική που τη συναντάμε μόνο στην κοινότητα του Ανταβάλ. Εκεί, λοιπόν, μεταξύ των άλλων, σύλωμα, νεκροκεφαλές κ.λπ, «πιάνανε φίδια, τα κτυπούσαν στο κεφάλι, τα βάζανε πάνω σε ξερά χόρτα και τα … καίγανε ζωντανά».51Κ
Οι νεκροκεφαλές… και η βροχή.
Ταυτόχρονα με τις καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου εκδηλώσεις, χρησιμοποιούσαν και άλλες διαφορετικές μεθόδους, που ήταν ένα περίεργο μείγμα τοπικής μαγείας και θρησκευτικών αντιλήψεων. Τις καταγράφουμε, με την υποσημείωση πως υπάρχουν πολλές παραλλαγές σε μια κεντρική πράξη: στη χρησιμοποίηση νεκροκεφαλών.
Έχουμε λοιπόν:
- σε περίπτωση μεγάλης ανομβρίας και επικείμενης καταστροφής των παραγωγών, κλέβανε από τα μνήματα, κρυφά, το κεφάλι ενός ιερέως, το οποίο το πλένανε, το τοποθετούσαν σε ιδιαίτερο σάκο και το κρεμούσαν «εκεί που γυρίζει ο νερόμυλος, στο τσάρκ… Το νερό του τσάρκ ράντιζε το κρανίο και πραγματικά απέφερε την επιθυμητή βροχή».519
Επισήμανση
Υπήρχε η δοξασία πως η ψυχή του νεκρού ξηραίνεται από τη δίψα και έχει ανάγκη νερού. Αν συνεπώς δώσουμε το νερό που θέλει, οπωσδήποτε θα προκληθεί βροχή.
- στη δεύτερη παραλλαγή αυτού του εθίμου, για την πλήρη εφαρμογή του ήταν απαραίτητη η συνεργασία και ατόμων από τα διπλανά χωριά, τα οποία έπρεπε να ανοίξουν τάφους ιερέων για τα αντίστοιχα κρανία, δηλαδή ταυτόχρονο άνοιγμα τάφων ιερέων στο Χασάκιοϊ (Αξό), το Τριχίν (Τροχός) και τα Λιμνά.
Βεβαίως, σε περίπτωση ανυπαρξίας τάφων ιερέων, φρόντιζαν να αντικατασταθούν από κρανία γερόντων. Φυσικά, τούτη η πράξη δεν ήταν άγνωστη. Απλά, μπροστά στη γενική σωτηρία των παραγωγών και κατά συνέπεια του ιδίου του κόσμου, όλοι, ακόμα και η τοπική εκκλησία, έκαναν τα στραβά μάτια.
Παίρνανε λοιπόν τις νεκροκεφαλές, τις πλένανε, τις τοποθετούσαν σε μια άσπρη σακούλα και τις κρεμούσαν στον μύλο για μια ολάκερη νύκτα «γιατί, όπως σκορπίζεται το νερό, όταν κτυπά τα κρανία, έτσι θα πιάσει βροχή και θα σκορπίσει το νερό».520
- σύμφωνα πάλι με μια τρίτη παραλλαγή, που τη συναντάμε στην Ανακού, τούτο το ιερό καθήκον πραγματοποιούσαν τουλάχιστον δύο ή και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες ξέθαβαν και παίρνανε το κρανίο κατά προτίμηση ηλικιωμένου αρσενικού… το οποίο πλένανε, το βάζανε σε κάποιο σκεύος με νερό και το τοποθετούσαν μέσα στην εκκλησιά για να διαβαστεί, βέβαιες πως με τούτη την πράξη θα σκοτεινιάσει ο ουρανός και θα φέρει την πολυπόθητη βροχή. Φυσικά, υπήρχε η πίστη πως θα έβρεχε και μάλιστα κατακλυσμιαία, για όσο χρονικό διάστημα το κρανίο βρισκότανε εντός του νερού…521
- σε μια τέταρτη παραλλαγή αυτού του… συνηθισμένου εθιμικού στοιχείου, που συναντάμε στην κοινότητα του Ανταβάλ, θα έπρεπε οπωσδήποτε, για να έχει επιτυχία η πρακτική, ο ιερέας να ήταν καλός άνθρωπος και, επιπλέον, μέσα στον τορβά που βάζανε το κεφάλι τοποθετούσαν και «ένα κόκκινο αυγό, το αυγό του Ευαγγελίου, από τα αυγά της Μ. Πέμπτης, το οποίο φυλούσαν στο εικονοστάσι… Έτσι, άρχιζε αμέσως η βροχή και με την έναρξή της πήγαιναν πάλι κρυφά το κεφάλι στη θέση του».522
Φυσικά, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Έτσι το κεφάλι «το έβγαζε ο φύλακας του νεκροταφείου και το παράδινε μόνο σε κορίτσια από δέκα έως δώδεκα χρονών… τα οποία με τη σειρά τους το πήγαιναν στο αγίασμα του Αγίου Κωνσταντίνου, που είναι λίγο μακριά από το χωριό, το έπλεναν, το βάζανε στον τορβά… Αν ήθελαν να σταματήσει η βροχή, πήγαινε το κορίτσι και έπαιρνε το κεφάλι και το παράδινε πάλι στον φύλακα του νεκροταφείου και εκείνος το έθαβε πάλι».523
Επισήμανση
Στην ερώτηση γιατί κεφάλι ιερέως ή πώς δικαιολογείται τούτη η αποτρόπαια, κατά την άποψή μας, πράξη, η απάντηση των πληροφορητών ήταν απλή: το είπε ο Χριστός. Και φυσικά, προς επιβεβαίωση των λεγομένων τους, παρέθεταν την παρακάτω δοξασία, κοινή σε όλο τον χώρο της Καππαδοκίας.
«Κάποτε λοιπόν ο Χριστός περνούσε από ένα ερημότοπο και ήταν καταμεσήμερο. Οι μαθητές του τον ακολουθούσαν. Εκεί συνάντησαν ένα μάγο, που προσπαθούσε να δέσει τα σύννεφα, ώστε να μη βρέξει. Ρώτησε ο Χριστός το μάγο:
- Άνθρωπε, τι κάνεις;
Ο μάγος του είπε την αλήθεια και ο Χριστός του ευχήθηκε:
- Ας δώσει ο Θεός και να πετύχουν οι κόποι σου, αφού είπες την αλήθεια. Όταν άκουσαν αυτά οι μαθητές απόρησαν, αντέδρασαν έντονα και είπαν:
— Μα, δάσκαλε, χωρίς βροχή θα ξεραθούν τα χόρτα και θα ψοφήσουν τα ζώα, θα στεγνώσουν τα σπαρτά και θα πεθάνουν οι άνθρωποι. Με τέτοια ευχή που έδωσες, πώς θα ζήσει ο κόσμος; Πρέπει να τον προστατέψεις.
Τότε ο Χριστός τα ξανασκέφτηκε και είπε:
— Το κεφάλι του παπά να λύνει τα σύννεφα, να διαλύει τα μάγια.
Έτσι, όταν υπάρχει αναβροχιά, τριγυρίζουν οι χριστιανοί καταμεσήμερο στα χωράφια με την εικόνα του Χριστού. Πηγαίνουν στο ποτάμι, βουτούν το κεφάλι τού νεκρού παπά της ενορίας τους… το βάζουν σε τουρβά και το κατεβάζουν στη λεκάνη του μύλου. Έτσι, αρχίζει να βρέχει και σταματά μόνο όταν βγάζουν το κεφάλι του παπά από το νερό».524
Η παρθένα … και η βροχή
Για την πρόκληση της βροχής υπήρχε ακόμα ένα παράξενο, επιεικώς, έθιμο, αρκετά μάλιστα διαδεδομένο σε όλο τον χώρο της Καππαδοκίας. Πρόκειται για το έθιμο του γιαγμούρ γκελινί, δηλαδή της νύφης της βροχής… για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει ακροθιγώς.
Ντύνανε λοιπόν ένα μικρό κορίτσι,525 το στόλιζαν με λουλούδια, τοποθετούσαν στο κεφάλι της ένα κόσκινο και ένα σεντόνι που σκέπαζε σχεδόν όλο το σώμα και έτσι ντυμένη ως νύφη γυρνούσε το χωριό συνοδευόμενη από άλλα κορίτσια. Σε κάθε σπίτι τής έχυναν νερό, προσφέροντας ως αντάλλαγμα διάφορα δώρα, πιστεύοντας πως, όπως διασκορπίζεται το νερό μέσα στο κόσκινο, έτσι θα σκορπίσει και η βροχή. Αυτό το έθιμο το λέγανε σερνιτσέκ, δηλαδή δροσερό.
- Σύμφωνα με μια παραλλαγή παίρνανε μια παρθένα κοπέλα, της σκεπάζανε μόνο το πρόσωπο με ένα χοντρό τούλι και τη γυρνούσαν σε όλο το χωριό με τη συνοδεία των φίλων της υπό τους ήχους μουσικής.
Εκείνη κρατούσε μια στάμνα νερό και σε κάθε σπίτι έχυνε από λίγο, λέγοντας γιαγμούρ γαγιάρ γέργιας ολούρ, δηλαδή: βρέχει και ποτίζεται η γη.
- Σε μια άλλη πρακτική «ντύνανε το κορίτσι με μια μακριά γούνα, και με ένα είδος καπέλου από τομάρι, στους ώμους κάτι σαν φτερά από πανί…».526
- Στην Ανακού και τα διπλανά χωριά τοποθετούσαν στο κορίτσι ένα ταψί με ένα απλωμένο άσπρο σεντόνι… και οι νοικοκυραίοι έριχναν επάνω του ένα κανάτι νερό.
- Στα Ποτάμια πάλι, το χωριό του Αγίου Γεωργίου, η κόρη, ντυμένη με κουρέλια, κρατούσε ομοίωμα ανθρώπου και, περιτριγυρισμένη από τους πιτσιρικάδες, περνούσε από όλα τα σπίτια του χωριού. Μετά τα σχετικά, ακατάληπτα τις περισσότερες φορές αυτοσχέδια τραγούδια, οι νοικοκυραίοι προσέφεραν τα δώρα τους βρέχοντας ταυτόχρονα το ανθρώπινο ομοίωμα.
Η λαϊκή μούσα δημιούργησε αρκετά ευτράπελα στιχάκια, τα οποία οι κοπελιές ή οι συνοδείες τους σε κάθε περίπτωση λέγανε για την επιτυχία του επιδιωκόμενου σκοπού. Παραθέτουμε λοιπόν μερικά από αυτά που μπορέσαμε να ανακαλύψουμε:
α‘
Τεκνεντέ χαμούρ
κουγιουντά τσαμούρ
βερ, Αλλαχίμ, βερ
μηφ κονβετλί γιαγμούρ.
Στη σκάφη ζυμάρι στο πηγάδι λάσπη δώσε, Θεέ μου, δώσε μια δυνατή βροχή.
Επίσης υπό τους ήχους του ντεφιού:
β’
Γιαγμούρ γιαγάρ, γιερ γιας ολούρ σαράπ ιτσέν σαρχός ολούρ.
Βερ, Αλαχίμ, βερ, βερ γιαγμούρ, βερ.
Ρίχνει βροχή, βρέχεται η γη
μεθάει αυτός που πίνει κρασί.
Δώσε, Θεέ μου, δώσε
δώσε βροχή, δώσε.
γ’
Της βροχής βούτυρο η νύφη θέλει,
κουταλιές θέλει το μέλι.
Οι σκάφες θέλουν ζυμάρι, τα πηγάδια νερό,
τα ορφανά ψωμί, οι γεωργοί βροχή.
Δώσε, Θεέ μου, άφθονη βροχή,
στη σκάφη ζύμη, στο πηγάδι νερό.
δ’
Αλλά και το ΓΙΑΓΜΟΎΡ ΓΙΑΓΑΡ527
Γιαγμούρ γιαγάρ μπιμπέρ γκιμπί.
Γιερ γιαρηλήρ σουνγκιέρ γκιμπί.
Σαρηλαλήμ Καμπέρ γκιμπί.
Ογιάν ογιάν γιαρήμ ογιάν.
Γιαγμονρούν γκελίν γιαγ ιστέρ.
Βερ, Αλλαχήμ, γιαγμούρ βερ.
Γιαγμούρ γιαγάρ τας ουστοννέ.
Καλέμ οϊνάρ κας ουστοννέ.
Χερ νε ιστέρσεν μπας ουστοϋνέ.
Ογιάν, ογιάν γιαρήμ ογιάν.
Γιαγμονρούν γκελίν γιαγ ιστέρ.
Βερ, Αλλαχήμ, γιαγμούρ βερ.
Γιαγμούρ γιαγάρ χηρλαντηρήρ.
Χερ τσαϊλαρή μπουλαντηρήρ.
Κιοσέ, κιοσέ ντολαντηρήρ.
Ογιάν, ογιάν γιαρήμ ογιάν.
Γιαγμουρονν γκελίν γιαγ ιστέρ.
Βερ, Αλλαχήμ, γιαγμούρ βερ.
Δηλαδή
Βροχή βρέχει σαν το πιπέρι.
Η γη πληγώνεται σαν το σφουγγάρι.
Ας αγκαλιαστούμε σαν τον Καμπέρη.
Ξύπνα, ξύπνα, αγάπη, ξύπνα.
Της βροχής η νύφη βούτυρο θέλει.
Δώσε, Θεέ μου, μια βροχή, δώσε.
Βροχή βρέχει στην πέτρα πάνω.
Μολύβι χορεύει στο φρύδι πάνω.
Ό,τι και αν θέλεις θα σου το κάνω.
Ξύπνα, ξύπνα, αγάπη, ξύπνα.
Της βροχής η νύφη βούτυρο θέλει.
Δώσε, Θεέ μου, μια βροχή, δώσε.
Βροχή βρέχει με βουητό.
Κάθε ποτάμι το θολώνει.
Γωνιά, γωνιά το στριφογυρίζει.
Ξύπνα, ξύπνα, αγάπη, ξύπνα.
Της βροχής η νύφη βούτυρο θέλει.
Δώσε, Θεέ μου, μια βροχή, δώσε.
ε‘
Βρέξε, βρέξε, βρεχτενή
τα ποδάρια μ’σο λονί κι η καρδιά μου σο ψωμί
Δώσ κι εδώ, δωσ’ κι εκεί, δωσ’ και σου Χάρου την αυλή.
Δώσε, Θεέ, όμορφε Θεέ.
Βόσκουμ’ αρνιά, πρόβατ’ αρνιά, σελοργιά.
Του μαρμάρου την ανλοργιά, την αβγιά.
Βερ Αλλάχ, γκιουζέλ Αλλάχ
Δωσ κι εδώ, δωσ’ κι εκεί δωσ’ και τον Χάρου την αυλή.
Λέγανε τέλος για τον άγιο πως:
Προφήτης Ηλίας ντα γιαγμούρ γιαγντί τ σοκ κις ολατζάκ.
Δηλαδή,
έβρεξε του Προφήτη Ηλία, θα έχουμε βαρύ χειμώνα…
Η λιτανεία των… παιδιών
Πρόκειται για την ίδια πρακτική η οποία στηριζότανε στο άδολο και αθώο της φύσεως των παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο επιδίωκαν τη θεϊκή συγκατάνευση, για την πρόκληση της βροχής.
Ο ιερέας, λοιπόν, της κοινότητας μαζί με όλα τα φσάχα, αγόρια και κορίτσια από πέντε έως δώδεκα χρόνων, κρατώντας εικόνες της εκκλησιάς, αλλά και με τη συνοδεία αρκετών ζώων, περιδιάβαιναν τα σοκάκια, τις πλατείες και τα χωράφια της κοινότητας προσευχόμενοι για την πρόκληση της βροχής.
Κοινή λιτανεία χριστιανών και μουσουλμάνων528
«Η λιτανεία που κάνανε για να ζητήσουν απ’ τον ουρανό βροχή, γινότανε συνήθως μέσα στο χωριό και στα σταυροδρόμια με τους παπάδες και τις ευχές. Οι Τούρκοι είχαν τη δική τους λιτανεία. Μια φορά όμως που είχε πολύ καιρό να βρέξει, αποφασίσανε χριστιανοί και μουσουλμάνοι του χωριού να κάνουν κοινή λιτανεία. Κίνησαν, λοιπόν, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με τους παπάδες και το χότζα, προχώρησαν προς το χωριό Ακτσέ καγιά και σ’ ένα ανοικτό μέρος αποφάσισαν να κάνουν τη λιτανεία.
Γονάτισαν όλοι μαζί και οι παπάδες πρώτα και ύστερα ο χότζας άρχισαν τις προσευχές. Ο χότζας μάλιστα προσέφερε και θυσία σφάζοντας εκείνη τη στιγμή ένα πρόβατο. Οι προσευχές που με τόση θέρμη ανέβηκαν στον ουρανό φέρανε σε λίγο τις πρώτες σταγόνες βροχής… και η βροχή δυνάμωσε γρήγορα και τους έκανε μούσκεμα… μα κανένας χριστιανός ή μουσουλμάνος δεν έφυγε από τη θέση του, λες και φοβότανε μην σταματήσει η βροχή».
27 Ιουλίου
Η εορτή του αγίου Παντελεήμονα, του χεκίμ παρασίζ, δηλαδή του γιατρού χωρίς παράδες… θεραπευτή όλων των γνωστών ασθενειών.
Η μεγαλύτερη εορτή στον χώρο γινόταν στην περιοχή Τσακιλλίκ529 του Σιβριχισάρ, στην εκκλησία που έφερε το όνομά του, με τους μουσουλμάνους να την ονομάζουν Κόκκινη Εκκλησιά-Κιζίλ Κισλέ, εξαιτίας του κόκκινου χρώματος των υλικών κατασκευής.
Η πλέον παράδοξη συνήθεια των προσκυνητών ήταν να σκαρφαλώνουν στον τρούλο, να κάμουν το γύρο του τρεις φορές και στη συνέχεια να στρέφονται προς την ανατολή και να λένε το «Πάτερ ημών…».
Σε όσους οι δυνάμεις τους δεν βοηθούσαν, απλά κάνανε το γύρο της εκκλησιάς και πάλι τρεις φορές, στρέφονταν προς την ανατολή και λέγανε όποια προσευχή επιθυμούσαν.530
- Μια παράξενη επίσης εθιμική συνήθεια της ημέρας ήταν αυτή που γινότανε στην κοινότητα της Αξού, την οποία ονόμαζαν Ζανάπα, εξαιτίας του τοπωνύμιου, όπου λάμβανε χώρα. Εκεί λοιπόν, δίπλα στα δέντρα και στις πηγές, ανήμερα της εορτής του αγίου, μετά τη λειτουργία, άνθρωποι όλων των ηλικιών μαζεύονταν, διασκέδαζαν με χορούς, τραγούδια και οινοποσία, αλλά και… «κάμνανε μπάνια εκ περιτροπής άνδρες, γυναίκες, μιας και θεωρούσαν τα νερά ιαματικά».531
Στη χάρη του αγίου αποδίδονται πολλά και διάφορα μεταξύ των οποίων και μια σειρά θαυμάτων σε τοπικό αλλά και γενικό πλαίσιο- επίπεδο. Παραθέτουμε λοιπόν μερικά από αυτά.
α’
«Μια μέρα πήγαμε με μια παρέα στον Άγιο Παντελεήμονα να κάνουμε λειτουργώ, αλλά στην εκκλησία ήταν βρωμιές πολλές από κατσίκες που έβαζαν μέσα οι Τούρκοι.
Ένας από την παρέα είπε: “δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άγιος σ’ αυτή τη βρώμα, ούτε μπορεί να γίνει λειτουργία”.
Ο παπά Κανίκας όμως του είπε ότι φτάνει να έχεις αντιμήνσιο και γίνεται λειτουργία οπουδήποτε. Έγινε λοιπόν η λειτουργία. Μετά ένα παιδί έπεσε στο αγίασμα, έτρεξαν όλοι κι ’γώ έβαλα το χέρι μου για να το σώσω. Ήταν βαθιά πολύ και δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Μετά από λίγο ήρθε το σώμα στην επιφάνεια… το έβγαλα, μα ήταν πεθαμένο. Αλλά ο Άγιος Παντελεήμονας μας βοήθησε. Χωρίς να ξέρω ότι πρέπει να το γυρίσω ανάποδα το παιδί για να βγάλει το νερό, το άρπαξα κι ’γώ δε ξέρω γιατί, το γύρισα, το χτύπησα στην κοιλιά και στην πλάτη, έβγαλε το νερό και ζωντάνεψε. Η μητέρα του έταξε κερί ως τα ανάστημά του κάθε χρόνο κι ο πατέρας, που ήταν στην Πόλη, πολλά. Ο άπιστος, που έλεγε ότι δεν υπάρχει άγιος εκεί, έκλαψε, μετάνιωσε και σταυροκοπήθηκε».532
Κάνανε τρεις φορές τον γύρο τον και στην κάθε φορά στρέφανε το πρόσωπό τους προς την Ανατολή για μια μετάνοια. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μα και οι γεροντότεροι απλά γυρνούσαν τις ίδιες φορές τα χαλάσματά του, στρέφοντας και αυτοί σε κάθε γύρο το πρόσωπο προς την Ανατολή για τη σχετική μετάνοια».
β’
«Κάποιος Τούρκος τσομπάνης πήγε και χάλασε μια μέρα το νότιο τμήμα το τρούλου της εκκλησιάς του Αγίου Παντελεήμονα…
Τον τιμώρησε όμως ο άγιος.
Να τι έπαθε: Ένας συντοπίτης, Τούρκος κι αυτός, που είχε διαφορές κτηματικές με κάποιον άλλο, τον σκότωσε με το δρεπάνι του θερισμού κατά λάθος».533
γ’
«Το νερό του αγιάσματος ήταν κρύο και θαυματουργό. Σαν αρρωσταίναμε, ιδιαίτερα την ημέρα της γιορτής του αγίου, πηγαίναμε εκεί, γδυνόμασταν τσιτσίδι, μπαίναμε σε γούρνα εκεί κοντά και ύστερα περιχυνόμασταν με το νερό – αγίασμα για να γίνουμε καλά… και γινόμασταν ό,τι και αν είχαμε.
Αν δεν μπορούσαμε να πάμε ως εκεί ή δε θέλαμε να λουστούμε επί τόπου, κουβαλούσαμε με τις στάμνες στο χωριό το αγίασμα που χρειαζόμασταν και περιχυνόμασταν στο σπίτι».534
δ”
«Εκεί κοντά υπήρχε ένα τσαλί (θάμνος). Ιδιαίτερα τη μέρα της γιορτής του αγίου, σχίζαμε ένα κομμάτι πανί και λέγαμε με πίστη: Άγιε Παντελεήμονα, να φύγει η αρρώστια από πάνω μας και να μείνει εδώ. Αν είχες πίστη, ήσουν καθαρός στην ψυχή, γινόσουνα καλά».535
ε’
Αφορά τις μαντικές ικανότητες του αγίου…
«Αν αργούσαμε να πάρουμε γράμμα από τους δικούς μας της ξενιτιάς ή όταν ήμασταν λεύτερες και θέλαμε να παντρευτούμε ή σαν παντρεμένες θέλαμε να κάνουμε παιδί, πηγαίναμε την παραμονή της εορτής του αγίου στην εκκλησιά για να μας πει τα μελλούμενα. Παίρναμε μια δεκάρα και κολλώντας την στο εικόνισμα που είναι στο προσκυνητάρι, παρακαλούσαμε να μας φανερώσει αυτά που σκεπτόμασταν. Αν κολλούσε η δεκάρα, θα είχαμε ευχάριστα… το αντίθετο σε περίπτωση που δεν κολλούσε.
Ιδιαίτερα στην εκκλησιά του αγίου κάναμε και κάτι ακόμα: παίρναμε κανένα κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο ή μικρή πέτρα και την ακουμπούσαμε για να κολλήσει στο κέϊσλίκ-τόπο παπάδων, ιερό, παρακαλώντας τον άγιο να φανερώσει αυτά που θέλαμε».536
στ‘
Το «Γερ Αλτί»
Επρόκειτο για το θαυματουργό ημιυπόγειο παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα στο Ζιντζίντερε… το οποίο κτίσθηκε, σύμφωνα με τους ιστοριοδίφες της εποχής, στα ερείπια παλαιού ειδωλολατρικού ναού.537 538 Σύμφωνα μάλιστα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες ο ναός ήταν προσκυνηματικός καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ την ημέρα της εορτής του γινότανε κοσμοπλημμύρα από τους επισκέπτες και τους ασθενείς που επιζητούσαν τη βοήθεια του αγίου… που τις περισσότερες φορές επιτελούσε και κάποιο θαύμα.
Έτσι, σύμφωνα με τον πληροφορητή-καταγραφέα,538 «το θέρος του 1906 υπήρξα θεατής μεταφοράς στο Γερ Αλτί την ημέρα της εορτής του αγίου κάποιου μωαμεθανού τρελού, δεμένου με σχοινιά επί αλόγου και συνοδευόμενου υπό δυο οικείων του. Μετά διήμερον παραμονήν του εντός του υπογείου εθεάθη ο φρενοπαθής εκείνος επιστρέφων εις την εστίαν του έφιππος, γαλήνιος, ατάραχος και απηλλαγμένος από τα δεσμά του.
Η ως άνω περίπτωσις δεν ήτο μοναδική. Συχνά συνέβαινεν, καθώς γνωρίζουν οι ζήσαντες εις το Ζιντζίντερε, η επανάκτησις παρά των ψυχοπαθών της απωλεσθείσης ψυχικής των γαλήνης.
Η μακαρίτισσα μητέρα μου αφηγείτο ότι, όταν ήτο μικρή, ενοχλείτο από κάποιαν ασθένειαν. Τα φάρμακα των ιατρών δεν την εθεράπευον. Τότε με κάποιον συγγενή της διενυκτέρευσε, χωρίς να είναι αλυσοδεμένη εννοείται, εις το Γερ Αλτί.
Επιμόνως ισχυρίζετο ότι όταν εκοιμάτο ονειρεύθη ότι ήρθε και την επάτησεν ο άγιος. Το πρωί επέστρεψεν οίκαδε, καθώς επίστευεν, τελείως θεραπευμένη… ».
- Μαρτυρίες των Βασιλικής Τσελεπίδου, Τεμπερεκίδου Σταυρούλας, ό.π.
- Σημ.: Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος-αμήν… δηλαδή, πεδερίν βε Ογουλούν βε Αζίζ Ρουχούν ισμινέ-αμήν
- Δημ. Πετρόπουλος – Ερμ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 168.
- Κουσλαρά κουρμπάν.
- Σούλα Μπόζη, ό.π., σ. 49.
- Μαρτυρία Πρόδρομου Ερικτζή, (Λιμνά), ό.π.
- Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι αρκούντως κατατοπιστικές έως και φρικώδεις με τη σχετική διαδικασία να είναι απλή με ελάχιστες παραλλαγές. Εκείνος που έταζε και επιθυμούσε την αιματηρή θυσία- κουρμπάνι έπαιρνε το ζωντανό και το μετέφερε το πρωί στην εκκλησιά. Εκεί το διάβαζε ο ιερέας, το θυμιάτιζε, άναβαν τα κεριά, γύριζαν το ζωντανό τρεις φορές γύρω από την εκκλησιά, το σταύρωναν και… το σφάζανε. Με τον διαχωρισμό-διανομή του σφαχτού να είναι ο ίδιος με τους «απέναντι», δηλαδή οι ιερωμένοι τη δορά, το κεφάλι, το δεξί μέρος, τα πόδια…
- Δημ. Πετρόπουλος – Ερμ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 168.
- Η ευλογία-διανομή των απαρχών είναι παμπάλαιο έθιμο.
- Θανάσης Π. Κωστάκης, Η Ανακού, ό.π., σ. 253.
- Θανάσης Π. Κωστάκης, Το Μιστί, ό.π., σ. 320.
- Ελ. Τζιούτζια, ό.π., σ. 74, «Όταν αστράπτη και βροντά αναφωνούσι “Κύριε ελέ- ησον” ίνα προφυλάσσωνται από τον κίνδυνον του κεραυνού, πιστεύουν δε ότι ο Προφήτης Ηλίας ελαύνει από ρυτήρος (φτερνά) το άρμα του».
- Κατά τον Γεώργιο Μαυροχαλυβίδη οι μεγάλες λιτανείες γίνονταν πάντοτε σε περίπτωση ξηρασίας ανήμερα της εορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης… Σχετικά στο οικείο κεφάλαιο.
- Κωνσταντίνος Νίγδελης, Τα Λιμνά -Γκιολτζούκ, ό.π.
- Μαρτυρία Δέσποινας Φειδοπούλου, ό.π.
- Μαρτυρία Ηλία Αντωνιάδη, ό.π.
- Μαρτυρία Μποτόζ Ερικτζή, ό.π.
- Μαρτυρία Δημητρίου Αλεξιάδη, ό.π.
- Κωνσταντίνος Καραλίδης, ό.π., σ. 121.
- Μαρτυρία Θεόδωρου Τζελελίδη, ό.π.
- Δημ. Πετρόπουλος – Ερμ. Ανδρεάδης, ό.π., σ. 111, βλ. και μαρτυρία Νεόφυτου Αποστολίδη, Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, φάκελος Λίμνα, σ. 128.
- Σημ.: Κατά τους πληροφορητές επανατοποθετούσαν τα κρανία στους τάφους φροντίζοντας εκ των προτέρων να έχουν γνώριμα σημάδια για το πού και σε ποιον. Σύμφωνα με τον Θανάση Π. Κωστάκη, Το Μιστί, ό.π., σ. 284, «Το ξέθαμα του κεφαλιού γινόταν από άνδρες ή γυναίκες που δεν φοβούνταν να κάνουν αυτή τη δουλειά και πάντοτε, φυσικά, κρυφά από τους συγγενείς του νεκρού που δεν θα επέτρεπαν ποτέ τέτοια βεβήλωση. Συνεννοούνταν με τον καντηλανάφτη του χωριού, ξέθαβαν τον νεκρό, -τους έθαβαν καθιστούς στον νάρθηκα του Αϊ Βλάση, συνήθως τους παπάδες και επομένως το ξέθαμα για το πάρσιμο του κεφαλιού ήταν κάπως εύκολο, έπαιρναν το κεφάλι, αν δεν είχε λιώσει ο νεκρός του το ’κοβαν, το τοποθετούσαν σε ένα σεντόνι κι έτρεχαν αμέσως στα Λίμνα, όπου υπήρχαν νερόμυλοι. Εκεί έδεναν καλά τη νεκροκεφαλή στη ρόδα που γύριζε με το χτύπημα του νερού κι αυτό ήταν αρκετό για να ανοίξουν σε λίγες ώρες οι ουρανοί και η βροχή να πέσει άφθονη στα δαμασμένα σπαρτά. Χρειαζόταν προσοχή όμως, γιατί, αν το κεφάλι δεν δενόταν καλά και το παράσερνε το νερό, η βροχή δεν θα σταματούσε. Ύστερα, ξανάφερναν το κεφάλι στο χωριό και το ξανάθαβαν κρυφά στη θέση του. Μετά του παπά, αποτελεσματικό ήταν το κεφάλι ενός ηλικιωμένου».
- Έχουν καταγραφεί περιστατικά, πρόκειται για τοπικές μυθοπλασίες, σύμφωνα με τα οποία περιοχές πλημμύρισαν, διότι ελησμόνησαν να βγάλουν εγκαίρως τις κεφαλές από το νερό… βλ. Θανάσης Π. Κωστάκης, Η Ανακού, ό.π., σ. 224.
- Μαρτυρία Θεόδωρου Τζελίδη, ό.π.
- Μαρτυρία Δέσποινας Παρθενιάδη, ό.π.
- Δημήτρης Κατσίκας – Καππαδόκης, Καππαδοκία, ιστορίες και παραμύθια, ύ.π., σ. 95.
- Σημ.: Σύμφωνα με ορισμένους πληροφορητές οπωσδήποτε ορφανή, φτώχιά, μάλλον «κουτόμυαλη», αλλά πάντοτε μπικίρ, δηλαδή παρθένα-καθαρή.
- Μαρτυρία Κωνσταντίνου Καραλίδη, ύ.π.
- Δημήτριος Κατσίκας – Καππαδόκης, Παραδοσιακά Τραγούδια, ό.π., α. 226.
- Μαρτυρία Βηθλεέμ Παπαδοπούλου, (Ζιντζίντερε), ό.π.
- Χαλικότοπος.
- Μαρτυρία Οσιας Κετσετσίογλου, (Σιβριχισάρ), ό.π., «Την ημέρα της εορτής τον αγίου υπήρχε μια εθιμική συνήθεια χρόνων, κατά την οποία τα νεαρά κυρίως άτομα, αγόρια- κορίτσια, σκαρφάλωναν στα χαλάσματα της εκκλησίας του (Κόκκινη Εκκλησία) και φτάνανε ως τον περίγυρο τον τρούλου.
- Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης, ό.π., σ. 305.
- Μαρτυρία Σαράντη Μυστακίδη, ό.π.
- Μαρτυρία Μάρθας Πογιατζή, ό.π.
- Μαρτυρία Κωνσταντίνου Μυστακίδη, ό.π.
- Μαρτυρία Οσιας Γκετζιτζόγλου, ό.π.
- Μαρτυρία, Μάρθας Πογιατζή, ό.π.
- Ι.Η. Κάλφογλους, «Αρχαιολογικά Καππαδοκίας», Ξενοφάνης, τ. Α’, σ. 507, «Ήτο άδυτον και εντός αυτού κατώκει ιέρεια η οποία προέβαινε γυμνόπους εις πυροβασίαν εις τον χώρον του παλαιού νεκροταφείου του χωρίου… Εκεί είχον ανακαλύψει λάρνακα…».
- Μαρτυρία Εμμ. Τσαλίκογλου, ό.π.
Κωνσταντίνος Μ. Νίγδελης
Γεννήθηκε, μεγάλωσε, σπούδασε και εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη ως καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Ίδρυσε το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Συκεών και το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως στα οποία είναι και υπεύθυνος.
Είναι μέλος της Επιτροπής Δημοσίων και Διεθνών Σχέσεων της Εταιρείας Συγγραφέων Βορείου Ελλάδος, Αντιπρόεδρος της Αμφικτυονίας Ελληνισμού και μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος (Ε.Λ.Β.Ε.). Στο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, στα άρθρα του σε περιοδικά και εφημερίδες, ξεχωριστή θέση κατέχουν τα θέματα των αλησμόνητων πατρίδων. Για το έργο του τιμήθηκε κατ’ επανάληψη από φορείς του Ιδιωτικού και Δημοσίου τομέα, μεταξύ των οποίων (τρις) από την ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ.
Από το βιβλίο: ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ: ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ ΣΤΟΝ ΑΕΝΑΟ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Μια πρώτη ιστορική προσέγγιση (σελ. 270-289)
Πρώτη δημοσίευση με την άδεια του e-Ιστορί (e-istoria.com)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ