Χρίστου Βασιλειάδη
Θεολόγου – Φιλολόγου πρ. Εκπαιδευτικού
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ
Οι εξωχριστιανικές θρησκείες για τις Μεταμοσχεύσεις
Ας ανοίξουμε τώρα και την αυλαία των άλλων θρησκειών, των εκτός τού Χριστιανισμού. Και πρώτον, ας προσεγγίσουμε τη θέση, που παίρνει ο Ιουδαϊσμός στο θέμα των Μεταμοσχεύσεων.
Κατά τις ερμηνείες, που δίνουν κατά καιρούς οι Ραββίνοι, στην Ιουδαϊκή θρησκείαν, η πρώτη αξία στη θρησκευτική κλίμακα των άξιων είναι η προστασία της ζωής τού ανθρώπου.
Επίσης, πρυτανεύει στον Ιουδαϊσμό, η υπεράσπιση της αξίας της φυσικής κατασκευής και κατάστασης τού ανθρώπου, που η σύγχρονη ιατρική δε φαίνεται να τηρεί απαρεγκλίτως και να σέβεται απόλυτα (Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, μητροπολίτου Δημητριάδος, «Διαθρησκειακή θεώρηση των Μεταμοσχεύσεων», Αθήναι 1991, σελ. 6).
Ως προς δε το σεβασμό και την προσήκουσα τιμήν προς τους νεκρούς, ως Αρχή, τηρείται απαραβίαστα, εκτός εάν η παραβίαση της Αρχής αυτής γίνει, για να βοηθηθεί ένας άλλος ζωντανός ασθενής.
Βάσει των ανωτέρω, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι, στον Ιουδαϊσμό, όχι μόνον επιτρέπεται, άλλ’ ότι σχεδόν επιβάλλεται η προσφορά οργάνου από ζωντανό άνθρωπο για τη σωτηρία της ζωής ενός άλλου: Ο δότης, κατά τον Ιουδαϊσμό, πρέπει και να διακινδυνεύσει ακόμη, χάριν τού κινδυνεύοντος να αποθάνει δέκτη. Καλεί δε η θρησκεία αυτή το δότη να μπει στη θέση τού λήπτη, όταν ο θάνατος τού δεύτερου είναι επικείμενος και σίγουρος, εάν δε γίνει μεταμόσχευση.
Όσο για το «νεκρό» δότη και τον «εγκεφαλικό» λεγόμενο θάνατο, ο Ιουδαϊσμός είναι ρητός και σαφής: Η πριν άπ’ τον καρδιακό θάνατον τού δότη επέμβαση, για την αφαίρεση οργάνου του, ισοδυναμεί με φόνο. Ο «εγκεφαλικός θάνατος» καταδικάζεται ρητώς και απολύτως, ως κριτήριο θανάτου.
Δεύτερο: Κατά δε το Ισλάμ, κάθε βήμα στη διαδικασία των Μεταμοσχεύσεων, πρέπει να γίνεται με γνώμονα και αφετηρία την Αρχή της αξίας τού Ανθρώπου, ο οποίος πιστεύεται ως ο πρίγκηπας όλης της Κτίσης, ως το ανώτατο δημιούργημα τού Θεού.
Κάθε αφαίρεση οργάνου, είτε από ζωντανό, είτε από νεκρό, που δεν γίνεται για τη σωτηρία της ζωής ενός δέκτη, καταδικάζεται σαν «έργω προσβολή» και «πράξει ασέβεια» προς τον Άνθρωπο.
Η ακεραιότητα τού ανθρωπίνου σώματος, κατ’ αρχήν, περιφρουρείται ακόμη και μετά θάνατον. Η Μεταμόσχευση επιτρέπεται μόνο για σοβαρότατους λόγους υγείας, όταν προκύπτει θέμα ζωής ή επικειμένου θανάτου και με την προϋπόθεση, ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος δρόμος σωτηρίας. Μόνον υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις επιτρέπεται Μεταμόσχευση, ο δε δότης πρέπει να είναι ήδη νεκρός, όχι εγκεφαλικά, αλλά καρδιακά.
Ο Ισλαμισμός, έπειτα, δεν απαιτεί την εν ζωή συγκατάθεση τού δότη, για μία μετά θάνατό του αφαίρεση οργάνου του. Μόνον η Νομοθεσία μερικών ισλαμικών χωρών, κι όχι η θρησκεία, απαιτεί να προϋπάρχει τέτοια συγκατάθεση.
Περιττό, φυσικά, να αναφέρουμε, ότι ο Ισλαμισμός θεωρεί προσβολή προς την αξία τού Ανθρώπου κάθε επί χρήμασιν απόκτηση οργάνου.
Τρίτον: Οι εκπρόσωποι, έπειτα, τού Βουδισμού δεν έχουν τοποθετηθεί σαφώς, ως προς το ζήτημά μας, μολονότι η θρησκεία τους, με ορισμένες διδασκαλίες της, μπορεί να θεωρηθεί, ότι ευνοεί τις Μεταμοσχεύσεις «προς ανακούφιση τού πόνου» (Χ. Παρασκευαΐδη, αυτόθι, σελ.11).
Ειδικότερα οι Ιάπωνες, που συνήθως συνδυάζουν Βουδισμό και Σιντοϊσμό, σα θρησκείες τους, θεωρούν «τελεσίδικο και οριστικό» το θάνατο μόνο μετά τη νεκρώσιμη Ακολουθία και μάλιστα, για την ακρίβεια, μετά την επιμνημόσυνη τελετή, που γίνεται 49 μέρες μετά το θάνατον.
Επομένως, στην περίπτωση αυτήν, οΰτε λόγος να γίνεται, για Μεταμοσχεύσεις από «νεκρό» δότη. Γι’ αυτό, σ’ αυτούς τους λαούς, θα πρέπει μάλλον να γίνεται λόγος μόνο για Μεταμοσχεύσεις από ζώντα δότη και προκειμένου για ένα από τα δίδυμα όργανα του.
Από το χώρο του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου
1. Ζητήματα Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων κατά τους Παπικούς και Προτεστάντες:
H δυτική χριστιανική ηθική σκέψη, ευθύς εξ αρχής, έκανε διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών των προς Μεταμόσχευση οργάνων. Η Σύνοδος τού γερμανικού Παπικού Επισκοπάτου, καθώς και το προτεσταντικό Συμβούλιο της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας, θεωρεί ανεπίτρεπτες τις Μεταμοσχεύσεις ορισμένων ειδών ανθρωπίνων οργάνων:
1) Τού εγκεφάλου, που, άλλωστε, εξ επόψεως ιατρικής, τέτοια Μεταμόσχευση ανήκει ακόμη στο πεδίον της ουτοπίας ή, τουλάχιστον, τού επιστημονικού Φουτουρισμού και ηθικά απαγορεύεται, διότι τα διακριτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τού ανθρώπου συνδέονται μ’ αυτό το όργανον.
2) Των γεννητικών αδένων, επειδή αυτοί καθορίζουν την γεννητική ατομικότητα τού ανθρώπου (Transplantations d’ organes, Declaration de la Conference des eveques allemands et du Conseil de Γ Eglise evangelique d” Allemagne, 2 Juill. 1990 trad. fr. de L. Giroux, Editions Paulines, 1993).
Στους Ρωμαιοκαθολικούς έχουν δοθεί οι εξής οδηγίες: Οποιοδήποτε κι’ αν είναι το είδος τού μεταμοσχευομένου οργάνου, στις περισσότερες περιπτώσεις, η Μεταμόσχευση δεν παύει να είναι ιατρική πράξη, που υποκρύπτει σοβαρούς κινδύνους: κίνδυνοι χειρουργικοί, κίνδυνοι απόρριψης τού μοσχεύματος άπ’ το λήπτη οργανισμό, καθώς και άλλες επιπλοκές. Ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί μετεγχειρητικώς και έφ’ όρου ζωής σε αυστηρή ανοσοκατασταλτική αγωγή, που έχει αρνητικές παρενέργειες.
Ποτέ δεν μπορεί να αποκλεισθεί μια ενδεχόμενη απόρριψη τού μοσχεύματος, με όλες τις απειλητικές για την ιδία τη ζωή τού ασθενούς συνέπειες και με την αγωνία και το άγχος, που η απόρριψη, ή ο φόβος της μπορεί να προκαλέσει. Ξέχωρα είναι τα μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα, που δημιουργούνται στο λήπτη για το «χρέος» του προς το, συνήθως, νεκρό δότη. Προκύπτουν, δηλαδή, πολλές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις (Ε. Leon, M.L. Baudin. S.M. Consoli, «Aspects psychiatriques des greffes d’ organe», Encyclopedic Medico – Chirurgi-cale, 37670 A 65, novembre 1990, p. 1-6).
Επομένως, μόνο λόγω αδηρίτου ανάγκης, όπως άμεσου κινδύνου για τη ζωή τού ασθενούς, ή επείγουσας ανάγκης διατήρησης μιας σημαντικής οργανικής λειτουργίας τού ασθενούς, μπορούν να επιτρέψουν να γίνει η σύσταση στον άρρωστο για μια εγχείρηση με τόσο βαρείες συνέπειες. Ο γιατρός πρέπει προηγουμένως με πολλή σύνεση να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας χειρουργικής επέμβασης. Δεν είναι δε λίγοι και οι ασθενείς εκείνοι, που, μετά ενημέρωση, κρίνουν, ότι μια Μεταμόσχευση θα τους ήταν μάλλον ένα βαρύ άχθος.
Το 1957, ο πάπας Πίος ο 12ος ανεγνώριζε το δικαίωμα τού ασθενούς να αρνηθεί να τύχει εντατικής αγωγής αναζωογόνησης, εάν κρίνει, ότι αυτή τού είναι «αβάστακτο φορτίο» (Πίος 12ος «Προβλήματα θρησκευτικά και ηθικά εκ της ιατρικής αναζωογόνησης», εν Documentation catholique No 1267,22 dec. 1957, col. 1605-1610).
Το ίδιο θα εδικαιούτο κανείς να συμπεράνει και προκειμένου για τις Μεταμοσχεύσεις.
Παρ’ όλες τις ανωτέρω επιφυλάξεις, που πρέπει να ισχύουν σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενών, γεγονός επίσης είναι, ότι μεγάλος αριθμός ασθενών, χωρίς Μεταμόσχευση οργάνου, θάπρεπε, ή να αναμένει αφεύκτως το θάνατον, ή, στην καλυτέρα περίπτωση, να είναι καταδικασμένος σε μια δύσκολη και ασφυκτικά δυσχερή ζωή. Μια Μεταμόσχευση σ’ αυτούς, θα τους έδινε μια λίγο-πολύ πλήρη αποκατάσταση στην υγεία τους.
Ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ο 2ος είπε το 1992: «Πρέπει να χαίρομε, που η ιατρική, στα πλαίσια της υπηρεσίας, που προσφέρει στη ζωή, βρήκε, με τις Μεταμοσχεύσεις οργάνων, ένα νέον τρόπον να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην πανανθρώπινη οικογένεια. (Ιωάννης Παϋλος ο 2ος «Η κοινωνία έχει ανάγκην από συγκεκριμένες χειρονομίες αλληλεγγύης και αυτοπροσφοράς». Ομιλία της 20ης Ιουν. 1999 εν: Docum. Cath. No 2051, 7 Juin 1992, p. 526-527).
Ηθικά προβλήματα άπ’ την αφαίρεση οργάνου
από «δότη εν ζωή», κατά τους Παπικούς
Με αυτά τα ηθικά προβλήματα ασχολήθηκε ήδη – προ της διάδοσης των μεταμοσχεύσεων οργάνων, – απ’ το 1956 -, ο πάπας Πίος 12ος και απεφάνθη:
1) Αν και η ζωή είναι το βασικό (θεμελιώδες) αγαθόν τού Προσώπου, το γεγονός αυτό δεν δίδει στο Πρόσωπο κανένα δικαίωμα πάνω στο σώμα, ή στους Ιστούς, ή στα όργανα τού συνανθρώπου.
2) Ο Πάπας αυτός, αντέδρασε ζωηρά κατά μιας ερμηνείας της «Αρχής της Ολότητας». Δηλαδή: Ένα Πρόσωπο δεν κωλύεται μεν ηθικώς να θυσιάσει ένα μέλος, ή ένα όργανό του, για το γενικώτερο καλό τού όλου σώματός του.
Αυτή όμως η Φυσική Αρχή δεν ισχύει για το σύνολον – ανθρωπότητα και τα πάσχοντα Μέλη της. Και συμπεραίνει ο ρωμαίος Ποντίφηκας: Το σύνολον τού Οργανισμού – Ανθρωπότητας, δεν έχει κανένα δικαίωμα να εγείρει και επιβάλει στα άτομα απαιτήσεις, επί τού σωματικού πεδίου, δυνάμει τού φυσικού δικαιώματος, που έχει το «όλον» επί τού «μέρους» (Πίος 12ος, Ομιλία της 13ης Μαΐου 1956, εν Docum. Cath. No 1228,24 Juin 1956, Col. 773-781).
Επομένως, κάθε αφαίρεση οργάνων από δότη εν ζωή, προϋποθέτει «ρητή, ελευθέρα και συνειδητή» συναίνεσή του (Ιωάννης-Παύλος 2ος, «Ομιλία 20ης Ιουνίου 1991» ιδέ ανωτ.: Docum. Cath., 1992), ή την άδεια τού νομίμου εκπροσώπου του. Τότε μόνον το διδόμενον όργανον είναι «δωρεά, που βέβαια πρέπει να τη θεωρήσουμε σα μιαν αυθεντική μορφή ανθρώπινης και χριστιανικής αλληλεγγύης» (Ιωάννης-Παύλος ο 2ος, αυτόθι).
Στη συνέχεια, ο Πάπας οριοθετεί την αλληλεγγύη με την εξής διατύπωση: «Ένα Πρόσωπον επιτρέπεται να δώσει μόνον ό,τι μπορεί το ίδιο να στερηθεί χωρίς σοβαρό κίνδυνο ή βλάβη της ζωής του, ή της προσωπικής του ταυτότητας και μόνο για ένα λόγο, που είναι και δίκαιος και χαρακτηρίζεται από συμμετρικότητα» (Ιωάννης-Παύλος 2ος, Ομιλία της 20ης Ιουνίου 1991, ως άνωτ. Docum. Cath. 1992).
Η πρακτική δε των Μεταμοσχεύσεων, π.χ. λοβού ήπατος, που αναγεννάται και στο δότη και στο λήπτη, προϋποθέτει βεβαίως κινδύνους. Η Μεταμόσχευση όμως νεφρού, έχει μεν λιγότερους κινδύνους, άλλ’ επιφέρει ακρωτηριασμό στο δότη εν ζωή, αφού ο νεφρός δεν αναγεννάται, εν αντιθέσει προς το ήπαρ, άλλ’ αφίνει ακρωτηριασμό στο δότη.
Γύρω στο 1955, εξ αφορμής τέτοιων Μεταμοσχεύσεων, που επέφεραν ακρωτηριασμό, ηθικολόγοι υπενθύμισαν, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει ήδη καταδικάσει κάθε μορφής ακρωτηριασμό, εκτός εκείνου, που στοχεύει στη θεραπεία τού οργανισμού τού ίδιου τού ακρωτηριαζομένου (J. Desclos, Greffesd organes et solidarite. Editions Paulines, 1993, p. 99-105).
Άλλοι ηθικολόγοι, έκαναν την εξής παρατήρηση: Η καταδίκη τού ακρωτηριασμού άπ’ την Εκκλησία δεν ήταν δυνατό να αφορούσε σε αφαιρέσεις οργάνων, που γίνονται για τη σωτηρία της ζωής και την υγεία τού συνανθρώπου μας και που δεν εφαρμόζονταν τότε, που η Εκκλησία διετύπωνε την καταδίκη της αυτή κατά των ακρωτηριασμών.
Το 1944, ένας αμερικανός ηθικολόγος, ο B.J. Cunningham είχε διατυπώσει την εξής θέση: «Σ’ αυτόν τον τομέα, επιτρέπεται να κάνεις για τους άλλους, ό,τι δικαιούσαι να κάνεις, ή, να δεχθείς για τον εαυτό σου».
Το 1956, ο Ρ.Ε. Tesson S.J. επανέφερε στην επικαιρότητα αυτήν την αρχήν τού αμερικάνου ηθικολόγου, συμπληρώνοντάς την, ως εξής: «Ναι, μεν, αλλά με τον εξής όρο: το πλεονέκτημα και η ωφέλεια, που δέχεται ο ευεργετούμενος, να είναι στο ίδιο μέτρο και στην ίδια αναλογία με τη βλάβη, που υφίσταται ο δωρητής (Ε. Tesson S.J. «Greffe humaine et morale». Cahiers Laennec 16, No 1, mars 1956, p. 28-33).
Έκτοτε, νεώτεροι ηθικολόγοι, διεύρυναν ως εξής τη σημασία, που μπορούσε να έχει η συναίνεση σε ένα τέτοιον ακρωτηριασμό. Είπαν: είναι πράξη αλληλεγγύης, γενναιοδωρίας, μάλιστα και αγάπης. Έτσι, το 1991 ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ο 2ος επικύρωσε αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Ηθικά προβλήματα απ’ την αφαίρεση οργάνου
από «νεκρό δότη», κατά τους Παπικούς
Το σπουδαιότερο άπ’ αυτά είναι το φλέγον ζήτημα τού «Εγκεφαλικού θανάτου». Ως προς αυτόν, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, τουλάχιστον έμμεσα, αναγνωρίζει την πλήρη ηθική νομιμότητά του. Το 1985 ο πάπας Ιωάννης-Παύλος ο 2ος εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του για το τελεσθέν έργο από μίαν Ομάδα Εργασίας της ποντιφικικής Ακαδημίας των Επιστημών, που συγκλήθηκε και επιδοκίμασε αυτό το νέο κριτήριο θανάτου, τον «Εγκεφαλικό θάνατον» (Docum. cath. No 1907, Γ dec. 1985, p. 1103).
Και το 1989, ο ίδιος Πάπας καλούσε επιστήμονες, ηθικολόγους, φιλοσόφους και θεολόγους να συνενώσουν και συντονίσουν τις προσπάθειές τους, προκειμένου να καταλήξουν σ’ ένα «ορισμό τού θανάτου», καθώς και σ’ ένα, όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβή, προσδιορισμό της «στιγμής τού θανάτου».
Ο ίδιος, όμως, δεν έπαιρνε συγκεκριμένη θέση. (Ιωάννης-Παύλος 2ος, «Ο προσδιορισμός της στιγμής τού θανάτου, Ομιλία της 14ης Δεκεμβρίου 1989», (Docum. cath. No 2002,18 mars 1990, p. 284-286). Το δε 1991, σε δήλωσή του, επιδοκιμάζει τη δωρεάν οργάνου μετά θάνατον (post mortem) (Jean– Paul ο 2ος, «Discours du 20 Juin 1991», Docum. Cath. No 2051, 7 Juin 1992, p. 526-527).
Πως να υποθέσουμε, ότι ο Πάπας σ’ αυτή τη χρονολογία αγνοούσε τις συγκεκριμένες διαδικασίες της διαπίστωσης και διάγνωσης τού θανάτου, προ της αφαίρεσης τού οργάνου τού δότη;
Επίσης, τον Οκτώβριο τού 1993, η Ιεραρχία των γάλλων επισκόπων παραθέτει, σε κείμενό της προς το λαό, τη γνώμη των ειδικών επιστημόνων της ποντιφικικής Ακαδημίας των Επιστημών, πράγμα, που δείχνει, επίσης, μία σιωπηλή έπιδοκιμασία, εκ μέρους των γάλλων Ιεραρχών, τού «εγκεφαλικού θανάτου», ως «κριτηρίου θανάτου». (Conseil permanent de la Conference des eveques de France, «Solidarite et respect des personnes dans les greffes de tissus et d’ organes», Docum. Cath. No 2082,21 Nov. 1993, p. 967-973).
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του Προσώπου κατά τους Παπικούς
Υπάρχει ένα είδος λογικής, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «τεχνική λογική, που επικρατεί, όταν πρόκειται να κάνουμε ένα μερεμέτι, μιαν επιδιόρθωση» (Β. Cadore, «Μια δωρεά που οφείλεται σε γενναιοδωρία», Lumiere et vie 44, No 225, decembre 1995, p. 53-68).
Αυτή η λογική θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα συλλογικό σφετερισμό επί των σωμάτων, δίνοντας, έτσι, μίαν απόλυτη προτεραιότητα στις ανάγκες της Δημόσιας Υγείας.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντιτίθεται σφοδρώς σε κάτι τέτοιο, για δυο λόγους. Ο ένας εμμένει στην αξιοπρέπεια τού Προσώπου, που είναι ήδη νεκρό. «Το σώμα δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται σαν μια οντότητα καθαρώς φυσική ή βιολογική… Μια τέτοια στενή υλιστική αντίληψη, θα μας οδηγούσε σε μιαν καθαρώς εργαλειακή χρήση τού σώματος, και, επομένως, και τού Προσώπου (Ίωάννης-Παύλος 2ος, «Ομιλία της 20ής Ιουνίου 1991» ένθα άνωτ., Docum. Cath., 1992).
Ξεφεύγουμε απ’ αυτήν την αντίληψη με το να εγγράψουμε το αφαιρούμενο όργανο στη «συμβολική προοπτική της δωρεάς. Αφού προηγήθηκε συναίνεση και μάλιστα αίτηση τού νεκρού, πριν πεθάνει, η αφαίρεση οργάνων επιτρέπει στο δότη να επιδείξει αλληλεγγύη, γενναιοδωρία και μετά τα όρια της ζωής του. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στα άτομα να προβάλλουν το χρέος τους για αγάπη και πέραν τού θανάτου» (Ιωάννης-Παύλος ο 2ος, «Ομιλία της 20ης Ιουνίου 1991», ένθα ανωτ., Docum. Cath., 1992).
Για να είναι, λοιπόν, δυνατόν η αφαίρεση οργάνου να προσλάβει την αξία και το νόημα της εκτέλεσης μιας ανθρώπινης απόφασης ολότελα ανιδιοτελούς και αποβλέπουσας στο καλό τού συνανθρώπου, τονίζεται και προϋποτίθεται η εξασφάλιση της ρητής και ελεύθερης συναίνεσης τού δότη.
Έπειτα, η αφαίρεση ιστών ή οργάνων, δεν πρέπει να γίνεται με οικονομική συναλλαγή, παρ’ ό,τι μερικοί ηθικολόγοι προσπαθούν να νομιμοποιήσουν μορφές εμπορίου ιστών και οργάνων. Είναι δε γεγονός, ότι τέτοιο εμπόριο υπάρχει εν τοις πράγμασιν σε μερικές χώρες. (Α. Carpentier, «La transplantation d’ organes», εν Ν. Lenoir, Β. Sturlese, Aux frontieres de la vie: paroles d’ ethique, II, La Documentation frangaise, 1991, p. 15-36).
Οι πληροφορίες σχετικά με τη θέση της Παπικής «Εκκλησίας» ελήφθησαν εκ τού άρθρου τού P. Verspieren, «Transplantation d’ organe», εν Εγκυκλοπαίδεια: Catholicisme hier, aujourd ‘hui, de-main», tome XV, col. 225-239, Paris 1997 και εκ τού άρθρου τού G. Jacquemet: «Greffe humaine», tome V, col. 226-228, Paris 1962, της αυτής Εγκυκλοπαίδειας.
Από το βιβλίο: ΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ; Φάκελλος “Μεταμοσχεύσεις”. Οι νόμιμες δολοφονίες εν ονόματι της ζωής ή η νομιμοποίηση της Ευθανασίας; Χρίστου Βασιλειάδη Θεολόγου – Φιλολόγου πρ. Εκπαιδευτικού – Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com