ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ…
ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ
1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.
«Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου,
αλλά θα έλθω εις οπτασίας και αποκαλύψεις του Κυρίου»
Τι είναι αυτό; Αυτός ο οποίος είπε τόσα, λέγει τώρα «το να καυχώμαι λοιπόν», ωσάν να μη είπε τίποτε; Όχι ωσάν να μη είπε τίποτε, αλλά επειδή πρόκειται να μεταβή εις άλλο είδος καυχήσεως, το οποίον δεν έχει μεν τόσην αμοιβήν, αλλά φαίνεται εις τους πολλούς ότι τον αναδεικνύει λαμπρότερον, όχι εις εκείνους οι οποίοι εξετάζουν με ακρίβειαν, λέγει, «το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου». Τα μεγάλα δηλαδή καυχήματα είναι αυτά τα οποία απηρίθμησε, αι δοκιμασίαι, αλλά έχει και άλλα να είπη, τα αναφερόμενα εις τας αποκαλύψεις, εις τα απόρρητα μυστήρια.
Και διατί λέγει, «δεν είναι συμφέρον μου»; Δια να μη επαρθώ εις αφροσύνην, λέγει. Τι λέγεις; Αν δηλαδή δεν τα ειπής, δεν τα γνωρίζεις; Αλλά δεν επαιρώμεθα εξ ίσου όταν τα γνωρίζωμεν οι ίδιοι και όταν τα φανερώνωμεν και εις άλλους. Διότι δεν επαιρώμεθα συνήθως από αυτά τα ίδια τα κατορθώματά μας, άλλ’ από το να τα γνωρίζουν και να μαρτυρούν δι’ αυτά οι πολλοί. Δια τούτο λοιπόν λέγει, «δεν είναι συμφέρον μου», και δια να μη δημιουργήσω μεγαλυτέραν ιδέαν δι’ εμέ εις τους ακούοντας.
Εκείνοι λοιπόν οι ψευδαπόστολοι έλεγαν δια τον εαυτόν των και πράγματα που δεν έγιναν, ενώ αυτός και αυτά που έγιναν αποκρύπτει, και αυτό παρ’ ό,τι υπάρχει τόσον μεγάλη ανάγκη δια να τα είπη· και λέγει, «δεν είναι συμφέρον μου», διδάσκων εις όλους να το αποφεύγουν αυτό με μεγάλην επιμέλειαν. Διότι κανένα κέρδος δεν έχει αυτό το πράγμα, αλλά και βλάβην προξενεί, εάν δεν υπάρχη μεγάλη άνάγκη που να ωφελή από το ότι οδηγεί εις αυτό.
Αφού ωμίλησε λοιπόν δια τους κινδύνους, τους πειρασμούς, τας επιβουλάς, τας θλίψεις, τα ναυάγια, έρχεται εις άλλην αιτίαν καυχήσεως, λέγων «Γνωρίζω ένα άνθρωπον χριστιανόν ο οποίος προ δεκατεσσάρων ετών — είτε με το σώμα, δεν γνωρίζω, είτε εκτός του σώματος, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει — ηρπάγη έως τον τρίτον ουρανόν. Και γνωρίζω ότι ο άνθρωπος εκείνος — είτε με το σώμα, είτε εκτός του σώματος, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει — ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν ανεκφράστους λόγους τους οποίους δεν επιτρέπεται να επαναλάβη άνθρωπος. Δι’ ένα τέτοιον άνθρωπον θα καυχηθώ, δια τον εαυτόν μου όμως δεν θα καυχηθώ».
Μεγάλη είναι μεν αυτή η αποκάλυψις. Αλλά δεν έγινεν αυτή μόνη, αλλά και πολλαί άλλαι· αυτός όμως εκθέτει μίαν από τας πολλάς. Διότι δια το ότι ήσαν πολλαί, άκουσε τι λέγει· «Και δια να μη υπερηφανεύωμαι δια τας πολλάς αποκαλύψεις».
Και όμως, θα είπη κανείς, εάν ήθελε να κρύψη αυτάς, έπρεπε να μη τας υπαινιχθή καθόλου, ούτε να είπη τίποτε τέτοιο· εάν δε ήθελε να τας είπη, έπρεπε να τας είπη σαφώς. Διατί λοιπόν ούτε σαφώς ωμίλησε δι’ αυτάς, ούτε εσιώπησε; Δια να ίδης και εδώ, ότι χωρίς να θέλη το κάμνει αυτό. Δια τούτο και έγραψε δια τον χρόνον των δεκατεσσάρων ετών. Διότι δεν μνημονεύει τυχαίως αυτό, αλλά δεικνύων ότι αυτός ο οποίος έκρυψεν αυτό επί τόσον χρόνον, δεν θα το έλεγε τώρα, εάν δεν ήτο μεγάλη ανάγκη. Αλλά θα εσιώπα, εάν δεν έβλεπε τους αδελφούς να χάνωνται.
Εάν δε από την αρχήν ήτο τέτοιος ο Παύλος, ώστε ν’ αξιωθή τέτοιας αποκαλύψεως, όταν ακόμη δεν είχε τέτοια κατορθώματα, σκέψου πόσον μέγας έγινε μετά από τεσσαράκοντα έτη.
Κοίταζε δε πως και εις αυτό ακόμη ταπεινούται με το να είπη δια τα μεν, δια τα δε να ομολογήση ότι αγνοεί. Διότι, δια το ότι μεν ηρπάγη είπεν· άλλ’ είτε με το σώμα, είτε εκτός του σώματος, καθόλου, λέγει, ότι δεν γνωρίζει.
Και όμως ήτο αρκετόν αφού είπε δια την αρπαγήν να σιωπήση· τώρα όμως ταπεινούμενος προσθέτει και αυτό. Τι λοιπόν; Ηρπάγη ο νους και η ψυχή, το δε σώμα έμεινε νεκρόν; Ή μήπως ηρπάγη το σώμα; Αλλά δεν είναι δυνατόν να είπη κανείς. Διότι εάν δεν εγνώριζεν ο Παύλος ο οποίος και ηρπάγη, και έτυχε τόσων και τέτοιων απορρήτων, πολύ περισσότερον εμείς. Δια το ότι λοιπόν ήτο εις τον παράδεισον ενώριζε, και ότι ήτο εις τον τρίτον ουρανόν δεν το ηγνόει· αλλά τον τρόπον δεν εγνώριζε σαφώς.
Πρόσεχε όμως και αλλού την ταπείνωσίν του. Δια την πόλιν δηλαδή των Δαμασκηνών δίδει διαβεβαίωσιν, εδώ όμως καθόλου· διότι δεν ήθελε να το αποδείξη αυτό, αλλά μόνον να το είπη δι΄ υπαινιγμού. Δια τούτο και προσθέτει λέγων «Δι’ ένα τέτοιον άνθρωπον θα καυχηθώ»· όχι δια να είπη ότι κάποιος άλλος ηρπάγη, άλλ’ όσον επετρέπετο και ήτο δυνατόν και να είπη, και να αποφύγη να είπη φανερώς δια τον εαυτόν του, έτσι συνθέτει τον λόγον. Διότι ποία λογική συνέπεια υπήρχεν, ενώ ωμιλούσε δια τον εαυτόν του, να παρουσιάση άλλον; Διατί λοιπόν εξέθεσεν αυτό έτσι; Δεν ήτο το ίδιον να είπη, ηρπάγην, και, γνωρίζω κάποιον ο οποίος ηρπάγη- επίσης το να είπη, καυχώμαι δια τον εαυτόν μου και, «δι’ αυτόν τον άνθρωπον θα καυχηθώ». Εάν δε είπη κανείς, και πως είναι δυνατόν να αρπαγή χωρίς σώμα; θα είπω εις αυτόν, πως όμως είναι δυνατόν να αρπαγή με το σώμα; Διότι αυτό είναι περισσότερον αδύνατον από εκείνο, εάν εξετάζης αυτά με σκέψεις αμφιβολίας και όχι με πίστιν.
Διατί όμως ηρπάγη; Δια να μη νομίζη αυτός, όπως πιστεύω, ότι έχει κάτι ολιγώτερον από τους άλλους αποστόλους. Διότι, επειδή εκείνοι έζησαν μαζί με τον Χριστόν, ενώ αυτός καθόλου, δια τούτο ήρπασε και αυτόν εις δόξαν. «Εις τον παράδεισον». Διότι ήτο μεγάλη η φήμη αυτού του τόπου, και παντού εξυμνείτο. Δια τούτο έλεγε και ο Χριστός, «Σήμερον θα είσαι μαζί μου εις τον παράδεισον».
«Δι’ ένα τέτοιον άνθρωπον θα καυχηθώ». Διατί; Εάν δηλαδή, άλλος ηρπάγη, συ διατί καυχάσαι; Από το οποίον είναι φανερόν ότι δια τον εαυτόν του έλεγεν αυτά. Εάν δε προσέθεσε «δια τον εαυτόν μου όμως δεν θα καυχηθώ», τίποτε άλλο δεν εννοεί, παρά ότι, εάν δεν είναι ανάγκη, τίποτε τέτοιο δεν θα είπω τυχαίως και αβασανίστως· ή δια να καλύψη πάλιν αυτό που είπεν, όσον ήτο δυνατόν. Δια το ότι δε άλλος ο λόγος δια τον εαυτόν του εγίνετο, μαρτυρούν και τα επόμενα· διότι προσέθεσε λέγων, «Αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα είπω την αλήθειαν».
Πως λοιπόν προηγουμένως έλεγες, «είθε να μου εδείχνατε ανοχήν εις μίαν μικράν ανοησίαν», και, «Αυτό που λέγω, δεν το λέγω κατ’ εντολήν του Κυρίου, άλλ’ ως ανόητος», ενώ εδώ, «Αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα είπω την αλήθειαν»; Όχι δια την καύχησιν, αλλά δια το ψεύδεσθαι· διότι εάν το να καυχάσαι προέρχεται από αφροσύνην, πόσον μάλλον τα να ψεύδεσαι; Ως προς αυτό λοιπόν λέγει «δεν θα είμαι ανόητος». Δια τούτο και προσέθεσε, «διότι θα είπω την αλήθειαν. Το αποφεύγω όμως, μήπως με θεωρήση κανείς ανώτερον από ό,τι βλέπει εις εμέ ή ακούει από εμέ».
Αυτή είναι η αναντίρρητος αιτία· διότι και θεούς ενόμισαν αυτούς δια το μέγεθος των θαυμάτων. Διότι όπως εις τα φυσικά στοιχεία εδημιούργησεν ο Θεός και από τα δύο είδη, και ασθενή και λαμπρά, και αυτό αφ’ ενός μεν δια να δείξη την δύναμίν του, αφ’ ετέρου δε, δια να εμποδίση την πλάνην των ανθρώπων, έτσι λοιπόν και εδώ και θαυμαστοί ήσαν και ασθενείς, ώστε με αυτά τα έργα να διδάσκωνται οι άπιστοι. Διότι εάν με το να εμφανίζουν τους εαυτούς των θαυμαστούς μόνον, χωρίς να δεικνύουν κανένα σημείον αδυναμίας, εξηπάτουν δια του λόγου τους πολλούς, ώστε να μη υποπτευθούν τίποτε περισσότερον δια την αλήθειαν περί αυτών, όχι μόνον δεν θα επετέλουν το έργον των, αλλά και το αντίθετον θα επετύγχανον. Διότι η αποποίησις των μη ανηκόντων εις αυτούς, που εγίνοντο δια των λόγων, εφάνη ότι εγίνετο μάλλον από ταπεινοφροσύνην, και έκανεν ώστε περισσότερον να θαυμασθούν αυτοί. Δια τούτο και εμπράκτως απεδεικνύετο η αδυναμία των.
Αυτό θα ίδη κανείς και εις τους ανθρώπους που έζησαν την περίοδον της παλαιάς Διαθήκης. Διότι και ο Ηλίας ήτο θαυμαστός, άλλ’ ενικήθη κάποτε από την δειλίαν και ο Μωϋσής ήτο μέγας, αλλά και αυτός από το ίδιον πάθος ελιποτάκτησεν. Αυτά δε επάθαινον, επειδή απεμακρύνετο ο Θεός και επέτρεπεν να φανερωθή η ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως. Διότι εάν όταν τους εξήγαγεν από την δουλείαν έλεγον, «που είναι ο Μωϋσής;», τι δεν θα έλεγον εάν τους εισήγαγεν; Δια τούτο και ο Παύλος λέγει, «Το αποφεύγω όμως, μήπως κανείς με θεωρήση ανώτερον». Δεν λέγει, μήπως είπη, αλλά, δια να μη με θεωρήση μεγαλύτερον από αυτήν την αξίαν. Ώστε και από εδώ είναι φανερόν, ότι δι’ αυτόν εγίνετο ο λόγος. Δια τούτο και εις την αρχήν έλεγε, «Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου»· δεν θα το έλεγεν αυτό, εάν επρόκειτο να είπη δι’ άλλον όσα είπε. Διότι δια ποιον λόγον δεν συμφέρει να καυχάται δι’ άλλον;
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ’ (ΕΙΣ ΤΗΝ Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ) ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979. Σελ 29-37 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ