ΕΡΙΧ ΣΝΑΙΤΕΡ
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΧΙΤΛΕΡ
Η φυλετική μανία και ο αντισημιτισμός του Χίτλερ έβαλαν τις βάσεις για την επίθεσή του κατά του χριστιανισμού. Απέρριπτε τον χριστιανισμό σαν ξενική ιδέα, ξένη προς την καθαρά φυλετική κουλτούρα των Γερμανών. «Η Αρχαιότητα», έλεγε ο Χίτλερ, «ήταν καλύτερη από τη σύγχρονη εποχή γιατί δεν υπήρχε ο χριστιανισμός και η σύφιλη».
Αυτή ήταν η κριτική του Χίτλερ στον Χριστιανισμό:
- Ήταν μια θρησκεία που υποστήριζε τους αδύνατους και τους βασανισμένους.
- Οι βάσεις της ήταν καθαρά Εβραϊκές και Ανατολίτικες. Οι Χριστιανοί «σκύβουν τις ράχες τους στον ήχο της καμπάνας και σέρνονται μπροστά στο σταυρό ενός ξένου Θεού».
- Η θρησκεία ρίζωσε πριν 2. 000 χρόνια μέσα σε αρρωστιάρηδες, καταβεβλημένους και απελπισμένους ανθρώπους που είχαν χάσει την πίστη τους στη ζωή.
- Οι Χριστιανικές αρχές της «άφεσης των αμαρτιών», της «ανάστασης» και της «σωτηρίας» ήταν απλώς ανοησίες.
- Η Χριστιανική ιδέα του «ελέους» ήταν επικίνδυνη. Δεν πρέπει να δείχνουμε έλεος στους εχθρούς μας. «Το έλεος είναι μία μη Γερμανική σύλληψη».
- Η Χριστιανική «αγάπη» ήταν ανόητη – η αγάπη παραλύει.
- Η Χριστιανική ιδέα της ισότητας όλων των ανθρώπων σήμαινε ότι ο κατώτερος, ο άρρωστος, ο ανάπηρος, ο εγκληματίας και ο αδύνατος έπρεπε να προστατεύεται.
Γι’ αυτό, είπε ο Χίτλερ, ο Χριστιανισμός, όπως και ο Ιουδαϊσμός, ήταν αντίθετος στα Ναζιστικά ιδανικά που είχε καθιερώσει για τη Γερμανία. Δεν ήθελε να καταστρέψει εντελώς τον Χριστιανισμό. Αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να διαστρέφει και διαφθείρει την έννοια του.
Ο Χίτλερ δεν άργησε να αρχίσει έναν πόλεμο με την Προτεσταντική και την Καθολική Εκκλησία. Προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό του και τις 29 διαφορετικές Προτεσταντικές Εκκλησίες που υπήρχαν στην Γερμανία. Στην αρχή, περιμένοντας να ετοιμαστεί για το χτύπημα, δεν έκανε τίποτα. Μετά, το 1935, κήρυξε την ανωτερότητα του Ναζιστικού κράτους πάνω στην Προτεσταντική εκκλησία. Έκλεισε τα εκκλησιαστικά σχολεία και άρπαξε όλη την περιουσία της εκκλησίας. Έδιωξε πολλούς πάστορες και απαγόρευσε σε άλλους να κηρύττουν. Αυτοί που τολμούσαν να αντιμιλήσουν στέλνονταν σε απομακρυσμένα χωριουδάκια. Θα κατέστρεφε τη δύναμη του Προτεσταντισμού με μια αργή διαδικασία διάβρωσης. Μερικοί Λουθηρανοί και Καλβινιστές πάστορες συμπορεύθηκαν με τον Χίτλερ και τους Ναζί. Αλλά, πολλοί αρνήθηκαν να υποκλιθούν στη σβάτσικα. Ο διάσημος καθηγητής της Χαϊδελβέργης και ηγέτης των Γερμανών Προτεσταντών, Δρ. Κάρλ Μπάρθ, αρνήθηκε να ορκιστεί στον Χίτλερ. Απολύθηκε από τη θέση του το 1935. «Ήμουν καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για δέκα χρόνια», έγραψε αργότερα από την Ελβετία, «μέχρι τη στιγμή που αρνήθηκα να αρχίζω το μάθημά μου για το Θεό σηκώνοντας το χέρι μου και λέγοντας «Χάιλ Χίτλερ»! Δεν μπορούσα να το κάνω. Θα ήταν βλασφημία. Και έτσι έφυγα και ήρθα στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας».
Ο πιο ειλικρινής ήταν ο Προτεστάντης πάστορας Δρ. Μάρτιν Νιεμόλερ, εφημέριος του πλούσιου Βερολινέζικου προάστιου Ντάχλεμ. Είχε μία πολύ παράξενη σταδιοδρομία – υπηρέτησε σαν αξιωματικός υποβρυχίων στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1937, συνελήφθη και δικάστηκε κεκλεισμένων των θυρών για ανατρεπτικές ενέργειες. Το δικαστήριο τον αθώωσε, αλλά η Γκεστάπο τον συνέλαβε και πάλι και τον έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά ο Χίτλερ δεν κατάφερε ποτέ να υποτάξει τον Νιεμόλερ.
Η δίωξη κατά των Προτεσταντών παστόρων είχε αντίκτυπο κατά των Ναζί. Η θρησκεία δυνάμωσε. Ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται στις εκκλησίες που μέχρι τότε ήταν άδειες. Ήταν ο μόνος τρόπος για πολλούς Γερμανούς να δείξουν την απέχθειά τους στην Ναζιστική κυβέρνηση.
Όταν πρωτοανέβηκε στην εξουσία, το 1933, ο Χίτλερ ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία. Κι αυτός, έξαλλου, είχε γεννηθεί Καθολικός. Υπέγραψε ένα κονκορδάτο, μια συνθήκη, με την εκκλησία με την οποία έδινε εγγυήσεις για την ακεραιότητα της Καθολικής πίστης και την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας αν τα Καθολικά σχολεία, οι νεολαιίστικες οργανώσεις και οι εκπολιτιστικές ομάδες έμεναν έξω από την πολίτικη, δεν θα ενοχλούνταν από κανέναν.
Οι Καθολικοί επίσκοποι προσπάθησαν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τον Χίτλερ και τους Ναζί. Αλλά μια δυνατή εχθρότητα που συνεχώς μεγάλωνε υπέβοσκε, καθώς ο Χίτλερ παραβίαζε ένα προς ένα τα άρθρα της συνθήκης.
Σύντομα, η αιχμή της Ναζιστικής προπαγάνδας στράφηκε κατά των Καθολικών. Κατηγορούσαν την Καθολική Εκκλησία ότι ήταν ένας διεθνής οργανισμός πιστός στον Πάπα και όχι στον Χίτλερ. Για τους Ναζί, η ηθική των Χριστιανών ταίριαζε περισσότερο σε μία κοινωνία σκλάβων, παρά σε ένα Άριο ισχυρό έθνος όπως η Γερμανία.
Γιατί αντιτάχθηκε ο Χίτλερ στους Καθολικούς; Ο ένας λόγος είναι ότι πραγματικά η Καθολική Εκκλησία ήταν διεθνής. Το ίδιο το όνομά της σημαίνει παγκόσμια. Μια τέτοια εκκλησία δεν μπορούσε να αποδεχτεί την ανωτερότητα οποιουδήποτε λαού πάνω στους άλλους.
Ένας άλλος λόγος ήταν ότι ο Χίτλερ διεκδικούσε το δικαίωμα να ελέγχει όλη την εκπαίδευση των νέων της Γερμανίας, και αρνιόταν στον κλήρο το δικαίωμα να καθοδηγεί το πνεύμα και την ψυχή της νεολαίας. Πάνω από όλα, ο Χίτλερ αντιδρούσε στις βασικές διδασκαλίες του Χριστού – ιδιαίτερα στον χρυσό κανόνα του να μην κάνεις στους άλλους ότι δεν θέλεις να σού κάνουν, και δεν μπορούσε να χωνέψει την ιδέα της επί γης ειρήνης.
Η πάλη που ξέσπασε ανάμεσα στον Χίτλερ και την Καθολική Εκκλησία σημαδεύτηκε από βία. Ο Χίτλερ συνέλαβε μοναχούς και μοναχές και τους κατηγόρησε για λαθραία εξαγωγή χρυσού από τη Γερμανία. Λογόκρινε τον Καθολικό τύπο. Απαγόρευσε τις Καθολικές πομπές και τις παπικές εγκυκλίους. Προσπάθησε να βάλει με τη βία Καθολικούς νέους στη Χιτλερική Νεολαία.
Οι Καθολικοί αντιστάθηκαν. Ο Μίκαελ Καρδινάλιος φόν Φάουλχάμπερ, Αρχιεπίσκοπος του Μονάχου, αρνήθηκε να υποταχτεί και αντιμετώπισε θαρραλέα τους Ναζί. Για να εμποδίσει τη σύλληψή του, η Εκκλησία τον ονόμασε το 1934 αντιπρόσωπο του Πάπα, γεγονός που του έδινε διπλωματική ασυλία.
Στις 21 Μαρτίου του 1937, ο Πάπας Πίος ο XI δημοσίευσε μία εγκύκλιο προς τη Γερμανία με τίτλο Μιτ μπρένεντερ Ζόργκε, «Με καυτή ανησυχία». Η επιστολή του αυτή, που διαβάστηκε από κάθε καθολικό άμβωνα της Γερμανίας, κατηγορούσε τον Χίτλερ ότι παραβίασε τη συνθήκη με την Εκκλησία, και ότι είχε εξαπολύσει εναντίον των Καθολικών «ένα κύμα βίας τόσο παράνομο όσο και απάνθρωπο».
«Με πατρικά αισθήματα», έγραφε ο Πάπας, «λυπούμεθα και υποφέρουμε βαθύτατα μαζί με αυτούς που πλήρωσαν τόσο ακριβά την αφοσίωσή τους στον Χριστό και την Εκκλησία».
Η απάντηση του Χίτλερ ήταν μια νέα σειρά δικών μοναχών με τις κατηγορίες της ανηθικότητας και της λαθραίας εξαγωγής συναλλάγματος.
Στη θέση της «αδύναμης Χριστιανικής θρησκείας», ο Χίτλερ ήθελε να δημιουργήσει μια Γερμανική «Εθνική Εκκλησία» με Άριο κλήρο και Άρια ηθική. Αυτό ήταν που ονόμαζε «Θετική Χριστιανική πίστη», αυτό που προόριζε να κάνει Γερμανική Χριστιανική θρησκεία.
Αυτό ήταν το πρόγραμμα της νέας «Γερμανικής Χριστιανοσύνης» του Χίτλερ:
- Πετάξτε την Παλαιά Διαθήκη – είναι Εβραϊκό βιβλίο. Πετάξτε επίσης και κομμάτια από την Καινή Διαθήκη.
- Ο Χριστός δεν πρέπει να θεωρείται Εβραίος, αλλά ένας Νορδικός μάρτυρας που θανατώθηκε από τους Εβραίους, ένα είδος πολεμιστή που με το θάνατό του έσωσε τον κόσμο από την Εβραϊκή κυριαρχία.
Τοποθετήθηκε πάνω από το βωμό η φωτογραφία του Χίτλερ, και ανάφτηκαν μπροστά της κεριά. Αυτό υποτίθεται ότι θα ξυπνούσε «τα καλά, παλιά, υγιή Νορδικά ένστικτα». Γράφτηκε και Ύμνος για το νέο Γερμανικό Θρησκευτικό Κίνημα:
Πέρασε πια η εποχή του Σταυρού, θα ανατείλει η Ρόδα του Ήλιου, και μαζί με το Θεό, θα ελευθερωθούμε ξανά και θα ξαναδώσουμε στο λαό μας την τιμή του.
Ο Χίτλερ δεν υποστήριξε ανοιχτά τον νέο ειδωλολατρισμό. Ήταν πολύ καλός πολιτικός για να κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά δεν είχε και αντιρρήσεις στις ιδέες του. Το 1937, έδωσε το Εθνικό Βραβείο, το Γερμανικό αντίστοιχο του Νόμπελ, στον Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, εχθρό του Χριστιανισμού και ηγέτη των Νεοειδωλολατρών. Ο Ναζιστής φιλόσοφος Ρόζενμπεργκ, ήθελε να ξαναγυρίσει στην παλιά Τευτονική θρησκεία της φωτιάς και του σπαθιού.
ΕΡΙΧ ΣΝΑΙΤΕΡ «ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ» – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Δ. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΟΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ