Απόστολος Παπαδημητρίου
Τι ακριβώς γιορτάζουμε κατά την επέτειο; Ασφαλώς την επικράτηση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων επί των αντιστοίχων βουλγαρικών μετά από αιματηρό αγώνα τεσσάρων ετών χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Πρέπει να μας γεμίζει η επέτειος μόνο ικανοποίηση και υπερηφάνεια; Ασφαλώς ναι, θα απαντήσουν κάποιοι έχοντας υψηλό το πατριωτικό φρόνημα ή έχοντας εμποτιστεί από το εθνικιστικό δηλητήριο, το οποίο άφθονο παροχέτευσε και στη Βαλκανική η δυτική σκέψη. Υπάρχει όμως και άλλη προσέγγιση προς το θέμα μας, η εκκλησιαστική.
Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι τέτοιες μέρες το 1904 έπεφτε πριν προλάβει να αγωνιστεί για την ελευθερία της Μακεδονίας ο πρωτοήρωάς μας Παύλος Μελάς. Η επέτειος συνιστά στην ουσία μνήμη της θυσίας του και όχι μνήμη της λήξης των αιματηρών συγκρούσεων, που τερματίστηκαν με την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908. Αν ο Παύλος Μελάς, για τον οποίο μύρια όσα φρικτά αναγράφονται σε ιστοσελίδες των γειτόνων μας στην ελληνική γλώσσα, δεν φονευόταν κατά σύγκρουση μετά από κατάδοση του καταφυγίου του από Βουλγάρους, δεν θα είχε γραφεί το έπος αυτό. Ο θάνατός του ταρακούνησε για τα καλά τους γευόμενους τα αγαθά της ελευθερίας Έλληνες του Νότου και έφερε τη Μακεδονία πιο κοντά, όπως έγραψε στο ποίημα-αφιέρωμα στον ήρωα ο Παλαμάς (Παραμένει ακόμη μακριά, πολύ μακριά, η Κύπρος μας!). Αλλά ας πάρουμε τα συμβάντα από την αρχή.
Γιατί προκλήθηκε η σύρραξη μεταξύ ομοδόξων και γειτόνων λαών, με κοινή παράδοση και πολιτισμό; Ήταν τα κατάλοιπα αντιπαλότητας από την εποχή του Κρούμου και αργότερα του Σαμουήλ; Αλλά ο Κρούμος ήταν ειδωλολάτρης και ο Σαμουήλ δεν ήταν Βούλγαρος, πόσο μάλλον Μακεδών εκσλαβισμένος, όπως τον θέλουν οι παραχαράκτες της ιστορίας γείτονές μας, οι οποίοι καθοδηγούνται από τους εκάστοτε ισχυρούς (Στάλιν, Τίτο, Μπους, Σόρος) στη συντήρηση του αρρωστημένου ιδεολογήματος. Είναι η ταπείνωση ενός λαού, ο οποίος διψά για εκδίκηση για το έγκλημα του αυτοκράτορά μας, που αποκλήθηκε βουλγαροκτόνος; Αλλά τότε, γιατί καυχόμαστε για τη μεταλαμπάδευση της πίστης μας στον λαό αυτό, που άλλος ήταν στην έλευσή του (μογγολικός), από άλλους αφομοιώθηκε (Σλάβους και Έλληνες) και έχασε τελικά και τη γλώσσα του; Μήπως κάτι δεν πήγε καλά; Ασφαλώς όλα τα διαδραματισθέντα μαρτυρούν έλλειμμα πίστεως και μάλιστα σημαντικό.
Η ρωμαίηκη αυτοκρατορία εισήλθε στο στάδιο της παρακμής της αμέσως μετά το Α΄ μισό του 11ουαιώνα, γι’ αυτό και η προέλαση του νέου εχθρού της, των Οθωμανών Τούρκων, υπήρξε ραγδαία. Τα πνευματικά αναστήματα σπάνιζαν και οι αντιπαλότητες εντάθηκαν όχι μόνο μεταξύ των ηγεμόνων των χωρών που γειτνίαζαν, αλλά και εντός της αυτοκρατορίας μας. Η κοινή πίστη, που συγκαλούσε σε ενότητα, εκδηλωνόταν καχεκτική στις καρδιές των ανθρώπων, σε σχέση με τις κακίες που καλλιεργούσαν για υπεροχή, επικράτηση, κυριαρχία. Απόδειξη ότι ο κοινός όλων εχθρός δεν συνέτισε τους αντιμαχομένους ομοδόξους, ώστε την υστάτη στιγμή να συνασπισθούν σε κοινό αμυντικό μέτωπο.
Ο κατακτητής, γράφουν οι ιστορικοί, έδωσε στο Πατριαρχείο προνόμια. Έτσι αποκαλούν τα στοιχειώδη δικαιώματα που σεβάστηκε στους κατακτημένους. Αναμφισβήτητα προνόμιο υπήρξε η μόνο η κατάλυση των αυτοκεφάλων Εκκλησιών Σέρβων και Βουλγάρων και η υπαγωγή αυτών στο ελληνικό Πατριαρχείο. Βέβαια οι αποδομητές της ιστορίας μας τονίζουν κατά κόρο ότι δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί η νεοελληνική συνείδηση, παρά το πλήθος των αντιθέτων περί αυτού ιστορικών μαρτυριών. Κατά την επί αιώνες φρικτή δουλεία το Πατριαρχείο διατήρησε χρώμα απολύτως ελληνικό, αν και αποτελούσε την πνευματική ηγεσία όλων των Ρουμ (Ρωμηών), των ορθοδόξων δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βέβαια δεν είναι υπερβολή να υποστηρίζεται ότι εμείς οι Έλληνες προηγούμασταν κατά πολύ στα γράμματα από τους ομοδόξους γείτονές μας Βουλγάρους, Σέρβους και Αλβανούς. Όμως η προσπάθεια ελληνοποίησης των πάντων μαρτυρεί έκπτωση από το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα, γνώρισμα του οποίου είναι η οικουμενικότητα. Αυτό δεν τολμούμε να τα αποδεχθούμε, καθώς καραδοκούν οι υπερελληνόφρονες, που θεωρούν την Εκκλησία θεραπαινίδα του έθνους, έχοντες εμποτιστεί από τα νάματα του δυτικού εθνικισμού.
Σαν να μην έφθανε η ελληνοκεντρικότητα του πνευματικού κέντρου της Ορθοδοξίας ήρθε να προστεθεί το κακό της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας μετά τον σχηματισμό του νεοελληνικού κράτους κατ’ εντολή των Βαυαρών επικυριάρχων προς τα άβουλα μέλη της τότε Ιεραρχίας, που άγονταν από τον δυτικόπληκτο γραμματέα της Συνόδου! Το αυτοκέφαλο δεν ήταν απλώς πλήγμα κατά του Πατριαρχείου, ήταν το κάκιστο παράδειγμα για τους ομόδοξους γείτονές μας, οι οποίοι δέχονταν την επίδραση του δυτικού εθνικισμού, όπως ακριβώς και εμείς. Μπορεί να είχαν αργήσει να καλλιεργήσουν τα γράμματα, όμως σιγά σιγά άρχισαν να ιδρύουν σχολεία, ώστε να μην έχουν την ανάγκη να σπουδάζουν στα ελληνικά.
Καθώς τη Βαλκανική εποφθαλμιούσαν οι προς βορρά συνορεύοντες με την οθωμανική αυτοκρατορία Αυστριακοί και Ρώσοι, αναζητούσαν αυτοί προγεφυρώματα στους λαούς. Οι πρώτοι απέβλεπαν στους Ρουμάνους, Αλβανούς, Βλάχους ακόμη και Βουλγάρους. Γι’ αυτό και η γερμανική ιστορική σχολή προπαγάνδιζε την μη ελληνικότητα των Βλάχων κατά τον 19οαιώνα. Οι άλλοι απέβλεπαν στους Σλάβους, Σέρβους δηλαδή και Βούλγαρους. Όσο για την Ελλάδα, όλοι γνώριζαν ότι ανήκε στη ζώνη επιρροής της κραταιάς τότε Βρετανικής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Γλύξμπουργκ.
Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν επόμενο οι λαοί της Βαλκανικής να περιφρονήσουν το όραμα του Ρήγα και να επιδοθούν σε αντιπαράθεση προς εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων. Οι Αυστριακοί χρησιμοποίησαν κατ’ αρχήν ως δούρειο ίππο την Ουνία, προκειμένου σε συνεργασία με το Βατικανό να αποσπάσουν σε πρώτη φάση όσους περισσότερους Βουλγάρους, Βλάχους και ορθόδοξους Αλβανούς από το Πατριαρχείο πριν τους οδηγήσουν στον καθολικισμό. Απέτυχαν παταγωδώς. Τότε παρενέβη η Ρωσία και επέτυχε την αναγνώριση από την Πύλη (1870) της βουλγαρικής Εξαρχείας, εθνικής βουλγαρικής Εκκλησίας κατά το προηγούμενο της ελλαδικής, πριν όμως συσταθεί βουλγαρικό κράτος. Η Εξαρχεία παρέμεινε σχισματική για δεκαετίες ήδη όμως είχαν τεθεί οι βάσεις για την αντιπαράθεση Βουλγάρων και Ελλήνων στη Μακεδονία κυρίως. Γι’ αυτό και πολλοί δέχονται ότι τότε άρχισε ο Μακεδονικός αγών. Αυτή απετέλεσε τη δεύτερη μεγάλη ήττα στους κόλπους της Εκκλησίας με ευθύνη του ρωσικού Πατριαρχείου, που υπηρετούσε τη ρωσική πολιτική καθόδου στο Αιγαίο, και εκμεταλλεύτηκε τα σφάλματα ελληνοκεντρισμού του αποκαλουμένου, δυστυχώς, μόνο από μας τους Έλληνες, οικουμενικού Πατριαρχείου. Η άσκηση όμως πολιτικής από εκκλησιαστικούς άνδρες συνιστά επώδυνη πληγή στο σώμα της Εκκλησίας.
Το 1877 ξέσπασε ένας ακόμη ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος οδήγησε στον σχηματισμό βουλγαρικού κράτους. Τα συμβάντα που ακολούθησαν θα αναλύσουμε στο επόμενο άρθρο.
Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) σχηματίστηκε η μεγάλη Βουλγαρία, τα σύνορα της οποίας εκτεινόταν προς δυσμάς ως τον Αλιάκμονα αφήνοντας εκτός του εδάφους της μόνο τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Πολλά λέγονται για τον πανσλαβισμό και τις δόλιες μεθοδεύσεις του κατά του ελληνισμού. Αποσιωπάται όμως ότι η Ρωσία είχε προτείνει τότε στην Ελλάδα πολεμική σύμπραξη κατά των Τούρκων, την οποία η χώρα μας απέρριψε καθ’ υπόδειξη του πρεσβευτή της Αγγλίας προς το φερέφωνό της βασιλιά μας. Αν η χώρα μας ήταν ανεξάρτητο κράτος και όχι προτεκτοράτο της Αγγλίας, η Μακεδονία και η Θράκη θα ήταν ελεύθερες το 1878 και η Βουλγαρία θα περιοριζόταν στα σημερινά της εδάφη και δεν θα έπασχε από τον αρρωστημένο μεγαλοϊδεατισμό, που εξέθρεψε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Βέβαια με τη συνθήκη του Βερολίνου, που ανέτρεψε την προηγούμενη, η Βουλγαρία περιορίστηκε κατά πολύ και η Ρωσία δεν κατάφερε ούτε καν έμμεση έξοδο στο Αιγαίο. Πέραν αυτού οι δυτικοί, άσπονδοι εχθροί της, φρόντισαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των νέων χωρών, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, τοποθετώντας βασιλείς από γερμανικούς οίκους. Και για μεν τη Ρουμανία η εξέλιξη είναι κατανοητή, καθώς οι Ρουμάνοι έτρεμαν και αντιπαθούσαν τους Σλάβους γείτονές τους. Πώς όμως ανέχθηκαν οι Ρώσοι να χάσουν παντελώς τον έλεγχο στη Βουλγαρία, που ελευθέρωσαν; Την υποταγή στις κεντρικές αυτοκρατορίες των δύο αυτών χωρών πλήρωσαν οι δύο άλλοι λαοί της Βαλκανικής, Έλληνες και Σέρβοι, αλλά και οι «σύμμαχοί» τους Αγγλογάλλοι κατά τους δύο πολέμους του 20ουαιώνα. Είναι εκπληκτικό το ότι αυτοί δεν αντέδρασαν διόλου στην κατάληψη από τους Βουλγάρους της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας, καθ’ υπόδειξη των πανισχύρων Αυστριακών και Γερμανών. Η Ελλάδα δέχθηκε τους πρόσφυγες, που εγκατέλειπαν τα αστικά κέντρα της κατακτημένης από τους Βουλγάρους περιοχής αμέσως μετά το συμβάν (1885) και ως τις αρχές του 20ουαιώνα, οπότε οι Βούλγαροι επέβαλαν άγρια τρομοκρατία στους Έλληνες. Αφού δεν αντιδρούν οι «προστάτες» μας Άγγλοι, πρέπει και μεις να σιωπούμε!
Η κατά ανώδυνο τρόπο προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία αναπτέρωσε τον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό. Γιατί να μην επαναληφθεί το ίδιο και με τη Μακεδονία; Η Εξαρχία ήταν πρώτης τάξεως όπλο για την απόσπαση των σλαβοφώνων της Μακεδονίας από το Πατριαρχείο και ταυτόχρονα από την Ελλάδα. Πολύς ο λόγος για την καταδίκη του εθνοφυλετισμού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), όμως πρέπει να ομολογήσουμε ότι στην ουσία καταδικάστηκε η τακτική, την οποία ως τότε εφάρμοζε το ίδιο το Πατριαρχείο, δηλαδή η υποστήριξη των ελληνικών δικαίων. Η Εκκλησία είχε εμπλακεί κατά τρόπο οδυνηρό στην αντιπαράθεση των εθνοτήτων, την οποία υποκινούσαν οι τότε ισχυροί, χωρίς να έχει τη διάθεση προσέγγισης εν αγάπη Χριστού και διευθέτησης των διαφορών. Έκτοτε θεωρήθηκε αυτονόητο ότι οι εθνικές Εκκλησίες οφείλουν να ευλογούν τα όπλα των στρατών της χώρας, στην οποία ανήκουν. Οι όροι ανατράπηκαν πλήρως: Δεν ανήκε η χώρα στην Εκκλησία, καθώς οι πολίτες της ήσαν μέλη αυτής, ανήκε η Εκκλησία στο κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού (ως ιδιωτικού ίσως δικαίως στο μέλλον!).
Στα πλαίσια των βουλγαρικών επιδιώξεων προέκυψε διάσπαση των Βουλγάρων εθνικιστών. Οι μεν ήθελαν όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας Βουλγάρους, οι δε, πλέον ρεαλιστές, συνειδητοποιούσαν το εμπόδιο εκ της δυναμικής παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή και ήθελαν τη σύμπραξη όλων, ώστε η Μακεδονία να καταστεί σε πρώτη φάση αυτόνομη κατά το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έτσι ξεκίνησε το ιδεολόγημα περί Μακεδόνων, μη Ελλήνων, μη Βουλγάρων, το οποίο εξυπηρέτησε στη συνέχεια πολλούς επίδοξους επιτηρητές της περιοχής.
Τα αποτελέσματα εκ της αναγνώρισης της Εξαρχίας από την Πύλη δεν θεωρήθηκαν μετά εικοσαετία ικανοποιητικά από τους Βουλγάρους. Ο ελληνισμός είχε εδραιωθεί σε όλα τα αστικά κέντρα. Με τα σχολεία του, την οικονομική και επιστημονική πρόοδο, ήταν ασυναγώνιστος. Εκείνο που ιδίως έκανε τους Βουλγάρους να λυσσομανούν ήταν η προσήλωση πολλών σλαβοφώνων στο Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση στον ελληνισμό. Γι’ αυτό και οι Βούλγαροι αυτούς τους αποκάλεσαν γκραικομάνους (ελληνομανείς). Το μεγαλοϊδεατικό πάθος τους είχε πλήρως τυφλώσει και δεν αναγνώριζαν διόλου την παντοία προσφορά των Ελλήνων στο έθνος τους! Δυστυχώς και εμείς ποτέ δεν σκύψαμε επάνω από τα δικά μας σφάλματα, που οδήγησαν στην αντιπαράθεση και την αλληλοεξόντωση. Επίκεντρο της αντιπαράθεσης αυτής υπήρξε ο ναός! Στο εσωτερικό του, υποτίθεται ότι, οι λειτουργοί του Θεού μιλούσαν για την αγάπη του προς τα πλάσματά του. Όμως πολλές φορές εντός αυτού κρύβονταν όπλα και οι ιερείς πρωταγωνιστούσαν σε κηρύγματα μίσους κατά ομοδόξων! Αυτή υπήρξε η μεγάλη ήττα του εκκλησιαστικού σώματος! Ίσως δεχθώ την ένσταση: Ποιος άρχισε τις αδικοπραξίες; Αναμφισβήτητα οι Βούλγαροι. Αυτό όμως δεν δικαιώνει πλήρως εμάς, που στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να αμυνθούμε και να περάσουμε στην αντεπίθεση. Εγκλήματα διαπράχθηκαν και από πλευράς μας, οπωσδήποτε όχι ειδεχθή, όσο των Βουλγάρων. Και θέτω εκ νέου το ερώτημα: Γιατί τόση αγριότητα εκ μέρους των Βουλγάρων, ώστε να φρίττουν ακόμη και οι Τούρκοι και, τελικά, να προτιμούν όλοι να περάσει η Μακεδονία στους Έλληνες; Πόσο όμως εκκλησιαστική είναι η έκθεση γυμνών πτωμάτων κρεουργημένων προς συγκίνηση δήθεν της δυτικής κοινής γνώμης, των χωρών που πρωτοστάτησαν με τις παρεμβάσεις τους στο αιματοκύλισμα της Βαλκανικής;
Τα γεγονότα μαρτυρούν μεγάλη έλλειψη εκκλησιαστικού ήθους. Για να κατανοήσουμε αυτό θα παραθέσουμε απόσπασμα επιστολής του Παύλου Μελά προς τη σύζυγό του Ναταλία λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του. Είχαν συλλάβει οι εντόπιοι στα Κορέστια κάποιους Βουλγάρους (βουλγαρίζοντες επιμένουν, όσοι θέλουν να παίξουν με τις λέξεις) και τους έφεραν να τους καταδικάσει, εννοείται σε θάνατο, για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Ο Παύλος αντιμετώπισε έντονη κρίση συνειδήσεως και έγραψε (15.9.1904): «Δεν θα λησμονήσω ποτέ πόσο υπέφερα σήμερον το απόγευμα. Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτό μου, αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειά του και να τον φονεύσω! Και διαρκώς απαντούσα όχι, όχι! …Εγώ ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν πολύ θα τα’ αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ’ αφήσω να γίνη εκείνο που απεφασίσθη»(δηλαδή να εκτελεστούν).
Ο Παύλος Μελάς φονεύτηκε ακριβώς μετά από μήνα, αλλά νεκρός τάραξε την κοιμισμένη εθνική συνείδηση των ελευθέρων Ελλήνων. Όμως ο αγώνας δεν δικαιώθηκε ποτέ. Τον έπαψαν οι Νεότουρκοι υποσχόμενοι ελευθερίες και δικαιώματα. Και μόνο όταν συνειδητοποίησαν, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, τι ετοιμάζουν γι’ αυτούς οι «πολιτισμένοι» δυτικόφρονες Τούρκοι, τότε και μόνον τότε αναγκάστηκαν, επί τέλους, να συμμαχήσουν και πάλι για μικρό χρονικό διάστημα. Ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και οι μεγάλοι πόλεμοι, που ακολούθησαν έδειξαν περίτρανα ότι ο εθνικισμός άπλωσε βαθειές ρίζες. Καμμιά εκκλησιαστική απόφαση που καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό, δεν είναι σε θέση να τις ξεριζώσει. Μας χρειάζεται επανευαγγελισμός.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»